Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μπορώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μπορώ, ρ. [<μσν. μπορῶ και ἐμπορῶ <αρχ. εὐπορῶ <εὔπορος, με παρετυμολ. επίδραση του ἔμπορος], μπορώ. 1. είμαι σε θέση, έχω τη δυνατότητα: «άμα θέλεις να τον βοηθήσεις, μπορείς || τώρα που τελείωσε η δουλειά, μπορείς να φύγεις». 2. ανέχομαι: «δεν μπορώ ν’ ακούω βλακείες». 3. (στο γ΄ πρόσ.) μπορεί, είναι δυνατό, πιθανό, υπάρχει η δυνατότητα, η πιθανότητα, ίσως: «ας περιμένουμε λίγο ακόμη, γιατί μπορεί να ’ρθει || θα ’ρθει ο τάδε; -Μπορεί». (Ακολουθούν 62 φρ.)·
- ακόμη το βρακί του δεν μπορεί να δέσει, παντρειά μου γυρεύει, βλ. λ. βρακί·
- αλλού κι αλλού μπορεί να…, βλ. λ. αλλού·
- αν μπορείς, κάνε κι αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- αν μπορείς, πιάσ’ του τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- βάλ’ τον (βάλ’ τη, βάλ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. όπου·
- δε θα μπορέσω! ή δε θα μπορέσουμε! έκφραση άρνησης ή αδιαφορίας: «θα μου δανείσεις χίλια ευρώ; -Δε θα μπορέσω». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ όποιον αρέσουμε και για τους άλλους δε θα μπορέσουμε). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το με συγχωρείτε. (Λαϊκό τραγούδι: στο ξαναλέω μην επιμένεις και δε θα πέσω, με συγχωρείτε δε θα μπορέσω). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. δε θα παραλείψω! λ. παραλείπω·
- δεν μπορεί, α. έκφραση που δηλώνει την αντίθεσή μας ή την αμφισβήτησή μας στα λεγόμενα κάποιου: «το ταμείο ήταν ανοιχτό. -Δεν μπορεί, γιατί εγώ ο ίδιος το κλείδωσα || ο τάδε έφυγε για το εξωτερικό. -Δεν μπορεί, γιατί πριν από λίγη ώρα μιλούσα μαζί του». β. έκφραση που δηλώνει πως είναι δυνατό, πιθανό ή ενδεχόμενο να συμβεί αυτό που θέλουμε ή αυτό που επιδιώκουμε: «δεν μπορεί, θα τον τρακάρω κάπου κάποια στιγμή και τότε θα τα πούμε». (Τραγούδι: δεν μπορεί δεν μπορεί, κάπου θα συναντηθούμε, δεν μπορεί δεν μπορεί στο ίδιο σπίτι ζούμε
- δεν μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ τη θέση του, βλ. λ. θέση·
- δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ την καρέκλα του, βλ. λ. καρέκλα·
- δεν μπορεί να…, α. είναι αδύνατο, απίθανο ή απίστευτο να…: «ο τάδε είπε τα χειρότερα λόγια για σένα. -Δεν μπορεί να με κατηγόρησε, γιατί είναι φίλος μου». β. δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται: «δεν μπορεί να μπει κανείς μέσα χωρίς εισιτήριο»·
- δεν μπορεί να βαστήξει παιδί ή δεν μπορεί να κρατήσει παιδί, βλ. λ. παιδί·
- δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν μπορεί να βρει καφέ στη Βραζιλία, βλ. λ. καφές·
- δεν μπορεί να γίνει χωριό, βλ. λ. χωριό·
- δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν μπορεί να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο, βλ. λ. γαϊδούρι·
- δεν μπορεί ούτε να βήξει, βλ. λ. βήχω·
- δεν μπορεί παρά να…, βλ. λ. παρά·
- δεν μπορείς να…, α. δεν έχεις τη δυνατότητα, την ευχέρεια, την ικανότητα να…: «δεν μπορείς να με συναγωνιστείς στο τρέξιμο». β. δεν σου επιτρέπεται, σου απαγορεύεται: «δεν μπορείς να μπεις μέσα χωρίς εισιτήριο»·
- δεν μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- δεν μπορείς να φτιάξεις μετάξι από δέρμα γουρουνιού, βλ. λ. γουρούνι·
- δεν μπορούμε να κάνουμε χωριό, βλ. λ. χωριό·
- δεν μπορώ, είμαι άρρωστος. (Δημοτικό τραγούδι: δεν μπορώ, μανούλα μ’, δεν μπορώ, σύρε να μου φέρεις το γιατρό
- δεν μπορώ να βρω (την) άκρη, βλ. λ. άκρη·
- δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν μπορώ να πω, βλ. φρ. δε λέω, λ. λέω·
- δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν μπορώ να το φανταστώ, βλ. λ. φαντάζομαι·
- δεν μπορώ να το χωνέψω, βλ. λ. χωνεύω·
- δεν ξέρεις μέχρι πού μπορώ να φτάσω, βλ. λ. φτάνω·
- δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει! βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω, βλ. λ. κάνω·
- δεν το μπορώ να…, δε μου είναι δυνατό να ενεργήσω με τον τρόπο που αναφέρω ή με τον τρόπο που μου υποδεικνύει κάποιος: «δεν το μπορώ να του κάνω μήνυση, γιατί κάποτε ήμασταν πολύ φίλοι || ξέχνα πως ήσασταν κάποτε φίλοι και κάν’ του μήνυση. -Δεν το μπορώ»·
- δεν τον μπορώ, δεν αντέχω την παρουσία του, δεν τον ανέχομαι: «πάρ’ τε τον από μπροστά μου, γιατί δεν τον μπορώ αυτόν τον άνθρωπο». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το άλλο· 
- έδωσα όσο μπορούσα ή έδωσα ό,τι μπορούσα, βλ. λ. δίνω·
- εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε, βλ. λ. μαζί·
- κάνω ό,τι μπορώ, βλ. λ. κάνω·
- κάτι τέτοια μου κάνεις και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, βλ. λ. ξεχνώ·
- κάτι τέτοια μου λες και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, βλ. λ. ξεχνώ·
- μπορεί και να…, ίσως και να…: «μην απελπίζεσαι, γιατί μπορεί και να έρθει || απ’ ό,τι μου είπε, μπορεί και να μην έρθει»·
- μπορεί να βγει έτσι η δουλειά! ή μπορεί να γίνει έτσι η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς; ή μπορώ να κάνω κι αλλιώς; βλ. λ. αλλιώς·
- μπορώ να…; α. επιτρέπεται να…(;): «μπορώ να περάσω με τ’ αμάξι μου απ’ αυτό το μέρος;». β. έχω τη δυνατότητα να…(;): «μπορώ να σας απασχολήσω λιγάκι;»·
- μπορώ να παίξω; (κάτι), (στη νεοαργκό) βλ. λ. παίζω·
- μπορώ να πω, έχω τη βεβαιότητα, τη σιγουριά. (Τραγούδι: κι εγώ τη βρήκα πολύ μαζί του, μπορώ να πω πως μπήκα στο πετσί του
- μπορώ να σπάσω αβγά, βλ. λ. αβγό·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, βλ. λ. μύγα·
- να μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις, βλ. λ. Θεός·
- ο βλάκας μπορεί να σου κάνει μεγαλύτερο κακό από έναν κακό, βλ. λ. βλάκας·
- ο γλυκομίλητος μπορεί να θηλάσει και λέαινα, βλ. λ. γλυκομίλητος·
- όπως μπορείς, βλ. λ. όπως·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
- που αγάλια αγάλια περπατεί, μακριά μπορεί να φτάσει, βλ. λ. αγάλια·
- πώς μπόρεσες και…; ή πώς μπόρεσες να…; βλ. λ. πώς·
- πώς το μπορεί η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς το μπορεί η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- το μπορώ με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον μπορώ με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το, βλ. λ. χέρι·
- χώσ’ τον (χώσ’ τη, χώσ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. χώνω.

αβγό

αβγό κ. αυγό, το, ουσ. [από τη συνεκφορά τά ωά> ταουά> ταουγά> τ’ αβγά> τ’ αβγό], το αβγό. 1. ξύλινο αντικείμενο σε σχήμα αβγού που χρησιμοποιείται για το μαντάρισμα των καλτσών: «παλιότερα η κάθε νοικοκυρά είχε στα σύνεργά της κι ένα αβγό για το μαντάρισμα των καλτσών της οικογένειας». 2α. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που δεν έχει καθόλου χρήματα, ο απένταρος, ο άφραγκος: «μας κάνει το λεφτά αλλ’ απ’ ό,τι ξέρω είναι αβγό ο τύπος». Από το ότι, το τσόφλι του αβγού δεν καλύπτεται από μαλλί, το οποίο μαλλί, ερμηνεύεται ως χρήμα. β. νεαρός πελάτης που κάθεται σ’ ένα μπαρ χωρίς να παραγγέλνει τίποτα να πιει: «ένα αβγό να μας έρθει ακόμα σαν και του λόγου του και το κλείσαμε το μαγαζί». 3. ως επιφών. αβγά! επιφών. αμφισβήτησης για κάτι που μας λένε ή για κάτι που μας αναφέρουν ως σπουδαίο: «αβγά, που θα σου δώσει τόσα λεφτά και μάλιστα χωρίς απόδειξη!». 4. στον πληθ. τα αβγά, τα αρχίδια: «έφαγε μια κλοτσιά στ’ αβγά του κι έπεσε κάτω αναίσθητος». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι. Μεγεθ. αβγουλάρα, η. Υποκορ. αβγουλάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 66 φρ.)·
- αβγά μάτια, α. αβγά που τηγανίστηκαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη σπάσει ο κρόκος τους: «για βραδινό έφαγα δυο αβγά μάτια». β. γυναικεία στήθη που είναι πεσμένα και πλακουτσωτά, που είναι, δηλαδή, σαν τηγανητά αβγά μέσα στο πιάτο: «έχει όμορφο πρόσωπο, αλλά τα βυζιά της είναι σαν αβγά μάτια»·
- αβγά μελάτα, αβγά βρασμένα μέχρι το σημείο ώστε να μη στερεοποιηθεί το περιεχόμενό του: «κάθε πρωί τρώει δυο αβγά μελάτα»· βλ. και λ. μελάτος·
- αβγά μελάτα! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «έμαθα πως θα ’ρθει κι η τάδε στο χορό. -Αβγά μελάτα!». Πολλές φορές, μετά την επιφωνηματική φρ. επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα πως θα ’ρθει κι η τάδε στο χορό. -Αβγά μελάτα θα ’ρθει!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη το φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα πως θα ’ρθει κι η τάδε στο χορό. -Αβγά μελάτα πως θα ’ρθει κι η τάδε στο χορό!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4)· 
- αβγά σου καθαρίζουν; ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που γελάει χωρίς λόγο: «τι γελάς, ρε χαμένε, αβγά σου καθαρίζουν;»·
- αβγό ημέρας, το αβγό που γέννησε η κότα τη μέρα που κουβεντιάζουμε, και κατ’ επέκταση που είναι πολύ φρέσκο: «θέλω να μου δώσεις έξι αβγά ημέρας». Πρβλ.: έμπλαστρα πάρτε από μένα ευλογημένα και φτηνά, ένα κοτόπουλο το ένα ή φρέσκα αυγά σημερινά (Λαϊκό τραγούδι)·
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- αγκυλώθηκε η βασιλοπούλα απ’ τ’ αβγό, βλ. λ. βασιλόπουλο·
- ακόμη δε βγήκε απ’ τ’ αβγό του, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη δε βγήκε απ’ το αβγό του και θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο!». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βρήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- ακόμη δεν έσκασε απ’ τ’ αβγό του, βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ τ’ αβγό του·
- βγάζω αβγό, δυσκολεύομαι πολύ να τελειώσω μια δουλειά, μια εργασία, ταλαιπωρούμαι πάρα πολύ: «μέχρι να παραδώσω αυτή τη δουλειά, έβγαλα αβγό». Από την προσπάθεια που καταβάλλει η κότα, όταν γεννάει το αβγό.
- βρήκε την κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά ή βρήκε την κότα που (του) κάνει τα χρυσά (τ’) αβγά, βλ. λ. κότα·
- για το γαμπρό κι ο κόκορας γεννά αβγό, βλ. λ. γαμπρός·
- δε γίνεται ομελέτα, χωρίς να σπάσεις αβγά, βλ. λ. ομελέτα·
- δεν κουρεύουμε αβγά, μιλάμε σοβαρά, σοβαρολογούμε, δεν αστειευόμαστε, δεν είμαστε παιδιά: «όταν μιλάς, θα λες συγκεκριμένα πράγματα, γιατί δεν κουρεύουμε αβγά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εδώ. Για συνών. βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- είναι σαν την κότα και τ’ αβγό, βλ. λ. κότα·
- εμείς τι κάνουμε, αβγά κουρεύουμε; γιατί υποτιμάς την ειδικότητά μας, την τέχνη μας, τη δουλειά μας ή την εμπειρίας μας, από τη στιγμή που δεν είμαστε καθόλου άσχετοι με τη δουλειά ή την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος(;): «ποιος σου ’πε πως δεν μπορώ να διορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου; Εμείς τι κάνουμε, αβγά κουρεύουμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το καλά και μετά το ρ. της φρ. κάνουμε, ακολουθεί το εδώ ή το δηλαδή. Για συνών. βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- ζεσταίνουν τ’ αβγό του φιδιού, βλ. λ. φίδι·
- η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα; βλ. λ. κότα·  
- η κότα έκανε τ’ αβγό και το αβγό την κότα, βλ. λ. κότα·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. φρ. του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο·
- θα μας κάνει το χρυσό αβγό ή θα μας κάνει το χρυσό τ’ αβγό, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που τον περιποιούμαστε πολύ ενώ κατά βάθος ξέρουμε, ή υποπτευόμαστε, πως οι περιποιήσεις μας αυτές δε θα έχουν και το ανάλογο αντίκρισμα: «γιατί του κάνεις όλα τα χατίρια, δεν μπορώ να καταλάβω! -Θα μας κάνει το χρυσό αβγό». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- καθαρίζω σαν αβγό, α. χάνω όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι: «παίζαμε όλο το βράδυ και το πρωί είχα καθαρίσει σαν αβγό». β. χάνω μια υπόθεση λόγω ανωτερότητας του αντιπάλου μου: «μόλις πήρε και ο τάδε μέρος στον πλειστηριασμό, καθάρισα σαν αβγό». γ. νικιέμαι από κάποιον με ευκολία, υποκύπτω χωρίς σπουδαία αντίσταση: «μόλις τον άρπαξε ο άλλος στα χέρια του, καθάρισε σαν αβγό». Από την εικόνα του βρασμένου αβγού που αποβάλλει κανείς με μεγάλη ευκολία το τσόφλι που το περιβάλλει·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στον καιρό του, στην ώρα του, στην κατάλληλη στιγμή: «τώρα γέρασα πια και δεν είμαι για επιχειρήσεις, γιατί κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα». Συνών. κάθε πράγμα στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο / καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια / κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη / το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι / τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα·
- κάθομαι στ’ αβγά μου, α. συμμορφώνομαι, υποτάσσομαι: «μόλις του ’βαλε ο άλλος τις φωνές, κάθισε στ’ αβγά του ο δικός σου». β. παύω να ενεργώ δυναμικά, ησυχάζω, ηρεμώ: «μόλις αντιλήφτηκε πως ο άλλος ήταν πιο δυνατός, άφησε τις παλικαριές και κάθισε στ’ αβγά του». γ. δεν ανακατεύομαι σε υποθέσεις άλλων: «απ’ τη στιγμή που δε ζήτησαν τη γνώμη μου, κάθισα στ’ αβγά μου». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν κάθεται έχει από κάτω του τα αρχίδια του·
- και δέκα αβγά Τουρκίας, δε με νοιάζει καθόλου, δε δίνω δεκάρα, αδιαφορώ τελείως: «για ό,τι αφορά εσένα και τη δουλειά σου, και δέκα αβγά Τουρκίας»·
- κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου, για να βγούνε τα πουλιά σου, βλ. λ. κότα·
- κάτσε στ’ αβγά σου! συμβουλευτική ή απειλητική προτροπή σε κάποιον να μην αναμειχθεί σε κάποια υπόθεση που παρουσιάζεται έκρυθμη ή ύποπτη: «πάμε να δούμε γιατί μαλώνουν. -Κάτσε στ’ αβγά σου! || πάμε να δούμε γιατί μαζεύτηκε τόσος κόσμος -Κάτσε στ’ αβγά σου!». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε ακολουθεί το ρε ή το βρε ή το μωρέ·
- κόκκινο αβγό, το λαμπριάτικο, το πασχαλινό αβγό: «είχαμε όλοι το κόκκινο αβγό στην τσέπη μας που το τσουγκρίσαμε μετά το Χριστός Ανέστη που έψαλλε ο παπάς»·
- κουρεύει τ’ αβγό, είναι υπερβολικά τσιγκούνης: «πώς να μην κάνει περιουσία αυτός ο άνθρωπος, αφού κουρεύει τ’ αβγό!»·
- λες και τ’ αβγά τ’ αλωνίζουν, λέγεται επιτιμητικά για κάποιον που μας ζητάει συνεχώς λεφτά ή που μας ζητάει κάποιο υπέρογκο ποσό χωρίς να υπολογίζει τον κόπο που χρειάζεται για να αποκτηθούν αυτά: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, είναι όλο στο δώσε και στο δώσε, λες και τ’ αβγά τ’ αλωνίζουν»·
- με πορδές δε βάφονται αβγά ή με πορδές αβγά δε βάφονται ή με πορδές δε βάφονται τ’ αβγά ή με πορδές τ’ αβγά δε βάφονται, α. όταν δεν υπάρχουν τα οικονομικά μέσα, δεν μπορεί να επιτευχθεί με επιτυχία κάποιο έργο: «μη μου λες πως θα στήσεις ολόκληρη επιχείρηση χωρίς φράγκο, γιατί με πορδές δε βάφονται τ’ αβγά». β. για να φτάσει κανείς στην επιτυχία, χρειάζεται συνεχής προσπάθεια και κόπος: «όλο το καλοκαίρι γυρνούσε στις αμμουδιές και φυσικά δεν πήρε το πτυχίο του, αφού με πορδές δε βάφονται τ’ αβγά».Συνών. με πορδές δε γίνονται δουλειές·
- με ψευτιές δε βάφονται αβγά ή με ψευτιές αβγά δε βάφονται ή με ψευτιές δε βάφονται τ’ αβγά ή με ψευτιές τ’ αβγά δε βάφονται, βλ. φρ. με πορδές δε βάφονται αβγά·
- μένω αβγό, (στη γλώσσα της αργκό) α. μένω χωρίς χρήματα, ξοδεύω όλα τα χρήματά μου: «δώσε στον ένα δανεικά, δώσε στον άλλον δανεικά, στο τέλος έμεινα αβγό». β. χάνω όλα τα χρήματά μου στο χαρτοπαίγνιο: «στην αρχή είχα καλό φύλο και κέρδιζα, όμως στο τέλος γύρισε το φύλο κι έμεινα αβγό»·
- μου πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια, μου πήραν, μου κέρδισαν όλα μου τα χρήματα, δε μου  άφησαν ούτε δραχμή: «έπαιξα χαρτιά με κάτι χαρτοκλέφτες και μου πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια || μόλις μου ’τυχε το λαχείο, πέσανε πάνω μου όλοι οι συγγενείς και μου πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια»·
- μου πήραν τ’ αβγά και τα πασχάλια, βλ. φρ. μου πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, ενεργώ βιαστικά την τελευταία στιγμή, γιατί υπάρχει κίνδυνος να χάσω μια δουλειά ή μια υπόθεση που είχα παραμελήσει ή είχα αδιαφορήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα ή γιατί υπάρχει κίνδυνος να αποβεί κάτι σε βάρος μου: «τόσον καιρό αδιαφορούσα να κάνω τη φορολογική μου δήλωση και τώρα που μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, γιατί μεθαύριο λήγει η προθεσμία, τρέχω και δε φτάνω»·
- μπορώ να σπάσω αβγά, είμαι αποφασισμένος να αναλάβω το κόστος, προκειμένου να πετύχω κάτι: «η κυβέρνηση δήλωσε πως για την εξάρθρωση του κατεστημένου, μπορεί να σπάσει αβγά»·
- νομίζει πως τ’ αβγά τ’ αλωνίζουν, βλ. φρ. λες και τ’ αβγά τ’ αλωνίζουν·
- ξεφλουδίζω σαν αβγό, βλ. φρ. καθαρίζω σαν αβγό·
- ο κώλος τ’ αβγού, βλ. λ. κώλος·
- πάρ’ τ’ αβγό και κούρεψ’ το ή πάρ’ τ’ αβγό και κούρεφ’ το, λέγεται ειρωνικά στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει δυνατότητα να πάρει κανείς από κάποιον κάτι, ιδίως χρήματα, όταν αυτός δεν έχει: «θα πάω να πάρω τα δανεικά που έδωσα στον τάδε. -Πάρ’ τ’ αβγό και κούρεψ’ το! Μα καλά, δεν έμαθες πως κήρυξε πτώχευση;». Πρβλ. οὐκ ἄν λάβοις παρά τοῦ μή ἔχοντος. Απάντηση του Μένιππου προς τον Χάρωνα, όταν ο δεύτερος του ζήτησε τον κόπο του για τη μεταφορά που του έκανε. Από τους Νεκρικούς διάλογους του Λουκιανού. Συνών. πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρε τα παπούτσια του· βλ. και φρ. πιάσε τον αστακό και κούρεψε το μαλλί του, λ. αστακός·
- πάτησε στ’ αβγό κι έφτασε τον ουρανό, λέγεται ειρωνικά για άτομο που θεωρεί πως έκανε κάτι σπουδαίο: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκινητάκι και το ’χει κάνει τούμπανο σ’ όλον τον κόσμο. -Πάτησε στ’ αβγό κι έφτασε τον ουρανό». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- πότε αβγά, πότε πουλιά! βλ. λ. πουλί·
- προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά, βλ. λ. πουλί·
- ρούφα τ’ αβγό σου! μη μιλάς, μην ανακατεύεσαι, σκασμός(!): «όταν μιλώ εγώ, εσύ ρούφα τ’ αβγό σου!»· βλ. και φρ. ρούφα τ’ αβγουλάκι σου! λ. αβγουλάκι·
- ρουφηχτό αβγό, που το τρώει κανείς ρουφώντας το: «κάθε πρωί, παίρνει ένα αβγό και το τρώει ρουφηχτό». Στην περίπτωση αυτή, το αβγό είναι ωμό και αυτός που θέλει να το φάει, ανοίγει μια τρυπίτσα στη μια άκρη του και το ρουφάει. Λένε μάλιστα πως τη μέθοδο αυτή τη χρησιμοποιούν οι τραγουδιστές και οι τενόροι, γιατί, υποτίθεται κάνει καλό στη φωνή τους·
- σ’ άλλους γεννάς τ’ αβγό, σε μένα κακαρίζεις, λέγεται για κείνον που ενώ παινεύει εμάς τους ίδιους, δίνει ωφελήματα σε άλλον: «εντέλει δεν μπορώ να καταλάβω τη νοοτροπία σου, σ’ άλλους γεννάς τ’ αβγό, σε μένα κακαρίζεις»·
- σιγά μη σπάσεις τ’ αβγά! βλ. φρ. σιγά τ’ αβγά(!)·
- σιγά τ’ αβγά! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάποιον ή κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και σιγά τ’ αβγά! || ξέρεις τι δύσκολο πράγμα που είναι να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ αυτό το εργοστάσιο; -Σιγά τ’ αβγά! || μπορείς να σηκώσεις αυτό το μπαούλο; -Σιγά τ’ αβγά!». (Τραγούδι: και σιγά τ’ αυγά κι οι συγγενείς π’ ούτε να τους έφτυνε κανείς).Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία δουλειά! / σπουδαία τα λάχανα! / σπουδαίο πράγμα ή σπουδαίο το πράγμα! β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που το βλέπουμε να περπατάει αργά και προσεκτικά, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Από το ότι τα αβγά σπάζουν πολύ εύκολα, γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή κατά τη μεταφορά τους·
- σπάει αβγά, πρόκειται για δυναμικό, για αποφασιστικό άτομο, πρόκειται για άτομο που συμπεριφέρεται δυναμικά, αποφασιστικά: «ο νέος διευθυντής δεν χαμπαρίζει κανέναν, γιατί με το παραμικρό σπάει αβγά»·
- στ’ αβγά μας! ή στ’ αβγά μου! βλ. συνηθέστ. στ’ αρχίδια μας! λ. αρχίδι·
- τ’ αβγό του Κολόμβου, λέγεται για απορία ή πρόβλημα που φαίνεται αξεπέραστο ενώ έχει απλούστατη λύση αρκεί να σκεφτεί κανείς λιγάκι·
- της γειτόνισσας τ’ αβγά είναι πάντα πιο μεγάλα, δηλώνει τη ζήλια που νιώθει ο άνθρωπος από την εντύπωση που του δημιουργείται πως, τα πράγματα των άλλων, είναι πάντα καλύτερα από τα δικά του: «μπορεί να ’χω κι εγώ αυτοκίνητο αλλά τ’ αυτοκίνητο του τάδε είναι μεσ’ στην καρδιά μου γιατί, βλέπεις, της γειτόνισσας τ’ αβγά είναι πάντα πιο μεγάλα»· βλ. και φρ. το ξένο είναι πιο γλυκό, λ. ξένος·   
- τι νόμισες, αβγά κουρεύουμε; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, ενώ κάποιος ή κάποιοι μας θεωρούν εντελώς ανίκανους γι’ αυτό: «ρε θηρίο, πώς μπόρεσες και τέλειωσες τη δουλειά; -Τι νόμισες, αβγά κουρεύουμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, βλ. λ. πουλί·
- τον πήραν με τ’ αβγά, (για δημόσιους αγορητές ή πολιτικούς) τον αποδοκίμασαν έντονα, τον γιουχάισαν: «μόλις βγήκε στο μπαλκόνι να βγάλει λόγο, τον πήραν με τ’ αβγά». Ίσως από το έθιμο του αβγοπόλεμου κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή. Συνών. τον πήραν με τις ντομάτες· βλ. και φρ. τον πήραν με τις πέτρες, λ. πέτρα·
- του πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια, του τα πήραν όλα, ιδίως τα χρήματα: «έμπλεξε με κάτι αλήτες και του πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια»·
- του πήραν τ’ αβγά και τα πασχάλια, βλ. φρ. του πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά για άτομο που, ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε παραμελήσει ή αδιαφορήσει για μια δουλειά ή υπόθεση, ενεργεί βιαστικά την τελευταία στιγμή, γιατί υπάρχει κίνδυνος ή να τη χάσει ή να αποβεί σε βάρος του: «τόσο καιρό αδιαφορούσε και καταπιανόταν μ’ άλλα πράγματα, τώρα όμως, που του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, τρέχει σαν παλαβός»·
- τρεις το αβγό κι ο κρόκος χώρια, βλ. λ. κρόκος·
- τσουγκρίσαμε τ’ αβγά, χαλάσαμε, διαλύσαμε μια συνεργασία, μια συμφωνία, μια σχέση, μια φιλία, έναν ερωτικό δεσμό: «αποδείχτηκε πως δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε κι έτσι τσουγκρίσαμε τ’ αβγά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τραβηχτώ καμιά φορά μ’ άλλη γυναίκα πονηρά και λάχει και το μάθεις, να μη μ’ αρχίσεις τον καβγά και τα τσουγκρίσουμε τ’ αβγά κι άλλο κακό μην πάθεις). Από το ότι, όταν τσουγκρίζουμε το Πάσχα τα κόκκινα αβγά, σπάζουν. Συνών. τα σπάσαμε·  
- υπάρχουν αβγά γι’ αβγά ή υπάρχουν αβγά κι αβγά, υπάρχουν λογής λογής άνθρωποι, και άξιοι και ανάξιοι και καλοί και κακοί: «πώς μπορείς να καταλάβεις τι είναι ο καθένας, απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αβγά κι αβγά!».  
- φωλιά δεν έχει, αβγό δεν κάνει, βλ. λ. φωλιά·
- χάνω τ’ αβγά και τα καλάθια, α. αποδιοργανώνομαι από μεγάλη έκπληξη, τα χάνω και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω: «μόλις είδε τη γυναίκα του με το φίλο του, έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια». β. θορυβούμαι, ανησυχώ υπέρμετρα: «σαν έμαθε πως θα γίνει υποτίμηση της δραχμής, έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια». γ. παθαίνω μεγάλη ζημιά, ιδίως οικονομική, χάνω ό,τι έχω και δεν έχω: «όχι μόνο έπεσε έξω, αλλά έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια». δ. δέχομαι ισχυρό χτύπημα, ιδίως στο κεφάλι και ζαλίζομαι πάρα πολύ: «εκεί που περπατούσε, του ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι κι έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια»·
- χάνω τ’ αβγά και τα πασχάλια, βλ. φρ. χάνω τ’ αβγά και τα καλάθια.

αγάλια

αγάλια κ. αγάλι, επίρρ. [<μσν. επίρρ. γάλιν <γαληνά <αρχ. επίθ. γαληνός], σιγά και συνήθως  επαναλαμβανόμενο αγάλια αγάλια ή αγάλι αγάλι, σιγά σιγά, ήρεμα ήρεμα, αργά αργά (και με το μαλακό), σιγά σιγά (και με το μαλακό): «αγάλια αγάλια και χωρίς να το καταλάβουμε πέρασε η ζωή μας». (Νανούρισμα: έλα ύπνε αγάλι αγάλι στου παιδιού μου το κεφάλι
- αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι, βλ. λ. αγουρίδα·
- αγάλια αγάλια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα, βλ. λ. φιλί·
- αγάλια αγάλια φύτευε ο φρόνιμος αμπέλι, βλ. λ. αμπέλι·
- που αγάλια αγάλια περπατεί, μακριά μπορεί να φτάσει, αυτός που ενεργεί με σύνεση και χωρίς να βιάζεται, μπορεί να πετύχει πολλά πράγματα στη ζωή του: «αγόρι μου, να σκέφτεσαι καλά πριν επιχειρήσεις κάτι, γιατί που αγάλια αγάλια περπατεί, μακριά μπορεί να φτάσει».  

άκρη

άκρη κ. άκρια, η, ουσ. [<μσν. ἄκρη], η άκρη. 1. απόμερος τόπος, απόμερο σημείο, απομακρυσμένη περιοχή: «την παρέσυρε σε μια άκρη της πόλης και τη βίασε». 2. το άτομο που μπορεί να μας εξυπηρετήσει, να μας τελειώσει μια δουλειά νόμιμη ή παράνομη: «είναι άνθρωπος που τακτοποιεί κάθε εκκρεμότητά του, γιατί έχει την άκρη του». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ο μεσάζων, ο τροφοδότης ναρκωτικών: «γυρίζει σαν τρελός στους δρόμους, γιατί εξαφανίστηκε η άκρη του απ’ την πιάτσα και δεν έχει άλλο τρόπο για να γίνει». Υποκορ. ακρούλα και ακρίτσα, η. (Ακολουθούν 48 φρ.)·
- άκρη! (ενν. κάνε, κάν’ τε), παραμέρισε, παραμερίστε. Συνήθως επαναλαμβανόμενο·
- άκρη άκρη, εντελώς άκρη: «μην πας άκρη άκρη, γιατί θα γκρεμοτσακιστείς»·
- άκρη Θεού, τόπος, τοποθεσία πολύ απομακρυσμένη σε σχέση με κάποιο κέντρο: «έχτισε ένα σπιτάκι άκρη Θεού κι έχει γλιτώσει απ’ τις ανεπιθύμητες επισκέψεις»·
- άκρη ρεεε! (ενν. κάνε, κάν’ τε), άνοιξε, ανοίξτε γρήγορα δρόμο να περάσω, παραμέρισε, παραμερίστε γρήγορα, γιατί βιάζομαι πολύ ή γιατί είμαι υπερβολικά φορτωμένος και υπάρχει κίνδυνος να μου πέσουν αυτά που κουβαλώ·  
- απ’ άκρη σ’ άκρη, από το ένα ακραίο σημείο στο άλλο, σε όλο το μήκος ή σε όλη την έκταση: «λίγο πριν απ’ τις γιορτές, η μητέρα καθάρισε το σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: έρημο το σπίτι κι αδειανό, ρήμαξ’ απ’ άκρη σ’ άκρη· τα παλιά σου γράμματα φιλώ – Χριστίνα μου και πνίγομαι στο δάκρυ
- αφήνω στην άκρη, α. ακουμπώ, εγκαταλείπω παράμερα κάτι: «άφησε στην άκρη τη σακούλα με τα ψώνια κι έλα λίγο που σε θέλω». β. παύω να κάνω ή να χρησιμοποιώ κάτι: «άφησε στην άκρη τις βλακείες κι αποφάσισε ν’ ασχοληθεί σοβαρά με τη δουλειά του || άφησε στην άκρη το φτυάρι και πήρε πάλι τον κασμά». γ. παραμερίζω, παραβλέπω, παρατώ: «ας αφήσουμε στην άκρη τις διχόνοιες κι ας μονοιάσουμε». Συνών. αφήνω κατά μέρος / αφήνω στην μπάντα·
- βάζω στην άκρη, α. κάνω οικονομίες, αποταμιεύω: «κάθε μήνα βάζω στην άκρη δέκα χιλιάδες δραχμές για ώρα ανάγκης». β. (για πρόσωπα) παραγκωνίζω: «ο διευθυντής έβαλε στην άκρη όλους τους παλιούς διοικητικούς υπαλλήλους για να προωθήσει δικούς του». γ. (για πράγματα) παύω να χρησιμοποιώ, αχρηστεύω: «έβαλε στην άκρη το κομπιούτερ που είχε κι αγόρασε ένα πιο αναβαθμισμένο». Συνών. βάζω κατά μέρος / βάζω στην μπάντα· βλ. και φρ. πετώ στην άκρη·
- βγάζω άκρη, καταλαβαίνω, κατανοώ μια υπόθεση: «πρέπει να μου μιλήσεις με σαφήνεια για να βγάλω άκρη»· βλ. και φρ. βρίσκω άκρη·
- βγάζω στην άκρη, ξεδιαλέγω μέρος από ένα σύνολο: «ό,τι σκάρτο πράγμα βλέπετε, θα το βγάζετε στην άκρη». Συνών. βγάζω κατά μέρος / βγάζω στην μπάντα·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλ. λ. μάτι·
- βλέπω φως στην άκρη του τούνελ, βλ. λ. φως·
- βρίσκω (την) άκρη, α. βρίσκω λύση στο πρόβλημά μου, βρίσκω διέξοδο, βρίσκω τον τρόπο να βγω από τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκομαι: «αν ηρεμήσεις και σκεφτείς λογικά, σίγουρα θα βρεις την άκρη για να ξεμπλέξεις». (Λαϊκό τραγούδι: και δεν τρέχει τίποτα μην κοιτάς το δάκρυ μου, θα τη βρω την άκρη μου, θα σε ξεχάσω). β. βρίσκω τον τρόπο να συνεννοηθώ ή να συνδιαλλαγώ με κάποιον: «όταν υπάρχει καλή θέληση, πάντα μπορεί κανείς να βρει την άκρη». γ. αρχίζω να τακτοποιώ σιγά σιγά ένα χώρο, όπου τα πάντα ήταν ανάκατα, μπερδεμένα: «μόλις πήραν τα βαριά έπιπλα, άρχισα να βρίσκω άκρη στο υπόγειο»·
- βρίσκω την άκρη της κλωστής, βρίσκω την αρχή, την αιτία, σε κάποια υπόθεση που με απασχολεί, οπότε μπορώ να βρω και διέξοδο, να δώσω λύση στο πρόβλημά μου. (Λαϊκό τραγούδι: αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς κανείς δε θα μπορέσει να σε βγάλει, μονάχος βρες την άκρη της κλωστής κι αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι
- βρίσκω την άκρη του νήματος, βλ. συνηθέστ. βρίσκω την άκρη της κλωστής·
- δε βγάζει σε άκρη (κάτι), οδηγεί σε αδιέξοδο: «δε βγάζει σε άκρη το πείσμα που κρατάτε». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάψεις να ’σ’ επίμονο κι αγύριστο κεφάλι της ασωτίας το βιολί σε άκρη δε θα βγάλει
- δε βγάζω άκρη, α. δεν καταλαβαίνω, δεν κατανοώ μια υπόθεση: «με τον τρόπο που μου λες τα πράγματα, δε βγάζω άκρη». β. δεν καταλαβαίνω, δεν κατανοώ ένα χειρόγραφο κείμενο, επειδή είναι πολύ κακογραμμένο ή ένα λογοτεχνικό κείμενο, επειδή δεν έχει ειρμό, επειδή είναι μπερδεμένο, ακατανόητο: «μου ’στειλε ένα σημείωμα, αλλά έχει τόσο άσχημα γράμματα, που δε βγάζω άκρη || διαβάζω αυτό το βιβλίο, αλλά δε βγάζω άκρη, γιατί τα ’χει κάνει δω πέρα μέσα ο συγγραφέας κουλουβάχατα»·
- δε βγάζω άκρη (με κάποιον), δεν μπορώ να συνεννοηθώ με κάποιον: «μια ώρα μιλάμε και δε βγάζω άκρη μαζί του»·
- δε βρίσκω (την) άκρη, (γενικά) είμαι σε αδιέξοδο: «όσο κι αν προσπάθησα να κατανοήσω τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε, δε βρήκα άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: έλα γλυκά και φίλησέ με, σβήσε το φως κι αγκάλιασέ με, με γκρίνιες άκρη δε θα βρούμε, σβήσε το φως να κοιμηθούμε // τη μάνα μου θυμόμουνα κι έχυνα μαύρο δάκρυ, στην έρημή μου ξενιτιά ποτέ δε βρήκα άκρη
- δεν μπορώ να βρω (την) άκρη, βλ. φρ. δε βρίσκω (την) άκρη. (Λαϊκό τραγούδι: αμφιβάλλω και πονώ κι άκρη δεν μπορώ να βρω
- είμαι στην άκρη, α. είμαι παραμερισμένος, παραγκωνισμένος: «δεν ξέρω τι κάνουν με την υπόθεσή σου, γιατί εγώ είμαι στην άκρη». β. απέχω από κάπου ή από κάτι θεληματικά: «επειδή νομίζω πως η δουλειά είναι ύποπτη, εγώ είμαι στην άκρη»·
- έχω στην άκρη, έχω αποταμιευμένα χρήματα: «έχω στην άκρη ένα ποσό για ώρα ανάγκης». Συνών. έχω κατά μέρος / έχω στην μπάντα·
- η άλλη άκρη του σύρματος, βλ. λ. σύρμα·
- η φιλία έχει δυο άκρες, βλ. λ. φιλία·
- κάθομαι στην άκρη, δεν αναμειγνύομαι σε κάποια διένεξη, μένω ουδέτερος παρατηρητής: «όταν βλέπω κάποιους να μαλώνουν, κάθομαι στην άκρη και δεν επεμβαίνω». Συνών. κάθομαι κατά μέρος / κάθομαι στην μπάντα·
- κάνε στην άκρη, (απειλητικά, προστακτικά ή συμβουλευτικά) παραμέρισε, υποχώρησε: «κάνε στην άκρη, γιατί θα πλακωθούμε στο ξύλο || μόλις δεις τον άλλον ν’ αγριεύει, κάνε στην άκρη». Συνών. κάνε κατά μέρος / κάνε στην μπάντα·
- κάνω στην άκρη, α. παραμερίζω από ευγένεια ή σεβασμό για να περάσει κάποιος, δίνω το προβάδισμα σε κάποιον: «μόλις φτάσαμε μπροστά στην είσοδο, έκανα στην άκρη για να μπει μέσα πρώτος ο πατέρας μου». β. (γενικά) παραμερίζω για να περάσει κάποιος: «μόλις τον είδα έτσι βαρυφορτωμένο, έκανα στην άκρη για να περάσει». Το να κάνει στην άκρη κάποιος για να αφήσει το χώρο να περάσει κάποιος άλλος, είναι κάτι που έχει τις ρίζες του στα βάθη των αιώνων, διότι από πάντα υπήρχαν οι ισχυροί ή οι κατακτητές, που, όταν έρχονταν αντιμέτωποι σε έναν δρόμο με τους ανίσχυρους ή τους υποδουλωμένους ή σε ένα πέρασμα όπου λόγω φυσικής διαμόρφωσης ή αρχιτεκτονικής του μπορούσε να περάσει πρώτα ο ένας και έπειτα ο άλλος, τότε τους υποχρέωναν με το παρουσιαστικό τους και μόνο να παραμερίσουν για να συνεχίσουν αυτοί το δρόμο τους. Αλλά και σήμερα, όταν δυο άτομα έρχονται αντιμέτωπα στο δρόμο, εκείνο που είναι πιο επιβλητικό, αναγκάζει δίχως άλλο το δεύτερο άτομο να παραμερίσει. Πολλές φορές, μπορεί να δημιουργηθεί μια κόντρα για το ποιο θα παραμερίσει για να περάσει το άλλο, και από κάποια απόσταση τα δυο άτομα αρχίζουν να κατευθύνονται πάνω στην ίδια ευθεία προσπαθώντας με τη σοβαρή ή άγρια έκφραση του προσώπου τους ή με το σταθερό βηματισμό τους να σπάσουν το ηθικό του άλλου και να το αναγκάσουν να παραμερίσει. Δε γνωρίζω περίπτωση τα δυο άτομα να έρθουν αντιμέτωπα και να σταθούν ακίνητα φάτσα με φάτσα, γιατί πάντα την τελευταία στιγμή κάποιο από τα δυο άτομα παραμέριζε. Τις σπάνιες φορές πάντως που κανένα από τα δυο άτομα δεν αποφάσιζε να παραμερίσει, ακολουθούσε δυναμική αναμέτρηση και ο νικητής περνούσε πρώτος. γ. δίνω τόπο στην οργή, υποχωρώ: «επειδή ήταν μεθυσμένος και δεν ήξερε τι έλεγε, έκανα στην άκρη για να λήξει το επεισόδιο». δ. παραμερίζω λόγω φόβου, εγκαταλείπω: «μόλις αγρίεψε ο άλλος, έκανα στην άκρη, γιατί ήταν πιο δυνατός από μένα». Συνών. κάνω κατά μέρος / κάνω στην μπάντα· βλ. και φρ. τραβιέμαι στην άκρη·
- κάνω στην άκρη (κάποιον), παραμερίζω κάποιον θεωρώντας τον εμπόδιο των ενεργειών μου ή των φιλοδοξιών μου: «απ’ την αρχή της σταδιοδρομίας του κάνει στην άκρη όποιον δεν τον υποστηρίζει». Συνών. κάνω κατά μέρος (κάποιον) / κάνω στην μπάντα (κάποιον)·
- κι όπου με βγάλει η άκρη, έκφραση αδιαφορίας για την έκβαση μιας ενέργειας μου ή για την κατάληξη κάποιας πορείας μου. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου κι όπου με βγάλει η άκρη, θα φύγω και θα με ζητάς, θα κλαις με μαύρο δάκρυ
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. λ. μάτι·
- μ’ έχουν στην άκρη, με έχουν παραμερισμένο, παραγκωνισμένο: «δεν ξέρω πως ενεργούν, γιατί μ’ έχουν στην άκρη». Συνών. μ’ έχουν κατά μέρος / μ’ έχουν στην μπάντα·
- μέσες άκρες, α. συνοπτικά, σε χοντρές γραμμές, περίπου: «θέλω να μου πεις μέσες άκρες πώς έγινε η φασαρία». β. (για γνώσεις) ανεπαρκώς: «θέλω να μου πεις το μάθημα με κάθε λεπτομέρεια κι όχι μέσες άκρες»·
- να ’μουν από καμιά άκρη! να μπορούσα να έβλεπα κι εγώ, να ήμουν κι εγώ αυτόπτης μάρτυρας, να ήμουν κι εγώ παρών ιδίως κατά την εξέλιξη κάποιας οδυνηρής στιγμής για κάποιον: «να ’μουν από καμιά άκρη να έβλεπα τα μούτρα που έκανε, όταν του ανακοίνωσε ο διευθυντής την απόλυσή του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε και πολλές φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εγώ. Συνών. να ’μουν από καμιά μεριά! / να ’μουν από καμιά μπάντα(!)·
- πετώ στην άκρη, αχρηστεύω: «πέταξα στην άκρη όλα τα παλιά έπιπλα κι αγόρασα καινούρια». Συνών. πετώ κατά μέρος / πετώ στην μπάντα·
- πού να βρεις άκρη! λέγεται για πολύ μπερδεμένη υπόθεση ή κατάσταση ή για χώρο όπου επικρατεί μεγάλη αταξία: «πού να βρεις άκρη με τους πολιτικούς, αφού μια τα λένε έτσι και μια αλλιώς! || κατέβηκα στο υπόγειο να πάρω ένα σκαλιστήρι, αλλά πού να βρεις άκρη εκεί κάτω!»·
- στην άκρη! παραμέρισε, παραμερίστε: «στην άκρη μη σας λερώσω!». Συνήθως επαναλαμβανόμενο. Συνών. στην μπάντα(!)·
- στην άκρη της γλώσσας μου το ’χω, βλ. λ. γλώσσα·
- στην άκρη του πουθενά, πάρα πολύ μακριά από κάποιο κέντρο, πολλές φορές ερημικά ή απομονωμένα: «κάναμε αναγκαστική προσγείωση και βρεθήκαμε σαν τον Ροβινσώνα Κρούσο στην άκρη του πουθενά»·
- στην άλλη άκρη της γης ή στην άκρη της γης, βλ. φρ. στην άλλη άκρη του κόσμου. (Λαϊκό τραγούδι: ως την άκρια του κόσμου ως την άκρια της γης φτάνει ο πόνος ο δικός μου, που δεν ένιωσε κανείς
- στην άλλη άκρη του κόσμου ή στην άκρη του κόσμου, α. πάρα πολύ μακριά από κάποιο κέντρο: «έχτισε ένα σπίτι στην άκρη του κόσμου κι έτσι έχει ήσυχο το κεφάλι του απ’ τους ανεπιθύμητους». β. στα πέρατα της γης: «εσύ δεν έκανες βήμα απ’ την πόλη που γεννήθηκες κι εγώ πήγα στην άλλη άκρη του κόσμου». (Τραγούδι: θα σε πάρω να φύγουμε ως του κόσμου την άκρη για να πάψει απ’ τα μάτια σου να κυλάει ένα δάκρυ
- τα βγάζω άκρη, βλ. συνηθέστ. τα βγάζω πέρα, λ. πέρα·
- το τηλέφωνο έχει δυο άκρες, βλ. λ. τηλέφωνο·
- τον βάζω στην άκρη, τον παραγκωνίζω: «απ’ τη στιγμή που ο καινούριος διευθυντής τον έβαζε κάθε τόσο στην άκρη, έδωσε κι αυτός την παραίτησή του». Συνών. τον βάζω κατά μέρος / τον βάζω στην μπάντα·
- τον κάνω στην άκρη, τον παραμερίζω βίαια: «του ’δωσα μια σπρωξιά και τον έκανα στην μπάντα». Συνών. τον έκανα στην άκρη / τον έκανα στην μπάντα·
- τον πετώ στην άκρη, τον παραγκωνίζω υποτιμητικά: «οι πολιτικοί του αντίπαλοι, μόλις μπήκαν στην κυβέρνηση, τον πέταξαν στην άκρη». Συνών. τον πετώ κατά μέρος / τον πετώ στην μπάντα·
- τραβιέμαι στην άκρη, α. παραμερίζω για να περάσει κάποιος: «μόλις τον είδα έτσι βιαστικό, τραβήχτηκα στην άκρη». β. δε συμμετέχω, ιδίως σε κάτι κακό ή ασύμφορο: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβα πως δεν ήταν τίμια η δουλειά, τραβήχτηκα στην άκρη || κάθε φορά που αντιλαμβάνεται πως δεν πρόκειται να κερδίσει, τραβιέται στην άκρη». Συνών. τραβιέμαι κατά μέρος / τραβιέμαι στην μπάντα· βλ. και φρ. κάνω στην άκρη·
- τραβώ στην άκρη, παραμερίζω κάτι: «τράβηξα στην άκρη την καρέκλα για να μπορούν να περνούν ελεύθερα». Συνών. τραβώ κατά μέρος / τραβώ στην μπάντα· βλ. και φρ. κάνω στην άκρη·
- φτάνω σε μια άκρη, βρίσκω διέξοδο, βρίσκω λύση στο πρόβλημά μου: «είχα πολλά προβλήματα, αλλά απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, έφτασα σε μια άκρη κι ησύχασα»·
- φτάνω στην άκρη, βλ. φρ. βρίσκω την άκρη.

