Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
νόμος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

νόμος, ο, ουσ. [<αρχ. νόμος], ο νόμος. 1. ό,τι θεωρείται ιερό, απαραβίαστο, ό,τι έχει αναντίρρητη δύναμη επιβολής: «ο νόμος του Θεού || ο νόμος σ’ αυτό το μαγαζί είμαι εγώ, γι’ αυτό δε σηκώνω αντιρρήσεις || ο λόγος του πατέρα του είναι νόμος γι’ αυτόν». 2. η αστυνομία, η δικαιοσύνη: «κάθε τόσο έχει προβλήματα με το νόμο». (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- απ’ αυτόν οι νόμοι κι οι προφήτες κρέμονται, το παν εξαρτάται από αυτόν: «αν θέλεις βοήθεια πήγαινε στον τάδε, γιατί απ’ αυτόν οι νόμοι κι οι προφήτες κρέμονται»·
- δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- δεν έχει ούτε πίστη ούτε νόμο, βλ. λ. πίστη·
- έγινε νόμος, καθιερώθηκε κάτι από την εμπειρία που αποκτήθηκε. (Λαϊκό τραγούδι: κάθε πράγμα στον καιρό του και τον Αύγουστο κολιός στη ζωή έγινε νόμος και δε γίνεται αλλιώς
- είμαι εκτός νόμου, είμαι παράνομος: «στον καιρό της χούντας, πολλοί απ’ την παρέα μου ήταν εκτός νόμου || αν χτίσω σ’ αυτό το οικοπεδάκι που δεν είναι οικοδομήσιμο, τότε θα είναι εκτός νόμου»·
- είναι νόμος, βλ. φρ. έγινε νόμος·
- εν ονόματι του νόμου, βλ. λ. όνομα·
- η ανάγκη λύει νόμο, βλ. λ. ανάγκη·
- θέτω εκτός νόμου (κάποιον ή κάτι), χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι παράνομο: «ο εισαγγελέας έθεσε εκτός νόμου όλους τους καταπατητές των δασών || η χούντα έθεσε εκτός νόμου όλα τα πολιτικά κόμματα»·
- και με το νόμο, βλ. φρ. κανονικά και με το νόμο·
- κανονικά και με το νόμο, σύμφωνα με το νόμο, καθ’ όλα νόμιμα, νομότυπα: «όλες του τις δουλειές τις κάνει κανονικά και με το νόμο»·
- νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, βλ. λ. εργάτης·
- ο άγραφος νόμος, α. ο νόμος που δεν υπάρχει γραμμένος σε κανέναν νομικό κώδικα, αλλά που επιβάλλεται από την καθιερωμένη ηθική, από τους εθιμικούς κανόνες της ζωής και που πολλές φορές, λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το δικαστήριο. β. οι ιδιαίτεροι κανόνες της πιάτσας που έχουν διαμορφωθεί από την καθιερωμένη ηθική της παράνομης ζωής: «ο άγραφος νόμος της πιάτσας επιβάλλει το νόμο της σιωπής»·
- ο εκτός νόμου, α. ο παράνομος: «μαζεύτηκαν όλοι οι εκτός νόμου κι έκαναν ολόκληρο συνδικάτο». β. (στη γλώσσα της φυλακής) ο τρελός: «κάθε φορά που έρχεται στο θάλαμο αυτός ο εκτός νόμου, όλοι μας καθόμαστε στ’ αβγά μας»·
- ο θείος νόμος, βλ. φρ. ο Νόμος του Θεού·
- ο λόγος του είναι νόμος, βλ. λ. λόγος·
- ο νόμος είναι νόμος, ισχύει το ίδιο για όλους: «παρά την υψηλή κοινωνική θέση σου, δεν μπορώ να παραβλέψω αυτή την παρανομία σου, γιατί ο νόμος είναι νόμος»·
- ο νόμος της ζούγκλας, το δίκαιο του ισχυρότερου: «στις μεγάλες πόλεις επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας»·
- ο νόμος της νύχτας, η συμπεριφορά και οι συνήθειες του κόσμου που έχει δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά τη νύχτα ή σχετίζεται με τα κέντρα διασκεδάσεως, τα μπαρ, τις χαρτοπαιχτικές λέσχες: «όποιος παραβαίνει το νόμο της νύχτας το πληρώνει πολύ ακριβά»·
- ο νόμος της σιωπής, ο πρωταρχικός κανόνας της πιάτσας, που επιβάλλει απόλυτη σιωπή για κάθε παράνομη ή εγκληματική ενέργεια των ανθρώπων του υποκόσμου: «όποιος παραβαίνει το νόμο της σιωπής, μέσα σε λίγο καιρό τον βρίσκουν σε κάποιο χαντάκι»·
- ο νόμος του αίματος, βλ. λ. βεντέτα·
- ο Νόμος του Θεού, οι αρχές της χριστιανικής θρησκείας, ο λόγος του Θεού που παραδόθηκε στους ανθρώπους με τις Δέκα Εντολές: «τηρεί με ευλάβεια το Νόμο του Θεού»·
- ο νόμος του Λιντς, βλ. λ. λιντσάρω·
- ο νόμος του ποδοσφαίρου, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ η μια ομάδα επιτίθεται συνεχώς και χάνει σωρεία ευκαιριών, στο τέλος με ένα αναπάντεχο γκολ κερδίζει το παιχνίδι η άλλη ομάδα· 
- όπως ορίζει ο νόμος, σύμφωνα με το νόμο: «για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, όλα θα γίνουν όπως ορίζει ο νόμος»·
- όργανο του νόμου, βλ. λ. όργανο·
- παίρνω το νόμο στα χέρια μου, αυτοδικώ: «όποιος παίρνει το νόμο στα χέρια του, θέτει αμέσως τον εαυτό του εκτός νόμου»·
- πάω με το νόμο, ενεργώ σύμφωνα με αυτό που ορίζει ο νόμος: «όποια δουλειά και να κάνω, πάω πάντα με το νόμο κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- πέφτει βαρύς ο πέλεκυς του νόμου, εφαρμόζεται αυστηρά, σκληρά ο νόμος, ο νόμος τιμωρεί αυστηρά, σκληρά: «ο δικαστής δε χαρίζεται σε κανέναν, κι όταν κάποιος είναι ένοχος πέφτει σκληρά ο πέλεκυς του νόμου»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, κανείς δεν μπορεί να επιβάλλει σε κάποιον να μη βλέπει, να μην παρακολουθεί κάτι, ιδίως όταν αυτό διαδραματίζεται δημόσια. Ως απάντηση στην παραπάνω φρ. δίνεται η ακόλουθη: και σ’ αυτά υπάρχει νόμος, όταν βλέπουν παρανόμως·
- σκληρός ο νόμος αλλά νόμος, δηλώνει τον υποχρεωτικό κανόνα της πολιτείας: «σκληρός ο νόμος αλλά νόμος, γιατί διαφορετικά δε θα μπορούσε να υπάρξει ευνομούμενη πολιτεία»·
- το μακρύ χέρι του νόμου, βλ. λ. χέρι·
- το χέρι του νόμου, βλ. λ. χέρι·
- τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, βλ. λ. συνήθεια.

ανάγκη

ανάγκη, η, ουσ. [<αρχ. ἀνάγκη], η ανάγκη. 1. η οικονομική δυσκολία: «όλη μου η ανάγκη είναι εκατό χιλιάρικα». 2. η αποπάτηση, η αφόδευση, το χέσιμο, το κατούρημα. (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- ανάγκη και κόψιμο να σε πιάσει! λέγεται ως κατάρα·
- ανάγκη το είχα! ή ανάγκη το είχαμε! (για πράγματα) δε μου είναι απαραίτητο, που δεν το χρειάζομαι, αδιαφορώ για την απόκτησή του: «ο τάδε μου είπε πως δε θέλει να σου δώσει τ’ αυτοκίνητό του για το βράδυ. -Ανάγκη το είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- ανάγκη τον είχα! ή ανάγκη τον είχαμε! (για πρόσωπα) δε μου είναι απαραίτητος, μου είναι αδιάφορος αυτός και η γνώμη του: «ο τάδε μου είπε πως δε θα μπορέσει να σε βοηθήσει. -Ανάγκη τον είχα!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- βρίσκομαι σε ανάγκη, βρίσκομαι σε δύσκολη περίσταση, έχω σοβαρό πρόβλημα, ιδίως  οικονομικό: «βρίσκομαι σε ανάγκη και κοιτάζει να με εκμεταλλευτεί όσο γίνεται πιο πολύ»·
- βρίσκομαι στην ανάγκη του, είμαι εξαρτημένος από αυτόν, από τη βοήθειά του: «δεν μπορώ να του αρνηθώ τίποτα, γιατί βρίσκομαι στην ανάγκη του»·
- για ώρα ανάγκης, βλ. λ. ώρα·        
- (δεν) είναι ανάγκη να…, (δεν) είναι απαραίτητο, (δε) χρειάζεται να…: «δεν είναι ανάγκη να έρθετε όλοι || είναι ανάγκη να ’ρθεις μαζί μου γιατί κάποια στιγμή μπορεί να ζητήσω τη γνώμη σου»·
- δεν έχει ανάγκη, α. βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική ή σωματική κατάσταση: «μη στενοχωριέσαι για τον τάδε, γιατί απ’ όλες τις απόψεις δεν έχει ανάγκη». β. (για πράγματα ή μηχανήματα) δεν υπάρχει φόβος να πάθει κάτι, γιατί είναι πολύ στερεό, πολύ δυνατό, πολύ ανθεκτικό: «τρέχω με το φορτηγάκι μου συνέχεια μέσ’ στα χωράφια, αλλά η μηχανή του δεν έχει ανάγκη». γ. (για κτίσματα) δεν υπάρχει φόβος κατάρρευσης: «παρόλο τον ισχυρό σεισμό, το σπίτι δεν έχει ανάγκη»·
- (δεν) έχω ανάγκες, (δεν) έχω βασικές βιοτικές ελλείψεις, (δεν) περνώ δύσκολα, (δεν) περνώ δυσκολίες: «έχω ανάγκες που δεν μπορείς να φανταστείς, γι’ αυτό βοήθησέ με όπως μπορείς || όταν ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκες, κοιμάται ήσυχος»·
- (δεν) έχω ανάγκη, (δε) χρειάζομαι κάτι, (δεν) είμαι αυτάρκης: «δεν έχω ανάγκη τα λεφτά κανενός || δε θέλω τα λεφτά που μου δίνεις, γιατί τώρα δεν έχω ανάγκη || έχω ανάγκη από τη βοήθεια όλων»·
- (δεν) έχω ανάγκη από…, (δε) μου είναι απαραίτητο, (δε) μου είναι αναγκαίο…: «δεν έχω ανάγκη από τις συμβουλές σου || έχω ανάγκη από ένα καλό μπάνιο»·     
- (δεν) έχω την ανάγκη σου, (δε) σε χρειάζομαι, (δε) θέλω τη βοήθεια σου: «απ’ τη στιγμή που βρήκα τα λεφτά που μου χρειάζονταν, δεν έχω την ανάγκη σου || σε παρακαλώ, έλα που σε θέλω, γιατί έχω την ανάγκη σου»·
- (δεν) έχω την ανάγκη του, (δεν) είμαι εξαρτημένος από αυτόν: «ό,τι ώρα θέλω μπορώ να του αρνηθώ κάτι, γιατί δεν έχω την ανάγκη του || δεν μπορώ να του αρνηθώ τίποτα, γιατί έχω την ανάγκη του». (Λαϊκό τραγούδι: όταν έχουν την ανάγκη σου όλοι σε αγαπάνε, μα σαν πάρεις τον κατήφορο όλοι σε ξεχνάνε
- δεν ήταν ανάγκη! α. φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας προσφέρει κάτι, ιδίως φαγώσιμο ως κέρασμα. β. φιλοφρονητική έκφραση από άτομο που του επιστρέφουμε κάτι. Και στις δυο περιπτώσεις, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα· βλ. και φρ. ήταν ανάγκη(;)·
- είδος πρώτης ανάγκης, βλ. λ. είδος·
- εν ανάγκη, βλ. φρ. στην ανάγκη·
- εξ ανάγκης, βλ. φρ. κατ’ ανάγκη·
- έχω την ανάγκη μου, βρίσκομαι στο σημείο να θέλω να αποπατήσω, να αφοδεύσω, να χέσω, να κατουρήσω: «ρε παιδιά, πού βρίσκεται το αναγκαίο, γιατί έχω την ανάγκη μου». Συνήθως λέγεται έτσι για λόγους λεπτότητας, όταν υπάρχουν σε μια παρέα και γυναίκες·
- η ανάγκη κάνει το παλικάρι, ο καθένας μπορεί να συμπεριφερθεί γενναία σε μια απρόσμενη δύσκολη κατάσταση: «καλά λένε πως η ανάγκη κάνει το παλικάρι γιατί, ενώ αυτός έτρεμε και τη σκιά του, μόλις είδε το σπίτι να καίγεται όρμησε μέσα για να βγάλει το μωρό που είχε εγκλωβιστεί στο δωμάτιό του»·
- η ανάγκη λύει νόμο, λέγεται για κάτι που γίνεται αντικανονικά ή παράνομα, επειδή δεν μπορεί να αποφευχθεί, λόγω ανωτέρας βίας: «δε θα σε κατηγορήσει κανένας που έκλεψες το ψωμί, επειδή πεινούσες, γιατί η ανάγκη λύει νόμο»·
- η ανάγκη τέχνη εργάζεται κι η πουτανιά φτιασίδι, βλ. λ. πουτανιά·
- η σωματική ανάγκη, το χέσιμο, το κατούρημα: «όταν δεν ξέρει μάθημα, επικαλείται όλο τη σωματική του ανάγκη για να βγαίνει έξω απ’ την τάξη». (Τραγούδι: να όμως που το άλλο βράδυ φτάνει, αρκετοί ’ναι οι νεκροί, μας σφίγγει μια σωματική ανάγκη,δεν παίρνει αναβολή
- ήταν ανάγκη; έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας για κάτι που μας προκύπτει και που μας είναι ανεπιθύμητο: «ήταν ανάγκη να ’ρθει τώρα που βιάζομαι να φύγω;». (Λαϊκό τραγούδι: ήτανε ανάγκη να με βγάλεις, σε φουρτούνες τόσες να με βάλεις, σε καημούς και σε μεράκια, και να πίνω όλο φαρμάκια στη βασανισμένη μου ζωή;)· βλ. και φρ. δεν ήταν ανάγκη(!)·
- κάνω τη σωματική μου ανάγκη, αποπατώ, αφοδεύω, χέζω, κατουρώ: «περιμένετε λίγο να κάνω τη σωματική μου ανάγκη και φεύγουμε». Συνήθως λέγεται έτσι για λόγους λεπτότητας, όταν υπάρχουν σε μια παρέα και γυναίκες·
- κάνω την ανάγκη μου, α. αντεπεξέρχομαι σε κάποια δυσκολία μου, ιδίως οικονομική: «τώρα που έκανες την ανάγκη σου, δε μας λες ούτε καλημέρα». β. αποπατώ, αφοδεύω, χέζω, κατουρώ: «μισό λεπτό να κάνω την ανάγκη μου κι έρχομαι». Συνήθως λέγεται έτσι για λόγους λεπτότητας, όταν υπάρχουν σε μια παρέα γυναίκες·
- κάνω την ανάγκη φιλοτιμία, λέγεται στην περίπτωση όταν ενεργώ υποχρεωτικά, αναγκαστικά και προσποιούμαι ότι ενεργώ με δική μου πρωτοβουλία και με προθυμία: «επειδή ήταν άρρωστος, έκανα την ανάγκη φιλοτιμία και τέλειωσα αυτό που έπρεπε εκείνος να τελειώσει». Μερικές φορές, το ρ. της φρ. στον αρχαϊκό τύπο ποιώ·
- κατ’ ανάγκη, αναγκαστικά: «θα σε βοηθήσω κατ’ ανάγκη, γιατί είσαι γιος του φίλου μου»·
- κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού για τη λήψη έκτακτων μέτρων ασφαλείας σε περίπτωση σοβαρών καταστάσεων όπως πολέμου, θεομηνιών ή άλλων σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων: «η κυβέρνηση κήρυξε την περιοχή που πλήγηκε από τον καταστροφικό σεισμό σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης»·
- λύση ανάγκης, βλ. λ. λύση·
- ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται, βλ. λ. φίλος·
- πάω για την ανάγκη μου ή πάω να κάνω την ανάγκη μου, πάω να αποπατήσω, να αφοδεύσω, να χέσω, να κατουρήσω: «αν με ζητήσει ο τάδε, πες ότι πήγα να κάνω την ανάγκη μου». Συνήθως λέγεται έτσι για λόγους λεπτότητας, όταν σε μια παρέα υπάρχουν και γυναίκες·
- πάω προς ανάγκη μου, η έκφραση έλκει από το πάω προς νερού μου· βλ. συνηθέστ. πάω για την ανάγκη μου·
- στην ανάγκη, αν χρειαστεί, αν είναι ή αν κριθεί απαραίτητο ή αν δε γίνεται διαφορετικά: «στην ανάγκη θα ζητήσουμε τη βοήθεια του τάδε»·
- τι ανάγκη; δε βλέπω να έχεις ή να υπάρχει ανάγκη: «τι ανάγκη; Έχεις τη δουλίτσα σου και τα κονομάς». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ βέβαια, εσύ·
- το ’χω ανάγκη και κόψιμο ή το ’χω κόψιμο κι ανάγκη, μου είναι εντελώς απαραίτητο: «έχεις ανάγκη από ένα εκατό ευρώ! -Κι όμως το ’χω ανάγκη και κόψιμο».

δάσκαλος

δάσκαλος, ο, θηλ. δασκάλα, η (βλ. λ.), ουσ. [<αρχ. διδάσκαλος <διδάσκω], ο δάσκαλος. 1. (στη γλώσσα της αργκό) ηλικιωμένος παράνομος με μεγάλη πείρα στην πιάτσα, που συμβουλεύει τους νεώτερους και που ο λόγος του τις πιο πολλές φορές επέχει θέση νόμου, αφού, εκτός από τις συμβουλές που δίνει, εκτελεί άτυπα και χρέη δικαστή στις διαφορές των νεότερων παρανόμων: «κάθε φορά που δημιουργείται κάποιο πρόβλημα, τρέχουν στο δάσκαλο να τους λύσει τη διαφορά». 2. (στη γλώσσα της αργκό) ο κατά τόπους αστυνομικός υπεύθυνος, ο αστυνόμος: «μόλις είδαν από μακριά να ’ρχεται ο δάσκαλος, έκατσαν όλοι στ’ αβγά τους». 3α. ως επιφών. δάσκαλε! τιμητική προσφώνηση σε φτασμένο πνευματικό άνθρωπο ή καλλιτέχνη: «καλημέρα σας, δάσκαλε!». β. φιλική προσφώνηση σε άτομο ανεξαρτήτου επαγγέλματος ή ιδιότητας: «να σε ξαναδούμε, δάσκαλε, απ’ τα μέρη μας!». Συνών. μάστορα! (3α, β). 4α. τιμητική προσφώνηση σε οικείο άτομο ή σε άτομο που αναγνωρίζουμε την αξία του, που αναγνωρίζουμε την ανωτερότητά του και του δίνουμε το προβάδισμα: «περάστε, δάσκαλε, καθίστε!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι θα γίνει με σένα, ρε δάσκαλε, πάλι κοπάνα απ’ τη δουλειά σου έκανες!». Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / αφεντικό! (3α, β) / γιατρέ! (3α, β) / γίγαντα! (4α, β) / καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β) / μεγάλε! (9α, β) / ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β). 5. αυτός που διδάσκει, που συμβουλεύει, που καθοδηγεί κάποιον: «ποιος είναι ο δάσκαλός σου στη ζωγραφική; || για να συμπεριφερθείς με τον τρόπο που συμπεριφέρθηκες, πάει να πει πως δεν είχες καλό δάσκαλο». (Λαϊκό τραγούδι: σε γελάσαμε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου). 6. τεχνίτης, επαγγελματίας ή πνευματικός άνθρωπος, που κατέχει πάρα πολύ καλά τη δουλειά του, το επάγγελμά του ή την τέχνη του, η αυθεντία, ο μετρ: «όταν παρουσιάζει κάποια βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε, που είναι δάσκαλος στ’ αυτοκίνητα || είναι δάσκαλος στις συναλλαγές || είναι δάσκαλος στη δουλειά του || ο Σεφέρης υπήρξε δάσκαλος στην ποίηση». (Λαϊκό τραγούδι: όσο υπάρχει τράπουλα, θα βγαίνουνε ρηγάδες κι όσο υπάρχουν δάσκαλοι, θα βγαίνουν μαθητάδες). Συνών. μάστορας (4). 7. αυτός που είναι έμπειρος, επιδέξιος, δεξιοτέχνης με ό,τι καταπιάνεται: «είναι δάσκαλος στη διπλωματία || είναι δάσκαλος να κατακτά τις γυναίκες». Συνών. καλλιτέχνης (1) / μάστορας (6). 8. αυτός που ξέρει να κάνει κάτι καλά ή να παίζει πολύ καλά κάποιο παιχνίδι: «είναι δάσκαλος στο κλέψιμο || είναι δάσκαλος στα χαρτιά || είναι δάσκαλος στο τάβλι || είναι δάσκαλος στην τρίπλα». Συνών. καλλιτέχνης (2) / μάστορας (7). Υποκορ. δασκαλάκος, ο κ. δασκαλάκι, το, θηλ. δασκαλίτσα, η·
- απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο, βλ. λ. αφτί·
- βρίσκω το δάσκαλό μου, αντιμετωπίζω κάποιον που αποδεικνύεται ανώτερος, αξιότερος ή δυνατότερος από μένα, χάνω τα πρωτεία, νικιέμαι: «μην κοκορεύεσαι, γιατί μπορεί κι εσύ μια μέρα να βρεις το δάσκαλό σου». Από την εικόνα των μαθητών που, όταν συναντούν το δάσκαλό τους, συμπεριφέρονται με σεμνότητα, ή από την εικόνα των παρανόμων, που, όταν συναντούν τον αστυνομικό, διακόπτουν από φόβο κάθε παράνομη δραστηριότητά τους. Συνών. βρίσκω το μάστορά μου ή βρίσκω το μάστορή μου·
- δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις ή δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που δεν τηρεί το ίδιο αυτά που συμβουλεύει στους άλλους. (Λαϊκό τραγούδι: δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν κρατούσες, εμένανε συμβούλευες κι εσύ παραστρατούσες
- δάσκαλος από δώδεκα καρέκλες ή δάσκαλος από δώδεκα σκαμνιά, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ μορφωμένο: «ότι απορία κι αν έχουμε, τη λύνει ο τάδε, γιατί είναι δάσκαλος από δώδεκα καρέκλες»·
- κάνει το δάσκαλο, συμβουλεύει κάποιον, χωρίς να έχει αυτό το δικαίωμα ή χωρίς να τηρεί αυτά που συμβουλεύει: «του αρέσει, χωρίς να του ζητάνε τη γνώμη του, να πετάγεται και να κάνει το δάσκαλο || είναι εύκολο να κάνει το δάσκαλο, αλλά άλλα λέει κι άλλα κάνει»·
- μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, λέγεται επιτιμητικά για εκείνους που έχουν κακές συναναστροφές και συμπεριφέρονται ανάλογα: «πώς να μην πας φυλακή με τις παλιοπαρέες που είχες, αφού, μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις». Συνών. κατά τον Μαστρογιάννη και τα κοπέλια του / με (το) στραβό αν (σαν) κοιμηθείς, το πρωί θ’ αλληθωρίσεις·
- ο θυμός είναι κακός δάσκαλος, βλ. λ. θυμός·
- ουδείς μωρότερος των γιατρών, αν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι, βλ. λ. γιατρός.

λιντσάρω

λιντσάρω, ρ. [από το όν. του αμερικανού δικαστή Ch. Lynch που διατύπωσε το νόμο της επιτόπου θανάτωσης-εκτέλεσης εγκληματία από τον όχλο χωρίς δίκη ή κατ’ άλλους, από το όν. της πόλης Lynchberg], αυτοδικώ μαζί με άλλους εναντίον κάποιου, που μπορεί να έχει αθωωθεί από το δικαστήριο, αλλά όχι και από την κοινή γνώμη και, κατ’ επέκταση, δέρνω κάποιον άγρια: «ο κόσμος όρμησε να λιντσάρει το δολοφόνο || αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, να ξέρεις πως θα σε λιντσάρω».

