Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ξένα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ξένα, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του αρχ. επιθ. ξένος], η ξενιτιά, οι ξένες χώρες: «μένει στα ξένα δέκα χρόνια || την άλλη βδομάδα φεύγει ο γιος του για τα ξένα». (Λαϊκό τραγούδι: το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα, για λιμάνια ξένα, μαζί του θα σε πάρει αγάπη μου και σένα, μακριά στα ξένα).