αλλιώς

αλλιώς, επίρρ. [<μσν. ἀλλιῶς <ἀλλέως]. α. διαφορετικά: «κάτσε καλά, γιατί αλλιώς θα σε δείρω». (Λαϊκό τραγούδι: άσε τα παιχνιδίσματα, κόψε τα βλεφαρίσματα αλλιώς θα πάρω πέτρα). β. όχι με αυτόν τον τρόπο, με άλλον, με διαφορετικό τρόπο: «θα το κάνω αλλιώς, γιατί δε μ’ άρεσε με τον τρόπο που το έκανα». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα (του) αλλιώς, βλ.λ. ρούχο·
- αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς τα βρήκαμε, δηλώνει έντονη απογοήτευση για μια κατάσταση που μας παρουσιάζεται διαφορετική από ό,τι περιμέναμε: «έλειψα δυο μήνες στο εξωτερικό για λόγους υγείας κι είχα την εντύπωση πως στη δουλειά όλα δούλευαν ρολόι, όμως αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς τα βρήκαμε, γιατί στη δουλειά όλα είχαν γίνει μπάχαλο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε, δηλώνει έντονη απογοήτευση για την πορεία μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, που εξελίχθηκε διαφορετικά από ό,τι περιμέναμε: «υπολόγιζα να τελειώσω γρήγορα τη δουλειά που είχα στα χέρια μου για ν’ ασχοληθώ με τη δική σου, όμως αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς τα βρήκαμε, γιατί συνάντησα ένα σωρό δυσκολίες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- αμ πώς, αλλιώς; έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε κάποιον που μας ρωτάει με το πώς πρέπει να κάνει κάτι ή που ρωτάει αν πρέπει να κάνει έτσι κάτι και στη συνέχεια αναφέρει ο ίδιος, με κάποιο ενδοιασμό, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να το κάνει ή το δείχνει: «μάστορα, πώς πρέπει να συνεχίσω; Πρέπει να βάλω πρώτα αυτό το μαδέρι κι ύστερα τ’ άλλο; -Αμ πώς, αλλιώς; || μάστορα έτσι πρέπει να κάνω τη δουλειά; -Αμ πώς αλλιώς;»·
- αν είναι να ’ρθει, θενά ’ρθει, (αλλιώς θα προσπεράσει), βλ. λ. ήρθα·
- αν θες (θέλεις) κάνε κι αλλιώς, βλ. φρ. αν μπορείς κάνε κι αλλιώς·
- αν μπορείς, κάνε κι αλλιώς, δηλώνει πως πρέπει να ενεργήσουμε αναγκαστικά με τον τρόπο που μας υποδεικνύει κάποιος, πως δεν υπάρχει το περιθώριο για εναλλακτικό τρόπο δράσης: «αφού αυτή είναι η επιθυμία του διευθυντή, αν μπορείς, κάνε κι αλλιώς»·
- δε γίνεται αλλιώς, βλ. λ. γίνομαι·
- είναι που…,  αλλιώς…, βλ. λ. που·
- εμ πώς, αλλιώς; βλ. φρ. αμ πώς, αλλιώς(;)·
- έτσι αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα, βλ. λ. έτσι·
- έτσι ή αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- έτσι κι αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- κι έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα, βλ. λ. έτσι·
- μια έτσι, μια αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς; ή μπορώ να κάνω κι αλλιώς; έκφραση που δηλώνει πως δεν υπάρχει δυνατότητα να ενεργήσουμε με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που μας υποδεικνύει κάποιος: «στο τέλος του χρόνου πρέπει να υποβάλεις τη φορολογική σου δήλωση. -Μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- ο παλιός είναι αλλιώς, βλ. λ. παλιός·
- πάρ’ το αλλιώς (ενν. το τιμόνι), (στη νεοαργκό) ανακάλεσε ή συμπεριφέρσου με διαφορετικό τρόπο, γιατί αυτός με τον οποίο μιλάς ή συμπεριφέρεσαι δεν είναι ο σωστός ή δε σε συμφέρει: «πάρ’ το αλλιώς, γιατί με τις αγριάδες δε βγαίνει τίποτα». Από την εικόνα του ατόμου που δίνει οδηγίες σε κάποιον οδηγό να παρκάρει ή να ξεπαρκάρει και του υποδεικνύει να στρίψει το τιμόνι του προς την αντίθετη φορά·
- πώς αλλιώς; με ποιον άλλον, με ποιον διαφορετικό τρόπο(;): «πώς αλλιώς μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα;». Πολλές φορές, δηλώνει πως καλώς ενεργήσαμε όπως ενεργήσαμε, γιατί, κατά τη γνώμη μας ή την πείρα μας, δεν υπήρχε διαφορετικός τρόπος: «για πες μας  εσύ, ρε πολύξερε, πώς αλλιώς μπορούσε να γίνει αυτό το πράγμα;»·
- τη μια έτσι την άλλη αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- το παίρνω αλλιώς, το παρεξηγώ: «εγώ του το ’πα για το καλό του κι αυτός το πήρε αλλιώς».

αλλού

αλλού, επίρρ. [<μσν. ἀλλοῦ <αρχ. ἄλλος], αλλού. 1. σε άλλο μέρος, σε άλλο τόπο: «τον έστειλα στο σπίτι σου κι αυτός ο βλάκας πήγε αλλού». 2. σε άλλον άνθρωπο: «τον έστειλα σε σένα κι αυτός πήγε αλλού». (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια). (Ακολουθούν 53 φρ.)·
- αγαπώ αλλού, α. έχω ήδη κάποια ερωτική σχέση, είμαι δεσμευμένος: «όμορφη η κοπέλα που μου γνώρισες, αλλά δεν είμαι για τίποτα περισσότερο, γιατί αγαπώ αλλού». β. έχω διαφορετικά ενδιαφέροντα από εκείνα που είχα: «κάποτε διασκέδαζα κι εγώ στα μπουζούκια, εδώ και πολλά χρόνια όμως αγαπώ αλλού»·
- αλλού αυτά! λέγεται σε ψεύτες ή υποκριτές που δε γίνονται πια από εμάς πιστευτοί (και τους προτρέπουμε αόριστα να πάνε σε άλλους να πούνε τις ψευτιές τους ή να πάνε σε άλλους να τους κοροϊδέψουν ή να τους εξαπατήσουν). Συνοδεύεται συνήθως από απωθητική χειρονομία ή χειρονομία αδιαφορίας·
- αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- αλλού βρέχει, α. λέγεται για άτομο που δεν προσέχει, που του είναι αδιάφορο αυτό που λέγεται ή που συμβαίνει: «μια ώρα τον συμβουλεύω, αλλά αυτός αλλού βρέχει». β. δεν υπάρχει καθόλου κατανόηση, υπάρχει πλήρης αδιαφορία: «τους είπα χίλιες φορές να τακτοποιήσουν αυτά τα πράγματα, αλλά αυτοί αλλού βρέχει». Συνών. πέρα βρέχει·
- αλλού βρέχει και βροντά, επιτείνει την παραπάνω ερμηνεία·
- αλλού γι’ αλλού, σε διάφορες μεριές, εδώ κι εκεί, ακατάστατα: «αφήνει αλλού γι αλλού τα πράγματά του και, όταν τα χρειαστεί, κάνει με τις ώρες να τα βρει»·
- αλλού κι αλλού μπορεί να…, βλ. φρ. αλλού κι αλλού ξέρει να(…)·
- αλλού κι αλλού ξέρει να…, λέγεται για άτομο που δε συμπεριφέρεται και σε εμάς με τον τρόπο με τον οποίο  συμπεριφέρεται σε άλλους, ενώ θα θέλαμε να μας συμπεριφερθεί το ίδιο: «αλλού κι αλλού ξέρει να δίνει τα χρέη του, ενώ σε μας κάνει το κορόιδο»·
- αλλού λαλούν οι κόκοροι κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κόκορας·
- αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο, βλ. λ. πόνος·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, βλ. λ. Γιάννης·
- αλλού να τα λες αυτά! βλ. φρ. αλλού αυτά(!)·
- αλλού να τα πουλάς αυτά! βλ. φρ. αλλού αυτά(!). Πρβλ.: αυτά τα ψευτομάγκικα αλλού να πουλήσεις και σαν ιππότης μίλα μου, αν θες να με κερδίσεις (Λαϊκό τραγούδι)·
- αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, βλ. λ. παπάς·
- αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται, α. είναι αποπροσανατολισμένος, μπερδεμένος, δεν ξέρει πώς να ενεργήσει: «έχει τέτοιο μπέρδεμα στη δουλειά του, που αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται ο φουκαράς». β. είναι πολύ μεθυσμένος και περπατάει παραπατώντας επικίνδυνα: «πρόσεχέ τον όταν πίνει πολύ, γιατί αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται και μπορεί να πέσει στη μέση του δρόμου»· βλ. και φρ. εδώ πατάει κι εκεί βρίσκεται, λ. εδώ·
- αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα (θαύμα), βλ. λ. όνειρο·
- αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κακάρισμα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- αλλού το πάει, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, επιδιώκει κάτι διαφορετικό από αυτό που δείχνει: «απ’ ό,τι λέει, θέλει να σε βοηθήσει, αλλά πρέπει να προσέχεις, γιατί έχω την εντύπωση πως αλλού το πάει»·
- αλλού τρως και πίνεις, (κι) αλλού πας και το δίνεις (ενν. το μουνί σου), α. λέγεται ειρωνικά για γυναίκα που έχει ένα άντρα για να της εξυπηρετεί τις βιοτικές της ανάγκες και έναν άλλον για να της εξυπηρετεί τις σεξουαλικές. β. (γενικά) λέγεται για άτομο που, ενώ εξυπηρετείται ή βοηθιέται συστηματικά από κάποιον, όταν του παρουσιάζεται κάποια ευχέρεια, προσφέρει σε άλλον·
- βρίσκεται αλλού, α. (στη νεοαργκό) δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, ζει στον κόσμο του: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί βρίσκεται αλλού». β. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βρίσκεται υπό την επήρεια του ναρκωτικού: «δεν καταλαβαίνει τίποτα, γιατί βρίσκεται αλλού»· βλ. και φρ. είναι αλλού·
- εδώ μένω κι αλλού φουρνίζω, βλ. λ. φουρνίζω·
- εδώ πατάει κι αλλού βρίσκεται, βλ. φρ. πατάει εδώ και βρίσκεται αλλού·
- είναι αλλού, α. (στη νεοαργκό) είναι ονειροπαρμένος, είναι εκτός τόπου και χρόνου: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι αλλού». β. αγαπάει άλλον (άλλη): «πολύ μ’ αρέσει αυτή η γυναίκα, αλλά δυστυχώς είναι αλλού». γ. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι ναρκομανής: «δεν τον κάνει κανείς παρέα, γιατί είναι αλλού»· βλ. και φρ. βρίσκεται αλλού·
- είναι αλλού νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- είναι αλλού ξημερωμένος, βλ. λ. ξημερωμένος·
- είναι απ’ αλλού, (αόριστα) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι από διαφορετικό τόπο ή χώρα από ό,τι εμείς: «εγώ είμαι απ’ τη Θεσσαλονίκη, αλλά αυτός είναι απ’ αλλού || εγώ είμαι απ’ την  Ελλάδα, αλλά αυτός είναι απ’ αλλού, κι αν δεν κάνω λάθος απ’ την Ισπανία»·
- είναι εδώ, αλλά βρίσκεται αλλού, είναι πολύ αφηρημένος: «πώς να καταλάβει τι του λέω, αφού είναι εδώ, αλλά βρίσκεται αλλού»·
- είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, βλ. λ. πορτοκαλιά·
- είναι στο πολύ αλλού, α. (στη νεοαργκό) είναι πολύ ονειροπαρμένος, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας, εντελώς εκτός τόπου και χρόνου: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι στο πολύ αλλού». β. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι πολύ εξαρτημένος από τα ναρκωτικά: «είναι στο πολύ αλλού αυτός ο τύπος και δε βλέπω να ’χει πολλή ζωή ακόμα»·
- εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, βλ. λ. ζωή·
- έχει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει άλλού το νου του, βλ. λ. νους·
- η ζωή είναι αλλού, βλ. λ. ζωή·
- ήρθε απ’ αλλού, ήρθε από διαφορετικό δρόμο ή από άλλο τόπο ή χώρα: «εγώ ήρθα απ’ τον περιφερειακό κι ο τάδε ήρθε απ’ αλλού || ο τάδε ήρθε απ’ τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο δείνα ήρθε απ’ αλλού || ο αδερφός μου ήρθε απ’ τη Γερμανία κι ο φίλος του απ’ αλλού»·
- και τα πρόβατα σαν ξεπορτίσουν, πάν’ αλλού για να βοσκήσουν, βλ. λ. πρόβατο·
- μ’ έστειλε αλλού, (στη νεοαργκό) α. (για ποτά) μέθυσα πάρα πολύ, δεν ήξερα τι μου γινόταν από το μεθύσι: «ήταν τόσο μπόμπα το ουίσκι, που με την πρώτη γουλιά μ’ έστειλε αλλού». β. δεν έγινε δεκτή η πρότασή μου για σύναψη ερωτικής σχέσης, έφαγα χυλόπιτα: «μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η γυναίκα, αλλά μόλις τις τα ’ριξα μ’ έστειλε αλλού». Συνών. μ’ έστειλε για τσάι· 
- ο Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. λ. Θεός·
- ο νους του πάει αλλού ή πάει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- ο νους του πετάει αλλού ή πετάει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- ο νους του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- πατάει αλλού και βρίσκεται αλλού, βλ. φρ. αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται·
- πατάει αλλού κι αλλού, παραπατάει από το πολύ μεθύσι που έχει ή βρίσκεται κάτω από την επήρεια ναρκωτικού: «τον είδα άγρια μεσάνυχτα, που γυρνούσε στο σπίτι του, και πατούσε πάλι αλλού κι αλλού»·
- πατάει εδώ και βρίσκεται αλλού, βλ. φρ. αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται·
- πού αλλού; δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος βρίσκεται εκεί που συνήθως βρίσκεται. Η φρ. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού είναι (ο τάδε): «πού είναι το φιλαράκι σου; -Πού αλλού; Στο μπαρ»·
- πού αλλού, έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε την ερώτηση κάποιου αν βρίσκεται το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος στο μέρος που μας αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως βρίσκεται εκεί: «πάλι στο μπαρ είναι ο φίλος σου; -Πού αλλού». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- το μυαλό του πάει αλλού ή πάει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το μυαλό του πετάει αλλού ή πετάει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το μυαλό του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το πάει αλλού, βλ. φρ. αλλού το πάει·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- φέρνει τη συζήτηση αλλού, βλ. λ. συζήτηση·
- φέρνει την κουβέντα αλλού, βλ. λ. κουβέντα.

βάρκα

βάρκα, η, ουσ. [<μσν. βάρκα <λατιν. barca], η βάρκα. Υποκορ. βαρκάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- βάζει τη βάρκα στο λιμάνι, (ιδίως για άντρα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη, είναι ομοφυλόφιλος, πούστης και κατ’ επέκταση πρόκειται για άτομο ανάξιο λόγου, ασήμαντο, τιποτένιο: «μόλις έμαθα πως ο τάδε βάζει τη βάρκα στο λιμάνι, έπεσα απ’ τα σύννεφα || μήπως περίμενες από κάποιον που βάζει τη βάρκα στο λιμάνι να έχει μπέσα;». Από παρομοίωση του πέους με τη βάρκα και του πρωκτού με το λιμάνι. Συνών. βάζει κρέας στον κώλο του·
- για δε(ς) αν κουνιούνται οι βάρκες ή για πά(νε) να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες ή δεν πα(ς) να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες; ή πά(νε) να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες, α. ειρωνική προτροπή σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μπορεί να μας ξεγελάσει ή που προσπαθεί να μας ξεγελάσει. β. ειρωνική προτροπή σε κάποιον που κάνει τον έξυπνο ή τον έμπειρο σε κάτι, ενώ εμείς είμαστε πιο έξυπνοι ή πιο έμπειροι από αυτόν. Συνών. για δε(ς) απ’ τη γωνία αν έρχομαι ή για πά(νε) να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι ή δεν πα(ς) να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι; ή πά(νε) να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι ·
- δεν μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες, δεν μπορεί κανείς να ασχολείται με επιτυχία με δυο διαφορετικές δουλειές ταυτόχρονα: «πρέπει να δώσεις μια προτεραιότητα και ν’ αποφασίσεις ποιο απ’ τα δυο θέλεις να κάνεις πρώτα, γιατί δεν μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες». Συνών. από ένα πρόβατο, δυο δέρματα δε βγαίνουν / δυο καρπούζια σε μια μασχάλη δε χωράνε·
- είναι βάρκα γιαλό, α. έκφραση που δηλώνει πως τα πάντα σε ένα χώρο ή τόπο είναι πλημμυρισμένα, ιδίως ύστερα από καταρρακτώδη βροχή: «μετά τη βροχή, όλα τα έπιπλα στο σπίτι ήταν βάρκα γιαλό || μετά τις βροχοπτώσεις όλα στον κάμπο είναι βάρκα γιαλό || όταν πλημμυρίζει ο Έβρος, όλη η γύρω περιοχή είναι βάρκα γιαλό». β. έκφραση για μεγάλη αστάθεια αυτοκινήτου: «να κοιτάξεις το σύστημα διευθύνσεως, γιατί τ’ αμάξι σου είναι βάρκα γιαλό»·
- είναι βάρκα χωρίς κουπιά, δεν έχει προσωπική γνώμη, άγεται και φέρεται, κινείται απρογραμμάτιστα: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί είναι βάρκα χωρίς κουπιά || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, είναι βάρκα χωρίς κουπιά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είμαι βάρκα στη ζωή, χωρίς κουπιά, και την καρδιά μου η απονιά σου την πληγώνει, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά κι από την κρίση του κανένας δε γλιτώνει
- είναι σαν βάρκες, (για υποδήματα) είναι πολύ πιο μεγάλα και φαρδιά στο νούμερο από ό,τι θα έπρεπε να είναι γι’ αυτόν που τα φοράει, ή έχουν ανοίξει, φαρδύνει, από την πολυχρησία: «φορούσε κάτι παπούτσια που ήταν σαν βάρκες κι έμοιαζε, καθώς περπατούσε, με τον Σαρλώ»·
- έκατσε η βάρκα, προσάραξε σε αβαθή νερά, κόλλησε σε ξέρα: «είχε πάει για ψάρεμα, αλλά, επειδή του ήταν άγνωστα τα νερά, έκατσε η βάρκα του και τον έβγαλε έξω το Λιμενικό»· βλ. και φρ. την έκατσα τη βάρκα·
- έχει κάτι πόδια σαν βάρκες, έχει υπερβολικά μεγάλα πέλματα: «αυτός αποκλείεται να βρει παπούτσια στο νούμερό του, γιατί έχει κάτι πόδια σαν βάρκες»·
- η βάρκα κάνει νερά, η βάρκα έχει ρωγμές από τις οποίες μπαίνουν νερά και, κατ’ επέκταση, η δουλειά ή η υπόθεση αρχίζει να μην πηγαίνει καλά, αρχίζει να παρουσιάζει προβλήματα: «απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, η βάρκα κάνει νερά»·
- ίσα βάρκα ίσα νερά, εξισορρόπηση εσόδων εξόδων: «πόσα κέρδισες τον τελευταίο μήνα; -Μπα τίποτα, ίσα βάρκα ίσα νερά»·
- ίσα βάρκα ίσα πανιά, βλ. φρ. ίσα βάρκα ίσα νερά·
- καθίζω τη βάρκα, τη φέρνω να ακουμπήσει στα ρηχά, σε ξέρα, την προσαράζω: «επειδή σηκώθηκε ξαφνικό κύμα, τράβηξα με δύναμη κουπί και κάθισα τη βάρκα στα ρηχά»·
- κάθισε η βάρκα, βλ. συνηθέστ. έκατσε η βάρκα·
- πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, έκφραση αισιοδοξίας για ενέργεια με άγνωστο αποτέλεσμα, αλλά με την προσδοκία πως θα έχει θετική κατάληξη: «ξεκίνησα μια καινούρια δουλειά, χωρίς να ξέρω τα μυστικά της κι έτσι πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα». (Τραγούδι: προχτές αντίκρισα την πρώτη μου ρυτίδα υπάρχουν τόσα στη ζωή που δεν τα είδα, πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα πάμε να ζήσουμε σε κόσμους μακρινούς). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- πάτησα στη γη, χέζω τη βάρκα σου, λέγεται για αχάριστους ανθρώπους, που, μόλις ξεπεράσουν τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν, ξεχνούν αυτούς που τους βοήθησαν: «τέρμα οι βοήθειες, γιατί οι πιο πολλοί είναι πάτησα στη γη, χέζω τη βάρκα σου»·
- πηγαίνει σαν σπασμένη βάρκα, περπατάει με πολύ κόπο και ταλαντεύεται δεξιά αριστερά, είτε γιατί είναι μεθυσμένος είτε γιατί είναι βαρυφορτωμένος: «σίγουρα θα ’ταν πάλι πιωμένος, γιατί τον είδα που πήγαινε σαν σπασμένη βάρκα || ήταν τόσα πολλά αυτά που κουβαλούσε, που πήγαινε σαν σπασμένη βάρκα». Από την εικόνα της σπασμένης βάρκας, που πλέει με μεγάλη δυσκολία·
- σαν σπασμένη βάρκα, απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που το ρωτάει πώς πάει ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα·
- σε βάρκα γεννήθηκες; ή σε βάρκα σε γέννησε η μάνα σου; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που μπαίνοντας ή βγαίνοντας από κάποιο χώρο άφησε πίσω του την πόρτα ανοιχτή. Από το ότι μπαίνοντας ή βγαίνοντας κανείς από μια βάρκα δεν υπάρχει πόρτα για να την κλείσει. Συνών. κουρελού έχετε στην πόρτα σας; / κουρελού έχετε στο σπίτι σας; / σε σπηλιά γεννήθηκες; ή σε σπηλιά σε γέννησε η μάνα σου; / σε τσαντίρι γεννήθηκες; ή σε τσαντίρι σε γέννησε η μάνα σου(;)·
- τα φέρνω ίσα βάρκα ίσα νερά, δεν κερδίζω αλλά ούτε χάνω τίποτα, εξισορροπώ έσοδα και έξοδα: «τον τελευταίο χρόνο μόλις και μετά βίας τα φέρνω ίσα βάρκα ίσα νερά»·
- την έκατσα τη βάρκα, α. απέτυχα να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ τη στιγμή που δεν είχα άλλα λεφτά να ρίξω στη δουλειά μου, την έκατσα τη βάρκα». Από το ότι, όταν προσαράξει η βάρκα σε αβαθή νερά, δεν μπορεί να πάει αυτός που είναι μέσα στον προορισμό του. (Λαϊκό τραγούδι: την κάτσαμε, την κάτσαμε, την κάτσαμε τη βάρκα, τέρμα). β. βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση ή κατάσταση: «μόλις τους είδα να ’ρχονται όλοι αγριεμένοι καταπάνω μου, την έκατσα τη βάρκα». Από την ψυχική κατάσταση του ατόμου που προσάραξε τη βάρκα σε αβαθή νερά· βλ. και φρ. έκατσε η βάρκα·
- χέστηκα (χεστήκαμε) κι η βάρκα έγειρε ή χέστηκα (χεστήκαμε) κι η βάρκα γέρνει, αδιαφορώ τελείως για ό,τι έγινε ή ειπώθηκε: «ο τάδε είπε πως θα σε κάνει έξωση. -Χέστηκα κι η βάρκα έγειρε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.

βλάκας

βλάκας, ο, ουσ. [<αρχ. βλάξ]. α. αυτός που έχει μειωμένη εξυπνάδα, χαμηλό διανοητικό επίπεδο, ο ηλίθιος, ο χαζός: «είναι βλάκας ο άνθρωπος και δεν καταλαβαίνει εύκολα αυτό που του ζητάς να κάνει». β. απευθύνεται και με μειωτική διάθεση ή εκστομίζεται και ως βρισιά: «φύγε από μπροστά μου, ρε βλάκα, γιατί δε βλέπω τι γίνεται! || ουστ από δω, βλάκα!». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- αν δεν υπήρχαν οι βλάκες δε θα υπήρχαν τα δικαστήρια, οι διαφορές των ανθρώπων πρέπει να λύνονται, να διευθετούνται πολιτισμένα, με αμοιβαίες υποχωρήσεις·
- βλάκας από κούνια, ο εκ γενετής βλάκας και ως εκ τούτου ο πολύ μεγάλος βλάκας: «μην τον παρεξηγείς τον άνθρωπο, γιατί είναι βλάκας από κούνια»·
- βλάκας είμαι; (ρητορική ερώτηση) δεν είμαι καθόλου βλάκας: «βλάκας είμαι να μην πάω σ’ αυτό το ταξίδι, μια και όλα τα έξοδα είναι πληρωμένα;». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το καλά.·
- βλάκας με δίπλωμα, βλ. φρ. βλάκας με πατέντα·
- βλάκας με λοφίο, βλ. φρ. βλάκας με περικεφαλαία·
- βλάκας με πατέντα, κατά γενική διαπίστωση, αναμφίβολα, ο αναγνωρισμένος βλάκας: «είσαι βλάκας με πατέντα»· βλ. και λ. πατέντα·
- βλάκας με περικεφαλαία, μεγάλος βλάκας, αναμφισβήτητα βλάκας: «δεν είσαι μόνο βλάκας, αλλά είσαι βλάκας με περικεφαλαία»·
- βλάκας παντός καιρού, ο πολύ μεγάλος, ο αδιόρθωτος βλάκας: «δεν έχει γιατρειά αυτός, γιατί είναι βλάκας παντός καιρού»·
- βλάκας στο τετράγωνο, ο πολύ μεγάλος βλάκας: «αποκλείεται να καταλάβει αυτό που του λες, γιατί είναι βλάκας στο τετράγωνο»·
- γκραν βλάκας, ο μεγάλος βλάκας: «όσες φορές και να του πεις κάτι, δεν το καταλαβαίνει, γιατί είναι γκραν βλάκας»·
- είναι ένας βλάκας και μισός, είναι πολύ μεγάλος βλάκας, (που είναι, δηλαδή, ένας βλάκας, συν ακόμη άλλος μισός): «δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ ό,τι του λες, γιατί είναι ένας βλάκας και μισός». Ίσως από αναφορά στην ελληνική ταινία Ένας βλάκας και μισός, που γυρίστηκε το 1959 από τον Γιάννη Νταλ Δαλιανίδη· βλ. και λ. κουτοθωμάς·
- έξυπνος βλάκας, (ειρωνικά) λέγεται για άτομο που, παρ’ όλη τη βλακεία του, έχει κάπου κάπου και εκλάμψεις εξυπνάδας·
- κάνω το βλάκα, βλ. φρ. παριστάνω το βλάκα·
- ο βλάκας μπορεί να σου κάνει μεγαλύτερο κακό από έναν κακό, και αυτό συμβαίνει, γιατί ο βλάκας δεν καταλαβαίνει, δεν έχει συναίσθηση των πράξεών του·
- οι βλάκες είναι αήττητοι, οι βλάκες ποτέ δε θα πάψουν να υπάρχουν: «οι βλάκες είναι αήττητοι, αγόρι μου, γιατί είναι σαν τη Λερναία Ύδρα! Έναν καθαρίζεις, δυο παρουσιάζονται»·
- παριστάνω το βλάκα, προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω, ότι δεν ξέρω κάτι: «όσο και να παριστάνεις το βλάκα, αυτή τη δουλειά θα την τελειώσεις και θα πεις κι ένα τραγούδι»·
- τους βλάκες με την κοσά να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- τωνε βλακών ο βλάκας, ο πιο βλάκας από όλους τους βλάκες: «όχι μόνο είναι βλάκας, αλλά είναι τωνε βλακών ο βλάκας».

βρακί

βρακί, το, ουσ. [<μσν. βρακίν, υποκορ. του ουσ. βράκα <λατιν. braca, κέλτ. αρχής]. 1. το κάτω αντρικό, ιδίως γυναικείο εσώρουχο, η κιλότα, το κιλοτάκι, γιατί του άντρα συνηθίζεται να το λέμε σώβρακο, σλιπ, σλιπάκι. 2. η προσωπικότητα, η τιμή της γυναίκας, η οικογενειακή τιμή, ιδίως του άντρα: «γι’ αυτόν πες ό,τι θες, μη θίξεις όμως το βρακί της αδερφής του, γιατί γίνεται θηρίο». Στις φρ. το βρακί της μάνας σου ή το βρακί της αδερφής σου, ενν. το ρ. φαίνεται, όπου το υπονοούμενο είναι ότι πρόκειται για γυναίκα ανήθικη, για πόρνη αφού έφτασε στο σημείο να μην ενδιαφέρεται που φαίνεται το βρακί της. Βέβαια, οι παλιοί θα θυμούνται το ομοιοκατάληκτο παιδικό λογοπαίγνιο με τη λ. βρακί και το Πάτερ ημών, όπου ενώ κάποιο παιδί εκφωνούσε το Πάτερ ημών, η ομήγυρη απαντούσε εν χορώ: «Πάτερ ημών -Το βρακί του Σολομών - ο εν τοις ουρανοίς - το βρακί της μαμής - αγιασθήτω το όνομά σου - το βρακί της μαμάς σου - ελθέτω η βασιλεία σου - το βρακί της θείας σου. 3. στον πλ. τα βρακιά, το σύνολο των ρούχων που καλύπτουν το κάτω μέρος του σώματος: «όπως περπατούσε βιαστικά, του ’πεφταν κάθε τόσο τα βρακιά του», δηλ. το παντελόνι του και το βρακί του. (Ακολουθούν 46 φρ.)·
- αβράκωτος έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, βλ. λ. αβράκωτος·
- ακόμη τα κάνει στα βρακιά του ή τα κάνει ακόμη στα βρακιά του, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη τα κάνει στα βρακιά του και μας υποδεικνύει πώς να ενεργήσουμε!». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- ακόμη το βρακί του δεν μπορεί να δέσει, παντρειά μου γυρεύει, λέγεται ειρωνικά για νεαρό άτομο που επιδιώκει κάτι που είναι πάνω από τις δυνάμεις του ή τις δυνατότητές του: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό και είναι στα μαχαίρια με τον πατέρα του, γιατί θέλει να τον παραμερίσει και ν’ αναλάβει τη διεύθυνση της επιχείρησης. -Ακόμη το βρακί του δεν μπορεί να δέσει, παντρειά μου γυρεύει». Από το ότι η παντρειά έχει ευθύνες, υποχρεώσεις, χρειάζεται υπευθυνότητα, πράγμα που ίσως δε διαθέτει το νεαρό άτομο·
- άμυαλος βρακί εφόρει, κάθε πάτημα το θώρει, βλ. λ. άμυαλος·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλ’ η σκούφια μας, βλ. φρ. βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, ενώ μας λείπουν τα στοιχειώδη πράγματα στη ζωή μας, εμείς επιζητούμε ανώφελες πολυτέλειες. Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- γέμισε το βρακί του ή γέμισε τα βρακιά του, βλ. συνηθέστ. τα ’κανε στο βρακί του·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. φρ. δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του, είναι πάμφτωχος: «δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του κι ονειρεύεται μεγαλεία»·
- δεν έχει να βάλει δεύτερο βρακί, είναι πολύ φτωχός: «κάνει φοβερές οικονομίες ο άνθρωπος για να τα βγάλει πέρα, γιατί δεν έχει να βάλει δεύτερο βρακί»·
- δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. φρ. δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του·
- δεν έχει να φορέσει δεύτερο βρακί, βλ. φρ. δεν έχει να βάλει δεύτερο βρακί·
- δεν ξέρει να δέσει το βρακί του, είναι εντελώς άπειρος σε μια δουλειά ή τέχνη: «μοστράρεται για μηχανικός, αλλ’ αυτός, μωρ’ αδερφάκι μου, δεν ξέρει να δέσει το βρακί του»·
- δίνει και το βρακί του, είναι πολύ γαλαντόμος, είναι μεγάλος χουβαρντάς: «ένα του ζητάς δέκα σου δίνει, κι αν έχεις και μεγάλη ανάγκη, σου δίνει και το βρακί του»· βλ. και φρ. δίνω και το βρακί μου·
- δίνω και το βρακί μου, α. δίνω τα πάντα, προκειμένου να αποκτήσω κάτι που το θέλω πάρα πολύ: «γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο δίνω και το βρακί μου || γι’ αυτή τη γυναίκα δίνω και το βρακί μου». β. δίνω τα πάντα, προκειμένου να βοηθήσω κάποιο φιλικό μου πρόσωπο: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που τόσες φορές με βοήθησε στο παρελθόν, δίνω και το βρακί μου»· βλ. και φρ. δίνει και το βρακί του·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. λ. κώλος·
- δυο κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. λ. κωλομέρι·
- δώσ’ εδώ και δώσ’ εκεί πώς θα κάνουμε βρακί; ο σπάταλος άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει περιουσία: «θα πεθάνει στην ψάθα αυτός ο άνθρωπος, γιατί δώσ’ εδώ και δώσ’ εκεί πώς θα κάνουμε βρακί;»·
- έβαλε το βρακί, σαρίκι, βλ. λ. σαρίκι·
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. λ. κώλος·  
- είναι κώλος και βρακί, βλ. λ. κώλος·
- έφυγε με γεμάτο βρακί ή έφυγε με γεμάτο το βρακί ή έφυγε με γεμάτα βρακιά ή έφυγε με γεμάτα τα βρακιά, έφυγε από κάπου πολύ φοβισμένος, έφυγε τρομοκρατημένος: «μόλις τους είδε να τρέχουν όλοι καταπάνω του, έφυγε με γεμάτα βρακιά». Από το ότι πολλές φορές, όταν κάποιος αντιμετωπίζει κάποιον σοβαρό κίνδυνο, τα κάνει απάνω του από το φόβο του·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- κατεβάζω το βρακί ή κατεβάζω το βρακί μου ή κατεβάζω τα βρακιά ή κατεβάζω τα βρακιά μου, αποδέχομαι όλες τις απαιτήσεις κάποιου, υποκύπτω ολοκληρωτικά: «του έχει τέτοια αδυναμία που, ό,τι και να του ζητήσει, κατεβάζει τα βρακιά του || τον φοβάται τόσο πολύ που, ό,τι και να του ζητήσει, κατεβάζει το βρακί του || κατέβασα τα βρακιά μου στην τράπεζα για να πάρω ένα δάνειο, που το είχα πολλή ανάγκη»·
- μ’ έπιασε με τα βρακιά κατεβασμένα, βλ. φρ. με βρήκε με τα βρακιά κατεβασμένα·
- με βρήκε με τα βρακιά κατεβασμένα, με βρήκε εντελώς ανέτοιμο, εντελώς απροετοίμαστο, με πέτυχε σε ακατάλληλη στιγμή: «είχα όλη την καλή πρόθεση να τον βοηθήσω, αλλά με βρήκε με τα βρακιά κατεβασμένα, γιατί είχα να καλύψω ένα σωρό δικές μου υποχρεώσεις»·
- με πέτυχε με τα βρακιά κατεβασμένα, βλ. φρ. με βρήκε με τα βρακιά κατεβασμένα·
- μα το βρακί σου! λέγεται με παικτική διάθεση στο ορκίσου που μας λέει ο συνομιλητής μας, όταν εμείς για διάφορους λόγους δε θέλουμε να ορκιστούμε πραγματικά. Συνών. μα τα γένια του σπανού! ή μα του σπανού τα γένια(!)·
- να ’χεις την ευχή μου μέσ’ απ’ το βρακί μου, ευχή που δίνουμε σε κάποιον ή κάποια υπό τύπο αστεϊσμού και με σεξουαλικό περιεχόμενο·
- παστρικό βρακί, (για γυναίκες) είναι γυναίκα ανήθικη, πόρνη: «μας κάνει τη χαμηλοβλεπούσα, αλλά όλοι το ξέρουμε πως είναι παστρικό βρακί»·
- πετιέται σαν ψωλή απ’ το βρακί, βλ. λ. βρακί·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; βλ. λ. Γιάννης·
- πούλησε και το βρακί του, έχει υποστεί τέλεια οικονομική καταστροφή: «ήταν μεγάλος και τρανός, αλλά, από μια λανθασμένη κίνηση που έκανε στην τελευταία του δουλειά, πούλησε και το βρακί του»·
- στο βρακί σου, βλ. φρ. μα το βρακί σου·
- στο βρακί της αδερφής σου, ειρωνική απάντηση στο ορκίσου που μας λέει ο συνομιλητής μας, όταν εμείς για διάφορους λόγους δε θέλουμε να ορκιστούμε πραγματικά·
- τα ’κανε στο βρακί του ή τα ’κανε στα βρακιά του, α. φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε τόσο, που κατουρήθηκε ή χέστηκε απάνω του: «μόλις τους είδε να ’ρχονται αγριεμένοι, τα ’κανε στο βρακί του». β. χάρηκε πάρα πολύ: «τα ’κανε στα βρακιά του, μόλις έμαθε πως κέρδισε στο λαχείο». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές και στις δυο περιπτώσεις, από μεγάλο φόβο ή μεγάλη χαρά, να τα κάνει κάποιος απάνω του·
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, α. για να ζήσει κανείς πολυτελή ζωή, πρέπει να έχει και τη διάθεση να υποστεί και το ανάλογο κόστος: «θέλει ταξίδια, θέλει κρουαζιέρες, αλλά τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους κι αυτός ο καημένος δεν έχει μία». β. για τη διεκπεραίωση δύσκολων ή ειδικών υποθέσεων απαιτούνται και άτομα με τις κατάλληλες ικανότητες: «έτσι άπειρος που ήταν, έχασε όλα τα λεφτά του στο χρηματιστήριο, γιατί δεν ήξερε ο βλάκας πως τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους» γ. η συμπεριφορά του ανθρώπου πρέπει να είναι ανάλογη και με την κοινωνική θέση που κατέχει: «τον πέταξαν κλοτσηδόν απ’ τα μεγάλα σαλόνια, γιατί είχε την εντύπωση πως με τα λεφτά που απόκτησε απ’ την κληρονομιά μπορούσε να κάνει και να λέει ό,τι θέλει, αλλά του διέφευγε πως τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους»·
- την πήρε με το βρακί της, (για γυναίκες) την παντρεύτηκε πάμφτωχη, χωρίς διόλου προίκα: «την αγάπησε και την πήρε με το βρακί της»·
- το βρακί σέρνει καράβι, βλ. λ. καράβι·
- τον βρήκα με το βρακί ή τον βρήκα με τα βρακιά, βλ. φρ. τον βρήκα με το σώβρακο, λ. σώβρακο·
- τον έβαλε στο βρακί της, βλ. φρ. τον έχει στο βρακί της·
- τον έχει δεμένο στο βρακί της, βλ. φρ. τον έχει στο βρακί της·
- τον έχει στο βρακί της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος κάνει τον άντρα, με τον οποίο σχετίζεται ή το σύζυγό της, ό,τι θέλει, τον κάνει να τρέχει πίσω της, γιατί την αγαπάει πολύ ή γιατί δεν μπορεί να αντισταθεί στα θέλγητρά της: «αλλού κι αλλού κάνει το σκληρό, όμως η γυναίκα του τον έχει στο βρακί της»·
- του ’φυγαν στο βρακί του ή του ’φυγαν στα βρακιά του, βλ. φρ. τα ’κανε στο βρακί του·
- χέστηκε στο βρακί του ή χέστηκε στα βρακιά του, βλ. φρ. τα ’κανε στο βρακί του.

γαϊδούρι

γαϊδούρι, το, ουσ. [<μσν. γαϊδούριν <μτγν. γαϊδάριον], ο γάιδαρος (βλ. λ.). Υποκορ. γαϊδουράκι, το (βλ. λ.)· βλ. και φρ. γάιδαρος. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που ξέπεσε οικονομικά ή κοινωνικά: «κάποτε ήταν όλο μεγαλεία, αλλά τα ’φερε έτσι η ζωή και κάποια στιγμή από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι». Συνών. από δήμαρχος κλητήρας·
- γαϊδούρι ακαπίστρωτο (ξεκαπίστρωτο), άνθρωπος ασύδοτος, αναιδής, θρασύς: «δεν μπορεί κανένας να τον περιορίσει, γιατί είναι γαϊδούρι ξεκαπίστρωτο». Από την εικόνα του γαϊδουριού που, όταν δεν του έχουμε φορέσει καπίστρι, κινείται ασύδοτα·
- γαϊδούρι ασαμάρωτο (ξεσαμάρωτο), άνθρωπος χωρίς την παραμικρή ευγένεια, ο αγροίκος, ο άξεστος: «όχι μόνο δεν έχει ευγένεια αλλά είναι και γαϊδούρι ασαμάρωτο»·
- δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν μπορεί να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο, είναι εντελώς ανόητος ή είναι εντελώς ανίκανος να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή υπόθεση: «δεν του εμπιστευόμαστε καμιά δουλειά, γιατί δεν μπορεί ο φουκαράς να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο»·
- δουλεύει σαν γαϊδούρι ή δουλεύει σαν το γαϊδούρι, δουλεύει πολύ σκληρά, εντατικά και εξαντλητικά: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ δουλεύει σαν γαϊδούρι για να τα βγάλει πέρα». Για συνών. βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια, δηλώνει πως σε μια κοινή προσπάθεια, ενώ δουλεύουν οι άξιοι, απολαμβάνουν και οι ανάξιοι: «ο βουλευτής του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Γεωργακόπουλος δήλωσε πως με το νέο εκλογικό νόμο που θέλει να περάσει η κυβέρνηση, θα δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια»·
- εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει; έκφραση απηυδισμένου ατόμου που αντιλαμβάνεται πως κανείς δεν ακούει, κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά αυτά που λέει: «αμάν, ρε παιδιά, δώστε λίγη προσοχή σ’ αυτά που λέω, εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει; || εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει και δεν κάνει κανείς αυτά που λέω;»·
- έκανε καβάλα σε στραβό γαϊδούρι, απέτυχε οικτρά σε κάποια προσπάθειά του: «θέλησε να στήσει μια δουλειά, αλλά έκανε καβάλα σε στραβό γαϊδούρι και τώρα έχει προβλήματα»·
- καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει, είναι προτιμότερος αυτός που δεν έχει εμφάνιση, αλλά είναι ήρεμος και εργατικός, παρά αυτός που είναι όμορφος, αλλά είναι ατίθασος και προβληματικός: «ο μικρός του ο γιος είναι κάπως κακομούτσουνος, αλλά σκοτώνεται στη δουλειά, ενώ ο μεγάλος, που είναι τ’ ομορφόπαιδο της οικογένειας, τους δημιουργεί συνεχώς προβλήματα. -Α, να σου πω, φίλε μου. Καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει»· 
- κυπραίικο γαϊδούρι, α. άνθρωπος πολύ αγενής, ανάγωγος, αδιάντροπος, άξεστος, αναίσθητος, αφιλότιμος, αχάριστος: «όπου και να πάει φέρεται σαν κυπραίικο γαϊδούρι». β. άνθρωπος ισχυρογνώμονας, πεισματάρης: «είναι τέτοιο κυπραίικο γαϊδούρι, που δεν του αλλάζεις εύκολα γνώμη». Από το ότι τα γαϊδούρια αυτής της ράτσας είναι πολύ δύστροπα και πεισματάρικα. Πρόσφατη δήλωση του Ντεκτάς (23/9/2003) αναφέρει πως οι μόνοι γνήσιοι κάτοικοι της Κύπρου είναι τα γαϊδούρια(!!!)·
- όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια; λέγεται στην περίπτωση που σε μια επιχείρηση, σε ένα οργανωμένο σύνολο, όταν όλοι ενδιαφέρονται να κάνουν το αφεντικό, να καλοπερνούν, τότε η δουλειά ή οι υποθέσεις δε θα προωθούνται, αφού κανένας δε θα δουλεύει: «αν θέλουμε όλοι μας να το παίξουμε αφεντικά για να καλοπερνάμε, τότε το εργοστάσιό μας θα πάει φούντο, γιατί όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια;»·    
- παλιό γαϊδούρι καινούρια περπατησιά, γίνεται; ο κακός ή ο απατεώνας, δεν μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα ή τις συνήθειές του. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι από τον ομιλητή με το δε γίνεται·
- στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις, όλες τις θέσεις πρέπει να τις καταλαμβάνουν άνθρωποι με αξιοσύνη, με αυξημένες ικανότητες: «τώρα που ανάλαβες υπουργός να ξεχάσεις τα ρουσφέτια και στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις»·
- τα στραβά γαϊδούρια τη νύχτα πάν’ και βόσκουν, παράλληλες είναι και οι πράξεις των ιδιότροπων ανθρώπων: «καλημέρα του λες και βρίσκεις τον μπελά σου, αλλά τα στραβά γαϊδούρια τη νύχτα πάν’ και βόσκουν»·
- τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που κάποιος απατεώνας ή παράνομος συνταίριαξε με κάποιον όμοιό του ή στην περίπτωση που κάνουν παρέα δυο άτομα του ιδίου χαμηλού πνευματικού επιπέδου: «χαρτοπαίχτης ο ένας, νταβατζής ο άλλος τακίμιασαν μια χαρά, γιατί τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται || βλάκας αυτός, βρήκε και μια που είναι ντιπ χαϊβάνι και σκέφτεται να τη  παντρευτεί, γιατί βλέπεις τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται». Συνών. βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ (β) / είναι ραμμένοι φόδρα με φόδρα (β) / κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι (β) / ο βρομιάρης τον βρομιάρη αγαπά / όμοιος τον όμοιο (β) / όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα·
- το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος, βλ. λ. μισιακός.