λόγος

λόγος, ο, πλ. λόγοι, οι κ. λόγια κ. λόια, τα, ουσ. [<αρχ. λόγος <λέγω], ο λόγος. 1. το κήρυγμα, η αγόρευση, η διάλεξη: «ο λόγος του προέδρου μας, ήταν πάρα πολύ ωραίος». 2. η αφορμή, η αιτία: «ποιος ήταν ο λόγος που μαλώσατε;». 3. ο σκοπός: «ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου;». 4. στον πλ. τα λόγια, η ομιλία, η συνομιλία, η κουβέντα: «αφήστε τα λόγια και πάμε να φύγουμε, γιατί αργήσαμε». 5. σε τριπλή επανάληψη λόγια, λόγια, λόγια, δηλώνει την αγανάκτησή μας για υποσχέσεις που μας δίνονται τακτικά από κάποιον ή κάποιους, αλλά δεν πραγματοποιούνται: «δε θέλω κουβέντα για τους πολιτικούς, γιατί σε κάθε προεκλογική περίοδο λόγια, λόγια, λόγια, και μετά τις εκλογές, μην τους είδατε μην τους απαντήσατε». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, λόγια, λόγια σπάσαν τα ρολόγια). Υποκορ. λογάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια). (Ακολουθούν 353 φρ.)·
- αγοράζω λόγια (από κάποιον), ενώ προσποιούμαι τον αδιάφορο, ακούω προσεκτικά αυτά που λέει κάποιος, για να δω αν είναι κάτι που με αφορά ή για να τα μεταφέρω σε αυτόν που του αφορούν: «έκανε πως χάζευε έξω απ’ το παράθυρο αλλά, όση ώρα μιλούσε ο άλλος, αυτός αγόραζε λόγια»·
- άδεια λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- αθετώ το λόγο μου, βλ. φρ. πατώ το λόγο μου·
- άκου λόγια! ή άκουσε λόγια! α. έκφραση που δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή: «εντέλει θα ’ρθεις μαζί μας; -Άκου λόγια!», δηλ. βεβαίως θα έρθω. β. τι απαράδεκτα λόγια είναι αυτά που λέγονται(!): «άκου λόγια που κάθεται και λέει ο τύπος για τον πατέρα του!»·
- ακούγονται λόγια (για κάποιον), διαδίδονται, ιδίως κακά πράγματα για κάποιον: «ακούγονται λόγια για τον τάδε, πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά»·
- ακούω κακά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται αρνητικά για μένα ή για κάποιον: «χωρίς να έχω κάνει κάτι κακό, ακούω κακά λόγια για μένα || όπου και να πάω, ακούω κακά λόγια γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- ακούω καλά λόγια, κάποιος ή κάποιοι εκφράζονται θετικά για μένα ή για κάποιον: «νιώθω μεγάλη χαρά, γιατί όπου κι αν σταθώ, ακούω καλά λόγια για την αφεντιά μου || είναι καλός άνθρωπος και πάντα ακούω καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- ακούω λόγια ή ακούω τα λόγια ή ακούω τα λόγια μου, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις, επιπλήξεις από κάποιον: «εσείς κάνετε τις βλακείες κι εγώ ακούω λόγια απ’ το διευθυντή || θα πάω νωρίς σήμερα στο σπίτι, γιατί θ’ ακούσω τα λόγια απ’ τον πατέρα μου || όταν κατάλαβε ο πατέρας μου πως τα είχα τσούξει, άκουσα τα λόγια μου»·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, ειρωνική ή επιθετική προτροπή σε κάποιον, που προσπαθεί να αποτρέψει την κουβέντα από το θέμα που συζητείται είτε γιατί δεν τον συμφέρει είτε γιατί αντιλαμβάνεται πως θα αποβεί σε βάρος του και έχει την έννοια να μην αλλάξει θέμα, αν θέλει να μη μαλώσουμε: «εμ βέβαια, ό,τι δεν σε συμφέρει, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, όμως αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις!». Η φρ. αποδίδεται στο στρατηγό Μακρυγιάννη· (βλ. Τάκη Νατσούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- αλλάζει τα λόγια του, βλ. φρ. γυρίζει τα λόγια του·
- αλλάζω τα λόγια του, τα διαστρεβλώνω, τα διαστρέφω: «εγώ δεν είπα τέτοια πράγματα και μην αλλάζεις, σε παρακαλώ, τα λόγια μου»·
- αλλάξαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- αλλάξαμε βαριά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «δε θέλω να τον δω ξανά μπροστά μου, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε βαριές κουβέντες·
- αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, παρεκτραπήκαμε και μιλήσαμε σε έντονο ύφος: «η διαφωνία μας άρχισε σαν αστείο, όμως στο τέλος αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω και να παραλίγο να ερχόμασταν και στα χέρια». Συνών. αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω·
- αλλάξαμε λόγια, ανταλλάξαμε βρισιές, φιλονικήσαμε: «επειδή κάποτε αλλάξαμε λόγια, δεν πάει να πει πως για μια ζωή δε θα μιλιόμαστε κιόλας!». Συνών. αλλάξαμε κουβέντες·
- αλλάξαμε πικρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πίκραναν: «πάνω σε μια άτυχη στιγμή, αλλάξαμε πικρά λόγια που εκ των υστέρων μετανιώσαμε». Συνών. αλλάξαμε πικρές κουβέντες·
- αλλάξαμε σκληρά λόγια, ανταλλάξαμε λόγια που μας πλήγωσαν ηθικά και ψυχικά: «δεν πρόκειται να μιλήσω ξανά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κάποτε αλλάξαμε σκληρά λόγια». Συνών. αλλάξαμε σκληρές κουβέντες·
- άνευ λόγου ή άνευ λόγου και αιτίας, βλ. φρ. χωρίς λόγο·
- απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας, βλ. λ. βλακεία· 
- από δουλειά ούτε λόγος, βλ. λ. δουλειά·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, βλ. λ. δουλειά·
- από λόγια άλλο τίποτα, υπόσχεται πολλά, χωρίς συνήθως να τα πραγματοποιεί:  «κάθε τόσο μου υπόσχεται πως θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά από λόγια άλλο τίποτα»·
- από λόγο σε λόγο, με την κουβέντα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας, καθώς εξελισσόταν η συζήτηση: «από λόγο σε λόγο δεν καταλάβαμε πότε πέρασε η ώρα»·
- από υγεία ούτε λόγος, βλ. λ. υγεία·
- αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, θύμωσα, νευρίασα από αυτά που έλεγε: «κατηγορούσε τους πάντες κι αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του, γι’ αυτό πλακώθηκα μαζί του»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- αρπάχτηκαν με τα λόγια, λογόφεραν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, αρπάχτηκαν με τα λόγια κι ακούστηκαν μέχρι την παραλία»·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- άσ’ τα λόγια, άφησε τις δικαιολογίες:  «ασ’ τα λόγια και πες μου, γιατί με κατηγόρησες;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε· βλ. και φρ. δεν αφήνεις τα λόγια(!)·
- άσ’ τα λόγια τα πολλά ή άσ’ τα πολλά λόγια, επιθετική αλλά και ειρωνική έκφραση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες να γίνει ολιγόλογο και σαφές: «ας’ τα πολλά λόγια και πες μου, γιατί την έκανες κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είν’ αυτός που σε κοιτά με την καφέ γραβάτα, άσε τα λόγια τα πολλά και μίλα μου σταράτα 
- άσχημα λόγια, λόγια άσεμνα, αισχρά: «ό,τι άσχημα λόγια ακούει ο μικρός στους δρόμους, έρχεται και μας τα λέει στο σπίτι»·
- αυτά είναι λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- βάζω λόγια, α. ενθαρρύνω, υποκινώ κάποιους με αυτά που λέω να μαλώσουν, σπέρνω διχόνοια: «κι ενώ τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει, αυτός άρχισε να βάζει πάλι λόγια μέχρι που οι άλλοι αρπάχτηκαν στα χέρια». β. κατηγορώ, συκοφαντώ: «άρχισε να βάζει λόγια στο φίλο του πως η γυναίκα του τον απατούσε κι αυτός πήγε στο σπίτι και την έσπασε στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν με βλέπεις και περνάω κλείνεις το παραθύρι σου, έμαθα πως σου βάζει λόγια κάποια ζηλιάρα φίλη σου)· βλ. και φρ. τους βάζω σε λόγια·
- βάζω λόγια στο στόμα του, λέω κάτι κακό για κάποιον και ισχυρίζομαι πως το είπε τάχα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «αφού ξέρω πως εσύ κατηγόρησες τον τάδε, γιατί βάζεις λόγια στο στόμα του φίλου μου;»·
- βαραίνει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «πολύς κόσμος τον συμβουλεύεται, γιατί βαραίνει ο λόγος του»·
- βαριά λόγια, λόγια προσβλητικά, υβριστικά: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν βαριά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλει η πεθερά μου επειδή είμαι φτωχειά κι όλο με κακοκαρδίζει και μου λέει λόγια βαριά
- βαστώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- βγάζω λόγο, αναπτύσσω κάποιο θέμα μπροστά σε ακροατήριο, που βρίσκεται συνήθως σε ανοικτό χώρο: «ο αρχηγός του τάδε κόμματος, θα βγάλει λόγο το βράδυ στη πλατεία Αριστοτέλους»·
- βγήκαν τα λόγια μου, επαληθεύτηκαν: «απ’ την αρχή τον συμβούλευα να μη συνεταιριστεί μαζί του, γιατί είναι απατεώνας, ώσπου στο τέλος βγήκαν τα λόγια μου, γιατί την πάτησε»·
- για κανέναν λόγο, σε καμιά περίπτωση: «για κανέναν λόγο δε θα σε βοηθήσω, γιατί αποδείχτηκες αχάριστος άνθρωπος»·
- για λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω ανωτέρας βίας, βλ. λ. βία·
- για λόγους ασφαλείας, για την αποτροπή κινδύνου: «κρατώ μια απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο για λόγους ασφαλείας»·
- για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει να προσβάλλεται η υπόληψή του, η αξιοπρέπειά του, η τιμή του: «σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για λόγους τιμής»·
- (για) μάζεψε τα λόγια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να μιλάει ειρωνικά, απειλητικά ή επιθετικά εναντίον μας ή εναντίον φιλικού μας προσώπου, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά σε βάρος του: «για μάζεψε τα λόγια σου, γιατί αρκετά σε ανέχτηκα». (Κρητική μαντινάδα: αν σου τηνε χαρίζανε να τη γυρνούσες πίσω, για μάζεψε τα λόγια σου μη σε καταχερίσω). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το γιατί α(!)·
- για ποιο λόγο; α. για ποιο σκοπό(;): «για ποιο λόγο θα ταξιδέψεις στο εξωτερικό;». β. για ποια αφορμή ή αιτία(;): «για ποιο λόγο μαλώσατε; || για ποιο λόγο έφυγες νωρίς χτες βράδυ;»·
- (για) συμμάζεψε τα λόγια σου! βλ. φρ. (για) μάζεψε τα λόγια σου(!)·
- για του λόγου το ασφαλές, πράξη, ενέργεια ή επιχείρημα που γίνεται ή δίνεται επιπλέον ως αποδεικτικό στοιχείο για να στηριχθεί ή να αποδειχθεί η ορθότητα των όσων υποστηρίζει κάποιος: «το τζάμι της τραπεζαρίας, θα το έσπασε κάποιο παιδί απ’ το δρόμο και για του λόγου το ασφαλές, να και η πέτρα που βρήκα στο πάτωμα». Πρβλ.: καί τό πνεῦμα ἐν εἴδη περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
- γίνεται λόγος, α. σχολιάζεται δημόσια: «τον τελευταίο καιρό γίνεται λόγος για υποτίμηση της δραχμής». β. συζητείται, κουβεντιάζεται: «μια και γίνεται λόγος γι’ αυτό το θέμα, θα ήθελα να πω τα εξής»·
- γίνεται πολύς λόγος, συζητείται, σχολιάζεται ευρέως: «γίνεται πολύς λόγος τον τελευταίο καιρό για τις τηλεφωνικές υποκλοπές»·
- γλυκά λόγια, τα γλυκόλογα: «την πήρε κατά μέρος και με διάφορα γλυκά λόγια προσπαθούσε να την καλοπιάσει». (Λαϊκό τραγούδι: στο τραπέζι που τα πίνω λείπει το ποτήρι σου λείπουν τα γλυκά σου λόγια π’ άκουγα απ’ τα χείλη σου
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. φρ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- γυρίζει τα λόγια του, λέει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε προηγουμένως: «πρόσεχε πώς θα τα πει, γιατί είναι συνηθισμένος να γυρίζει τα λόγια του || όταν του έδωσαν τα λεφτά που τους ζήτησε, γύρισε τα λόγια του στην κατάθεσή του»·
- δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- δε βλέπω το λόγο, δεν μπορώ να εξηγήσω την αιτία, το λόγο που θέλει να κάνει κανείς κάτι: «αφού όλα δουλεύουν μια χαρά, δε βλέπω το λόγο που θέλεις να κάνεις αλλαγές στο πρόγραμμα παραγωγής». Συνών. δε βλέπω το γιατί·
- δε βρίσκω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω κάποιο συναίσθημά μου ή να κρίνω κάτι καλό ή κακό: «δε βρίσκω λόγια να σ’ ευχαριστήσω || δε βρίσκω λόγια να χαρακτηρίσω αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά σου»·
- δε βρίσκω το λόγο να…, βλ. φρ. δε βλέπω το λόγο να(…)·
- δε γίνεται λόγος, φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας ευχαριστεί για κάποια εξυπηρέτηση που του κάναμε ή που θα του κάνουμε: «σ’ ευχαριστώ πολύ για τα δανεικά που μου ’δωσες. -Δε γίνεται λόγος || δεν πιστεύω να σε ταλαιπωρώ που θα σε κουβαλήσω αύριο στο σπίτι μου; -Δε γίνεται λόγος»·
- δε δίνει λόγο σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λόγο, βλ. συνηθέστ. δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν, λ. λογαριασμός·
- δε θέλω λόγια, βλ. φρ. να λείπουν τα λόγια·
- δε θέλω δεύτερο λόγο, κατηγορηματική δήλωση σε κάποιον, να ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που του υποδεικνύουμε χωρίς να του δίνουμε το δικαίωμα να αρνηθεί ή να υποδείξει έναν άλλον τρόπο ενέργειας: «θα κάνεις αυτό που σου λέω και δε θέλω δεύτερο λόγο»·
- δε θέλω πολλά λόγια μαζί του, δε θέλω, δεν επιδιώκω ιδιαίτερες επαφές, ιδιαίτερες σχέσεις με το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «έχω μάθει πως δεν είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό δε θέλω πολλά λόγια μαζί του·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, είναι κακόβουλος, φθονερός: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε για μένα, γιατί δε λέει καλό λόγο για κανέναν»·
- δε μου πέφτει λόγος, α. δε δικαιούμαι να μιλήσω για το θέμα που γίνεται λόγος, γιατί  δεν είναι της αρμοδιότητάς μου ή γιατί δεν ανήκει στη δικαιοδοσία μου: «για το θέμα που συζητάτε δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, γιατί δε μου πέφτει λόγος». (Λαϊκό τραγούδι: πάρτο απόφαση πως δε σου πέφτει λόγος η γυναίκα πρέπει να ’ναι πάντα υπό). β. δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει αυτό που μου λέει κάποιος: «κάνε ό,τι θέλεις, γιατί δε μου πέφτει λόγος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμένα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. φρ. δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δεκάρικος λόγος, ομιλία που είναι ασήμαντη, που δεν έχει κανένα περιεχόμενο, καμιά ουσία: «στο τέλος μας έβγαλε κι ο πρόεδρος έναν δεκάρικο λόγο κι ύστερα ακολούθησε η ψηφοφορία»· βλ. και λ. δεκάρικος·
- δεν ακούει τα λόγια κανενός, αδιαφορεί για τις νουθεσίες, για τις συμβουλές που του δίνουν: «είναι τόσο πεισματάρικο παιδί, που δεν ακούει τα λόγια κανενός»·
- δεν αφήνεις τα λόγια! προτροπή σε κάποιον να πάψει να δικαιολογείται άλλο: «δεν αφήνεις τα λόγια και πες μου, γιατί κάθε τόσο κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. συνηθέστ. δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- δεν έπιασε ο λόγος του, δεν έπεισε: «τον έφερα για μάρτυρα υπεράσπισης στο δικαστήριο, αλλά δεν έπιασε ο λόγος του»· βλ. και φρ. δεν πιάνει ο λόγος του·
- δεν έχουμε πολλά λόγια, βλ. συνηθέστ. δεν έχουμε πολλές κουβέντες, λ. κουβέντα·
- δεν έχω λόγια για να… ή δεν έχω λόγια να…, δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα λόγια για να εκφράσω αυτό που νιώθω, αυτό που αισθάνομαι ιδίως για κάτι καλό και πιο σπάνια για κακό: «δεν έχω λόγια για να σ’ ευχαριστήσω για το καλό που μου ’κανες || δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω για τη βοήθεια που μου πρόσφερες || ήταν τόσο απαίσια η πράξη σου που δεν έχω λόγια να τη χαρακτηρίσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγια να σου πω, τσαχπίνικο κουκλί μου· σου λέω, φως μου, σ’ αγαπώ, εσύ ’σαι η ζωή μου
- δεν έχω λόγο, δεν πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «κανείς δεν μπορεί να μου πει πως δεν έχω λόγο, γιατί πάντα κρατώ το λόγο μου»·
- δεν έχω λόγο για να… ή δεν έχω λόγο να…, δεν έχω κάποια αιτία ή δικαιολογία για να κάνω κάτι: «δεν έχω λόγο για να ’ρθω κι εγώ μαζί σας να υποδεχτώ τον τάδε, γιατί δεν τον γνωρίζω || δεν έχω λόγο να τον κατηγορήσω, γιατί μου είναι αδιάφορος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω λόγο να κάνω πίσω, θα το ρισκάρω να σ’ αγαπήσω
- δεν καταλαβαίνει από λόγια, βλ. φρ. δεν παίρνει από λόγια·
- δεν παίρνει από λόγια, α. δεν ακούει τις συμβουλές που του λένε, κάνει του κεφαλιού του: «προσπάθησα πολλές φορές, να τον συμβουλέψω, αλλά δεν παίρνει από λόγια». β. δεν υποκύπτει σε αυτά που του λένε, δεν υποκύπτει σε παρακάλια, δεν υπαναχωρεί από την αρχική του απόφαση ή θέση: «έπεσαν όλοι απάνω του και τον παρακαλούσαν ν’ αποσύρει τη μήνυση, αλλά αυτός δεν παίρνει από λόγια»·
- δεν παίρνω πίσω το λόγο μου ή δεν παίρνω το λόγο μου πίσω, δεν αναιρώ, δεν αθετώ μια συμφωνία ή μια υπόσχεσή μου, είμαι σταθερός στο λόγο μου, μένω πιστός στο λόγο μου: «όταν δώσω μια υπόσχεση, δεν παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- δεν περνάει ο λόγος του, δεν εισακούεται, γιατί δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις, ιδίως γιατί δεν κατέχει κάποια ανώτερη θέση ή γιατί δεν έχει κοινωνική ή οικονομική ισχύ: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί δεν περνάει ο λόγος του»·
- δεν πιάνει ο λόγος του, δεν έχει ισχύ, βαρύτητα, δεν φέρνει αποτέλεσμα, δεν εισακούεται: «απ’ τη μέρα που παραιτήθηκε απ’ τη θέση του διευθυντή, δεν πιάνει ο λόγος του στην επιχείρηση»· βλ. και φρ. δεν έπιασε ο λόγος του·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- δεν υπάρχει λόγος, δε συντρέχει κάτι που να δικαιολογεί ή να κρίνει σκόπιμη κάποια ενέργειά μας, δεν είναι απαραίτητο: «δεν υπάρχει λόγος να προσλάβω νέο προσωπικό, γιατί αυτό που έχω, είναι ήδη υπεραρκετό || θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας; -Δεν υπάρχει λόγος»·
- δεν υπάρχουν λόγια για να…, πρόκειται για ανείπωτη κατάσταση, δεν είναι δυνατό να την εκφράσει, να την περιγράψει κανείς: «την αγαπώ τόσο πολύ που δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω το τι νιώθω γι’ αυτή τη γυναίκα!». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, δεν υπάρχουν λόγια στην καρδιά μου να σ’ τα γράψω με φιλιά να σ’ τα πω. Λόγια, δεν υπάρχουνε λόγια για την τρέλα που νιώθω επειδή σ’ αγαπώ)· 
- δίνω βάση στα λόγια του, βλ. λ. βάση·
- δίνω λόγο, α. αρραβωνιάζομαι ανεπίσημα μια γυναίκα, δεσμεύομαι με υπόσχεση γάμου: «την Κυριακή θα πάει στους γονείς της να δώσει λόγο». β. απολογούμαι για κάτι, λογοδοτώ: «μια μέρα θα δώσεις λόγο γι’ αυτά που κάνεις»·
- δίνω λόγο των πράξεών μου, απολογούμαι, λογοδοτώ για τις πράξεις μου: «κάποτε έρχεται ώρα, που όλοι δίνουμε λόγο των πράξεών μας»·
- δίνω πίστη στα λόγια του, βλ. λ. πίστη·
- δίνω το λόγο (σε κάποιον), επιτρέπω, υποδεικνύω κάποιον να μιλήσει: «μετά την ομιλία του, ο πρόεδρος έδωσε το λόγο στον τάδε»·
- δίνω το λόγο μου, δεσμεύομαι, υπόσχομαι, εγγυούμαι προφορικά: «είναι άνθρωπος που, όταν σου δώσει το λόγο του για κάτι, τον κρατάει || δεν μπορώ να σου πουλήσω το οικόπεδο, γιατί έδωσα το λόγο μου στον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’δωσες το λόγο πως θα μ’ αγαπάς, μα εσύ ’σαι ψεύτρα και δεν τον τηράς
- δίνω το λόγο της τιμής μου, υπόσχομαι στην τιμή μου πως θα κάνω ή δε θα κάνω κάτι: «αφού σου ’δωσε το λόγο της τιμής του, να ’σαι σίγουρος πως θα κάνει αυτό που σου υποσχέθηκε». Ένας άντρας για να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο λόγο της τιμής του αναφέρεται στο λόγο της αντρικής του τιμής·
- έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, δημιουργήθηκε έντονη συζήτηση, χωρίς να υπάρχει σπουδαία αφορμή ή αιτία: «μια κουβέντα είπε ο άνθρωπος πάνω στο θυμό του κι έγινε πολύς λόγος για το τίποτα»· βλ. και φρ. έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, λ. θόρυβος·
- είμαι σταθερός στο λόγος μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- είμαστε ακόμη στα λόγια, βρισκόμαστε ακόμη στις διαπραγματεύσεις, δε συμφωνήσαμε ακόμη: «δε φτάσαμε σε καμιά συμφωνία, γιατί είμαστε ακόμη στα λόγια»· βλ. και φρ. είμαστε ακόμη στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- είναι ακριβός στα λόγια του, α. έχει τη συνήθεια να μη μιλάει πολύ, είναι ολιγόλογος: «όλοι δίνουν βάση σ’ αυτά που λέει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του». β. πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, γιατί είναι ακριβός στα λόγια του»·
- είναι ανάξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) που δεν έχει αξία, ενδιαφέρον, που είναι τόσο ασήμαντο, ώστε δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «μη στενοχωριέσαι για ένα πράγμα που είναι ανάξιο λόγου || είδα χτες βράδυ το τάδε κινηματογραφικό έργο, αλλά μην πας να το δεις, γιατί είναι ανάξιο λόγου»·
- είναι ανάξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι τόσο ασήμαντος, που δεν αξίζει ούτε να αναφερθεί κανείς σε αυτό: «αν θέλεις να γίνει η δουλειά σου, μην πας στον τάδε, γιατί αυτός είναι ανάξιος λόγου»·
- είναι άξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα ή θεάματα) είναι σημαντικό, ενδιαφέρον, αξιόλογο: «είναι άξιο λόγου αυτό που παρατήρησες, γι’ αυτό και πρέπει να το κουβεντιάσουμε διεξοδικά || να πας να δεις το τάδε κινηματογραφικό έργο, γιατί είναι άξιο λόγου»· βλ. και φρ. είναι λόγου άξιο·
- είναι άξιος λόγου, (για πρόσωπα) είναι σημαντικός, αξιόλογος: «είναι άνθρωπος άξιος λόγου, γι’ αυτό και τον βάλαμε αμέσως στην παρέα μας»·
- είναι λόγου άξιο, αξίζει να ειπωθεί, να αναφερθεί: «εδώ, νομίζω πως είναι λόγου άξιο να σας πω, τι ακριβώς υποστηρίζει και ο τάδε || επίσης, είναι λόγου άξιο ν’ αναφέρω τη θετική στάση που κράτησε ο τάδε κατά την περίοδο της δικτατορίας»· βλ. και φρ. είναι άξιο λόγου·
- είναι μετρημένος στα λόγια του, μιλάει συνετά: «να δίνεις βάση σ’ αυτά που σου λέει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι μετρημένος στα λόγια του»· βλ. και φρ. είναι ακριβός στα λόγια του·   
- είναι όλο λόγια ή είναι μόνο λόγια, δεν πραγματοποιεί όσα υπόσχεται ή όσα απειλεί πως θα κάνει: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί είναι όλο λόγια || δεν πραγματοποιεί καμιά απ’ τις φοβέρες του, γιατί είναι μόνο λόγια»·
- είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, (κατηγορηματικά) δεν κρατώ την υπόσχεση που έδωσα σε κάποιον, αναιρώ απροκάλυπτα ή επιθετικά ό,τι υποσχέθηκα: «μπορεί να υποσχέθηκα να σε βοηθήσω αλλά, είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου»·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε άσχημα λόγια·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε βαριά λόγια·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. φρ. αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε πικρά λόγια·  
