Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
νίγλα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

νίγλα, η, ουσ. [;], παράπονο που εκδηλώνεται με συνεχή και κλαψιάρικο τρόπο: «σταμάτα αυτή τη νίγλα, ρε παιδάκι μου, αφού στο υποσχέθηκα πως θα σε βοηθήσω»· ο νιγλιάρης, (βλ. λ.).