ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF
νήσσα, η, ουσ. [<αρχ. νῆσσα], η πάπια, ιδ. εύχρ. στη φρ. ποιώ την νήσσα, βλ. φρ. κάνω την πάπια, λ. πάπια.