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. φρ. αλλάξαμε σκληρά λόγια·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. φρ. είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον)·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), τον κακολόγησαν δίκαια ή άδικα: «έμαθα, πως στο μπαράκι είπαν κακά λόγια για σένα || όπου κι αν ρώτησα, είπαν κακά λόγια για σένα»·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), μίλησαν επαινετικά γι’ αυτόν: «όπου κι αν ρώτησα, είπαν καλά λόγια για το γαμπρό μου»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! λέγεται από τρίτον στην περίπτωση που κάποιος εκφέρεται για κάποιον με εμπάθεια ή μειονεκτικά κάτι που επαναλαμβάνει εκ συστήματος και για άλλους: «να προσέχεις τον τάδε γιατί είναι κουμάσι. -Είπε πάλι τον καλό του το λόγο!»·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, όπως συνηθίζει, μίλησε θετικά για κάποιον ή για κάτι: «όταν τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και θέλησε να μάθει για το ποιον του τάδε, είπε πάλι τον καλό του το λόγο»·
- είχαμε το λόγο σου, κουβεντιάζαμε, μιλούσαμε για σένα: «λίγο πριν έρθεις είχαμε το λόγο σου || προχτές που έλειπες απ’ την παρέα, είχαμε το λόγο σου»·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- ένα λόγο είπα, βλ. φρ. μια κουβέντα είπα, λ. κουβέντα·
- ένας λόγος είναι αυτός, δηλώνει πως, εύκολα λέγεται κάτι και το υπονοούμενο είναι πως, δύσκολα πραγματοποιείται: «εγώ στη θέση σου θ’ απέλυα όλο το προσωπικό και θα προσλάμβανα καινούριο. -Ένας λόγος είναι αυτός»·
- ένας λόγος είναι να..., δηλώνει πως είναι αδύνατο ή τουλάχιστο, πάρα πολύ δύσκολο, να πραγματοποιηθεί αυτό που ειπώθηκε από κάποιον: «ένας λόγος είναι να ’ρθει να μας βρει, ρωτάς όμως αν μπορεί να ’ρθει από κει που βρίσκεται;»·
- επ’ ουδενί λόγο, βλ. φρ. για κανέναν λόγο·
- έργα (κι) όχι λόγια! βλ. λ. έργο·
- έρχομαι στα λόγια (με κάποιον), λογομαχώ, φιλονικώ με κάποιον: «θυμήθηκαν παλιές διαφορές τους κι ήρθαν στα λόγια»·
- έρχομαι στα λόγια του, ενώ αμφισβητούσα ή διαφωνούσα με τα λόγια κάποιου, αναγκάζομαι να τα ασπαστώ, γιατί αποδείχτηκαν σωστά ή αληθινά: «στην αρχή δεν τον πίστευα που έλεγε πως ο τάδε ήταν απατεώνας, όταν όμως αποδείχτηκε η κατάχρησή του, τότε ήρθα στα λόγια του»·
- ευαγγέλιο τα λόγια σου! βλ. λ. ευαγγέλιο·
- ευαγγέλιο τα λόγια του, βλ. λ. ευαγγέλιο·
- έχασε τα λόγια του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «μόλις βρήκαν μέσα στην τσάντα του τον κλεμμένο αναπτήρα, έχασε τα λόγια του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «όταν μ’ είδε αγκαζέ με την καινούρια μου γκόμενα, έχασε τα λόγια του || μόλις είδε το φορτηγό να ’ρχεται με φόρα καταπάνω του, έχασε τα λόγια του». Συνών. έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του / έχασε τη φωνή του. γ. (για ηθοποιούς) ξέχασε το κείμενο που έπρεπε να πει και είπε άλλα αντί άλλων ή έκανε κενό: «πρόσεχέ τον, γιατί χάνει διαρκώς τα λόγια του και μπορεί να σε κρεμάσει στη σκηνή»·
- έχει ακριβά τα λόγια του, βλ. συνηθέστ. είναι ακριβός στα λόγια του·
- έχει βάρος ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγος του·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να παρηγορεί τους άλλους σε περίπτωση που δυστυχούν: «όλοι τον εκτιμούν και τον αγαπούν γιατί έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, συνηθίζει να εκφέρεται για τους άλλους επαινετικά: «όταν είναι να εκφέρει τη γνώμη του έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα»·
- έχει πέραση ο λόγος του, βλ. φρ. περνάει ο λόγος του·
- έχει το χάρισμα του λόγου, βλ. λ. χάρισμα·
- έχει τον πρώτο λόγο, έχει τη διοίκηση, το πρόσταγμα σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «αυτόν που βλέπεις, έχει τον πρώτο λόγο στο εργοστάσιο που δουλεύω || τον πρώτο λόγο στο σωματείο των εργαζομένων τον έχει ο πρόεδρος»·
- έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, έχει συγκεντρωμένες στα χέρια του όλες τις αρμοδιότητες, αποφασίζει και διατάζει σε ένα χώρο ή σε μια ομάδα ατόμων: «είναι πανίσχυρος μέσα στην εταιρεία μας, γιατί έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο || ο πρωθυπουργός, έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο μέσα στην κυβέρνηση»· 
- έχει τον τελευταίο λόγο, παίρνει την τελική απόφαση: «αν θέλεις να κλείσεις τη δουλειά ν’ αποταθείς στον τάδε, γιατί αυτός έχει τον τελευταίο λόγο στην επιχείρηση»·
- έχεις το λόγο μου, έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε κάποιον πως θα τηρήσουμε κάποια υπόσχεσή μας που του δώσαμε: «να μείνω ήσυχος πως θα με βοηθήσεις; -Έχεις το λόγο μου». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ)·  
- έχω λόγο, α. έχω κάποια αιτία ή κάποιο σκοπό: «έχω λόγο που θέλω να τον δείρω || έχω λόγο που θέλω να μπω μέσα». β. πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου: «αν υποσχεθώ κάτι σε κάποιον το πραγματοποιώ, γιατί έχω λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: και να μη με λένε Γιώργο, αν εγώ δεν έχω λόγο)· βλ. και φρ. έχω το λόγο·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), α. θέλω να σου μιλήσω εν συντομία: «στάσου μισό λεπτό, γιατί έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: έλα μαγκάκι μου μικρό, που ’χω δυο λόγια να σου πω. Τούρνε και τούρνε, τούρνε και ναι, πες το βρε μάγκα μου το ναι). β. έχω τη διάθεση, θέλω να σε συμβουλέψω: «επειδή βλέπω ότι κάνεις ανοησίες, έχω να σου πω δυο λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: δυο λόγια έχω να σου πω, κοίτα το σπιτικό σου, αν δεν αλλάξεις συ μυαλό, θα ’ναι κακό δικό σου
- έχω το λόγο, α. (για επιχειρήσεις, οργανισμούς, εργασιακούς χώρους, συγκροτημένες ομάδες) διευθύνω, έχω το πρόσταγμα, προστάζω: «σ’ αυτή την επιχείρηση μόνο εγώ έχω το λόγο». β. (για πρόσωπα) μπορώ να μιλήσω, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, μιλώ: «μετά τον τάδε έχω το λόγο || αυτή τη στιγμή έχει το λόγο ο τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν δε σ’ αρέσουν όλ’ αυτά, που σου ’χα πει πρωτίστως, το ζεϊμπεκάκι είν’ έτοιμο έχει το λόγο ο Χρήστος)· βλ. και φρ. έχω λόγο·
- έχω το λόγο μου ή έχω τους λόγους μου, υπάρχει συγκεκριμένη πρόθεση, συγκεκριμένος σκοπός, που κάνω ή που θέλω να κάνω κάτι: «έχω το λόγο μου που έρχομαι κι εγώ μαζί σας στη συγκέντρωση του τάδε || έχω τους λόγους μου που θέλω να τον συναντήσω»·
- έχω το λόγο σου; δεσμεύεσαι; μου το υπόσχεσαι(;): «έχω το λόγου σου, πως δε θα πεις σε κανέναν αυτό που θα σου εκμυστηρευτώ;»·
- έχω το λόγο του, έχω την υπόσχεσή του, τη διαβεβαίωσή του: «έχω το λόγο του, πως θα με βοηθήσει αν χρειαστώ βοήθεια»· 
- ζητάει το λόγο κι από πάνω, συμπεριφέρεται ως απαιτητής ή ως κατήγορος ενώ στην πραγματικότητα είμαι υπόχρεος ή υπόλογος: «δε φτάνει που είναι η αιτία που χάσαμε τη δουλειά, ζητάει το λόγο κι από πάνω»·
- ζητώ το λόγο, α. απαιτώ εξηγήσεις, διευκρινήσεις: «δεν μπορείς, κάθε τόσο, για ψύλλου πήδημα να ζητάς το λόγο». β. θέλω να μιλήσω, θέλω το λόγο: «ζητώ το λόγο για να πω κι εγώ τις απόψεις μου»·
- ζυγιάζω τα λόγια μου, μιλώ ύστερα από σκέψη, μιλώ με περίσκεψη: «όταν πρόκειται να εκφέρω τη γνώμη μου για κάποιον άνθρωπο, ζυγιάζω τα λόγια μου»·
- ζυγιασμένα λόγια, που λέγονται ύστερα από σκέψη, από περίσκεψη, τα μετρημένα λόγια: «λέει ζυγιασμένα λόγια, γι’ αυτό πάντα θέλουν όλοι να τον συμβουλεύονται»·
- ζυγίζει ο λόγος του, βλ. συνηθέστ. μετράει ο λόγο του·
- θα σου πω δυο λόγια, θα σου πω κάτι εν συντομία και ιδίως λέγεται σε περίπτωση συμβουλών: «κάνεις άστατη ζωή και θα σου πω δυο λόγια, μόνο και μόνο επειδή είσαι ο γιος του φίλου μου». Συνών. θα σου πω δυο κουβέντες·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, είναι συνηθισμένος ή επιδιώκει να κλείνει μια συζήτηση: «δε θα τελειώσουμε ποτέ αυτή τη συζήτηση αν δε τον αφήσεις να μιλήσει τελευταίος, γιατί θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο»·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. συνηθέστ. ζητάει το λόγο κι από πάνω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. φρ. έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια)·
- θέλω το λόγο, επιθυμώ να μιλήσω, ζητώ το λόγο: «αφού μίλησε ο τάδε, θέλω κι εγώ το λόγο»·
- ίσια λόγια, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «τους μίλησε με ίσια λόγια και δεν μπόρεσε να πει κανείς τίποτα»·
- καθαρά λόγια, που λέγονται χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υπονοούμενα, λόγια που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, τα παστρικά λόγια: «όταν λες καθαρά λόγια, δεν έχεις να φοβάσαι κανέναν»·
- κάθομαι (πάνω) στο λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι, κρατώ το λόγο μου: «αφού στο υποσχέθηκα, θέλω να ’σαι σίγουρος πως με την πρώτη ευκαιρία θα σε πάρω στη δουλειά μου, γιατί εγώ κάθομαι πάνω στο λόγο μου»·  
- κακά λόγια, τα αισχρόλογα: «τα καλά παιδιά δε λένε κακά λόγια»·
- κάνω λόγο, α. αναφέρω: «δεν πιστεύω να κάνεις λόγο στο διευθυντή που άργησα το πρωί στη δουλειά!». β. μνημονεύω: «κάθε τόσο κάνουμε λόγο για τον τάδε, που πέθανε πριν από καιρό». γ. θίγω ένα ζήτημα ζητώντας εξηγήσεις, επεξηγήσεις: «δεν είναι σωστό να κάνεις λόγο γι’ αυτά τα μικροπράγματα». δ. αναφέρομαι, συζητώ: «μια ώρα μιλάμε γι’ αυτή τη δουλειά, αλλά ακόμη δεν κάναμε λόγο για το πώς θα βρεθούν τα λεφτά που χρειαζόμαστε». Συνών. κάνω κουβέντα·
- κάνω τα λόγια πράξη, ενεργοποιούμαι για να εφαρμόσω αυτά που λέω, εφαρμόζω, πραγματοποιώ αυτά που λέω: «εγώ δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που μένουν στις μεγαλοστομίες, γιατί κάνω τα λόγια πράξη»·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του, παρά την υπογραφή του, είναι τόσο σωστός, τόσο γνήσιος άντρας, που δίνει περισσότερη αξία στο λόγο του, παρά στην υπογραφή του. Το σκεπτικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως, η υπογραφή, για διάφορους λόγους που μπορεί να προκύψουν, με κατάλληλα ένδικα μέσα μπορεί να αναιρεθεί, όμως ο λόγος ενός σωστού, ενός γνήσιου άντρα, δεν αναιρείται ποτέ και με τίποτα·
- κατά κύριο λόγο, κυρίως, κατ’ εξοχήν: «ο ελληνικός λαός, είναι λαός ευγενικός και κατά κύριο λόγο, είναι φιλόξενος λαός»·
- κατά πρώτο λόγο, πρώτα από όλα, αρχικά, πρωτίστως: «θα μπορέσω να κάνω δουλειά μαζί σου, κατά πρώτο λόγο όμως, θα πρέπει να τακτοποιήσουμε όλους τους παλιούς μας λογαριασμούς»·    
- κενά λόγια, βλ. συνηθέστ. κούφια λόγια·
- κούφια λόγια, λόγια κενού περιεχομένου, οι αερολογίες: «μας μιλούσε μια ώρα και τι έλεγε νομίζεις, κούφια λόγια έλεγε και μας εκνεύρισε όλους || ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη»·
- κρατώ λόγια, βλ. συνηθέστ. κρύβω λόγια·
- κρατώ το λόγο μου, πραγματοποιώ την υπόσχεσή μου, είμαι συνεπής σε αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «αφού υποσχέθηκε πως θα σε βοηθήσει, μείνε ήσυχος, γιατί αυτός κρατάει το λόγο του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σου παραστάθηκα στον πόνο σου μα όμως δεν εκράτησες το λόγο σου
- κρύβε λόγια, συνωμοτική έκφραση σε κάποιον να μη λέει, συνήθως κάτι, που δε θέλουμε να γίνει γνωστό στους παρευρισκόμενους. Συνήθως επαναλαμβανόμενο· 
- κρύβω λόγια, α. δεν αναφέρω σε μια εξιστόρησή μου γεγονότα που ίσως με θίγουν ή με ενοχοποιούν, που ίσως θίγουν ή ενοχοποιούν κάποιον: «κι ενώ μας τα ’λεγε μια χαρά, μόλις είδε να πλησιάζει ο τάδε στη συντροφιά μας, άρχισε να κρύβει λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: συλλαμβάνεσαι απόψε ξαφνικά να κρύβεις λόγια και να ψάχνεις μέσ’ τη νύχτα για καινούρια δρομολόγια).β. συγκρατούμαι, ενεργώ προσεκτικά, μετρημένα: «κρύψε λόγια στην περίπτωση αυτή, γιατί το ζήτημα θέλει μεγάλη προσοχή»·
- λαβαίνω το λόγο, βλ. φρ. παίρνω το λόγο. (Λαϊκό τραγούδι: σπάστα όλα, ρε αγιογδύτη, με της δίκοπης τη μύτη· και σα λάβουνε το λόγο θα έλα φώναξε το Γώγο
- λαμπικαρισμένα λόγια, λόγια ξεκάθαρα, ολοκάθαρα, που δεν αφήνουν υπονοούμενα και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: «μιλούσε με λαμπικαρισμένα λόγια κι ο καθένας καταλάβαινε τι ήθελε να πει»·
- λέει άσχημα λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) βλ. φρ. λέει κακά λόγια·
- λέει κακά λόγια, (συνήθως για μικρό παιδί) είναι κακόγλωσσο, αισχρολόγο, βρομόγλωσσο: «πρόσεχε το γιο σου, γιατί λέει κακά λόγια»·
- λέει όμορφα λόγια, α. έχει τον τρόπο να παρουσιάζει τα γεγονότα ωραιοποιημένα: «πρέπει να στείλουμε κάποιον που λέει όμορφα λόγια, για να τον πληροφορήσει για το ατύχημα του γιου του». β. χρησιμοποιεί ευγενικές, κολακευτικές εκφράσεις: «όλες οι γυναίκες τον συμπαθούν, γιατί λέει όμορφα λόγια»·
- λέει τον τελευταίο λόγο, βλ. φρ. έχει τον τελευταίο λόγο·
- λέω κακά λόγια, αισχρολογώ: «σου έχω πει, πως όταν υπάρχουν γυναίκες στην παρέα μας, να μη λες κακά λόγια»·
- λέω κακά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι αρνητικά για κάποιον: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο, όλοι λένε κακά λόγια»·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), εκφράζομαι θετικά για κάποιον: «είναι καλός άνθρωπος, γι’ αυτό κι όλοι λένε καλά λόγια γι’ αυτόν»·
- λέω λόγια (για κάποιον), κακολογώ κάποιον: «δεν έχω συνηθίσει να λέω λόγια για κανέναν»·
- λέω μπόσικα λόγια, μιλώ επιπόλαια: «όταν μιλάς με σοβαρούς ανθρώπους, δε θέλω να λες μπόσικα λόγια»·
- λέω πικρά λόγια, πικραίνω κάποιον με αυτά που του λέω: «τον στενοχώρησες, γιατί του είπες πικρά λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια πικρά μη λέμε, όπως συχνά συμβαίνει· εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι
- λίγα λόγια! ή λίγα τα λόγια σου! (απειλητικά) μη λες πολλά, μην αυθαδιάζεις, μην προκαλείς: «λίγα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»·
- λίγα λόγια και καλά, λόγια σύντομα και σωστά και με περιεχόμενο: «εκεί που θα πας, αν τύχει και μιλήσεις, θα πεις λίγα λόγια και καλά». (Λαϊκό τραγούδι: εβίβα ρεμπέτες εβίβα παιδιά μες τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά, παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα λόγια και καλά
- λόγια αγάπης, τα ερωτόλογα: «μόλις αποτραβήχτηκαν απ’ τον κόσμο, άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν λόγια αγάπης»·
- λόγια ντόμπρα ή λόγια σταράτα ή λόγια ντόμπρα και σταράτα, που λέγονται με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, με τρόπο κατηγορηματικό: «θέλω λόγια ντόμπρα και σταράτα κι όχι μεσοβέζικα»·
- λόγια πλάνα, που λέγονται με σκοπό να ξεγελάσουν, που πλανέψουν, ιδίως ερωτικά: «είχε μια τέχνη να λέει λόγια πλάνα, μέχρι να κάνει τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: στριφογυρίζεις σαν τσιγγάνα και μες στα μπαρ που τραγουδάς, πολλούς γελάς με λόγια πλάνα τρελή γυναίκα μιας βραδιάς
- λόγια που τσούζουν, βλ. φρ. τσουχτερά λόγια·  
- λόγια της δεκάρας, που δεν έχουν καμιά ουσία, κανένα περιεχόμενο: «θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά του ’λεγε λόγια της δεκάρας»·
- λόγια της καραβάνας, α. οι καυχησιές, τα φανταστικά κατορθώματα: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, αρχίζει να μας λέει λόγια της καραβάνας». β. αερολογίες, ανοησίες: «κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του αυτός ο άνθρωπος, λέει λόγια της καραβάνας». Από την εικόνα των στρατιωτών που, την ώρα του φαγητού, διηγούνται φανταστικές ιστορίες, συνήθως ερωτικές ή αναφέρονται σε διαταγές ευνοϊκές για το στράτευμα που όμως δεν έχουν βάση·
- λόγια της καρδιάς, λόγια ειλικρινή, εγκάρδια: «αυτά που σου είπα, ήταν λόγια της καρδιάς, γι’ αυτό πρέπει να τα πάρεις πολύ σοβαρά»·
- λόγια του αέρα, α. φλυαρίες, αερολογίες, ανοησίες: «καθόταν μια ώρα και μας έλεγε λόγια του αέρα». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «μου ’χε τάξει λαγούς με πετραχήλια, αλλά όλα ήταν λόγια του αέρα»·
- λόγια του κλήδονα, βλ. λ. κλήδονας·
- λόγια του κόσμου, φήμες, κακόβουλες διαδόσεις. (Λαϊκό τραγούδι: λόγια του κόσμου μην ακούς αχ, μην ακούς κανένα γιατί αχ, μικράκι μου ψοφώ κι είμαι τρελός για σένα
- λόγια του κρασιού, κουβέντες που γίνονται κατά την οινοποσία και κατ’ επέκταση, που δεν είναι σοβαρές, αφού υπάρχει πιθανότητα χαλάρωσης των αντιστάσεων ή και μέθης, λόγια άνευ σημασίας: «τον βρήκα στην ταβέρνα κι είπε πως θα με βοηθήσει στη δουλειά μου, αλλά δεν έκανε τίποτα, γιατί ήταν λόγια του κρασιού»·
- λόγια του κώλου, α. ανοησίες: «δεν πρόσεχε κανένας αυτά που έλεγε, γιατί ήταν λόγια του κώλου». β. υποσχέσεις που είμαστε σίγουροι πως δε θα πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί είναι λόγια του κώλου»·
- λόγια του ποδαριού, αυτά που λέγονται βιαστικά στο πόδι, όταν συναντιούνται δυο άτομα στο δρόμο και κατ’ επέκταση, που δεν έχουν βάση, που δεν έχουν σοβαρότητα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο, είπαμε δυο λόγια του ποδαριού και χωρίσαμε»·
- λόγια χωρίς (δίχως) ουσία, βλ. φρ. λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο·
- λόγια χωρίς (δίχως) περιεχόμενο, οι αερολογίες: «μιλούσε μια ώρα, αλλά δεν τον άκουγε κανείς, γιατί έλεγε λόγια χωρίς περιεχόμενο»·
- λόγο κύριε πρόεδρε! ειρωνική προτροπή σε άτομο της παρέας, που έχει μανία με τις επισημότητες και τις προπόσεις. Από την αντίληψη που επικρατεί γενικά, ότι οι μισοί Έλληνες σήμερα, κατέχουν κάποιο προεδριλίκι·
- λόγο! λόγο! βλ. φρ. λόγο κύριε πρόεδρε(!)
- λόγο στο λόγο ή λόγο το λόγο, με τη συζήτηση, στη διάρκεια της συζήτησης: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε και λόγο στο λόγο, θυμηθήκαμε μέχρι και τα παιδικά μας χρόνια». (Τραγούδι: λόγο στο λόγο και νυχτωθήκαμε, μας πήρε ο πόνος και ξεχαστήκαμε
- λόγος είναι και λέγεται, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον γι’ αυτό που του είπαμε, γιατί δεν έχει καμιά σοβαρότητα ή βαρύτητα, γιατί ειπώθηκε έτσι, χωρίς βαθύτερη αιτία: «μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτό που σου ’πα, γιατί λόγος είναι και λέγεται». Αρκετές φορές, μετά τη φρ. ακούγεται χάριν αστεϊσμού το μήπως νοίκι δίνουμε ή εφορία πληρώνουμε·
- λόγος κενός περιεχομένου, που δεν εκφράζει κάτι ουσιαστικό, που δεν έχει ουσία: «ο λόγος του προέδρου, ήταν ένας λόγος κενός περιεχομένου»·
- λόγος να γίνεται, θέμα ή συνομιλία χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά που γίνεται απλώς για να περάσει η ώρα: «δεν πιστεύω να σοβαρολογείς πως θα του κάνεις μήνυση. -Όχι μωρέ, λόγος να γίνεται». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το ναι, έτσι. Συνών. κουβέντα να γίνεται·
- λόγος τιμής, βεβαίωση ή υπόσχεση της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση, συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψης αυτού που έδωσε  το λόγο τιμής: «ο λόγος τιμής δεν παίρνεται ποτέ πίσω»·
- λόγου χάρη ή λόγου χάριν, (σε συντομογραφία λ.χ.) για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη: «αν, λόγου χάρη, έρθει ο τάδε, θα πεις και σ’ αυτόν τα ίδια πράγματα»·
- λόγω τιμής! όρκος ατόμου, του οποίου η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της τιμής του: «έτσι έγιναν τα πράγματα; -Λόγω τιμής, σου λέω, έτσι έγιναν!». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ ό,τι πεις, εσύ ό,τι πεις, θα κάνω εγώ λόγω τιμής
- μ’ άλλα λόγια, δηλαδή: «στο εξής, όλοι θ’ αναφέρεστε στον τάδε. -Μ’ άλλα λόγια θα ’ναι ο προϊστάμενός μας;»·
- μ’ ένα λόγο, βλ. συνηθέστ. με δυο λόγια·
- μασάει τα λόγια του, αποφεύγει, διστάζει να ομολογήσει κάτι, δε μιλάει καθαρά, μιλάει με υπεκφυγές, προσπαθεί να αποκρύψει κάτι: «σ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης, ο μάρτυρας μασούσε τα λόγια του»·
- μασημένα λόγια, που δεν είναι καθαρά και ξάστερα, που κάτι προσπαθούν να αποκρύψουν: «θέλω να με μιλάς με ειλικρίνεια, γιατί απεχθάνομαι τα μασημένα λόγια»·
- με δυο λόγια, συνοπτικά, περιληπτικά, εν ολίγοις: «αν μπορείς, πες μας με δυο λόγια τι έγινε || ο ένας δε με βοηθάει, ο άλλος με κατηγορεί, ο τρίτος θέλει να με μηνύσει, με δυο λόγια, πάω κατά διαβόλου». (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ, κυ0πόλισμαν, το ξέρεις, σ’ αγαπώ· βάλε βάση κι άκουσε δυο λόγια να σου πω
- με λίγα λόγια, περιληπτικά, εν ολίγοις: «πες μας με λίγα λόγια, πώς ακριβώς έγινε το δυστύχημα»·
- με λόγια ή με τα λόγια, υποθετικά: «με τα λόγια όλα μπορούν να γίνουν»·
- με το λόγο, κατά τη διάρκεια της κουβέντας: «πες ο ένας, πες ο άλλος, με το λόγο πιάστηκαν στα χέρια»·
- μεγάλα λόγια, υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται, οι μεγαλοστομίες: «δε θέλω ν’ ακούσω άλλες υποσχέσεις, γιατί από μεγάλα λόγια είμαι μπουχτισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μείναμε στα λόγια, δεν πραγματοποιήσαμεκάποιο σχέδιο ή κάποια δουλειά που συζητούσαμε: «καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο πώς θα στήσουμε τη δουλειά, αλλά μείναμε στα λόγια, γιατί δεν μπορέσαμε να βρούμε χρηματοδότη»· βλ. και φρ. μείναμε στα χαρτιά, λ. χαρτί·
- μένω στα λόγια, δεν πραγματοποιώ αυτά που υπόσχομαι: «μην πιστεύεις αυτά που σου υπόσχεται, γιατί πάντα μένει στα λόγια»·
- μένω στο λόγο μου ή μένω πιστός στο λόγο μου, βλ. φρ. δεν παίρνω πίσω το λόγο μου·
- μεσοβέζικα λόγια, που δεν είναι ξεκάθαρα, που λέγονται με υπεκφυγές, ήξεις αφήξεις: «θα μου πεις τα πράγματα όπως έγιναν, γιατί δε μ’ αρέσουν τα μεσοβέζικα λόγια»·
- μετράει ο λόγος του, είναι υπολογίσιμος, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις να τελειώσεις τη δουλειά σου γρήγορα, πήγαινε στον τάδε, γιατί μετράει ο λόγος του»·
- μετράω τα λόγια μου, α. μιλώ πάντα ύστερα από πολλή σκέψη, μιλώ σωστά, συνετά: «αφού το είπε ο τάδε το πιστεύω, γιατί αυτός μετράει τα λόγια του». β. είμαι ολιγόλογος: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, είπε κάνα δυο κουβέντες μόνο, γιατί μετράει τα λόγια του»·
- μετρημένα λόγια, λόγια που λέγονται ύστερα από πολύ σκέψη, από περίσκεψη, λόγια σωστά, συνετά: «αυτός δεν είναι φαφλατάς σαν τους άλλους, γιατί λέει πάντα μετρημένα λόγια»·
- μετρημένα τα λόγια σου! αυστηρή παρατήρηση σε κάποιον με την έννοια να προσέχει πώς μιλάει, να μιλάει σεμνά, συνετά: «μετρημένα τα λόγια σου, γιατί θα τις φας!»· βλ. και φρ. τα λόγια σου μετρημένα·
- μη γίνει λόγος, να μην κοινοποιηθούν σε άλλον ή σε άλλους αυτά τα οποία κουβεντιάσαμε: «ό,τι είπαμε, μη γίνει λόγος σε κανέναν, γιατί θέλω να μείνουν μεταξύ μας»·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. φρ. δε θέλω δεύτερο λόγο·
- μου φεύγουν λόγια, δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό, όχι επειδή θέλω να το κοινολογήσω, αλλά επειδή είμαι αφελής ή φλύαρος: «μη μου εμπιστευτείς κανένα μυστικό, γιατί μου φεύγουν λόγια χωρίς να το καταλάβω»·
