Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ντιβάνι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ντιβάνι, το, ουσ. [<τουρκ. divan], είδος καναπέ χωρίς στηρίγματα για την πλάτη και μπράτσα να ακουμπάει κανείς τα χέρια του. Τον βλέπουμε συνήθως σε φτωχόσπιτα και σε λαϊκά σπίτια: «στο ντιβάνι που είχε η μάνα μου στην κουζίνα, ξάπλωνε συνήθως ο πατέρας μου μετά το μεσημεριανό φαγητό». (Λαϊκό τραγούδι: άλλο ένα προσκέφαλο στο ντιβάνι βάλε, δώσε μου τη φλόγα σου, τη δική μου πάρε).