Γιάννης

Γιάννης, ο, κύρ. όν. [<Ιωάννης], ένα από τα πιο συνηθισμένα ονόματα όχι μόνο στην ελληνική αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες. (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου // γεια σου Γιάννη τι χαμπάρια, γιατί είσαι λυπημένος (Λαϊκό τραγούδι).Υποκορ. Γιαννάκης, ο. (Τραγούδι: νοσταλγώ το μικρό το αμαξάκι τον γκαζιέρη που μας άναβε το φως και θυμάμαι τις κυρίες του Γιαννάκη και τον έρωτα που ήτανε κρυφός). (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε σε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «αν κάνουμε αυτή τη δουλειά, θα τρελαθούμε στα λεφτά και θ’ αγοράσω ένα σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε || δεν αγοράζω αυτοκίνητο, γιατί μπορεί να τρακάρω και να σκοτωθώ. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε». Η φρ. ανήκει στον Θ. Κολοκοτρώνη (βλ. Τάκη Ναστούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 39). Συνών. το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μον’ η Μαριώ το Γιάννη, λέγεται για κείνους τους γονείς που επαινούν υπερβολικά τα παιδιά τους: «όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, δεν κάνει άλλο απ’ το παινεύει το γιο του. -Άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη»·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, λέγεται στην περίπτωση που η βοήθεια που μας προσφέρει κάποιος, δεν καλύπτει την πραγματική μας ανάγκη: «ποτέ σου δε με βοήθησες και να πιάσει τόπο η βοήθειά σου, γιατί μια ζωή, αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις». Συνών. αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο·   
- γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, έκφραση, που δηλώνει τέλεια έλλειψη συνεννόησης (αφού παίρνουμε απάντηση άσχετη με αυτό που ρωτάμε): «εγώ τον ρωτούσα για το πώς πάει η δουλειά κι αυτός μου ’λεγε τι ρούχα θα φορέσει το βράδυ στο χορό. -Γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω»·
- Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει, βλ. συνηθέστ. χαιρέτα μας τον πλάτανο και Νικολό καρτέρει, λ. πλάτανος·
- Γιάννη είχα, Γιάννη έχω κι αν χηρέψω, πάλι Γιάννη θα γυρέψω, από το ότι ο Γιάννης, όπως και ο Γιώργος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, είναι συνήθως καλό παιδί. Βέβαια, πολλές φορές, αλλάζουμε το όνομα και χρησιμοποιούμε το όνομα που μας ενδιαφέρει·
- Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι, (γενικά) δεν υπάρχει καμιά περίπτωση εξέλιξής του λόγω της ελαττωμένης του νοημοσύνης: «όσο και να το βοηθήσεις αυτό το παιδί, Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι»·
- Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που επιδιώκει να είναι ο κύριος ωφελημένος από κάποια δουλειά ή ενέργειά του και, κατ’ επέκταση, ο ατομιστής, ο φιλοτομαριστής: «είναι πολιτικός μηχανικός ο τύπος, κάνει και τον εργολάβο και, όπως έχουν τα πράγματα, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει». Η φράση προέρχεται από μια εθνοσυνέλευση στο αρχαίο θέατρο του Άργους, στην οποία ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τα είχε κανονίσει όλα προς όφελός του. Συνών. ο καθένας για (την) πάρτη του / ο καθένας για τον εαυτό του. β. τα έχουν κανονίσει με τέτοιο τρόπο, ώστε όλα τα κέρδη ή οφέλη να μένουν σε στενό οικογενειακό ή φιλικό κύκλο: «έχει μια δουλίτσα με τη γυναίκα του, έβαλε τώρα συνεταίρους και τα παιδιά του που μεγάλωσαν κι όπως καταλαβαίνεις, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει»·
- Γιάννης πήγε Γιάννης γύρισε (ήρθε) ή Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε (ήρθε), λέγεται ειρωνικά για κάποιον που δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την παραμικρή πρόοδο ή εξέλιξη σε μια δουλειά ή υπόθεση που του αναθέσαμε: «τον έστειλα μέχρι την τράπεζα να διακανονίσει τις δόσεις για ένα δάνειο που πήρα, αλλά Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε»·
- έχει κι ο Γιάννης καΐκι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που καμαρώνει ένα ασήμαντο απόκτημά του ή το επιδεικνύει για πολύ σπουδαίο: «παιδιά, αγόρασα αυτοκίνητο. -Έχει κι ο Γιάννης καΐκι»·
- καλημέρα Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, βλ. φρ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι να γιάνει ή να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει, λέγεται για κείνον που, ενώ πρώτα θεληματικά ή άθελα μας κάνει κάποιο κακό, προθυμοποιείται εκ των υστέρων να επανορθώσει: «εντάξει, ρε φίλε, τι φωνάζεις; Ό,τι ζημιά σου ’κανα θα στην αποκαταστήσω. -Να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει»·
- ο Γιάννης που περπατάει, (χάριν αστεϊσμού) το ουίσκι Johnnie Walker: «όση ώρα σε περίμενα, ήπια ένα Γιάννη που περπατάει || βάλε μου να πιω, σε παρακαλώ, ένα Γιάννη που περπατάει»·
- όχι Γιάννης, Γιαννάκης, λέγεται με ειρωνική διάθεση για πράγματα ή καταστάσεις που δεν έχουν μεταξύ τους ουσιώδη διαφορά: «εγώ δεν είπα ότι είναι απατεώνας, απλά είπα πως πρέπει να τον προσέχουμε. -΄Όχι Γιάννης, Γιαννάκης». Συνών. δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ·
- πίσω Γιάννη τα καράβια, λέγεται ειρωνικά γι’ αυτόν που αρχίζει να λέει ή να υποστηρίζει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε ή υποστήριζε προηγουμένως: «επέμενε να τιμωρηθεί ο ένοχος, αλλά, μόλις αποκαλύφθηκε πως ήταν ο φίλος του, πίσω Γιάννη τα καράβια»·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; βλ. φρ. τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, α. λέγεται ειρωνικά για φιλάσθενο άτομο: «τι κάνει ο παππούς σου; -Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί». β. λέγεται ειρωνικά για κείνον που πάντα βρίσκει μια δικαιολογία για να αποφύγει κάποια δουλειά, που θέλουμε να του αναθέσουμε: «γιατί δεν έστειλες τον τάδε να ετοιμάσει την παραγγελία; -Γιατί, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί»·
- σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση, λέγεται ειρωνικά σε κείνον που ονομάζεται Γιάννης, και το υπονοούμενο είναι πως είναι ελαφρόμυαλος, πως μειονεκτεί πνευματικά και για το λόγο αυτό πέφτει συνεχώς σε γκάφες ή συνεχώς τον κοροϊδεύουν, τον ξεγελούν, τον εξαπατούν. Ίσως από το ότι το όνομα Γιάννης είναι πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα. Πρβλ.: βρε Γιάννη, τον Σωτήρη να τονε σέβεσαι κι απ’ τους σαράντα πέντε δε μοιάζει σ’ ένανε (Λαϊκό τραγούδι)·
- σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει, έκφραση με την οποία πιστοποιείται το πόσο συνηθισμένο είναι αυτό το όνομα στην Ελλάδα·
- τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, λέγεται στην περίπτωση που αγαπάμε τα καλά, ιδίως τα χρήματα, ορισμένων ανθρώπων αλλά τους ίδιους τους αντιπαθούμε ή στην περίπτωση που το μόνο που μας νοιάζει από έναν άνθρωπο είναι το κέρδος που θα βγάλουμε, το όφελος που θα έχουμε από τη συναναστροφή μας μαζί του αλλά τον ίσιο δεν τον εκτιμούμε, δεν τον θέλουμε για συντροφιά, για παρέα: «όταν έχεις ανάγκη αμάν βοήθα, κι όταν είσαι μια χαρά ούτε μας χαιρετάς, γιατί κι εσύ σαν τους άλλους έγινες, τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε»·
- τι Γιάννης τι Γιαννάκης; βλ. φρ. όχι Γιάννης, Γιαννάκης·
- τι κάνεις Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω, βλ. συνηθέστ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα, λέγεται στην περίπτωση που οι δυσκολίες της ζωής σε ένα άτομο έχουν γίνει πια καθημερινό φαινόμενο·
- φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη, α. λέγεται στην περίπτωση που δυο άτομα βρίσκονται σε έχθρα ή σε αντιπαλότητα και, ωστόσο, δεν προβαίνει κανείς σε κάποια δυναμική ενέργεια εναντίον του άλλου γιατί, ο καθένας από την πλευρά του, υπολογίζει σοβαρά τη δύναμη ή την ικανότητα του αντιπάλου του: «είναι καιρό που βρίσκονται στα μαχαίρια, αλλά κάθονται στ’ αβγά τους, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη». β. λέγεται επίσης στην περίπτωση ισορροπίας τρόμου: «οι δυο υπερδυνάμεις δεν τολμούν να συγκρουστούν, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη».

γουρούνι

γουρούνι, το, θηλ. γουρούνα, η, ουσ. [<μσν. γουρούνιν, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἡ γρῶνα], το γουρούνι. 1. (υβριστικά) άντρας χοντρός και υπερβολικά βρομερός: «κάθισε δίπλα μου ένα γουρούνι, που βρομοκοπούσε απ’ την απλυσιά». 2. άνθρωπος ανάγωγος, άξεστος, αναίσθητος, αισχρός: «δεν τον θέλει κανείς στην παρέα του, γιατί, όπου και να πάει, φέρεται σαν γουρούνι». 3α. άντρας άσχημος και κακός: «πώς κάνεις παρέα μ’ αυτό το γουρούνι!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά σε άντρα: «έλα δω, ρε γουρούνι, τι κάθισες κι είπες για μένα;». γ. υβριστικός χαρακτηρισμός του άντρα από γυναίκα: «πανάθεμά σε γουρούνι, πάλι μεθυσμένος μου κουβαλήθηκες;». Τέλος, είναι γνωστό σε όλους το σύνθημα που πρωτακούστηκε στις φοιτητικές διαδηλώσεις αμέσως μετά τη μεταπολίτευση το 1974: μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, και, τελικά, η λ. επικράτησε να χαρακτηρίζει υβριστικά τον αστυνομικό: «είδες εσύ ποτέ σου κανένα γουρούνι να ’χει καλή συμπεριφορά απέναντι στον πολίτη;». 4. (στη γλώσσα της φυλακής) αυτός που είναι χοντρός και βρόμικος: «αν κάτσει απάνω σου αυτό το γουρούνι ή θα σε λιώσει ή θα σκάσεις απ’ τη βρόμα». Υποκορ. γουρουνάκι, το (βλ. λ.)· βλ. και λ. γουρούνα. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- αγοράζω γουρούνι στο σακί ή παίρνω γουρούνι στο σακί, αγοράζω κάτι χωρίς να εξετάσω την ποιότητα ή την καταλληλότητά του: «τον ξεγέλασαν, γιατί αγόρασε γουρούνι στο σακί»· βλ. και φρ. παίρνω γουρούνι στο σακί·
- από γουρούνι δε γίνεται γούνα, δεν μπορεί να προσδοκά, να προσβλέπει κανείς σε κάποιο καλό από κακό άνθρωπο: «μην απορείς που σου φέρθηκε σκάρτα, γιατί από γουρούνι δε γίνεται γούνα»·
- δεν μπορείς να φτιάξεις μετάξι από δέρμα γουρουνιού, δεν μπορείς να φτιάξεις κάτι, όταν δεν έχεις τα κατάλληλα μέσα: «για να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου πρέπει να ’χω και τ’ απαραίτητα εργαλεία, γιατί δεν μπορείς να φτιάξεις μετάξι από δέρμα γουρουνιού»·
- Εβραίοι, γουρούνια, θα γίνεται σαπούνια, βλ. λ. Εβραίος· 
- ζουν σαν γουρούνια ή ζουν σαν τα γουρούνια, λέγεται για ομάδα ατόμων, ιδίως για οικογένεια, που ζουν μέσαστη βρομιά: «δεν ξαναπάω στο σπίτι τους, γιατί ζουν σαν τα γουρούνια»·
- και κραγιόν να βάλεις σε γουρούνι, πάλι γουρούνι είναι, βλ. φρ. σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι·
- κυλιέται σαν γουρούνι ή κυλιέται σαν το γουρούνι, α. είναι πάντοτε βρόμικος: «δεν είναι να του δώσεις καινούρια ρούχα, γιατί κυλιέται σαν γουρούνι». β. ζει μέσα στη διαφθορά και την ακολασία: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ κυλιέται σαν γουρούνι με τις παλιοπαρέες του και δεν ακούει κανέναν»·
- κυλίστηκε σαν γουρούνι στο βούρκο ή κυλίστηκε σαν το γουρούνι στο βούρκο, βλ. φρ. κυλίστηκε σαν γουρούνι στη λάσπη·
- κυλίστηκε σαν γουρούνι στη λάσπη ή κυλίστηκε σα το γουρούνι στη λάσπη, ξέπεσε στην έσχατη διαφθορά: «ήταν τόσο καλό παιδί, όμως με τις παρέες που έμπλεξε κυλίστηκε σαν γουρούνι στη λάσπη». Αναφορά στο φυσικό περιβάλλον του γουρουνιού·
-όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη,α. λέγεται γι’ αυτούς που ανήκουν στον ίδιο περιβάλλον ή στον ίδιο συντεχνιακό χώρο και έχουν κοινό τρόπο συμπεριφοράς, ιδίως άπρεπο, κακό, αφερέγγυο: «έκανα νεύμα σε τέσσερις πέντε ταξιτζήδες να σταματήσουν να με πάρουν, αλλά όλοι με αγνόησαν επιδεικτικά, λες κι ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη γη, γιατί, βλέπεις, όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη». β. λέγεται και υβριστικά από τις γυναίκες, όταν αναφέρονται στους άντρες: «γυρνούσε κάθε βράδυ μεθυσμένος στο σπίτι του κι έσπαζε στο ξύλο τη γυναίκα του. -Όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη». Στην τελευταία περίπτωση, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το εμ·
- όλα τα γουρούνια μια μύτη έχουνε, βλ. φρ. όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη·
- όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. σκατά·
- παίρνω γουρούνι στο σακί, ενεργώ χωρίς προηγούμενη σκέψη, ενεργώ άστοχα, επιπόλαια, απερίσκεπτα: «πρέπει να γνωρίσω πρώτα πολύ καλά τη γυναίκα που θ’ αποφασίσω να παντρευτώ, γιατί δεν παίρνω γουρούνι στο σακί»· βλ. και φρ. αγοράζω γουρούνι στο σακί·
- σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι, ματαιοπονούμε, όταν προσπαθούμε να αλλάξουμε κάποιον που έχει έμφυτα ελαττώματα: «αποφάσισα να πάψω να τον συμβουλεύω και να μην ασχοληθώ ξανά μαζί του, γιατί σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι». Συνών. τον αράπη (σαν) κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς·
- σεξιστικό γουρούνι, υποτιμητικός ή και υβριστικός χαρακτηρισμός άντρα από φεμινίστρια: «μόλις κατάλαβε πόσο σεξιστικό γουρούνι ήταν, τον διαβολόστειλε». Συνών. φαλλοκρατικό γουρούνι·
- στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βγάζει πολύ δυνατές και διαπεραστικές κραυγές: «όταν νευριάσει, στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι || λίγο να χτυπήσει κάπου, στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι»·
- τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια, λέγεται όταν κάτι καλό, κάτι εξαίσιο πέφτει σε ανάξια χέρια: «ήταν άσχετος με τα οικονομικά αλλά βρήκε την καλύτερη θέση μέσα στην τράπεζα, γιατί τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια || ήταν άξεστος κι αγράμματος κι όμως παντρεύτηκε το καλύτερο κορίτσι γιατί, όπως φαίνεται, τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια»·   
- τραγουδάει σαν να σφάζουν γουρούνι, (ειρωνικά) λέγεται για τραγουδιστή, που έχει διαπεραστική και φάλτσα φωνή: «έφεραν στο κέντρο έναν καινούριο τραγουδιστή, που τραγουδάει σαν να σφάζουν γουρούνι»·
- τρώει σαν γουρούνι ή τρώει σαν το γουρούνι, τρώει πάρα πολύ και χωρίς να ακολουθεί τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς, ενώ, συνήθως, μουγκρίζει υπόκωφα από την ευχαρίστηση: «μ’ έκανε ρεζίλι που τον πήρα στο γεύμα που παρέθεσε ο τάδε, γιατί έτρωγε σαν γουρούνι». Συνών. τρώει σαν ζώο·
- τσιρίζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βλ. φρ. στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι·
- φαλλοκρατικό γουρούνι, υποτιμητικός ή υβριστικός χαρακτηρισμός άντρα, ιδίως από φεμινίστρια: «όλα τα φαλλοκρατικά γουρούνια έχουν την ίδια μούρη». Συνών. σεξιστικό γουρούνι·
- φωνάζει σαν να σφάζουν γουρούνι, βλ. συνηθέστ. στριγκλίζει σαν να σφάζουν γουρούνι.

δαχτυλάκι

δαχτυλάκι κ. δακτυλάκι το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. δάχτυλο], το μικρό δάχτυλο των χεριών ή των ποδιών: «κάποιος με πάτησε στο λεωφορείο και μου πονάει το δαχτυλάκι μου». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- βάζω το δαχτυλάκι μου ή βάζω κι εγώ το δαχτυλάκι μου, α. επεμβαίνω κρυφά, βοηθώ, ιδίως μεροληπτικά, κάποιον: «δε θα ’παιρνε τη δουλειά, αν δεν έβαζες το δαχτυλάκι σου». β. είμαι συνυπεύθυνος, ιδίως για κάτι κακό: «εδώ που τα λέμε, αν δεν έβαζες κι εσύ το δαχτυλάκι σου, δε θα χρεοκοπούσε ο άνθρωπος»·
- βάλε μου ένα δαχτυλάκι, (για ποτά) βάλε μου τόσο όσο είναι και το πάχος ενός δάχτυλου και, κατ’ επέκταση, βάλε μου μια ελάχιστη ποσότητα: «βάλε μου κι εμένα ένα δαχτυλάκι απ’ αυτό το ουίσκι || θέλεις να σου βάλω απ’ αυτό το ουίσκι; -Ένα δαχτυλάκι». Εδώ συνήθως, χάριν αστεϊσμού, παίζεται το εξής θέατρο από εκείνον που του ζητούν να σερβίρει: θέλεις ένα δαχτυλάκι, πώς; Έτσι; και δείχνει το δάχτυλό του σε οριζόντια θέση ή έτσι; και δείχνει το δάχτυλό του κάθετα·
- δεν κουνάω ούτε το δαχτυλάκι μου ή δεν κουνάω ούτε το μικρό μου το δαχτυλάκι, δεν κάνω την παραμικρή προσπάθεια για να πετύχω κάτι ή την παραμικρή ενέργεια για να βοηθήσω κάποιον ή για να αποτρέψω κάτι: «πώς θέλεις να προκόψεις, απ’ τη στιγμή που δεν κουνάς ούτε το δαχτυλάκι σου! || εδώ εγώ πνίγομαι απ’ τη δουλειά κι αυτός δεν κουνάει ούτε το μικρό του το δαχτυλάκι να με βοηθήσει || ενώ μπορούσε ν’ αποτρέψει το μάλωμα, δεν κούνησε ούτε το μικρό του το δαχτυλάκι». Συνοδεύεται από ελαφρό κούνημα του μικρού δάχτυλου·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το δαχτυλάκι, δεν μπορείς να συγκριθείς μαζί του, γιατί, γενικά, είναι κατά πολύ ανώτερός σου: «όσο και να καυχιέσαι, δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του». Συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου. Συνών. δεν τον φτάνεις ούτε στο νυχάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νυχάκι·
- ένα δαχτυλάκι, ελάχιστη ποσότητα, ιδίως ποτού: «ο γιατρός μου απαγόρεψε το ποτό, αλλά ένα δαχτυλάκι μου το επιτρέπει»·
- έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, α. με την παραμικρή μου προσπάθεια: «έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, μπορώ να τον βάλω αμέσως σε μια θέση στο δημόσιο». β. με την παραμικρή μου θέληση: «έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, θα ’ρθει και θα πέσει στα πόδια μου || έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, έχω ό,τι θελήσω». Συνοδεύεται από ελαφρό κούνημα του μικρού δάχτυλου· βλ. και φρ. έτσι να κάνω το δάχτυλό μου, λ. δάχτυλο·
- κρύβομαι πίσω απ’ το δαχτυλάκι μου, βλ. συνηθέστ. κρύβομαι πίσω απ’ το δάχτυλό μου, λ. δάχτυλο·
- με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, με μεγάλη ευχέρεια: «εσύ μπορείς να νικήσεις τον τάδε; -Με το μικρό μου δαχτυλάκι»·
- το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, φέρω σε πέρας με μεγάλη ευχέρεια αυτό που μου αναθέτουν: «αυτό που μου λες, το κάνω με το μικρό μου δαχτυλάκι». Πολλές φορές, συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου·
- το καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. συνηθέστ. το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- το μπορώ με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. φρ. το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον βάζω κάτω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. φρ. τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, τον καταβάλλω, τον νικώ με μεγάλη ευχέρεια: «αυτόν που μου δείχνεις τον κάνω καλά με το μικρό μου δαχτυλάκι». Πολλές φορές, συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου·
- τον καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. συνηθέστ. τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον παλεύω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. φρ. τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- φτάνει να κουνήσει το δαχτυλάκι του ή φτάνει να κουνήσει το μικρό του το δαχτυλάκι, είναι τόσο ισχυρός ή τόσο αγαπητός, που, και η παραμικρή επιθυμία που εκδηλώνει, γίνεται αμέσως από τους άλλους πράξη: «τον αγαπούν τόσο πολύ, που, ό,τι και να θελήσει, γίνεται αμέσως, φτάνει να κουνήσει το δαχτυλάκι του».  

