Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ντύνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ντύνω, ρ. [<μσν. ντύνω <αρχ. ἐνδύνω], ντύνω. 1. αγοράζω για κάποιον ρουχισμό: «ντύνω τα παιδιά μου στο τάδε μαγαζί». (Λαϊκό τραγούδι: στολίστηκες, κυρά μου, στην πένα στο καντίνι, να ζήσει κι ο λεβέντης, ο λεβέντης που σε ντύνει). 2. καλύπτω, σκεπάζω κάτι εξωτερικά με προστατευτικό κάλυμμα, ιδίως από χαρτί, πλαστικό, δέρμα ή ύφασμα, καπλαντίζω: «η μητέρα έντυσε τα τετράδια των παιδιών της με μπλε κόλλα || ο βιβλιοδέτης έντυσε το βιβλίο με δέρμα || η μητέρα έντυσε το πάπλωμα μ’ ένα λουλουδάτο ύφασμα». 3. τοποθετώ σε ένα κλειστό χώρο διάφορα απαραίτητα αντικείμενα: «έντυσε τους τοίχους του σαλονιού της με μοντέρνα κάδρα». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- καλύτερα να σε ντύνω παρά να σε ταΐζω ή καλύτερα να σε ντύνουν παρά να σε ταΐζουν, βλ. λ. καλύτερος·
- ντύνουν τη νύφη, βλ. λ. νύφη·
- ντύνουν το γαμπρό, βλ. λ. γαμπρός·
- ντύνω στα μετάξια ή ντύνω στο μετάξι (κάποια), βλ. λ. μετάξι·
- ντύνω στα μεταξωτά (κάποια), βλ. λ. μεταξωτός·
- ντύνω το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- ντύσου, γδύσου, χέσε, φάε και κοιμήσου, βλ. λ. κοιμάμαι·
- τον έντυσα απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια, βλ. φρ. τον έντυσα απ’ την κορφή ως τα νύχια·
- τον έντυσα απ’ την κορφή ως τα νύχια, του αγόρασα όλα τα απαραίτητα ρούχα για να ντυθεί: «επειδή ήταν φτωχός, τον πήρα μαζί μου σ’ ένα μαγαζί και τον έντυσα απ’ την κορφή ως τα νύχια»·
- τον έντυσαν στρατιώτη, βλ. λ. στρατιώτης·
- τον έντυσαν φαντάρο, βλ. λ. φαντάρος.

γαμπρός

γαμπρός, ο, ουσ. [<αρχ. γαμβρός], ο γαμπρός. 1α. αυτός που κατά τις εξόδους του, ιδίως τις νυχτερινές, φροντίζει πάρα πολύ την εμφάνισή του: «κάθε φορά που βγαίνει για διασκέδαση, είναι σαν γαμπρός».β. στον πλ. οι γαμπροί, (ειρωνικά) οι καλοντυμένοι νεαροί, που πηγαίνουν στα μπαρ ή στα μπουζουκτσίδικα και επιδιώκουν να συνάψουν ερωτικές σχέσεις με τις μπαργούμεν ή τις τραγουδίστριες: «απ’ τη μέρα που έφερε εκείνες τις Γεωργιανές, γέμισε το μπαρ του από γαμπρούς». 2. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι, ιδίως να προβεί σε κάποια αγορά: «αν εξακολουθείς να θέλεις να πουλήσεις το διαμέρισμά σου, σου ’χω έτοιμο γαμπρό». (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- αν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- από γενιά να ’ν’ ο γαμπρός και να ’ναι φημισμένος, λέγεται στην περίπτωση που επιδιώκουμε τον καλύτερο συνδυασμό για το άτομο που θέλουμε να πάρουμε στη δούλεψή μας: «όποιον παίρνει στη δουλειά του, τον περνάει από κόσκινο, γιατί, σύμφωνα με την τακτική του, από γενιά να ’ν’ ο γαμπρός και να ’ναι φημισμένος»·
- για το γαμπρό κι ο κόκορας γεννά αβγό, δηλώνει πως για το χατίρι του γαμπρού, ιδίως όταν βρίσκεται στο στάδιο του αρραβώνα, όλα γίνονται, κάθε επιθυμία του πραγματοποιείται από τα πεθερικά του: «απ’ τη μέρα που αρραβωνιάστηκε την κόρη τους, τον έχουν στα όπα όπα, γιατί για το γαμπρό κι ο κόκορας γεννά αβγό»·
- ήρθε (πήγε) σαν γαμπρός, ήρθε (πήγε) ντυμένος πολύ επίσημα: «τον προσκάλεσα στο πάρτι μου κι ήρθε σαν γαμπρός || τον έστειλα στο σπίτι της κουνιάδας μου και πήγε σαν γαμπρός»·
- και γαμπρός! ευχή σε ανύπαντρο άντρα που είχε μια σπουδαία επιτυχία να τη συμπληρώσει ή να την ολοκληρώσει και με έναν γάμο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άιντε ή το άντε ή το του χρόνου ή άιντε και του χρόνου ή άντε και του χρόνου·
- καλορίζικος ο γαμπρός! ευχή που δίνεται στους οικείους της νύφης·
- καμαρώνει σαν γαμπρός, νιώθει πολύ περήφανος, πολύ ικανοποιημένος και το δείχνει με την έκφρασή του: «κάθε φορά που στέκεται δίπλα στον αρχηγό του κόμματος, καμαρώνει σαν γαμπρός»·
- ντύνομαι γαμπρός, παντρεύομαι: «ήμουν τρία χρόνια αρραβωνιασμένος μαζί της και την Κυριακή ντύνομαι γαμπρός». (Λαϊκό τραγούδι: εργένης είναι κι ο Χριστός κορόιδο δεν επιάστηκε, ούτε που ντύθηκε γαμπρός ούτε π’ αρραβωνιάστηκε
- ντύνομαι σαν γαμπρός, ντύνομαι πολύ επίσημα, φορώ τα καλά μου: «κάθε φορά που πηγαίνω στα μπουζούκια, ντύνομαι σαν γαμπρός». (Λαϊκό τραγούδι: όταν θα φύγεις και κλείσεις την πόρτα, θ’ ανάψω τα φώτα, θα ντυθώ γαμπρός κι από δω και μπρος…
- ντύνουν το γαμπρό, τον βοηθούν να ντυθεί με το επίσημο κουστούμι του γάμου του: «μέσα στο δωμάτιο είναι οι φίλοι και ντύνουν το γαμπρό»·
- όλη η βρομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, βλ. λ. νύφη·
- όρσε γαμπρέ κουφέτα! ειρωνική ή υβριστική επιφωνηματική έκφραση, για να δηλώσουμε την έντονη αντίρρησή μας στα λόγια ή στην επιθυμία κάποιου, και  συνοδεύεται από μούντζα ή συνοδεύει τη μούντζα: «όρσε γαμπρέ κουφέτα, που έγιναν τα πράγματα έτσι όπως μας τα λες! || όρσε γαμπρέ κουφέτα, που θα σ’ αφήσω να περάσεις πρώτος!». Συνήθως, για περισσότερη έμφαση, η μούντζα δίνεται και με τα δυο χέρια με τη μια παλάμη να έρχεται και να χτυπάει με δύναμη πάνω στην εξωτερική επιφάνεια της άλλης παλάμης. Πολλές φορές, αντί της φρ. παρατηρείται μόνο η χειρονομία·
