Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ντεπόζιτο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ντεπόζιτο κ. τεπόζιτο, το, ουσ. [<ιταλ. deposito], δοχείο ή χώρος ειδικά κατασκευασμένος για να αποθηκεύεται νερό ή άλλο υγρό όπως, βενζίνη ή  πετρέλαιο·
- άδειασε το ντεπόζιτο, τελείωσαν τα χρήματά μου, έμεινα απένταρος: «μόλις άδειασε το ντεπόζιτο, σηκώθηκα απ’ το καρέ»·
- είμαι μ’ άδειο ντεπόζιτο, βλ. φρ. μένω μ’ άδειο ντεπόζιτο·
- μένω μ’ άδειο ντεπόζιτο, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, γιατί μου τελείωσαν τα χρήματα, έμεινα απένταρος: «μη μου ζητάς λεφτά, γιατί μόλις πάντρεψα την κόρη μου κι έμεινα μ’ άδειο ντεπόζιτο». Από την εικόνα του ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου που τελείωσε η βενζίνη και ακινητοποιήθηκε.