Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μπούχτισμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μπούχτισμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. μπουχτίζω + κατάλ. -μα], (γενικά) ο κορεσμός, η αηδία: «έχει τέτοιο μπούχτισμα στη ζωή του, που δεν ενδιαφέρεται πια για τίποτα».