- ούτε γαμπρός να ντυνόσουν! έκφραση αγανάκτησης σε άντρα που καθυστερεί πολύ, προσέχοντας το ντύσιμό του, και μας έχει αναγκάζει να τον περιμένουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αναφορά στην προετοιμασία του γαμπρού πριν από την τελετή του γάμου·
- ούτε γαμπρός να στολιζόσουν! βλ. φρ. ούτε γαμπρός να ντυνόσουν(!)·
- ποιος παινάει το γαμπρό; Η κλανιάρα η πεθερά, ο έπαινος σε συγγενικό πρόσωπο είναι πολλές φορές χωρίς αξία: «να παίνευε κάποιος άλλος το γιο του, θα τον πίστευα αλλά, γι’ αυτόν θα πω: ποιος παινάει το γαμπρό; Η κλανιάρα η πεθερά»·
- πολύφερνος γαμπρός, άντρας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου, για τον οποίο, λόγω της ομορφιάς του ή του πλούτου του, εκδηλώνουν το ενδιαφέρον να τον παντρευτούν πολλές ανάλογες γυναίκες: «απ’ τη μέρα που άρχισε να κάνει κοσμική ζωή, είναι απ’ τους πιο πολύφερνους γαμπρούς, γιατί και πολύ ομορφόπαιδο είναι και το εργοστάσιο του πατέρα του θα κληρονομήσει»·
- σαν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό, α. προειδοποιητική έκφραση, που λέγεται με ελαφρά ειρωνικό ή απειλητικό τόνο σε κάποιον που ενεργεί απερίσκεπτα ή επιπόλαια, και έχει την έννοια ότι θα εμφανιστούν αργότερα τα κακά επακόλουθα των ενεργειών του: «τώρα δε μ’ ακούς και κάνεις του κεφαλιού σου, αλλά θα ’ρθει η μέρα που θα το μετανιώσεις, γιατί στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό || μην παραγγέλνεις πολλά και ακριβά πράγματα, γιατί στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό». β. προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, που άρχισε μια δουλειά, να μην ξεθαρρέψει που στα πρώτα στάδιά της του φαίνεται εύκολη, γιατί οι δυσκολίες της θα φανούν αργότερα: «έχε το νου σου στη δουλειά και μην ξεθαρρεύεις που άρχισε εύκολα, γιατί στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό».  Συνών. πίσω είναι τα φίδια με τις ουρές / πίσω έχει η αχλάδα την ουρά·
- στολίζομαι σαν γαμπρός, βλ. φρ. ντύνομαι σαν γαμπρός·
- στολίζουν το γαμπρό, βλ. συνηθέστ. ντύνουν το γαμπρό·
- το χαρτί και το μελάνι τον καλό γαμπρό τον κάνει, ο μορφωμένος άντρας είναι γαμπρός περιζήτητος: «τώρα που είσαι σε ηλικία γάμου, κόρη μου, να μη βλέπεις την ομορφιά στον άντρα και να θυμάσαι πως το χαρτί και το μελάνι τον καλό γαμπρό τον κάνει»·
- χωρίς γαμπρό γάμος δε γίνεται, τίποτε δε μπορεί να πετύχει κανείς, αν δεν υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις: «για να ξεκινήσει η δουλειά, χρειάζονται λεφτά, γιατί χωρίς γαμπρό γάμος δε γίνεται».

κοιμάμαι

κοιμάμαι κ. κοιμούμαι, ρ. [<αρχ. κοιμῶμαι], κοιμάμαι. 1. αδρανώ: «όλοι βγάζουν λεφτά με τη σέσουλα κι αυτός κοιμάται». 2. δεν έχω ευστροφία, είμαι βραδύνους: «για να καταλάβει κάτι, πρέπει να του το πεις πολλές φορές, γιατί κοιμάται ο άνθρωπος». 3. δεν αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει γύρω μου: «η γυναίκα του κάθε βδομάδα αλλάζει γκόμενο κι αυτός κοιμάται». 4. χαλαρώνω την προσοχή μου: «μην κοιμάσαι, γιατί θα σου την κοπανήσει». 5. (και για τα δυο φύλα) κάνω έρωτα, συνουσιάζομαι: «έχει κοιμηθεί μ’ όλους τους άντρες της γειτονιάς || κοιμήθηκες ποτέ σου μ’ αυτή τη γυναίκα;». (Λαϊκό τραγούδι: με ξυράφι θα χαράξω απόψε το κορμί μου για να έχω να θυμάμαι πως κοιμήθηκες μαζί μου).6. (στη νεοαργκό) είμαι σε ένα χώρο, ιδίως με ηλεκτρονικά ή άλλα παιχνίδια, για πολλές ώρες: «αν τον ψάχνεις, θα κοιμάται σίγουρα σε κείνο το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά». 7. στο γ΄ εν. αορ. κοιμήθηκε, (εκκλησ.) πέθανε: «τον προηγούμενο μήνα κοιμήθηκε ο γέροντας της μονής». (Λαϊκό τραγούδι: Έλα ξερίζωσ’ την καρδιά μου σαν τον ανθό… Να μπω κι εγώ απ’ το χώμα χάμου να κοιμηθώ). (Ακολουθούν 47 φρ.)·
- από μέσα κοιμάσαι ή απ’ έξω; συνηθίζεις να κοιμάσαι από την πλευρά του κρεβατιού που ακουμπάει στον τοίχο ή από την πλευρά του βλέπει προς το δωμάτιο; Στην περίπτωση που το κρεβάτι είναι στημένο στη μέση του δωματίου, η έξω πλευρά θεωρείται αυτή που βρίσκεται προς την μπαλκονόπορτα·
- απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, βλ. λ. απόψε·
- αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει, βλ. λ. τύχη·
- γάτα που κοιμάται ποντικούς δεν πιάνει, βλ. λ. γάτα·
- κατά πώς έστρωσες, θα κοιμηθείς ή κατά πώς στρώσεις, θα κοιμηθείς, βλ. λ.στρώνω·
- κοιμάμαι, βαθιά, βλ. λ. βαθύς·
- κοιμάμαι βαριά, βλ. λ. βαρύς·
- κοιμάμαι ελαφρά, βλ. λ. ελαφρός·
- κοιμάμαι ήσυχος, βλ. λ. ήσυχος·
- κοιμάμαι και ξυπνάω, βλ. λ. ξυπνώ·
