Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ναύαρχος
ναύαρχος,
ο, ουσ.
[<αρχ. ναύαρχος], ο ναύαρχος· (ειρωνικά) αυτός που κόλλησε κάποιο αφροδίσιο
νόσημα, ιδίως σύφιλη: «με τις άπλυτες που κυκλοφορούν στην πιάτσα γέμισε ο
κόσμος ναυάρχους»·
- έγινα
ναύαρχος, κόλλησα κάποιο αφροδίσιο νόσημα, ιδίως σύφιλη: «όσοι πήγαν μ’
αυτή τη γυναίκα, έγιναν όλοι ναύαρχοι». Από το ότι στην περίπτωση που κολλήσει
κάποιος κάποιο αφροδίσιο νόσημα χρησιμοποιείται και η έκφραση άρπαξα τα
γαλόνια μου. Συνών. έγινα αρχιστράτηγος.