- μπερδεύω τα λόγια μου, δε μιλώ καθαρά, μιλώ με δυσκολία, δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τι λέω: «όταν είμαι μεθυσμένος, μπερδεύω τα λόγια μου || κάθε φορά που είμαι νευριασμένος, μπερδεύω τα λόγια μου». Πρβλ.: έχω απόψε ραντεβού, ραντεβού με σένα κι απ’ το τρακ τα λόγια μου τα ’χω μπερδεμένα (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τα λόγια μου·
- μπόσικα λόγια, αυτά που λέγονται με επιπολαιότητα: «τα μπόσικα λόγια δεν αρμόζουν σε σοβαρούς ανθρώπους»·
- μπουρδουκλώνω τα λόγια μου, δε μιλώ ξεκάθαρα, μιλώ με ασάφεια, με υπεκφυγές για να μην πω την αλήθεια, ιδίως για να μην αποκαλύψω κάποια παράνομη πράξη που ενοχοποιεί κάποιον ή κάποιους: «αν δεν μπουρδούκλωνα τα λόγια μου στον ανακριτή, θα ’ταν σήμερα όλοι φυλακή»· βλ. φρ. μπερδεύω τα λόγια μου·
- να λείπουν τα λόγια, κατηγορηματική έκφραση που απαγορεύει κάθε αντίρρηση, κριτική ή δικαιολογία για κάτι που ειπώθηκε, ιδίως ως προσταγή: «τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως σας τα λέω και να λείπουν τα λόγια»·
- να σου λείπουν τα πολλά λόγια, έκφραση με αυστηρή ή απειλητική διάθεση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να είναι σύντομος σε αυτό που θέλει να μας πει, ή να πάψει να μιλάει πολύ: «πες μου ακριβώς τι θέλεις και να σου λείπουν τα πολλά τα λόγια»·
- ντροπιάζω το λόγο μου, δεν κρατώ μια υπόσχεση που έδωσα, την παραβαίνω, την αθετώ: «όταν υπόσχομαι κάτι σε κάποιον, δεν ντροπιάζω το λόγο μου»·
- ξεκάρφωτα λόγια, που δεν έχουν ειρμό ή λογική βάση, τα ασυνάρτητα: «έλεγε τόσο ξεκάρφωτα λόγια, που δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε το παραμικρό»·
- ξεκρέμαστα λόγια, έκφραση ηπιότερη του ξεκάρφωτα λόγια·
- ξοδεύω τα λόγια μου, επιχειρηματολογώ ή συμβουλεύω μάταια κάποιον: «ό,τι και να πεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί έχει ήδη παρθεί η απόφαση || όσο και να τον συμβουλεύεις, ξοδεύεις τα λόγια σου, γιατί δε βάζει μυαλό»·
- ο εν λόγω, βλ. φρ. ο περί ου ο λόγος·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ιδίως ενός διαπληκτισμού, ειπώθηκαν σκληρά λόγια: «στην αρχή κουβέντιαζαν ήρεμα, αλλά ξαφνικά αγρίεψαν, ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, ώσπου, στο τέλος, αρπάχτηκαν στα χέρια»·
- ο θείος λόγος, η χριστιανική διδασκαλία: «βαδίζει στη ζωή του σύμφωνα με το θείο λόγο»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! βλ. λ. Θεός·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, με την καλή, την ευγενική συμπεριφορά καταφέρνουμε να πετύχουμε το σκοπό μας: «στις δουλειές σου να ’σαι σωστός κι ευγενικός με τους ανθρώπους γιατί, ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει και αποδίδει πολλά»·
- ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
- ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου άσ’ το ή ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το, δηλώνει πως τα πικρά λόγια δεν εξαλείφονται με υλικά ανταλλάγματα·
- ο λόγος το λέει, λέγεται για κάτι που συζητιέται, χωρίς να υπάρχει πρόθεση να πραγματοποιηθεί: «δηλαδή, με τα σωστά σου, έχεις σκοπό να του κάνεις μήνυση για ψύλλου πήδημα; -Ο λόγος το λέει». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ ή το όχι μωρέ· βλ. και φρ. που λέει ο λόγος·
- ο λόγος το φέρνει, λέω κάτι παρεμπιπτόντως, χωρίς να αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε αυτό τη στιγμή που το κουβεντιάζω, χωρίς να το έχω υπολογίσει από πριν, αλλά μόνο και μόνο επειδή ήρθε η συζήτηση σε αυτό το θέμα: «μια που ο λόγος το φέρνει, θα δω τι θα κάνω και με εκείνη την υπόθεση». Συνών. η κουβέντα το φέρνει·
- ο λόγος του είναι νόμος, ο λόγος του έχει αναντίρρητη δύναμη επιβολής, ό,τι λέει εκτελείται από τους άλλους χωρίς την παραμικρή αντίρρηση: «ό,τι και να πει, γίνεται αμέσως, γιατί ο λόγος του είναι νόμος»·
- ο λόγος του είναι σπαθί, κρατάει το λόγο του, εκπληρώνει τις υποσχέσεις του: «αν σου το υποσχέθηκε, σίγουρα θα σε βοηθήσει, γιατί ο λόγος του είναι σπαθί»·
- ο λόγος του είναι συμβόλαιο, πραγματοποιεί πάντα την υπόσχεσή του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι απόλυτα αξιόπιστος: «αφού στο υποσχέθηκε, θα σε βοηθήσει, ο κόσμος να χαλάσει, γιατί ο λόγος του είναι συμβόλαιο». (Λαϊκό τραγούδι: ο λόγος του συμβόλαιο, στον κόσμο έχει βέτο, το ούζο πίνει ανέρωτο και τον καφέ του σκέτο
- ο Λόγος του Θεού, η χριστιανική διδασκαλία: «τηρεί με μεγάλη ευλάβεια το Λόγο του Θεού»·
- ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, σε θεωρητικό επίπεδο, στην κουβέντα, όλα φαίνονται εύκολα, στην πράξη όμως είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν: «μην πιστεύεις πως μπορεί να πραγματοποιήσει αυτά που σου λέει, γιατί ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια»·
- ο περί ου ο λόγος, αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, αυτός για τον οποίο κουβεντιάζουμε: «ιδού και ο περί ου ο λόγος, που μας έρχεται σεινάμενος κουνάμενος»·
- ο τελευταίος λόγος, βλ. συνηθέστ. η τελευταία λέξη, λ. λέξη·
- όμορφα λόγια, λόγια ευγενικά, κολακευτικά: «σ’ όλους τους ανθρώπους αρέσει ν’ ακούν όμορφα λόγια». (Λαϊκό τραγούδι: τα χείλη σου όσα κι αν πουν κι αν με κακολογούν, όμορφα λόγια για μένα το ξέρω πάλι θα ξαναπούν
- όπου δεν πέφτει (πίπτει) λόγος, πέφτει (πίπτει) ράβδος, όταν δε συμμορφώνεται κάποιος με το καλό, τότε τον υποχρεώνουμε να συμμορφωθεί με τη βία: «έχει βρει τον τρόπο να τους έχει όλους σούζα, γιατί, όπου δεν πέφτει λόγος, πέφτει ράβδος». (Λαϊκό τραγούδι: σύμφωνα με τον άνθρωπο να φέρεσαι αναλόγως, γιατί θα πέφτει το ραβδί όπου δεν πέφτει ο λόγος). Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- ούτε λόγος! δεν υπάρχει αμφιβολία, αναμφίβολα: «θα έρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Ούτε λόγος!»·
- ούτε λόγος να γίνεται! α. συμφωνώ απολύτως με όσα ειπώθηκαν ή συνέβησαν, τα αποδέχομαι, δίνω τη συγκατάθεσή μου, δεν έχω κάτι να συμπληρώσω ή να αμφισβητήσω: «πες μου, σε παρακαλώ, δεν είχα δίκιο που τον πλάκωσα στο ξύλο; -Ούτε λόγος να γίνεται!». β. δε θέλω καμιά αντίρρηση σε αυτά που λέω ή κάνω, είμαι ανένδοτος, δεν το συζητώ: «είπα ότι θα σας κεράσω εγώ, ούτε λόγος να γίνεται!»·
- παίζω με τα λόγια, βλ. φρ. παίζω με τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, υπολογίζω σοβαρά αυτά που μου λέει κάποιος: «είναι πολύ θετικός άνθρωπος, γι’ αυτό πάντα παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα»·
- παίρνω το λόγο, ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, αρχίζω να μιλώ, μιλώ: «μόλις πήρε το λόγο ο πρόεδρος, έγινε άκρα ησυχία στην αίθουσα»·
- παίρνω πίσω το λόγο μου ή παίρνω το λόγο μου πίσω, α. αναιρώ όσα είπα προηγουμένως, αθετώ κάποια συμφωνία ή υπόσχεσή μου: «μέχρι προχτές έλεγε πως θα την παντρευτεί, αλλά την τελευταία στιγμή πήρε το λόγο του πίσω και την άφησε στα κρύα του λουτρού». β. ζητώ έμμεσα συγνώμη για κάτι κακό που είπα για κάποιον: «αφού σε πείραξε τόσο πολύ αυτό είπα, παίρνω το λόγο μου πίσω»·
- παραφουσκωμένα λόγια, που παρουσιάζουν κάτι με τρόπο υπερβολικό, που δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και που δημιουργούν ψευδαισθήσεις: «πες μας καθαρά πώς έγιναν τα πράγματα κι άσε τα παραφουσκωμένα λόγια»·
- παστρικά λόγια, λόγια καθαρά, τίμια, που λέγονται με ειλικρίνεια και που δεν επιδέχονται καμιά αμφισβήτηση: «θέλω παστρικά λόγια, για να μην υπάρξει καμιά παρεξήγηση»·
- πατώ το λόγο μου, τον παραβαίνω, τον αθετώ: «αφού στο υποσχέθηκε, να είσαι σίγουρος πως θα βοηθήσει, γιατί είναι άνθρωπος που ποτέ δεν πατάει το λόγο του»·
- παχιά λόγια, α. καυχησιές, μεγαλοστομίες, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: «πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια παχιά λόγια». β. υποσχέσεις που δεν πραγματοποιούνται: «ό,τι και να σου υποσχεθεί, μην τον πιστεύεις, γιατί είναι άνθρωπος που λέει μόνο παχιά λόγια»·
- περί ορέξεως ουδείς λόγος, βλ. λ. όρεξη·
- περνάει ο λόγος του, εισακούεται, έχει βαρύτητα: «αν θέλεις βοήθεια, πήγαινε στον τάδε, που περνάει ο λόγος του»·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. φρ. πες καμιά καλή κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πες το με δικά σου λόγια, ενθαρρυντική προτροπή σε κάποιον, που δυσκολεύεται να μας αναπτύξει ένα θέμα ή να μας πληροφορήσει για κάτι, να εκφραστεί με απλά λόγια. Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- πες του δυο λόγια! παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμβουλέψει το άτομο για το οποίο ενδιαφερόμαστε: «επειδή σ’ εκτιμάει, πες του δυο λόγια μήπως και συμμορφωθεί!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. και πιο σπάνια μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- πες του κανέναν (κάναν) λόγο! βλ. φρ. πες του καμιά κουβέντα! λ. κουβέντα·
- πετώ έναν λόγο, λέω κάτι αβασάνιστα, χωρίς σκέψη: «πριν φύγει, πέταξε έναν λόγο και μας έκανε άνω κάτω»·
- πιάνω τα λόγια, βλ. συνηθέστ. πιάνω (την) κουβέντα, λ. κουβέντα· 
- πιάστηκα απ’ τα λόγια του, χρησιμοποίησα ως επιχειρήματα αυτά που έλεγε εκείνος: «κάποια στιγμή πιάστηκα απ’ τα λόγια του κι απέδειξα πως έλεγε ψέματα»· βλ. και φρ. πιάστηκε απ’ τα λόγια του·
- πιάστηκαν στα λόγια, λογομάχησαν έντονα: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος πιάστηκαν στα λόγια και σήκωσαν τη γειτονιά στο πόδι»·
- πιάστηκε απ’ τα λόγια του ή πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια, από τα ίδια του τα λόγια, από αυτά που έλεγε αποδείχτηκε πως έλεγε ψέματα, πως ήταν ψεύτης ή ένοχος: «δεν τον είχαν ορμηνέψει σωστά και πιάστηκε απ’ τα λόγια του || κάποια στιγμή υποστήριξε πως δεν τον γνώριζε, αλλά ξέχασε ότι είχε πει προηγουμένως πως ήταν συμμαθητές, κι έτσι πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια»· βλ. και φρ. πιάστηκα απ’ τα λόγια του·
- πικρά λόγια, λόγια που πικραίνουν ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν πικρά λόγια, για τα οποία αργότερα, βέβαια, μετάνιωσαν». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια
- πιστεύω στα λόγια (κάποιου) ή πιστεύω τα λόγια (κάποιου), πιστεύω αυτό που μου λέει κάποιος: «μην πιστεύεις στα λόγια του, γιατί είναι γνωστός ψεύτης || μα είναι δυνατό να πιστεύεις τα λόγια αυτού του ψευταρά!»·
- πολύς λόγος για το τίποτα, α. έντονη συζήτηση, μεγάλη ανησυχία, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος: «με την επιστράτευση των εφέδρων παρατηρήθηκε μεγάλη ανησυχία, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί ήταν μια συνηθισμένη άσκηση». β. το θέμα ή η υπόθεση που διαφημίστηκε έντονα, αποδείχτηκε ανάξιο λόγου: «όλο το μήνα η κυβέρνηση διαφήμιζε τις φορολογικές ελαφρύνσεις που θα παρείχε στους φορολογουμένους, αλλά πολύς λόγος για το τίποτα, γιατί αυτές δεν ξεπερνούν το μισό τοις εκατό»·
- πολύς λόγος γίνεται, βλ. φρ. γίνεται πολύς λόγος·
- που λέει ο λόγος, δηλαδή, για παράδειγμα, υποθετικά, φανταστικά: «αν έπεφτε σε σένα το λαχείο, που λέει ο λόγος, τι θα ’κανες; || αν έσπαζες κι εσύ το πόδι σου, που λέει ο λόγος, θα μπορούσες να πας στη δουλειά σου;». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγάπη μας μπροστά τ’ είν’ ο πόνος κι ας σε δέρνει η μάνα σου, που λέει ο λόγος
- προσεγμένα λόγια, που λέγονται με περίσκεψη με προσοχή: «λέει πάντα προσεγμένα λόγια, επιδιώκοντας να μη θίξει κανέναν»·
- πρόσεχε τα λόγια σου! α. συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να είναι κόσμιος στις εκφράσεις του: «εκεί που θα πάμε, θα είναι όλοι οικογενειάρχες, γι’ αυτό πρόσεχε τα λόγια σου!». β. απειλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μιλάει προσβλητικά, προκλητικά ή επιθετικά για μας ή για άτομο που μας ενδιαφέρει, γιατί θα επέμβουμε δυναμικά εναντίον του: «πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί, αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου, θα πλακωθούμε στο ξύλο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. Συνών. πρόσεχε τη γλώσσα σου! / πρόσεχε το στόμα σου(!)·
- ρουφώ τα λόγια του, τον ακούω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: «έχει τόσο όμορφο λέγειν και λέει τόσο σωστά πράγματα, που, κάθε φορά που μιλάει, ρουφώ τα λόγια του»·
- σέβομαι το λόγο μου, είμαι συνεπής με αυτά που λέω ή υπόσχομαι: «θα εκπληρώσω ό,τι σου έχω υποσχεθεί, γιατί σέβομαι το λόγο μου»·
- σιχαμερά λόγια, λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά λόγια είναι αυτά που λες!»·
- σκληρά λόγια, λόγια που πληγώνουν ηθικά ή ψυχικά αυτόν στον οποίο απευθύνονται: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν σκληρά λόγια»·
- σου δίνω το λόγο μου, βλ. φρ. έχεις το λόγο μου·
- στέκομαι στο λόγο μου, είμαι συνεπής, τηρώ την υπόσχεση ή τη συμφωνία μου: «είναι άνθρωπος που τον εμπιστεύομαι, γιατί στέκεται στο λόγο του»·
- στο λόγο μου! βεβαίωση ή υπόσχεση ατόμου της οποίας η διάψευση ή η αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της αξιοπιστίας ή της υπόληψής του: «αν χρειαστώ τη βοήθειά σου, θα μου τη δώσεις; -Στο λόγο μου, θα σε βοηθήσω!»·
- στο λόγο της τιμής μου! βλ. φρ. στο λόγο μου(!)·
- στραβώνω τα λόγια μου, βλ. φρ. στρίβω τα λόγια μου·
- στρίβω τα λόγια μου, λέω άλλα από εκείνα που έλεγα προηγουμένως, αναιρώ τα προηγούμενα λόγια μου και υποστηρίζω άλλα: «ενώ ήμασταν έτοιμοι να υπογράψουμε τα συμβόλαια, την τελευταία στιγμή έστριψε τα λόγια του κι ήθελε μεγαλύτερο ποσοστό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και στρίβε λόγια,μην ξηγιέσαι μ’ απονιά, πριν ακουστούνε μοιρολόγια για τα σε στη γειτονιά
- στρογγυλά λόγια ή στρόγγυλα λόγια, τα καθαρά, που δεν επιδέχονται παρερμηνεία: «αν είναι να συνεταιριστούμε, θέλω να λέμε στρογγυλά λόγια για να μην έχουμε κανένα παρατράγουδο»·
- συμφωνώ στα λόγια (με κάποιον), συμφωνώ θεωρητικά με κάποιον: «τις πιο πολλές φορές οι άνθρωποι συμφωνούν στα λόγια, όταν όμως φτάνουν στην πράξη, αρχίζουν τα μαλώματα»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, α. όταν κανείς λέει λίγα λόγια ή δε μιλάει καθόλου έχει μεγάλο κέρδος: «άσε τους άλλους να λύσουν το πρόβλημα, γιατί τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». β. πρέπει να είμαστε φειδωλοί στα λόγια μας, γιατί τα πολλά λόγια φέρνουν μαλώματα, φασαρίες: «πρόσεχε στις παρέες σου και στις συντροφιές σου να μη μιλάς πολύ και να θυμάσαι πως τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι». Συνών. η σιωπή είναι χρυσός·  
- τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια, λέγεται στην περίπτωση που αυτά που μας λέει κάποιος δεν έχουν καμιά βαρύτητα, δε μας βοηθούν καθόλου: «μίλησε στον τάδε για να με πάρει στη δουλειά του αλλά δεν έγινε τίποτα, γιατί τα λόγια σου και του Πασχάλη τα χάπια»·
- τα λόγια σου μετρημένα, συμβουλευτική προτροπή σε κάποιον να μιλάει πολύ λίγο, ιδίως να προσέχει πολύ καλά αυτά που λέει: «εκεί που θα πάμε τα λόγια σου μετρημένα, γιατί είναι άνθρωποι που παρεξηγούν με το παραμικρό»· βλ. και φρ. μετρημένα τα λόγια σου(!)·
- τα λόγια του είναι δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του είναι μέλι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του είναι φαρμάκι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του έπεσαν στο κενό, δεν εισακούστηκαν, δεν έγιναν αποδεκτά: «του μιλούσε μια ώρα συμβουλεύοντάς τον, αλλά τα λόγια του έπεσαν στο κενό, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- τα λόγια του στάζουν δηλητήριο, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του στάζουν μέλι, είναι πολύ γλυκομίλητος, μιλάει με πολλή αγάπη για κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στη γυναίκα του, τα λόγια του στάζουν μέλι»·
- τα λόγια του στάζουν πετμέζι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ρετσέλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν ροσόλι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν σερμπέτι, βλ. φρ. τα λόγια του στάζουν μέλι·
- τα λόγια του στάζουν φαρμάκι, μιλάει με μεγάλη κακία , με μεγάλη κακεντρέχεια, λέει αυτό που μπορεί να  στενοχωρήσει, να πικράνει, να βλάψει κάποιον: «κάθε φορά που αναφέρεται στον τάδε, τα λόγια του στάζουν φαρμάκι»·
- τα λόγια του χύνουν δηλητήριο, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα λόγια του χύνουν φαρμάκι, βλ. συνηθέστ. τα λόγια του στάζουν φαρμάκι·
- τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, προτρεπτική έκφραση για άμεση ενέργεια, για άμεση δράση, χωρίς πολλές συζητήσεις: «ό,τι είναι να κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε γρήγορα, γιατί τα πολλά λόγια είναι φτώχεια»·
- τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά, βλ. λ. ψεύτικος·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, βλ. λ. ώρα·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, βλ. λ. καρδιά·
- τηρώ το λόγο μου, βλ. φρ. κρατώ το λόγο μου·
- τι λόγο είχε…; τι τον ανάγκασε να…, ποιος ήταν ο σκοπός που έκανε κάτι: «τι λόγο είχε να σε κατηγορήσει; || τι λόγο είχε η επίσκεψή σου στον τάδε;»·
- τι μέρος του λόγου είναι; βλ. λ. μέρος·
- τιμώ το λόγο μου, βλ. φρ. στέκομαι στο λόγο μου·
- τον πήρε με τα λόγια, του μίλησε συμβουλευτικά: «τον πήρε με τα λόγια να πάψει ν’ αλητεύει, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. φρ. πολύς λόγος για το τίποτα·
- το ’φερε ο λόγος, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά το ’φερε ο λόγος και με την ευκαιρία το κουβεντιάσαμε»·
- του αφαιρώ το λόγο, του στερώ το δικαίωμα να μιλήσει ή του απαγορεύω να μιλήσει περισσότερο: «επειδή ήταν πολύ επιθετικός στους συναδέλφους του, ο πρόεδρος του αφήρεσε το λόγο»·
- του βγάζεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται πολύ σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τιρμουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι, είναι πολύ ολιγόλογος, δεν μπορείς να του αποσπάσεις εύκολα μια ομολογία ή του αποσπάς μια ομολογία με μεγάλη δυσκολία και σταδιακά: «πάρ’ τον με το καλό, γιατί, άμα πεισμώσει, του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι». Από την εικόνα του ατόμου που καταβάλλει προσπάθεια να βγάλει από κάπου κάτι με το τσιγκέλι·
- του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο, βλ. λ. γέροντας·
- του δίνω το λόγο, του επιτρέπω να μιλήσει: «μόλις ο πρόεδρος του ’δωσε το λόγο, άρχισε την αγόρευσή του»·
- του κάνω λόγο, βλ. φρ. του κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
- του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους), βλ. λ. λόγου·
- του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, ακούγεται σπάνια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. φρ. του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι·
- του παίρνω λόγια, του αποσπώ κατά τη συνομιλία μας με έντεχνο τρόπο αυτό που θέλω να μάθω: «δεν ήθελε να μου πει πώς θα ενεργούσε, αλλά του πήρα λόγια και τώρα ξέρω τι θα κάνει»·
- τους  βάζω στα λόγια, σπέρνω ανάμεσά τους διχόνοια, τους ερεθίζω, τους διεγείρω, τους υποκινώ να μαλώσουν: «τους έβαλε ο τάδε στα λόγια και πλακώθηκαν στο ξύλο»·
- τρώω λόγια ή τρώω τα λόγια μου, μιλώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να καταλάβει τι λέω, αποσκοπώντας να κρύψω ή να μην πω κάτι που ενοχοποιεί κάποιον: «μόλις αποκαλύφθηκε πως ο ένοχος ήταν ο φίλος του, άρχισε να τρώει τα λόγια του κατά την ανάκριση»·
- τσουχτερά λόγια, που είναι δηκτικά, που επικρίνουν, που θίγουν: «του ’πε τσουχτερά λόγια, μήπως και τον συνεφέρει, αυτός όμως πέρα βρέχει»·
- υπάρχει λόγος, υπάρχει κάποια αιτία που δημιουργεί ανάγκη: «υπάρχει λόγος που θέλω να δω το διευθυντή, γιατί αρρώστησε η γυναίκα μου και πρέπει να πάρω τη άδειά του για να πάω στο σπίτι»·
- φαρμακερά λόγια, που πικραίνουν, που δηλητηριάζουν την ψυχή: «του ’πε φαρμακερά λόγια, γι’ αυτό κι αυτός ορκίστηκε να μην του ξαναμιλήσει»·
- φουσκωμένα λόγια, βλ. φρ. παχιά λόγια·
- χαμένα λόγια, α. τα ασυνάρτητα, οι σαχλαμάρες: «τι χαμένα λόγια είναι αυτά που μας αραδιάζεις!». β. τα λόγια εκείνα, οι συμβουλές εκείνες, που δεν έφεραν αποτέλεσμα, που ειπώθηκαν μάταια: «όσο και να τον συμβούλεψα, ό,τι και να του είπα, αποδείχθηκαν χαμένα λόγια, γιατί αυτός έκανε πάλι το δικό του». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα φίλε δε με τουμπάρει αυτός ο τρόπος, μην επιμένεις, χαμένα λόγια, χαμένος κόπος
- χάνουμε τα λόγια μας, μιλάμε, κουβεντιάζουμε μάταια, γιατί κανείς από τους δυο μας δεν μπορεί να πείσει τον άλλον: «λέω να σταματήσουμε την κουβέντα, γιατί απ’ τη στιγμή που ο καθένας μας μένει σταθερός στις θέσεις του, χάνουμε τα λόγια μας». (Τραγούδι: τα λόγια μας μη χάνουμε,χωριό εμείς δεν κάνουμε
- χάνω τα λόγια μου, α. μιλώ, ιδίως συμβουλεύω κάποιον, μάταια: «σε συμβουλεύω μια ώρα, αλλά, απ’ ό,τι βλέπω, χάνω τα λόγια μου». β. δεν ξέρω τι να πω, πώς να δικαιολογηθώ: «θα δεις πως, κάθε φορά που έχει άδικο, χάνει τα λόγια του». γ. δεν μπορώ να μιλήσω σωστά, κατανοητά, λόγω ταραχής: «κάθε φορά που είναι ταραγμένος, δεν μπορείς να καταλάβεις τι λέει, γιατί χάνει τα λόγια του». δ.(για ηθοποιούς) ξεχνώ το κείμενο που πρέπει να πω και ή δεν ατακάρω αμέσως, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί κενό ανάμεσα σε αυτά που μου λέει ο παρτενέρ μου και στη δική μου απάντηση, ή αυτά που λέω δεν έχουν λογικό ειρμό, είναι άσχετα προς το διάλογο της σκηνής, είναι άλλα αντί άλλων: «πώς να μη χάνεις τα λόγια σου, αγάπη μου, που δε διάβασες ούτε μια φορά τη σκηνή στο σπίτι σου!»·
- χοντρά λόγια, που είναι απρεπή, χυδαία: «πάνω στο θυμό τους αντάλλαξαν χοντρά λόγια»·
- χωρίς δεύτερο λόγο, χωρίς άλλη επισήμανση, χωρίς άλλη προειδοποίηση: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες του, τον διώχνει απ’ τη δουλειά του χωρίς δεύτερο λόγο»·
- χωρίς λόγο ή χωρίς λόγο και αιτία, χωρίς συγκεκριμένη αιτία, αδικαιολόγητα: «αρπάχτηκαν χωρίς λόγο»· χωρίς συγκεκριμένο σκοπό: «αν είναι να τρέχουμε όλη μέρα στα μαγαζιά χωρίς λόγο, εγώ δεν έρχομαι μαζί σου»·
- χωρίς πολλά λόγια, α. χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση ή χωρίς αντιλογία: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, χωρίς πολλά λόγια». β. εν ολίγοις: «χωρίς πολλά λόγια, κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- ψαρεύω λόγια (από κάποιον) εκμαιεύω λόγια από κάποιον, προσπαθώ να του αποσπάσω επιτήδεια κάποιο μυστικό: «του ’βαζε συνέχεια να πίνει, κι όταν ο άλλος ψιλοζαλίστηκε κι άρχισε να μιλάει, αυτός ψάρευε λόγια».