- κοιμάμαι με άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- κοιμάμαι με γυναίκα, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- κοιμάμαι στα σανίδια, βλ. λ. σανίδι·
- κοιμάται κι ονειρεύεται, βλ. λ. ονειρεύομαι·
- κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, βλ. λ. μάτι·
- κοιμάται με τα ρούχα, βλ. λ. ρούχο·
- κοιμάται με τις κότες, βλ. λ. κότα·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, βλ. λ. μάτι·
- κοιμάται όρθιος, βλ. λ. όρθιος·
- κοιμάται σαν αγγελούδι ή κοιμάται σαν τ’ αγγελούδι, βλ. λ. αγγελούδι·
- κοιμάται σαν αρνάκι ή κοιμάται σαν τ’ αρνάκι, βλ. λ. αρνάκι·
- κοιμάται σαν αρνί ή κοιμάται σαν τ’ αρνί, βλ. λ. αρνί·
- κοιμάται σαν βόδι ή κοιμάται σαν το βόδι, βλ. λ. βόδι·
- κοιμάται σαν ζώο ή κοιμάται σαν το ζώο, βλ. λ. ζώο·
- κοιμάται σαν κούτσουρο, βλ. λ. κούτσουρο·
- κοιμάται σαν πουλάκι ή κοιμάται σαν το πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- κοιμάται σαν πουλί ή κοιμάται σαν το πουλί, βλ. λ. πουλί·
- κοιμάται τον αξύπνητο, βλ. λ. αξύπνητος·
- κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, βλ. λ. ύπνος·
- κοιμάται του καλού καιρού, βλ. λ. καιρός·
- κοιμήθηκα νέος και ξύπνησα γέρος, βλ. λ. γέρος·
- κοιμήθηκε φτωχός και ξύπνησε πλούσιος, βλ. λ. πλούσιος·
- κοιμήσου ήσυχος, βλ. λ. ήσυχος·
- μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, βλ. λ. πλευρό·
- με ανώτερό σου κάτσε και νηστικός κοιμήσου, βλ. λ. ανώτερος·
- με παπά κοιμήθηκες; βλ. λ. παπάς·
- με τις κότες ξυπνά, με τις κότες κοιμάται, βλ. λ. κότα·
- με (το) στραβό αν (σαν) κοιμηθείς, το πρωί θ’ αλληθωρίζεις, βλ. λ. στραβός·
- μήπως κοιμάμαι κι ονειρεύομαι; βλ. λ. ονειρεύομαι·
- ντύσου, γδύσου, χέσε, φάε και κοιμήσου, λέγεται για άτομο που αδρανεί εντελώς, που δεν έχει κανένα ιδανικό στη ζωή του: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε μια μεγάλη κληρονομιά, είναι ντύσου, γδύσου, χέσε, φάε και κοιμήσου»·
- ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει, βλ. λ. Θεός·
- όποιος δουλεύει σαν δούλος, κοιμάται σαν αφέντης, βλ. λ. αφέντης·
- όποιος κοιμάται με τους σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους, βλ. λ. σκύλος·
- όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς ή όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς, λέγεται σε κάποιον που υφίσταται τις συνέπειες των ενεργειών, των πράξεών του: «όταν οι άλλοι διάβαζαν, εσύ έτρεχες στις ακρογιαλιές, τώρα να μην παραπονιέσαι που αυτοί μπήκαν στο πανεπιστήμιο κι έμεινες απ’ έξω, γιατί όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ όλη τη φτώχεια μου σε πήρα να σε σώσω κι από τον κόσμο τον κακό να σε γλιτώσω· τώρα να φύγεις· και μη παραπονεθείς, γιατί όπως έστρωσες έτσι θα κοιμηθείς). Συνών. όπως έστρωσες θα πλαγιάσεις ή όπως στρώσεις, θα πλαγιάσεις / ό,τι πράξεις, θα εισπράξεις· 
- όταν πεινάει η αλεπού, κάνει πως κοιμάται, βλ. λ. αλεπού·
- όρθιος κοιμάται, ξενοδοχείο πληρώνει, βλ. λ. ξενοδοχείο·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν, βλ. λ. Θεός·
- ποτέ σου μην ξυπνάς λιοντάρι που κοιμάται, βλ. λ. λιοντάρι.

μετάξι

μετάξι, το, ουσ. [<μτγν. μετάξιον, υποκορ. του ουσ. μέταξα], το μετάξι. 1. οτιδήποτε έχει την υφή και τη λάμψη του μεταξιού: «τα μαλλιά της ήταν σαν μετάξι». (Τραγούδι: νιάου νιάου βρε γατούλα με τη ροζ μυτούλα, γατούλα μου μικρή, νιάου σ’ έχουνε μη στάξει κι είναι από μετάξι, η γούνα σου η γκρι). 2.στον πλ. τα μετάξια, τα ακριβά ρούχα, ιδίως τα γυναικεία: «αν δε φορέσει μετάξια αυτή που είναι γυναίκα εφοπλιστή, τότε πια θα φορέσει;». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω πλούτη να σε χαρίσω ούτε μετάξια για να σε ντύσω, θα βρεις μονάχα στον έρωτά μου ένα καλύβι και την καρδιά μου
- δεν μπορείς να φτιάξεις μετάξι από δέρμα γουρουνιού, βλ. λ. γουρούνι·
- με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, με την επιμονή στην εργασία μας και την υπομονή μας, φτάνουμε στο ποθητό αποτέλεσμα, στην επιτυχία, στην ώρα της απολαβής: «καινούρια δουλειά έστησες, μην περιμένεις γρήγορα κέρδη, γιατί με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι»·   
- ντύνω στα μετάξια ή ντύνω στο μετάξι, (για γυναίκες) της εξασφαλίζω πολύ πλούσια ζωή: «τη γνώρισε πάμφτωχη, αλλά, επειδή την αγάπησε, την παντρεύτηκε και την έντυσε στα μετάξια». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου πάρω φουστανάκια, σκαρπινάκια και γοβάκια, θα σε ντύσω στο μετάξι και θα σ’ έχω πάντα εντάξει 
- το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει, για να φτάσει κανείς στο ποθητό αποτέλεσμα, στην επιτυχία, απαιτείται κόπος και αμέριστο ενδιαφέρον σε αυτό που κάνει: «δεν είναι άιντε, στήσαμε μια δουλειά και περιμένουμε τα κέρδη, γιατί το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει».

