Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
νοστίμια

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

νοστίμια κ. νοστιμιά, η, ουσ. [<νόστιμος + κατάλ. -ια, -ιά]. 1. η νοστιμάδα (βλ. λ.): «είχε τέτοια νοστιμιά το φαγητό, που ήθελα να φάω και το πιάτο || τα λόγια του είχαν τέτοια νοστίμια, που σ’ έκανε όρεξη να μιλάει συνέχεια». 2. μεζές που είναι πολύ νόστιμος: «δε θέλω να φάω, γιατί καθώς ερχόμουν στάθηκα μ’ ένα φίλο σ’ ένα ταβερνάκι και τσιμπήσαμε διάφορες νοστιμιές». 3. μαγειρική σκόνη που τη βάζουν σε διάφορα φαγητά για να παίρνουν ευχάριστη γεύση: «πουλιούνται διάφορες νοστιμιές στην αγορά, που νοστιμίζουν τα φαγητά».