δίνω

δίνω, ρ. [<μτγν. δίδω <αρχ. δίδωμι], δίνω. 1. (για γονείς, συγγενείς) παντρεύω: «έδωσε την κόρη του σ’ ένα καλό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: στης ακρίβειας τον καιρό επαντρεύτηκα κι εγώ και μου δώσαν μια γυναίκα που ’τρωγε για πέντε-δέκα). 2. (στη γλώσσα της αργκό) προδίδω, ρουφιανεύω κάποιον: «εσένα ποιος σ’ έδωσε στην αστυνομία;». Συνών. δένω (8) / καρφώνω (7). 3α.(για ακίνητα) αποφέρω εισόδημα: «έχω νοικιασμένο ένα διαμέρισμα που μου δίνει ένα καλό εισόδημα». β. (για μηχανήματα) παράγω: «είναι ολοκαίνουρια η μηχανή και δίνει μεγάλη ταχύτητα || παντρεύτηκαν μικροί κι έδωσαν στον κόσμο ένα σωρό παιδιά». 4. προσφέρω: «μου ’δωσε τον αναπτήρα του, γιατί αγόρασε άλλον». 5. δίνω ως προίκα, προικίζω: «όταν θα παντρευτεί, ο πατέρας της θα της δώσει τρία διαμερίσματα». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, αν δε μου δώσει η μάνα σου ογδόντα δυο χιλιάδες αχ, να σ’ έχει να σε χαίρεται, να βόσκεις αγελάδες). 6. πουλώ: «σήμερα έδωσα όλο το εμπόρευμα || πόσο το δίνετε αυτό το έπιπλο;». (Λαϊκό τραγούδι: θα το δώσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι να μετράω τους καημούς και τους αναστεναγμούς). 7. γεννώ: «παντρεύτηκαν μικροί κι έδωσαν στον κόσμο ένα σωρό παιδιά».(Λαϊκό τραγούδι: αϊτός αϊτό μεγάλωνε του ’λεγε και τον μάλωνε, αϊτόπουλο γεννήθηκες μ’ αϊτό να ζευγαρώσεις αϊτούς και συ να δώσεις).8. με το μυστήριο της βάφτισης δίνω σε ένα παιδί κάποιο όνομα: «την Κυριακή βαφτίζω την κόρη μου. -Τι όνομα θα της δώσετε;». Συνών. βάζω (7). 9α. δώσε, προστακτ. αορ., ανέβασε την ένταση στη μουσική: «δώσε λίγο, γιατί αυτό το ρεμπέτικο τραγούδι μ’ αρέσει πάρα πολύ». β. ανέβασε τις στροφές της μηχανής της μοτοσικλέτας ή του αυτοκινήτου, επιτάχυνε: «δώσε, ρε παιδάκι μου, να περάσουμε αυτή τη νταλίκα, που βαρέθηκα να τη βλέπω μπροστά μου!». 10. στο α΄ πλ. πρόσ. του αορ. δώσαμε, λέγεται, συνήθως επαναλαμβανόμενο, ως ειρωνική άρνηση σε κάποιον που μας ζητάει βοήθεια, ιδίως οικονομική. Από την εικόνα του ατόμου που, με τη δικαιολογία πως έχει ήδη συμβάλλει, αρνείται να προσφέρει τον οβολό του σε κάποιον έρανο. (Ακολουθούν 470 φρ.)·
- αλλού τρως και πίνεις (κι) αλλού πας και το δίνεις (ενν. το μουνί σου), βλ. λ. αλλού·
- αν δε δώσεις, δεν αγιάζεις, αυτός που δίνει σε αυτούς που έχουν ανάγκη, στους φτωχούς έχει την εύνοια του Θεού: «μην περιμένεις την ευλογία του Θεού, βρε τσιγκούναρε, γιατί, αν δε δώσεις, δεν αγιάζεις»·
- αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, βλ. λ. παιδί·
- αν δεν κλάψει το μωρό, η μάνα του δεν του δίνει να φάει, βλ. λ. μωρό·
- αν του δώσεις ψίχουλο, θα σου ζητά φραντζόλα, βλ. λ. ψίχουλο·
- αναφορά θα σου δώσω; (δώσουμε;), βλ. λ. αναφορά·
- απ’ τ’ Άι-Γιωργιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα, βλ. λ. φουστάνι·
- ας μην (το) δώσει ο Θεός, βλ. λ. Θεός
- αυτά τα χείλη έχουμε, τέτοια φιλιά δίνουμε, βλ. λ. χείλι·
- αφρίζει ξαφρίζει τον παρά μου έδωσα, βλ. λ. παράς·
- βράδυ σου δώσανε το δίπλωμα; βλ. λ. βράδυ·
- δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, βλ. λ. χέρι·
- δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί, βλ. λ. χέρι·
- δε δίνει αναφορά σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- δε δίνει ούτε την αμαρτία του, βλ. λ. αμαρτία·
- δε δίνει σημεία ζωής ή δε δίνει σημείο ζωής, βλ. λ. ζωή·
- δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, βλ. λ. άγγελος·
- δε δίνει του αγίου του θυμίαμα ή δε δίνει ούτε στον άγιό του θυμίαμα, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει του αγίου νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- δε δίνω δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δε δίνω δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δε δίνω δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δε δίνω δυάρα, βλ. λ. δυάρα·
- δε δίνω έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δε δίνω έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- δε δίνω μία, βλ. λ. μία·
- δε δίνω πενηνταράκι, βλ. λ. πενηνταράκι·
- δε δίνω πεντάρα (τσακιστή), βλ. λ. πεντάρα·
- δε δίνω πίστη (ενν. σε κάποιον ή στα λόγια κάποιου), βλ. λ. πίστη·
- δε δίνω σημασία, βλ. λ. σημασία·
- δε δίνω τσεντέσιμο, βλ. λ. τσεντέσιμο·
- δε δίνω φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δέκα θα σου δίνω και μία θα μετράς (ενν. μπουνιές, ξυλιές κ.λπ.), βλ. λ. δέκα·
- δε μου ’δωσε (καμιά, καθόλου) σημασία, βλ. λ. σημασία·
- δεν του δίνω (καμιά, καθόλου) σημασία, βλ. λ. σημασία·
- δίνε του! α. φύγε αμέσως: «δίνε του, γιατί δε σε σηκώνει άλλο το κλίμα!». β. (απειλητικά ή προειδοποιητικά) φύγε! εξαφανίσου, γιατί διαφαίνεται κάποιος κίνδυνος, γκρεμοτσακίσου! ξεκουμπίσου! άδειασέ μου τη γωνιά(!): «δίνε του, ρε παιδάκι μου, δεν κατάλαβες ακόμα πως έχεις γίνει ενοχλητικός;». Συνών. κόβε! ή κόψε! / σπάνε! ή σπάσε! / στρίβε ή στρίψε(!)·
- δίνει και παίρνει, λέγεται για κάτι που γίνεται με μεγάλη συχνότητα ή με τη συμμετοχή όλων των παρευρισκομένων: «το πείραγμα δίνει και παίρνει»· βλ. και φρ. δίνω και παίρνω ·
- δίνει και το βρακί του, βλ. λ. βρακί·
- δίνει μπόι, (για ρούχα), βλ. λ. μπόι·
- δίνει ρεσιτάλ, βλ. λ. ρεσιτάλ·
- δίνει σόου, βλ. λ. σόου·
- δίνει στη γη βάρος ή δίνει βάρος στη γη, βλ. λ. γη·
- δίνει τα φιλιά της, βλ. λ. φιλί·
- δίνει το κορμί της, βλ. λ. κορμί·
- δίνει χρώμα στη φωνή του, βλ. λ. χρώμα·
- δίνουμε τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- δίνω αβάντζο (σε κάποιον), βλ. λ. αβάντζο·
- δίνω αγώνα, βλ. λ. αγώνας·
- δίνω αίμα, βλ. λ. αίμα·
- δίνω ακάλυπτη επιταγή, βλ. λ. επιταγή·
- δίνω αμανάτι, βλ. λ. αμανάτι·
- δίνω αμνηστία, βλ. λ. αμνηστία·
- δίνω αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- δίνω ανοιχτή επιταγή, βλ. λ. επιταγή·
- δίνω απάντηση, βλ. λ. απάντηση·
- δίνω αρραβώνα, βλ. λ. αρραβώνας·
- δίνω άσπρη κόλλα, βλ. λ. κόλλα·
- δίνω άφεση αμαρτιών, βλ. λ. άφεση·
- δίνω αφορμή για σχόλια, βλ. λ. αφορμή·
- δίνω αφτί, βλ. λ. αφτί·
- δίνω βάρος, βλ. λ. βάρος·
- δίνω βάση στα λόγια του, βλ. λ. βάση·
- δίνω βάση, βλ. λ. βάση·
- δίνω βερεσέ, βλ. λ. βερεσέ·
- δίνω γεύμα, βλ. λ. γεύμα·
- δίνω γη και ύδωρ, βλ. λ. γη·
- δίνω γνωριμία, βλ. λ. γνωριμία·
- δίνω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- δίνω δείγμα γραφής ή δίνω δείγματα γραφής, βλ. λ. γραφή·
- δίνω δελτίο, βλ. λ. δελτίο·
- δίνω διαταγή, βλ. λ. διαταγή·
- δίνω δικαίωμα ή δίνω δικαιώματα, βλ. λ. δικαίωμα·
- δίνω διορία, βλ. λ. διορία·
- δίνω έκταση (σε κάτι), βλ. λ. έκταση·
- δίνω ελεημοσύνη, βλ. λ. ελεημοσύνη·
- δίνω ελπίδα ή δίνω ελπίδες (σε κάποιον), βλ. λ. ελπίδα·
- δίνω (ένα) πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- δίνω (ένα) σάλτο, βλ. λ. σάλτο·
- δίνω ένα (έναν) τράκο, βλ. λ. τράκος·
- δίνω ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- δίνω εξετάσεις, βλ. λ. εξέταση·
- δίνω εξηγήσεις, βλ. λ. εξήγηση·
- δίνω εξήγηση, βλ. λ. εξήγηση·
- δίνω έτσι ή δίνω στο έτσι, βλ. λ. έτσι·
- δίνω ζωή, βλ. λ. ζωή·
- δίνω ιδιαίτερα (ενν. μαθήματα), βλ. λ. ιδιαίτερος·
- δίνω και παίρνω, α. έχω κυρίαρχο ρόλο σε μια δουλειά, κατάσταση ή υπόθεση: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου, δίνει και παίρνει». Συνών. λύνω και δένω. β.έχω δοσοληψίες, αλισβερίσι, είμαι άνθρωπος της αγοράς, είμαι μέσα στα πράγματα: «μια ζωή δίνει και παίρνει, αλλά προκοπή δεν είδε»· βλ. και φρ. δίνει και παίρνει ·
- δίνω και τη ζωή μου (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ. ζωή·
- δίνω και την καρδιά μου (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ. καρδιά·
- δίνω και την ψυχή μου (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ. ψυχή·
- δίνω και το βρακί μου, βλ. λ. βρακί·
- δίνω καιρό ή δίνω τον καιρό (σε κάποιον), βλ. λ. καιρός·
- δίνω καπάρο, βλ. λ. καπάρο·
- δίνω κέρδος, βλ. λ. κέρδος·
- δίνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- δίνω κλοτσιά ή δίνω κλοτσιές, βλ. λ. κλοτσιά·
- δίνω κουράγιο, βλ. λ. κουράγιο·
- δίνω κώλο, βλ. λ. κώλος·
- δίνω λαβή, βλ. λ. λαβή
- δίνω λαβή για σχόλια, βλ. λ. λαβή·
- δίνω λάσκο, βλ. λ. λάσκος·
- δίνω λευκή επιταγή (σε κάποιον), βλ. λ. επιταγή·
- δίνω λογαριασμό (σε κάποιον), βλ. λ. λογαριασμός·
- δίνω λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δίνω λόγο των πράξεών μου, βλ. λ. λόγος·
- δίνω λύση ή δίνω τη λύση, βλ. λ. λύση·
- δίνω μάθημα, (για σπουδαστές) βλ. λ. μάθημα·
- δίνω μαθήματα, (για δασκάλους) βλ. λ. μάθημα·
- δίνω μαύρες κατάρες, βλ. λ. κατάρα·
- δίνω μάχη ή δίνω τη μάχη (για κάτι), βλ. λ. μάχη·
- δίνω μάχη για τη ζωή ή δίνω τη μάχη για τη ζωή, βλ. λ. μάχη·
- δίνω μια απόφαση, βλ. λ. απόφαση·
- δίνω μια βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- δίνω μια γύρα, βλ. λ. γύρα·
- δίνω μια γυροβολιά, βλ. λ. γυροβολιά·
- δίνω μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- δίνω μια στροφή, βλ. λ. στροφή·
- δίνω μια τράκα, βλ. λ. τράκα·
- δίνω μούντζες ή δίνω τις μούντζες μου, βλ. λ. μούντζα·
- δίνω μπαξίσι, βλ. λ. μπαξίσι·
- δίνω μπέσα, βλ. λ. μπέσα·
- δίνω μπόι, βλ. λ. μπόι·
- δίνω ντουμάνι, (για φωτιά), βλ. λ. ντουμάνι·
- δίνω ξυλιές, βλ. λ. ξυλιά·
- δίνω ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- δίνω όπλα, (για λαούς, φυλές ή ομάδες)βλ. λ. όπλο·
- δίνω όρκο, βλ. λ. όρκος·
- δίνω παίρνω, α. έχω συνεχείς εμπορικές δοσοληψίες με κάποιον: «μη με ρωτάς τώρα για το υπόλοιπο του λογαριασμού, γιατί δίνω παίρνω μ’ αυτόν τον άνθρωπο και δεν έχουμε κλείσει ακόμα λογαριασμό». β. συμμετέχω σε διαδικασία ανταλλαγής, παρουσιάζω κινητική συμπεριφορά: «έτσι είναι αυτά τα πράγματα, δίνεις παίρνεις, αλλιώς κάθεσαι και περιμένεις άπραγος». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο·
- δίνω πανιά, βλ. λ. πανί·
- δίνω παράσταση, βλ. λ. παράσταση·
- δίνω παράτα, βλ. λ. παράτα1·
- δίνω παράτα, βλ. λ. παράτα2·
- δίνω παρηγοριά (σε κάποιον), βλ. λ. παρηγοριά·
- δίνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- δίνω πέναλτι, (για διαιτητές) βλ. λ. πέναλτι·
- δίνω πενταροδεκάρες, βλ. λ. πενταροδεκάρες·
- δίνω πεσκέσι, βλ. λ. πεσκέσι·
- δίνω πίστη (ενν. σε κάποιον ή στα λόγια κάποιου), βλ. λ. πίστη·
- δίνω πίστη στα λόγια του, βλ. λ. πίστη·
- δίνω πίσω (σε κάποιον κάτι), βλ. λ. πίσω·
- δίνω πίσω τον αρραβώνα, βλ. λ. αρραβώνας·
- δίνω πνοή (σε κάτι), βλ. λ. πνοή·
- δίνω προσοχή (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. λ. προσοχή·
- δίνω ραπόρτο, βλ. λ. ραπόρτο·
- δίνω ρέστα ή δίνω τα ρέστα μου, βλ. λ. ρέστα·
- δίνω σάρκα και οστά (σε κάτι), βλ. λ. σάρκα·
- δίνω σινιάλο, βλ. λ. σινιάλο·
- δίνω σκοπό (σε κάποιον), βλ. λ. σκοπός·
- δίνω σουτ, βλ. λ. σουτ·
- δίνω (στη) δημοσιότητα, βλ. λ. δημοσιότητα·
- δίνω στόχο, βλ. λ. στόχος·
- δίνω συνέχεια (σε κάτι), βλ. λ. συνέχεια·
- δίνω σύρμα, βλ. λ. σύρμα·
- δίνω συχωροχάρτι, βλ. λ. συχωροχάρτι·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποια ή σε κάποιον), βλ. λ. όνομα·
- δίνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. λ. μαλλί·
- δίνω τα μαλλιοκέφαλά μου, βλ. λ. μαλλιοκέφαλα·
- δίνω τα φώτα μου, βλ. λ. φως·
- δίνω τέλος, βλ. λ. τέλος·
- δίνω τέρμα, βλ. λ. τέρμα·
- δίνω τη βάση, (για εκπαιδευτικούς), βλ. λ. βάση·
- δίνω τη βόλτα μου, βλ. λ. βόλτα·
- δίνω τη ζωή μου (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ. ζωή·
- δίνω τη ζωή μου για την πατρίδα, βλ. λ. ζωή·
- δίνω τη θέση μου (σε κάποιον), βλ. λ. θέση·
- δίνω την εντύπωση πως… ή δίνω την εντύπωση ότι…, βλ. λ. εντύπωση·
- δίνω την υπογραφή μου, βλ. λ. υπογραφή·
- δίνω την υπογραφή μου και με τα δυο μου, βλ. λ. υπογραφή·
- δίνω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- δίνω την ψυχή μου (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ. ψυχή·
- δίνω τις βόλτες μου, βλ. λ. βόλτα·
- δίνω τις γνώσεις μου, βλ. λ. γνώση·
- δίνω τις γύρες μου, βλ. λ. γύρα·
- δίνω τις γυροβολιές μου, βλ. λ. γυροβολιά·
- δίνω τις στροφές μου, βλ. λ. στροφή·
- δίνω τις στροφές της (ενν. της μηχανής μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου), βλ. λ. στροφή·
- δίνω (το) άδικο (σε κάποιον), βλ. λ. άδικος·
- δίνω το αίμα μου, βλ. λ. αίμα·
- δίνω το αίμα μου για την πατρίδα, βλ. λ. πατρίδα·
- δίνω το δαχτυλίδι (σε κάποιον), βλ. λ. δαχτυλίδι·
- δίνω το δικαίωμα (σε κάποιον), βλ. λ. δικαίωμα·
- δίνω το ελεύθερο να…, βλ. λ. ελεύθερος·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, βλ. λ. μάτι·
- δίνω το ένα μου πόδι για να…, βλ. λ. πόδι·
- δίνω το ένα μου χέρι για να…, βλ. λ. χέρι·
- δίνω το εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
- δίνω το κακό παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- δίνω το καλό παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- δίνω το κλειδί της καρδιάς μου (σε κάποιον, σε κάποια), βλ. λ. κλειδί·
- δίνω το λογαριασμό (σε κάποιον), βλ. λ. λογαριασμός·
- δίνω το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δίνω το λόγο μου ή δίνω το λόγο της τιμής μου, βλ. λ. λόγος·
- δίνω το οκέι, βλ. λ. οκέι·
- δίνω το παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- δίνω (το) παρών, βλ. λ. παρών·
- δίνω (το) πράσινο φως να…, βλ. λ. φως·
- δίνω το πρόσχημα (σε κάποιον), βλ. λ. πρόσχημα·
- δίνω το σκοπό (σε κάποιον ή κάποιους), βλ. λ. σκοπός·
- δίνω το στίγμα μου, βλ. λ. στίγμα·
- δίνω το τηλέφωνό μου, βλ. λ. τηλέφωνο·
- δίνω το τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- δίνω το φιλί του Ιούδα, βλ. λ. Ιούδας·
- δίνω το χέρι μου (σε κάποιον), βλ. λ. χέρι·
- δίνω το χέρι της, βλ. λ. χέρι·
- δίνω τον εαυτό μου, βλ. λ. εαυτός·
- δίνω τον τόνο (σε κάποιον ή κάποιους), βλ. λ. τόνος·
- δίνω τόνο, βλ. λ. τόνος·
- δίνω τόπο στην οργή, βλ. λ. τόπος·
- δίνω τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- δίνω τράτο, βλ. λ. τράτο·
- δίνω τροφή, βλ. λ. τροφή·
- δίνω τροφή για σχόλια, βλ. λ. τροφή·
- δίνω υπόσχεση ή δίνω την υπόσχεσή μου, βλ. λ. υπόσχεση·
- δίνω υπόσχεση γάμου, βλ. λ. γάμος·
- δίνω φακελάκι, βλ. λ. φακελάκι·
- δίνω φάουλ, (για διαιτητές) βλ. λ. φάουλ·
- δίνω φόρα, βλ. λ. φόρα·
- δίνω φόρμα (σε κάτι), βλ. λ. φόρμα·
- δίνω φόρτσα, βλ. λ. φόρτσα·
- δίνω φτερά (σε κάποιον), βλ. λ. φτερό·
- δίνω χαμπέρι, βλ. λ. χαμπέρι·
- δίνω χάρη, βλ. λ. χάρη·
- δίνω χέρι βοηθείας (σε κάποιον), βλ. λ. χέρι·
- δίνω χρώμα (κάπου), βλ. λ. χρώμα·
- δίνω ψήφο ή δίνω την ψήφο μου, βλ. λ. ψήφος·
- δίνω ψυχή (σε κάτι), βλ. λ. ψυχή·
- δώσ’ εδώ και δώσ’ εκεί πώς θα κάνουμε βρακί; βλ. λ. βρακί·
- δώσ’ ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- δώσ’ και σε μένα μπάρμπα ή δώσε και μένα μπάρμπα βλ. λ. μπάρμπας·
- δώσ’ μου, κυρά, τον άντρα σου κι εσύ κράτα τον κόπανο, βλ. λ. κόπανος·
- δώσ’ τα! βλ. φρ. δώσ’ τα όλα(!)·
- δώσ’ τα όλα! α. επιφώνημα ενθουσιασμού σε άτομο, ιδίως σε γυναίκα που χορεύει κάποιο λαϊκό χορό, ιδίως τσιφτετέλι, και την προτρέπουμε συνάμα να εξαντλήσει στο έπακρο όλες τις χορευτικές της ικανότητες. (Λαϊκό τραγούδι: ανέβα πίστα, τα μάτια κλείσ’ τα και δώσ’ τα όλα ως το πρωί, ανέβα πίστα, τα μάτια κλείσ’ τα γλυκιά μου αγάπη αμαρτωλή). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μεγάλη. Είναι και φορές που λέγεται με ειρωνική διάθεση, όταν η γυναίκα ξεπεράσει τα όρια και χορεύει πολύ λάγνα, πολύ προκλητικά. β. επιφώνημα ενθουσιασμού σε μουσικό, που παίζει σόλο μπουζούκι και τον προτρέπουμε συνάμα να εξαντλήσει στο έπακρο τις ικανότητες της δεξιοτεχνίας του. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μεγάλε. γ.προτρεπτικό επιφώνημα με ειρωνική διάθεση σε άτομο που βήχει, φτύνει ή κάνει εμετό. Και σε αυτή την περίπτωση, πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μεγάλε. Τέλος, να μην ξεχνάμε και την παρορμητική προτροπή του Αντρέα Παπανδρέου σε προεκλογική συγκέντρωση του κόμματός του το 1985 προς τον τότε υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησής του: Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα(!)· βλ. και φρ. τα δίνω όλα·
- δώσ’ τε και σώσ’ τε, απευθύνεται ως παράκληση από απελπισμένο άνθρωπο για άμεση παροχή βοήθειας, από την οποία εξαρτά τη σωτηρία του: «δώσ’ τε και σώσ’ τε, ρε παιδιά, γιατί δε τη βγάζω καθαρή». Από το διαφημιστικό μήνυμα του εράνου, για τον αντικαρκινικό αγώνα·
- δώσ’ το δρόμο! (για πράγματα), βλ. λ. δρόμος·
- δώσ’ το χέρι σου, βλ. λ. χέρι·
- δώσ’ τον (την) δρόμο! (για πρόσωπα), βλ. λ. δρόμος·
- δώσ’ του! έκφραση με την οποία προτρέπουμε, παρακινούμε κάποιον να ενεργήσει δυναμικά εναντίον κάποιου: «δώσ’ του ρε, μην τον φοβάσαι!»·
- δώσ’ του αέρα! βλ. λ. αέρας·
- δώσ’ του δρόμο! βλ. λ. δρόμος·
- δώσ’ του και…, συνέχεια, με επιμονή, χωρίς διακοπή: «δώσ’ του και ζητούσε απ’ όλους δανεικά || κάθε φορά που αποτύγχανε, δώσ’ του και ξανάρχιζε με περισσότερο πείσμα || επειδή είχε αργήσει, δώσ’ του κι έτρεχε για να προλάβει το τρένο»· βλ. και φρ. και δώσ’ του(!)·
- δώσ’ του κλοτσιά ή δώσ’ του μια κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- δώσ’ του μια! βλ. λ. μια·
- δώσ’ του να πάρει μια βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- δώσ’ του φάιροπ! βλ. λ. φάιροπ·
- δώσ’ του χαβαδάκι! βλ. λ. χαβαδάκι·
- δώσαμε τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- δώσε βάση, βλ. λ. βάση·
- δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι, βλ. λ. θάρρος·
- δώσε μου το τηλέφωνό σου, βλ. λ. τηλέφωνο·
- δώσε ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- δώσε πέντε, βλ. λ. πέντε·
- δώσε το βίντεο, (στη γλώσσα της τηλεόρασης) βλ. λ. βίντεο·
- έγινε δώσ’ και σε μένα μπάρμπα ή έγινε δώσε και μένα μπάρμπα, βλ. λ. μπάρμπας·
- έδωσα όσο μπορούσα ή έδωσα ό,τι μπορούσα, προσπάθησα για κάτι ή βοήθησα κάποιον, σύμφωνα με τις δυνατότητές μου: «δεν πρέπει να ’χεις παράπονο από μένα, γιατί έδωσα όσο μπορούσα στην περίπτωσή σου»·
- έδωσε αέρα λεφτά, βλ. λ. αέρας·
- έδωσε και…, μπόρεσε, κατόρθωσε, αξιώθηκε επιτέλους: «όταν του επανέλαβα για πέμπτη φορά τι εννοούσα, έδωσε και κατάλαβε || μετά από τόσον καιρό έδωσε κι ήρθε να με δει». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί του ρ. της φρ. το επιτέλους·
- έδωσε ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- έδωσε τέλος στη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
- έδωσε τέρμα στη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
- είναι όλο στο δώσε και στο δώσε, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι πολύ απαιτητικό, ζητά συνέχεια, ιδίως χρήματα: «του έδωσα κάποτε κάτι δανεικά, και από τότε είναι όλο στο δώσε και στο δώσε»·
- έτσι μου την έδωσε, βλ. λ. έτσι·
- θα σου δώσουν το βραβείο ή θα σου δώσουν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- θα σου δώσουν το μεγαλόσταυρο, βλ. λ. μεγαλόσταυρος·
- θα σου δώσουν το παράσημο ή θα σου δώσουν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- θα σου δώσουν τον αργυρό σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- θα σου δώσω καθάρσιο, βλ. λ. καθάρσιο·
- θα σου δώσω να φας το μουστάκι σου, βλ. λ. μουστάκι·
- θα σου δώσω τ’ άντερα στα χέρια ή θα σου δώσω τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια και θα στα δώσω να τα φας, βλ. λ. αρχίδι·
- θα σου ξυρίσω το μουστάκι και θα στο δώσω να το φας, βλ. λ. μουστάκι·
- και δώσ’ του, δηλώνει επίμονη επανάληψη: «όλο το βράδυ μάλωναν και δώσ’ του ο ένας δώσ’ του η άλλη, έγιναν ρεζίλι σ’ όλη την πολυκατοικία»· βλ. και φρ. δώσ’ του και(…)·
- και τι δε θα ’δινα (για) να…, εκφράζει πολύ μεγάλη επιθυμία για κάτι: «και τι δε θα ’δινα να μπορούσα κι εγώ να ’χα ένα σπιτάκι κοντά στη θάλασσα!». Το αντάλλαγμα στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι υλικό, αλλά ηθικό ή ίσως και σωματικό·
- καιρός να του δίνω! ή καιρός να του δίνουμε! βλ. λ. καιρός·
- καμιά φορά κι ο άγνωστος φρόνιμη γνώμη δίνει, βλ. λ. γνώμη·
- κόβω τα πάρε δώσε (με κάποιον), βλ. λ. κόβω·
- κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’ της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει, βλ. λ. παραμύθι·
- λογαριασμό θα σου δώσω; βλ. λ. λογαριασμός·
- μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις, βλ. λ. μάχαιρα·
- με το κουτάλι μου το δίνει, με τη χουλιάρα μου το παίρνει, βλ. λ. χουλιάρι·
- μη δίνεις (καμιά, καθόλου) προσοχή, βλ. λ. προσοχή·
- μη δίνεις (καμιά, καθόλου) σημασία, βλ. λ. σημασία·
- μην του δίνεις (καμιά, καθόλου) προσοχή, βλ. λ. προσοχή·
- μην του δίνεις (καμιά, καθόλου) σημασία, βλ. λ. σημασία·
- μου δίνει και τρώω ψωμί ή μου δίνει ψωμί και τρώω, βλ. λ. ψωμί·
- μου δίνει στα νεύρα ή μου τη δίνει στα νεύρα βλ. λ. νεύρο·
- μου έδωσε την ιδέα (κάποιος), βλ. λ. ιδέα·
- μου έδωσε της ελιάς το μέσα και του καρυδιού τ’ απ’ έξω, βλ. λ. ελιά·
- μου τη δίνει (κάτι), α. μου αρέσει κάποιο άτομο ή κάτι υπερβολικά: «πολύ μου τη δίνει αυτή η γυναίκα || πολύ μου τη δίνει αυτό το φαγητό». (Λαϊκό τραγούδι: χάιντε χάιντε χάιντε ντε μου την έδωσες κοντέ, μου την έδωσες κοντέ οι ψηλοί είναι ντεμοντέ). β. ξαφνικά σε στιγμή μεγάλης ψυχικής ευφορίας, σε στιγμή μεγάλης στενοχώριας ή χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο, προβαίνω σε πράξη ακατανόητη, τρελαίνομαι: «μου τη δίνει κάθε φορά που ακούω αυτό το τραγούδι και τα σπάω όλα πάνω στο κέφι μου || μου τη δίνει κάθε φορά που σκέφτομαι πως έχασα τον πατέρα μου και με παίρνουν τα κλάματα || κάπου κάπου μου τη δίνει και δεν ξέρω τι κάνω»· βλ. και φρ. μου την έδωσε·
- μου τη δίνει (ενν. στα νεύρα), με εκνευρίζει, με νευριάζει υπερβολικά κάποιος ή κάτι: «πολύ μου τη δίνει αυτός ο τύπος, γιατί κάθε τόσο μου κάνει μόστρα τα λεφτά του || αυτή η μουσική πολύ μου τη δίνει, γιατί είναι σκέτος θόρυβος»·
- μου την έδωσε, α. επηρεάστηκα ευχάριστα από την κατανάλωση ικανής ποσότητας οινοπνευματώδους ποτού, από κάπνισμα χασισιού ή τη χρήση άλλου ναρκωτικού, φτιάχτηκα: «στο πέμπτο ποτήρι μου την έδωσε κι έπιασα το τραγούδι || μόλις έφτασε το τσιγαρλίκι στη μέση, μου την έδωσε κι άρχισα να χαμογελάω». Συνών. την άκουσα (γ) / την είδα (γ) / την κατάλαβα (β). β.εκνευρίστηκα, νευρίασα υπερβολικά από κάποιον ή από κάτι: «μου την έδωσε, μόλις τον είδα να κοροϊδεύει γέρο άνθρωπο και τον πλάκωσα στο ξύλο». γ. ξαφνικά σε στιγμή μεγάλης ψυχικής ευφορίας, σε στιγμή μεγάλης στενοχώριας ή χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο συμπεριφέρομαι ακατανόητα: «με το τρίτο γκολ που τους βάλαμε, μου την έδωσε κι άρχισα να φιλώ όποιον έβρισκα μπροστά μου || εκεί που καθόμουν ήσυχα, μου την έδωσε απότομα και τους παράτησα όλους σύξυλους». (Λαϊκό τραγούδι: μου την έδωσε απόψε· μ’ έχει πιάσει το τρελό· ένα μου ’χει κάνει εκείνη θα της κάνω εκατό – για να δει ποιος είμ’ εγώ
- μου την έδωσε ή μου την έχει δώσει, εκνευρίστηκα, νευρίασα πάρα πολύ: «μου την έδωσε για τις βλακείες που έλεγε και σηκώθηκα κι έφυγα || μου την είχε δώσει με τις εξυπνάδες που έλεγε και τον πλάκωσα στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: άσε με, κυρ-λοχαγέ, γιατί μου την έχει δώσει, το κορίτσι μου ποτέ Τούρκος δε θα ζυγώσει
- μου την έδωσε κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- μου την έδωσε κατάκορφα, βλ. λ. κατάκορφα·
- μου την έδωσε κατακούτελα, βλ. λ. κατακούτελα·
- μου την έδωσε στο δόξα πατρί, βλ. λ. δόξα πατρί·
- μου την έδωσε στο έτσι, βλ. λ. έτσι·
- μου την έδωσε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου το ’δωσε για δικό μου, βλ. λ. δικός·
- μπάτε σκύλοι αλέστε (και αλεστικά μη δώστε), βλ. λ. σκύλος·
- να μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις, βλ. λ. Θεός·
- να μην (το) δώσει η μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- να μην (το) δώσει η τύχη, βλ. λ. τύχη·
- να μην (το) δώσει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- να σε (σου) δώσω μια (ενν. μπάτσα, σφαλιάρα, κατραπακιά, μπουνιά). (Λαϊκό τραγούδι: βρε ντουνιά να σε δώσω μια να σε κάνω μεγάλη ζημιά
- να τρώει η μάνα και στο παιδί να  μη δίνει ή να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, βλ. λ. μάνα· 
- να τρώει ο γέρος και στη γριά να μη δίνει ή να τρώει ο γέρος και της γριάς να μη δίνει, βλ. λ. γέρος·
- να ’χαν οι κουρούνες γνώση, να σου δίνανε καμπόση, βλ. λ. κουρούνα·
- νύχτα σου δώσανε το δίπλωμα; βλ. λ. νύχτα·
- νύχτα σου δώσανε το πτυχίο; βλ. λ. νύχτα·
- ο Θεός να δώσει! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός να μη το δώσει, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός να σου δίνει φώτιση, βλ. λ. Θεός·
- όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, βλ. λ. Θεός·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όσα δίνεις, τόσα παίρνεις, βλ. λ. όσος·
- όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει, βλ. λ. Θεός·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ό,τι·
- ούτε την κόρη του δίνει ούτε το συμπέθερο κακοκαρδίζει, βλ. λ. κόρη·
- πάρ’ ένα ξύλο και δώσ’ το(νε!), βλ. λ. ξύλο·
- πάρε δώσε, βλ. λ. παίρνω·
- πάρε μια βέργα και δώσ’ το(νε!), βλ. λ. βέργα·
- πόσα δίνεις; πόσα χρήματα είσαι διαθετειμένος να πληρώσεις: «πόσα δίνεις γι’ αυτό το κάδρο;»·
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ζωή·
- σαν πολύ αέρα σου δώσαμε! ή σαν πολύ αέρα δε σου δώσαμε; βλ. λ. αέρας·
- σαν πολύ θάρρος σε δώσαμε! ή σαν πολύ θάρρος δε σε δώσαμε; βλ. λ. θάρρος·
- σου δίνω ευχή και κατάρα, βλ. λ. ευχή·
- σου δίνω το λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- στο δίνω και γραμμένο, βλ. λ. γραμμένος·
- στους γιατρούς να τα δώσεις! βλ. λ. γιατρός·
- στους δικηγόρους να τα δώσεις! βλ. λ. δικηγόρος·
- τα δίνει όλα, (για γυναίκες) δεν έχει καμιά αναστολή κατά τη σεξουαλική πράξη: «είναι απ’ αυτές που, όταν γουστάρει ένα άντρα τα δίνει όλα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αρέσει που τα δίνεις όλα στον έρωτα που ένιωσες για μένα. Μ’ αρέσει μα φοβάμαι κι όλα μην πέσουν τα φτερά μου τσακισμένα
- τα δίνω (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), τα προσφέρω, τα χαλάω, τα ξοδεύω: «μ’ αρέσει ό,τι βγάζω να τα δίνω στα γλέντια και στις διασκεδάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου τα δίνω, φίλε μου, αυτό δεν σου τ’ αρνιέμαι, αγάπα με όπως σ’ αγαπώ, να μην παραπονιέμαι
- τα δίνω όλα, α. εντείνω όλες μου τις προσπάθειες για να πετύχω κάτι: «κάθε φορά που έχουμε εξετάσεις, τα δίνω όλα || στα τελευταία μέτρα τις κούρσας ο αθλητής τα ’δωσε όλα». β. αποδέχομαι όλες τις απαιτήσεις κάποιου, προκειμένου να πετύχω κάτι: «τα ’δωσα όλα στο καθοίκι, μέχρι να δεχτεί ν’ αποσύρει τη μήνυσή του». γ. θυσιάζω τα πάντα για κάποιον ή για κάτι: «απ’ ό,τι ξέρω, για τη γυναίκα του τα δίνει όλα || είναι πολύ δημοκρατικός άνθρωπος και για τη δημοκρατία τα δίνει όλα»·
- τα πάρε δώσε, βλ. λ. παίρνω·
- τα σχόλια δίνουν και παίρνουν, βλ. λ. σχόλιο·
- τη δίνω, βλ. φρ. του δίνω ·
- τη δίνω ίσια, βλ. λ. ίσος·
- την (τον) δίνω δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- της (του) δίνω τη βέρα πίσω, βλ. λ. βέρα·
- της δίνω (το) διαβατήριο, βλ. λ. διαβατήριο·
- της δίνω δρόμο (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. δρόμος·
- της δίνω ένα σάνφιστικ, βλ. λ. σάνφιστικ·
- της δίνω ένα σικτίρ πιλάφ ή της δίνω σικτίρ πιλάφ ή της δίνω το σικτίρ πιλάφ της, βλ. λ. σικτίρ πιλάφ·
- της δίνω όλα της τα γκάζια ή της δίνω τα γκάζια της (ενν. της μοτοσικλέτας), βλ. λ. γκάζι·
- της δίνω πανί, βλ. λ. πανί·
- της δίνω πασαπόρτι ή της δίνω το πασαπόρτι της, βλ. λ. πασαπόρτι·
- της δίνω πόδι, βλ. λ. πόδι·
- της δίνω σουτ, βλ. λ. σουτ·
- της δίνω σουτάρισμα, βλ. λ. σουτάρισμα·
- της δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή της δίνω τ’ άπλυτά της στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- της δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή της δίνω τα μπογαλάκια της στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- της δίνω τα πανιά της στο χέρι, βλ. λ. πανί·
- της δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή της δίνω τα παπούτσια της στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- της δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή της δίνω τα συμπράγκαλά της στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- της δίνω τη βόλτα της, βλ. λ. βόλτα·
- της δίνω τις στροφές της (ενν. της μηχανής μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου), βλ. λ. στροφή·
- της δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή της δίνω το διαβατήριό της στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- της δίνω το ξεσκιζόλ της, βλ. λ. ξεσκιζόλ·
- της δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή της δίνω τον απολυσώνα της στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- της δίνω φύλλο πορείας, βλ. λ. φύλλο·
- της τα δίνω όλα στα χέρια ή της τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- της τον (τη, το) δίνω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «χτες βράδυ της τον έδωσα και το φχαριστήθηκα»·
- της τον (τη, το) δίνω στο στόμα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. στόμα·
- της τον (τη, το) δίνω γλειφιτζούρι, (κλαρίνο, κορνέτα, μινέτο, μπιμπερό, πίπα, πίπιζα, πιπίλα, πνευστό, σαξόφωνο, τρομπέτα, τσιμπούκι, υδραυλικό, φλογέρα) (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- τι δίνεις! δεν είναι καθόλου πολλά αυτά τα χρήματα που δίνεις, αυτά τα χρήματα που πληρώνεις: «τι δίνεις γι’ αυτό το ρολόι που θέλεις να ’ναι κι ελβετικό!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μήπως (σάματις, σάμπως) εσύ (κι εσύ). Άλλες φορές, της φρ. προτάσσεται μόνο το μήπως (σάματις, σάμπως) και η φρ. κλείνει με το εσύ (κι εσύ)·
- τι δίνεις; πόσα χρήματα δίνεις, πόσα χρήματα είσαι διατεθειμένος να δώσεις(;): «εγώ το πουλάω είκοσι χιλιάδες, εσύ τι δίνεις;»·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, βλ. λ. πουλί·
- το δίνει (ενν. το μουνί της), η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ εύκολη στον έρωτα, ενδίδει αμέσως στις ερωτικές προτάσεις των αντρών: «του ’κανε την παρθένα και δεν ήξερε το χαϊβάνι ότι αυτή το δίνει από μικρή»·
- το δίνει με το σταγονόμετρο, βλ. λ. σταγονόμετρο·
- το δίνει όσο όσο, βλ. λ. όσος·
- το δίνω για παλιοσίδερα, (για αυτοκίνητα), βλ. λ. παλιοσίδερα·
- το δίνω δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- του δίνω, φεύγω, αποχωρώ: «είναι ώρα να του δίνω»·
- του δίνω αέρα, βλ. λ. αέρας·
- του δίνω βρομόξυλο ή του δίνω ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- του δίνω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- του δίνω δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- του δίνω δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- του δίνω δύναμη, βλ. λ. δύναμη·
- του δίνω ένα μάθημα ή του δίνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- του δίνω ένα (έναν) τράκο, βλ. λ. τράκος·
- του δίνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του δίνω θάρρος, βλ. λ. θάρρος·
- του δίνω ίσια, βλ. λ. ίσιος·
- του δίνει και καταλαβαίνει, βλ. φρ. του δίνω να καταλάβει·
- του δίνω κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
- του δίνω μια γροθιά, βλ. λ. γροθιά·
- του δίνω μια μούντζα ή του δίνω δυο μούντζες ή του δίνω τις μούντζες του, βλ. λ. μούντζα·
- του δίνω να καταλάβει, α. κάνω κάτι υπερβολικά και με πάθος είτε γιατί μου αρέσει πάρα πολύ είτε γιατί προηγουμένως το είχα στερηθεί: «όταν κάθομαι να πιω μετά από ένα διάστημα αποχής, του δίνω και καταλαβαίνει». β. τον δέρνω άγρια, τον ταράζω στο ξύλο: «επειδή του ’βρισε την αδερφή του, τον άρπαξε στα χέρια του και του ’δωσε να καταλάβει»·
- του δίνω ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του δίνω ξύλο αλύπητο, βλ. λ. ξύλο·
- του δίνω ξύλο μετά μουσικής, βλ. λ. ξύλο·
- του δίνω όλα τα γκάζια (ενν. του αυτοκινήτου), βλ. λ. γκάζι·
- του δίνω όπλα, βλ. λ. όπλο·
- του δίνω πανί, βλ. λ. πανί·
- του δίνω παρηγοριά, βλ. λ. παρηγοριά·
- του δίνω πασαπόρτι ή του δίνω το πασαπόρτι του, βλ. λ. πασαπόρτι·
- του δίνω πάτημα, βλ. λ. πάτημα·
- του δίνω πόδι, βλ. λ. πόδι·
- του δίνω πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- του δίνω σημασία, βλ. λ. σημασία·
- του δίνω σικτίρ πιλάφ, βλ. λ. σικτίρ πιλάφ·
- του δίνω σουτ, βλ. λ. σουτ·
- του δίνω σουτάρισμα, βλ. λ. σουτάρισμα·
- του δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή του δίνω τ’ άπλυτά του στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- του δίνω τα γκάζια του ή του δίνω όλα του τα γκάζια (ενν. του αυτοκινήτου), βλ. λ. γκάζι·
- του δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή του δίνω τα μπογαλάκια του στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- του δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή του δίνω τα παπούτσια του στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- του δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή του δίνω τα συμπράγκαλά του στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- του δίνω τη βόλτα του, βλ. λ. βόλτα·
- του δίνω τη χαριστική βολή, βλ. λ. βολή·
- του δίνω την παπάρα του ή του δίνω μια παπάρα, βλ. λ. παπάρα·
- του δίνω το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- του δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή του δίνω το διαβατήριό του στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- του δίνω το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- του δίνω το ξεσκιζόλ του, βλ. λ. ξεσκιζόλ·
- του δίνω το ξύλο της χρονιάς του, βλ. λ. ξύλο·
- του δίνω το πανί του ή του δίνω τα πανιά του, βλ. λ. πανί·
- του δίνω το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- του δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή του δίνω τον απολυσώνα του στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- του δίνω φάιροπ, βλ. λ. φάιροπ·
- του δίνω φτερά να πετάξει, βλ. λ. φτερό·
- του δίνω φύλλο πορείας, βλ. λ. φύλλο·
- του ’δωσα γροθιές ή του ’δωσα τις γροθιές του, βλ. λ. γροθιά·
- του ’δωσα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του ’δωσα ένα μπάτσο, βλ. λ. μπάτσα·
- του ’δωσα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’δωσα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του ’δωσα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του ’δωσα ζίλια ή του ’δωσα τα ζίλια του, βλ. λ. ζίλι·
- του ’δωσα καρπαζιές ή του ’δωσα τις καρπαζιές του, βλ. λ. καρπαζιά·
- του ’δωσα κλοτσιές ή του ’δωσα τις κλοτσιές του, βλ. λ. κλοτσιά·
- του ’δωσα μια γροθιά, βλ. λ. γροθιά·
- του ’δωσα μια καρπαζιά, βλ. λ. καρπαζιά·
- του ’δωσα μια κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- του ’δωσα μια μπάτσα, βλ. λ. μπάτσα·
- του ’δωσα μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του ’δωσα μια φάπα, βλ. λ. φάπα·
- του ’δωσα μπάτσα ή του ’δωσα μπάτσες ή του ’δωσα τα μπάτσα του ή του ’δωσα τις μπάτσες του, βλ. λ. μπάτσα·
- του ’δωσα ντουμάνι, βλ. λ. ντουμάνι·
- του ’δωσα σκαμπίλια ή του ’δωσα τα σκαμπίλια του, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’δωσα σφαλιάρες ή του ’δωσα τις σφαλιάρες του, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του ’δωσα τα δόντια του να τα φάει για καραμέλες, βλ. λ. δόντι·
- του ’δωσα το αίμα μου, βλ. λ. αίμα·
- του ’δωσα το αίμα της καρδιάς μου, βλ. λ. αίμα·
- του ’δωσα φάπες ή του ’δωσα τις φάπες του, βλ. λ. φάπα·
- του ’δωσα φλιτ, βλ. λ. φλιτ·
- του ’δωσα φούσκους ή του ’δωσα τους φούσκους του, βλ. λ. φούσκος·
- του ’δωσα χαστούκια ή του ’δωσα τα χαστούκια του, βλ. λ. χαστούκι·
- του ’δωσαν τα χρόνια του Χριστού ή του ’δωσαν του Χριστού τα χρόνια, βλ. λ. Χριστός·
- του ’δωσαν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- του ’δωσαν το βραβείο της χείρας με τα πέντε ορφανά, βλ. λ. βραβείο·
- του ’δωσαν το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- του ’δωσε γκολ στο πιάτο, βλ. λ. γκολ·
- του ’δωσε ένα τσάφκο, βλ. λ. τσάφκο·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- του ’δωσε παρά μίαν τεσσαράκοντα, βλ. λ. τεσσαράκοντα·
- του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια ή του ’δωσε τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ.άντερο·
- του ’δωσε χυλόπιτα, βλ. λ. χυλόπιτα·
- του τα δίνει ο Θεός με τη σέσουλα, βλ. λ. Θεός·
- του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι, βλ. λ. ζεμπίλι·
- του τα δίνει ο Θεός με το τσουβάλι, βλ. λ. Θεός·
- του τα δίνω όλα στα χέρια ή του τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- του (της) δίνω τ’ όνομα, βλ. λ. όνομα·
- του (της) δίνω τον πούλο του (της), βλ. λ. πούλος·
- του (της) δίνω φύλλο πορείας, βλ. λ. φύλλο·
- του (της) δίνω φύσημα, βλ. λ. φύσημα·
- του τις έδωσα στ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- τρώει ό,τι του δίνουν, βλ. λ. τρώω·
- χαμπάρι δε δίνει, βλ. λ. χαμπάρι·
- ώρα να του δίνω! ή ώρα να του δίνουμε! βλ. λ. ώρα.