σπίτι

σπίτι, το, ουσ. [<μσν. σπίτιν <ὁσπίτιον <λατιν. hospitium], το σπίτι. 1. η οικογένεια: «αυτή τον αγαπάει πολύ, αλλά δεν τον θέλουν απ’ το σπίτι της || δεν καταλαβαίνεις πως μ’ αυτές τις βλακείες που κάνεις στενοχωρείς το σπίτι σου; || χαιρετισμούς στο σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). 2. (γενικά) ο οικιακός εξοπλισμός, καθώς και η επίπλωση: «έχει κάνει ένα σωρό έξοδα, γιατί παντρεύει την κόρη του και στήνει το σπίτι της». 3. ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα σπίτια είναι μαζεμένα γύρω απ’ το λιμάνι». 4. κατάλληλα διαμορφωμένα κλειστός χώρος, όπου διαδραματίζονται οι περιπέτειες των παιχτών του big brother: «από την κόντρα των τάδε, επικρατούσε για τρίτη μέρα μεγάλη ένταση στο σπίτι».  5. ως επίρρ., σπίτι, στο σπίτι: «όταν κάνει κρύο, μένω σπίτι». Υποκορ. σπιτάκι, το, (βλ. λ.). (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αδειάζω το σπίτι, α. το απογυμνώνω από τα πράγματα αξίας που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ τα κλεφτρόνια άδειασαν τα πιο πολλά σπίτια της γειτονιάς». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ένοικος: «την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι και μπορώ να στο νοικιάσω || την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι, γιατί βρήκα άλλο με φθηνότερο νοίκι»·
- άδειο σπίτι, α. το ξενοίκιαστο: «ξέρεις πουθενά κανένα άδειο σπίτι, για να το νοικιάσω;». β. που δεν έχει ενοίκους, που δε ζει κανένας ή που δε ζουν όσοι ζούσαν, όσοι θα έπρεπε να ζουν: «εδώ κάποτε ζούσε ολόκληρη οικογένεια, αλλά ξεκληρίστηκε σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα κι απόμεινε άδειο σπίτι || κάποτε μέσα στο σπίτι αντιλαλούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, όμως τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικές τους οικογένειες κι απόμειναν μόνοι, δυο γέροι, μέσα στ’ άδειο σπίτι»·
- αλλάζω σπίτι, μετακομίζω από αυτό στο οποίο διαμένω σε ένα άλλο: «την άλλη βδομάδα αλλάζω σπίτι, γιατί σ’ αυτό που μένω θα εγκατασταθεί η κόρη του ιδιοκτήτη που παντρεύτηκε»·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν παινεύει κάποιον της οικογενείας του ή κάτι που είναι δικό του τότε βλάπτει αρχικά τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως λέγεται ειρωνικά και σε κάποιον, που εκθειάζει τις αρετές και τις ικανότητες συγγενικού του προσώπου·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ανάποδο σπίτι, που δεν έχει καλή διαρρύθμιση, που δεν είναι βολικό: «μπορεί να είναι μεγάλο και καλοχτισμένο, αλλά με τους διαδρόμους και τα δωματιάκια του είναι τελικά ανάποδο σπίτι»·
- άνθρωπος του σπιτιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω σπίτι, παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόλις βρω μια σταθερή δουλειά, θα βρω κι ένα καλό κορίτσι για ν’ ανοίξω σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το κρητικόπουλο από τον Ψηλορείτη αγάπησα μια κοπελιά, μ’ αυτή θ’ ανοίξω σπίτι). Συνών. ανοίγω νοικοκυριό·
- ανοίγω το σπίτι, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το σπίτι του τάδε»·
- ανοίγω το σπίτι μου, δέχομαι κοινωνικές επισκέψεις, έχω κοινωνική, κοσμική  ζωή: «αν δεν περάσουν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε θ’ ανοίξω το σπίτι μου»·
- ανοιχτό σπίτι, το κοσμικό, το φιλόξενο: «έχουν ανοιχτό σπίτι και κάθε τόσο κάνουν διάφορα πάρτι || όποιος φίλος περνάει απ’ την πόλη μας, κοιμάται στον τάδε, γιατί έχει ανοιχτό σπίτι»·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- από σπίτι σε σπίτι, από το ένα σπίτι στο άλλο διαδοχικά: «κάθε μέρα γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και κάνει κουτσομπολιό || είναι τόσο φτωχός, που κάθε μέρα ζητιανεύει από σπίτι σε σπίτι»·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, λέγεται γι’ αυτούς, που ενώ στις παρέες τους είναι ευγενικοί και πρόσχαροι στην οικογένειά τους φέρονται σκληρά, τυραννικά: «έτσι είναι τα πιο πολλά σημερινά παιδιά, βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι»·
- βαστώ το σπίτι, συντηρώ, φροντίζω την οικογένειά μου: «ένας Θεός ξέρει με τι κόπους και θυσίες βαστώ αυτό το σπίτι!»·
- γαμώ το σπίτι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σπίτι μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σπίτι σου, μου δημιουργείς συνέχεια προβλήματα! || σου γαμώ το σπίτι αν ξανακάνεις κοπάνα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε με χωράει το σπίτι, νιώθω έντονη στενοχώρια, ανυπομονησία ή ανησυχία για κάτι ή νιώθω έντονη χαρά για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην μπορώ να μείνω στο σπίτι: «όταν είμαι στενοχωρημένος, δε με χωράει το σπίτι, γιατί έχω την εντύπωση ότι πνίγομαι || κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου, δε με χωράει το σπίτι || όταν μου τηλεφώνησαν πως κέρδισα το λαχείο, πετάχτηκα στους δρόμους, γιατί δε με χωρούσε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τους δρόμους πήρα μες στην παγωνιά κι ήρθα να πιω σε μια γωνιά. Δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- δεν είναι για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) λόγω χαρακτήρα ή επαγγέλματος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει οικογένεια: «όπως έχει μάθει αυτός με τις παλιοπαρέες και τα ξενύχτια, δεν είναι για σπίτι || όσο να πεις, ένας ναυτικός δεν είναι για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ, στου Αιγάλεω το Σίτυ “περιτράνως απεδείχθη” πως δεν είσαι συ για σπίτι
