Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
νερώνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

νερώνω, ρ. [<νερό + κατάλ. -ώνω]. 1. προσθέτω νερό σε άλλο υγρό για να το κάνω λιγότερο δυνατό ή για να νοθεύσω: «πριν πιει το ούζο το νερώνει || ο γαλατάς νερώνει το γάλα». 2. χάνω τη ζωντάνια μου, τη δύναμή μου και, κατ’ επέκταση, χάνω τα ενδιαφέροντά μου για τη ζωή: «έφτασα στο σημείο και νέρωσα απ’ όλ’ αυτά τ’ απαράδεκτα που βλέπω να γίνονται καθημερινά στον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτα στη νύχτα, δίχως μέρα ποτέ του δεν ξημέρωσε. Θε μου, δεν πάει παραπέρα όλ’ η ζωή μας νέρωσε)·  
- νερώνω το κρασί μου, βλ. λ. κρασί.

κρασί

κρασί, το, ουσ. [<μσν. κρασίν <αρχ. κρᾶσις (οἴνου)], το κρασί. Υποκορ. κρασάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- άνθρωπος του κρασιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω νερό στο κρασί μου, βλ. λ. νερό·
- βαφτίζω το κρασί, το νερώνω: «αλλάξαμε ταβέρνα, γιατί σε κείνη που πηγαίναμε ο ταβερνιάρης βάφτιζε το κρασί». Από παρομοίωση του ατόμου που βάζει νερό στο κρασί με τον ιερέα που ρίχνει νερό πάνω στο κεφάλι του νηπίου κατά το μυστήριο της βάφτισης·
- δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι, βλ. λ. υπάρχω·
- καλά κρασιά! α. έκφραση απογοήτευσης, με την έννοια πως, σε αυτό το άσχημο σημείο που έφτασε η δουλειά, η υπόθεση ή η κατάσταση, δεν υπάρχει περίπτωση να εξελιχθεί θετικά παρά, ίσως μόνο, όταν περάσει αρκετός καιρός (δηλ. με το άνοιγμα των βαρελιών των νέων κρασιών), ή έκφραση δυσφορίας για κάτι που δε φαίνεται να πραγματοποιείται σύντομα σύμφωνα με τις επιθυμίες μας: «αν δεν πάρουμε το δάνειο που ζητήσαμε απ’ την τράπεζα, τότε καλά κρασιά, γιατί θα ξεμείνουμε εντελώς από κεφάλαιο κίνησης». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα. β. επιφωνηματική έκφραση σε άτομο που αποχωρεί από την παρέα και το υπονοούμενο είναι να έχει πετυχημένη σεξουαλική συνάντηση με το ταίρι του·
- κουβαλάει κρασί και πίνει νερό, βλ. λ. νερό·
- λόγια του κρασιού, βλ. λ. λόγος·
- με πιάνει το κρασί, βλ. συνηθέστ. με πιάνει το ποτό, λ. ποτό·
- μιλάει το κρασί, λέγεται για μεθυσμένους που φλυαρούν ακατάσχετα ή που λένε ανόητα ή επιθετικά λόγια: «ό,τι και να λέει, μην τον συνερίζεσαι, γιατί μιλάει το κρασί». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. μιλάει το πιοτό / μιλάει το ποτό·
- νερώνω το κρασί μου, α. ρίχνω νερό στο κρασί μου πριν το πιω για να μην είναι πολύ δυνατό ή για να το κάνω περισσότερο οπότε χάνει και τη γεύση του: «είναι μαθημένος να νερώνει το κρασί του και να το πίνει αργά αργά || δεν πάμε στην ταβέρνα του τάδε, γιατί νερώνει το κρασί του». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τυχόν τον ξαναπιάσουν να νερώνει το κρασί όλοι θα μετακομίσουν στου Μηνά το μαγαζί). Επίσηςπρβλ.: το κρασί μου ανέρωτο με τα δάκρυα πίνω, αχ και τι θα γίνω, αχ και τι θα γίνω (Λαϊκό τραγούδι). β. κατ’ επέκταση, μετριάζω το θυμό μου, την οργή μου, καλμάρω τα νεύρα μου ή γίνομαι πιο διαλλακτικός, μετριάζω, περιορίζω τις αξιώσεις μου, τις απαιτήσεις μου: «αν δε νέρωνα το κρασί μου, θα είχε γίνει μεγάλος καβγάς || αν δε νέρωνα το κρασί μου, δε θα συμφωνούσαμε τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγαπώ μωρέ γιατί μου μοιάζεις. Είσαι σαν και μένανε και συ. Γι’ αλλονών καημούς αναστενάζεις κι ο δικός σου πόνος νερώνει το κρασί)· βλ. και φρ. βάζω νερό στο κρασί μου, λ. νερό·
- ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι, βλ. λ. ύπνος·   
- όσοι μήνες έχουν ρω, το κρασί χωρίς νερό, βλ. λ. μήνας·
- παλιά ξινά κρασιά, βλ. φρ. περσινά ξινά σταφύλια, λ. σταφύλι·
- παλιό κρασί, κρασί υψηλής ποιότητας, παλιάς σοδειάς: «στο γάμο της κόρης του πρόσφερε στους καλεσμένους του παλιό κρασί, που το φύλαγε αποκλειστικά γι’ αυτή τη στιγμή». (Λαϊκό τραγούδι: δε ντρέπεσαι, Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- παλιό τ’ αμπέλι, λίγο το κρασί, βλ. λ. αμπέλι·
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, βλ. λ. μέλι·
- το κρασί είναι για τα ζεύκια κι η ψωλή για τα ξαδέρφια, βλ. λ. ψωλή·
- το κρασί σηκώνει νερό, το κρασί είναι πολύ δυνατό, οπότε μπορεί να αραιωθεί με λίγο νερό, χωρίς να χάσει τη γεύση του·
- το ’ριξε στο κρασί, βλ. συνηθέστ. το ’ριξε στο πιοτό, λ. πιοτό. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν το ’χω ρίξει στο κρασί, αιτία, Μάρω μου, είσαι εσύ
- τον βάρεσε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. τον βάρεσε το ποτό στο κεφάλι, λ. ποτό·
- τον χτύπησε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. τον χτύπησε το ποτό στο κεφάλι, λ. ποτό·
- τραβώ κρασί, αντλώ κρασί από το βαρέλι: «επειδή άδειασαν οι κανάτες, κατέβηκε στο υπόγειο να τραβήξει κρασί απ’ το βαρέλι»·
- χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει η αγάπη, βλ. λ. αγάπη.