Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
νερουλός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

νερουλός, -ή, -ό, επίθ. [<νερό + κατάλ. -ουλός], βλ. λ. νερουλιασμένος.

νερουλιασμένος

νερουλιασμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. νερουλιάζω], που δεν έχει δύναμη, σφρίγος, που είναι πλαδαρός: «νερουλιασμένο κορμί»·
- νερουλιασμένο μυαλό, βλ. λ. μυαλό.