- δεν κάνει για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) δεν είναι ικανός, κατάλληλος ή ώριμος για να κάνει οικογένεια: «είναι καλό παιδί, αλλά άμυαλο, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι || όταν δει κάποιον όμορφο παίζει το μάτι της, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέρησες το σπλάχνο μου και ρήμαξε η ζωή μου, δεν έκανες για σπίτι εσύ ούτε για το παιδί μου
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, δεν πηγαίνει τακτικά στο σπίτι του, είτε γιατί δουλεύει πάρα πολύ είτε γιατί το ’χει ρίξει στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, δεν ξέρει τι θα πει σπίτι, γιατί δουλεύει σαν σκυλί || όσο ήταν λεύτερος, δεν ήξερε τι πάει να πει σπίτι, γιατί είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις»·    
- δεν πάω σπίτι μου απόψε! έκφραση ενθουσιασμένου ανθρώπου, που βρίσκεται σε απόλυτη ψυχική ευφορία, ιδίως λόγω ποτού. (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω σπίτι μου απόψε,να χαρώ την όμορφη βραδιά, απόψε όλα θα τα σπάσω και το πρωί θα πάρω τα κλειδιά
- δεν το κάνω σπίτι, δε συνηθίζω να κάνω κάτι ή το κάνω πάρα πολύ αραιά: «κάπου κάπου πηγαίνω κι εγώ στα μπουζούκια, αλλά δεν το κάνω σπίτι». Από το ότι το σπίτι του καθενός είναι ο χώρος που συνήθως περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή είναι ο χώρος όπου επιστρέφει κάθε μέρα·
- διέλυσε το σπίτι του, διέλυσε την οικογένειά του, χώρισε με τη σύζυγό του: «για μια γυναίκα της νύχτας διέλυσε το σπίτι του»·
- δουλειές του σπιτιού, βλ. λ. δουλειά·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. φρ. είναι από σπίτι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, κατάγεται από πλούσια, από αριστοκρατική οικογένεια. (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμ’ εγώ παλιόπαιδο και μη με λες αλήτη, είμ’ από οικογένεια κι από μεγάλο σπίτι
- είναι από σπίτι, είναι από καλή οικογένεια, έχει καλή ανατροφή: «απ’ τη στάση και τους τρόπους του φαίνεται αμέσως πως το παιδί είναι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- είναι από σπίτι με αρχές, είναι από ηθική και τίμια οικογένεια: «είναι παιδί από σπίτι με αρχές και δεν κάνει παρέα με τους αλήτες της γειτονιάς»·
- είναι κορίτσι από σπίτι, βλ. λ. κορίτσι·
- είναι του σπιτιού, ανήκει στην ίδια την οικογένεια με κάποιους άλλους, είναι συγγενής της οικογένειας: «άφησέ τον να μπει μέσα, γιατί είναι του σπιτιού»·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- επιστρέφω στο σπίτι μου, (για ανώτερους δημόσιους λειτουργούς ή για πολιτικούς) τερματίζω τη σταδιοδρομία μου: «όλοι οι ηλικιωμένοι του κόμματος επέστρεψαν στο σπίτι τους, για ν’ αναλάβουν οι νεότεροι»·
- έφυγε απ’ το σπίτι, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι ή εγκατέλειψε τη σύζυγό του, την οικογένειά του: «μάλωσε άγρια με το γέρο του κι έφυγε απ’ το σπίτι || τα ’μπλεξε με μια παρδαλή κι έφυγε απ’ το σπίτι του»· βλ. και φρ. το ’σκασε απ’ το σπίτι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, είναι απαλλαγμένος από κάθε είδους διαπλοκή ή από άλλες ύποπτες ή παράνομες ενέργειες: «ένας πολιτικός πρέπει να ζει σε γυάλινο σπίτι, για να δίνει με τη διαγωγή του το καλό παράδειγμα και στους πολίτες». Από το ότι, αυτός που ζει μέσα σε γυάλινο σπίτι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα κρυφό, γιατί όλες του οι ενέργειες βρίσκονται σε κοινή θέα·
- ζει το σπίτι του, συντηρεί το σπίτι του: «είναι πολύ άξιο παλικάρι, γιατί από μικρός ζει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια στη δουλειά σου ζούσες σπίτι, τα παιδιά σου, ήσουνα τεχνίτης πρώτης, ο Αντώνης ο Πειραιώτης
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια, ένας αποτυχημένος γάμος, έχει οπωσδήποτε συνέπεια και στις οικογένειες των δυο συζύγων: «δεν είναι μόνο που και οι δυο τους είναι στραβόξυλα, αλλά το κακό είναι πως ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια»·
- η βασίλισσα του σπιτιού, βλ. λ. βασιλιάς·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, με την οικονομία δημιουργεί κανείς πλούτο: «αυτός θα γίνει πλούσιος μια μέρα με την οικονομία που κάνει, γιατί η μικρή μαγειριά, κάνει τα μεγάλα σπίτια»·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω σπίτι σου ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε απολύσω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω στο σπίτι σου»·
- θρέφω το σπίτι μου, προσφέρω στην οικογένειά μου τα απαραίτητα για να ζήσει: «κάνω δυο δουλειές για να θρέψω το σπίτι μου»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, ο καθένας νιώθει πολύ άνετα και ευχάριστα στο σπίτι του: «όλη τη μέρα μπερδεύομαι μ’ ένα σωρό ανθρώπους και μόλις γυρίσω στο σπίτι νιώθω ευτυχισμένος, γιατί κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του»·
- και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! ευχετική έκφραση α. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα ξενιτεμένα άτομα, με το νέο χρόνο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στην οικογένειά τους. β. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα που είναι ανύπαντρα, με το νέο χρόνο να παντρευτούν και να βρίσκονται στο δικό τους σπίτι, στη δική τους οικογένεια. γ. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα στρατευμένα άτομα, με το νέο χρόνο να έχουν πάρει το απολυτήριό τους και να βρίσκονται στα σπίτια τους·
- καίει το σπίτι, επικρατεί στους χώρους του μεγάλη ζέστα: «άνοιξε κανένα παράθυρο να δροσιστούμε, γιατί καίει το σπίτι»·
- καιρός για σπίτι, βλ. λ. καιρός·
- κακόφημο σπίτι, ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα κακόφημα σπίτια βρίσκονταν κάποτε στην περιοχή του λιμανιού»·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, καλύτερα φτωχός και να αφεντεύω το σπίτι μου, παρά να είμαι σε ένα πλουσιόσπιτο και να με αφεντεύουν άλλοι: «κάντε εσείς παρέα μ’ αυτό το πλουσιόπαιδο, γιατί εγώ, κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι»·  
