Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μυθιστόρημα
μυθιστόρημα,
το, ουσ.
[<μύθος + ιστόρημα], το μυθιστόρημα. 1. πλαστή, φανταστική, ψεύτικη
διήγηση: «μας είπε ένα μυθιστόρημα για να δικαιολογηθεί, κι εμείς κάναμε πως το
πιστέψαμε για να κλείσει η υπόθεση». 2. στον πλ. τα μυθιστορήματα, οι
ψεύτικες δικαιολογίες, οι ψευτιές γενικά, οι ανακρίβειες: «έλα, άσε τα
μυθιστορήματα κατά μέρος και πες μου πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα». (Λαϊκό
τραγούδι: έμαθα πως είχες πάλι χθες τρεξίματα, σκανδαλιάρικο κουκλί. Και
μαζί μου αρχίζεις τα μυθιστορήματα το γνωστό σου, το διπλό βιολί)·
- μυθιστόρημα
ποταμός, πολύ εκτενές μυθιστόρημα με πολλά πρόσωπα: «Η μεγάλη πλατεία του
Ν. Μπακόλα, είναι ένα μυθιστόρημα ποταμός».