δουλειά

δουλειά, η, ουσ. [<μσν. δουλειά <αρχ. δουλεία (= σκλαβιά) <δουλεύω ]. 1α. η έμμισθη εργασία, το επάγγελμα: «η δουλειά του είναι μηχανικός αυτοκινήτων». (Λαϊκά τραγούδια: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά // μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί). β. ο χώρος όπου δουλεύει κανείς: «πηγαίνω στη δουλειά μου». 2. η ασχολία, η υποχρέωση: «σήμερα έχω πολλές δουλειές, γιατί πρέπει να πάω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., να δω ένα φίλο μου, που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, κι ύστερα να περάσω απ’ το ράφτη μου για πρόβα». 3. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση, γενικά η επιχείρηση: «είναι υπάλληλος στη δουλειά του τάδε || τον τελευταίο χρόνο έκανε μια καλή δουλειά κι έβγαλε πολλά φράγκα». 4. η απασχόληση: «όταν δεν έχει κάποια δουλειά να περνάει την ώρα του, ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων». Υποκορ. δουλίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 925 φρ.)·
- αβανταδόρικη δουλειά ή αβανταδόρικες δουλειές, α. επάγγελμα που παρέχει σε αυτόν που το ασκεί διάφορα πλεονεκτήματα για κοινωνική προβολή: «ο πολιτικός μηχανικός, όσο να πεις, είναι αβανταδόρικη δουλειά». β. δουλειά από την οποία μπορεί κανείς να αποκομίσει οικονομικά οφέλη: «ασχολείται μόνο με αβανταδόρικες δουλειές»·
- αβασάνιστη δουλειά, που προγραμματίστηκε, που σχεδιάστηκε, που εκτελέστηκε χωρίς έλεγχο, χωρίς πολύ σκέψη, και, ως εκ τούτου, δουλειά τη διακρίνει προχειρότητα, τσαπατσουλιά: «έκανε αβασάνιστη δουλειά και την πάτησε»·
- αβάσταχτη δουλειά, α. που είναι πάρα πολύ κουραστική, που δεν μπορεί κανείς να την αντέξει: «το να ’σαι χαμάλης στο λιμάνι είναι αβάσταχτη δουλειά». β. δουλειά συνεχής και έντονη, που για το λόγο αυτό δεν μπορεί κανείς να την αντέξει για πολύ: «δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι, πάντως εγώ στην περίοδο των γιορτών είχα αβάσταχτη δουλειά»·
- αβγάτισαν οι δουλειές του, αυξήθηκαν οι δουλειές του, μεγάλωσαν, του απέφεραν σημαντικά κέρδη: «έπεσε σε καλή περίοδο και με λίγη τύχη αβγάτισαν οι δουλειές του»·
- αβέρτα δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «όλον αυτόν το μήνα είχα αβέρτα δουλειά»·
- αεριτζίδικη δουλειά ή αεριτζίδικες δουλειές, α. ευκαιριακή δουλειά, δουλειά τέτοια ώστε, αυτός που την κάνει, δε διακινδυνεύει προσωπικά κεφάλαια: «κάθε φορά που μυρίζεται αεριτζίδικη δουλειά, κάνει πώς και πώς να πάρει κι αυτός μέρος» β. δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «γυρίζει μέσ’ στην πιάτσα και κάνει αεριτζίδικες δουλειές»· βλ. και φρ. δουλειές του ποδαριού. γ.ψεύτικη εκδούλευση ή υπηρεσία: «εγώ για αεριτζίδικες δουλειές δε δίνω δεκάρα»·
- αθόρυβη δουλειά ή αθόρυβες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία, που δεν προκαλεί θόρυβο, που δεν ενοχλεί: «έχουμε δίπλα μας ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών ειδών, αλλά ευτυχώς είναι αθόρυβη δουλειά». β. δουλειά που γίνεται με μυστικότητα και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να είναι ύποπτη ή παράνομη: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει αθόρυβες δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου·
- άι στη δουλειά σου! βλ. φρ. άντε στη δουλειά σου!
- αλαλούμ δουλειά, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικη δουλειά·
- αλαμπουρνέζικη δουλειά, α. επιχείρηση χωρίς σειρά και τάξη, που ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: «πώς να μη χρεοκοπήσει με τέτοια αλαμπουρνέζικη δουλειά που είχε!». β. τεχνική ιδίως εργασία, που είναι πολύ κακή: «μου ’πατε πως είναι καλός μηχανικός, αλλά μου ’κανε αλαμπουρνέζικη δουλειά»·
- αλήτικη δουλειά ή αλήτικες δουλειές, συμπεριφορά ανάρμοστη και κατακριτέα: «άσε, επιτέλους, αυτές τις αλήτικες δουλειές και γίνε άνθρωπος!»·
- αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά, δουλεύει εξαντλητικά: «όταν αποφασίζει να δουλέψει, αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δουλεύει σκληρά, ιδρώνει πολύ και για το λόγο αυτό είναι αναγκασμένο να αλλάζει φανέλα·
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα μεταφέρεις αυτό το εμπόρευμα στην αποθήκη. -Άλλη δουλειά δεν είχα! Εγώ καίγομαι να στείλω τις παραγγελίες || απόψε πρέπει να πάμε στο γάμο του τάδε. -Άλλη δουλειά δεν έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα με βοηθήσεις στην μετακόμιση; -Άλλη δουλειά δεν έχω! || μην ξεχάσεις, όταν θα επιστρέφεις απ’ το Παρίσι, να μου φέρεις και το άρωμα που σου ζήτησα. -Άλλη δουλειά δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη δουλειά κι αυτή! έκφραση απορίας ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε και το βρίσκουμε απαράδεκτο ή παράλογο: «θέλω οπωσδήποτε να ’ρθεις την Κυριακή να με βοηθήσεις στη μετακόμιση. -Άλλη δουλειά κι αυτή! Μα δε σου είπα πως θα πάω εκδρομή με την οικογένειά μου;»·
- αλμπάνικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό που μου σύστησες, γιατί την προηγούμενη φορά μου έκανε πολύ αλμπάνικη δουλειά». Από το ότι, το να καρφώνει κανείς τα πέταλα στις οπλές των ζώων, που είναι η δουλειά του αλμπάνη, δεν απαιτεί καμιά επιδεξιότητα, καμιά τέχνη·
- άμε στη δουλειά σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο, με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στη δουλειά σου, ρε παιδάκι μου, μη με βάλεις σε κανέναν μπελά!». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε γιατρέ τα γιατρικά και άμε στη δουλειά σου·τον πόνο που ’χω στην καρδιά δε γράφουν τα χαρτιά σου).Συνών. άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου(!)·
- αμοντάριστη δουλειά, α. (για μηχανήματα) που ακόμα δε συναρμολογήθηκε: «απ’ το πρωί έχω μοντάρει τρεις μηχανές, αλλά έχω και μια αμοντάριστη δουλειά και πρέπει να καθίσω να τη μοντάρω». β. (γενικά) δουλειά που βρίσκεται ακόμα στα σχέδια, στην επεξεργασία της, που ακόμα δεν είναι έτοιμη να αρχίσει η πραγματοποίησή της: «έχει μια αμοντάριστη δουλειά κι έχει τρελαθεί στο τρέξιμο»·
- αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σάββατο, λέγεται ειρωνικά ή συμβουλευτικά για άτομα που είναι αναβλητικά, γιατί, αν δεν αρχίσει έγκαιρα η δουλειά που έχουν αναλάβει, δε θα τελειώσει στην ώρα της: «άσε τις αναβλητικότητες, γιατί αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σαββάτο». Από το ότι παλιότερα αλλά σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα το Σάββατο είναι ημέρα πληρωμών, οπότε πρέπει να έχει τελειώσει η δουλειά για να αρχίσουν το Σάββατο οι διάφορες πληρωμές·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, α. για να παραχθεί έργο, απαιτούνται χρόνος και κόπος: «συγκεντρώσου στη δουλειά σου και δούλεψε, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». β. χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις για ν’ αποκτήσεις κι εσύ αυτά που έχουν οι άλλοι, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια·
- αν ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά ή αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, έκφραση που θέλει να τονίσει τις δυσκολίες και τις πίκρες της δουλειάς, την καταναγκαστική φύση της, το ότι συχνά γίνεται από ανάγκη και όχι από επιλογή·
- ανέβηκε η δουλειά ή ανέβηκαν οι δουλειές, μετά από περίοδο κάμψης παρατηρείται στην αγορά εμπορική κίνηση: «κατά τη διάρκεια των γιορτών ανέβηκε η δουλειά»·
- άνετη δουλειά, εργασία, ιδίως γραφείου, που διεκπεραιώνεται χωρίς κούραση: «δουλεύει σε μια άνετη δουλειά και μας έρχεται πάντοτε ξεκούραστος και ορεξάτος»·
- ανθίζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, (ειρωνικά) αυτός που αναλαμβάνει ή που του φορτώνουν πολλές και διάφορες δουλειές ή ευθύνες: «όταν θέλουμε ν’ απαλλαγούμε από κάποια δουλειά τη φορτώνουμε στον τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές || για περισσότερα θα σε κατατοπίσει ο τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές»·
- άνθρωπος της δουλειάς, α. αυτός που είναι εργατικός, που του αρέσει η δουλειά: «ό,τι και να του αναθέσω να κάνει, δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς». β. αυτός που έχει πείρα σε μια συγκεκριμένη εργασία: «πρέπει να ρωτήσουμε και τον τάδε αν φταίνε τα μπουζί που δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς»·
- ανιαρή δουλειά, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον ως προς τη διαδικασία της, που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο μονότονο και νωθρό τρόπο, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «δουλεύει σε μια τόσο ανιαρή δουλειά, που δε βλέπει την ώρα να σηκωθεί να φύγει»·
- ανοίγω δουλειά, α. ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «άνοιξε δουλειά με είδη προικός». Συνών. ανοίγω μαγαζί / ανοίγω κατάστημα. β. αρχίζω να συναλλάσσομαι, αρχίζω να εμπορεύομαι: «άνοιξα δουλειά με το εξωτερικό»· βλ. και φρ. ανοίγω δουλειές ·
- ανοίγω δουλειές, α. αρχίζω να ασχολούμαι με κάτι, ιδίως στο σπίτι μου, με κύριο σκοπό να γεμίσω τις ελεύθερες ώρες μου: «κάθε τόσο, όταν έχω ελεύθερο χρόνο, ανοίγω διάφορες δουλειές στο σπίτι, για να περνάει η ώρα μου». β. από άστοχη ενέργειά μου δημιουργώ σκοτούρες, μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «άνοιξα δουλειές απ’ τη μέρα που μπλέχτηκα μ’ αυτόν τον απατεώνα»·
- ανοίγω τη δουλειά μου, αρχίζω να δουλεύω στην επιχείρησή μου, στο κατάστημά μου, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε πρωί ανοίγω τη δουλειά μου στις οχτώ»·
- ανοίγω τη δουλειά μου ή ανοίγω τις δουλειές μου, επεκτείνω τον κύκλο των εργασιών μου: «έχω σκοπό ν’ ανοίξω τις δουλειές μου και στο χώρο του ιματισμού»·
- άνοιξε δουλειές με φούντες, (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με πιθανότητα κακών συνεπειών: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια παλιοδουλειά κι άνοιξε δουλείες με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία για ανάκριση»·
- άνοιξε η δουλειά ή άνοιξαν οι δουλειές, ύστερα από περίοδο κάμψης στην αγορά, παρατηρείται ικανοποιητική εμπορική κίνηση, γίνεται αλισβερίσι: «την περίοδο των γιορτών άνοιξαν οι δουλειές»·
- άντε στη δουλειά σου! απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στη δουλειά σου, μην έχουμε μαλώματα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο στη ζωή του εκτός από την εργασία και την οικογένειά του. (Λαϊκό τραγούδι: ζήσε, τη ζωή σου ζήσε, και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι, που περνάνε τη ζωή τους δίχως να χαρούν σταλιά από τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά)· 
- απατεωνίστικη δουλειά ή απατεωνίστικες δουλειές, ενέργεια που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται προς εξαπάτηση: «ένα ρεμάλι μόνο απατεωνίστικες δουλειές μπορεί να σκαρώνει»·
- απίθανη δουλειά, δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε απίθανη δουλειά»·  
- απίθανη δουλειά ή απίθανες δουλειές, δουλειά εντελώς ιδιόρρυθμη, ιδιότυπη, που δεν τη συναντάει κανείς εύκολα ή συχνά: «δουλεύει σε μια απίθανη δουλειά, που δεν ξέρω να σου πω τι ακριβώς είναι || υπάρχουν διάφορες απίθανες δουλειές, που ούτε καν μπορεί να τις βάλει ο νους του ανθρώπου»·
- από δουλειά άλλο τίποτα, α. υπάρχειδουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «οι άλλοι παραπονιούνται πως έχουν κεσάτια, αλλά εγώ από δουλειά άλλο τίποτα». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το μυαλό του συνεχώς στη δουλειά, εργάζεται σκληρά, εντατικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, από δουλειά άλλο τίποτα αυτό το παιδί»·
- από δουλειά να φαν’ κι οι κότες, υπάρχει πάρα πολλή δουλειά: «όλοι παραπονιούνται πως έχουν αναδουλειές, εγώ όμως, δόξα σοι ο Θεός, από δουλειά να φαν’ κι οι κότες»·
- από δουλειά ούτε λόγος, υπάρχει δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «έχω διάφορα προβλήματα στην προσωπική μου ζωή μου αλλά, ευτυχώς, από δουλειά ούτε λόγος»·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, α. υπάρχει αναμφισβήτητα πολλή δουλειά: «κατά την περίοδο των γιορτών από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται». β. δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση κάποιου για δουλειά: «τρελαίνεται για γλέντια και διασκεδάσεις, αλλά από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται»·
- απτάλικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ απτάλικη δουλειά». Λόγω γλωσσικής ευκολίας ακούγεται απντάλικη δουλειά·
- αρπακολλατζίδικη δουλειά ή αρπακολλατζίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε βιαστικά, επιπόλαια, με προχειρότητα: «μη διανοηθείς να μου κάνεις αρπακολλατζίδικη δουλειά, γιατί δε θα πάρεις δραχμή». β. υπόθεση ή συμφωνία που κλείνεται αμέσως, επιπόλαια, απρόσεκτα: «θα μ’ αφήσεις ένα διάστημα να εξετάσω καλά αυτό που μου προτείνεις, γιατί δε μ’ αρέσουν οι αρπακολλατζίδικες δουλειές»·
-αρπακολλίστικη δουλειά ή αρπακολλίστικες δουλειές, βλ. φρ. αρπακολλατζίδικη δουλειά·
- άσ’ απάνω μου τη δουλειά ή άσ’ τη δουλειά απάνω μου, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον, πως θα αναλάβουμε ή θα διεκπεραιώσουμε εμείς μια δουλειά ή υπόθεσή του, που για διάφορους λόγους δεν μπορεί ή δεν τολμάει να αναλάβει αυτός: «εσύ κάνε αυτό που σου λέω και για τα υπόλοιπα άσ’ τη δουλειά απάνω μου»·
- ασταμάτητη δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «την περίοδο του καλοκαιριού άνοιξα ένα μπαράκι στην παραλία κι είχα ασταμάτητη δουλειά απ’ τη νεολαία και τους τουρίστες»·
- αστεία δουλειά, α. δουλειά ή ενέργεια που δεν παρουσιάζει την παραμικρή δυσκολία, που είναι πανεύκολη: «αυτό που μου ανάθεσες να κάνω είναι αστεία δουλειά για μένα». β. δουλειά, επιχείρηση, χωρίς καμιά σοβαρότητα, που δεν παρουσιάζει καμιά προοπτική εξέλιξης ή κέρδους: «απασχολείται σε μια αστεία δουλειά, κι επειδή φοβάται πως θα κλείσει, ψάχνει να βρει κάποια άλλη»·
- ασυντόνιστη δουλειά, δουλειά που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, που δεν κινείται πάνω σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο ή δεν υπάρχει κάποιος υπεύθυνος ή έμπειρος να τη συντονίζει, να τη διευθύνει: «πώς να μην πέσει έξω με τέτοια ασυντόνιστη δουλειά που είχε!»·
- άσχετη δουλειά ή άσχετες δουλειές, δουλειά, επιχείρηση, απασχόληση, ενέργεια ή λόγος, που δεν ανταποκρίνεται στις παρούσες ανάγκες: «φτιάχνει λουλούδια από χαρτί και τα μοσχοπουλάει. -Υπάρχουν ακόμα τέτοιες άσχετες δουλειές; || θα πάμε να τον βρούμε όλοι μαζί για να του εκθέσουμε το πρόβλημα. -Άσχετη δουλειά, γιατί ο καθένας έχει διαφορετικό πρόβλημα || εγώ λέω να ενεργήσουμε με αυτόν τον τρόπο. -Άσχετη δουλειά, γιατί εσύ μπορείς να λες ό,τι θες»·
- άσχημη δουλειά ή άσχημες δουλειές, κατάσταση ενοχλητική ή επιζήμια: «έπαθε άσχημη δουλειά με την υποτίμηση της δραχμής». (Λαϊκό τραγούδι: άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές, τα ερωτοχτυπήματα άσχημες δουλειές
- ατζαμίδικη δουλειά ή ατζαμίδικες δουλειές, α.εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε από αδέξιο τεχνίτη, από αδέξιο μάστορα: «δεν ξαναπάω τ’ αυτοκίνητό μου σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ ατζαμίδικη δουλειά || του παρήγγειλα να μου φτιάξει μια βιβλιοθήκη και μου ’κανε ατζαμίδικη δουλειά, γιατί είχε στραβά ράφια». β. αδέξιος χειρισμός μιας υπόθεσης: «έπρεπε να τον καλοπιάσεις και να του μιλήσεις με ευγένεια για να προωθήσει την υπόθεσή σου, γιατί με τις φωνές και με παρόμοιες ατζαμίδικες δουλειές, φέρνει κανείς το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα»·
- άτιμη δουλειά, που είναι δύσκολη, που δυσκολεύει κατά την εκτέλεσή της: «έχω μπλεχτεί με μια άτιμη δουλειά, που βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα»·
- ατράνταχτη δουλειά, επιχείρηση με απόλυτη σοβαρότητα και μεγάλη οικονομική επιφάνεια, που κανείς ή τίποτα δεν μπορεί να την απειλήσει: «ο πατέρας του του έχει αφήσει μια ατράνταχτη δουλειά, που θεωρείται απ’ τις μεγαλύτερες του τόπου μας»·
- αυτή είναι δουλειά! α. έκφραση ικανοποίησης για δουλειά που παρουσιάζει σοβαρότητα ή οικονομικό ενδιαφέρον: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη η ψιλικατζίδικη που μου ’λεγες την άλλη φορά!». β. έκφραση ικανοποίησης για εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη που μου ’κανε ο προηγούμενος μηχανικός!»·
- αυτή (αυτό) είναι η δουλειά, βλ. συνηθέστ. εδώ είναι η δουλειά·
- αυτή ( αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! α. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία που μας παρουσιάζεται με απόλυτη σοβαρότητα ή που παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον: «αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με εμπόριο χρυσού. -Αυτή κι αν δεν είναι δουλειά!». β. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη, πολλή ευαισθησία και πολύ μεράκι: «ταλαιπωρήθηκα πολύ μέχρι να τελειώσω αυτή τη μακέτα, αλλά στο τέλος τα κατάφερα. -Μπράβο σου, ρε φίλε, αυτή κι αν είναι δουλειά!»·
- αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, που μου αναθέτει κάποιος να τελειώσω ή να διεκπεραιώσω, είναι πάρα πολύ εύκολη για μένα: «θα σου τελειώσει τη δουλειά στο άψε σβήσε, γιατί αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα»·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, η δουλειά ή η ενέργεια για την οποία γίνεται λόγος, απαιτεί κάποιον πολύ ικανό ή τολμηρό: «δεν μπορεί ο καθένας να γίνει οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια || δεν μπορεί ο καθένας να δουλεύει στα λατομεία, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια»·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. φρ. αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση που μου προτείνει κάποιος έχω την εντύπωση πως είναι πολύ δύσκολο για μένα να την τελειώσω, να τη διεκπεραιώσω και για το λόγο αυτό, τις πιο πολλές φορές δεν την αναλαμβάνω: «αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, γι’ αυτό θα σε συμβούλευα να την αναθέσεις σε κάποιον άλλον»·
- (αυτό) είναι δική μου δουλειά, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνον εμένα: «το αν χωρίσω ή όχι με τη γυναίκα μου, είναι δική μου δουλειά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. φρ. (αυτό) είναι δική μου δουλειά·
- αυτός είναι η δουλειά, σε αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτόν εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να πλευρίσουμε το διευθυντή για να πάρουμε την ανάθεση του έργου, γιατί αυτός είναι η δουλειά». Συνήθως για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλη·
- αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας, καταστρέφομαι, καταστρεφόμαστε οικονομικά: «εντατικοποιήστε τις δυνάμεις σας παιδιά, γιατί αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας». Η χρήση της φρ. πολλή σπάνια και μόνο από τους παλιούς ανθρώπους της πιάτσας και τους ηλικιωμένους·
- άχαρη δουλειά ή άχαρες δουλειές, α. δουλειά μονότονη, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «κάνει τόσο άχαρη δουλειά, που πολλές φορές τον παίρνει ο ύπνος». β. δουλειά που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους δημόσιους βόθρους. -Άχαρη δουλειά, μωρ’ αδερφάκι μου!». γ. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έχει γίνει χωρίς τέχνη και μεράκι: «μετά από πολλά μου ’φερε τη μακέτα που του ζήτησα, αλλά μου ’κανε πολύ άχαρη δουλειά»·
- αχμάκικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και μεράκι, χωρίς φαντασία: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ αχμάκικη δουλειά»·
- βαβουρατζίδικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι θορυβώδης: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο, που είναι πολύ βαβουρατζίδικη δουλειά, και κάθε μεσημέρι δεν μπορώ να κλείσω μάτι». β. επιχείρηση εμπορική ή βιοτεχνική στην οποία απασχολούνται πολλά άτομα: «το σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου, που βρίσκεται στη γειτονιά μου, είναι βαβουρατζίδικη δουλειά και δίνει ψωμί σε πενήντα άτομα». γ. δουλειά, ιδίως εμπορική, που συναλλάσσεται με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ τα νεύρα του είναι τεντωμένα, γιατί δουλεύει στο σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου που είναι βαβουρατζίδικη δουλειά γιατί έχει πολλή πελατεία»·
- βάζω σε δουλειά ή βάζω σε δουλειές (κάποιον), επιβαρύνω με πρόσθετη εργασία κάποιον, απασχολώ κάποιον παρά τη θέλησή του: «μου έχεις γίνει φόβος και τρόμος, γιατί, κάθε φορά που σε βλέπω, με βάζεις σε δουλειές»·
- βάλτωσαν οι δουλειές, δεν παρατηρείται στην αγορά η παραμικρή εμπορική συναλλαγή, το παραμικρό αλισβερίσι: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις των δρόμων βάλτωσαν οι δουλειές»· βλ. και φρ. βάλτωσε η δουλειά·
- βάλτωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε στασιμότητα, σε αδιέξοδο, δεν προχωράει παραπέρα, δεν εξελίσσεται: «έμεινα από μετρητά κι έτσι βάλτωσε η δουλειά || αρρώστησε σοβαρά ο δικηγόρος μου κι έτσι βάλτωσε η δουλειά που του είχα αναθέσει»· βλ. και φρ. βάλτωσαν οι δουλειές·
- βαρβάτη δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και πολύ αποδοτική, πολύ κερδοφόρα: «ο πατέρας του του άφησε μια βαρβάτη δουλειά κι έχει λύσει το πρόβλημα της ζωής του». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε τέλεια και μας ικανοποιεί απόλυτα: «ο μηχανικός μου ’κανε βαρβάτη δουλειά»·
- βαρετή δουλειά, βλ. συνηθέστ. ανιαρή δουλειά·
- βαριά δουλειά! πολύ δύσκολη υπόθεση, περίπτωση που θέλει μεγάλη ψυχική δύναμη, μεγάλη ψυχική αντοχή: «σ’ ένα τροχαίο έχασε τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. -Βαριά δουλειά!»·
- βαριά δουλειά, χειρονακτική ιδίως εργασία που απαιτεί από τον εργαζόμενο μυϊκή δύναμη ή σωματική αντοχή, δουλειά που είναι πολύ κουραστική ή πολύ ανθυγιεινή: «δουλεύει σε κείνον τον τομέα που έχουν βάλει τις πιο βαριές δουλειές του εργοστασίου». Για τέτοιες δουλειές, που ανήκουν στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, υπάρχει ξεχωριστή μισθολογική ή συνταξιοδοτική μεταχείριση. Πρβλ.: η αγάπη θέλει προϋπηρεσία, μεροκάματο, ξενύχτι και νταλκά, θέλει Ι.Κ.Α., μια ζωή στην ανεργία, στα βαρέα ένσημα και στ’ ανθυγιεινά (Τραγούδι)·
- βαριά δουλειά (είναι) η καλογερική, α. είναι δύσκολη η εργένικη ζωή: «καλή είναι η εργένικη ζωή, δε λέω, αλλά το βράδυ, που γυρίζεις στο σπίτι και μένεις ολομόναχος, καταλαβαίνεις πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική || αρρώστησε και δεν έχει έναν άνθρωπο να τον φροντίσει, γιατί είναι γεροντοπαλίκαρο. -Βαριά δουλειά η καλογερική». Από το ότι είναι δύσκολη υπόθεση ο μοναχικός βίος και, κατ’ επέκταση, είναι δύσκολη η άγαμη ζωή. β. είναι βαρύ το έργο ή το καθήκον που απαιτεί κόπους, θυσίες, στερήσεις και στενοχώριες: «στριμώχτηκε τον τελευταίο καιρό για να πάρει το πτυχίο του, και διαβάζει μέρα νύχτα, χωρίς να βγαίνει ούτε για μια βόλτα απ’ το σπίτι του. -Βαριά δουλειά η καλογερική». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που, ενώ είναι μαθημένος στην άνεση και στην καλοπέραση, υποχρεώνεται ξαφνικά να εργαστεί σκληρά και να ζει λιτά, χωρίς εξόδους και γλέντια, πράγμα που του προξενεί στενοχώρια, δυσφορία: «απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του κι αναγκάστηκε να βγάλει μονάχος του το ψωμί του, κατάλαβε πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική»·
- βασιλιά βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
- βγάζω δουλειά, παράγω ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «όταν δουλεύω με όρεξη βγάζω δουλειά || είναι απ’ τους λίγους εργάτες σ’ αυτό το εργοστάσιο που βγάζει δουλειά χωρίς να τον πιέζει κανένας»·
- βγάζω τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω: «μόλις βγάλεις τη δουλειά, είσαι ελεύθερος να φύγεις»·
- βγαίνει δουλειά, παράγεται ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, βγαίνει δουλειά, γιατί τους έχω όλους οργανωμένους μια χαρά»· βλ. και φρ. βγαίνει η δουλειά·
- βγαίνει (έτσι) δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- βγαίνει ή δε βγαίνει η δουλειά; βλ. συνηθέστ. γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά(;)·
- βγαίνει η δουλειά, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά·
- βγαίνει η δουλειά μου, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά μου·
- βιρτουόζικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με μεγάλη  δεξιοτεχνία, φαντασία και μεράκι: «ο τάδε μηχανικός κάνει πάντα βιρτουόζικη δουλειά || ο τάδε ζωγράφος έκανε βιρτουόζικη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά, την επιβλέπω: «όσο θα λείπω, θέλω να βλέπεις τη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά μου, είμαι προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε από όσα γίνονται ή διαδραματίζονται γύρω μου: «σεισμός να γίνεται, βομβαρδισμός να γίνεται, ό,τι και να γίνεται, εγώ βλέπω τη δουλειά μου»·
- βραχυκύκλωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση συνάντησε απρόσμενη δυσκολία, απρόσμενο εμπόδιο και σταμάτησε να εξελίσσεται προσωρινά ή και οριστικά: «κι εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά βραχυκύκλωσε η δουλειά και μας έδεσε τα χέρια»·
- βρήκε στημένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στημένη, βρήκε από κάποιον έτοιμη δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική: «αυτός είναι πολύ τυχερός, γιατί βρήκε στημένη δουλειά απ’ τον πατέρα του || κι εσύ, αν έβρισκες δουλειά στημένη, δε θα κουραζόσουν τόσο πολύ στη ζωή σου για να δημιουργήσεις αυτά που δημιούργησες»·
- βρήκε στρωμένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στρωμένη, ανέλαβε κάποια επιχείρηση, ιδίως εμπορική εν ενεργεία, που εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «είναι τυχερός, γιατί βρήκε στρωμένη δουλειά απ’ την οικογένειά του || όποιος βρίσκει δουλειά στρωμένη, χωρίς να κοπιάσει ο ίδιος, μπορεί κι εύκολα να την καταστρέψει»·
- βρόμα η δουλειά! αρχίζουν να διαφαίνονται σοβαρές δυσκολίες, σοβαροί κίνδυνοι σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση με τον τρόπο που ατή διαμορφώνεται: «αν αρχίσουν, όπως λένε, την ένορκη διοικητική εξέταση για να εντοπίσουν αυτόν που έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης, βρόμα η δουλειά! || λένε πως θα γίνει πάλι υποτίμηση της δραχμής. -Βρόμα η δουλειά!»· βλ. και φρ. είναι βρόμα η δουλειά ·
- βρομά η δουλειά, η δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, δεν είναι τίμια, δεν είναι νόμιμη, είναι παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί βλέπω πως βρωμά η δουλειά»·
- βρόμικη δουλειά ή βρόμικες δουλειές, α. εργασία που διεκπεραιώνεται σε βρόμικο, σε ανθυγιεινό περιβάλλον: «το να ’σαι υπάλληλος καθαριότητας του δήμου είναι βρόμικη δουλειά». β. δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, που δεν είναι τίμια, που δεν είναι νόμιμη, που είναι παράνομη: «εμένα βγάλε με απ’ έξω, γιατί δε μπλέκομαι σε βρόμικες δουλειές». γ. (στη γλώσσα της αργκό) η δολοφονία: «ξέρει έναν χάλια μάγκα που αναλαμβάνει τις βρόμικες δουλειές της πιάτσας»·
- βρόμισε η δουλειά, α. δουλειά που, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται με αυτήν όλο και περισσότεροι, οπότε έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που βρόμισε η δουλειά, τώρα πήγε κι αυτός ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». β. δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, διέρρευσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά στον ανταγωνιστή μου, θα την παρατήσω και θ’ ασχοληθώ με άλλη». γ. δουλειά ή υπόθεση που, ενώ εξελισσόταν ομαλά, έπαψε να συμφέρουσα και επιτυχημένη: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά που είχε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- βρόμισε τη δουλειά, δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, κάποιος την πρόδωσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «δεν ξέρω ποιος βρόμισε τη δουλειά στον ανταγωνιστή μου!»·
- γαμημένη δουλειά, α. δουλειά ή υπόθεση που έχει ή που παρουσιάζει συνέχεια μεγάλες δυσκολίες: «μπλέχτηκα πριν από καιρό με μια γαμημένη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω ακόμα». β. δουλειά που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, είτε γιατί ασκείται από πολλούς είτε γιατί έχει εξαντλήσει ή δεν προσελκύει άλλο το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού: «μην ανοίξεις βιντεοκλάμπ, γιατί απ’ τον καιρό που δημιουργήθηκαν οι ιδιωτικές τηλεοράσεις είναι γαμημένη δουλειά, αφού ο κόσμος δεν ξέρει πια ποιο πρόγραμμα να πρωτοδιαλέξει»·
- γαμήσι δουλειά, βλ. φρ. είναι γαμήσι η δουλειά·
- γίνεται δουλειά, παρατηρείται σοβαρή, μεθοδευμένη προσπάθεια σε κάποιο χώρο με καλά αποτελέσματα: «τα τελευταία χρόνια, γίνεται δουλειά στο χώρο του κλασικού αθλητισμού || αυτό που θέλω να μου πεις είναι αν γίνεται σήμερα δουλειά στα ελληνικά πανεπιστήμια»· βλ. και φρ. γίνεται η δουλειά·
- γίνεται (έτσι) δουλειά! σοβαρή αμφισβήτηση για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «τη μια ο ένας την κάνει κοπάνα, την άλλη ο άλλος παίρνει άδεια απ’ τη σημαία, άλλος δεν έρχεται καθόλου κι άλλος ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει, ε, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται έτσι δουλειά! || μ’ όλο αυτό το απεργιακό κύμα που σαρώνει τον τελευταίο καιρό τον τόπο μας, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται δουλειά!»·
- γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; κατηγορηματική ερώτηση που απαιτεί κατηγορηματική απάντηση, για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «θέλω να δεις καλά τα σχέδια και να μου πεις, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; || θέλω να μ’ απαντήσεις ντόμπρα και σταράτα, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά να προωθήσεις την αίτηση που έκανα για τη δανειοδότησή μου;»·
- γίνεται η δουλειά, μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ ό,τι βλέπω στα σχέδια, γίνεται η δουλειά || απ’ ότι ξέρω, γίνεται η δουλειά να βάλεις την αίτησή μου στο σωστό δρόμο»·
- γίνεται η δουλειά μου, η δουλειά μου, η εργασία μου, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά: «έχω τόσο ευσυνείδητο προσωπικό, που, όσο καιρό και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, γίνεται η δουλειά μου»·
- γκαγκάν δουλειά ή δουλειά γκαγκάν, βλ. φρ. η δουλειά είναι γκαγκάν·
- γκαντέμιασε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, άρχισαν να παρουσιάζονται αλλεπάλληλες ατυχίες και κινδυνεύει να περιέλθει σε αδιέξοδο ή και να αποτύχει οριστικά: «εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά κι είπα ν’ ανασάνω λίγο, ξαφνικά γκαντέμιασε η δουλειά κι έχασα την ηρεμία μου»·
- γκαντέμικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει συνεχείς ατυχίες, συνεχείς δυσκολίες, και για το λόγο αυτό μας προξενεί ψυχική δυσφορία: «έμπλεξα με μια γκαντέμικη δουλειά, που μ’ έχει σπάσει τα νεύρα»·
- γκαραντί δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που έχει εξασφαλισμένη επιτυχία, που είναι οργανωμένη πάνω σε στέρεες, σε εγγυημένες βάσεις: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια γκαραντί δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εγγυημένη: «κάνει γκαραντί δουλειά αυτός ο μηχανικός»·
- γούρνιασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, ενώ προχωρούσε ομαλά, έπαψε πια να εξελίσσεται, περιήλθε σε στασιμότητα: «ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά γούρνιασε η δουλειά κι έχω στα καλά καθούμενα σοβαρά προβλήματα». Από την εικόνα των τρεχούμενων νερών, που, όταν συγκεντρώνονται στη γούρνα, παραμένουν στάσιμα·
- γραφική δουλειά, βλ. συνηθέστ. δουλειά γραφείου·
- γρουσούζικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που συναντάει συνέχεια ατυχίες, δυσκολίες, προβλήματα: «έμπλεξα με μια γρουσούζικη δουλειά και δεν ξέρω πότε θα ξεμπλέξω»·
- δε γίνεται έτσι δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση πως με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη: «εδώ μέσα κάνει ο καθένας του κεφαλιού του κι ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, πως δε γίνεται έτσι δουλειά»·
- δε γίνεται έτσι η δουλειά, είναι λανθασμένος ο τρόπος που ακολουθείται για να εξελιχθεί ή να περατωθεί κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αν θέλεις να τελειώσεις αυτό που άρχισες, άλλαξε τακτική, γιατί δε γίνεται έτσι η δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, α. έχω συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «απ’ το πρωί δε σήκωσα κεφάλι απ’ τη δουλειά». β. έχω το μυαλό μου συνέχεια στη δουλειά, δουλεύω εντατικά: «όταν αποφασίσει να δουλέψει, δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, είμαι απόλυτα προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε άλλο: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά του»·
- δε σταυρώνει σε δουλειά ή δε σταυρώνει σε μια δουλειά, αλλάζει συνεχώς θέση εργασίας, δεν μπορεί να εδραιωθεί σε μια θέση εργασίας: «είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος, γι’ αυτό δε σταυρώνει σε μια δουλειά»·
- δε σταυρώνω δουλειά, δεν μπορώ να βρω, να αναλάβω κάποια εργασία, ιδίως ως τεχνίτης: «όλοι παίρνουν ένα σωρό δουλειές κι εγώ δε σταυρώνω δουλειά!»·
- δε στεριώνει σε δουλειά ή δε στεριώνει σε μια δουλειά, για διάφορους λόγους δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί, να μείνει για πολύ καιρό σε μια θέση εργασίας: «είναι τόσο άτυχος άνθρωπος, που δε στεριώνει σε δουλειά || είναι τόσο νευρικός άνθρωπος, που δε στεριώνει σε μια δουλειά»·
- δε χαμπαρίζει από δουλειά, βλ. φρ. είναι άσχετος από δουλειά·
- δε χαμπαρίζει στη δουλειά, δε λογαριάζει, δεν υπολογίζει τίποτα όταν κάποιος ή κάτι απειλεί τη δουλειά του: «μπορεί να είσαι φίλος του, αλλά, αν κάνεις πως πας να τον ανταγωνιστείς, θα σε λιώσει, γιατί δε χαμπαρίζει στη δουλειά»·
- δεν έγινε έτσι η δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) (η) δουλειά σου, να μη σε ενδιαφέρει, να μη σε απασχολεί το συγκεκριμένο θέμα, γιατί υπάρχουν άλλοι που ενδιαφέρονται ή που ασχολούνται με αυτό, γιατί είναι έξω από τις αρμοδιότητές σου: «μη σε απασχολεί η μεταφορά των εμπορευμάτων, γιατί δεν είναι δουλειά σου αυτή»·
- δεν είναι για δουλειά, λέγεται για άνθρωπο τεμπέλη, που δεν έχει καμιά διάθεση να εργαστεί: «του έχω δώσει ένα σωρό ευκαιρίες, αλλά δεν είναι για δουλειά ο άνθρωπος»·
- δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δική μου δουλειά να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που χωρίσαμε, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν είναι δική μου δουλειά». Συνών. δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δεν είναι δουλειά αυτή! ή δεν είναι αυτή δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δεν είναι δουλειά αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δεν είναι δουλειά αυτή να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις σουρλουλούδες στα μπουζούκια! || δεν είναι δουλειά αυτή, κάθε μεσημέρι την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- δεν είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση της ασυδοσίας ή νοοτροπίας που επικρατεί σε κάποιο εργασιακό ιδίως χώρο και, κατ’ επέκταση, κατηγορηματική δήλωση για την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους της επιχείρησης. Συνήθως, μια τέτοια επιχείρηση χαρακτηρίζεται καφενείο, από το ότι πηγαίνει και φεύγει ο καθένας ό,τι ώρα θέλει, μπουρδέλο ή κωλοχανείο, για να καταδείξει την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους, ή και σκορποχώρι, για να δώσει την εικόνα της διάλυσης: «απ’ τη μέρα που πάτησα το πόδι μου σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, δεν είναι δουλειά αυτή, αυτή ’ναι καφενείο (μπουρδέλο, κωλοχανείο, σκορποχώρι)». Πρβλ. λ.: όταν μπαίνουν στην καρδιά σου περισσότεροι από δύο, δεν είναι καρδιά είναι καφενείο (Λαϊκό τραγούδι)·
- δεν είναι δουλειά σου να..., α. δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει στην επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική θέση σου να...: «δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ διευθυντής ν’ ασχολείσαι με τέτοιες μικροϋποθέσεις || δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ γιατρός να συναναστρέφεσαι με τους παρακατιανούς». β. δεν υπάρχει λόγος να ...: «δεν είναι δουλειά σου να ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό το άτομο». γ. δεν είναι της αρμοδιότητάς σου να ...: «δεν είναι δουλειά σου ν’ ασχολείσαι μ’ αυτό το θέμα»·
- δεν είναι εντάξει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική, δεν έγινε, δε φτιάχτηκε σωστά, έχει ή παρουσιάζει προβλήματα: «δεν έγινε εντάξει η δουλειά, γιατί με την πρώτη βροχή πλημμυρίζουμε»·
- δεν είναι έτσι η δουλειά, η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν έγινε ή δεν εξελίχθηκε με τον συγκεκριμένο τρόπο που αναφέρεται: «βέβαια, μπορείς να λες την άποψή σου, αλλά δεν είναι έτσι η δουλειά». Συνών. δεν είναι έτσι τα πράγματα·
- δεν είναι της δουλειάς, δε γνωρίζει το αντικείμενο της συγκεκριμένης δουλειάς, είναι άσχετος με την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μην τον λαμβάνεις υπόψη σου, γιατί δεν είναι της δουλειάς ο άνθρωπος και δεν μπορεί να βοηθήσει || μη δίνεις βάση στα λόγια του, γιατί δεν είναι της δουλειάς»·
- δεν είναι τούτη δουλειά! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δεν είναι τούτη δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή·
- δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, λέγεται για άτομο που ασχολείται επί πολύ καιρό με κάτι εντελώς αναποτελεσματικά: «τι έγινε με τον τάδε; Έστησε επιτέλους εκείνη την επιχείρηση που ονειρευόταν; -Δεν είχε  δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει». Από την εικόνα του ατόμου που κατεργάζεται το μαλλί για κλώσιμο, ασχολία δύσκολη και χρονοβόρα·
- δεν έχει καμιά δουλειά, το συγκεκριμένο άτομο ή η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που κουβεντιάζουμε: «μην μπερδεύεις και τον τάδε, γιατί δεν έχει καμιά δουλειά μ’ αυτή την υπόθεση || δεν έχει καμιά δουλειά η τιμιότητα όταν απειλείται το συμφέρον του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχουνε μάθει να πονώ γι’ αυτό η καρδιά μου αντέχει, κι αν φύγεις ή μ’ απαρνηθείς, στη μάνα σου μην ορκιστείς, η μάνα στην αγάπη μας καμιά δουλειά δεν έχει
- δεν έχεις (καμιά) δουλειά εδώ, α. ο συγκεκριμένος χώρος δεν είναι η θέση στην οποία πρέπει να βρίσκεσαι, δεν είναι ο χώρος, όπου μπορείς να ασκείς τις αρμοδιότητές σου: «ό,τι και να πεις, δε θα σ’ ακούσει κανένας, γιατί δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ». β. βρίσκεσαι σε περιβάλλον άσχετο με το επαγγελματικό, οικονομικό ή κοινωνικό σου επίπεδο: «δεν έχεις δουλειά εδώ, γιατί αυτό το κλαμπ είναι μόνο για τους βιομηχάνους»·
- δεν έχεις καμιά δουλειά να..., η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι στη δικαιοδοσία σου, στην αρμοδιότητά σου: «δεν έχεις καμιά δουλειά ν’ ασχολείσαι μ’ αυτή την υπόθεση, αφού ξέρεις πως την έχει αναλάβει άλλος»· βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά σου να(…)·
- δεν έχω δουλειά, είμαι άνεργος: «είναι πέντε μήνες τώρα που δεν έχω δουλειά»·
- δεν έχω καμιά δουλειά εγώ, α. είμαι τελείως αναρμόδιος: «δεν μπορώ να σας πω τη γνώμη μου, γιατί δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με το θέμα που συζητάτε». β. δεν έχω καμιά σχέση με αυτό που συζητείται ή παρουσιάζεται, το αγνοώ τελείως: «δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με τη ληστεία || δεν έχω καμιά δουλειά εγώ μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δεν κάνεις καμιά δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά(!)·
- δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! η υπόθεση ή η κατάσταση όπως έγινε ή όπως διαμορφώθηκε, δεν έχει προηγούμενο, δεν ξανάγινε ποτέ στο παρελθόν, είναι πρωτόγνωρη, δεν μπορεί να τη συλλάβει ανθρώπου νους: «έστειλε το γιο του στο νοσοκομείο απ’ το ξύλο, γιατί πήγε σινεμά χωρίς να τον ρωτήσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! || τον έστειλε φυλακή, επειδή του χρωστούσε είκοσι χιλιάδες και δεν είχε να του τις δώσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε ή το ε όχι·
- δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! α. έκφραση δυσφορίας σε άτομο που μας έχει γίνει φορτικό ή ενοχλητικό και έχει την έννοια επιτέλους άφησέ με ήσυχο, μη με ενοχλείς, μη με σκοτίζεις περισσότερο. β. επιθετική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει απίθανα πράγματα ή που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει: «θέλω να μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα, γιατί το δικό μου το ’χω στο γκαράζ. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! || αν μου δώσεις σήμερα εκατό χιλιάδες, θα σου δώσω σε μια βδομάδα πεντακόσιες. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε, το μωρέ ή το ρε και κλείνει με το λέω ’γω, ενώ είναι και φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. Η δουλειά που υπονοούμε να πάει να κάνει αυτός που μας ενοχλεί, είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- δεν πιάνεται στη δουλειά, είναι πολύ εργατικός: «όταν αρχίσει να δουλεύει δεν πιάνεται στη δουλειά»·βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά·
- δεν πιάνεται στη δουλειά του, είναι ασύγκριτος σε αυτό που καταγίνεται: «δεν τον αλλάζω με τίποτε αυτόν το μηχανικό, γιατί δεν πιάνεται στη δουλειά του»· βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά του·
- δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν την καλοβλέπω τη δουλειά·
- δεν τη βρίσκω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά·
- δεν την καλοβλέπω τη δουλειά, α. θεωρώ πως κάτι είναι ύποπτο ή επικίνδυνο σε μια δουλειά: «απ’ τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της η αστυνομία, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». β. έχω την εντύπωση πως κάποια δουλειά είναι ύποπτη ή παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». γ. έχω την εντύπωση πως μια δουλειά ή επιχείρηση δεν εξελίσσεται ομαλά, πως υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «αν δεν βρεις κάποιον χρηματοδότη, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά»·
- δική σου δουλειά, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι προσωπικό σου ζήτημα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιον απ’ τους δυο προτείνεις να πάρω στο γραφείο μου; -Δική σου δουλειά || ποιο κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δική σου δουλειά». Συνών. δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- δουλειά για γέλια, α. που είναι πάρα πολύ εύκολη, που είναι πανεύκολη: «μου ανέθεσε να κάνω μια δουλειά που είναι για γέλια». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «λέγατε πως είναι καλός μπογιατζής, όμως μου ’κανε μια δουλειά για γέλια»·
- δουλειά για κλάματα, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εντελώς πρόχειρη, κακόγουστη, κακότεχνη: «ήταν τόσο ανεύθυνος υδραυλικός, που μου ’κανε μια δουλειά για κλάματα»·
- δουλειά γραφείου, που διεκπεραιώνεται μέσα σε γραφείο και που συνήθως είναι γραφική: «δουλεύει σε μια εμπορική επιχείρηση και κάνει δουλειά γραφείου»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, α. λέγεται στην περίπτωση που από δική μας υπαιτιότητα δημιουργούμε προβλήματα σε μας τους ίδιους. β. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχαμε και δουλειά βρήκαμε, λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, όταν κάποιος δεν έχει να κάνει κάτι συγκεκριμένο, κάτι ουσιαστικό και ωφέλιμο, τότε ασχολείται με διάφορες ανοησίες μόνο και μόνο για να περάσει την ώρα του, ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, απερίσκεπτα. Πρβλ.: αργία μήτηρ πάσης κακίας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. φρ. δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του , βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δε έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά είν’ αυτή! α. έντονη αμφισβήτηση για τη σοβαρότητα ή το κύρος κάποιας επιχείρησης: «απ’ τη μέρα που ήρθα σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας κάνει του κεφαλιού του. Δουλειά είν’ αυτή!». β. υποτιμητική έκφραση για κάποια δουλειά που τη θεωρούμε ανάξια λόγου, ασήμαντη: «γιατί δε θέλεις να προσληφθείς σ’ αυτό το εργοστάσιο; -Δουλειά είν’ αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ. γ.έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δουλειά είν’ αυτή, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δουλειά είν’ αυτή, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || δουλειά είν’ αυτή, να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ!». Πολλές φορές, πριν, και συνηθέστερα μετά τη φρ. ακούγεται και το όχι πες μου σε παρακαλώ·βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! η δουλειά, η εργασία ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, παρουσιάζει συνέχεια προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, και για το λόγο αυτό πρέπει να βρισκόμαστε διαρκώς σε επαγρύπνηση: «τη μια μου λείπουν οι πρώτες ύλες,, την άλλη δεν επαρκούν οι εργάτες, πλάκωσαν κι από πάνω οι απεργίες, δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ ή το ε όχι πες μου ή το ε πες μου ή το ε πες μου σε παρακαλώ·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. φρ. από δουλειά άλλο τίποτα·