- κάνω σπίτι, α. παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόνο αν βρω την κατάλληλη γυναίκα θα κάνω σπίτι». Συνών. κάνω νοικοκυριό. β. χτίζω σπίτι: «επειδή η κόρη μου έφτασε σε ηλικία γάμου, της κάνω ένα σπίτι για προίκα»·
- κάνω το σπίτι, καθαρίζω το εσωτερικό του, τους χώρους όπου ζω και κινούμαι: «επειδή αύριο έχω κάποιους φίλους καλεσμένους, δε θα ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί πρέπει με την κυρά μου να κάνω το σπίτι»·
- κλείνω το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου: «έμπλεξε με κάτι παρδαλές κι έκλεισε το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια
- κολόνα του σπιτιού, βλ. λ. κολόνα·
- κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- μ’ έφαγε το σπίτι, κουράστηκα πολύ για να το συμμαζέψω, να το συγυρίσω: «μόλις γυρίσαμε απ’ τις διακοπές, μ’ έφαγε το σπίτι, μέχρι να το βάλω σε μια τάξη»·
- μαζεύω σπίτι μου ή μαζεύω στο σπίτι μου (κάποιον), προσφέρω στέγη σε κάποιον: «επειδή για ένα διάστημα δεν είχε πού να μείνει, τον μάζεψα στο σπίτι μου»·
- μαζεύω το σπίτι, βλ. φρ. συμμαζεύω το σπίτι·
- μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου: «μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, ο άτιμος, γιατί παρέσυρε το γιο μου στα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: αισθήματα δεν είχες μέσα στην καρδιά σου και να με κάψει, ήθελες, το προμελέτημά σου. Μπαμπέσικη καρδιά, πώς μ’ έχεις βασανίσει, έβαλες στο σπίτι μου φωτιά
- μου διέλυσε το σπίτι, ήταν η αιτία που χώρισα με τη γυναίκα μου: «τον θεωρούσα φίλο κι αυτός ξεμυάλισε τη γυναίκα μου και μου διέλυσε το σπίτι»· βλ. και φρ. μου ’κλεισε το σπίτι·
- μου ’κλεισε το σπίτι, μου προξένησε μεγάλη ηθική ή οικονομική ζημιά ή προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου: «δε μου επέστρεψε τα λεφτά την ημερομηνία που μου είχε υποσχεθεί και μου ’κλεισε το σπίτι, γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να συνεχίσω τη δουλειά  μου || τα ’μπλεξε με τη γυναίκα μου και μου ’κλεισε το σπίτι το κάθαρμα || σκότωσε το γιο μου με τ’ αυτοκίνητό του και μου ’κλεισε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου το ’κλεισες το σπίτι μου // πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. φρ. μου διέλυσε το σπίτι·
- μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντές·
- να πάει σπίτι ή να πάει στο σπίτι ή να πάει στο σπίτι του, έκφραση που απευθύνεται σε όσους δε συμπεριφέρονται ή δεν εργάζονται σύμφωνα με τους όρους μιας ομάδας ή μιας επιχείρησης με την έννοια να αποχωρήσουν, να φύγουν, να παραιτηθούν: «οι όροι του καταστατικού της ομάδας είναι αυτοί και, όποιος δε συμφωνεί, να πάει σπίτι || η επιχείρηση δουλεύει με αυτό το σύστημα κι όποιου δεν του αρέσει, να πάει στο σπίτι || το ωράριο είναι εφτά πέντε κι όποιος δε συμφωνεί, να πάει στο σπίτι του»·
- ντύνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω τα χαλιά: «λέω όπου να ’ναι να ντύσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- ξεσηκώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) κάνω γενική καθαριότητα: «κάθε φορά που πλησιάζουν μεγάλες γιορτές, η μάνα μου ξεσηκώνει το σπίτι»·
- ξεστρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) βγάζω τα χαλιά: «κάθε φορά που πλησιάζει το καλοκαίρι, η μάνα μου ξεστρώνει το σπίτι»·
- ο άντρας του σπιτιού, βλ. λ. άντρας·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, α. λέγεται για κείνους που αισθάνονται άνετα και οικεία σε οποιοδήποτε περιβάλλον: «αυτός ο άνθρωπος έχει τη φιλοσοφία όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου κι έτσι νιώθει παντού άνετα». β. αναφορά σε παλιότερες εποχές, όταν επικρατούσε ανθρωπιά και αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων σε αντιδιαστολή με τη σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί η απανθρωπιά και ο ατομικισμός·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει, ως τιμωρία του τα χάνει και αυτά·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, αυτός που διαχειρίζεται καλά τα του οίκου του, διαχειρίζεται σωστά και λογικά και τη ζωή του: «πες μου τι κάνει στο σπίτι του και θα σου πω για τη ζωή του, γιατί όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, γίνεται ρεζίλι του κόσμου αυτός που πουλάει το σπίτι του και ύστερα δεν έχει πού να μείνει: «μα με τα σωστά σου, θα πουλήσεις το σπίτι σου και θα ξεσπιτωθείς για να κάνεις μια αμφίβολη δουλειά; Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, χαϊβάνι, έ χαϊβάνι!»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, όταν γίνει το κακό, η ζημιά, τότε όλοι δήθεν προθυμοποιούνται να βοηθήσουν: «τώρα ξύπνησες να με βοηθήσεις που καταστράφηκα; Αλλά βέβαια, όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό»·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα κάποιο κακό, γενικεύεται: «η κοινωνία πρέπει να απομονώνει και να λύνει έγκαιρα το πρόβλημα που προκύπτει, γιατί, όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου»·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, όλες οι οικογένειες λίγο πολύ έχουν τα ψεγάδια τους, τα ηθικά παραπτώματά τους: «εμένα μη μου λες πως είστε άγιοι στην οικογένειά σας, γιατί ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, λέγεται στην περίπτωση που ενώ συνήθως το κάθε σπίτι έχει τον προστάτη σύζυγο, πατέρα, αυτός επειδή εργάζεται εξαντλητικά είναι συνεχώς έξω από το σπίτι του: «απ’ το πρωί σκοτώνομαι με το νοικοκυριό και με την ανατροφή των παιδιών, γιατί ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι να βάλει κι αυτός κανένα χεράκι»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παλιό σπίτι, οικογένεια αριστοκρατική, αρχοντική: «είναι το πιο παλιό σπίτι της πόλης μας»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, ένδειξη πως σίγουρα κάτι άσχημο, κάτι οδυνηρό θα συμβαίνει·