όργανο

όργανο, το, ουσ. [<αρχ. ὄργανον], το όργανο. 1. αντικείμενο ή εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούμε για ένα ορισμένο σκοπό ή για μια ορισμένη δραστηριότητα: «τα όργανα της γυμναστικής || τα όργανα της γεωμετρίας». 2. μέρος του ανθρώπινου σώματος: «πρέπει να αλλάξει νεφρό και του σύστησαν τον τάδε γιατρό που είναι αστέρι στη μεταμόσχευση οργάνων». 3. άτομο που υπηρετεί τα σχέδια ή τους σκοπούς άλλου, που εργάζεται για λογαριασμό άλλου: «όταν έρχεται αυτός ο τύπος στην παρέα μας, μη λες πολλά λόγια, γιατί είναι όργανο του τάδε και θα του μεταφέρει επακριβώς ό,τι κι αν πούμε || τα όργανα του υπουργείου εμπορίου κάνουν συνεχείς ελέγχους στην αγορά». 4. άτομο που είναι υποχείριο κάποιου άλλου: «δεν έχει το πλεμόνι να εκφέρει τη γνώμη του, γιατί είναι όργανο του τάδε». 5. άντρας της δημόσιας τάξης, ο κατώτερος αστυνομικός: «όταν σου μιλάει το όργανο, εσύ δε θ’ αντιμιλάς». 6α. ο πούτσος, το πέος: «τον συνέλαβαν, γιατί κάθε τόσο άνοιγε την καμπαρτίνα του κι έκανε μόστρα τ’ όργανό του». β. πιο σπάνια το γυναικείο αιδοίο: «μόλις έσβησαν τα φώτα, πέρασε το χέρι του κάτω απ’ τη φούστα της κι άρχισε να της χαϊδεύει τ’ όργανό της». 7α. στον πλ. τα όργανα, δημοτική ορχήστρα αποτελούμενη από βιολιά, κλαρίνα και νταούλι: «θέλει να παντρευτεί στο χωριό του για να βάλει τα όργανα να παίζουν στο γάμο του». Συνών. κλαρίνα (3). β. λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκια. (Λαϊκό τραγούδι: άρχισαν τα όργανα,το μπουζούκι εργάζεται, να το το κορίτσι μου σιέται και τινάζεται // πάρ’ τε όργανα παράδες, παίξ’ τε απόψε συνεχώς, κι αν τα φάω μέχρι φράγκο δε θα γίνω πιο φτωχός
- αρχίζω να κουρντίζω τ’ όργανο, προετοιμάζομαι εντατικά να προβώ σε κάποια ενέργεια: «θέλει ν’ ασχοληθεί με μια καινούρια δουλειά κι άρχισε να κουρντίζει τ’ όργανό του για να την ξεκινήσει». Από την εικόνα του μουσικού που κουρντίζει προσεχτικά το μουσικό του όργανο πριν αρχίσει να παίζει·
- άρχισαν τα όργανα, α. δημιουργήθηκε μεγάλη ένταση και φασαρία, άρχισε το μάλωμα, ο καβγάς: «μόλις αντιλήφθηκε πως απ’ τη διπλανή παρέα ενοχλούσαν τη γυναίκα του, σηκώθηκε αγριεμένος κι άρχισαν τα όργανα». Από την εικόνα της ορχήστρας που, όταν δημιουργείται φασαρία μεταξύ των θαμώνων, αρχίζουν να παίζουν έντονα τα όργανά τους για να καλύψουν το θόρυβο που δημιουργείται κατά τη διάρκεια της συμπλοκής. β. άρχισε να δέχεται κάποιος αυστηρές επιπλήξεις: «μόλις τον είδε ο πατέρας του μεθυσμένο, άρχισαν τα όργανα». Από το ότι, όταν αρχίζουν να παίζουν τα όργανα, διακόπτεται η ήρεμη κατάσταση που επικρατούσε·
- βαρούν τα όργανα, παίζουν τα όργανα: «μόλις άρχισαν να βαρούν τα όργανα, σηκώθηκαν αρκετοί να χορέψουν»·
- είναι τυφλό όργανο (κάποιου ή κάποιων), δεν έχει δική του βούληση, αλλά πράττει ό,τι του υποδεικνύει κάποιος ή κάποιοι: «είναι ένα γελοίο υποκείμενο, τυφλό όργανο του τάδε || ο τάδε είναι τυφλό όργανο των Αμερικάνων»·
- ο βασιλιάς των οργάνων, βλ. λ. βασιλιάς·
- όργανο της τάξης, ο αστυνομικός: «ευτυχώς, που υπήρχε εκεί κοντά ένα όργανο της τάξης κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους»·
- όργανο του νόμου, βλ. φρ. όργανο της τάξης·

πίστη

πίστη, η, ουσ. [<αρχ. πίστις], η πίστη. 1. η εμπιστοσύνη: «απ’ τη μέρα που σε γνώρισα, μου λες συνέχεια ψέματα, με ποια πίστη, λοιπόν, θέλεις να σου συμπεριφερθώ!». 2. η εμπορική αξιοπιστία: «πρόσεχέ τον, γιατί δεν έχει καθόλου πίστη στην αγορά». 3. η προσωπική άποψη, ο υποκειμενικός τρόπος αντίληψης και ερμηνείας των πραγμάτων, ιδίως για περιπτώσεις αμετακίνητης γνώμης: «αν αυτή είναι η πίστη σου, δεν μπορώ να στην αλλάξω». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- αλλάζω πίστη ή αλλάζω την πίστη μου, αλλαξοπιστώ: «δεν αλλάζω την πίστη μου για όλα τα καλά του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι μου ’ρχεται την πίστη μου ν’ αλλάξω,να μπω στο χαρέμι να σ’ αρπάξω, άι χανουμάκι σκερτσόζικο
- γαμώ την πίστη μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ την πίστη μου, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ την πίστη σου! ή σου γαμώ την πίστη! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «έλα δω ρε, γαμώ την πίστη σου, γιατί ασχολείσαι συνεχώς μαζί μου! || σου γαμώ την πίστη αν ξαναπιάσεις στο στόμα σου τ’ όνομά μου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε δίνω πίστη (ενν. σε κάποιον ή στα λόγια κάποιου), δεν τον πιστεύω, δεν πιστεύω: «στο ’χω πει χίλιες φορές πως δε δίνω πίστη σε κανέναν || δε δίνω πίστη σ’ αυτά που μου λέει, γιατί είναι γνωστός ψεύτης»·
- δεν έχει ούτε πίστη ούτε νόμο, στερείται κάθε ηθικής αρχής: «μαζί του να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα, γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν έχει ούτε πίστη ούτε νόμο»·
- δεν έχει πίστη, α. είναι κακόπιστος, δόλιος: «πρόσεχε τον τύπο με τον οποίο κάνεις παρέα, γιατί δεν έχει πίστη και υπάρχει φόβος να σε μπλέξει». β. είναι αφερέγγυος, είναι κακοπληρωτής: «μην του δώσεις ούτε ένα ευρώ με πίστωση, γιατί δεν έχει πίστη». γ. δεν πιστεύει σε καμιά ανώτερη θεϊκή δύναμη, είναι άθεος: «αφού δεν έχει πίστη, γιατί να πάει στην εκκλησία;». δ. δεν έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, απογοητεύεται εύκολα: «δεν έχει πίστη ο άνθρωπος και με την παραμικρή δυσκολία που του τυχαίνει τα παρατάει όλα στη μέση»·
- δίνω πίστη (ενν. σε κάποιον ή στα λόγια κάποιου), πιστεύω, τον πιστεύω: «δίνω πίστη σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί ξέρω καλά το χαρακτήρα του || δίνω πίστη σ’ αυτά που μου λέει, γιατί είναι φιλαλήθης»·
- δίνω πίστη στα λόγια του, πιστεύω σε αυτά που μου λέει: «ξέρω ότι είναι έντιμος άνθρωπος, γι’ αυτό δίνω πίστη στα λόγια του»·
- ε μα την πίστη μου! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα την πίστη μου, πάψε να λες ανοησίες!». Συνών. ε μα την αλήθεια! / ε μα το Θεό! / ε μα το ναι! / ε μα τον άγιο(!)·
- είναι άνθρωπος κακής πίστης, πρόκειται για κακόπιστο άνθρωπο: «ό,τι και να του πεις σε κοιτά καχύποπτα, γιατί είναι άνθρωπος κακής πίστης»·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, πρόκειται για καλόπιστο άνθρωπο: «είναι καλόπιστος άνθρωπος και πιστεύει αμέσως ό,τι κι αν του πεις»·
- η πίστη μετακινεί βουνά, με τη δύναμη της πίστης μπορεί κανείς να πετύχει το ακατόρθωτο: «όσο δύσκολη κι αν είναι η δουλειά πίστευε εσύ πως θα τη φέρεις σε πέρας, γιατί η πίστη μετακινεί βουνά»·   
- κακή πίστη, α. η αφερεγγυότητα, η κακοπιστία, η δολιότητα: «η κακή πίστη δεν πρέπει να υπάρχει σ’ ένα υγιές εμπόριο». β. η αρνητική στάση απέναντι σε κάποιο γεγονός ή σε κάποια θέση, η εκ των προτέρων απόρριψή του: «αυτή η κακή πίστη που έχεις δε σ’ αφήνει να δεις πιο καθαρά τα πράγματα»·
- κακή τη πίστει, με δολιότητα, με κακοπιστία ή δυσπιστία: «απ’ τη στιγμή που με αντιμετωπίζεις κακή τη πίστει, δε θα μπορέσουμε να συνεργαστούμε»·
- καλή πίστη, α. η ειλικρίνεια, η φερεγγυότητα: «μόνο με καλή πίστη μπορεί κανείς να προκόψει στο εμπόριο». β. ο θετικός τρόπος αντίληψης και ερμηνείας των πραγμάτων: «αφού λείπει η καλή πίστη μεταξύ σας, ό,τι και να κάνεις, θα το παίρνει στραβά»·
- καλή τη πίστει, α. με ειλικρίνεια, με φερεγγυότητα: «πρέπει να καθίσουμε να κουβεντιάσουμε καλή τη πίστει || του δάνεισα ένα ποσό καλή τη πίστει»·
- μα την πίστη μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «μα την πίστη μου, ακριβώς έτσι έγιναν τα πράγματα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω. β. έκφραση που δηλώνει διαμαρτυρία, δυσφορία ή έκπληξη για κάτι: «μα την πίστη μου, ην κάνεις θόρυβο, όταν κοιμάμαι! || μα την πίστη μου, γίνονται ακόμη τέτοια πράγματα!»·
- με κακή πίστη, βλ. φρ. κακή τη πίστει·
- με καλή πίστη, βλ. φρ. καλή τη πίστει·
- με πίστη, με εμμονή σε αυτό που κάνει κάποιος, με αγωνιστικότητα: «αγωνίζεται με πίστη για τα δημοκρατικά ιδεώδη»·
- μου βγαίνει η πίστη, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγαίνει η πίστη κάθε μέρα, για να μπορέσω να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει η πίστη ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «έχω τόσα πολλά χρέη, που κάθε μέρα μου βγαίνει η πίστη ανάποδα, για να τα καλύψω». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα ·
- πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος, α. (ειρωνικά για πρόσωπα) σκοτώθηκε άδικα: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου μια μέρα πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος». β. (για αντικείμενα) χάθηκε ή κλάπηκε και δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναβρεθεί: «άφησα για λίγο τον αναπτήρα μου πάνω στο τραπέζι και πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος». γ. (για μηχανήματα) καταστράφηκε εντελώς, αχρηστεύτηκε: «έφαγε τέτοια τράκα τ’ αυτοκίνητό μου, που πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος»·
- στην πίστη σου! δηλώνει παράκληση ή προτάσσεται παρακλητικής έκφρασης: «στην πίστη σου, κάνε λίγη ησυχία ν’ ακούσω τι λέει ο άνθρωπος! || στην πίστη σου, βοήθησέ με να ξεπεράσω αυτή τη δυσκολία!». (Λαϊκό τραγούδι: Μεμέτη μου, στην πίστη σου πάρε και μένα σπίτι σου
- συζυγική πίστη, η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων να μην πέσουν στο παράπτωμα της μοιχείας: «η οικογένεια στηρίζεται πάνω στη συζυγική πίστη»·
- του αλλάζω την πίστη, βλ. φρ. του βγάζω την πίστη·
- του αλλάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω την πίστη, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «του ’βγαλα την πίστη μέχρι να του δώσω πίσω τα δανεικά». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την ψυχή / του βγάζω το Θεό / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό·
- του βγάζω την πίστη ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «αν πέσει στα χέρια μου, θα του βγάλω την πίστη ανάποδα». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα / του βγάζω το Θεό ανάποδα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του γαμώ την πίστη, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε την πίστη». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «επειδή ενοχλούσε γέρο άνθρωπο, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε την πίστη || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε την πίστη». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του γαμώ την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά.

συνήθεια

συνήθεια, η, ουσ. [<αρχ. συνήθεια], η συνήθεια·
- τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, οι συνήθειες είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας: «στην επαρχία οι άνθρωποι είναι πιστοί στις παραδόσεις, γιατί τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο».