- δουλειά κι αυτή! α. δουλειά ή απασχόληση, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που είναι ανιαρή, βαρετή: «η δουλειά του είναι να συνοδεύει κάθε πρωί απ’ το σπίτι στο σχολείο τα παιδιά του τάδε, κι όταν σχολνούν, να τα συνοδεύει πάλι μέχρι το σπίτι. -Δουλειά κι αυτή!». β. εργασία που παρουσιάζει ιδιαίτερες ή σπάνιες δυσκολίες και που δεν μπορεί ή δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους βόθρους του δήμου. -Δουλειά κι αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το μωρέ και πιο σπάνια το ρε·
- δουλειά με το κομμάτι, εργασία που αμείβεται ανάλογα με τον αριθμό παραγωγής του προϊόντος το οποίο παραδίδεται από τον εργαζόμενο στον εργοδότη: «δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο που δίνουν δουλειά με το κομμάτι». Το είδος αυτό της δουλειάς έγινε γνωστό από τους Έλληνες μετανάστες της Γερμανίας·
- δουλειά μια φορά! έκφραση θαυμασμού για επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «είδες τι σύγχρονο εργοστάσιο; -Δουλειά μια φορά! || βλέπεις με πόση τέχνη είναι καμωμένο αυτό το δαχτυλίδι; -Δουλειά μια φορά!»· βλ. και φρ. δουλειά κι αυτή(!)·
- δουλειά μπασκλάς ή μπασκλάς δουλειά, δουλειά εμπορική ή τεχνική ανάξια λόγου, τιποτένια, κατωτέρας ποιότητας: «για να μη λέει με τι ασχολείται, σκέψου τι δουλειά μπασκλάς θα έχει || δε ξαναπάω σε κείνον τον μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ μπασκλάς δουλειά»·
- δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, έκφραση απελπισμένου άνεργου, που δεν ενδιαφέρεται για το είδος ή την ποιότητα της δουλειάς, αρκεί να δουλέψει: «θα μπορείς να κατεβαίνεις και να καθαρίζεις τους βόθρους; -Δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά ρουτίνας, α. εργασία ή απασχόληση που επαναλαμβάνεται μονότονα, μηχανικά, δουλειά πληκτική, ανιαρή: «δεν μπορεί ν’ απασχοληθεί με δουλειά ρουτίνας, γιατί τον πιάνουν τα νεύρα». β. δουλειά που από άποψη διεκπεραίωσης ή συναλλαγής δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «σήμερα η μέρα πέρασε ξεκούραστα, γιατί είχαμε δουλειά ρουτίνας»·
- δουλειά σου! βλ. φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- δουλειά σου και δουλειά μου! έκφραση δυσαρέσκειας για την ανάμιξη κάποιου σε θέματα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά του: «επιτέλους, πάψε να ενδιαφέρεσαι για το τι κάνω. Δουλειά σου και δουλειά μου!»·
- δουλειά στο γόνα, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά στο γόνατο, δουλειά, ιδίως τεχνική, χειροτεχνική ή πνευματική, που έγινε βιαστικά, πρόχειρα, η προχειροδουλειά: «πώς να μη σου βάλει τις φωνές, αφού κάνει μπαμ από μακριά πως είναι δουλειά στο γόνατο». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται πάνω στο γόνατο, υποδηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη· βλ. και φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά τέλος, κατηγορηματική έκφραση με την οποία αναγγέλλει κάποιος εργοδότης πως όλες οι κενές θέσεις εργασίας συμπληρώθηκαν, κι επομένως δεν υπάρχει λόγος να περιμένουν άλλο·
- δουλειά τζάμι ή τζάμι δουλειά, τεχνική ιδίως εργασία, που είναι καθαρή, παστρική και που εντυπωσιάζει με την τελειότητά της: «επειδή μου ’φερε δουλειά τζάμι, τον πλήρωσα κι εγώ κάτι παραπάνω»·
- δουλειά της νύχτας ή δουλειές της νύχτας, α. ύποπτη, παράνομη δραστηριότητα: «δεν τον έχουν και σε πολύ εκτίμηση μέσα στη γειτονιά, γιατί ξέρουν πως είναι μπλεγμένος με δουλειές της νύχτας». β. επίσης ως δουλειά της νύχτας αναφέρεται και η απασχόληση σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, μπαρ, παμπ, η απασχόληση κάποιου σε θέση νυχτοφύλακα, γενικά η μόνιμη απασχόληση κάποιου κατά τη διάρκεια της νύχτας. γ. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς υπευθυνότητα, που έγινε βιαστικά, όπως όπως (ενν. πως αυτός που την έκανε, δούλευε μέσα στο σκοτάδι και δεν έβλεπε: «σου το ’πα χίλιες φορές πως, αν μου ξαναφέρεις δουλειά της νύχτας, δε θα τη δεχτώ». Πρβλ.: της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά·
- δουλειά της πλάκας ή της πλάκας δουλειά, α. εργασία που είναι πολύ εύκολη: «μου ανέθεσε μια δουλειά και την τέλειωσα μέσα σε μισή ώρα, γιατί ήταν δουλειά της πλάκας». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση ανάξια λόγου, ασήμαντη, επειδή δεν παρουσιάζει κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, επειδή είναι ανοργάνωτη: «γιατί να ρίξω λεφτά σε μια δουλειά της πλάκας, αφού υπάρχουν άλλες που μπορώ να τα κονομήσω; || έχει μια δουλειά της πλάκας και μας παριστάνει το βιομήχανο». γ. (γενικά) πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη τεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει γρήγορα, μου ’φερε της πλάκας δουλειά»·
- δουλειά το λέμε τώρα! ή δουλειά το λένε τώρα! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας λέει ότι πρέπει να φύγει ή ότι δεν μπορεί να έρθει κάπου, γιατί έχει δουλειά. Το υπονοούμενο της φρ. είναι, ότι η δουλειά που προβάλλει ως δικαιολογία είναι ερωτική. Συνών. καφέ το λέμε τώρα(!)·
- δουλειά του διαβόλου ή δουλειές του διαβόλου, ενέργειες που επιφέρουν διχόνοιες, έριδες, που είναι καταστροφικές: «αφήστε τις γκρίνιες και τα μαλώματα, γιατί αυτά είναι δουλειές του διαβόλου»·
- δουλειά του καφενείου ή δουλειές του καφενείου, δουλειές που προγραμματίζονται ή που συμφωνούνται πάνω σε στιγμές ευφορίας ή ενθουσιασμού ή χάριν εντυπωσιασμού, που όμως δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθούν: «πώς να του ’χω εμπιστοσύνη, αφού είναι μόνο για δουλειές του καφενείου». Από την εικόνα των θαμώνων του καφενείου, που μιλούν με τις ώρες για χίλια δυο πράγματα και που τα ξεχνούν, από τη στιγμή που φεύγουν·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, δουλειά ή ενέργεια απερίσκεπτη, επιπόλαιη, βιαστική και χωρίς προγραμματισμό: «δεν προκόβει κανείς στη ζωή του με βιασύνη και με δουλειές του κεφαλιού»·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση, ιδίως εμπορική, που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον και από άποψη σοβαρότητας και από άποψη κέρδους, που είναι εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «δεν μπλέκεται ποτέ με δουλειές του κώλου». β. γενικά πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να προλάβει τις προθεσμίες, μας έφερε του κώλου δουλειά»·
- δουλειά του ποδαριού ή δουλειές του ποδαριού, δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος. Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές: «πέρασε η εποχή που μπορούσε κανείς με δουλειές του ποδαριού να ζήσει οικογένεια»· βλ. και φρ. δουλειά στο πόδι ·
- δουλειές του σπιτιού, α. τα οικιακά: «αυτός έχει ένα εμπορικό και η γυναίκα του ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού». β. (γενικά) κάθε απασχόληση σχετική με το νοικοκυριό: «επειδή δουλεύουν και οι δυο, βοηθάει και ο άντρας στις δουλειές του σπιτιού, όταν γυρίζει απ’ τη δουλειά του»·
- δουλεύω μια δουλειά, τη σχεδιάζω, βρίσκομαι στο στάδιο της έρευνας ή της επεξεργασίας της: «είναι καιρός τώρα που δουλεύω μια δουλειά, αλλά δεν είμαι ακόμα έτοιμος να σας την ανακοινώσω»·
- δύσκολη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και, μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το νομίζεις ·
- έγινε η δουλειά, επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «τι έγινε με την τάδε, την κατάφερες; -Έγινε η δουλειά»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, α. η υπόθεση ή η εμπορική επιχείρηση παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες από κακό υπολογισμό ή κακή διαχείριση, και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «απ’ τη στιγμή που άρχισαν ν’ ανακατεύονται στο εργοστάσιο όλοι οι συγγενείς, έγινε κώλος η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι κακόγουστη, κακότεχνη: «βιάστηκε ο μηχανικός να μου παραδώσει τα σχέδια κι έγινε κώλος η δουλειά»·
- έγινε λάσπη η δουλειά ή η δουλειά έγινε λάσπη, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαϊμού η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαϊμού, την ανέλαβε κάποιος με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, την ανέθεσαν σε κάποιον χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός, χατιρικά, γιατί είχε κάποιον γνωστό ή άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «πάψε να ενδιαφέρεσαι, φίλε μου, γιατί έγινε μαϊμού η δουλειά απ’ τον τάδε || μην προσπαθήσεις να πάρεις καμιά κρατική ανάθεση, γιατί όλες οι δουλειές γίνονται μαϊμού»·
- έγινε μαμούκαλα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαμούκαλα, βλ. συνηθέστ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαντάρα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαντάρα, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μουνί η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μουνί καλλιγραφίας η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καλλιγραφίας, βλ. φρ. έγινε μουνί καπέλο η δουλειά·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, α. η υπόθεση ή η εργασία παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες, είτε από κακό υπολογισμό είτε από κακή διαχείριση, και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «απ’ τη μέρα που άρχισαν να μπερδεύονται με το εργοστάσιο όλοι οι κληρονόμοι, έγινε μουνί καπέλο η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «βιαζόταν να προλάβει τις προθεσμίες που είχε δώσει κι η δουλειά έγινε μουνί καπέλο»·
- έγινε μπάχαλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπάχαλο, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς, παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα και βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή της αποτυχίας, χρεοκόπησε, απέτυχε οριστικά: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες έγινε μπάχαλο η δουλειά || λίγο έλειψα από τη θέση μου κι η δουλειά έγινε μπάχαλο!»·
- έγινε μπουρδέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπουρδέλο, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μύλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε μύλος, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση παρουσιάζει τέτοιο μπέρδεμα, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «δεν υπήρχε κάποιος στην επιχείρηση να πάρει μια σωστή απόφαση κι έγινε μύλος η δουλειά || ο ένας ο  μάρτυρας έλεγε το μακρύ του, ο άλλος κατέθετε το κοντό του και στο τέλος η δουλειά έγινε μύλος»·
- έγινε νιανιά η δουλειά ή η δουλειά έγινε νιανιά, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας και δεν προσελκύει πια το ενδιαφέρον κανενός: «από καθαρά κακή διαχείριση έγινε νιανιά η δουλειά || έχουμε ανταλλάξει τόσο βαριές κουβέντες, που καλύτερα να χωρίσουμε, γιατί η δουλειά έγινε νιανιά κι είναι κρίμα να ταλαιπωρούμαστε». Από την εικόνα της βρεφικής τροφής, που είναι λιωμένη, ή από το φαγητό, που κάποιος το ανακάτωσε τόσο πολύ, που το έκανε σαν πολτό και δεν τρώγεται·
- έγινε πετρέλαιο η δουλειά ή η δουλειά έγινε πετρέλαιο, απέτυχε, χρεοκόπησε: «απ’ τη μέρα που άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων, έγινε πετρέλαιο η δουλειά, γιατί δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο || δεν ενδιαφέρομαι περισσότερο, γιατί η δουλειά έγινε πετρέλαιο»·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε κακόγουστη, κακότεχνη: «απ’ τη στιγμή που βιαζόσουν, έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά || τώρα που η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, παράτα την και ξεκίνα καμιά άλλη»·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. φρ. έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά·
- έγινε σκατά η δουλειά ή η δουλειά έγινε σκατά, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε σούπα η δουλειά ή η δουλειά έγινε σούπα, α. διαδόθηκε πάρα πολύ, επήλθε κορεσμός και δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί ασχολούνται με αυτή πάρα πολλοί: «τώρα που έγινε σούπα η δουλειά, τώρα του ’ρθε η φαεινή ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». Από το ότι η σούπα είναι ένα πάρα πολύ διαδομένο φαγητό. β. η δουλειά ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς και, κατ’ επέκταση, απέτυχε: «είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έγινε σούπα η δουλειά». Από το ότι η σούπα είναι ρευστή ως φαγητό·
- έγινε τουρλού η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρλού, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε, μπερδεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας: «χίλιοι δυο μπερδεύτηκαν, ο ένας με το μακρύ του κι ο άλλος με το κοντό του, ώσπου έγινε τουρλού η δουλειά». Από την εικόνα του ομώνυμου φαγητού, που αποτελείται από μικρά κομμάτια διάφορων λαχανικών·
- έγινε τουρσί η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρσί, βλ. φρ. έγινε τουρλού η δουλειά·
- εδώ γίνεται η δουλειά, βλ. φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ είναι δουλειά, επιθετική έκφραση σε άτομο που απασχολεί κάποιον υπάλληλο ή εργάτη στο χώρο της εργασίας του εν ώρα δουλειάς, να τον αφήσει απερίσπαστο στη δουλειά του: «αν έχετε να πείτε κάτι, να περιμένεις να τελειώσει τη βάρδια του και πάτε όπου θέλετε να μιλήσετε, γιατί εδώ είναι δουλειά». Πολλές φορές, ακολουθούν βρισιές όπως το, δεν είναι της μάνας σου το μουνί ή το δεν είναι της αδερφής σου ο κώλος ή το δεν είναι της γιαγιάς σου το καφεκούτι·
- εδώ είναι η δουλειά! ή εδώ είναι όλη η δουλειά! βλ. συνηθέστ. εδώ κολλάει η δουλειά(!)·
- εδώ είναι η δουλειά ή εδώ είναι όλη η δουλειά, σε αυτό ειδικά το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται η ουσία της δουλειάς, σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτό εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να βρεθεί η εγγύηση για να πάρουμε το έργο, γιατί εδώ είναι όλη η δουλειά»· βλ. και φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ κολλάει η δουλειά! ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά! αυτό που μου λες δεν είναι σοβαρό εμπόδιο, ούτε είναι κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, ώστε συνεχιστεί η δουλειά ή η υπόθεση: «απ’ τη μέρα που ήρθε ο νέος διευθυντής, καθυστερεί να υπογράψει την έγκριση του δανείου. -Σιγά το πράγμα, εδώ κολλάει η δουλειά!»·
- εδώ κολλάει η δουλειά ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά, αυτό το συγκεκριμένο σημείο, αυτό το συγκεκριμένο άτομο, αυτός ο συγκεκριμένος λόγος είναι που εμποδίζει την εξέλιξη της υπόθεσης ή της εργασίας: «πρέπει να πείσουμε τον διευθυντή να εγκρίνει την επιχορήγηση, αν θέλουμε να συνεχίσουμε, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά || πρέπει ν’ αλλάξεις μπουζί, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά και δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο»· βλ. και φρ. εδώ είναι η δουλειά·
- είμαι κάργα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά· 
- είμαι πηγμένος στη δουλειά, βλ. φρ. είμαι πνιγμένος στη δουλειά·
- είμαι πνιγμένος στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, έχω πάρα πολλές υποθέσεις να διεκπεραιώσω: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί είμαι πνιγμένος στη δουλειά»·
- είμαι τίγκα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- είμαι φίσκα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «την περίοδο των γιορτών ήμουν φίσκα από δουλειά»·
- είμαι φορτωμένος από δουλειά ή είμαι φορτωμένος με δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, που πρέπει να την τελειώσω και να την παραδώσω, ή έχω να διεκπεραιώσω πολλή δουλειά, ιδίως γραφική: «χάθηκε απ’ την παρέα μας, γιατί είναι φορτωμένος από δουλειά και πρέπει να την παραδώσει || είμαι φορτωμένος με δουλειά και πρέπει να κάνω υπερωρίες στο γραφείο για να φύγει απ’ τα χέρια μου»·
- είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; λέγεται για κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να ασχοληθούμε τη στιγμή που μας το αναφέρουν, γιατί προέχει κάτι άλλο που είναι πιο σοβαρό ή επείγον: «πρέπει να κάνεις οπωσδήποτε επέκταση του εργοστασίου σου. -Είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; Εδώ ψάχνω λεφτά για να πληρώσω το προσωπικό!»·
- είναι αετός στη δουλειά του, είναι ικανότατος, ιδίως στην τέχνη που ασκεί ως επάγγελμα: «δεν αλλάζω μηχανικό, γιατί σ’ αυτόν που πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου είναι αετός στη δουλειά του»·
- είναι άπιαστος στη δουλειά, είναι ασυναγώνιστος στην εργατικότητα: «όταν αρχίζει να δουλεύει, είναι άπιαστος στη δουλειά»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται στη δουλειά·
- είναι άπιαστος στη δουλειά του, είναι ασυναγώνιστος, ικανότατος σε μια δουλειά ή μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «είναι τόσο καλός μηχανικός, που είναι άπιαστος στη δουλειά του»·
- είναι άσος στη δουλειά του, είναι άριστος σε μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «βρήκα έναν ηλεκτρολόγο, που είναι άσος στη δουλειά του»· 
- είναι άσχετος από δουλειά, δεν έχει καλή σχέση με την εργασία, είναι τεμπέλης: «βρήκε έτοιμη περιουσία απ’ τον πατέρα του, γι’ αυτό είναι άσχετος από δουλειά»·
- είναι άσχετος με τη δουλειά, α. δεν έχει καμιά πείρα με τη συγκεκριμένη δουλειά που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να πάρουμε τη γνώμη του, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά». β. δεν έχει καμιά ανάμειξη με την υπόθεση, ιδίως παράνομη, που έγινε ή που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να τον κατηγορούμε άδικα, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά»·
- είναι βλαστήμια η δουλειά ή η δουλειά είναι βλαστήμια, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι πάρα πολύ δύσκολη, πάρα πολύ κουραστική (που, όταν δηλ. την κάνει αυτός που την έχει αναλάβει, βλαστημάει συνέχεια από τις δυσκολίες που παρουσιάζει ή από την κούραση που υφίσταται): «τη θεώρησα εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία της ανακάλυψα πως είναι βλαστήμια η δουλειά»·
- είναι βρόμα η δουλειά ή η δουλειά είναι βρόμα, δεν είναι τίμια, είναι παράνομη, και ως εκ τούτου επιφέρει ποινικές κυρώσεις: «εγώ δεν παίρνω μέρος γιατί, απ’ ότι φαίνεται, η δουλειά είναι βρόμα»·
- είναι γαμήσι η δουλειά ή η δουλειά είναι γαμήσι, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι μπερδεμένη και δύσκολη, με πολλά και συνεχιζόμενα: «όταν την ανέλαβα, είχα την εντύπωση πως ήταν εύκολη, αλλά στην πορεία αποδείχθηκε πως είναι γαμήσι η δουλειά»·
- είναι για πέταμα η δουλειά ή η δουλειά είναι για πέταμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, δεν είναι αποδεκτή, είναι απαράδεκτη: «ήταν μέσα στην προθεσμία που συμφωνήσαμε, αλλά είναι για πέταμα η δουλειά που μου έφερε»·
- είναι για τα σκουπίδια η δουλειά ή η δουλειά είναι για τα σκουπίδια, βλ. φρ. είναι για πέταμα η δουλειά·
- είναι διάβολος στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά του: «όχι μόνο είναι πολύ εργατικό παιδί, αλλά είναι και διάβολος στη δουλειά του»·
- είναι δική μου δουλειά, α. είναι της αρμοδιότητάς μου, είναι μέσα στα καθήκοντά μου: «ο έλεγχος της κάθε βάρδιας είναι δική μου δουλειά». β. είναι προσωπική μου υπόθεση: «είναι δική μου δουλειά πώς θα ενεργήσω για να βγω απ’ την κρίση». (Τραγούδι: και δουλειά δικιά μου και πολύ μαγκιά μου κι ας με τρώει χρόνια αυτός ο φόβος. Στου σκοινιού τη μέση κι όλοι λεν, θα πέσει μα ποτέ δεν πέφτει αυτός, ο Γιώργος).Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά·
- είναι δουλειά αυτή! βλ. φρ. δουλειά είναι αυτή(!)·
- είναι δουλειά (του τάδε), α. η πράξη για την οποία γίνεται λόγος, και που είναι κακή, επιβλαβής ή παράνομη, έγινε από τον τάδε: «η πρόκληση της πυρκαγιάς είναι δουλειά των εμπρηστών || η ληστεία είναι σίγουρα δουλειά του τάδε». β. η επιχείρηση για την οποία γίνεται λόγος, ανήκει στον τάδε: «όλο αυτό το συγκρότημα που βλέπεις, είναι δουλειά του τάδε». γ. είναι υποχρέωση ή καθήκον του τάδε: «οι παραγγελίες του εργοστασίου είναι δουλειά του τάδε»·
- είναι εξπέρ στη δουλειά του, είναι πολύ ειδικός, ιδίως στην τέχνη που εξασκεί ή στο επάγγελμά του: «στα υδραυλικά ο τάδε είναι εξπέρ στη δουλειά του || όσον αφορά στα μηχανολογικά, είναι εξπέρ στη δουλειά του»·
- είναι η καλύτερη δουλειά, έκφραση επιδοκιμασίας γι’ αυτό με το οποίο ασχολείται κάποιος και που τον συμφέρει ή του αρέσει: «να εισπράττεις κάθε μήνα τα νοίκια, είναι η καλύτερη δουλειά || να πηγαίνεις το πρωί να πίνεις τον καφέ σου σ’ ένα απ’ τα μπαράκια της παραλίας, είναι η καλύτερη δουλειά». (Τραγούδι: δώσ’ μου πολλά φιλιά, αμέτρητα τρελά κι εγώ βασίλισσα θα σ’ έχω στην καρδιά μου μην τσιγκουνεύεσαι, μόνο να σκέφτεσαι πως τα φιλιά είν’ η καλύτερη δουλειά)· 
- είναι καζίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι καζίκι, βλ. φρ. είναι μανίκι η δουλειά·
- είναι κάλμα η δουλειά ή είναι κάλμα οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι καλμαρισμένη η δουλειά ή είναι καλμαρισμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι λαμόγια η δουλειά ή η δουλειά είναι λαμόγια, είναι ύποπτη, παράνομη: «πρόσεχε να μην μπλέξεις, γιατί είναι λαμόγια η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι λαμόγια, διέλυσε το συνεταιρισμό»·
- είναι λεοντάρι στη δουλειά, δουλεύει σκληρά και ακούραστα. (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ εργάτης τιμημένος , όπως όλ’ η εργατιά, και τεχνίτης ξακουσμένος, λεοντάρι στη δουλειά
- είναι λούκι η δουλειά ή η δουλειά είναι λούκι, η δουλειά ή η υπόθεση είναι τόσο δύσκολη, που, αν μπλέξει κανείς, δε θα μπορέσει να ξεμπλέξει εύκολα: «μην πάρεις μέρος, γιατί είναι λούκι η δουλειά»·
- είναι μανίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι μανίκι, είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «νόμιζα πως ήταν εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι μανίκι»·
- είναι οικογενειακή μας δουλειά, η υπόθεση ή η διένεξη είναι αποκλειστικά θέμα της οικογένειάς μας: «δε θέλω να μπερδεύεσαι, γιατί αυτό που μας απασχολεί είναι οικογενειακή μας δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθαρά· βλ. και φρ. οικογενειακή δουλειά·
- είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι) η δουλειά, ή η δουλειά είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι), η δουλειά ή η υπόθεση γίνεται με μεγάλη ευκολία, είναι πανεύκολη: «θα σου την τελειώσω πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι σου υποσχέθηκα, γιατί είναι παιχνιδάκι η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι παιχνιδάκι, έκανε πώς και πώς για να την αναλάβει»·
- είναι παραμύθι η δουλειά ή η δουλειά είναι παραμύθι, α. αυτό που αναφέρεται ή προτείνεται είναι εντελώς ψέμα: «μην πιστεύεις πως θα σε βοηθήσει, γιατί είναι παραμύθι η δουλειά». β. η ενέργεια που γίνεται, έχει ως κύριο σκοπό την παραπλάνηση ή την εξαπάτηση κάποιου ή κάποιων: «μου ζητούσε να συνεταιριστούμε για να κάνουμε εισαγωγές, αλλά κατάλαβα πως όλη η δουλειά είναι παραμύθι και πως το μόνο που ήθελε ήταν να μου φάει τα λεφτά»·
- είναι πεθαμένη η δουλειά ή είναι πεθαμένες οι δουλειές, παρατηρείται ανυπαρξία εμπορικών συναλλαγών, υπάρχει πλήρης στασιμότητα στην αγορά, δε γίνεται καθόλου αλισβερίσι: «απ’ τη στιγμή που η μια απεργία διαδέχεται την άλλη, πώς να μην είναι πεθαμένες οι δουλειές!»·
- είναι πεθαμός η δουλειά ή η δουλειά είναι πεθαμός, είναι πολύ κουραστική, είναι εξαντλητική: «μόνο όποιος έχει δουλέψει στις οικοδομές, ξέρει πως είναι πεθαμός η δουλειά»·
- είναι πεσμένη η δουλειά ή είναι πεσμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι σατανάς στη δουλειά του, βλ. φρ. είναι διάβολος στη δουλειά του·
- είναι σιγουρεμένη η δουλειά ή η δουλειά είναι σιγουρεμένη, α. η δουλειά ή η υπόθεση έχει εξασφαλισμένη επιτυχία: «είναι σιγουρεμένη η δουλειά, γι’ αυτό θα την αναλάβω || απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο τάδε δικηγόρος, είναι σιγουρεμένη η δουλειά». β. είναι σίγουρο ότι θα μας ανατεθεί: «δεν έχω καμιά ανησυχία, γιατί είναι σιγουρεμένη η δουλειά»·
- είναι σίγουρη δουλειά ή η δουλειά είναι σίγουρη, είναι δουλειά που δεν υπάρχει περίπτωση να αποτύχει και που θα αποδώσει οπωσδήποτε κέρδη: «ρίξε όσα λεφτά θέλεις σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί είναι σίγουρη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως είναι σίγουρη η δουλειά, δε δίστασε να βάλει τα λεφτά του»·
- είναι σκοτωμένη η δουλειά ή είναι σκοτωμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι πεθαμένη η δουλειά·
- είναι σκυλί στη δουλειά,, δουλεύει ακούραστα: «ό,τι δουλειά και να του δώσεις δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά || δεν τον είδα ποτέ να κουράζεται, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά»·
- είναι σκυλί στη δουλειά του, προσέχει πάρα πολύ τη δουλειά του, είναι πολύ αυστηρός σε θέματα που έχουν σχέση με η δουλειά του: «όταν έχει δουλειά, δε θέλει να τον ενοχλούν, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά του». Από την εικόνα του σκυλιού-φύλακα·
- είναι σπασμένη η δουλειά ή είναι σπασμένες οι δουλειές, δεν παρουσιάζει ικανοποιητική εισπρακτική κίνηση, δε γίνονται πολλές συναλλαγές, αρκετό αλισβερίσι: «κάθε καλοκαίρι είναι σπασμένη η δουλειά || όταν είναι σπασμένες οι δουλειές, βρίσκει την ευκαιρία να κάνει κανένα ταξιδάκι»·
- είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του, είναι πολύ εξειδικευμένος στη δουλειά που κάνει, και για το λόγο αυτό φέρνει πάντα το σωστό αποτέλεσμα: «το αυτοκίνητό μου το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του || αν θέλεις να βγάλεις το διαζύγιό σου με τις μικρότερες απώλειες, να προτιμήσεις τον τάδε δικηγόρο, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του»·
- είναι στάνταρ δουλειά ή είναι δουλειά στάνταρ, η δουλειά για την οποία γίνεται λόγος, είναι σίγουρη, σταθερή: «μια θέση στο δημόσιο είναι στάνταρ δουλειά»·
- είναι στάνταρ η δουλειά ή η δουλειά είναι στάνταρ, είναι δουλειά που δεν έχει φόβο αποτυχίας, που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «πρέπει να πάρεις κι εσύ μέρος στο συνεταιρισμό που σου πρότειναν, γιατί είναι στάνταρ η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι στάνταρ, δεν την αφήνει με τίποτα να του ξεφύγει»· βλ. και φρ. είναι στάνταρ δουλειά·
- είναι στημένη δουλειά ή είναι δουλειά στημένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία: «θα ρίξουμε λίγα λεφτουδάκια και θα πάρουμε πόντους, γιατί είναι στημένη δουλειά || μόνο αν είναι δουλειά στημένη, ενδιαφέρεται να πάρει κάποια μετοχή»· βλ. και φρ. είναι στημένη η δουλειά·
- είναι στημένη η δουλειά ή είναι η δουλειά στημένη, είναι προσχεδιασμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εκτεθεί, να αποτύχει ή να πάθει κακό κάποιος: «μην πάρεις μετοχές της τάδε εταιρείας, γιατί είναι στημένη η δουλειά και θα χάσεις τα λεφτά σου || μόλις κατάλαβε πως ήταν η δουλειά στημένη, τα μάζεψε και την κοπάνησε»· βλ. και φρ. είναι στημένη δουλειά·
- είναι στρωμένη δουλειά ή είναι δουλειά στρωμένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία και εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «θα πάρω μερικές μετοχές, γιατί είναι στρωμένη δουλειά και δεν έχω να φοβάμαι τίποτα || απ’ τη στιγμή που είναι δουλειά στρωμένη, σου συνιστώ ανεπιφύλακτα να πάρεις κι εσύ μερικές μετοχές»·    
- είναι τζόγος η δουλειά ή η δουλειά είναι τζόγος, δουλειά ή υπόθεση που η επιτυχία της εξαρτάται από την τύχη: «εγώ δε θα πάρω μέρος σ’ αυτό το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως είναι τζόγος η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι τζόγος, τα μαζεύει και φεύγει»·
- είναι της δουλειάς, α. συμμετέχει στη δουλειά που πραγματοποιείται ή συζητείται, συνήθως ύποπτη ή παράνομη ή ανήκει στον ίδιο παράνομο κύκλο: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί ο τύπος είναι της δουλειάς». β. είναι γνώστης ή κατέχει τη δουλειά ή την τέχνη που συζητείται: «αν θέλεις, να ρωτήσουμε και τον τάδε που είναι της δουλειάς»·
- είναι της δουλειάς μου, ανήκει στη δούλεψή μου, στην επιχείρησή μου, στο εργατικό ή υπαλληλικό μου προσωπικό: «όποιος είναι της δουλειάς μου, μπορεί να περάσει χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις»·
- είναι τρέλα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «είναι τρέλα δουλειά αυτή που μου ’κανε ο μηχανικός που μου σύστησες»· βλ. και φρ. είναι τρέλα η δουλειά·
- είναι τρέλα η δουλειά ή η δουλειά είναι τρέλα, α. εγχείρημα παράτολμο, επικίνδυνο: «μην επιχειρήσεις να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι, γιατί είναι τρέλα η δουλειά». β. επικρατεί μεγάλη φασαρία, ιδίως από αθρόα προσέλευση πελατών: «κάθε Σάββατο στο σούπερ μάρκετ που δουλεύω η δουλειά είναι τρέλα»· βλ. και φρ. είναι τρέλα δουλειά·
- είναι τσακάλι στη δουλειά, δουλεύει ακούραστα: «αυτός ο άνθρωπος δε θα πεινάσει ποτέ, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά»·
- είναι τσακάλι στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά που κάνει: «σε μηχανολογικά θέματα δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά του»·  
- είναι τσιβί η δουλειά ή η δουλειά είναι τσιβί, βλ. φρ. είναι καζίκι η δουλειά·
- είναι τυφλοσούρτης η δουλειά ή η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, εργασία, ιδίως τεχνική, που γίνεται μηχανικά και χωρίς κόπο: «τελείωσα στο άψε σβήσε αυτό που μου ανέθεσε να κάνω, γιατί η δουλειά ήταν τυφλοσούρτης || όταν η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, τελειώνει στο τάκα τάκα»·
- είναι ψώνιο δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «στην τάδε γκαλερί παρουσιάζει τα τελευταία του έργα, που είναι ψώνιο δουλειά»·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά του, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έκανα κώλο τη δουλειά, α. η δουλειά από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «ακολούθησα τις συμβουλές του τάδε κι έκανα κώλο τη δουλειά». β. έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα  κώλο τη δουλειά»·
- έκανα λάσπη τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαϊμού τη δουλειά, την ανέλαβα με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, μου την ανέθεσαν, χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός ή χατιρικά, γιατί είχα κάποιον γνωστό ή κάποια άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «είχα ένα γνωστό βουλευτή κι έκανα μαϊμού τη δουλειά»·
- έκανα μαμούκαλα τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαντάρα τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καλλιγραφίας τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά, α. από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «κάποια στιγμή το ’ριξα στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά». β. έκανα πολύ κακότεχνη, πολύ κακόγουστη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιαζόμουν να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά»·
- έκανα μουνί τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μπάχαλο τη δουλειά, αποδιοργάνωσα τελείως μια δουλειά ή μια υπόθεση, την μπέρδεψα τόσο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να αποτύχει, ή τη χρεοκόπησα: «είχα το μυαλό μου όλο στα γλέντια κι έκανα μπάχαλο τη δουλειά»·
- έκανα μπουρδέλο τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μύλο τη δουλειά, αναστάτωσα, μπέρδεψα μια δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «τον τελευταίο καιρό είχα συνέχεια το νου μου στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έκανα μύλο τη δουλειά || θέλησα να μεσολαβήσω για να συμβιβαστούν, αλλά από κακό χειρισμό έκανα μύλο τη δουλειά και τώρα βρίσκονται στα δικαστήρια»·
- έκανα νιανιά τη δουλειά, την έφερα σε τέτοια κατάσταση, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον, που να είναι πια άχρηστη, αποτυχημένη: «θέλησα να χρησιμοποιήσω νέες μεθόδους κι έκανα νιανιά τη δουλειά»·
- έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να παραδώσω τα σχέδια στον πελάτη μου κι έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά»·
- έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά·
- έκανα σκατά τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα σούπα τη δουλειά, την αποδιοργάνωσα τόσο, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον και, κατ’ επέκταση, τη χάλασα, την κατέστρεψα: «θέλησα να εφαρμόσω νέες μέθοδες στην επιχείρηση κι έκανα σούπα τη δουλειά·
- έκανα τουρλού τη δουλειά, μπέρδεψα τόσο πολύ μια δουλειά ή μια υπόθεση, που κινδυνεύει ν’ αποτύχει: «δεν ξαναπιάστηκα με παρόμοια κατασκευή κι έκανα τουρλού τη δουλειά || δεν ήμουν γνώστης της υπόθεσης κι έκανα τουρλού τη δουλειά»·
- έκανα τουρσί τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα τουρλού τη δουλειά·
- έκατσε η δουλειά ή έκατσαν οι δουλειές, βλ. φρ. κάθισε η δουλειά·
- έκλεισαν οι δουλειές ή έκλεισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η εμπορική κίνηση, για κάποιο λόγο παρουσιάζει κάμψη ή πλήρη στασιμότητα: «τον τελευταίο καιρό, με τις αλλεπάλληλες απεργίες που γίνονται, έκλεισαν οι δουλειές»·
- έκλεισε η δουλειά, α. συμφωνήθηκε: «μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις έκλεισε η δουλειά». β. χρεοκόπησε ή για διάφορους λόγους έπαψε να υπάρχει: «πράγματι, υπήρχε στη γωνιά ένα εμπορικό, αλλά είναι μήνες τώρα που έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, ήθελε να κάνει μεγάλη ζωή || όντως, υπήρχε ένα ψιλικατζίδικο απέναντι απ’ το περίπτερο, αλλά έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, βγήκε στη σύνταξη»·
- έκοψαν οι δουλειές ή έκοψε η δουλειά, βλ. φρ. έσπασαν οι δουλειές·
- έμεινε πίσω η δουλειά ή η δουλειά έμεινε πίσω, α. η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, για διάφορους λόγους καθυστέρησε να προχωρήσει με ικανοποιητικό ρυθμό: «έκαναν απεργία οι εργάτες του κι έμεινε πίσω η δουλειά || καθυστέρησαν να του στείλουν τα υλικά που παράγγειλε κι έμεινε πίσω η δουλειά». β. για διάφορους λόγους η υπόθεση καθυστέρησε να διεκπεραιωθεί: «έλειπε ο διευθυντής, που ήταν να υπογράψει την έγκριση του δανείου μου, κι έμεινε πίσω η δουλειά»·
- ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ μπορούμε να επιδιορθώσουμε ή να επισκευάσουμε κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και να ξεγνοιάσουμε μια και καλή από αυτό, εντούτοις, το αφήνουμε και μας ταλαιπωρεί, χωρίς να επεμβαίνουμε: «είχα μήνες το καζανάκι στο μπάνιο με διαρροή και μας εκνεύριζε με το θόρυβο που έκανε, ώσπου φώναξα έναν υδραυλικό και μέσα σε δυο τρία λεπτά το επιδιόρθωσε κι ησύχασα. -Ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά»· 
- εξωτερικές δουλειές ή εξωτερική δουλειά, απασχόληση εκτός του χώρου της επιχείρησης, ιδίως εκτός του χώρου κάποιου γραφείου: «έχω προσλάβει στο γραφείο κι έναν νεαρό για τις εξωτερικές δουλειές»·
- έπαθα μια δουλειά που ήταν όλη δική μου, μου συνέβη κάτι πολύ επιζήμιο·
- έπεσαν οι δουλειές ή έπεσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έσπασαν οι δουλειές·
- έπεσε δουλειά, παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «το καλοκαίρι με τους τουρίστες έπεσε δουλειά»·
- έπεσε δουλειά με το τσουβάλι, παρατηρείται πολύ έντονη και συνεχής εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται πολύ ικανοποιητικό αλισβερίσι: «κατά τη διάρκεια των γιορτών έπεσε δουλειά με το τσουβάλι»·
- έπεσε έξω η δουλειά ή η δουλειά έπεσε έξω, χρεοκόπησε είτε από έλλειψη συναλλαγών είτε από κακή οργάνωση είτε από κακό χειρισμό: «έπεσε έξω η δουλειά, γιατί, μόλις την ξεκίνησε, άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων || η δουλειά έπεσε έξω, γιατί ο καθένας απ’ τους συνεταίρους, έκανε του κεφαλιού του!»·
- έσπασαν οι δουλειές ή έσπασε η δουλειά, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «τον τελευταίο καιρό, με όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει, έσπασε η δουλειά»·
- έτσι την είδα τη δουλειά ή έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. φρ. έτσι την έκοψα τη δουλειά·
- έτσι την έκοψα τη δουλειά ή έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, έτσι υπολογίζω, υποθέτω πως πρέπει να είναι η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος: «πολλά μαλώματα, πολλές γκρίνιες, να δεις πως θα πάνε για χωρισμό, γιατί έτσι την έχω κόψει τη δουλειά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ ή το εγώ πάντως·
- ευκαιριακή δουλειά, απασχόληση ή δουλειά που δεν είναι μόνιμη, συστηματική, αλλά που γίνεται, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία: «του ’τυχε μια ευκαιριακή δουλειά και τρέχει να την τελειώσει»·
- εύκολη δουλειά είναι! λέγεται με ειρωνική διάθεση και δηλώνει ότι η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν είναι καθόλου εύκολη: «για να συνεχιστεί η δουλειά, χρειάζονται επειγόντως δέκα εκατομμύρια. -Εύκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ και άλλοτε η φρ. κλείνει με το νομίζεις, ενώ υπάρχουν και φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και κλείνει ταυτόχρονα με το νομίζεις·
- έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δε βρίσκεται πια υπό τον έλεγχό μου, δε βρίσκεται πια στη δικαιοδοσία μου: «πρέπει ν’ αποταθείτε στο τάδε γραφείο, γιατί έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά»·
- έχει ακόμα δουλειά ή έχει δουλειά ακόμα, α. εξακολουθεί να μη διαθέτει ελεύθερο χρόνο, εξακολουθεί να είναι απασχολημένος: «δε θα ’ρθει μαζί μας, γιατί έχει ακόμα δουλειά». β. (ιδίως για τεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο) βλ. φρ. θέλει ακόμα δουλειά·
- έχει δουλειές με λοφίο, βλ. συνηθέστ. έχει δουλειές με φούντες·
- έχει δουλειές με φούντες, α. έχει συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς κι έχει δουλειές με φούντες». β. (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με κακές συνέπειες σε βάρος του: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια βρομοδουλειά κι έχει τώρα δουλειές με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία». γ. έχει διάφορες πιεστικές υποθέσεις, που πρέπει οπωσδήποτε να τακτοποιηθούν: «παντρεύει σε δυο μήνες την κόρη του κι έχει δουλειές με φούντες για να προλάβει να στήσει το σπιτικό της»·
- έχει καλή δουλειά, έχει δουλειά που αποδίδει, που αφήνει κέρδος: «ζει άνετα με την οικογένειά του, γιατί έχει καλή δουλειά»·
- έχει κόζι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας, έχει προϋποθέσεις που, αν τις εκμεταλλευτούμε σωστά, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας: «εγώ θα πάρω μέρος, γιατί βλέπω πως έχει κόζι η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, μπορεί για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα να αποφέρει κέρδη: «χαζός είμαι να την κλείσω, αφού έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα η δουλειά, πρέπει να περάσει ακόμα καιρός για να περατωθεί ή για να δώσει καρπούς: «μη σκέφτεσαι από τώρα κέρδη, γιατί έχει μέλλον ακόμα η δουλειά»·
- έχει μέλλον η δουλειά ή η δουλειά έχει μέλλον, μπορεί να μην αποδίδει αρκετά τώρα, που βρίσκεται ακόμη στο αρχικό της στάδιο, αλλά μελλοντικά προβλέπεται να είναι πολύ κερδοφόρα: «θα στείλω το γιο μου να μάθει κομπιούτερ, γιατί έχει μέλλον η δουλειά || μόλις καταλάβει πως η δουλειά έχει μέλλον, δε διστάζει να ρίξει ένα ποσό, γιατί έχει την υπομονή να περιμένει»·
- έχει ρίσκο η δουλειά ή η δουλειά έχει ρίσκο, δεν είναι βέβαιη η επιτυχία της, μπορεί να πετύχει, αλλά μπορεί και να αποτύχει: «σε προειδοποιώ πως έχει ρίσκο η δουλειά που σκέφτεσαι να κάνεις και να μη λες ύστερα πως δε σε προειδοποίησα || παρόλο που η συγκεκριμένη δουλειά έχει ρίσκο, αποφάσισε να την κάνει»·
- έχει σιγουρεμένη δουλειά ή έχει δουλειά σιγουρεμένη, έχει σταθερή θέση εργασίας ή σταθερή πελατεία: «κατάφερε ο πατέρας του και τον έβαλε στο δημόσιο κι έτσι έχει σιγουρεμένη δουλειά || βρήκε έτοιμο μαγαζί απ’ τον πατέρα του κι έχει δουλειά σιγουρεμένη»·
- έχει σίγουρη δουλειά ή έχει δουλειά σίγουρη, έχει μόνιμη θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο, έχει σίγουρη δουλειά»·
- έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά ή η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει μια σταθερή κίνηση, γιατί άλλοτε παρατηρείται πολλή δουλειά, άλλοτε λίγη και άλλοτε καθόλου: «δεν ξέρει πόσο προσωπικό να κρατήσει, γιατί έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά». β. η δουλειά, ιδίως εμπορική, έχει επιτυχίες και αποτυχίες, παρουσιάζει κέρδη και ζημίες: «όταν η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, πρέπει να ’χεις πάντα ένα χρηματικό απόθεμα για κάποια δύσκολη στιγμή»· βλ. και φρ. σκαμπανεβάζει η δουλειά·
- έχει σταθερή δουλειά ή έχει δουλειά σταθερή, έχει μόνιμη θέση εργασίας και δεν υπάρχει φόβος να απολυθεί ή έχει συνεχή δουλειά, συνεχή πελατεία, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να τη χάσει: «ο κάθε δημόσιος υπάλληλος έχει σταθερή δουλειά και δε φοβάται τι θα ξημερώσει αύριο || έστησε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι έχει δουλειά σταθερή»·
- έχει στάνταρ δουλειά ή έχει δουλειά στάνταρ, α. έχει σίγουρη, σταθερή θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο έχει στάνταρ δουλειά». β. έχει σταθερή δουλειά από άποψη πελατείας: «κάθε μήνα κόβει καλά λεφτά, γιατί έχει δουλειά στάνταρ»·
- έχει στημένη δουλειά ή έχει δουλειά στημένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που βρίσκεται από καιρό εν ενεργεία: «είναι χαρούμενος, γιατί η κόρη του βρήκε ένα καλό παιδί, που έχει και στημένη δουλειά || απ’ τη στιγμή που έχει δουλειά στημένη, μπορεί ν’ αρχίσει να σκέφτεται και το γάμο»·
- έχει στρωμένη δουλειά ή έχει δουλειά στρωμένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, χωρίς δυσκολίες ή δυσλειτουργίες: «αυτόν να μην τον λυπάσαι, γιατί έχει στρωμένη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά || είναι ο πιο ήρεμος της παρέας μας, γιατί έχει δουλειά στρωμένη κι όλα πηγαίνουν μια χαρά»·
- έχει τρέλα δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έχει φαΐ η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψαχνό η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψητό η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψωμί η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, είναι πολύ κερδοφόρα: «θέλω να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτόν το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψώνιο δουλειά, α. έχει υπερβολική δουλειά: «έχει ένα μπαράκι σ’ ένα νησί και κάθε καλοκαίρι έχει ψώνιο δουλειά». β. ασκεί επάγγελμα που θεωρείται προνομιούχο, που λόγω του ενδιαφέροντός του, ιδίως του οικονομικού, επιθυμεί ο καθένας: «ο τάδε έχει ψώνιο δουλειά κι όχι σαν κι εσένα, που σέρνεσαι όλη μέρα μέσ’ στο δρόμο για ένα ξεροκόμματο!»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά ψώνιο, είναι πολύ εργατικός, είναι λάτρης της εργασίας: «είναι το πέμπτο καλοκαίρι που δεν παίρνει άδεια, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά και δε θέλει να κάθεται || βρήκα έναν υπάλληλο, που έχει με τη δουλειά ψώνιο και δουλεύει για δέκα»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του ψώνιο, είναι πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά του, αγαπάει πολύ τη δουλειά με την οποία ασχολείται: «κάθεται μέχρι αργά στο μαγαζί του κι όλο κάτι κάνει, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά του || ανοίγει το μαγαζί του πρωί πρωί και το κλείνει αργά το βράδυ, γιατί έχει με τη δουλειά του ψώνιο»·
- έχω δουλειά, δεν έχω λεύτερο χρόνο, δεν έχω διαθέσιμο καιρό, είμαι απασχολημένος: «δεν μπορώ να ’ρθω να σε βοηθήσω, γιατί έχω δουλειά»·
- έχω δουλειά με το τσουβάλι, έχω συνεχή, υπερβολική δουλειά: «την περίοδο των γιορτών είχα δουλειά με το τσουβάλι»·
- έχω δουλειά του σκοτωμού, έχω εξαντλητική, εξοντωτική δουλειά: «όλα τα μαγαζιά κάθονταν κι εγώ είχα δουλειά του σκοτωμού»·
- έχω κάργα δουλειά, βλ. φρ. είμαι κάργα από δουλειά·
- έχω νορμάλ δουλειά, α. έχω δουλειά κανονική, φυσιολογική, χωρίς εξάρσεις ή σκαμπανεβάσματα: «δεν ξέρω αν οι άλλοι δουλεύουν πολύ ή λίγο, εγώ πάντως έχω νορμάλ δουλειά». β. ασχολούμαι με κάποια δουλειά που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: «είμαι στο λογιστήριο μιας επιχείρησης κι έχω νορμάλ δουλειά»·
- έχω σερί δουλειά, έχω συνεχή δουλειά, χωρίς διακοπές: «μετά τη διαφήμιση που έκανα στην τηλεόραση, έχω σερί δουλειά»·
- έχω στα σκαριά μια δουλειά, σχεδιάζω, καταστρώνω, προετοιμάζω μια δουλειά: «έχω στα σκαριά μια δουλειά και θα σου την αποκαλύψω μόλις την ετοιμάσω»·
- έχω τίγκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι τίγκα από δουλειά·
- έχω τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, έχω πάρα πολύ δουλειά: «νοίκιασα ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι έχω τρελή δουλειά»·
- έχω τρομερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- έχω φίσκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- έχω φοβερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- ζάβωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να εξελίσσεται ομαλά, έχει προβλήματα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται καθημερινά, ζάβωσε η δουλειά || άλλα συμβούλεψαν το μάρτυρα να πει στη δίκη, άλλα είπε αυτός κι έτσι ζάβωσε η δουλειά»·
- ζορίζομαι απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη φέρω σε πέρας: «πήρε κι άλλους υπαλλήλους, γιατί ζορίζεται απ’ τη δουλειά»·
- ζορίζομαι στη δουλειά (μου), αντιμετωπίζω οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «δεν  μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί τον τελευταίο καιρό ζορίζομαι στη δουλειά μου»·