- πεινά το σπίτι του, βρίσκεται σε έσχατη στέρηση, σε έσχατη φτώχεια, είναι πολύ φτωχοί: «εδώ πεινά το σπίτι του κι αυτός ούτε που νοιάζεται». (Τραγούδι: δεν ντρέπεσαι Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, βλ. λ. παιδί·
- πιάνω σπίτι, νοικιάζω: «έπιασα ένα σπίτι κοντά στην παραλία»·
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, ο σεβασμός και η εκτίμηση που δείχνει στον άντρα το σπίτι του, η οικογένειά του, έχει αντίκτυπο και στον κόσμο που φέρεται ανάλογα: «μα και βέβαια σ’ εκτιμά και σε υπολήπτεται ο κόσμος, γιατί σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου»·
- σαν στο σπίτι σου! ή σαν το σπίτι σου! φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας επισκέπτεται στο σπίτι μας, να νιώσει και να κινηθεί με μεγάλη άνεση, όπως δηλ. και στο σπίτι του·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, το κατάκλεψαν, δεν άφησαν τίποτα μέσα: «το καλοκαίρι, που λείπαμε διακοπές, ήρθαν οι κλέφτες και σήκωσαν όλο το σπίτι»·
- σπίτι με τα όλα του, με όλες τις ανέσεις, με όλα τα κομφόρ: «είναι αρκετά πλούσιος κι έχει ένα σπίτι με τα όλα του»·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) πορδοκαλυβάκι μου, ό,τι και παρακάτω, με μια διάθεση περισσότερης οικειότητας ή χάριν αστεϊσμού·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, έκφραση αγάπης για το σπίτι μας. Λέγεται και με νοσταλγική διάθεση, όταν βρισκόμαστε μακριά του ή ως εκδήλωση λατρείας, όταν επιστρέφουμε σε αυτό μετά από πολύ καιρό απουσίας·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) φτωχοκαλυβάκι μου, ό,τι και το παραπάνω·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, να μάθεις να ξεχωρίζεις και να ενεργείς ανάλογα με αυτό που σε ωφελεί περισσότερο και σε βάθος χρόνου: «άσε τις πολυτέλειες και τις μεγαλομανίες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, αν θέλεις να προκόψεις»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, (γενικά) όταν κάποιος δεν προνοεί, τότε πέφτει σε δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα υγείας: «πρέπει να προσέχει καλά κανείς τον εαυτό του, γιατί σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός». Από την εικόνα της νοικοκυράς που ανοίγει τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι και να μπει ο ήλιος μέσα, κίνηση που εντάσσεται στους κανόνες υγιεινής ενός σπιτιού·
- σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- στην οικία του σπιτιού μας ή στην οικία του σπιτιού μου, απάντηση που δίνεται συνήθως χάριν αστεϊσμού σε άτομο που μας ρωτάει πού περάσαμε, ιδίως την περίοδο κάποιων θρησκευτικών ή εθνικών εορτών και έχει την έννοια πως τις περάσαμε στο σπίτι. Ο πλ. επειδή ίσως να υπάρχει και οικογένεια, αλλά και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.   
- στήνω σπίτι, βλ. συνηθέστ. στήνω σπιτικό, λ. σπιτικό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, α. δεν πρέπει να κατηγορεί κάποιος έναν άλλον για λάθη, παρατυπίες ή παρανομίες που προηγουμένως τις έχει κάνει και ο ίδιος. β. δεν πρέπει να μιλάμε παρουσία κάποιου για θέματα που προηγουμένως τον έχουν πληγώσει ή τον έχουν βασανίσει πολύ·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- στρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω στο πάτωμα τα χαλιά, ιδίως στην αρχή της χειμερινής περιόδου: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα». Είναι και φορές που ακούγεται μόνο το ρήμα: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- συμμαζεύω το σπίτι, το τακτοποιώ, το νοικοκυρεύω: «απ’ το πρωί η μητέρα συμμαζεύει το σπίτι, γιατί το βράδυ θα έχουμε επισκέψεις»·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. φρ. θρέφω το σπίτι μου·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παρδαλή»·
- το ’σκασε απ’ το σπίτι, (ιδίως για νεαρά άτομα) εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι: «επειδή την καταπίεζε ο πατέρας της, το ’σκασε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω πια το τσίτι και τη φτωχογειτονιά, θα το σκάσω απ’ το σπίτι,να γλεντήσω τον ντουνιά
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, αν και είμαστε φτωχοί, προσφέρουμε πλούσια φιλοξενία: «όσους φιλοξενήσαμε έχουνε να το λένε, γιατί το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη»· 
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις, μη βοηθάς κάποιον χρηματικά, όταν η οικογένειά σου έχει ανάγκη από αυτά τα χρήματα: «σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάει η οικογένειά σου, σταμάτα να βοηθάς τον έναν και τον άλλον, γιατί το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις»·
- το σπίτι της αμαρτίας, σπίτι όπου παρατηρείται έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, όπου συμβαίνουν όργια: «απ’ τη μέρα που τον παράτησε η γυναίκα του, κατάντησε το σπίτι του σπίτι της αμαρτίας»·
- το σπίτι των ανέμων, κακοδιατηρημένο ή εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα: «τα μικρά παιδιά ένιωθαν φόβο σαν αντίκριζαν το σπίτι των ανέμων»·
- τον έδιωξε απ’ το σπίτι, του στέρησε το δικαίωμα να μένει μαζί με την οικογένειά του, τον έδιωξε από την οικογένειά του: «επειδή ο γιος του μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τον έδιωξε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- τον έστειλα σπίτι ή τον έστειλα σπίτι του ή τον έστειλα στο σπίτι του, τον απέλυσα από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνες, τον έστειλα σπίτι του»·