χέρι

χέρι, το, ουσ. [<μσν. χέριν <μτγν. χέριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χείρ, από τη μτγν. αιτιατ. χέρα(ν)], το χέρι. 1. λέγεται για κάτι που πλησιάζει στη μορφή ή στη χρήση με το χέρι: «τα χέρια της πολυθρόνας είχαν φθαρεί απ’ την πολυχρησία». 2. η λαβή δοχείου ή εργαλείου: «έπιασε τη χύτρα απ’ τα χέρια και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». Υποκορ. χεράκι, το, είδος μεταλλικού ρόπτρου σε σχήμα κυρτωμένης παλάμης, όπως όταν χτυπάμε την πόρτα για να μας ανοίξουν που βρίσκεται καρφωμένο στην επιφάνεια της πόρτας σε ύψος κανονικού ανθρώπου: «χτύπησε με το χεράκι την πόρτα και περίμενε να τον ανοίξουν». (Παιδικό τραγούδι: πλάθω κουλουράκια με τα δυο χεράκια,ο φούρνος θα τα ψήσει, το σπίτι θα μυρίσει). Μεγεθ. χεράκλα κ. χερούκλα, η. (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- άγιε Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου, μαζί με τη βοήθεια του θεού που επικαλείσαι, δραστηριοποιήσου και εσύ, μην αδρανείς. Πρβλ. σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει. Συνών. καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα·   
- αλλάζει χέρια (κάτι), πηγαίνει από την κυριότητα του ενός στην κυριότητα ενός άλλου: «είναι πολύ γρουσούζικο αυτό το μαγαζί, γιατί κάθε τόσο αλλάζει χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: και τα ζάρια φέρνουν βόλτα μες στου φορτηγού τη ρόδα, η χαρτούρα αλλάζει χέρια και δεν έχει βερεσέδια
-άλλαξε πολλά χέρια (κάτι), άλλαξε πολλούς κατόχους: «αυτό το μαγαζί μέχρι σήμερα άλλαξε πολλά χέρια»· βλ. και φρ. πέρασε από πολλά χέρια (κάτι)·
- αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου, βλ. λ. αμπέλι·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, βλ. λ. φίλος·
- αν μου πέσει στα χέρια (κάτι) ή αν πέσει στα χέρια μου (κάτι), αν έρθει στην κατοχή μου, στην κυριότητά του, αν το αποκτήσω: «αν μου πέσει στα χέρια αυτό που ζητάς, θα στο δώσω για να κάνεις τη δουλειά σου»·
- αν πέσει στα χέρια μου, βλ. φρ. αν τον πιάσω στα χέρια μου·
- αν τον πιάσω στα χέρια μου, απειλητική έκφραση για κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον τιμωρήσουμε με ξυλοδαρμό: «να του πείτε πως, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε»·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. τάφος·
- άξια χέρια, χαρακτηρίζει το άτομο που διευθύνει με επιτυχία ένα σύνολο ανθρώπων ή που φέρνει σε αίσιο τέλος κάτι που έχει αναλάβει ή διακονεί με επιτυχία κάτι: «ευτυχώς που ανέλαβαν τις τύχες μας άξια χέρια || στα άξια χέρια του τάδε, δεν είναι τίποτα ακατόρθωτο».  (Τραγούδι: η αποψινή μας εκπομπή φιλοξενεί τ’ αστέρια, κι είν’ του Τσιτσάνη η μουσική στα πλέον άξια χέρια). β. χαρακτηρίζει τον καλό μάστορα, τον καλό τεχνίτη: «τα άξια χέρια του όλα τα επιδιορθώνουν».
- απ’ το χέρι σου (του, της), από σένα (από εκείνον, από εκείνη): «δεν περίμενα τέτοιο ύπουλο χτύπημα απ’ το χέρι σου». (Λαϊκό τραγούδι: αφού απ’ τα εμπόδια δε θα γίνω ταίρι σου, θέλω ο θάνατος να έρθει απ’ το χέρι σου
- απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, επιχειρώ να κάνω κάτι που είναι πέρα από τις δυνατότητές μου, πέρα από τις δυνάμεις μου: «επειδή την έχω πατήσει μια φορά, ξανά δεν απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, και ασχολούμαι μόνο με πράγματα που τα κατέχω»·
- απλώνω το χέρι μου, ζητιανεύω: «δεν ντρέπεσαι, κοτζάμ άντρας, ν’ απλώνεις το χέρι σου στον έναν και τον άλλον;»· βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω το χέρι μου (εναντίον κάποιου), βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω χέρι, α. χειροδικώ: «αν απλώσεις χέρι ξανά απάνω του, θα σου σπάσω τα μούτρα». β. κλέβω: «ποιος άπλωσε χέρι στο ταμείο;». γ. προσπαθώ να χαϊδέψω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «κάθισε δίπλα της και μόλις έσβησαν τα φώτα, άρχισε ν’ απλώνει χέρι». δ. ζητιανεύω: «επειδή είναι τεμπέλης, απλώνει χέρι στον καθέναν». (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλε χουβαρντά και απλοχέρη, σε λίγο ζητιανιάς θ’ απλώσεις χέρι
- απλώνω χέρι βοηθείας, βλ. συνηθέστ. δίνω χέρι βοηθείας·
- από δεύτερο, (τρίτο, τέταρτο κ.λπ.) χέρι, α. (για πληροφορίες) που τις μαθαίνουμε έμμεσα: «δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτά που σου λέω, γιατί τα ’μαθα από δεύτερο χέρι». β. (για αγορά) που δεν αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που δεν είναι καινούριο: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο από δεύτερο χέρι, γι’ αυτό το πήρα πιο φτηνό». γ. (για γυναίκες) που δεν είναι παρθένα: «δεν τον ενδιαφέρει αν η γυναίκα που θα παντρευτεί θα είναι από δεύτερο χέρι, αρκεί να ’ναι καλός άνθρωπος»·
- από πρώτο χέρι, α. (για πληροφορίες) χωρίς τη μεσολάβηση άλλου, αλλά από τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν ή που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, απευθείας: «αυτά που σου λέω δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, γιατί τα ’μαθα από πρώτο χέρι». β. (για αγορά) που αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που δεν είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που είναι καινούριο: «τ’ αυτοκίνητο τ’ αγόρασα από πρώτο χέρι». γ. (για γυναίκες) που είναι παρθένα, που την πήρε κάποιος, για να την παντρευτεί, απευθείας από τους γονείς της, χωρίς να μεσολαβήσει ερωτικά άλλος άντρας: «είναι της παλιάς σχολής και θέλει να παντρευτεί γυναίκα από πρώτο χέρι»·
- από χέρι, (για πράγματα) που προέρχεται από έμμεση αγορά, που είναι μεταχειρισμένο: «τ’ αυτοκίνητο που βλέπεις τ’ αγόρασα από χέρι»·
- από χέρι σε χέρι, (για πράγματα) με αλλεπάλληλη μεταβίβαση σε μια σειρά ανθρώπων: «αυτό το κηροπήγιο είναι παμπάλαιο κι από χέρι σε χέρι έφτασε και στα δικά μου τα χέρια || το πράμα πήγε πάσα από χέρι σε χέρι κι εξαφανίστηκε»·
- αρπάζομαι στα χέρια (με κάποιον), βλ. φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- αρχίζω πρώτος χειρών αδίκων, είμαι ο πρωταίτιος μιας δυσάρεστης ή ανώμαλης κατάστασης: «απορείς που σου συμπεριφέρομαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο, αλλά μην ξεχνάς ποιος άρχισε πρώτος χειρών αδίκων»·
- αφήνω το τιμόνι απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- αχλάδια πιάνουν τα χέρια σου; βλ. λ. αχλάδι·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω πολλά χρήματα για κάποιο σκοπό: «πρέπει όλοι να βάλουμε βαθιά το χέρι μας στην τσέπη, για να βοηθήσουμε το φίλο μας». β.υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω πολλά χρήματα: «στο γάμο της κόρης μου έβαλα βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, αλλά το καταχάρηκα»·
- βάζω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ περιστασιακά κάποιον, ιδίως σε κάποια χειρονακτική εργασία που κάνει: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτό το μπαούλο μέχρι τη στάση»· βλ. και φρ. δίνω ένα χέρι (χεράκι)·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), συμβάλλω ενεργά στην πραγματοποίηση κάποιου σκοπού, καλού ή κακού: «τώρα περνάς φτωχικά και υποφέρεις, αλλά θα έχεις την ικανοποίηση αργότερα και θα λες πως έβαλες κι εσύ ένα χέρι για τη δημιουργία αυτού του εργοστασίου || μην κλαις και μη χτυπιέσαι για την κατάντια του φίλου σου, γιατί έβαλες κι εσύ το χεράκι σου για την καταστροφή του». Συνών. βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου·
- βάζω στο χέρι (κάποιον), πετυχαίνω να πάρω χρήματα από κάποιον με σκοπό να μην του τα επιστρέψω: «πρόσεχε μ’ αυτόν που συναλλάσσεσαι, γιατί έχει βάλει στο χέρι όλη την αγορά»·
- βάζω στο χέρι (κάτι), αποκτώ, οικειοποιούμαι κάτι, ιδίως με όχι νόμιμα, με όχι τίμια μέσα: «έκανε τον ερωτευμένο μαζί της και μόλις έβαλε στο χέρι την προίκα της, την κοπάνησε»·
- βάζω συνέχεια το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου, ξοδεύω, πληρώνω συνεχώς: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου και ξοδεύω αβέρτα»· 
- βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το χέρι μου (το χεράκι μου) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), ανακατεύομαι, επεμβαίνω, μπερδεύομαι σε μια υπόθεση: «έχω μάθει να μη βάζω το χέρι μου σε ξένες υποθέσεις || έβαλα κι εγώ το χεράκι μου, για να τα φτιάξουν οι δυο τους || έβαλες κι εσύ το χεράκι σου να μαλώσουν»·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, είμαι απόλυτα βέβαιος, απόλυτα σίγουρος για κάποιον ή για κάτι: «είναι τίμιος άνθρωπος και βάζω το χέρι μου στη φωτιά γι’ αυτόν || βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως μας λέει ψέματα»·
- βάζω το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. συνηθέστ. με το χέρι στην καρδιά·
- βάζω το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω χρήματα για κάποιο σκοπό: «μια και είμαστε φίλοι του, πρέπει να βάλουμε όλοι το χέρι στην τσέπη μας, για να τον βοηθήσουμε». β. υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω χρήματα: «κάθε φορά που βγαίνω με τη γυναίκα μου στην αγορά, βάζω το χέρι μου στην τσέπη, για να γλιτώσω απ’ την γκρίνια της»· 
- βάζω χέρι, α. κλέβω: «ποιος έβαλε χέρι στο εμπόρευμα;». β. χαϊδεύω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «μέσα στο συνωστισμό του λεωφορείου έβαζε χέρι στη γυναίκα που στεκόταν μπροστά του». γ. αρχίζω να καταναλώνω κάτι: «έφαγε τα λεφτά που είχε, και τώρα έβαλε χέρι στην περιουσία του πατέρα του». δ. επιπλήττω, κατσαδιάζω, μαλώνω κάποιον: «έχει μάθει να βάζει χέρι σε όποιον κάνει ανοησίες». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου, Μανώλη ντερμπεντέρη, που στους νταήδες βάζεις χέρι. Και στη ζωή σου δε χορταίνεις μες τη στενή να μπαινοβγαίνεις). ε. αποκτώ κάτι με πλάγιο, με ανέντιμο τρόπο: «της έταξε πως θα την παντρευτεί κι έβαλε χέρι στην περιουσία της»· βλ. και φρ. της βάζω χέρι·
- βάζω χέρι στα έτοιμα, χρησιμοποιώ χρήματα από τις αποταμιεύσεις μου, τρώω από τα έτοιμα: «όταν δεν πάει καλά η δουλειά, βάζω χέρι στα έτοιμα»·
- βάζω χέρι στο γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- βάλε ένα χέρι (χεράκι), παράκληση σε κάποιον να μας βοηθήσει για λίγο σε κάποια χειρωνακτική εργασία που κάνουμε: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτόν τον μπόγο μέχρι τη στάση»·
- βαστάνε τα χέρια του, βλ. φρ. κρατάνε τα χέρια του·
- βάφω τα χέρια μου με αίμα ή βάφω τα χέρια μου στο αίμα, δολοφονώ, σκοτώνω κάποιον: «για να ξεπλύνει τη ντροπή της αδερφής του, έβαψε τα χέρια του με αίμα ξεπαστρεύοντας το βιαστή της»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. μάτι·
- βγήκε απ’ τα χέρια μου, (ειδικά για χειροποίητη κατασκευή) αποτελεί δικό μου δημιούργημα, δικό μου κατασκεύασμα: «αυτός ο ζωγραφικός πίνακας βγήκε απ’ τα χέρια μου»·
- βγήκε το χέρι μου, εξαρθρώθηκε: «πέταξα με μεγάλη δύναμη την πέτρα μακριά και βγήκε το χέρι μου»·
- βλέπω με (τα) χέρια δεμένα ή βλέπω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- βλέπω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή βλέπω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- βουτώ τα χέρια μου στο αίμα, βλ. φρ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·   
- βρήκε το χέρι του, (για μπασκετμπολίστες) μετά από ένα διάστημα αστοχίας, άρχισε πάλι να σκοράρει με ευχέρεια, κάτι, εξάλλου, που είναι χαρακτηριστικό του: «στο τελευταίο πεντάλεπτο ο τάδε βρήκε το χέρι του κι άρχισε να φορτώνει τ’ αντίπαλο καλάθι με τρίποντα»·
- βρίσκεται σε κακά χέρια, βρίσκεται υπό την εξουσία ή υπό την καθοδήγηση κακού ή ανέντιμου ανθρώπου: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκαν οι γονείς του σε τροχαίο, βρίσκεται σε κακά χέρια, γιατί, ο θείος του που τον ανέλαβε, έχει πάρε δώσε με τον υπόκοσμο»·
- βρίσκεται σε καλά χέρια, βρίσκεται υπό την προστασία, τη φροντίδα ή υπό την καθοδήγηση ικανού και έντιμου ανθρώπου: «όσο θα λείπει στο εξωτερικό, ο γιος του θα βρίσκεται σε καλά χέρια, γιατί θα τον αφήσει στον αδερφό του»·
- βρίσκεται σε σίγουρα χέρια (κάτι), το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ανατεθεί στη φύλαξη ικανού και έντιμου ανθρώπου: «είναι πανάκριβος πίνακας και βρίσκεται σε σίγουρα χέρια, μέχρι να επιδιορθώσω το σπίτι μου»· βλ. και φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- βρίσκεται στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- γεια στα χέρια σου! βλ. λ. γεια·
- γίνομαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- γλίτωσα απ’ τα χέρια του, ξέφυγα από τη δικαιοδοσία του, από την εξουσία του, γιατί με κακομεταχειριζόταν ή γιατί με εκμεταλλευόταν: «ήταν τόσο σκληρός ο διευθυντής μου, ώσπου στο τέλος δήλωσα παραίτηση και γλίτωσα απ’ τα χέρια του»·
- γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες, περιφέρεται άσκοπα χωρίς να κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός όλη μέρα γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες»·
- γυρίζω μ’ άδεια τα χέρια ή γυρίζω μ’ άδεια χέρια, επιστρέφω από κάπου άπρακτος, χωρίς να πετύχω το σκοπό για τον οποίο πήγα: «πήγα να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυση που έκανε στο φίλο μου, αλλά γύρισα μ’ άδεια χέρια»·
- δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, είναι πολύ αχάριστος στον ευεργέτη του: «αν αληθεύει πως δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, τότε είναι πολύ αχάριστο άτομο»·
- δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, είναι τσιγκούνης, ιδίως αποφεύγει να συμβάλλει σε ρεφενέ: «κάθε φορά που πάμε στα μπουζούκια κι έρχεται ο λογαριασμός δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, γι’ αυτό κι εμείς δεν τον ξαναπαίρνουμε μαζί μας»·
- δε βάζω (και) το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- δε βάζω χέρι (κάπου ή σε κάτι), δεν ακουμπώ, δεν οικειοποιούμαι, δεν κλέβω, δεν αποκτώ κάτι με πλάγιο τρόπο: «δε βάζω χέρι σε ξένα πράγματα || δε βάζω χέρι σε ξένες τσέπες»·
- δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί, δεν είμαι αχάριστος στον ευεργέτη μου: «δε θα καταφερθώ ποτέ εναντίον αυτού του ανθρώπου, γιατί δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί»·
- δε θα κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, θα επέμβω υπέρ κάποιου: «αν φτάσεις στο σημείο να χρειαστείς τη βοήθειά μου, δε θα κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια || αν δω πως έχεις την ανάγκη μου, δε θα κάθομαι με τα χέρια σταυρωμένα»·
- δε θα κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα πέσει στα χέρια μου! απειλητική έκφραση για κάποιον που μας έχει κάνει κάποιο κακό και που δηλώνει πως, όταν τον συναντήσουμε, θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «τώρα γελάει που μου ’κανε την κουτσουκέλα, αλλά δε θα πέσει στα χέρια μου, θα δει τι θα πάθει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πού θα μου πάει·
- δε θα στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα τον πιάσω στα χέρια μου! βλ. φρ. δε θα πέσει στα χέρια μου(!)·
- δε λερώνω τα χέρια μου (με κάποιον), θεωρώ τόσο κατώτερό μου κάποιον, που δεν καταδέχομαι ούτε να τον δείρω: «ό,τι και να λέει σε βάρος μου αυτός ο λέτσος, δεν έχω σκοπό να λερώσω τα χέρια μου»·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το χέρι! α. κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πιάσει ή να πάρει κάτι από κάπου που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «μην μετακινήσεις αυτό το βάζο, γιατί είναι σπάνιο και μπορεί να σου πέσει και να σπάσει. -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!». β. κατηγορηματική δήλωση ατόμου που δεν έχει την παραμικρή διάθεση να ψηφίσει ή να ξαναψηφίσει κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή πολιτικό υποψήφιο: «τι έμαθα, θα ψηφίσεις τον τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι! α. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου που έπιασε ή πήρε κάτι από κάπου: «σου είχε πει να μην πάρεις το βάζο απ’ τη θέση του. Ορίστε τώρα, σου ’πεσε κι έσπασε. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια!». β. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου, που ψήφισε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή υποψήφιο: «ψήφισες κι εσύ αυτό το κόμμα; -Δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι!»·
- δε μύρισα τα χέρια μου, βλ. φρ. δε μύρισα τα δάχτυλά μου, λ. δάχτυλο·
- δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, δεν πλήρωσα, δε με άφησαν να πληρώσω: «φάγαμε, ήπιαμε, αλλά δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, γιατί πλήρωσαν άλλοι»·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, δεν είχα την παραμικρή φροντίδα ή περιποίηση, δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για μένα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «με τι μούτρα έρχεται τώρα να τον βοηθήσω, απ’ τη στιγμή που δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό!»·
- δεν είναι στο χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), βλ. φρ. δεν περνάει απ’ το χέρι μου·
- δεν είναι του χεριού μου, α. δεν μπορώ να το νικήσω: «δεν αποφασίζω να μαλώσω μαζί του, γιατί δεν είναι του χεριού μου». β. δεν είναι υποχείριό μου: «ο μόνος που δεν είναι του χεριού μου μέσα στο εργοστάσιο είναι ο διευθυντής»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου που βοήθησε κάποιον, ιδίως που ψήφισε κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου, που πήγα και του ’δωσα του αχάριστου τόσα λεφτά για να τον βοηθήσω! || δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου που ψήφισα αυτόν το ψεύτη!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του. Η φρ. λέγεται ότι ανήκει σε κάποιον ψηφοφόρο του Χαρ. Τρικούπη, που τον ψήφισε στις εκλογές του 1895·
- δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το χέρι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να προβεί σε κάποια συγκεκριμένη κίνηση ή χειρονομία, για να βοηθήσει κάποιον, ιδίως πως δεν πρόκειται να ψηφίσει κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου, που θα πάω να δώσω λεφτά σ’ αυτόν τον απατεώνα! || δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου που θα ψηφίσω αυτό το κόμμα!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του· βλ. και φρ. κόβω τα χέρια μου·
- δεν περνάει απ’ το χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), δεν είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου ή στις δικαιοδοσίες που έχω, για να πραγματοποιήσω αυτό που μου ζητάει κάποιος: «δεν περνάει απ’ το χέρι μου να σε προσλάβω στη δουλειά, γιατί άλλος είναι υπεύθυνος σ’ αυτό το θέμα»·
- δεν πιάνει βιβλίο στο χέρι του, βλ. λ. βιβλίο·
- δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή κάτι που έκανα μόλις προηγουμένως: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που παρήγγειλα δεύτερο χέρι μια απ’ τα ίδια || μόλις πήγε να ηρεμήσει ο γέρος μου, θυμήθηκε και το χτεσινό μου μεθύσι κι άρχισε δεύτερο χέρι τις φωνές»· βλ. και φρ. περνώ δεύτερο χέρι·
- διαβάζει το χέρι, έχει την ικανότητα να προμαντεύει το μέλλον, ή να προσδιορίζει στοιχεία του χαρακτήρα του ατόμου παρατηρώντας τις γραμμές της παλάμης του. Συνήθως άτομα που έχουν αυτή την ικανότητα είναι τσιγγάνες. (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε, τσιγγάνα, τα χαρτιά και διάβασε το χέρι αν γράφει κι άλλες συμφορές η μοίρα να μου φέρει
- δίνουμε τα χέρια, συμφωνούμε με χειραψία: «μόλις μας δεις να δίνουμε τα χέρια, πάει να πει πως συμφωνήσαμε»· βλ. και φρ. δώσαμε τα χέρια·
- δίνω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ κάποιον: «αν δε μου ’δινε ένα χέρι ο φίλος μου δε θα ξεπερνούσα τις δυσκολίες μου». (Λαϊκό τραγούδι: μια ματιά κι ένα μαχαίρι με καρφώσανε και οι φίλοι ένα χέρι δε μου δώσανε βλ. φρ. βάζω ένα χέρι·             
- δίνω το ένα μου χέρι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία να αποκτήσουμε κάτι: «δίνω το ένα μου χέρι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου χέρι για ν’ αποκτήσω κι εγώ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δίνω το χέρι μου (σε κάποιον), βλ. φρ. δίνουμε τα χέρια·
- δίνω το χέρι της, αποδέχομαι ως πατέρας την πρόταση κάποιου άντρα να παντρευτεί την κόρη μου: «σκέφτομαι να δώσω το χέρι της σ’ αυτό το παλικάρι, αν έρθει και μου τη ζητήσει»·
- δίνω χέρι βοηθείας (σε κάποιον), βοηθώ κάποιον: «είναι πολύ καλός άνθρωπος και δίνει χέρι βοηθείας σε όποιον έχει ανάγκη»·
- δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβάλλεται συστηματικά αυστηρή τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όποιος δεν κάθεται καλά σ’ αυτό το ίδρυμα, δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι». Από την εικόνα του χεριού που ανεβοκατεβαίνει, όταν ξυλοκοπάει κάποιον·
- δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβλήθηκε τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όταν τον είδε ο πατέρας του να επιστρέφει πάλι μεθυσμένος στο σπίτι, δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι»·
- δώσ’ ένα χέρι (χεράκι), βλ. φρ. βάλ’ ένα χέρι (χεράκι)·
- δώσ’ το χέρι σου, α. προτροπή για χειραψία με την οποία θέλουμε να κλείσουμε ή να επισφραγίσουμε κάποια συμφωνία με κάποιον: «τώρα που μου ανέλυσες όλες τις λεπτομέρειες της δουλειάς, βλέπω πως μπορούμε να συνεταιριστούμε, γι’ αυτό δώσ’ το χέρι σου να τελειώνουμε». β. προτροπή για χειραψία με την οποία προτείνουμε σε κάποιον συμφιλίωση ή που θέλουμε να επισφραγίσουμε μια συμφιλίωση: «τώρα που βεβαιώθηκα πως ποτέ σου δε με κατηγόρησες, δώσ’ το χέρι σου να ξαναγίνουμε φίλοι». γ. έκφραση με την οποία επικροτούμε την ενέργεια ή τα λόγια κάποιου: «δώσ’ το χέρι σου, ρε μάγκα, γιατί καλά του ’κανες του αλήτη || δώσ’ το χέρι σου, ρε φίλε, γιατί καλά του τα ’πες του φαφλατά»·
- δώσαμε τα χέρια, αποκαταστήσαμε τις σχέσεις μας, συμφιλιωθήκαμε, μονοιάσαμε: «επειδή είδαμε πως με τις έχθρες δε βγαίνει άκρη, δώσαμε τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: να δώσετε τα χέρια,ν’ αγαπήσετε και βάλ’ τε το σαντούρι για να γλεντήσετε)· βλ. και φρ. δίνουμε τα χέρια·
- είμαι καμένος από χέρι, βλ. φρ. είμαι χαμένος από χέρι·
- είμαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- είναι από χέρι (κάτι), είναι χαρισμένο, προέρχεται από αγαπημένο πρόσωπο: «αυτό δεν μπορώ να στο δώσω, γιατί είναι από χέρι»·
- είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, βλ. λ. μέτρο·
- είναι καλό χέρι, είναι ικανός στην εργασία, ιδίως τεχνική, με την οποία καταπιάνεται: «για τα φωτιστικά του σπιτιού μου απασχολώ πάντα τον τάδε ηλεκτρολόγο, γιατί είναι καλό χέρι»· βλ. και φρ. το καλό το χέρι·
- είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα, δεν έχει τη δυνατότητα να με βλάψει, γιατί είμαι ισχυρότερός του: «ας λέει ό,τι θέλει στον κόσμο ότι μπορεί να μου κάνει, αλλά είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα»·
- είναι πρώτο χέρι, α. (για πρόσωπα) είναι ο καλύτερος ή ο αξιότερος σε μια τέχνη ή σε μια εργασία: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον ίδιο μηχανικό, γιατί είναι πρώτο χέρι || είναι πολύ γνωστός στους οικοδομικούς κύκλους, γιατί είναι πρώτο χέρι». β. (ειδικά για βάψιμο) βάφηκε για πρώτη φορά, μια φορά: «δεν έπιασε καλά η μπογιά, γιατί είναι πρώτο χέρι»·
- είναι σαν βγαλμένο χέρι, χαρακτηρίζει το υπερβολικά μεγάλο πέος: «υποφέρουν οι γυναίκες που πάνε μαζί του, γιατί ο πούτσος του είναι σαν βγαλμένο χέρι»· βλ. και φρ. έχει ένα πράμα, που είναι σαν βγαλμένο χέρι·
- είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- είναι σε κακά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε κακά χέρια·
- είναι σε καλά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- είναι σε σίγουρα χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε σίγουρα χέρια·
- είναι στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, το οποιοδήποτε αποτέλεσμα εξαρτάται μόνο από το Θεό: «ό,τι ήταν να κάνουν οι γιατροί το έκαναν και στο εξής ο άρρωστος είναι στα χέρια του Θεού»·
- είναι στο χέρι μου να…, εξαρτάται από μένα, είναι μέσα στις δυνατότητές μου ή τις αρμοδιότητές μου, στη δικαιοδοσία μου να…: «θέλω να ’σαι τυπικός με τη δουλειά σου, γιατί είναι στο χέρι μου να σε κρατήσω ή να σε απολύσω»·
- είναι τα χέρια μου δεμένα, βλ. φρ. έχω τα χέρια μου δεμένα·
- είναι το δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- είναι του χεριού μου, α. μπορώ να τον νικήσω πάρα πολύ εύκολα: «δεν αποφασίζει να μαλώσει μαζί μου, γιατί ξέρει πως είναι του χεριού μου». β. είναι υποχείριό μου: «ο τάδε θα μας ψηφίσει οπωσδήποτε, γιατί είναι του χεριού μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- είναι τραπουλόχαρτο στα χέρια μου, βλ. λ. τραπουλόχαρτο·
- είναι τρύπιο χέρι, είναι πολύ σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «απ’ τα νιάτα του ήταν τρύπιο χέρι, γι’ αυτό και δεν έκανε προκοπή στη ζωή του». Συνών. είναι τρύπιες οι τσέπες του / είναι τρύπιο κόσκινο / είναι τρύπιο τσουβάλι / είναι τρύπιος κουμπαράς (α) / έχει τρύπες η τσέπη του / έχει τρύπια τσέπη / έχει τρύπιο χέρι·
- είναι φτιαγμένο στο χέρι, (για αντικείμενα) είναι χειροποίητο: «της αγόρασε μια καρφίτσα, που είναι φτιαγμένη στο χέρι || σχεδόν όλα τα Γιαννιώτικα κοσμήματα είναι φτιαγμένα στο χέρι»·
- είναι φτιαγμένος από χέρι, έχει από την αρχή όλες τις προϋποθέσεις, για να πετύχει σε κάτι: «είναι σίγουρο πως θα πετύχει στη ζωή του, γιατί, με την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του είναι φτιαγμένος από χέρι». Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, του δίνουν τη δυνατότητα να κάνει όλους τους απαραίτητους συνδυασμούς για να κερδίσει το κόλπο·
- είναι χαμένος από χέρι, α. είναι σίγουρα χαμένος, δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει την τιμωρία: «αν κάνουν τώρα έλεγχο στο ταμείο είναι χαμένος από χέρι, γιατί λείπουν ένα σωρό λεφτά». β. από την αρχή κάποιας προσπάθειάς του δεν έχει καμιά προϋπόθεση να πετύχει κάτι, σίγουρα θα αποτύχει: «αν ξεκινήσει αυτή τη δουλειά με τόσο λίγα λεφτά, είναι χαμένος από χέρι». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτες δίχως όνομα, νύχτες χωρίς σκοπό, χαμένοι από χέρι, χαμένοι και οι δυο). Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, δεν του δίνουν καμιά προοπτική επιτυχίας·
- έμεινα με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- έμεινα με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- έμεινα με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- εμπιστεύομαι στα χέρια μου ή εμπιστεύομαι τα χέρια μου, βλ. φρ. έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου·
- επιχείρηση καθαρά χέρια, βλ. λ. επιχείρηση·
- εργατικά χέρια, (γενικά) οι εργάτες: «για να τελειώσει γρήγορα αυτό το έργο, χρειαζόμαστε κι άλλα εργατικά χέρια»·
- έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια ή έρχομαι μ’ άδεια χέρια, φτάνω κάπου χωρίς ψώνια, χωρίς δώρα: «ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια χέρια στο σπίτι || ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια στο σπίτι, όταν γιορτάζει η γυναίκα μου»· βλ. και φρ. πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια·