- ζόρικη δουλειά, α. δουλειά που παρουσιάζει δυσκολίες κατά την εξέλιξη ή τη διεκπεραίωσή της: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά που παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, που θεωρείται προνομιούχα ή που μας ταιριάζει πολύ: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και νομίζω πως θα τα κονομήσω καλά || αυτές είναι ζόρικες δουλειές, κι όχι σαν τη δική σου, που τραβιέσαι απ’ τ’ άγρια χαράματα μέσα στους δρόμους»·
- ζουμερή δουλειά, δουλειά ή υπόθεση με σημαντικό κέρδος ή όφελος: «είχε καιρό ν’ ασχοληθεί με παρόμοια ζουμερή δουλειά κι έπεσε με τα μούτρα να την τελειώσει»·
- ζυγιάζω τη δουλειά, μελετώ προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν την αναλάβω: «δεν κάνει ποτέ καμιά ενέργεια, αν δε ζυγιάσει πρώτα καλά τη δουλειά»·
- η δουλειά γίνεται για να..., η συγκεκριμένη ενέργεια έχει ως κύριο στόχο, στοχεύει σε...: «όλη η δουλειά γίνεται για να ευαισθητοποιήσουμε τις πλατιές μάζες»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, όταν γνωρίζουμε την τεχνική με την οποία μπορούμε να φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, τότε δεν κοπιάζουμε πολύ και κερδίζουμε περισσότερα: «πάψε να ταλαιπωρείσαι και βρες το κουμπί της δουλειάς για να την τελειώσεις γρήγορα, γιατί η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο»·
- η δουλειά δεν είναι ντροπή ή η δουλειά ντροπή δεν έχει, καμιά τίμια δουλειά δε θίγει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου: «δεν ντρέπομαι να κάνω καμιά τίμια δουλειά, γιατί η δουλειά ντροπή δεν έχει»·
- η δουλειά έγινε αβαβά ή έγινε αβαβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση ξέφυγε από τη σοβαρότητα που παρουσίαζε και εξελίχθηκε σε ατέλειωτο κουβεντολόι, είναι μόνο για να γίνεται κουβέντα και όχι πράξη: «απ’ τη στιγμή που μπερδεύτηκαν ένα σωρό άνθρωποι, ο καθένας με το μακρύ του και το κοντό του, η δουλειά έγινε αβαβά || απ’ τη στιγμή που έγινε αβαβά η δουλειά, εγώ καλύτερα να φεύγω, γιατί έχω κι άλλες ασχολίες»·
- η δουλειά είναι αβαβά ή είναι αβαβά η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά έγινε αβαβά·
- η δουλειά είναι για τα πανηγύρια ή είναι για τα πανηγύρια η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, είναι πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη:  «η δουλειά είναι για τα πανηγύρια, γι’ αυτό αρνούμαι να την παραλάβω || δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί είναι για τα πανηγύρια η δουλειά που μου παρέδωσε»· βλ. και φρ. πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά·
- η δουλειά είναι γκαγκάν ή είναι γκαγκάν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, είναι εξαιρετική: «είμαι πολύ ευχαριστημένος μαζί σου, γιατί η δουλειά που μου ’φερες, είναι γκαγκάν || απ’ τη στιγμή που είναι γκαγκάν η δουλειά που μου παρέδωσες, θα σε πληρώσω και κάτι παραπάνω απ’ αυτά που συμφωνήσαμε»· βλ. και λ. γκαγκάν·
- η δουλειά είναι να..., ο κύριος στόχος μιας ενέργειάς μας αποβλέπει σε…: «η δουλειά είναι να τα κονομήσουμε, γι’ αυτό άσε τις μεγάλες ιδέες || η δουλειά είναι να βάλουμε και τον τάδε στο κόλπο, γιατί ξέρει όλα τα κατατόπια»·
- η δουλειά είναι οκέι ή είναι οκέι η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση, εξελίχθηκε με επιτυχία, έφτασε σε αίσιο τέλος: «δε θέλω να στενοχωριέσαι άλλο, γιατί η δουλειά είναι οκέι || είναι οκέι η δουλειά ή θα ’χουμε πάλι φασαρίες!». β. η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε πάνω στις σωστές προδιαγραφές: «όταν η δουλειά που μου φέρνουν είναι οκέι, τότε κι εγώ πληρώνω κάτι παραπάνω || για έλεγξε, είναι οκέι η δουλειά ή μήπως θα ’χουμε τίποτα παρατράγουδα;». γ. η δουλειά ή η υπόθεση δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα από άποψη νομιμότητας: «μπορείς να συνεταιριστείς μαζί του, γιατί η δουλεία είναι όκει || μόνο αν είναι οκέι η δουλειά, θα μπω συνεταίρος, γιατί δε θέλω μπλεξίματα με τις αστυνομίες»·
- η δουλειά είναι παλούκι ή είναι παλούκι η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «στην αρχή μου φάνηκε εύκολη, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι παλούκι || όταν είναι παλούκι η δουλειά, βάζει όλες του τις δυνάμεις για να ξεπεράσει κάθε δυσκολία»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, απαιτεί αφοσίωση στο έργο και εργατικότητα: «έχεις αναλάβει μεγάλη ευθύνη, γιατί αυτή η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο»·
- η δουλειά κάνει νερά ή κάνει νερά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση αρχίζει να μην πηγαίνει καλά, η εξέλιξή της δεν είναι πια ομαλή, εμφανίζονται απειλητικά εμπόδια ή προβλήματα και υπάρχει φόβος να αποτύχει: «πολύ φοβάμαι τον τελευταίο καιρό, γιατί μ’ όλες αυτές τις απεργίες η δουλειά κάνει νερά || όταν κάνει νερά η δουλειά, συγκεντρώνεται απάνω της για να βρει τρόπο να τη διορθώσει». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν έχει ρωγμές, βάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει·
- η δουλειά μου ’ρχεται δεξιά ή οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά, γενικά οι επαγγελματικές μου υποθέσεις μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό, χτύπα ξύλο, οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά»·
- η δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, ευχή για την ευόδωση των εργασιών ή των υποθέσεων κάποιου·
- η δουλειά πάει άσφαλτο ή πάει άσφαλτο η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται εύκολα, γρήγορα και με επιτυχία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου ο τάδε διευθυντής, η δουλειά πάει άσφαλτο || όταν έχεις τέτοιον διευθυντή στο τιμόνι του εργοστασίου, πάει άσφαλτο η δουλειά». Από την εικόνα του αυτοκινήτου, που κινείται με σιγουριά και άνεση σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο από ό,τι σε χωματόδρομο·
- η δουλειά πάει για φούντο ή πάει για φούντο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται πολύ άσχημα, προδιαγράφεται ο καταποντισμός της, η χρεοκοπία της: «αν εξακολουθήσει να δουλεύει με τον ίδιο τρόπο, με μαθηματική ακρίβεια η δουλειά πάει για φούντο || με τέτοια μεγάλη ζωή που κάνει, πάει για φούντο η δουλειά»·
- η δουλειά πάει γόνα ή πάει γόνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- η δουλειά πάει γόνατο ή πάει γόνατο η δουλειά, η δουλειά είναι ασταμάτητη και προοδεύει, εξελίσσεται συνεχώς: «απ’ τη μέρα που άνοιξε το μαγαζί του, η δουλειά πάει γόνατο || είναι μέσα στη χαρά του, γιατί τον τελευταίο καιρό πάει γόνατο η δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς εξυπηρετεί συνεχώς πολλούς πελάτες, το είδος που εμπορεύεται τελειώνει αμέσως και, καθώς μεταφέρει αδιάκοπα νέο εμπόρευμα από την αποθήκη του, βαρυφορτώνεται τόσο, που κατά τη μεταφορά χρησιμοποιεί και τα γόνατά του για να μην του πέσει· βλ. και φρ. δουλειά στο γόνατο·
- η δουλειά πάει κατά διαβόλου ή πάει κατά διαβόλου η δουλειά, η δουλειά βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή χρεοκόπησε ήδη: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί μ’ αυτή την πετρελαϊκή κρίση η δουλειά πάει κατά διαβόλου || έπρεπε να προσέξεις, πριν συμβεί το κακό, αλλά από τη στιγμή που πάει κατά διαβόλου η δουλειά, κοίτα να βρεις ν’ ασχοληθείς με κάτι άλλο»·
- η δουλειά πάει κορδέλα ή πάει κορδέλα η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται χωρίς εμπόδια και με ασταμάτητο ρυθμό: «στην αρχή είχα μερικά προβλήματα, αλλά τώρα η δουλειά πάει κορδέλα || κάθε φορά που πάει κορδέλα η δουλειά, γελάνε και τα μουστάκια του». Από την εικόνα της βιομηχανικής κορδέλας που δουλεύει ασταμάτητα·
- η δουλειά πάει κορδόνι ή πάει κορδόνι η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει κορδέλα·
- η δουλειά πάει κουπί ή πάει κουπί η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έχει ομαλή και απρόσκοπτη εξέλιξη: «απ’ την ημέρα που ανέλαβε ο γιος του τη διεύθυνση του εργοστασίου, η δουλειά πάει κουπί || μην τυχόν, τώρα που πάει κουπί η δουλειά, μου αρχίσεις κι εσύ τη μεγάλη ζωή, γιατί όσο δύσκολο είναι να χτίσεις, τόσο εύκολο είναι να γκρεμίσεις». Από την εικόνα των κωπηλατών αθλητικής λέμβου, που κωπηλατούν ρυθμικά·
- η δουλειά πάει με τα τέσσερα ή πάει με τα τέσσερα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, φυσιολογικά, παρουσιάζει σοβαρές καθυστερήσεις: «μου ’τυχαν χίλιες δυο απρόβλεπτες δυσκολίες, γι’ αυτό η δουλειά πάει με τα τέσσερα || κάθε φορά που πάει με τα τέσσερα η δουλειά, δε μιλιέται». Από την εικόνα του νηπίου που, καθώς μπουσουλάει, προχωράει αργά και προβληματικά·
- η δουλειά πάει μια χαρά ή πάει μια χαρά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ικανοποιητικά και ομαλά: «δόξα τω Θεώ, τον τελευταίο καιρό η δουλειά πάει μια χαρά || έχει βρει έναν σπουδαίο μηχανικό και πάει μια χαρά η δουλειά»·
- η δουλειά πάει μπροστά ή πάει μπροστά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, η δουλειά πάει μπροστά || αν πάει μπροστά η δουλειά, θα έχετε όλοι σας και το ανάλογο πριμ»·
- η δουλειά πάει νορμάλ ή πάει νορμάλ η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά, φυσιολογικά: «δεν έχω κανένα πρόβλημα, γιατί η δουλειά πάει νορμάλ || μια και πάει νορμάλ η δουλειά, εγώ θα μπορέσω να κάνω ένα ταξιδάκι»·
- η δουλειά πάει πρίμα ή πάει πρίμα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται γρήγορα και ευνοϊκά: «στην αρχή είχα κάτι δυσκολίες, αλλά τώρα η δουλειά πάει πρίμα || σύμφωνα με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν, έχω την εντύπωση πως στο εφετείο πάει πρίμα η δουλειά». Από την εικόνα του ιστιοφόρου, που έχει πρίμα τον άνεμο και κινείται γρήγορα·
- η δουλειά πάει ραβάνι ή πάει ραβάνι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται σύμφωνα με την επιθυμία μου: «δεν έχω κανένα παράπονο, γιατί η δουλειά πάει ραβάνι || γιατί να μην είναι χαρούμενος, απ’ τη στιγμή που πάει ραβάνι η δουλειά!»·
- η δουλειά πάει ρολόι ή πάει ρολόι η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, χωρίς εμπόδια: «όταν υπάρχει κοινωνική ησυχία, η δουλειά πάει ρολόι || πώς να πάει ρολόι η δουλειά, ρε παιδάκι μου, μ’ όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει;»·
- η δουλειά πάει σαν τη χελώνα ή πάει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα ή πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί υπερβολικά ή εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «είχες πει πως θα τελείωνες την άλλη εβδομάδα, αλλά εγώ βλέπω πως η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα και θα τον φάμε κι αυτόν το μήνα || είναι μέσα στα νεύρα του, γιατί πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά και δε θα προλάβει να την παραδώσει στην ημερομηνία που υποσχέθηκε». Από την εικόνα του κάβουρα, που είναι πολύ αργοκίνητος·
- η δουλειά πάει σε μάκρος ή πάει σε μάκρος η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση παρατείνεται, χρονοτριβεί υπερβολικά ή αποκαλύπτεται πιο δύσκολη ή πιο περίπλοκη από ό,τι στην αρχή φανταζόμασταν: «πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί η δουλειά πάει σε μάκρος και θα πληρώσουμε ποινική ρήτρα || απ’ ότι βλέπω, πάει σε μάκρος η δουλειά και δεν προβλέπεται να ξεμπερδέψουμε εύκολα»·
- η δουλειά πάει σερί ή πάει σερί η δουλειά, η εργασία, τεχνική ή παραγωγική, συνεχίζεται, εξελίσσεται ομαλά και χωρίς διαλείμματα: «όταν η δουλειά πάει σερί, είναι μέσ’ στη χαρά του || έχω βρει μια πατέντα και πάει σερί η δουλειά»·
- η δουλειά πάει σημειωτόν ή πάει σημειωτόν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα ή, αν εξελίσσεται, εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν νέα κονδύλια, η δουλειά πάει σημειωτόν || δεν ήρθαν ακόμη να καταθέσουν τρεις μάρτυρες και πάει σημειωτόν η δουλειά»·
- η δουλειά πάει στρωτά ή πάει στρωτά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «δεν είχαμε προβλήματα, γιατί η δουλειά πάει στρωτά || απ’ τη στιγμή που πάει στρωτά η δουλειά, μη φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά πήγε αμόντε ή πήγε αμόντε η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η επιχείρηση απέτυχε, χάλασε, δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια που καταβλήθηκε: «σκοτώθηκε να στήσει αυτή την επιχείρηση, αλλά από έναν κακό χειρισμό η δουλειά πήγε αμόντε || τον πούλησε ο χρηματοδότης του και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε πίσω ή πήγε πίσω η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί για κάποιο λόγο και δεν εξελίσσεται, παρουσιάζει στασιμότητα: «πέσαμε πάνω στις απεργίες κι η δουλειά πήγε πίσω || για ένα διάστημα δεν είχα μόνιμους εργάτες, γι’ αυτό πήγε πίσω η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στραβά ή πήγε στραβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίχθηκε ομαλά, όπως αναμενόταν: «από ένα κακό χειρισμό η δουλειά πήγε στραβά και τώρα τραβάει τα μαλλιά του || δεν μπορώ να καταλάβω τι έφταιξε και πήγε στραβά η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στράφι ή πήγε στράφι η δουλειά, απότυχε εντελώς, καταστράφηκε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τα ξενύχτια, η δουλειά πήγε στράφι || τη μέρα που τελείωνα άρχισαν οι πλημμύρες και πήγε στράφι η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε τζάμπα (και βερεσέ) ή πήγε τζάμπα (και βερεσέ) η δουλειά, α. η εργασία δεν απέδωσε κανένα κέρδος, κανένα όφελος, έγινε μάταια: «η δουλειά πήγε τζάμπα και βερεσέ, γιατί ο τύπος που μου την είχε αναθέσει την κοπάνησε στο εξωτερικό || τόση προσπάθεια να τελειώσω στην ώρα μου και πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά». β. (γενικά) η προσπάθεια δεν απέδωσε: «όλοι θελήσαμε να τον συμβουλέψουμε, αλλά πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- η δουλειά πήρε το δρόμο της ή πήρε το δρόμο της η δουλειά, μετά τις αρχικές δυσκολίες ή προσπάθειες η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «στην αρχή δυσκολεύτηκα μέχρι να τη στρώσω, αλλά τώρα η δουλειά πήρε το δρόμο της || απ’ τη στιγμή που πήρε το δρόμο της η δουλειά, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά προχωράει σαν τη χελώνα ή προχωράει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά προχωράει σαν τον κάβουρα ή προχωράει σαν τον κάβουρα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά σηκώνει νερό ή σηκώνει νερό η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση μπορεί να αποβεί περισσότερο κερδοφόρα από ό,τι περιμέναμε: «η προσωπική μου γνώμη είναι να μην τα παρατήσουμε τώρα, γιατί, όπως βλέπω, η δουλειά σηκώνει νερό || μόλις αντιλήφθηκε πως σηκώνει νερό η δουλειά, έκανε σαν τρελός να πάρει κι αυτός μέρος». Από την εικόνα του οινοπαραγωγού, που βάζει νερό στο κρασί ή σε άλλο ποτό για να αυξήσει την ποσότητά του και να κερδίσει περισσότερα χρήματα. β. η δουλειά  ή η υπόθεση χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί η δουλειά σηκώνει νερό || πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις περιπτώσεις, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η δουλειά». γ. η υπόθεση έφτασε σε επικίνδυνο στάδιο, σε επικίνδυνο σημείο, η υπόθεση πρέπει να ξεκαθαρίσει με δυναμικό τρόπο: «απ’ τη στιγμή που σου ’βρισε τη μάνα, σηκώνει νερό η δουλειά». Από την εικόνα του πελάτη που κατάλαβε πως πίνει νερωμένο κρασί και αντιδρά δυναμικά·
- η δουλειά τέλος, η εργασία περατώθηκε: «αφεντικό, ώρα να με πληρώσεις, γιατί η δουλειά τέλος»· βλ. και φρ. δουλειά τέλος·
- η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει υπερβολική, ασταμάτητη δουλειά: «χάθηκε απ’ την πιάτσα, γιατί τον τελευταίο καιρό η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, εννοώντας το εντελώς αντίθετο: «ο τάδε έχει πολύ δουλειά. -Δε βλέπεις, τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, γι’ αυτό είναι όλη μέρα στο καφενείο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ! ή το ναι μωρέ·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου, που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ, γιατί η καλή δουλειά αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, παρατήρηση που απευθύνεται σε άτομο που δουλεύει εξοντωτικά, και έχει την έννοια πως αυτό, μπορεί να αποβεί σε βάρος της υγείας του: «έτσι όπως δουλεύεις δεν κάνεις καλά, γιατί η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη»·
- η πρώτη μου δουλειά είναι να…, η πρώτη μου επιδίωξη, η πρώτη μου φροντίδα, η προτεραιότητα που δίνω είναι να…: «μόλις παίρνω το μισθό μου, η πρώτη μου δουλειά είναι να πληρώσω τα χρέη μου || όταν πάω σε μια μεγάλη πόλη, η πρώτη μου δουλειά είναι να επισκεφθώ το μουσείο της»·
- θα πάει μακριά η δουλειά; θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη αυτή η αφόρητη κατάσταση; αυτή η ενοχλητική υπόθεση(;): «θα πάει μακριά η δουλειά μ’ αυτή την γκρίνια σου;». Συνών. θα πάει μακριά η βαλίτσα; / θα πάει πολύ μακριά(;) ·
- θα τη βρούμε τη δουλειά, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε στο θέμα που μας απασχολεί: «αν υπάρχει καλή πρόθεση, θα τη βρούμε τη δουλειά, αλλιώς, όσο και να κουβεντιάζουμε, δε θα βγάλουμε άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά θα τη βρούμε, τη δουλειά θα τη βρούμε και ξανά δε θα πούμε πώς πετούν τα πουλιά
- θανατερή δουλειά, βλ. φρ. θανατηφόρα δουλειά·
- θανατηφόρα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι εξαιρετική: «μου παρέδωσε μια τόσο θανατηφόρα δουλειά, που φιλοτιμήθηκα και του ’δωσα παραπάνω απ’ όσα συμφωνήσαμε»·
- θέλει ακόμα δουλειά ή θέλει δουλειά ακόμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, χρειάζεται επιπλέον επεξεργασία: «δεν μπορώ να σου παραδώσω τη μακέτα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά || δεν μπορώ να παρουσιάσω τον πίνακα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά». Πρβλ.: για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ (από το Άξιον εστί του Οδ. Ελύτη)·
- θέλει τέμπο η δουλειά ή η δουλειά θέλει τέμπο, η δουλειά για να έχει επιτυχία, αίσιο τέλος, πρέπει να γίνεται με ρυθμό, με σύστημα: «για να γίνει καλή η δουλειά, θέλει τέμπο»·
- θέλει τσακαλίκι η δουλειά ή η δουλειά θέλει τσακαλίκι, για να πετύχει μια δουλειά, απαιτείται επίμονο κυνηγητό και συνεχής εγρήγορση: «δεν πρέπει να επαναπαύεσαι στιγμή, γιατί μέχρι το τέλος θέλει τσακαλίκι η δουλειά για να πετύχει»·
- καβάφικη δουλειά ή καβάφικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική που είναι κακότεχνη, κακοφτιαγμένη: «πήγα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, αλλά δε θα το ξαναπάω, γιατί μου ’κανε καβάφικη δουλειά || για να γίνει καλή η δουλειά θα μου δώσεις τα λεφτά που σου ζητάω, γιατί εγώ δε θέλω να ’χω σχέση με καβάφικες δουλειές»·
- καζάντισε απ’ τη δουλειά, αποκόμισε σοβαρά κέρδη από τη δουλειά του, από την εργασία του, πλούτισε, έκανε μεγάλη περιουσία: «τόσα χρόνια στα ξένα, καζάντισε απ’ τη δουλειά»·
- καθαρή δουλειά ή καθαρές δουλειές, βλ. συνηθέστ. παστρική δουλειά·
- καθαρίζω απ’ τη δουλειά (μου), α. κερδίζω από τη δουλειά μου, από την εργασία μου: «εγώ καθαρίζω απ’ τη δουλειά μου μέχρι και πεντακόσιες χιλιάδες το μήνα». β. τελειώνω, σχολνώ από τη δουλειά μου: «δεν μπορώ να σε συναντήσω πιο νωρίς απ’ τις τρεις, γιατί εκείνη την ώρα καθαρίζω απ’ τη δουλειά»·
- καθαρίζω τη δουλειά, α. τη φέρω σε πέρας, την ολοκληρώνω: «μπορώ να καθαρίσω τη δουλειά μέσα σε δυο μήνες». β. αναλαμβάνω ως ειδικός ή ως μεσάζοντας να τη φέρω σε πέρας, να τη διεκπεραιώσω: «μόνο ο τάδε μπορεί να σου καθαρίσει τη δουλειά»·
- καθάρισε η δουλειά, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες καθάρισε η δουλειά». β. η υπόθεση που εκκρεμούσε τακτοποιήθηκε: «τώρα που καθάρισε η δουλειά και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, μπορούμε να ξαναγίνουμε φίλοι»·
- κάθε δουλειά θέλει το κολάι της, κάθε δουλειά ή υπόθεση έχει τον ιδιαίτερο τρόπο για να γίνει εύκολα, γρήγορα και σωστά: «πώς τα κατάφερες, ρε θηρίο, και τέλειωσες μια τόση περίπλοκη δουλειά; -Κάθε δουλειά θέλει το κολάι της»·
- κάθισε η δουλειά ή κάθισαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης: «μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων κάθισαν οι δουλειές»·
- καθιστική δουλειά, που ο εργαζόμενος είναι αναγκασμένος να τη διεκπεραιώνει καθιστός και ως τέτοια αναφέρεται συνήθως η δουλειά που διεκπεραιώνεται σε γραφείο: «επειδή κάνει καθιστική δουλειά, αποφάσισε να περπατάει κάθε απόγευμα δυο χιλιόμετρα για άσκηση»·
- και γαμώ τη δουλειά! α. έκφραση θαυμασμού για τη σοβαρότητα ή την οικονομική ευρωστία που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια επιχείρηση: «βρήκε μια θέση στο τάδε εργοστάσιο, που είναι και γαμώ τη δουλειά!». β. έκφραση θαυμασμού για την αρτιότητα ή την πληρότητα που παρουσιάζει μια τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «μου παρέδωσε τα σχέδια της οικοδομής, που ήταν και γαμώ τη δουλειά!»·
- καϊμάκι δουλειά, βλ. συνηθέστ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- καϊμακλίδικη δουλειά ή καϊμακλίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «βέβαια, καθυστέρησε λίγο, αλλά στο τέλος μου ’φερε καϊμακλίδικη δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που αποφέρει σπουδαίο κέρδος: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια καϊμακλίδικη δουλειά και δεν έχει κανένα πρόβλημα στη ζωή του»·
- καλαμπουρτζίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. αστεία δουλειά·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! ευχή για πετυχημένη και κερδοφόρα εξέλιξη των εργασιών νεοσύστατης επιχείρησης ή εμπορικού καταστήματος·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλλιτεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με μεράκι και ευαισθησία: «ο εργολάβος μου παρέδωσε καλλιτεχνική δουλειά». β. κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την πολύ λεπτή και καλαίσθητη εργασία της: «της έκανε δώρο μια χρυσή καρφίτσα, που είχε πολύ καλλιτεχνική δουλειά επάνω της». γ. δουλειά, εργασία, που είναι σχετική με τις καλές τέχνες (γραφιστική || διακοσμητική || χορευτική || εικαστική || θεατρική || κινηματογραφική || λογοτεχνική || μουσική || τυπογραφική δουλειά)·
- κάνε δουλειά σου! α. (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάμε να δούμε, ρε παιδιά, γιατί μαζεύτηκε εκεί τόσος κόσμος; -Κάνε δουλειά σου! || ποιοι μαλώνουν, ρε φίλε, εκεί κάτω; -Κάνε δουλειά σου!». Συνών. πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου(!). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας πάτησε ή μας έσπρωξε βίαια, χωρίς βέβαια να το θέλει, και μας ζητά συγνώμη Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε τη δουλειά σου(!)·
- κάνε καμιά δουλειά, (ειρωνικά ή προκλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου, μη με ενοχλείς. Η δουλειά που υπονοείται να κάνει αυτός στον οποίο απευθυνόμαστε είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε και πιο σπάνια το μωρέ·
- κάνε τη δουλειά σου! προτρεπτική έκφραση σε άτομο που το πετυχαίνουμε να ασχολείται με κάτι, ιδίως  επιλήψιμο, να μη διακόψει να κάνει αυτό με το οποίο ασχολείται και να συνεχίσει ανεπηρέαστο. (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. Κάντε μάγκες τη δουλειά σας μη χαλάτε την καρδιά σας).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και πιο  σπάνια κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- κάνει δουλειά, α. είναι ικανός με αυτό που ασχολείται: «πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου πάντα στον ίδιο μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά». β. παράγει ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «είναι απ’ τους λίγους εργάτες του εργοστασίου σ’ αυτόν τον τομέα, που κάνει δουλειά χωρίς να τον ζορίζει κανείς». γ. (για πράγματα, εργαλεία ή μηχανήματα) βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του και κάνω δουλειά·
- κάνει δουλειά μπασκλάς ή κάνει μπασκλάς δουλειά, δεν είναι καθόλου καλός στη δουλειά που κάνει, κάνει δουλειά κατώτερης ποιότητας: «δεν εμπιστεύεται κανένας αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά μπασκλάς || μην του εμπιστευτείς το παραμικρό, γιατί κάνει μπασκλάς δουλειά»·
- κάνει δουλειά ρουτίνας, απασχολείται σε εργασία μονότονη, μηχανική, πληκτική, που δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «θέλει ν’ αλλάξει δουλειά, γιατί εκεί όπου εργάζεται κάνει δουλειά ρουτίνας κι έχουν σπάσει τα νεύρα του»·
- κάνει δουλειά στο γόνατο, δεν είναι καλός τεχνίτης ή καλλιτέχνης και κάνει δουλειά βιαστική και πρόχειρη, προχειροδουλειά: «δεν τον εμπιστεύεται κανένας, γιατί κάνει δουλειά στο γόνατο || αν εξακολουθήσεις να κάνεις δουλειά στο γόνατο, στο τέλος δε θα σε υπολήπτεται κανείς ως συγγραφέα». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται στο γόνατο, δηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη·
- κάνει δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. κάνει δουλειά στο γόνατο·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, κάνει δουλειά πρόχειρη και κακότεχνη: «δεν πιστεύω να σπούδασε πουθενά την ηλεκτρολογία, γιατί κάνει δουλειά της πλάκας || απ’ τη στιγμή που κάνει της πλάκας δουλειά, δεν είναι καθόλου περίεργο που έμεινε άνεργος»·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, α. ασχολείται με δουλειά που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον από άποψη σοβαρότητας ή κέρδους, ασχολείται με δουλειά εντελώς ανάξια λόγου: «δεν έχει πει ποτέ σε κανέναν το αντικείμενο της εργασίας του κι όλοι υποθέτουμε πως κάνει δουλειά του κώλου». β. είναι κακός τεχνίτης, κακός καλλιτέχνης: «δεν ξαναπαίρνω τον τάδε υδραυλικό, γιατί κάνει δουλειά του κώλου || θέλησε να πρωτοτυπήσει πάνω στην πίστα κι έκανε του κώλου δουλειά»·
- κάνει δουλειά του ποδαριού ή κάνει δουλειές του ποδαριού, ασχολείται με δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «μπορεί να μην έμαθε κάποια τέχνη, αλλά κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού και τα κονομάει μια χαρά». Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη, καθώς και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές· βλ. και φρ. κάνει δουλειά στο πόδι·
- κάνει μισές δουλειές, αφήνει συνήθως στη μέση τις δουλειές με τις οποίες καταπιάνεται ή κάνει μια δουλειά με βιασύνη, και για το λόγο αυτό δεν την κάνει καλά, δεν την κάνει όπως πρέπει να γίνει: «δε σου συνιστώ αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει μισές δουλειές κι ύστερα θα ’χεις τρεξίματα»·
- κάνει τη δουλειά του (της), α. (για πράγματα εργαλεία ή μηχανήματα) εξυπηρετεί αυτόν που το χειρίζεται: «έχω ένα παλιό αυτοκίνητο, αλλά κάνει τη δουλειά του, γιατί με πηγαίνει όπου θέλω || έχω μια ξυριστική μηχανή που δεν είναι γνωστής φίρμας, αλλά κάνει τη δουλειά της, γιατί ξυρίζομαι μια χαρά || δεν είναι κανένα σπουδαίο πολύφωτο, αλλά κάνει τη δουλειά του». β. εξυπηρετεί αυτόν που το χρειάζεται για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και ας μην είναι το ιδανικό μέσο: «βολεύεσαι μ’ αυτή την τανάλια να καρφώσεις το καρφί στον τοίχο; -Κάνει τη δουλειά της»· βλ. και φρ. κάνω τη δουλειά μου·
- κάνει σκυλίσια δουλειά, βλ. συνηθέστ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- κάνει τη δουλειά μου ή μου κάνει τη δουλειά, (για πρόσωπα, εργαλεία ή μηχανήματα) είναι κατάλληλος για το λόγο που τον θέλω: «δεν είναι πολύ έξυπνος υπάλληλος, αλλά κάνει τη δουλειά μου || σε βολεύει αυτό το κατσαβίδι για να ξεβιδώσεις τη βίδα; -Κάνει τη δουλειά μου»· 
- κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου ή κάνω αθόρυβα τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν κι αμάν για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω δουλειά ή κάνω δουλειές, α. συναλλάσσομαι: «κάθε μέρα κάνω δουλειά μ’ ένα σωρό κόσμο». β. συνεργάζομαι: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο κάνω δουλειές εδώ και δυο χρόνια». γ. έχω αρκετά έσοδα, κέρδη από τη δουλειά που κάνω: «δεν ξέρω τι κάνετε εσείς, πάντως εγώ κάνω δουλειά όλο το χρόνο κι έτσι ζω άνετα»· βλ. και φρ. κάνει δουλειά·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, ενεργώ χωρίς να συμβουλεύομαι κανέναν, ενεργώ απερίσκεπτα, επιπόλαια, βιαστικά και χωρίς προγραμματισμό: «ρώτα πρώτα και κανέναν που ξέρει, ρε παιδάκι μου, και μην κάνεις δουλειές του κεφαλιού σου!»·
- κάνω κρα για δουλειά, ποθώ, λαχταρώ, επιδιώκω μετά μανίας να βρω εργασία: «δυο μήνες τώρα κάνω κρα για δουλειά, αλλά, όποια πόρτα κι αν χτύπησα, έμεινε κλειστή»·
- κάνω κρυφά τη δουλειά μου ή κάνω κρυφά τις δουλειές μου, α. ενεργώ με μυστικότητα: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει κρυφά τις δουλειές του». β. δε γνωρίζει κανένας τις ερωτικές μου δραστηριότητες: «όταν πρόκειται για γυναικοδουλειά, κάνω κρυφά τη δουλειά μου, γιατί είμαι και παντρεμένος άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Θωμά, μπάρμπα Θωμά, που κάνεις τις δουλειές κρυφά
- κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, α. δουλεύω με ευχαρίστηση, με προθυμία τη δουλειά που κάνω: «βρίσκομαι σε ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον κι έτσι κάνω μια χαρά τη δουλειά μου». β. (για εργαλεία ή μηχανήματα) με εξυπηρετεί απόλυτα: «μ’ αυτόν τον κόφτη κάνω μια χαρά τη δουλειά μου»·
- κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ή κάνω μουλωχτά τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω να για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω τη βρόμικη δουλειά (για λογαριασμό κάποιου), αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας για λογαριασμό κάποιου κάποια παράνομη δουλειά ή υπόθεση, ιδίως να σκοτώσω κάποιον: «έχει έναν αδίστακτο παλιάνθρωπο για να κάνει τις βρόμικες δουλειές του»·
- κάνω τη δουλειά μου, α. βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να προωθήσω ή να διεκπεραιώσω μια υπόθεσή μου, βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να εξυπηρετηθώ: «όταν χρειάζεται, πάντα βρίσκω  τρόπο να κάνω τη δουλειά μου». β. δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα εκτός από τη δουλειά μου: «ο κόσμος να χαλάει, εγώ κάνω τη δουλειά μου». γ. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «της υποσχόταν χίλια δυο και μόλις έκανε τη δουλειά του την παράτησε τη φουκαριάρα». δ. αφοδεύω, χέζω: «πάω λίγο μέχρι την τουαλέτα να κάνω τη δουλειά μου»· βλ. και φρ. κάνει τη δουλειά του·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, α. είμαι γραφειοκράτης στην υπηρεσία μου: «ό,τι και να μου υποσχεθείτε, θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω». β. δεν αποδέχομαι εύκολα αλλαγές, νεωτερισμούς στον τρόπο εργασίας μου, ακολουθώ το δικό μου, συνήθως παραδοσιακό, τρόπο, δεν ανέχομαι παρεμβάσεις στο αντικείμενο της εργασίας μου: «θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, κι αν δε σ’ αρέσει, όταν τελειώσω, να πας σε άλλο μάστορα». Πολλές φορές, μετά το όπως ακούγεται το εγώ·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, αποκομίζω πολλά κέρδη από κάποια δουλειά ή δραστηριότητά μου: «έχει ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και κάνει χρυσές δουλειές || είναι μεσάζων σε διάφορες αγοραπωλησίες και κάνει χρυσές δουλειές»·
- καπακλίδικη δουλειά ή καπακλίδικες δουλειές, βλ. φρ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- κατεβαίνω στη δουλειά (μου), πηγαίνω να εργαστώ στο χώρο εργασίας μου (κατάστημα, γραφείο) κάποια καθορισμένη ώρα: «κάθε μέρα κατεβαίνω στη δουλειά μου στις οχτώ». Το ρ. κατεβαίνω, επειδή τα πιο πολλά γραφεία και καταστήματα βρίσκονται συνήθως στο κέντρο της πόλης και οι κατοικίες περιμετρικά του·
- κερατένια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες ή που διεκπεραιώνεται με μεγάλη δυσκολία: «μπλέχτηκα με μια κερατένια δουλειά και τόσον καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω»·
- κλείνω δουλειές, είμαι μεσάζοντας, ιδίως σε θέματα αγοραπωλησίας: «είναι μάνα να κλείνει δουλειές»·
- κλείνω (μια, τη) δουλειά, διαπραγματεύομαι, προσπαθώ να συμφωνήσω μια δουλειά, μια εργασία, προσπαθώ να πετύχω μια συμφωνία: «απ’ το πρωί είναι κλεισμένος στο γραφείο του και κλείνει μια δουλειά με κάποιον»·
- κλείνω τη δουλειά μου, α. θεωρώ ασύμφορη την επιχείρησή μου και αναστέλλω τη λειτουργία της: «αφού δεν υπήρχε προοπτική εξέλιξης, έκλεισα κι εγώ τη δουλειά μου». β. χρεοκοπώ την επιχείρησή μου: «με τόσα έξοδα που έκανε, πώς να μην κλείσει τη δουλειά του!». γ. διακόπτω στο κατάστημα μου την ημερήσια συναλλαγή με το καταναλωτικό κοινό, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε μέρα κλείνω τη δουλειά μου στις πέντε τ’ απόγευμα»·
- κόβομαι στη δουλειά, εργάζομαι πολύ σκληρά, έχω πάρα πολλή δουλειά και κουράζομαι υπερβολικά: «δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, εγώ πάντως όλο το χρόνο κόβομαι στη δουλειά, γι’ αυτό κι έχω μεγάλη ανάγκη από διακοπές»·
- κοίτα δουλειά σου! ή κοίτα τη δουλειά σου! βλ. συνηθέστ. κάνε δουλειά σου! (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά σας να κοιτάτε και για τ’ άλλα μη ρωτάτε
- κοιτάζω τη δουλειά μου, α. δεν ενδιαφέρομαι, δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις: «δε με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι, γιατί εγώ κοιτάζω τη δουλειά μου». β. είμαι προσηλωμένος σε αυτό που κάνω: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του». γ. είμαι γραφειοκρατικός στην εργασία μου, ενεργώ σύμφωνα με τους κανονισμούς: «δεν του αλλάζεις μυαλά, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του, ό,τι και να του τάξεις»·
- κόλλησε η δουλειά, η υπόθεση ή η εργασία αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό εμπόδιο ή δυσκολία, που δεν επιτρέπει την εξέλιξή της: «κόλλησε η δουλειά, γιατί λείπει ο διευθυντής για να υπογράψει τις προσλήψεις || απ’ τη στιγμή που έκαναν κατάληψη το εργοστάσιο, κόλλησε η δουλειά»·
- κόλλησε η δουλειά ή κόλλησαν οι δουλειές, παρατηρείται εμπορική απραξία στην αγορά: «απ’ τη στιγμή που δεν κυκλοφορεί χρήμα, κόλλησαν οι δουλειές»·
- κολομπαρεμένη δουλειά ή κολομπαρεμένες δουλειές, δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτή: «μη μπλέκεσαι με τα μπαράκια, γιατί είναι κολομπαρεμένη δουλειά»·
- κολομπαρίστικη δουλειά ή κολομπαρίστικες δουλειές, επιχείρηση χωρίς καμιά σοβαρότητα ή κύρος, ασήμαντη, τιποτένια: «έχει μια κολομπαρίστικη δουλειά και περνιέται για βιομήχανος»·
- κομπιναδόρικη δουλειά ή κομπιναδόρικες δουλειές, δουλειά ή επιχείρηση παράνομη και με μικρή χρονική διάρκεια: «είναι τίμιος άνθρωπος και δεν ασχολείται με κομπιναδόρικες δουλειές || όσοι μπλέχτηκαν με κομπιναδόρικες δουλειές, αργά ή γρήγορα έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας»·
- κονομημένη δουλειά, εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που βρίσκεται σε άριστη οικονομική κατάσταση: «δεν έχει την ανάγκη κανενός, γιατί ο πατέρας του, πριν πεθάνει, του άφησε μια κονομημένη δουλειά»·
- κοντρολαρισμένη δουλειά, που ελέγχεται απόλυτα και, κατά συνέπεια, που εξελίσσεται ικανοποιητικά: «αν σου προτείνει συνεταιρισμό καν’ τον με  κλειστά τα μάτια, γιατί έχει κοντρολαρισμένη δουλειά»·
- κόπηκε η δουλειά ή κόπηκαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις πέρασαν οι γιορτές, κόπηκαν οι δουλειές»·
- κουκούτσι δουλειά, πλήρης εμπορική απραξία: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες κουκούτσι δουλειά την τελευταία βδομάδα»·
- κουραστική δουλειά, α. εργασία που δημιουργεί σωματική ή πνευματική κούραση: «είναι κουραστική δουλειά να ’σαι οικοδόμος || είναι κουραστική δουλειά η συγγραφή ενός βιβλίου». β. ενοχλητική πράξη που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «σα να ’γινε κουραστική δουλειά, κάθε λίγο και λιγάκι να ’ρχεσαι και να μου ζητάς δανεικά. Δε νομίζεις; || κατάντησε κουραστική δουλειά, κάθε μεσημέρι να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών και να μη μ’ αφήνεις να κοιμηθώ»·
- κουτσαίνει η δουλειά, παρουσιάζει προβλήματα, η εξέλιξή της δεν είναι ομαλή: «μόλις τέλειωσαν τα χρήματα, άρχισε να κουτσαίνει η δουλειά»·
- κυλάει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά: «όταν όλα δουλεύουν ρολόι, πώς να μην κυλάει η δουλειά;»·
- λάσκαρε η δουλειά ή λάσκαραν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης η άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις έφυγαν οι τουρίστες απ’ το νησί, λάσκαρε η δουλειά»·
- λασκάρω απ’ τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- λάσπη η δουλειά, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά·
- λάσπωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα και κινδυνεύει να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «με τόσες απεργίες που γίνονται κάθε μέρα, λάσπωσε η δουλειά». Από την εικόνα της λάσπης που λόγω της σύνθεσής της βρίσκεται σε πλήρη ακινησία·
- λαστιχάρει η δουλειά, παίρνει διάρκεια για κάποιο λόγο: «κάθε φορά που λείπω απ’ το εργοτάξιο, λαστιχάρει η δουλειά || είχαμε ένα σοβαρό πρόβλημα, γι’ αυτό εδώ και μερικές μέρες λαστιχάρει η δουλειά»·
- λοβιτουρατζίδικη δουλειά ή λοβιτουρατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται με αθέμιτα μέσα, ή ενέργεια που γίνεται παρασκηνιακά με σκοπό το κέρδος: «μόλις ανέλαβε τις προμήθειες του εργοστασίου, άρχισε τις λοβιτουρατζίδικες δουλειές || ό,τι θα γίνεται ή θα λέγεται, θα ’ναι φανερά, γιατί δε μ’ αρέσουν οι λοβιτουρατζίδικες δουλειές»·
- μάγκικη δουλειά ή μάγκικες δουλειές, βλ. φρ. μαγκιόρικη δουλειά·
- μαγκιόρικη δουλειά ή μαγκιόρικες δουλειές, α. επιχείρηση πάνω σε σωστές προδιαγραφές και σε ευχάριστο περιβάλλον: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί βρήκε θέση σε μια μαγκιόρικη δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός μου ’κανε πολύ μαγκιόρικη δουλειά»·
- μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς, με τη συνεχή ενασχόληση και την πάροδο του χρόνου αποκτώ τις ιδιαίτερες γνώσεις που χρειάζονται για τη σωστή και επωφελή άσκηση της δουλειάς μου, της τέχνης μου, του επαγγέλματός μου: «αν δε μάθω πρώτα καλά τα μυστικά της δουλειάς, δεν έχω σκοπό ν’ αναλάβω το παραμικρό»·
- μαλακισμένη δουλειά ή μαλακισμένες δουλειές, α. δουλειά εμπορική ή βιομηχανική χωρίς την παραμικρή σοβαρότητα, χωρίς το παραμικρό οικονομικό ενδιαφέρον: «έχει μια μαλακισμένη δουλειά και νομίζει πως είναι ο Ωνάσης || δεν έχω διάθεση να χάνω τον καιρό μου σε μαλακισμένες δουλειές». β. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, απαράδεκτη: «έχεις την εντύπωση πως θα παραλάβω μια τόσο μαλακισμένη δουλειά;». γ. υπόθεση που προκαλεί έντονη θλίψη ή αγανάκτηση: «σαν δεν ντρέπεστε λίγο, δυο αδέρφια και να μαλώνετε σαν τα προγόνια! Για αφήστε αυτές τις μαλακισμένες δουλειές και δώστε τα χέρια να μονοιάσετε!»·
- μαμούκαλα δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκατά δουλειά(!)·
- μανουρατζίδικη δουλειά ή μανουρατζίδικες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία που προκαλεί θόρυβο, φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα συνεργείο αυτοκινήτων και δε σου λέω τίποτα, πολύ μανουρατζίδικη δουλειά!». β. εμπορική δουλειά που έχει σχέση με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ έχω ένα κεφάλι καζάνι, γιατί δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μανουρατζίδικη δουλειά είναι!». γ. χειροτεχνική ιδίως εργασία που είναι πολύ δύσκολη, γιατί απαιτούνται πολύ λεπτοί χειρισμοί: «η δουλειά του ρολογά είναι πολύ μανουρατζίδικη δουλειά»·
- μανούριασε η δουλειά, α. στη δουλειά ή στην υπόθεση παρατηρείται έντονη διχόνοια ή γκρίνια: «σκέφτομαι να πάρω το ποσοστό μου και να φύγω, γιατί μανούριασε η δουλειά || δεν πατάω το πόδι μου στην παρέα, γιατί τον τελευταίο καιρό μανούριασε η δουλειά κι ο ένας βρίζει τον άλλον». β. στη δουλειά παρατηρούνται μεγάλα εμπόδια, μεγάλες δυσκολίες: «ενώ μέχρι τώρα πήγαινε μια χαρά, δεν ξέρω γιατί, ξαφνικά, μανούριασε η δουλειά»·
- μάπα δουλειά, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, που είναι για πέταμα: «τον είχα προειδοποιήσει πως, αν μου ξανάφερνε μάπα δουλειά, δε θα την παραλάμβανα»·
- ματζίριασε η δουλειά ή ματζίριασαν οι δουλειές, παρατηρείται πολύ φτωχική εμπορική κίνηση: «με τόσες απεργίες που γίνονται τον τελευταίο καιρό, ματζίριασε η δουλειά || μετά τις γιορτές ματζίριασαν οι δουλειές»·
- ματζίρικη δουλειά ή ματζίρικες δουλειές, α. τεχνική εργασία χωρίς διόλου φαντασία και με έντονη φτωχική κατασκευή: «του ’δωσα όλα τα στοιχεία κι όλες τις δυνατότητες για μια σωστή εργασία κι αυτός είτε από άγνοια είτε από τσιγκουνιά, μου ’κανε την πιο ματζίρικη δουλειά». β. επιχείρηση που από άποψη υποδομής ή οικονομικής προοπτικής δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον, που φυτοζωεί: «αν είναι να στήσουμε μια μοντέρνα επιχείρηση, τότε ευχαρίστως να συνεταιριστούμε, αλλιώς, δεν έχω διάθεση να μπερδευτώ με ματζίρικες δουλειές»·
- μαφιόζικη δουλειά ή μαφιόζικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με ύποπτο, παράνομο τρόπο, παράνομη δουλειά: «δεν μπλέκομαι σε μαφιόζικες δουλειές κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- με καβάλησε η δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «δεν μπορώ να πάρω άλλες παραγγελίες, γιατί ήδη με καβάλησε η δουλειά και δουλεύω και τα βράδια»·
- με πήρε από κάτω η δουλειά, α. έχω τόσο πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «έχω τόσες πολλές παραγγελίες, που με πήρε από κάτω η δουλειά». β. πελάγωσα, τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω: «μόλις την πλησίασα και ήταν να της μιλήσω, με πήρε από κάτω η δουλειά και δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου»·
- με πλάκωσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. με καβάλησε η δουλειά·
- με πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή με πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε γίνονται, α. όταν λείπουν τα οικονομικά μέσα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία κάποιο έργο: «θέλησε να στήσει ολόκληρη εξαγωγική εταιρεία χωρίς δραχμή και βέβαια απέτυχε, σαν να μην ήξερε ο χαζός πως με πορδές δε γίνονται δουλειές». β. για να φτάσει κανείς στην επιτυχία, απαιτείται συνεχής προσπάθεια και κόπος: «δεν άνοιξε βιβλίο και κόπηκε πάλι στις εξετάσεις, γιατί με πορδές δουλειές δε γίνονται». Συνών. με πορδές δε βάφονται αβγά·
- με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά, με απέλυσαν: «επειδή είχε πρόβλημα η επιχείρηση, με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά»·
- μεγάλη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, βγαίνεις για να πας στη δουλειά σου και με το πρώτο βήμα που κάνεις σκάει μια μπόμπα δίπλα σου και σε κάνει κομμάτια. -Μεγάλη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί της φρ. το νομίζεις ·
- μεγάλη δουλειά! α. αμφισβήτηση με ειρωνική διάθεση για τη δυσκολία ή την ιδιαιτερότητα που ισχυρίζεται κάποιος πως παρουσιάζει μια εργασία ή μια υπόθεση: «ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να μεταφέρεις αυτό το μπαούλο στον έκτο όροφο! -Μεγάλη δουλειά! || ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να διοργανώσεις μια εκδρομή! -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ. β.πολύ δύσκολη υπόθεση, πολύ δύσκολη περίπτωση: «μέσα σε μια βδομάδα έχασε όλη του την περιουσία που τη μάζευε ολόκληρη ζωή. -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πω πω·
- μεγάλη δουλειά, α. περιστασιακή, πρόσκαιρη επιχείρηση, ιδίως παράνομη, με μεγάλα κέρδη: «ετοιμάζει από καιρό μια μεγάλη δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο». Συνών. μεγάλο κόλπο. β.εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με ευρύ κύκλο εμπορικών ή άλλων συναλλαγών: «είναι τόσο μεγάλη δουλειά, που επηρεάζει σημαντικά όλη την αγορά»·
- μεγαλώνω τη δουλειά μου, την επεκτείνω: «ψάχνει να βρει συνεταίρο για να μεγαλώσει τη δουλειά του»·
- μεγάλωσε η δουλειά του! ή μεγάλωσαν οι δουλειές του! λέγεται ειρωνικά για κάποιον που μετά από κάποια πρόσκαιρη επιτυχία του συμπεριφέρεται σαν να είναι σπουδαίος, που μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, μεγάλωσε η δουλειά του και δε μας χαιρετάει! || απ’ τη μέρα που τον έδειξαν στην τηλεόραση, μεγάλωσαν οι δουλειές του και δε μας μιλάει!»·
- μερακλίδικη δουλειά ή μερακλίδικες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία με γούστο και μεράκι: «πήγα τ’ αυτοκίνητο στο τάδε συνεργείο και μου ’καναν πολύ μερακλίδικη δουλειά || πολύ χαίρομαι όταν παραλαμβάνω μερακλίδικες δουλειές»·
- μεσοβέζικη δουλειά ή μεσοβέζικες δουλειές, υπόθεση που παρουσιάζεται μια με τον έναν τρόπο και μια με άλλον διαφορετικό, υπόθεση που δεν παρουσιάζεται με ειλικρίνεια: «ξεκαθάρισε επιτέλους τη θέση σου και άσε αυτές τις μεσοβέζικες δουλειές»·
- μετράω τη δουλειά, τη μελετώ, την υπολογίζω με προσοχή: «αν δε μετρήσει πρώτα καλά τη δουλειά, δεν αποφασίζει να την αναλάβει»·
- μην την ψάχνεις τη δουλειά, α. μην τη σκέφτεσαι, μην την εξετάζεις, γιατί η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, είναι αυτονόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διαβεβαιώσεις απ’ την τράπεζα, έλα να υπογράψουμε και μην την ψάχνεις τη δουλειά», δηλ. είναι σίγουρο πως θα πετύχει η δουλειά. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι για το οποίο δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα ή άκρη: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν έρχονται στην εξουσία, κάνουν εντελώς τ’ αντίθετα, γι’ αυτό σου λέω, μην την ψάχνεις τη δουλειά»·
- μην την ψειρίζεις τη δουλειά, (για τεχνικές, καλλιτεχνικές ή κατασκευαστικές εργασίες) μην την καθυστερείς λεπτολογώντας την: «παράδωσέ μου, επιτέλους, αυτό το βιβλίο και μην την ψειρίζεις τη δουλειά || έλα, ρε παιδάκι μου, τελείωνε μ’ αυτή την κατασκευή και μην την ψειρίζεις τη δουλειά». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το άλλο ή το περισσότερο· βλ. και φρ. μην την ψάχνεις τη δουλειά·    