- τον πλακώνει το σπίτι, του προκαλεί δυσθυμία, τον καταπιέζει ψυχικά: «βρήκε τη δικαιολογία πως τον πλακώνει το σπίτι, και κάθε βράδυ ξεπορτίζει»·
- τον χάνει το σπίτι του, βρίσκεται συχνά ή για αρκετό καιρό μακριά από την οικογένειά του: «τον τελευταίο καιρό έχει μπλέξει με κάτι παλιοπαρέες και κάθε τόσο τον χάνει το σπίτι του || δουλεύει πλασιέ σε μια εταιρεία και τον χάνει το σπίτι του, καθώς βγαίνει κάθε τόσο στην επαρχία για να δειγματίζει τα νέα προϊόντα»·
- του άδειασαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες και έκλεψαν όλα ή τα περισσότερα πράγματα: «χτες βράδυ, που έλειπε με τη γυναίκα του, του άδειασαν το σπίτι»·
- του άνοιξαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες: «χτες βράδυ του άνοιξαν το σπίτι και του πήραν τηλεόραση και βίντεο»·
- του γαμώ το σπίτι, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή μπεκροπίνει, τον έπιασε ο αδερφός του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σπίτι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση τον κατανικώ: «επειδή έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά, ο διευθυντής του του γάμησε το σπίτι || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το σπίτι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του σήκωσαν το σπίτι, βλ. φρ. του άδειασαν το σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σας! ευχή σε ζευγάρι να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- του χρόνου σπίτι σου! (και για τα δυο φύλα) ευχή να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση: «τους βγάζω απ’ το σπίτι, γιατί έχουν μαζέψει στο διαμέρισμα τέσσερα σκυλιά, που έχουν σηκώσει στο πόδι την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους»·
- τους πετώ απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση βίαια ή με ένδικα μέσα: «επειδή δε με πλήρωσαν πέντε νοίκια, τους πέταξα απ’ το σπίτι»·
- φεύγω απ’ το σπίτι, α. εγκαταλείπω τη σύζυγό μου, την οικογένειά μου, διακόπτω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου: «τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι έφυγε απ’ το σπίτι || ο γιος του έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έφυγε απ’ το σπίτι». β. ξενοικιάζω το σπίτι που μένω: «τον άλλο μήνα φεύγω απ’ το σπίτι που μένω, γιατί βρήκα άλλο καλύτερο»·
- φτιάχνω σπίτι, βλ. φρ. ανοίγω σπίτι και κάνω σπίτι·
- χαλώ το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «εγώ για καμιά γυναίκα δεν πρόκειται να χαλάσω το σπίτι μου»·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.

στρατιώτης

στρατιώτης, ο, ουσ. [<αρχ. στρατιώτης <στρατιά + κατάλ. -ιώτης], ο στρατιώτης· αυτός που αγωνίζεται με πάθος και αυταπάρνηση για κάποιο σκοπό, για κάποιο υψηλό ιδανικό: «στρατιώτης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων || στρατιώτης της δημοκρατίας || στρατιώτης του Χριστού». Υποκορ. στρατιωτάκι το, (βλ. λ.)·
- απλός στρατιώτης, ο οπλίτης: «υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως απλός στρατιώτης»·
- με παίρνουν στρατιώτη, καλούμαι να καταταγώ στο στρατό, στρατεύομαι σε ένα από τα τρία όπλα (στρατός ξηράς, ναυτικό, αεροπορία): «τον άλλο μήνα με παίρνουν στρατιώτη». (Τραγούδι: όταν στρατιώτη με πήραν μου έμαθαν να ζω μοναχός και με ασκήσεις σε λόφους μου δείξαν πώς νάμαι σκληρός
- πάω στρατιώτης, βλ. φρ. φεύγω στρατιώτης·
- τον έντυσαν στρατιώτη, παρουσιάστηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία μετά από πρόσκληση από το αρμόδιο στρατιωτικό γραφείο: «πέρασε κιόλας ένας χρόνος απ’ τη μέρα που τον έντυσαν στρατιώτη»·
- φεύγω στρατιώτης, πηγαίνω να καταταγώ στο στρατό για να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία: «τον άλλο μήνα φεύγω στρατιώτης».

φαντάρος

φαντάρος, ο, πλ. φαντάροι, οι κ. φαντάρια, τα, θηλ. φανταρίνα, η, ουσ. [<φανταρία (υποχωρητ.)]. 1. ο στρατιώτης, ιδίως του πεζικού: «κάθε φορά που βλέπει φαντάρο, τον βοηθάει όπως μπορεί, γιατί δεν ξεχνάει πως κι αυτός κάποτε υπήρξε φαντάρος». (Λαϊκό τραγούδι: έλα στην παρέα μας φαντάρε, κάτσε κι ένα ποτηράκι βάλε // και τα φαντάρια σαν και σένα στριφογυρνάνε στο σταθμό κι όπου ανταμώνουνε με τρένα κάτι τα πνίγει στο λαιμό). 2. αυτός που υπακούει πάντα στις προσταγές ή στη θέληση των άλλων, αυτός που εκτελεί άκριτα τις προσταγές ή τη θέληση των άλλων: «από μικρός ήταν αντάρτης και δεν του πήγαινε ποτέ ο ρόλος του φαντάρου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι εγώ για κάτσε-σήκω, δεν κάνω για φαντάρος εγώ. Στον εαυτό μου μόνο ανήκω, κανέναν δε θέλω αρχηγό). Ακόμα και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της επαρχίας, επειδή ο φαντάρος εξαρτάται απόλυτα από το στρατό δε θεωρείται ως ελεύθερος άνθρωπος κι έτσι ακούγεται το εξής παράδοξο: «κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι ένας άνθρωπος, δυο γυναίκες (βλ. λ.) κι ένας φαντάρος». Υποκορ. φανταράκι, το, (βλ. λ.)·
- είδα το Χριστό φαντάρο, βλ. λ. Χριστός·
- με παίρνουν φαντάρο, καλούμαι να καταταγώ στο στρατό, στρατεύομαι: «τον άλλον μήνα με παίρνουν φαντάρο»·
- πάει φαντάρος, βλ. φρ. τον πήραν φαντάρο·
- πάω φαντάρος, βλ. φρ. φεύγω φαντάρος·
- τον έντυσαν φαντάρο, μετά από πρόσκληση του αρμόδιου στρατιωτικού γραφείου, παρουσιάστηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία: «πέρασαν κιόλας τρεις μήνες, απ’ τη μέρα που τον έντυσαν φαντάρο»·
- τον πήραν φαντάρο, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να του αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι. Για συνών. βλ. φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα·
- φεύγω φαντάρος, πηγαίνω να καταταγώ στο στρατό, κατατάσσομαι στο στρατό: «την άλλη βδομάδα φεύγω φαντάρος».