- έρχομαι με γεμάτα τα χέρια ή έρχομαι με γεμάτα χέρια, φτάνω κάπου φορτωμένος με ψώνια, με δώρα: «ο πατέρας έρχεται με γεμάτα τα χέρια, κάθε φορά που σχολάει απ’ τη δουλειά του || κάθε φορά στις γιορτές, ο παππούς έρχεται με γεμάτα χέρια στο σπίτι»· βλ. και φρ. πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια·
- έρχομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «τους χώριζε παλιά έχθρα και μόλις συναντήθηκαν ήρθαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: αν μάθω πως σε πήρανε μέσ’ απ’ τα δυο μου χέρια, όσο και μάγκας νάν’ αυτός, θα έρθουμε στα χέρια)· βλ. και φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- έφαγε ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έφυγε απ’ τα χέρια μου, (για δουλειές ή υποθέσεις) βλ. φρ. έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου·
- έφυγε η δουλειά απ’  τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έφυγε μ’ άδεια τα χέρια ή έφυγε μ’ άδεια χέρια, αποχώρησε από κάπου ή από κάποια διαπραγμάτευση χωρίς να αποσπάσει κάποιο κέρδος, κάποιο όφελος ή εντέλει κάποια υπόσχεση, αποχώρησε άπρακτος: «έφυγε απ’ το γραφείο του διευθυντή του μ’ άδεια χέρια, γιατί απέρριψε την άδεια που του ζήτησε || η αντιπροσωπεία των εργαζομένων έφυγε μ’ άδεια τα χέρια απ’ τη συνάντηση που είχε με τον υπουργό και το βέβαιο είναι πως θα συνεχιστεί η απεργία»·
- έχει ανοιχτό χέρι, είναι ανοιχτοχέρης (βλ. λ.)·
- έχει άσχημο χέρι, βλ. φρ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει βαρύ χέρι, το χτύπημα του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, επιφέρει σοβαρό πόνο ή τραυματισμό: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί έχει βαρύ χέρι κι αν φας καμιά, θα τρέχεις στα νοσοκομεία»·
- έχει ελαφρύ χέρι, α. (ιδίως για οδοντογιατρούς, γιατρούς ή νοσοκόμες που κάνουν ένεση) έχει την τέχνη ή την ικανότητα να μην αισθάνεσαι το άγγιγμά του, να μη νιώθεις πόνο: «πηγαίνω πάντα στον ίδιο οδοντογιατρό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι και δεν καταλαβαίνω τον παραμικρό πόνο». β. είναι δεινός πορτοφολάς: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξαφρίζει κανένα πορτοφόλι μέσ’ στο συνωστισμό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι»·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έχει ένα χέρι σαν πένσα, βλ. λ. πένσα·
- έχει ένα χέρι σαν τανάλια, βλ. λ. τανάλια·
- έχει κακό χέρι, βλ. συνηθέστ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει κάτι χέρια σαν φτυάρια, βλ. λ. φτυάρι·
- έχει λερωμένα χέρια ή έχει λερωμένα τα χέρια του ή έχει τα χέρια του λερωμένα ή έχει χέρια λερωμένα, α. είναι σεσημασμένος: «είναι από καιρό γνωστός στην Ασφάλεια, γιατί έχει λερωμένα χέρια». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου, περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί. β. πήρε μέρος σε κάποια ύποπτη ή παράνομη δουλειά: «μην τον πιστεύεις, που σου λέει πως δεν πήρε μέρος στη ληστεία της τράπεζας, γιατί απ’ ό,τι ξέρω κι αυτός έχει τα χέρια του λερωμένα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω τα χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα
- έχει μακρύ χέρι, έχει τη συνήθεια να κλέβει, είναι κλέφτης: «απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε πως έχει μακρύ χέρι, κάθε φορά που χάνεται κάτι, τον θεωρούμε ύποπτο»· βλ. και λ. μακρυχέρης·
- έχει σταθερό χέρι, α. ελέγχει με απόλυτη ακρίβεια τις κινήσεις των χεριών του, όταν ενεργεί, ιδιαίτερα, όταν ασχολείται με κάποια λεπτή κατασκευή: «μπορεί και περνάει αμέσως την κλωστή απ’ την τρύπα της βελόνας, γιατί έχει σταθερό χέρι || είναι ειδικός σε πολύ λεπτές εργασίες στο χώρο της χρυσοχοΐας, γιατί έχει σταθερό χέρι». β. (για μπασκετμπολίστες) έχει άνεση στο σκοράρισμα: «συνήθως πετυχαίνει όλες τις προσωπικές βολές, γιατί έχει σταθερό χέρι»·
- έχει σφιχτό χέρι, είναι σφιχτοχέρης, είναι τσιγκούνης: «δεν μπορείς να του πάρεις εύκολα δανεικά, γιατί έχει σφιχτό χέρι»·
- έχει το μέλι στο χέρι, βλ. λ. μέλι·
- έχει τρύπιο χέρι, δεν μπορεί να κρατήσει χρήματα, είναι σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «αυτός ο άνθρωπος έχει τόσο τρύπιο χέρι, που πολύ φοβάμαι πως κάποια μέρα θα πεθάνει στην ψάθα». Για συνών. βλ. φρ. είναι τρύπιο χέρι·
- έχει χέρι, α. σχεδιάζει ή ζωγραφίζει ωραία: «επειδή έχει χέρι το παιδί, ο πατέρας του το προτρέπει να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών». β. (για μπασκετμπολίστες) είναι πολύ εύστοχος: «έχει πολύ μεγάλη επιτυχία στις ελεύθερες βολές, γιατί έχει χέρι»·
- έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου ή έχω εμπιστοσύνη τα χέρια μου, εμπιστεύομαι στη δύναμή μου ή στις ικανότητές μου: «ό,τι αναλαμβάνω το τελειώνω μόνος μου, γιατί έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου»·
- έχω καθαρά χέρια ή έχω τα χέρια μου καθαρά, είμαι τίμιος: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω καθαρά χέρια και κάθε βράδυ κοιμάμαι ήρεμος σαν πουλάκι». (Λαϊκό τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- έχω στα χέρια μου, διαθέτω επιβαρυντικά στοιχεία για κάποιον: «πες του να μη μ’ ενοχλεί, γιατί έχω στα χέρια μου κάτι έγγραφα που τον καίνε»·
- έχω στα χέρια μου (κάτι), έχω κάτι στην κατοχή μου, στην κυριότητά μου: «αν έχω στα χέρια αυτό που σου χρειάζεται, θα σου το δώσω || έχω στα χέρια μου μεγάλη περιουσία»·
- έχω τ’ απάνω χέρι, α. βρίσκομαι σε πιο πλεονεκτική θέση από κάποιον άλλον, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «θα δεχτώ ν’ αναλάβω τη θέση που μου προτείνεται μόνο αν έχω τ’ απάνω χέρι || τώρα που έχει τ’ απάνω χέρι, κάνει ό,τι θέλει χωρίς να λογαριάζει κανέναν». β. είμαι κύριος μιας κατάστασης ή μιας σχέσης: «ένας οικογενειάρχης πρέπει να ’χει τ’ απάνω χέρι μέσα στην οικογένειά του»·
- έχω τα χέρια μου δεμένα ή έχω δεμένα τα χέρια μου, αδυνατώ να παρέμβω ή να βοηθήσω κάποιον, γιατί είμαι δεσμευμένος με λόγο, όρκο, κάποιου είδους εκβιασμό ή νομικό μέσο: «απ’ τη στιγμή που έδωσα το λόγο μου να μη βοηθήσω κανέναν απ’ τους δυο, έχω τα χέρια μου δεμένα και δεν κάνω τίποτα || έχω δεμένα τα χέρια μου, γιατί έχει στην κατοχή του κάτι ακάλυπτες επιταγές μου, γι’ αυτό δε θα μπορέσω να ’ρθω στη δίκη ως μάρτυρας κατηγορίας»·
- έχω το πάνω χέρι, βλ. φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- έχω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- ζητώ το χέρι της, κάνω επίσημη πρόταση σε μια γυναίκα ή στους γονείς της, για να την παντρευτώ: «έχω δεσμό τρία χρόνια μαζί της, γι’ αυτό αποφάσισα να πάω την Κυριακή στο σπίτι της, για να ζητήσω το χέρι της»·
- η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, βλ. λ. επιστήμη·
- η κατάσταση ξέφυγε απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, λέγεται σε άντρα που περιμένει να γεννήσει η γυναίκα του και, σαν τους περισσότερους άντρες, θέλει αγόρι για τη διαιώνιση του ονόματός του και το υπονοούμενο της έκφρασης είναι πως, αν γεννηθεί κορίτσι, θα έχει κάποια φροντίδα και περιποίηση στα γεράματά του, γιατί, υποτίθεται, οι κόρες νιώθουν πιο κοντά στους γονείς: «να παρακαλάς να γεννήσει η γυναίκα σου κορίτσι, γιατί θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό». Πρβλ.: φίλο ποτέ να μην προδώσεις, για να ’χεις πρόσωπο λαμπρό και στους γονείς σου να πηγαίνεις ένα ποτήρι με νερό (Λαϊκό τραγούδι)·
- θα λερώσουν τα χέρια μου ή θα λερώσω τα χέρια μου, πολύ μειωτική έκφραση α. για άτομο, που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το δείρουμε: «πάρε δρόμο από δω, γιατί αν σε δείρω θα λερώσουν τα χέρια μου». β. σε πολύ βρόμικο άτομο, που δεν έχουμε τη διάθεση ούτε καν να το ακουμπήσουμε: «ούτε καν χειραψία θα κάνω μαζί του, γιατί θα λερώσω τα χέρια μου»·
- θα σου δώσω τ’ άντερα στα χέρια ή θα σου δώσω τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- θα σου κόψω τα χέρια ή θα σου κόψω το χέρι, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, αν επιδιώξει να πιάσει ή να πάρει κάτι που του το έχουμε απαγορεύσει, πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, πολύ παραδειγματικά: «αν ξανακουμπήσεις αυτό το βάζο αντίκα, θα σου κόψω τα χέρια || αν ξαναπάρεις λεφτά απ’ το ταμείο χωρίς να με ρωτήσεις, θα σου κόψω το χέρι». Παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της πάνω στον καρπό του άλλου χεριού· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα χέρια·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη μασχάλη, δίνει περισσότερη έμφαση στην παραπάνω φράση και παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της στο ύψος της μασχάλης·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις ρίζες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη ρίζα, βλ. φρ. θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες·
- θα σου σπάσω τα χέρια ή θα σου σπάσω το χέρι, α. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε αυστηρά, παραδειγματικά, αν ξαναενοχλήσει με χειρονομίες οικείο ή αγαπημένο μας πρόσωπο: «αν σε ξαναδώ ν’ απλώνεις χέρι στην αδερφή μου, θα σου σπάσω τα χέρια». β. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, να μην αγγίξει κάτι που του το έχουμε απαγορεύει: «αν ξανακουμπήσεις τον πίνακα, θα σου σπάσω το χέρι»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα χέρια·
- θα σου σφίξω το χέρι, θα παραδεχτώ πως είσαι άξιος, πως είσαι ικανός, αν ανταποκριθείς με επιτυχία στην υποτιθέμενη πράξη που αναφέρω: «αν τελειώσεις τη δουλειά μέσα στις προθεσμίες που μου ’δωσες, θα σου σφίξω το χέρι || είναι πάρα πολύ τσιγκούνης, αλλά, αν καταφέρεις να του πάρεις δανεικά, θα σου σφίξω το χέρι»·
- Θεέ μου (Θεούλη μου) βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), βλ. λ. Θεός·
- θέλει δεύτερο χέρι, (ειδικά για βάψιμο) πρέπει να ξαναβαφεί από την αρχή: «η πόρτα θέλει δεύτερο χέρι, γιατί δε βάφηκε καλά»·
- καθαρά χέρια, δηλώνει τιμιότητα: «χωρίς καθαρά χέρια, δεν μπορείς να στεριώσεις σε καμιά δουλειά»· βλ. και φρ. έχω καθαρά χέρια·
- κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα ή κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια, α. είμαι δεσμευμένος ή εξαναγκασμένος διά λόγου, όρκου, κάποιου είδους εκβιασμού ή νομικού μέσου, να υφίσταμαι κάτι κακό χωρίς να αντιδρώ ή να μην μπορώ να επέμβω, για να αποτρέψω κάποιο κακό: «όσο και να με βρίζουν, κάθομαι με τα χέρια δεμένα, γιατί ορκίστηκα να μην ξαναμαλώσω || έλεγε χίλιες δυο βλακείες και καθόμουν με δεμένα τα χέρια, γιατί έχει στα χέρια του μια ακάλυπτη επιταγή μου || είχαν στριμώξει το φίλο του στη γωνιά κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα, επειδή είναι έξω με αναστολή». β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «όλη η οικογένεια σκοτώνεται στη δουλειά κι αυτός κάθεται με τα χέρια δεμένα». γ. (γενικά) δεν επεμβαίνω, αδιαφορώ: «έδερναν οι αλήτες γέρο άνθρωπο κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα και χάζευε»·
- κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, αδιαφορώ και δεν επεμβαίνω να αποτρέψω κάτι κακό που διαδραματίζεται μπροστά μου: «έδερναν κάτι αλήτες ένα γεροντάκι κι αυτός καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα και χασκογελούσε»· βλ. και φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- και με τα δυο τα χέρια ή και με τα δυο χέρια, δηλώνει τη φανατική υπερψήφιση κάποιου υποψηφίου ή κάποιου κόμματος: «εμείς στο νομό μας ψηφίζουμε τον τάδε βουλευτή και με τα δυο τα χέρια || αποφασίσαμε να το ρίξουμε και με τα δυο χέρια στο τάδε κόμμα»·
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, α. είναι προτιμότερο να παίρνουμε τα λιγοστά αλλά σίγουρα παρά να περιμένουμε να πάρουμε τα περισσότερα αλλά αβέβαια. Λέγεται ιδίως για χρήματα. Συνών. καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα. β. λέγεται για δραστήρια ενέργεια που γίνεται συνήθως λόγω ελλείψεως χρόνου: «δεν έχω καιρό για καθυστέρηση, γι’ αυτό κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Συνών. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει. Αντίθ. Δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β)·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ.σπουργίτης·
- κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, κάνω ό,τι είναι μέσα στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου ή στις δυνατότητές μου: «θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, για να βοηθήσω το γιο σου στη δουλειά || όταν πρόκειται να βοηθήσω κάποιο φίλο, κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου»·
- κάνω χέρι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πιάνω την μπάλα με το χέρι ή χτυπάει η μπάλα στο χέρι μου από δική μου πρόθεση, κάνω εντς, οπότε μου καταλογίζει ο διαιτητής παράπτωμα και η μπάλα έρχεται στην κυριαρχία της αντίπαλης ομάδας, που ξαναρχίζει το παιχνίδι με ελεύθερο χτύπημα: «ο διαιτητής είδε που έκανα χέρι και αμέσως σφύριξε, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα και το σημείο στο οποίο έπρεπε να στηθεί η μπάλα». Συνών. κάνω εντς·   
- κάτω τα χέρια! α. αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση, ιδίως σε ομάδα ατόμων, να μην πιάσουν τίποτα από όσα βρίσκονται μπροστά και γύρω τους. β. επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. Συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε·
- κάτω τα χέρια από…, αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση σε κάποιον να αποφύγει να ασχοληθεί με κάποιον ή με κάτι ή να αποφύγει να επέμβει κάπου: «κάτω τα χέρια απ’ το κόμμα || κάτω το χέρια απ’ την Κύπρο»·
- κάτω τα χέρια σου, επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. (Λαϊκό τραγούδι: κάτω το χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα). Η φρ. αυτή είναι ηπιότερης μορφής από ό,τι το κάτω τα χέρια(!) · βλ. και φρ. κοντά τα χέρια σου(!)
- κόβω τα χέρια μου ή κόβω το χέρι μου, έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί, ιδίως στην περίπτωση που προσπαθούμε να πείσουμε κάποιον πως δεν πήραμε το πράγμα για το οποίο μας κατηγορεί: «κόβω το χέρι μου, αν νομίζεις πως πήρα εγώ τον αναπτήρα σου»· βλ. και φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα ή κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια , βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- κοντά τα χέρια σου! ή κοντό το χέρι σου! αυστηρή προειδοποίηση σε κάποιον να μην αγγίξει κάτι, ιδίως να πάψει να χειρονομεί σε βάρος μας· βλ. και φρ. μάζεψε τα χέρια σου(!)·
- κόπηκαν τα χέρια μου ή μου κόπηκαν τα χέρια, παρέλυσαν από πολύωρη χειρονακτική εργασία ή από κάποιο μεγάλο βάρος που σήκωνα: «έσκαβα όλο το πρωί στον κήπο και κόπηκαν τα χέρια μου || κουβαλούσα είκοσι κιλά πράγμα και μου κόπηκαν τα χέρια, μέχρι να ’ρθω»·
- κουλάθηκε το χέρι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «χτύπησα τόσο δυνατά στον αγκώνα μου, που κουλάθηκε το χέρι μου»·
- κούνα τα χέρια σου! (τα χεράκια σου!), (προτρεπτικά) ενεργοποιήσου: «κούνα τα χέρια σου, γιατί αλλιώς δεν τελειώνει η δουλειά!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- κρατάει στο χέρι του την κουτάλα, διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα, ιδίως προς όφελός του: «είδες ποτέ κανέναν να κρατάει στο χέρι του την κουτάλα και να ’ναι φτωχός;»·
- κρατάνε τα χέρια του, είναι δυνατός: «κάθε φορά που δεν μπορώ να σηκώσω κάτι βαρύ, φωνάζω τον τάδε που κρατάνε τα χέρια του || μόλις κατάλαβα πως ο τάδε ήθελε να με δείρει, φώναξα το φίλο μου που κρατάνε τα χέρια του»·
- κρατώ στα χέρια μου, βλ. φρ. έχω στα χέρια μου·
- κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, ο ερωτευμένος έχει κρύα χέρια από την ένταση που νιώθει και που, πολλές φορές, τον λούζει και κρύος ιδρώτας, όταν αντικρίζει το άτομο με το οποίο είναι ερωτευμένος, ενώ τα χέρια του ατόμου που ασχολείται με χειρωνακτική εργασία, είναι ζεστά από τη συνεχή τριβή· βλ. και φρ. κρύα χέρια, ζεστή καρδιά·
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- λερώνω τα χέρια μου, διαπράττω κάποιο νομικό αδίκημα: «για να δούμε τώρα, που λέρωσες τα χέρια σου, ποιος θα σε πάρει στη δουλειά του!». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί·
- λερώνω τα χέρια μου με αίμα, βλ. συνηθέστ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·
- λύθηκαν τα χέρια μου ή μου λύθηκαν τα χέρια, απαλλάχτηκα από κάποιο εμπόδιο ή από κάποια δέσμευση που δε μου επέτρεπε να ενεργήσω όπως ήθελα: «απ’ τη στιγμή που έληξε η απεργία των εργατών, λύθηκαν τα χέρια μου και θα τελειώσω τη δουλειά στο τάκα τάκα || τώρα που έληξε το συμβόλαιο, μου λύθηκαν τα χέρια και θα μπορέσω να συνεταιριστώ με όποιον θέλω»· βλ. και φρ. κόπηκαν τα χέρια μου·
- λύνω τα χέρια (κάποιου), αποδεσμεύω κάποιον από κάτι και τον αφήνω να ενεργήσει όπως αυτός θέλει: «μόλις του ’λυσα τα χέρια, διαπραγματεύτηκε με το δικό του τρόπο με τους εργάτες και η απεργία έληξε αμέσως»·
- μ’ άφησε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ άφησε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μ’ έκοψε πάνω στο χέρι, α. κάποιος ή κάτι με ανάγκασε να διακόψω μια δύσκολη ή λεπτή χειροποίητη εργασία η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη, ή γενικά με ανάγκασε να διακόψω κάποια ενέργεια η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη: «τη στιγμή που ήταν να συνδέσω τις δυο άκρες, μπήκε στο εργαστήρι μου ο τάδε με φωνές και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι || ήθελα λίγο ακόμη να τελειώσω την περιποίηση του κήπου μου, αλλά ήρθε ο τάδε και με την κουβέντα που μ’ έπιασε μ’ έκοψε πάνω στο χέρι». β. κάποιος ή κάτι με υποχρέωσε να διακόψω τη σεξουαλική πράξη η οποία ήταν σε εξέλιξη: «την ώρα που την ξεγύμνωσα κι ήμουν έτοιμος για τα περαιτέρω, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι»·
- μ’ έπιασε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ έπιασε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μάζεψε τα χέρια σου! ή μάζεψε το χέρι σου! α. λέγεται σε κάποιον που μας κάνει ενοχλητικές χειρονομίες: «μάζεψε, επιτέλους, τα χέρια σου και πάψε να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά! || μάζεψε τα χέρια σου, γιατί μ’ εκνεύρισες!». β. λέγεται απειλητικά σε κάποιον που επιχειρεί να αγγίξει ερωτικά μια γυναίκα: «μάζεψε τα χέρια σου, γιατί θα τις φας!»·
- μακριά τα χέρια από…, α. (συμβουλευτικά) μην ασχοληθείς με κάποιον ή με κάτι, μην αναμειχθείς κάπου: «μακριά τα χέρια απ’ τον τάδε, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας και σίγουρα κάπου θα σε μπλέξει || μακριά τα χέρια απ’ αυτό το μπιμπελό, γιατί είναι πολύ εύθραυστο και μπορεί να σπάσει με το παραμικρό». β. (απειλητικά) μην επιχειρήσεις να βλάψεις, να κάνεις κακό σε κάποιον: «μακριά τα χέρια απ’ τον αδερφό μου, γιατί θα σε σπάσω στο ξύλο»·
- με δεμένα τα χέρια ή με δεμένα χέρια ή με τα χέρια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «αυτό που μου ανέθεσες, το κάνω με δεμένα τα χέρια || τον νικώ με τα χέρια δεμένα»·
- με ξένα χέρια, φίδια δεν πιάνονται, βλ. λ. φίδι·
- με τα λεφτά στο χέρι, βλ. λ. λεφτά·
- με τα χεράκια της (του), λέγεται για να δώσουμε έμφαση στο πρόσωπο που έκανε κάτι με τα χέρια του, αυτή η ίδια, (αυτός ο ίδιος): «αυτό το νόστιμο φαγητό το ’φτιαξε η κόρη μου με τα χεράκια της || αυτό το κέντημα το κέντησε η γυναίκα μου με τα χεράκια της || αυτό το σπίτι το ’χτισε με τα χεράκια του». (Τραγούδι: ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της και γέμισε από άνθη κόρφους κι αγκαλιά και τα μαλλάκια της
- με τα χέρια μου ή με τα ίδια μου τα χέρια, προσωπικά, εγώ ο ίδιος: «αυτόν τον κήπο τον έφτιαξα με τα χέρια μου || τον έπνιξα με τα ίδια μου τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: με πήρες ναυαγό και πληγωμένο και μου ’δειξες συμπόνια και στοργή και τώρα με τα ίδια σου τα χέρια ζητάς για να με βάλεις βαθιά στη μαύρη γη)· βλ. και φρ. στα χέρια μου·
- με το κλειδί στο χέρι, βλ. λ. κλειδί·
- με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. λ. στόμα·
- με το χέρι στην καρδιά, με απόλυτη ειλικρίνεια, με παρρησία: «θέλω να μου πεις με το χέρι στην καρδιά, αν όντως συμφωνείς κι εσύ με τον τρόπο που χειρίστηκα το θέμα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αυτούς τους δρόμους πώς νοσταλγώ να ξαναβγούμε, όπως τότε, μια βραδιά να ’μαστε μόνο εσύ κι εγώ και να τα πούμε με το χέρι στην καρδιά
- με το χέρι της καρδιάς, λέγεται για χειραψία που γίνεται με το αριστερό χέρι, που θεωρείται εγκάρδια ή που επισφραγίζει μια συμφωνία, όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το δεξί μας χέρι: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε, γι’ αυτό κάναμε μια θερμή χειραψία με το χέρι της καρδιάς || είχα το χέρι μου στο γύψο, γι’ αυτό έσφιξα το χέρι του με το χέρι της καρδιάς, θέλοντας να επισημοποιήσουμε τη συμφωνία μας». Από το ότι η καρδιά βρίσκεται στο αριστερό μέρος του στήθος μας·
- με τρώει το χέρι μου, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε άτομο που ατακτεί, πως θα χειροδικήσουμε σε βάρος του: «μου φαίνεται πως θα τις φας μ’ αυτά τα καμώματά σου, γιατί με τρώει το χέρι μου». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του ενός χεριού να ξύνουν το εσωτερικό της παλάμης του άλλου χεριού»· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου, λ. παλάμη·
- με φαγουρίζει το χέρι μου, βλ. φρ. με τρώει το χέρι μου·
- με χέρια και με πόδια, α. με όλες τις δυνάμεις: «αντιστεκόταν με χέρια και με πόδια, πριν καταφέρουν να τον ρίξουν οι αστυνομικοί στην κλούβα». β. με κάθε δυνατό μέσο, με κάθε δυνατό τρόπο: «προβλέπω πως αυτό το παιδί θα έχει λαμπρό μέλλον, γι’ αυτό θα το βοηθήσω με χέρια και με πόδια». γ. (για υπογραφές) με μεγάλη διάθεση, με μεγάλη ευχαρίστηση, ανεπιφύλακτα: «και τώρα ήρθε η ώρα να υπογράψετε. -Με χέρια και με πόδια»·
- μεγάλωσα σε ξένα χέρια, μεγάλωσα μακριά από την οικογένειά μου ή μεγάλωσα ανάμεσα σε ξένη οικογένεια: «όταν ήμουν πολύ μικρός, οι γονείς μου πήγαν μετανάστες στη Γερμανία κι εγώ μεγάλωσε σε ξένα χέρια || όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου σκοτώθηκαν σ’ ένα τροχαίο κι έτσι μεγάλωσα σε ξένα χέρια»·
- μεγάλωσα στα χέρια του (της), μεγάλωσα, διαπαιδαγωγήθηκα από κάποιον (κάποια): «από μικρός μεγάλωσα στα χέρια του παππού και της γιαγιάς». (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσα και πόνεσα και μάλωσα
- μένω με (τα) χέρια δεμένα ή μένω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- μετράω στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μη με κόβεις πάνω στο χέρι, βλ. φρ. μη μιλάς πάνω στο χέρι·
- μη μιλάς πάνω στο χέρι, α. μην αποσπάς την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν προσπαθώ να περάσω την κλωστή στη βελόνα». β. μην αποσπάς την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν διαβάζω, γιατί την άλλη βδομάδα δίνω εξετάσεις»·
- μην πέσεις στα χέρια μου, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον δείρουμε, θα τον τιμωρήσουμε, θα τον εκδικηθούμε σκληρά: «τώρα έχεις τ’ απάνω χέρι και κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά μην πέσεις στα χέρια μου, όταν αλλάξουν τα πράγματα, γιατί θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα»·
- μιλάει με τα χέρια του στις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- μιλάει πάνω στο χέρι, α. αποσπά την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί μιλάει πάνω στο χέρι, κάθε φορά που αφοσιώνομαι στη ζωγραφική». β. αποσπά την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί, όταν δουλεύω μιλάει πάνω στο χέρι»·  
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’δεσε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να πραγματοποιήσω αυτό που ήθελα: «ήθελα να πάω μια βόλτα στη Χαλκιδική, αλλά ο μηχανικός μου ’δεσε τα χέρια, γιατί δεν είχε έτοιμο τ’ αυτοκίνητό μου»· βλ. και φρ. μου ’κοψε τα χέρια·
- μου ’κοψε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να ενεργήσω όπως εγώ ήθελα ή σχεδίαζα, παρενέβαλε εμπόδια στην πρόοδό μου, στην εξέλιξή μου: «αυτή η απεργία των εργατών μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τη δουλειά μου || σταμάτησε το επίδομα που μου έστελνε και μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τις σπουδές μου»·
- μου λείπουν χέρια, έχω έλλειψη εργατικού δυναμικού: «δε βλέπω να τελειώνω γρήγορα τη δουλειά, γιατί μου λείπουν χέρια»·
- μου λύνουν τα χέρια, με αποδεσμεύουν από κάτι και μπορώ να ενεργήσω όπως θέλω: «απ’ τη στιγμή που μου έλυσαν τα χέρια, τακτοποίησα σε χρόνο ρεκόρ όλες τις εκκρεμότητες»·
- μου ’μεινε στα χέρια, α. (για πρόσωπα) πέθανε στα χέρια μου: «την ώρα που τον μεταφέραμε στο νοσοκομείο, μου ’μεινε στα χέρια ο παππούς». β. (για εμπορεύματα) δεν πουλήθηκε, δεν καταναλώθηκε: «είχα παραγγείλει μεγάλες ποσότητες απ’ αυτό το είδος και μου ’μεινε στα χέρια». γ. (για αντικείμενα) χάλασε καθώς το περιεργαζόμουν ή προσπαθούσα να το επιδιορθώσω: «πήρα αυτό το μπιμπελό να δω τι ακριβώς είναι, και μου ’μεινε στα χέρια, γιατί διαλύθηκε || προσπάθησα να επιδιορθώσω το ηλεκτρικό σίδερο και μου ’μεινε στα χέρια»·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. ευκαιρία·
- μου ’φυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια, βλ. λ. τιμόνι·
- ν’ αγιάσει το χέρι σου (το χεράκι σου) ή ν’ αγιάσουν τα χέρια σου (τα χεράκια σου), βλ. φρ. γεια στα χέρια σου(!)·
- να μου κοπούν τα χέρια ή να μου κοπεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- να μου ξεραθούν τα χέρια ή να μου ξεραθεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- νίβω τα χέρια μου (νίπτω τας χείρας μου), δε φέρω καμιά ευθύνη, αποποιούμαι τις ευθύνες: «κάνε ό,τι θέλεις μ’ αυτή τη δουλειά, πάντως εγώ νίβω τα χέρια μου». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα πουλιά μου πίνουνε το αίμα, από μικρός παιδεύομαι στα ξένα, κι όταν φωνάζω “ήρθαν οι λησταί”, Πιλάτοι νίβουν τα χέρια τους, Χριστέ). Η φρ. ελέχθη από τον Ρωμαίο έπαρχο της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο μπροστά στην πιεστική απαίτηση του όχλου, που ζητούσε τη σταύρωση του Χριστού. Πρβλ.: ἰδών δέ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδέν ὠφελεί, ἀλλά μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χείρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶος εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. (Ματθ., κζ΄24). Και η αρχαϊστική φρ. νίπτω τας χείρας μου σε κοινή χρήση·
- ξεράθηκε το χέρι μου, βλ. φρ. κουλάθηκε το χέρι μου·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), βλ. λ. Θεός·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, λέγεται στην περίπτωση που οι γνώμες, οι αποφάσεις ή οι προτάσεις δυο ή περισσοτέρων ενδιαφερομένων για το ίδιο θέμα, συμπίπτουν απόλυτα μεταξύ τους: «έχουν υποβάλλει όλοι τους τις ίδιες προτάσεις στην επιτροπή, λες κι όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι»·
