νιος
νιος,
νια, νιο, επίθ. [<αρχ.
νέος], ο νέος, ο νεαρός, το παλικάρι: «όταν ήμουν νιος, δούλευα σαν το σκυλί».
(Λαϊκό τραγούδι: όταν θες να παντρευτώ, άκου μάνα μ’ να σου πω. Δεν τον θέλω
εγώ το νιο,μάνα μου, να σε χαρώ // μπρος απ’ τις άσπρες τις
αυλές οι γριές και οι νιες για τον έρωτα μιλούν κι όλοι σ’ αυτή τη
γειτονιά τη μικρή γειτονιά μέρα νύχτα τραγουδούν). Υποκορ. νιούτσικος,
-η κ. -ια, -ο. (Λαϊκό τραγούδι: και τα νιούτσικα καράβια
βλέπουν και δακρύζουνε κι έχουμε γερτά τα ξάρτια όταν αρμενίζουμε)·
- νιος
ήμουν και γέρασα ή ήμουνα νιος και γέρασα, λέγεται στην περίπτωση
που κάποιος καθυστερεί υπερβολικά να μας δώσει ή να πραγματοποιήσει κάτι που
μας υποσχέθηκε, ή γενικά λέγεται σε περιπτώσεις μεγάλης αργοπορίας, χωρίς να
ολοκληρώνεται ή να ρυθμίζεται κάτι: «το ξέρω πως μου ’δωσες το λόγο σου να με
πάρεις στη δουλειά σου, αλλά νιος ήμουν και γέρασα || ακόμη να τελειώσει αυτός
ο δρόμος; Νιος ήμουν και γέρασα!».