Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
νυφίτσα
νυφίτσα,
η, ουσ.
[<μσν. νυμφίτσα, υποκορ. του ουσ. νύμφη], η νυφίτσα. 1. (χαϊδευτικά)
νεαρή, χαριτωμένη νύφη, η νυφούλα: «μικρή μικρή μας ντύθηκε νυφίτσα». 2.
νεαρή σύζυγος σε σχέση με τους γονείς ή τα αδέρφια του άντρα της: «όλοι μας
στην οικογένεια έχουμε αδυναμία στη νυφίτσα μας». 3. νεαρή γυναίκα ή και
άντρας που χαρακτηρίζεται από σβελτάδα και πονηριά: «είναι μια νυφίτσα, που δεν
πιάνεται με τίποτα κι από πουθενά». Από παρομοίωση με το ζώο νυφίτσα·
- την
κάνω νυφίτσα, φεύγω
κρυφά από κάπου, ιδίως από φόβο: «κάθε φορά που βλέπει καβγά, την κάνει
νυφίτσα». Αναφορά στο θηλαστικό ζώο, που κινείται αθόρυβα και με ταχύτητα.