- όσο περνάει απ’ το χέρι μου, όσο εξαρτάται από μένα: «δε θέλω να σου τάξω τρελά πράγματα, αλλά, όσο περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω»·
- παίρνω απ’ το χέρι (χεράκι) (κάποιον), α. καθοδηγώ κάποιον σε μια πορεία: «το παλικάρι πήρε απ’ το χέρι το γεροντάκι και το πέρασε στ’ απέναντι πεζοδρόμιο». β. καθοδηγώ κάποιον σε μια δουλειά ή υπόθεση, χωρίς να τον αφήνω να παίρνει πρωτοβουλίες: «αν δεν τον πάρεις απ’ το χεράκι να του δείξεις τι θα κάνει, δεν μπορεί να τελειώσει μια δουλειά αυτό το παιδί»·
- παίρνω στα χέρια μου (κάτι), αναλαμβάνω κάτι: «μόλις ο τάδε πήρε στα χέρια του τη διεύθυνση του εργοστασίου, όλα πήγαν μια χαρά || ό,τι παίρνει στα χέρια του, το τελειώνει με επιτυχία»·
- παίρνω τ’ απάνω χέρι, έρχομαι σε πλεονεκτική θέση έναντι κάποιου άλλου, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «μόλις πήρε τ’ απάνω χέρι στο εργοστάσιο, έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο»· βλ. και φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- παίρνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- παίρνω το νόμο στα χέρια μου, βλ. λ. νόμος·
- παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- παίρνω τον απολυσώνα μου στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- πέρασαν απ’ τα χέρια μου, ασχολήθηκα κατά καιρούς με διάφορους ή με διάφορα πράγματα ή είχα στην κατοχή μου διάφορα πράγματα: «πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό γυναίκες || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό δουλειές || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: περάσαν απ’ τα χέρια μου λεφτά, γυναίκες μάτσο
- πέρασε από πολλά χέρια (κάτι), πέρασε κατά καιρούς από πολλούς ιδιοκτήτες κάτι: «δε θα τ’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί πέρασε από πολλά χέρια»· βλ. και φρ. άλλαξε πολλά χέρια·
- περνάει απ’ το χέρι μου, είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου: «αφού περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω οπωσδήποτε»·
- περνώ δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή μια διαδικασία, ιδίως βάφω από την αρχή μια επιφάνεια: «περνώ δεύτερο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, μήπως κι έχω πουθενά καμιά ασάφεια || πρέπει να περάσω δεύτερο χέρι την πόρτα, γιατί δε βάφηκε καλά». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. δεύτερο χέρι·
- περνώ τελευταίο χέρι, κάνω μια τελευταία προσπάθεια, για να γίνει κάτι πολύ καλύτερο, ιδίως το βάψιμο μιας επιφάνειας: «περνώ τελευταίο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, για να εντοπίσω τυχόν ατέλειές του || περνώ τελευταίο χέρι το βάψιμο της πόρτας, για να γίνει ομοιόμορφο». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. το τελευταίο χέρι·
- πέφτει απάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. φρ. δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι·
- πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι), περιέρχεται κάτι στη δικαιοδοσία, στην κατοχή κάποιου που δεν ξέρει να το χρησιμοποιήσει ή που μπορεί να το χρησιμοποιήσει επικίνδυνα ή καταστροφικά: «έπεσε σε λάθος χέρια το μηχάνημα κι από άγνοια του χειριστή του βγήκε μπιελάρ || αν πέσει σε λάθος χέρια η ατομική ενέργεια, τότε αλίμονο στην ανθρωπότητα»·
- πέφτει στα χέρια μου (κάτι), έρχεται κάποιο πράγμα στη δικαιοδοσία μου, στην κατοχή μου ή βρίσκω, ανακαλύπτω κάτι τυχαία: «ό,τι πέφτει στα χέρια του, βρίσκει τον τρόπο να το αξιοποιήσει κατάλληλα || εκεί που έψαχνα στο υπόγειο να βρω ένα φτυαράκι, έπεσε στα χέρια μου μια παλιά φωτογραφία του παππού μου»·
- πέφτω σ’ άσχημα χέρια, βλ. φρ. πέφτω σε κακά χέρια· 
- πέφτω σε κακά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία κακού ή σκληρού ατόμου: «αν έχει τον τάδε διευθυντή, να του πεις πως έπεσε σε κακά χέρια και πως θα υποφέρει». β. αντιμετωπίζω την αδιαφορία ή την εχθρότητα του προστάτη μου ή του κηδεμόνα μου: «από μικρός έμεινε ορφανός κι έπεσε σε κακά χέρια, γιατί η θεια του, που τον ανέλαβε, ήταν πολύ στριφνή γυναίκα». γ. (και για τα δυο φύλα) κακοπαντρεύομαι: «πολύ καλή κοπέλα, αλλά έπεσε σε κακά χέρια και βασανίζεται η καημενούλα»·
- πέφτω σε καλά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία καλόκαρδου ατόμου: «έπεσα σε καλά χέρια, γιατί ο υπεύθυνος του τομέα μας, στο εργοστάσιο που δουλεύω είναι χρυσός άνθρωπος». β. έχω τη συμπαράσταση και τη φροντίδα του προστάτη ή του κηδεμόνα μου: «έμεινε πολύ μικρός ορφανός, αλλά, ευτυχώς, έπεσε σε καλά χέρια, γιατί, η θεια του που ανέλαβε να τον μεγαλώσει ήταν χρυσή γυναίκα». γ. με αναλαμβάνει ικανός δάσκαλος, για να με διδάξει: «όλοι εμείς οι παλιοί πέσαμε σε καλά χέρια, γιατί τότε οι δάσκαλοι θεωρούσαν λειτούργημα αυτό που έκαναν». δ. (και για τα δυο φύλα) καλοπαντρεύομαι: «μπορεί να έκανε αλήτικη ζωή, αλλά στο θέμα του γάμου του έπεσε σε καλά χέρια»·
- πέφτω σε λάθος χέρια, βλ. συνηθέστ. πέφτω σε κακά χέρια· βλ. και φρ. πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι)·
- πέφτω στα χέρια (κάποιου), α. συλλαμβάνομαι: «ο δολοφόνος έπεσε στα χέρια της αστυνομίας». β. περιέρχομαι στην εξουσία, στη δικαιοδοσία κάποιου: «είσαι τυχερός που έπεσες στα χέρια του τάδε διευθυντή, γιατί είναι άνθρωπος με κατανόηση || αν πέσεις στα χέρια του τάδε διευθυντή, την έβαψες, γιατί είναι πολύ σκληρός με τους υφισταμένους του». γ. (για τόπους, πόλεις) καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι: «όλη η ανατολική περιοχή του εχθρικού κράτους έπεσε στα χέρια του στρατού μας»·
- πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια ή πηγαίνω μ’ άδεια χέρια, α. πηγαίνω κάπου χωρίς να προσκομίζω κάποια πρόταση: «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε μ’ άδεια τα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οπότε αυτοί αποχώρησαν διαμαρτυρόμενοι». β. επισκέπτομαι κάποιον, χωρίς να του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιο φίλο στη γιορτή του, δεν πηγαίνω ποτέ μ’ άδεια χέρια»·
- πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια ή πηγαίνω με γεμάτα χέρια, α. πηγαίνω κάπου προσκομίζοντας κάποια πρόταση: «παρόλο που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε με γεμάτα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους συνδικαλιστές, οι συνομιλίες έφτασαν πάλι σε αδιέξοδο». β. επισκέπτομαι κάποιον και του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιον φίλο μου στη γιορτή του, πηγαίνω με γεμάτα χέρια»·
- πιάνει το χέρι του ή πιάνουν τα χέρια του, έχει την ικανότητα ή τις γνώσεις να κάνει διάφορες μικροκατασκευές ή επιδιορθώσεις, ιδίως στο χώρο του σπιτιού του: «ευτυχώς πιάνουν τα χέρια του άντρα μου, κι ότι χαλάει μέσα στο σπίτι, το φτιάχνει ο ίδιος»·
- πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «είχαν από καιρό διαφορές και, μόλις συναντήθηκαν, πιάστηκαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία· στα χέρια πιάστηκ’ ο Θωμάς μαζί με τον Ηλία)· βλ. και φρ. έρχομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- πιάνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- πιάνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- πιάστηκε το χέρι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «ήταν πολύ βαρύ το δέμα που κουβαλούσα και πιάστηκε το χέρι μου»·
- πιάστηκε το χέρι μου (κάπου), μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «πιάστηκε το χέρι μου σε κάτι σύρματα κι έκανα μια ώρα να το ξεμπερδέψω || πιάστηκε το χέρι μου στο άνοιγμα της πόρτας και πέθανα απ’ τον πόνο»·
- προχωράει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- σας φιλώ το χέρι, στερεότυπη έκφραση σεβασμού, στη συνάντησή μας με κάποιο σεβάσμιο πρόσωπο αντί του χειροφιλήματος. Συνήθως συνοδεύεται με ελαφρά υπόκλιση κατά τη χειραψία, ή στερεότυπη φρ. με την οποία κλείνουμε κάποια επιστολή μας σε σεβάσμιο πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν γυρνάνε στα σοκάκια σα δυο σκιές μες στη βραδιά με τα φτωχά τους ρουχαλάκια όλο βροχή και λασπουριά δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω ποιανής το χέρι να φιλήσω)· βλ. και φρ. φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι·
- σηκώνω στα χέρια (κάποιον), αποθεώνω κάποιον: «μετά το πέρας της ομιλίας του ο κόσμος σήκωσε ενθουσιασμένος στα χέρια τον αρχηγό του κόμματος»·
- σηκώνω τα χέρια, αδυνατώ να προσφέρω και το παραμικρό, εγκαταλείπω κάθε προσπάθεια: «ήταν τόσο προχωρημένη η αρρώστια του, που οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια»· βλ. και φρ. σηκώνω ψηλά τα χέρια μου·
- σηκώνω το χέρι, (για μαθητές) θέλω να απαντήσω σε ερώτηση του δασκάλου μου, που την έθεσε στην τάξη ή για να του ζητήσω κάτι: «ήταν απ’ τους καλύτερους μαθητές της τάξης μας και, μόλις ρωτούσε κάτι ο δάσκαλος, σήκωνε αμέσως το χέρι ν’ απαντήσει || κάποια στιγμή σήκωσα το χέρι, για να πάρω άδεια απ’ το δάσκαλο να πάω στην τουαλέτα»·        
- σηκώνω χέρι (εναντίον κάποιου), απειλώ να δείρω, να χτυπήσω κάποιον ή δέρνω, χτυπώ κάποιον: «σε μένα μη σηκώνεις χέρι, γιατί δεν είμαι απ’ τα παιδάκια που φοβούνται || είναι πολύ άτακτο παιδί και σηκώνει χέρι στον καθένα»·
- σηκώνω ψηλά τα χέρια μου, ακινητοποιούμαι στην προσταγή ψηλά τα χέρια κάποιου οπλοφόρου: «μόλις μούγκρισε ο άλλος ψηλά τα χέρια προτείνοντάς μου το πιστόλι του, υποχρεώθηκα να σηκώσω ψηλά τα χέρια μου»· βλ. και φρ. σηκώνω τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- σκατά στα χέρια σου! βλ. λ. σκατά·
- στ’ αριστερό μου (σου, του, της κ.λπ) χέρι, αριστερά μου (σου, του, της κ.λπ.), αριστερά: «μόλις θα συναντήσεις στ’ αριστερό σου χέρι ένα περίπτερο, θα κάνεις αμέσως δεξιά και θα βρεθείς στο μαγαζί που θέλεις»·
- στα χέρια μου (σου, του, της κ.λπ.), με δικές μου (σου, του, της κ.λπ) φροντίδες και κάτω από την επίβλεψή μου (σου, του, της κ.λπ.): «στα χέρια σου έγιναν όλες οι επιδιώξεις μου πραγματικότητα || στα χέρια της μεγάλωσε πέντε παιδιά» (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσαν και πόνεσαν και μάλωσαν άντρες μ’ ολοκάθαρη ματιά. Ψηλά κυπαρισσόπουλα χαρά στα κοριτσόπουλα που ’χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά)· βλ. και φρ. με τα χέρια μου·
- σταυρώνω τα χέρια μου, α. δεν κάνω τίποτα, μένω άπραγος, αδρανώ: «είναι καιρός τώρα που σταύρωσα τα χέρια και δεν κάνω τίποτα». β. αντιμετωπίζω παθητικά μια δύσκολη κατάσταση: «ήταν καμιά δεκαριά άτομα που τον έδερναν και σταύρωσα τα χέρια μου, γιατί δεν μπορούσα να τον γλιτώσω»·
- στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα ή στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι  με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- στηρίζομαι στα χέρια μου, υπολογίζω στον εαυτό μου, στην προσωπική μου ικανότητα, στην προσωπική μου εργασία: «όσο στηρίζομαι στα χέρια μου, δεν έχω την ανάγκη κανενός»·
- στο δεξί μου (σου, του, της κ.λπ.) χέρι, δεξιά μου (σου, του, της κ.λπ.), δεξιά: «όπως θα ’ρχεσαι, θα συναντήσεις στο δεξί σου χέρι ένα βενζινάδικο και, μόλις το περάσεις, θα με δεις που θα σε περιμένω στην εξώπορτα του σπιτιού μου»·
- σφίξαμε τα χέρια, α. συμφιλιωθήκαμε: «αποφασίσαμε να σφίξουμε τα χέρια, γιατί καταλάβαμε πως με έχθρες και μαλώματα δε βγαίνει άκρη». β. επισημοποιήσαμε μια συμφωνία δια χειραψίας: «αφού συμφωνήσαμε σ’ όλες τις λεπτομέρειες, σφίξαμε τα χέρια»·
- σφυρίζω χέρι, (για διαιτητές ποδοσφαίρου) καταλογίζω το παράπτωμα του παίχτη να πιάσει ή να χτυπήσει εκούσια την μπάλα με το χέρι του: «ο διαιτητής είδε την κίνηση του παίχτη κι αμέσως σφύριξε χέρι». Στην περίπτωση που ο διαιτητής θεωρήσει πως ο παίχτης ήρθε σε επαφή με την μπάλα ακούσια, τότε αφήνει το παιχνίδι να συνεχιστεί· 
- τα θέλει όλα στα χέρια του ή τα θέλει όλα στο χέρι ή όλα στα χέρια του τα θέλει ή όλα στο χέρι τα θέλει, είναι τεμπέλης και περιμένει από τους άλλους να εξασφαλίζουν τις ανάγκες του: «δεν κάνει το παραμικρό και τα θέλει όλα στο χέρι || από μικρό παιδί τον έχουν καλομαθημένο και τα θέλει όλα στα χέρια του || αυτός δεν κουνάει ούτε το δαχτυλάκι του κι όλα στα χέρια του τα θέλει»·
- τα ξένα χέρια, α. οι θετοί γονείς ή κηδεμόνες: «οι γονείς του σκοτώθηκαν σε τροχαίο, όταν ήταν ακόμη πολύ μικρός και μεγάλωσε σε ξένα χέρια. (Λαϊκό τραγούδι: είναι πικρά, είναι βαριά τα ξένα χέρια! Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια! Είναι μαχαίρια!). β. αυτοί που δεν είναι συγγενείς, που είναι ξένοι ως προς κάποια οικογένεια: «πεθαίνοντας ο παππούς άφησε πολλά χρέη κι έτσι η περιουσία του πέρασε στα ξένα χέρια»·
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), συζητήσαμε ή κάναμε συζήτηση σε έντονο τόνο για θέματα που μας αφορούσαν, σχεδόν λογομαχήσαμε: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε κι όταν βρεθήκαμε τυχαία σ’ ένα μπαράκι, τα ’παμε ένα χεράκι || είχαμε παλιές διαφορές και με την πρώτη ευκαιρία τα ’παμε ένα χεράκι»·
- τα χέρια μου μύρισα; βλ. λ. τα δάχτυλά μου μύρισα; λ. δάχτυλο·
- τα χέρια σου κοντά! ή το χέρι σου κοντό! βλ. φρ. κοντά τα χέρια σου(!)·
- τα χέρια του πιάνουν απ’ όλα ή τα χέρια του πιάνουν σ’ όλα, βλ. φρ. πιάνει το χέρι του·
- τα χρυσά χέρια, λέγεται για άτομο, ιδίως για χειρούργο, που είναι πολύ επιδέξιος στα χέρια και, κατ’ επέκταση, πολύ ικανός σε αυτό που κάνει με αυτά: «αφήνω χωρίς φόβο τη ζωή μου στα χρυσά χέρια αυτού του γιατρού»·
- την έχω πατημένη από χέρι, βλ. συνηθέστ. είμαι χαμένος από χέρι·
- της βάζω χέρι, χαϊδεύω ερωτικά μια γυναίκα: «τον είδα να ’χει στριμώξει την γκόμενά του στη γωνία και να της βάζει χέρι»·
- της δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή της δίνω τ’ άπλυτά της στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- της δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή της δίνω τα μπογαλάκια της στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- της δίνω τα πανιά στο χέρι ή της δίνω τα πανιά της στο χέρι, βλ. λ. πανί·
- της δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή της δίνω τα παπούτσια της στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- της δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή της δίνω τα συμπράγκαλά της στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- της δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή της δίνω το διαβατήριό της στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- της δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή της δίνω τον απολυσώνα της στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- της περνώ δεύτερο χέρι, μετά από μικρή ανάπαυλα, επιβάλλω πάλι τη σεξουαλική πράξη στην ίδια γυναίκα: «μετά το τσιγάρο που έκανα, της πέρασα δεύτερο χέρι για να με θυμάται». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα·
- της περνώ ένα χέρι, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρα στην γκαρσονιέρα μου και της πέρασα ένα χέρι»·
- της τα δίνω όλα στα χέρια ή της τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. της τα φέρνω όλα στο χέρι·
- της τα φέρνω όλα στα χέρια ή της τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν την αφήνω να κάνει τίποτα, την περιποιούμαι, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες της, γιατί την αγαπώ πάρα πολύ: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που της τα φέρνει όλα στο χέρι»·
- το γουδί το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι, βλ. λ. γουδοχέρι·
- το καλό το χέρι ή το καλό χέρι, το δεξί χέρι στην περίπτωση που είμαστε δεξιόχειρες ή το αριστερό χέρι στην περίπτωση που είμαστε αριστερόχειρες: «για χειραψία δίνει πάντα το καλό το χέρι || υπογράφει πάντα με το καλό χέρι»·
- το μακρύ χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί οποιονδήποτε παρανομεί, όσο υψηλά και αν ίσταται: «μπορεί να είναι μεγάλο όνομα, αλλά κανείς δεν ξεφεύγει απ’ το μακρύ χέρι του νόμου»·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), η αμοιβαία συνδρομή, η αλληλοβοήθεια οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα: «είστε δυο αδέρφια και πρέπει να ’στε αγαπημένα, γιατί το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο)»·
- το τελευταίο χέρι, ο τελευταίος από αυτούς που διαδοχικά διακινούν κάποιο εμπόρευμα ή ναρκωτικό: «δεν ξέρω πόσα χέρια άλλαξε, αλλά ο τάδε ήταν το τελευταίο χέρι»· βλ. και φρ. περνώ το τελευταίο χέρι·
- το (την, τα) παίζω στα χέρια (μου), (για γνώσεις, επαγγέλματα ή τέχνες) βλ. συνηθέστ. το (την, τα) παίζω στα δάχτυλά (μου), λ. δάχτυλο·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει, δηλώνει τη μεγάλη επίδραση που ασκεί η μητέρα πάνω στα παιδιά της: «βέβαια κι εσύ ως πατέρας έχεις συμβάλει στο μεγάλωμα των παιδιών σου, αλλά το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει»·
- το χέρι της καρδιάς, το χέρι το οποίο βρίσκεται προς το μέρος της καρδιάς, το αριστερό χέρι: «του ’δωσα το χέρι της καρδιάς, γιατί με το δεξί κρατούσα ένα δέμα»· βλ. και φρ. με το χέρι της καρδιάς·
- το χέρι της μοίρας, η μοίρα: «τα πάντα στη ζωή μας εξαρτιόνται απ’ το χέρι της μοίρας»·
- το χέρι του έχει βγάλει κάλο ή το χέρι του έχει βγάλει κάλους (ενν. από τη μαλακία), βλ. λ. κάλος·
- το χέρι του Θεού, α. ο Θεός: «κανείς δε γλιτώνει απ’ το χέρι του Θεού». β. (για ποδόσφαιρο) χαρακτηρισμός του Αργεντινού ποδοσφαιριστή Ντιέγκο Μαραντόνα ο οποίος στο Μουντιάλ ποδοσφαίρου που έγινε το 1986 στο Μεξικό, πέτυχε γκολ σε βάρος της Αγγλίας χρησιμοποιώντας πονηρά με το χέρι του: «αν δεν υπήρχε το χέρι του Θεού, η Αργεντινή θα έχανε τον αγώνα απ’ την Αγγλία»·
- το χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί αυτόν που παρανομεί: «κανένας παράνομος δε γλιτώνει απ’ το χέρι του νόμου»·
- τον βάζω στο χέρι, α. τον κάνω όργανό μου: «σου τάζει χίλια δυο πράγματα, μέχρι να σε βάλει στο χέρι, κι ύστερα σε κάνει ό,τι θέλει». β. πετυχαίνω να του πάρω χρήματα με σκοπό να μην του τα επιστρέψω, τον εξαπατώ: «ο σκοπός ήταν να του πάρω τα λεφτά και τώρα που τον έβαλα στο χέρι, άσ’ τον να κουρεύεται»·
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, βλ. λ. Θεός·
- τον έχω δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- τον έχω στο χέρι, α. τον έχω υποχείριό μου: «αυτός θα μας ψηφίσει σίγουρα, γιατί τον έχω στο χέρι». β. έχω στοιχεία εναντίον του: «δεν μπορεί να πει τίποτα για μένα, γιατί τον έχω στο χέρι». γ. σε μια δοσοληψία έχω πάρει περισσότερα χρήματα από αυτά που του έχω δώσει: «δε με νοιάζει αν θέλει να χαλάσει τη συνεργασία μας, γιατί τον έχω στο χέρι»·
- τον έχω του χεριού μου, βλ. φρ. είναι του χεριού μου·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, τον νικώ με μεγάλη άνεση, με μεγάλη ευκολία: «δε μαλώνει μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι»·
- τον κρατώ στο χέρι, έχω στοιχεία εναντίον του: «το ’χω σίγουρο πως δε θα με καρφώσει, γιατί τον κρατώ στο χέρι»·
- τον παίζω στα χέρια ή τον παίζω στο χέρι, είμαι πολύ πιο έξυπνος από αυτόν, τον ξεγελώ όποια ώρα θέλω: «μπορώ όποια ώρα θέλω να του φάω τα λεφτά του, γιατί τον παίζω στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ αποδείχτηκα πως έχω βγει ξεφτέρι, κι όλους τους μάγκες του ντουνιά τους έπαιζα στο χέρι
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του βάζω χέρι, τον επιπλήττω, τον μαλώνω αυστηρά: «μόλις γύρισε ο πατέρας του στο σπίτι, του ’βαλε χέρι, γιατί έμαθε πως έκανε κοπάνα απ’ το σχολείο»·
- του δίνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή του δίνω τ’ άπλυτά του στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- του δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή του δίνω τα μπογαλάκια του στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- του δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή του δίνω τα παπούτσια του στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- του δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή του δίνω τα συμπράγκαλά του στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- του δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή του δίνω το διαβατήριό του στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- του δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή του δίνω τον απολυσώνα του στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια ή του ’δωσε τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- του κόβω τα χέρια, παρεμβάλλω σοβαρά εμπόδια, με σκοπό να αναστείλω κάποια εξέλιξή του: «δεν του ’δωσα μια εγγυητική επιστολή που ήθελε για να αναλάβει κάποιο δημόσιο έργο, και του ’κοψα τα χέρια»·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του στρώνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του σφίγγω το χέρι, α. τον χαιρετώ εγκάρδια: «πολύ μ’ αρέσει αυτός ο άνθρωπος και, κάθε φορά που τον συναντώ, του σφίγγω το χέρι». β. αναγνωρίζω, παραδέχομαι την υπεροχή του σε κάτι: «σε θέματα οικονομίας, του σφίγγω το χέρι»·
- του τα δίνω όλα στα χέρια ή του τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. του τα φέρνω όλα στα χέρια·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα, τον κατσάδιασα: «μόλις τον συνάντησα, του τα ’πα ένα χεράκι, γιατί δεν ανέχομαι άλλο να με κοροϊδεύει πίσω απ’ την πλάτη μου»·
- του τα φέρνω όλα στα χέρια ή του τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν τον αφήνω να κάνει τίποτα, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες του, είτε γιατί ξέρω πως είναι μεγάλος τεμπέλης είτε γιατί τον έχω κακομαθημένο είτε γιατί τον αγαπώ πάρα πολύ: «του ’χω μεγάλη αδυναμία αυτού του παιδιού και του τα φέρνω όλα στα χέρια»·
- του τα ’ψαλλα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα αυστηρά, τον κατσάδιασα: «μόλις επέστρεψε στο σπίτι ο πατέρας του του τα ’ψαλλε ένα χεράκι, γιατί έμαθε πως είχε κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ, Λευτέρη Λευτεράκη, θα ’ρθω να σου τα ψάλλω ένα χεράκι
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του χρειάζεται ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού είπε αυτά τα πράγματα για σένα, του χρειάζεται ένα χέρι ξύλο»·
- τους φέρνω στα χέρια, γίνομαι αιτία να μαλώσουν, να συμπλακούν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «το ’χει χούι να διαβάλλει τους ανθρώπους, για να τους φέρνει στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες
- τραβώ τα χέρια μου (από κάπου), αποσύρομαι από κάπου: «εγώ τραβώ τα χέρια μου απ’ αυτή τη δουλειά, γιατί μου φαίνεται ύποπτη»·
- τρίβω τα χέρια μου, αισθάνομαι τόσο μεγάλη χαρά, τόσο μεγάλη ευχαρίστηση ή ικανοποίηση, που δεν μπορώ να την κρύψω: «δεν τον χωνεύει καθόλου και, κάθε φορά που τον κατσαδιάζει ο διευθυντής του, αυτός τρίβει τα χέρια του || μόλις τον πληροφόρησαν πως ο γιος του πέρασε στο πανεπιστήμιο, άρχισε να τρίβει τα χέρια του»·
- τρώω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, με δέρνουν, με ξυλοκοπούν: «πήγα να του κάνω τον έξυπνο, αλλά, όταν μ’ έπιασε στα χέρια του, έφαγα ένα χέρι ξύλο»·
- υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια, αποδέχομαι, εγκρίνω, εγγυώμαι απόλυτα για κάποιον ή για κάτι: «είμαι σίγουρος γι’ αυτόν τον άνθρωπο και υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια || γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. φρ. υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια·
- υψώνω τα χέρια στο Θεό, προσεύχομαι, ικετεύω το Θεό για κάτι: «δυστυχώς, μόνο όταν έχουμε ανάγκη υψώνουμε τα χέρια στο Θεό»·
- υψώνω τα χέρια στον ουρανό, βλ. συνηθέστ. υψώνω τα χέρια στο Θεό·
- φέρνω στα χέρια (κάποιους), γίνομαι αιτία να συμπλακούν, να μαλώσουν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «είναι τόσο ναζιάρα γυναίκα, που, όπου και να πάει, φέρνει στα χέρια τους άντρες». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες (Λαϊκό τραγούδι)· 
- φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι, τρέφω απεριόριστη εκτίμηση ή σεβασμό στο άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «δεν είναι μόνο σεβάσμιος αλλά σωστός κι ακριβοδίκαιος, γι’ αυτό και του φιλώ το χέρι»· βλ. και φρ. σας φιλώ το χέρι·
- φιλώ χέρια, παρακαλώ επίμονα προς όλες τις κατευθύνσεις για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «όσο ήταν μεγάλος και τρανός δεν υπολόγιζε κανέναν και τώρα που ξέπεσε, φιλάει χέρια για να τον βοηθήσουν»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου (κάτι), ενώ το θεωρώ εξασφαλισμένο, ξαφνικά  αντιλαμβάνομαι πως το έχω χάσει: «προηγουμένως άναψα με τον αναπτήρα μου και τον έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- χέρι με χέρι, δηλώνει άμεση ανταλλαγή ή μεταβίβαση, που γίνεται συνήθως γρήγορα και κρυφά: «ο αναπτήρας πέρασε χέρι με χέρι κι εξαφανίστηκε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν ένας νέος, κομψός κι ωραίος, θα μου προσφέρει ένα τσιγάρο μυστικά, χέρι με χέρι μου το προσφέρει και το τραβούμε και οι δυο γλυκά
- χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το, είναι εξυπνότερο να υποκύψεις σε κάποιον, όταν δεν έχεις τη δυνατότητα ή την ικανότητα να τον αντιμετωπίσεις δυναμικά: «μην κάνεις το μάγκα εκεί που δε σε παίρνει κι αν είσαι έξυπνος, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το»·
- χέρι σε χέρι, βλ. συνηθέστ. από χέρι σε χέρι·
- χέρι χέρι, α. (για πρόσωπα) συντροφικά. (Τραγούδι: βήμα βήμα, χέρι χέρι, κάπου η μοίρα θα μας φέρει). (Λαϊκό τραγούδι: μια καινούρια ζωή ξαναρχίζουμε και πιασμένοι χέρι χέρι βαδίζουμε). Θυμηθείτε και το πολιτικό σλόγκαν του ΛΑΟΣ: χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη. β. πιασμένοι από τα χέρια: «τους είδα να κάνουν χέρι χέρι βόλτα στην παραλία».
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, τα πολλά χέρια είναι ευλογία, γιατί δουλεύουν, ενώ τα πολλά στόματα δημιουργούν έριδες και διχογνωμίες·
- χτυπώ τα χέρια (μου), βλ. συνηθέστ. χτυπώ παλαμάκια, λ. παλαμάκι. (Παιδικό τραγούδι: χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ,μια και είμαι εγώ παιδί, θέλω πάντα να γελώ, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ
- χτυπώ το χέρι μου στο τραπέζι, απαιτώ κάτι με έντονο τρόπο, επιμένω δυναμικά στην αξίωσή μου: «αν δε χτυπήσεις το χέρι σου στο τραπέζι, δε θα πάρεις αυτά που σου έχουν τάξει»·
- ψηλά τα χέρια! α. απειλητική προσταγή οπλοφόρου με σκοπό να ακινητοποιήσει κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: στη σάλα μας, μασκέ, όλη η πόλη μα ξάφνου μπήκε κάποιος με μπιστόλι! Ψηλά τα χέρια, φώναξε, ληστεία! Δεν κάνει το μπιστόλι μου αστεία).β. έκφραση με την οποία μπαίνει ξαφνικά και απροειδοποίητα κάποιος σε ένα χώρο όπου υπάρχουν φίλοι του, με σκοπό να τους τρομάξει·
- ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια (κάποιον ή κάποιο κόμμα), ψηφίζω φανατικά κάποιον ή κάποιο κόμμα: «τα τελευταία χρόνια ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια τον τάδε υποψήφιο, γιατί βλέπω πως εργάζεται για το καλό του τόπου».