Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ναός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ναός, ο, ουσ. [<μτγν. ναός <αρχ. ναός], ο ναός. 1. (γενικά) ο χώρος όπου επιτελείται κάτι πολύ σπουδαίο, κορυφαίο στον τομέα του: «αυτό το μουσείο είναι ο ναός της σύγχρονης τέχνης || το Ολυμπιακό στάδιο είναι ο ναός του ποδοσφαίρου». 2. σε θέση επιρρ., πολύ ήσυχα, πολύ φρόνιμα: «όσο θα λείπω, ναός εσείς». Από το ότι στο ναό κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας επικρατεί απόλυτη ησυχία στο εκκλησίασμα.