- μίζερη δουλειά ή μίζερες δουλειές, α. φτωχή εμπορική δουλειά χωρίς προοπτική εξέλιξης: «έχει μια μίζερη δουλειά, που όπου να ’ναι, θα κλείσει». β. κατασκευή που έγινε με πολύ ευτελή υλικά: «από καθαρή τσιγκουνιά έκανε μίζερη δουλειά»·
- μιζέριασε η δουλειά, έχασε το εμπορικό της ενδιαφέρον, γιατί δεν υπάρχει αγοραστική κίνηση: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες των τραπεζών μιζέριασε η δουλειά, γιατί ο κόσμος δεν έχει μετρητά»·
- μονταρισμένη δουλειά, επιχείρηση που δουλεύει απρόσκοπτα, γιατί είναι στημένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, πάνω σε γερές βάσεις: «έχει τόσο μονταρισμένη δουλειά, που, και να λείψει ένα διάστημα, όλα δουλεύουν ρολόι»·
- μοντάρω μια δουλειά, α. οργανώνω μια δουλειά, μια επιχείρηση: «ξέρω ότι εδώ και καιρό μοντάρει μια δουλειά, αλλά τι ακριβώς, θα σε γελάσω». β. οργανώνω ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «μοντάρει καιρό μια καινούρια δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο»· βλ. και φρ. μοντάρω τη δουλειά ·
- μοντάρω τη δουλειά, συναρμολογώ κάποιο μηχάνημα που το είχα διαλύσει στα επιμέρους του τμήματα: «αφού πρώτα διέλυσα τη μηχανή και διόρθωσα τη βλάβη, θ’ αρχίσω αύριο να μοντάρω πάλι τη δουλειά»· βλ κ. φρ. μοντάρω μια δουλειά·
- μου άνοιξε δουλειά ή μου άνοιξε δουλειές, μου δημιούργησε δύσκολο πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για τον τάδε και μου άνοιξε δουλειές ο ηλίθιος»·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου την έκανε τη δουλειά, α. μου προξένησε ζημιά, ιδίως χωρίς να το περιμένω, με  ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, αλλά μου την έκανε τη δουλειά και μ’ άδειασε το ταμείο». β. (και για τα δυο φύλα) με απάτησε, με κεράτωσε: «εγώ της είχα απόλυτη εμπιστοσύνη κι αυτή μου την έκανε τη δουλειά μ’ ένα φίλο μου»·
- μου την έφτιαξε τη δουλειά, βλ. φρ. μου την έκανε τη δουλειά·
- μου την έχουν στημένη τη δουλειά ή μου την έχουν τη δουλειά στημένη, τα έχουν προσχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να εκτεθώ ή να αποτύχω: «δε θα πάρω μέρος στο μειοδοτικό διαγωνισμό, γιατί ξέρω πως μου την έχουν στημένη τη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβες πως σου την έχουν τη δουλειά στημένη, είναι καλύτερα να μην πας στο μειοδοτικό διαγωνισμό»·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενήργησε με τέτοιο τρόπο, ιδίως αθέμιτο, που ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα εγώ τη δουλειά, την ανέλαβε αυτός: «τα ’κανε πλακάκια με τον διευθυντή και μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια»·
- μου χάλασε τη δουλειά, έγινε αίτιος αποτυχίας σε κάποια επαγγελματική μου διαπραγμάτευση, σε κάποια ερωτική μου επιδίωξη ή σχέση: «πήγε και μαρτύρησε στον υποψήφιο συνεταίρο μου πως έχω λερωμένο ποινικό μητρώο και μου χάλασε τη δουλειά || πήγε και κάρφωσε στην γκόμενά μου πως είμαι παντρεμένος και μου χάλασε τη δουλειά, γιατί μετά απ’ αυτό με διαβολόστειλε η γυναίκα»·
- μου(ν)τζούρικη δουλειά, εργασία μηχανουργείου ή συνεργείου αυτοκινήτων, επειδή, όσοι εργάζονται εκεί, λόγω της μουτζούρας λερώνουν τα ρούχα και τα χέρια τους: «αν δε μάθεις γράμματα, θα σε στείλω να μάθεις καμιά μουτζούρικη δουλειά»·
- μουλωχτή δουλειά ή μουλωχτές δουλειές, δουλειά που γίνεται αθόρυβα ή στα κρυφά,  ιδίως σε στενό κύκλο ανθρώπων: «είναι υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα, αλλά ασχολείται και μ’ άλλες μουλωχτές δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ·
- μούχλιασε η δουλειά, α. εμπορική επιχείρηση που βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «δεν τον νοιάζει κι αν μούχλιασε η δουλειά, γιατί έχει ένα σωρό ακίνητα». β. η υπόθεση έχασε πια εντελώς το ενδιαφέρον της: «τώρα που ξύπνησες, μούχλιασε η δουλειά, γιατί αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με κάτι άλλο»·
- μπάζει η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονα προβλήματα: «πρέπει να βρούμε κάποιον να μας χρηματοδοτήσει, γιατί μπάζει η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που μπάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει ή από την εικόνα του παραθύρου που μπάζει αέρα και δημιουργεί προβλήματα·
- μπαίνω στα μυστικά της δουλειάς, βλ. φρ. μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς·
- μπαμπάτσικη δουλειά ή μπαμπάτσικες δουλειές, επιχείρηση πολύ κερδοφόρα, επιχείρηση με ευρύ κύκλο εργασιών: «η χαρά του είναι που θ’ αφήσει στα παιδιά του μια μπαμπάτσικη δουλειά»·
- μπαμπέσικη δουλειά ή μπαμπέσικες δουλειές, ενέργεια ύπουλη, χτύπημα πισώπλατο: «έπρεπε να το φανταστώ ποιος ενέργησε μ’ αυτόν τον ύπουλο τρόπο, γιατί αυτός είναι μαθημένος στις μπαμπέσικες δουλειές»·
- μπάνικη δουλειά ή μπάνικες δουλειές, α. επιχείρηση εντυπωσιακή σε υποδομή και κέρδη: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μπάνικη δουλειά και δεν έχει ανάγκη από κανέναν || ασχολείται μόνο με μπάνικες δουλειές». β. τεχνική, κατασκευαστική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με τέχνη: «ο μηχανικός έκανε μπάνικη δουλειά || ο ζωγράφος έκανε μπάνικη δουλειά»·
- μπασταρδεμένη δουλειά ή μπασταρδεμένες δουλειές, α. μπερδεμένη υπόθεση, νόθα κατάσταση: «ήταν τόσο μπασταρδεμένη δουλειά, που έπεσαν δέκα δικηγόροι να την ξεδιαλύνουν». β. δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτήν: «ξέχνα το μπαράκι, είναι μπασταρδεμένη δουλειά, δε βλέπεις που σε κάθε γειτονιά υπάρχουν από κάνα δυο τρία;»·
- μπαστάρδεψε η δουλειά ή μπαστάρδεψαν οι δουλειές, δεν παρουσιάζει πια κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, ψεύτισε, στην αγορά παρατηρείται εμπορική απραξία: «τώρα που μπαστάρδεψε η δουλειά, τώρα ενδιαφέρθηκε κι αυτός ν’ ασχοληθεί με τα βιντεοκλάμπ || τον τελευταίο καιρό μπαστάρδεψαν οι δουλειές, γιατί, με την ακρίβεια που παρατηρείται, δεν υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον»·
- μπαστάρδικη δουλειά ή μπαστάρδικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπασταρδεμένη δουλειά·
- μπατάκικη δουλειά ή μπατάκικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπαταξίδικη δουλειά·
- μπατάλικη δουλειά ή μπατάλικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι χοντροκομμένη, χωρίς γούστο και χάρη: «του ’δωσα την ευκαιρία να προβληθεί με τη δουλειά που του ανέθεσα κι αυτός έκανε μπατάλικη δουλειά»·
- μπαταξίδικη δουλειά ή μπαταξίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση χωρίς καμιά φερεγγυότητα: «δεν τον πιστώνει κανείς μέσα στην αγορά, γιατί έχει μπαταξίδικη δουλειά και κάθε τόσο μας δημιουργεί προβλήματα»·
- μπατάρισε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε εντελώς, χρεοκόπησε: «μετά από τόση γκρίνια που έπεσε στους συνεταίρους, μπατάρισε η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν βάζει νερό ή είναι φορτωμένη, γέρνει, μπατάρει·
- μπατιρημένη δουλειά, που δεν αποδίδει το παραμικρό οικονομικό κέρδος: «πήγε και μπήκε συνέταιρος ο βλάκας σε μια μπατιρημένη δουλειά κι έχασε τα λεφτά του». Πρβλ.: μπατιρημένο κουρείο Σάββατο βράδυ χωρίς δουλειά (Ντ. Χριστιανόπουλος)·
- μπατίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «έκανε στάση πληρωμών, γιατί μπατίρισε η δουλειά που είχε»·
- μπελαλίδικη δουλειά ή μπελαλίδικες δουλειές, δουλειά που παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, μεγάλους μπελάδες, ως προς την πραγματοποίηση ή τη διεκπεραίωσή της και, για το λόγο αυτό, δυσάρεστη: «επειδή δε μιλάω, όλες τις μπελαλίδικες δουλειές τις φορτώνουν επάνω μου»·
- μπερδεμένη δουλειά ή μπερδεμένες δουλειές, α. δουλειά ή η υπόθεση που είναι περιπλεγμένη, που παρουσιάζει δυσκολίες λόγω κακών χειρισμών, ή είναι γενικά πολυσύνθετη: «είναι τόσο μπερδεμένη δουλειά, που πρέπει να προσλάβει τρεις λογιστές για να βγάλουν άκρη». β. δουλειά ή επιχείρηση ύποπτη, που δεν παρουσιάζει διαφάνεια στους χειρισμούς της: «δεν παίρνω μέρος σε μπερδεμένες δουλειές, γι’ αυτό έχω το κούτελό μου καθαρό στην αγορά»·
- μπερδεύω τη δουλειά, δημιουργώ λανθασμένη εντύπωση για κάποιον ή για κάτι: «πώς μπέρδεψες τη δουλειά, ρε παιδάκι μου, και δεν κατάλαβες ότι έδιωχνες τον καλύτερό σου υπάλληλο;»· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τη δουλειά·
- μπερεκετλίδικη δουλειά ή μπερεκετλίδικες δουλειές, επιχείρηση που αποφέρει ικανοποιητικό κέρδος: «έχει μια μπερεκετλίδικη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά»·
- μπερμπάντικη δουλειά ή μπερμπάντικες δουλειές, η ενασχόληση με τα ερωτικά, το μπλέξιμο σε γυναικοδουλειές, η μπερμπαντοδουλειά: «αν και είναι παντρεμένος, μπερδεύεται κάθε τόσο σε μπερμπάντικες δουλειές»·
- μπιτ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- μπλόκαρε η δουλειά ή μπλοκάρισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ή διεκπεραιωνόταν ομαλά, ξαφνικά, για απρόβλεπτους λόγους ή αιτίες, περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα: «μπλόκαρε η δουλειά, γιατί έχουμε διακοπή ρεύματος || μπλοκάρισε η δουλειά, γιατί οι απεργοί έκαναν κατάληψη στο εργοστάσιο»·
- μπορεί να γίνει έτσι δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- μπουρδουκλώνω τη δουλειά, α. δημιουργώ επίτηδες σύγχυση σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «από εδώ είχε, από εκεί είχε, την μπουρδούκλωσε τη δουλειά και βγήκε λάδι». β. καλύπτω κρυφά μια αταξία ή παρατυπία: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τη δουλειά για να μη μάθει τίποτα ο διευθυντής»·
- μπουρδούκλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η δουλειά, συνάντησε ξαφνικά εμπόδια και έπαψε να εξελίσσεται: «του ’φυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και μπουρδούκλωσε η δουλειά, γιατί του έλειπαν χέρια για να τη συνεχίσει»·
- μυγιάζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυρίζομαι τη δουλειά, βλ. φρ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυστήρια δουλειά! α. έκφραση απορίας για τις επιπλοκές που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια υπόθεση, τις οποίες παρά τις έντονες προσπάθειές μας, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «εδώ και δυο βδομάδες έφαγα τα λυσσιακά μου να βρω πού υπάρχει το πρόβλημα και δεν μπορώ να βρω τίποτα. -Μυστήρια δουλειά!». β. έκφραση απορίας για το είδος εργασιών κάποιας επιχείρησης ή για τη φύση μιας υπόθεσης που παραμένουν άγνωστες: «έχει πέντε γραφεία μ’ ένα σωρό υπαλλήλους, αλλά κανείς δεν ξέρει με τι ακριβώς ασχολείται. -Μυστήρια δουλειά!»·
- μυστήρια δουλειά ή μυστήριες δουλειές, α. δουλειά ύποπτη, σκοτεινή, παράνομη: «έχει μια μυστήρια δουλειά και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει με τι ασχολείται || δεν μπλέκεται με μυστήριες δουλειές, γιατί λατρεύει τη διαφάνεια». β. δουλειά εντελώς ασυνήθιστη, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να τη χαρακτηρίσει ή να την κατατάξει σε ένα κύκλο: «κάνει μια μυστήρια δουλειά, που δεν μπορώ να στην εξηγήσω, ξέρω όμως ότι κερδίζει πολλά»·
- να δουλειά! κοροϊδευτική έκφραση σε κάποιον που, ενώ του είχαμε υποσχεθεί κάποια θέση εργασίας ή την ανάθεση κάποιας δουλειάς, στο τέλος για κάποιο λόγο αθετήσαμε την υπόσχεσή μας: «αφού με κατηγόρησες, να δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία κατά την οποία επιδεικνύουμε τον αντίχειρά μας ανάμεσα στο δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας ή από χειρονομία κατά την οποία η χούφτα πιάνει τα αρχίδια μας και τα προβάλλει προς το μέρος του συνομιλητή μας·
- να κοιτάς τη δουλειά σου! προτρεπτική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον που αναμειγνύεται απρόσκλητος σε μια υπόθεση: «να μη σ’ ενδιαφέρει τι θα κάνουμε και να κοιτάς τη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εσύ και είναι φορές που κλείνει με το ορίστε μας(!)·
- νααα, δουλειά! έκφραση θαυμασμού για την ύπαρξη έντονης εμπορικής κίνησης ή συναλλαγής: «εσείς δεν ξέρω τι κάνετε, αλλά αυτός, νααα δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία τα δάχτυλα του χεριού ενώνονται επανειλημμένα στις άκρες τους προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας·
 - νάκα δουλειά ή νάκατα δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) δεν έχει, δεν υπάρχει δουλειά: «αφού άργησες να ’ρθεις, νάκα δουλειά, γιατί πρόλαβαν και την πήραν άλλοι»·
- ναυάγησε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε τελείως, ματαιώθηκε: «ήταν να συνεργαστούμε, αλλά την τελευταία στιγμή ναυάγησε η δουλειά, γιατί δεν τα βρήκαμε στα ποσοστά»·
- ναυαγώ τη δουλειά, γίνομαι αίτιος της αποτυχίας ή της καταστροφής μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «όσες φορές του έχουν αναθέσει κάτι, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ναυαγεί τη δουλειά»·
- νέκρωσε η δουλειά ή νέκρωσαν οι δουλειές, υπάρχει πλήρης στασιμότητα εμπορικών συναλλαγών: «υπάρχει τέτοια ακρίβεια στην αγορά, που νέκρωσαν οι δουλειές»·
- νεταρισμένη δουλειά, που είναι τελειωμένη, διεκπεραιωμένη: «η δουλειά είναι νεταρισμένη και μπορείς να την παραλάβεις ό,τι ώρα θέλεις»·
- νετάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω, σχολνώ: «τι ώρα νετάρεις απ’ τη δουλειά για να περάσω να σε πάρω;»·
- νετάρω μια δουλειά ή νετάρω τη δουλειά, α. διεκπεραιώνω μια υπόθεση ως μεσάζων: «μόλις νετάρω τη δουλειά ενός φίλου μου, θ’ ασχοληθώ και με τη δική σου υπόθεση». β. φέρω σε πέρας μια εργασία: «σε μια βδομάδα νετάρω μια δουλειά που την είχα αρχίσει πριν από πολύ καιρό»·
- νοικοκυρεμένη δουλειά ή νοικοκυρεμένες δουλειές, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που διακρίνεται από τάξη και συνέπεια: «έχει μια νοικοκυρεμένη δουλειά, που τη ζηλεύουν πολλοί». β. ενέργεια που τη διακρίνει τιμιότητα, σύνεση, διαφάνεια: «θα κουβεντιάσουμε όλες τις λεπτομέρειες πριν αποφασίσουμε, γιατί μ’ αρέσουν νοικοκυρεμένες δουλειές»·
- νοικοκυρίστικη δουλειά ή νοικοκυρίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- νταραβερτζίδικη δουλειά ή νταραβερτζίδικες δουλειές, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, που βάζει σε μπελάδες, σε τρεξίματα αυτόν ή αυτούς που ασχολούνται με αυτή: «έχω μπλέξει σε μια νταραβερτζίδικη δουλειά και γυρνάω κάθε βράδυ στο σπίτι μου μ’ ένα κεφάλι καζάνι || αποφεύγει τις νταραβερτζίδικες δουλειές, όπως ο διάβολος το λιβάνι»·
- ντιπ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- ξαμολιέμαι για δουλειά (ενν. να βρω), αρχίζω συστηματικά να ψάχνω να βρω εργασία: «απ’ τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο όπου δούλευε, ξαμολήθηκε για δουλειά»·
- ξεζούμισε η δουλειά, εξάντλησε κάθε οικονομικό ενδιαφέρον που είχε: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε η δουλειά που έκανε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- ξεζούμισε τη δουλειά, την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, ώσπου έφτασε στο σημείο να μην αποδίδει άλλο: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε τη δουλειά που είχε, βρήκε ένα κορόιδο και του την πάσαρε»·
- ξεζουμίζομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξελιγώνομαι στη δουλειά·
- ξεθεώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεκαθαρίζω μια δουλειά ή ξεκαθαρίζω τη δουλειά, εξιχνιάζω μια σκοτεινή ή παράνομη υπόθεση: «η αστυνομία δεν ξεκαθάρισε ακόμα τη δουλειά σχετικά με τη ληστεία της τράπεζας»·
- ξεκούρντιστη δουλειά, εμπορική ιδίως επιχείρηση που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα λόγω κακού συντονισμού: «λογικό να γίνεται αλαλούμ σε μια τόσο ξεκούρντιστη δουλειά!»·
- ξεκωλώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι, εξαντλούμαι από υπερβολική ή πολύ κοπιαστική εργασία: «όλη τη μέρα σήμερα ξεκωλώθηκα στη δουλειά»·
- ξελασκάρω απ’ τη δουλειά, χαλαρώνω, παύω να έχω εντατική δουλειά και, κατ’ επέκταση, ελευθερώνομαι, τελειώνω από τη δουλειά μου: «μόλις ξελασκάρω απ’ τη δουλειά που έχω, θα πιάσω τη δική σου παραγγελία || λογαριάζω να ξελασκάρω απ’ τη δουλειά κατά τις πέντε το απόγευμα και θα περάσω τότε να τα πούμε»·
- ξελιγώνομαι στη δουλειά, εξαντλούμαι τελείως από τη δουλειά με την οποία ασχολούμαι: «έχω βάλει σκοπό να μαζέψω κάτι λεφτά και ξελιγώνομαι στη δουλειά»·
- ξεμπερδεύω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλέκω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλόκαρε η δουλειά ή ξεμπλοκάρισε η δουλειά, μετά από προσωρινή στασιμότητα, που προήλθε από απρόβλεπτους ιδίως λόγους ή παράγοντες, άρχισε πάλι να εξελίσσεται ομαλά: «αφού λύθηκε η κατάληψη του εργοστασίου, ξεμπλοκάρισε η δουλειά κι άρχισε κανονικά η αποστολή των εμπορευμάτων»·
- ξεπατώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκεπάζω τη δουλειά, αποκαλύπτω κάποια δουλειά ή υπόθεση, ιδίως παράνομη: «μετά από έρευνες που έκανε, ξεσκέπασε τη δουλειά με τα πλαστά τιμολόγια»·
- ξεσκίζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «όταν έρχονται οι γιορτές των Χριστουγέννων, ξεσκίζομαι στη δουλειά»· βλ. και φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. φρ. ξεσκίζομαι στη δουλειά·
- ξεφορτώνομαι τη δουλειά, α. εγκαταλείπω ανειλημμένη εργασία ή υποχρέωση για διάφορους λόγους: «πρέπει να ξεφορτωθώ αυτή τη δουλειά, γιατί βλέπω πως δεν μπορώ πια να τη φέρω σε πέρας». β. αρχίζω σταδιακά να τη διεκπεραιώνω: «απ’ τη στιγμή που έβαλε το κεφάλι του κάτω, άρχισε σιγά σιγά να ξεφορτώνεται τη δουλειά»·
- ξεφουρνίζω τη δουλειά, αποκαλύπτω εργασία που γινόταν κρυφά, προδίδω κάτι που ήταν μυστικό: «για να μάθουν τόσο γρήγορα με τι ασχολούμαστε, σίγουρα κάποιος από μας τους ξεφούρνισε τη δουλειά || είχα μια γκόμενα κι αυτός ο ηλίθιος πήγε και ξεφούρνισε τη δουλειά στη γυναίκα μου»·
- ξεφούσκωσε η δουλειά, α. μετά από περίοδο έντονης εμπορικής κίνησης επήλθε φυσιολογική κάμψη: «αμέσως μετά από τις γιορτές των Χριστουγέννων ξεφούσκωσε η δουλειά». β. υπόθεση που είχε συζητηθεί ή διαφημιστεί έντονα, αποδείχτηκε χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «μετά από τόσο ντόρο που έγινε απ’ την κυβέρνηση για την αύξηση των μισθών και των συντάξεων, στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή ξεφούσκωσε η δουλειά, γιατί οι αυξήσεις που δόθηκαν μόλις που πλησιάζουν το ένα τοις εκατό»·
- ξέφτισε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξεφούσκωσε η δουλειά·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, για κάποιο λόγο δεν μπορώ να την ελέγξω: «ενώ δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ξαφνικά ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου, χωρίς να το καταλάβω!»·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, λέγεται στην περίπτωση που άλλος κουράζεται για την επίτευξη ενός έργου και άλλος επωφελείται·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή ο  Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια, λέγεται στην περίπτωση που, όταν κάποιος έχει αναδουλειές, επανέρχεται σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν ακόμα τακτοποιηθεί ή που μπορεί και να έχουν ξεχαστεί. Συνών. ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα παλιά τεφτέρια πιάνει / ο μουφλούζης αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει·
- ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του, ο καθένας πρέπει να ασχολείται με αυτό που ξέρει να κάνει: «από μικρός ασχολούμαι μόνο με πράγματα που ξέρω, γιατί ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του». Από το ότι ο βλάχος ως κτηνοτρόφος είναι δεινός στην παρασκευή τυριού·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, πετυχαίνει στη δουλειά του αυτός που έχει μάθει να την κάνει μόνος του: «δεν επιδίωξε ποτέ συνεταιρισμό με κανέναν, γιατί ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του»·
- οι δουλειές μου πάνε άσχημα ή πάνε άσχημα οι δουλειές μου, οι δουλειές μου ή οι υποθέσεις μου εξελίσσονται αρνητικά: «είμαι πολύ στενοχωρημένος, γιατί οι δουλειές μου πάνε άσχημα κι οι υποχρεώσεις τρέχουν || τον τελευταίο καιρό γενικά πάνε άσχημα οι δουλειές μου»·
- οικογενειακή δουλειά, επιχείρηση που είναι κατανεμημένη στα μέλη κάποιας οικογένειας, δουλειά που διεκπεραιώνεται από τα μέλη κάποιας οικογένειας: «δε θέλουν κανέναν συνέταιρο, γιατί θέλουν να την κρατήσουν οικογενειακή δουλειά»· βλ. και φρ. είναι οικογενειακή μας δουλειά·
- όμορφη δουλειά, εργασία κατασκευαστική, ιδίως χειροποίητη που έγινε με τέχνη και μεράκι: «για δες πόση όμορφη δουλειά έχει αυτή το δαχτυλίδι!»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, είναι επικίνδυνο να αφήνει κάποιος στη μέση τη δουλειά με την οποία καταπιάνεται και να ψάχνει για νέες δουλειές: «τέλειωσε πρώτα τη δουλειά που έχεις αρχίσει κι ύστερα ψάξε γι’ άλλη, γιατί όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει». Από το ότι, τα φασόλια, επειδή είναι βαρύ φαγητό, δημιουργεί σε πολλούς ανθρώπους προβλήματα·
- όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του, η οικογένεια του εργατικού ανθρώπου ζει χωρίς άγχος και στερήσεις: «απ’ τη στιγμή που απόκτησες οικογένεια, να ’χεις το νου σου συνέχεια στη δουλειά, γιατί, όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του»·
- πάγαινε στη δουλειά σου! (ειρωνικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, ξεκουμπίσου, απομακρύνσου: «τι έγινε δω, ρε φίλε, κι είναι τόσος κόσμος μαζεμένος; -Πάγαινε στη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε άι·
- πάει η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «αφού δεν έχω συναντήσει μέχρι τώρα κανένα πρόβλημα, πώς να μην πάει η δουλειά;». β. απέτυχε, καταστράφηκε, χρεοκόπησε: «από ένα κακό χειρισμό πάει η δουλειά»·
- πάει μακριά η δουλειά, λέγεται με δυσφορία για δουλειά ή υπόθεση, που συνεχίζεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πάει μακριά η δουλειά, ρε παιδιά, μ’ αυτόν το θόρυβο και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε». Συνών. πάει μακριά η βαλίτσα / πάει πολύ μακριά·
- παζαρτζίδικη δουλειά ή παζαρτζίδικες δουλειές, α. δουλειά ασήμαντη, χωρίς σοβαρότητα, ανάξια λόγου: «ξεκίνησε από μια παζαρτζίδικη δουλειά και τώρα έγινε μεγάλος και τρανός». Αναφορά στο μικροπωλητή που γυρίζει στα παζάρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του. β. (γενικά) ατελείωτες διαπραγματεύσεις για την αγοραπωλησία, για την επίτευξη κάποιας συμφωνίας: «θα διαβάσουμε το συμφωνητικό και θα το υπογράψουμε την ίδια ώρα, γιατί δε μ’ αρέσουν οι παζαρτζίδικες δουλειές»·
- παιδί για όλες τις δουλειές, μικρός ή ανεξαρτήτου ηλικίας άτομο που σε ένα εργασιακό χώρο ή σε μια παρέα χρησιμοποιείται από τους άλλους για διάφορα θελήματα: «αν σου τέλειωσαν τα τσιγάρα, έχουμε στο γραφείο ένα παιδί για όλες τις δουλειές και μπορεί να πάει να σου πάρει»·
- παίρνει μάκρος η δουλειά ή παίρνει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- παίρνω απάνω μου τη δουλειά ή παίρνω τη δουλειά απάνω μου, α. αναλαμβάνω να την επιβλέπω, να τη συνεχίσω ή να τη φέρω σε πέρας: «όσο καιρό θα λείπεις, θα πάρω απάνω μου τη δουλειά». β. επωμίζομαι τις ευθύνες ή τις κυρώσεις μιας υπόθεσης: «πες του να μη φοβάται, γιατί παίρνω τη δουλειά απάνω μου»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, α. λόγω φόρτου εργασίας ή πίεσης χρόνου τμήμα της δουλειάς μου, ιδίως γραφικής, τη μεταφέρω και τη διεκπεραιώνω στο σπίτι: «έχει πέσει πολλή δουλειά στο γραφείο και για να προλάβω, παίρνω πολλές φορές δουλειά στο σπίτι». β. (ειρωνικά) λέγεται και στην περίπτωση που κάποιος μεταφέρει στο σπίτι του τα προβλήματα της δουλειάς του και με τη στάση του τα μεταδίδει και στην οικογένειά του: «μα τι έχεις και μου μιλάς απότομα; -Έχω διάφορα προβλήματα με τη δουλειά μου. -Μα εσύ, μέχρι τώρα, δεν έπαιρνες δουλειά στο σπίτι!»·
- παίρνω κάβο τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- παίρνω πρέφα τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) αντιλαμβάνομαι, εννοώ, κατανοώ κάποια υπόθεση, ιδίως πριν αυτή αποβεί σε βάρος μου: «ήθελαν να μου φάνε τα λεφτά με διάφορες υποσχέσεις, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή πήρα πρέφα τη δουλειά και τους διαβολόστειλα»·
- παίρνω στραβά τη δουλειά, α. την ξεκινώ πάνω σε λανθασμένες βάσεις ή προδιαγραφές: «θα πρέπει να πήρα στραβά τη δουλειά για να σκαλώσει έτσι απότομα». β. παρεξηγώ τις καλές προθέσεις ή ενέργειες κάποιου: «ό,τι κι αν είπα κι ό,τι κι αν έκανα, ήταν μόνο και μόνο για το καλό σου, εσύ όμως πήρες στραβά τη δουλειά»·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, αναλαμβάνω να διευθύνω ή να διεκπεραιώσω μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ τη μέρα που πήρε τη δουλειά στα χέρια του ο τάδε, όλα μέσα στο εργοστάσιο δουλεύουν ρολόι || μόλις πήρα τη δουλειά στα χέρια μου, τακτοποίησα κάθε εκκρεμότητα»·   
- παλεύεται η δουλειά, υπάρχει ακόμη προοπτική για ένα καλό αποτέλεσμα σε μια δουλειά ή υπόθεση, δε χάθηκε οριστικά: «μην απογοητεύεσαι από τη ζημιά που έγινε, γιατί παλεύεται η δουλειά»·
- παλεύω τη δουλειά, αγωνίζομαι, προσπαθώ να τη φέρω σε πέρας: «έχω διάφορα προβλήματα, αλλά παλεύω τη δουλειά και θα σου την παραδώσω τη μέρα που σου υποσχέθηκα»·
- πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου! (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «άσε με στην ησυχία μου και πάνε στη δουλειά σου!»(Λαϊκό τραγούδι: και του δώσαν τα πανιά του για να πάει στη δουλειά του, με το ξένο του το σόι τον περίδρομο να τρώει). Συνών. κάνε δουλειά σου! (α)·
- πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά ή πανηγυρ(ι)τζίδικες δουλειές, δουλειά ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια, ιδίως δουλειά πρόχειρη και ευκαιριακή: «ένας άνθρωπος του δικού του οικονομικού επιπέδου δεν μπερδεύεται ποτέ σε πανηγυρτζίδικες δουλειές». Από την εικόνα του μικροπωλητή, που γυρίζει σε διάφορα πανηγύρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του· βλ. και φρ. η δουλειά είναι για τα πανηγύρια·
- πάνω στο φόρτε της δουλειάς, κατά τη στιγμή ή κατά την περίοδο που μια δουλειά ή μια υπόθεση βρίσκεται στο κρίσιμο για την ολοκλήρωσή της σημείο ή στο πιο αποδοτικό σημείο της, τότε που υπάρχει μεγάλη ένταση, κίνηση, πάρε δώσε: «πέρασε κατά τις δώδεκα απ’ το μαγαζί, αλλά ήμουν πάνω στο φόρτε της δουλειάς και του ’πα να ’ρθει το βράδυ απ’ το σπίτι να τα πούμε σαν άνθρωποι»·
- παπατζίδικη δουλειά ή παπατζίδικες δουλειές, δουλειά ύποπτη, παράνομη: «ένας έντιμος άνθρωπος δεν μπλέκεται ποτέ με παπατζίδικες δουλειές»· βλ. και λ. παπατζής·
- παράγινε η δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, ή που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του: «παράγινε η δουλειά να καλύπτω τις κοπάνες σου! || παράγινε η δουλειά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ·
- παραμιλώ απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που τα έχω χάσει, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «σ’ όλη την περίοδο των γιορτών παραμιλούσα απ’ τη δουλειά»·
- πασαλίδικη δουλειά ή πασαλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται ή διεκπεραιώνεται πολύ ξεκούραστα και μέσα σε ευχάριστο περιβάλλον: «τον βλέπεις πάντα ευδιάθετο και ξεκούραστο, γιατί δουλεύει σε μια πασαλίδικη δουλειά». Αναφορά στην άνετη ζωή του πασά·
- πασάρω τη δουλειά, α. μεταβιβάζω μια δουλειά ή μια υπόθεση, την παραχωρώ για διάφορους λόγους σε κάποιον άλλον: «όταν τα βρίσκει μπαστούνια, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον || όταν είναι πολύ απασχολημένος, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον». β. αναθέτω εργασία σε κάποιον με όχι διαφανείς διαδικασίες, αναθέτω εργασία χατιρικά σε κάποιον: «είχε κάποιο φίλο βουλευτή που του πάσαρε τη δουλειά»·
- παστρική δουλειά ή παστρικές δουλειές, α. δουλειά ή υπόθεση που συζητιέται ή συμφωνείται με ειλικρίνεια και υπευθυνότητα και δεν παρουσιάζει δυσάρεστες εκπλήξεις ή υπαναχωρήσεις κατά την εξέλιξή της, καθαρή δουλειά: «αυτό που μ’ αρέσει σ’ αυτόν τον άνθρωπο, είναι που θέλει να κάνει πάντα παστρικές δουλειές». (Λαϊκό τραγούδι: παστρικές δουλειές δεν φτιάνεις, άλλα μου λες κι άλλα μου κάνεις, μου τη σκας κι αλλού γυρίζεις κι αποδώ δε χαμπαρίζεις). β. επιχείρηση  που παρουσιάζεται καθαρή και νοικοκυρεμένη: «δουλεύει σε μια παστρική δουλειά». γ. δουλειά που είναι τίμια: «δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, γιατί είναι παστρική δουλειά». δ. δουλειά που διεκπεραιώνεται σε άνετο, υγιεινό και ευπρεπισμένο περιβάλλον: «οι τραπεζικοί έχουν απ’ τις πιο παστρικές δουλειές». ε. τεχνική εργασία που προτείνεται ή παραδίδεται σε κάποιον με μεθοδικότητα και με όλες τις σωστές προδιαγραφές: «χρόνια είχαν να μου παρουσιάσουν τόσο παστρική δουλειά»·
- πατώ δουλειά ή πατώ σκληρή δουλειά, εργάζομαι πολύ εντατικά, πολύ σκληρά: «όλη τη μέρα πατάει σκληρή δουλειά, γιατί έχει να θρέψει πέντε στόματα»·
- πάτωσε η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή τεχνική, δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη, βρίσκεται σε στασιμότητα: «απ’ τη μια οι απεργίες, απ’ την άλλη οι καταλήψεις, ήρθε και πάτωσε η δουλειά»·
- πεθαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πεθαμενατζίδικη δουλειά ή πεθαμενατζίδικες δουλειές, α. δουλειά που είναι επιφορτισμένη με την ταφή των νεκρών, το γραφείο κηδειών ή το γραφείο τελετών, όπως καθιερώθηκε να λέγεται από τη δεκαετία του 1960: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά, κι εδώ ταιριάζει απόλυτα αυτό που λένε, ο θάνατός σου η ζωή μου». β. επιχείρηση χωρίς διόλου προοπτική κέρδους ή εξέλιξης, που βρίσκεται σε πλήρη απραξία, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά κι έχει ταράξει τον κόσμο στα δανεικά». γ. βαρετή δουλειά, που δεν απαιτεί ενεργητικότητα, ευελιξία: «τι περιμένεις από άνθρωπο που έκανε τόσα χρόνια πεθαμενατζίδικη δουλειά, μπορεί να προκόψει στην αγορά;»·
- περπατά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «όταν υπάρχει εργασιακή και κοινωνική ηρεμία περπατά η δουλειά»·
- πεταμένη δουλειά, α. εργασία που έγινε άσκοπα ή που έγινε πολύ κακότεχνη: «τόση κούραση για πεταμένη δουλειά || τι πεταμένη δουλειά είναι αυτή που μου ’κανες;». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση εντελώς ασήμαντη, εντελώς ανάξια λόγου: «έχει μια πεταμένη δουλειά και μας κάνει το βιομήχανο»·
- πέφτει σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πέφτει σκυλίσια δουλειά·
- πέφτει σκυλίσια δουλειά, συνήθως η εργασία είναι πολύ σκληρή, γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «δε μένει κανείς για πολύ καιρό σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί πέφτει σκυλίσια δουλειά»·
- πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω εντατικά, αφοσιώνομαι στη δουλειά: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να ξεκουράσει τον πατέρα του»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις για να τελειώσω μια δουλειά: «είχε μια ποινική ρήτρα κι έπεσε μονός διπλός στη δουλειά για να την παραδώσει στην ημερομηνία που έπρεπε»·
- πήγε αμόντε η δουλειά, έγινε άδικα, ανώφελα: «τόσος κόπος για να την τελειώσω και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- πηδιέμαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πήζω απ’ τη δουλειά ή πήζω στη δουλειά, δουλεύω τόσο πολύ, έχω τόσο πολλή δουλειά, που μου προκαλεί ψυχική δυσφορία: «έχω τέτοια δουλειά, που το μισό χρόνο κάθομαι, αλλά τον άλλο μισό πήζω στη δουλειά»·
- πιάνω δουλειά, α. βρίσκω θέση εργασίας, αρχίζω να εργάζομαι: «είχε ένα γνωστό στο υπουργείο κι έπιασε δουλειά ως δασοφύλακας». β. ξεκινάω την ημερήσια εργασία μου: «κάθε μέρα πιάνω δουλειά στις εφτά το πρωί»·
- πιασάδικη δουλειά ή πιασάδικες δουλειές, βλ. φρ. πιασάρικη δουλειά·
- πιασάρικη δουλειά ή πιασάρικες δουλειές, α. δουλειά που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «ασχολείται μόνο με πιασάρικες δουλειές». β. δουλειά, ιδίως θέση εργασίας στο δημόσιο, όπου αυτός που την κατέχει είναι εκτεθειμένος στη δωροδοκία: «είναι σε μια πιασάρικη δουλειά στο υπουργείο συγκοινωνιών και μέσα σε δυο χρόνια έχει χτίσει ολόκληρη βίλα»·
- πλακώνομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πλακώνω τη δουλειά, ασχολούμαι μαζί της εντατικά: «μόλις πλάκωσα τη δουλειά, μέσα σε λίγες ώρες την είχα τελειώσει»·
- πλάκωσε δουλειά, α. παρατηρείται ιδιαίτερα αυξημένη εμπορική κίνηση: «σε μια περίοδο που κανονικά θα ’πρεπε να χτυπάμε μύγες, πλάκωσε δουλειά». β. παρατηρείται αιφνίδια αυξημένη προσέλευση πελατών σ’ ένα εμπορικό κατάστημα; «όλο το πρωί δεν είχε πατήσει άνθρωπος στο μαγαζί, προς το μεσημέρι όμως πλάκωσε δουλειά»·
- πληκτική δουλειά, βλ. φρ. ανιαρή δουλειά·
- πνίγεται στη δουλειά! ή πνίγηκε στη δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκοτώνεται στη δουλειά(!)·
- πνίγομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «κάθε καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, πνίγομαι στη δουλειά»·
- ποδαράτη δουλειά ή ποδαράτες δουλειές, βλ. φρ. δουλειά στο πόδι·
- πού γίνεται η δουλειά! ποιο είναι το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο παρουσιάζεται η δυσκολία, το εμπόδιο στη δουλειά ή στην υπόθεση που μου αναφέρεις: «μου μιλάς τόση ώρα για δυσκολίες και προβλήματα και δε μου ’πες ακόμα πού συγκεκριμένα γίνεται η δουλειά!»·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται από κάποιον συστηματικά: «πού θα πάει αυτή η δουλειά, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τριγυρνάς με τις παρδαλές στα μπουζούκια; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, κάθε μεσημέρι, την ώρα που θέλω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει αυτή η κατάσταση; / πού θα πάει αυτός ο χαβάς; / πού θα πάει η βαλίτσα(;)·        
- πού την πας τη δουλειά! ποιος είναι ο σκοπός σου, τι επιδιώκεις, μέχρι πού είσαι διατεθειμένος να φτάσεις: «πού την πας τη δουλειά και συμπεριφέρεσαι ξαφνικά με τόσο απαράδεκτο τρόπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το μπορείς να μου πεις·
- πούστικη δουλειά ή πούστικες δουλειές, α. εργασία ή υπόθεση που παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες και για το λόγο αυτό, δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «μπλέχτηκα χωρίς να το καταλάβω με μια πούστικη δουλειά και τόσο καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά ή υπόθεση που δε διακρίνεται για τη διαφάνειά της: «αν θέλεις να κάνουμε συνεταιρισμό, θα τα βάλουμε όλα επί τάπητος, γιατί δε μ’ αρέσουν οι πούστικες δουλειές». γ. υπόθεση ή κατάσταση που ενδέχεται να είναι επικίνδυνη, να εκθέσει δημοσίως αυτόν που συμμετέχει: «δεν μπλέκομαι σε πούστικες δουλειές, γιατί θέλω να ’χω το κεφάλι μου ήσυχο || δεν μπερδεύομαι με πούστικες δουλειές, γιατί έχω κακιά πείρα». δ. ύπουλη συμπεριφορά: «είμαστε χρόνια φίλοι και δεν περίμενα από σένα τέτοια πούστικη δουλειά»·
- πουτανιάρικη δουλειά ή πουτανιάρικες δουλειές, δουλειά που είναι στημένη με έξυπνο, με εντυπωσιακό τρόπο, που προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού, άσχετα αν αξίζει ή όχι: «είναι μάνα στο να στήνει πουτανιάρικες δουλειές»·
- πουτανίστικη δουλειά ή πουτανίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- πρόκοψε η δουλειά, εξελίχθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα και αποδίδει οικονομικά: «έβαλε όλα τα δυνατά του κι όλες τις γνώσεις του, ώσπου στο τέλος πρόκοψε η δουλειά»· βλ. και φρ. την πρόκοψε τη δουλειά(!)·
- πρόκοψε στη δουλειά, πέτυχε οικονομικά ή επαγγελματικά: «απ’ τη στιγμή που άφησε τις κακές παρέες, πρόκοψε στη δουλειά»·
- πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά, πρόλαβα λίγο πριν πραγματοποιηθεί κάτι τελεσίδικα, ιδίως κάτι κακό: «του την είχαν στημένη να υπογράψει ένα συμβόλαιο που δεν τον συνέφερε καθόλου, αλλά ευτυχώς πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά και γλίτωσε ο άνθρωπος»·
- πρόλαβα στο τσαφ τη δουλειά, βλ. φρ. πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά·
- προσεγμένη δουλειά ή προσεγμένες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με φροντίδα, προσοχή και υπευθυνότητα: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα στ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό γιατί κάνει προσεγμένη δουλειά»·
- πρόσεχε μην πάθεις τη δουλειά ή πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά ή πρόσεχε μην την πάθεις τη δουλειά, προτροπή σε κάποιον να είναι προσεκτικός σε κάποια ενέργειά του, για να μην πάθει κάποια σοβαρή ζημιά: «τον τελευταίο καιρό βλέπω πως κάνεις παρέα με κάτι αλήτες, γι’ αυτό, πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά». Το υπονοούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι να προσέχει να ην υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- προσωπική δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που ανήκει σε ένα μόνο άτομο ή αναφέρεται στην ιδιωτική του ζωή: «όλο αυτό το συγκρότημα είναι προσωπική δουλειά του τάδε || έχει μάθει να μη μπλέκεται στις προσωπικές δουλειές των άλλων»·
- προσωπική σου δουλειά, βλ. λ. δική σου δουλειά·
- πρόχειρη δουλειά ή πρόχειρες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που γίνεται βιαστικά και χωρίς σκέψη, η προχειροδουλειά: «διέκοψα κάθε συνεργασία μαζί του, γιατί μου παρέδιδε συνέχεια πρόχειρες δουλειές». β. δουλειά εμπορική ή τεχνική, που δεν αποσκοπεί στο κέρδος, αλλά στην προσωπική απασχόληση: «απ’ τον καιρό που βγήκε στη σύνταξη έστησε μια πρόχειρη δουλειά για να περνάει την ώρα του»·
- προχωράει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά, οδεύει προς το τέρμα της: «παρά τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, προχωράει η δουλειά || παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω με τους εργάτες, προχωράει η δουλειά»·
- προχωρώ τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω ομαλά, κανονικά: «παρά τη χρηματική στενότητα που αντιμετωπίζω, προχωρώ τη δουλειά, μη στενοχωριέσαι»·
- πώς πάει η δουλειά; ή πώς πάν’ οι δουλειές; ερώτηση ενδιαφέροντος από κάποιον για την πορεία της δουλειάς μας, των εργασιών μας. (Λαϊκό τραγούδι: γεια σας φίλοι, τι χαμπάρια, δε μου λέτε πώς περνάτε, πώς πηγαίνουν οι δουλειές σας, με τη φτώχεια πώς τα πάτε;
- πώς τη βλέπεις τη δουλειά; λέγεται με επιθετική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά: «πώς τη βλέπεις τη δουλειά; Αν θέλεις να πλακωθούμε στο ξύλο, πολύ ευχαρίστως»·
- πώς την είδες τη δουλειά; α. τι νομίζεις, τι φαντάζεσαι, ποια είναι η γνώμη σου για τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή για τη συγκεκριμένη υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που τον ξέρεις, απ’ αυτά που είπε πώς την είδες τη δουλειά, θα με βοηθήσει; || εσύ που τους ξέρεις καλά, πώς την είδες τη δουλειά; Θα ξαναγαπήσουν ή το πηγαίνουν για χωρισμό;». β. λέγεται και με απειλητική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται επιθετικά: «πώς την είδες τη δουλειά, νομίζεις πως σε φοβάμαι;»·
- πώς την ψάχνεις τη δουλειά; βλ. φρ. πώς τη βλέπεις τη δουλειά(;)·  
- ράβε ξύλωνε, δουλειά να μη σου λείπει, λέγεται γι’ αυτούς που επανέρχονται μάταια στην ίδια ασχολία·
- ραχατλίδικη δουλειά ή ραχατλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με απεριόριστη άνεση, που διεκπεραιώνεται χωρίς καθόλου βιασύνη ή χωρίς καθόλου πίεση: «κάθε βράδυ μας έρχεται ξεκούραστος, γιατί δουλεύει σε μια ραχατλίδικη δουλειά»·
- ρέβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- ρεγουλαρισμένη δουλειά, επιχείρηση που λειτουργεί ομαλά, χωρίς προβλήματα, που λειτουργεί απρόσκοπτα, ή εργασία σχεδιασμένη πάνω σε σωστές βάσεις και γι’ αυτό αποτελεσματική, αποδοτική, σταθερή: «όποτε θέλει, ταξιδεύει στο εξωτερικό, γιατί έχει μια ρεγουλαρισμένη δουλειά και δε φοβάται μήπως του δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα»·
- ρισκάρω τη δουλειά, τη διακινδυνεύω με κάποιο παράτολμο εγχείρημά μου: «οι  καιροί είναι δύσκολοι, γι’ αυτό δε ρισκάρω τη δουλειά με νέα ανοίγματα στην αγορά»·
- ρίχνει σκυλίσια δουλειά, δουλεύει πολύ σκληρά, δουλεύει μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όλη τη μέρα ρίχνει σκυλίσια δουλειά στα λατομεία για να θρέψει την οικογένειά του»·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- ρίχνω δουλειά ή ρίχνω σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πατώ δουλειά·
- ρίχνω έξω τη δουλειά ή ρίχνω τη δουλειά έξω, τη χρεοκοπώ: «είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έριξε έξω τη δουλειά»·
- ρίχνω λεφτά στη δουλειά, επενδύω χρήματα σε μια εργασία ή επιχείρηση: «αν δεν έριχνε λεφτά στη δουλειά ο φίλος του, θα χρεοκοπούσε»·
- ρίχνω όλο το βάρος μου στη δουλειά, ενεργοποιούμαι συστηματικά και εντατικά στη δουλειά: «πρέπει να μαζέψω ορισμένα χρήματα για το γάμο της κόρης μου, γι’ αυτό έριξα όλο το βάρος μου στη δουλειά»·
- ρίχνω πίσω τη δουλειά, την αναβάλλω, την καθυστερώ: «επειδή δεν του πλήρωσαν την προκαταβολή που συμφώνησαν, έριξε πίσω τη δουλειά»·
- ρολάρει η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται αργά, αλλά ομαλά: «στην αρχή είχε πολλά προβλήματα, αλλά τώρα άρχισε να ρολάρει η δουλειά»·
- ρουτινιάρικη δουλειά ή ρουτινιάρικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. δουλειά ρουτίνας·
- ρουφιάνα δουλειά, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- σακατεύομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σακουλεύομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- σαματατζίδικη δουλειά ή σαματατζίδικες δουλειές, α. δουλειά ή εργασία που κατά την εκτέλεσή της προκαλεί μεγάλο θόρυβο ή φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο και δεν μπορείς να φανταστείς τι τραβάω, γιατί δεν υπάρχει πιο σαματατζίδικη δουλειά!». β. δουλειά, ιδίως εμπορική, που έχει να κάνει με πολύ κόσμο: «αν δουλέψεις κι εσύ σε σούπερ μάρκετ, θα καταλάβεις πόσο σαματατζίδικη δουλειά είναι, ιδίως το Σάββατο»·
- σε δουλειά να βρισκόμαστε, α. ανώφελη απασχόληση, που δεν είναι αναγκαία, αλλά που γίνεται μόνο και μόνο να σκοτώνει κανείς την ώρα του: «άρχισα να βάφω πάλι τα κάγκελα της αυλής μου, σε δουλειά να βρισκόμαστε». β. λόγια, κουβεντολόι χωρίς ουσία, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, που γίνεται μόνο και μόνο για να περνάει η ώρα: «απορείς κι εσύ τι λέμε τόση ώρα, σε δουλειά να βρισκόμαστε». γ. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος υποχρεώνεται να κάνει κάτι που του είναι ανεπιθύμητο ή που το κρίνει ανώφελο: «μ’ έβαλε να ελέγξω για τρίτη φορά τα τιμολόγια, σε δουλειά να βρισκόμαστε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να ή το έτσι ή το μόνο και μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! βλ. φρ. σπουδαία δουλειά(!)·
- σιγουρεύω τη δουλειά, εξασφαλίζω μια δουλειά ή μια υπόθεση από τυχόν κινδύνους: «πριν υπογράψω το συμβόλαιο, το δίνω πρώτα στο δικηγόρο μου να το ελέγξει για να σιγουρέψω τη δουλειά»·
- σκάλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο ή κάποια δυσκολία κι έπαψε να εξελίσσεται προσωρινά: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες μου λείπουν πολλοί εργάτες, γι’ αυτό σκάλωσε η δουλειά»·
- σκαμπανεβάζει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει σταθερή εμπορική κίνηση, άλλοτε παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση και άλλοτε όχι: «δεν μπορώ να υπολογίσω σωστά τις παραγγελίες που πρέπει να κάνω, γιατί τον τελευταίο καιρό σκαμπανεβάζει η δουλειά»·
- σκάρτη δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε με προχειρότητα και για το λόγο αυτό είναι ελαττωματική: «αν έβλεπες τα σχέδια, ακόμη κι εσύ που είσαι άσχετος θα καταλάβαινες πόσο σκάρτη δουλειά είχε κάνει»·
- σκαρφίζομαι μια δουλειά, επινοώ, εφευρίσκω μια δουλειά: «κάθε τόσο σκαρφίζεται  και μια δουλειά για να τα κονομήσει»·
- σκαρώνω μια δουλειά, οργανώνω μια ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «έμαθα πως ο τάδε σκαρώνει μια δουλειά, που έχει καλή κονόμα».(Λαϊκό τραγούδι: δυο κουτσαβάκια πιάσανε στο καπηλειό του Ντάλα, γιατί σκαρώσανε δουλειές αχ, και πράματα μεγάλα)· βλ. και φρ. του σκαρώνω μια δουλειά ·
- σκατά δουλειά! ήταν ψέμα πως υπάρχει δουλειά, πως υπάρχει εργασία, ήταν ψεύτικη η υπόσχεση ή η διάδοση πως θα δοθούν θέσεις εργασίας: «η κυβέρνηση υποσχέθηκε νέες θέσεις εργασίας, αλλά μέχρι τώρα σκατά  δουλειά! || ήθελε να τα φτιάξει με την αδερφή μου και μου υποσχόταν μια θέση στο εργοστάσιό του, αλλά, όταν έφαγε απ’ αυτή τη χυλόπιτα, εγώ σκατά δουλειά!»·
- σκατατζίδικη δουλειά, δουλειά σχετική με τις εκκενώσεις βόθρων: «αφού γέμισε ο βόθρος του σπιτιού σου, θα βρεις κάποιον που έχει σκατατζίδικη δουλειά για να στον αδειάσει»·
- σκατένια δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά και, κατ’ επέκταση, πρόχειρα: «αν μου ξαναφέρεις τέτοια σκατένια δουλειά, θα στη φέρω στη μάπα». β. δουλειά, ιδίως τεχνική, που μας δημιουργεί πολλά δυσάρεστα προβλήματα: «έχει μπλέξει με μια σκατένια δουλειά και τραβάει τα μαλλιά του»·
- σκατιάρικη δουλειά, επιχείρηση ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει κι αυτός μια σκατιάρικη δουλειά και φαντάζεται πως είναι βιομήχανος»·
- σκάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε στασιμότητα και κατ’ επέκταση, απέτυχε: «δεν είχε το νου του στην επιχείρηση, γι’ αυτό σκάτωσε η δουλειά»·
- σκεπάζω τη δουλειά, αποσιωπώ, συγκαλύπτω ένοχη, επιλήψιμη ή παράνομη πράξη: «είναι τελευταία φορά που σκεπάζω τη δουλειά, γιατί στο εξής θα αναφέρω στη διεύθυνση κάθε παράβασή σου»·
- σκίζομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «έχω ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι σκίζομαι στη δουλειά»·
- σκιτζίδικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη, που έγινε με προχειρότητα, με αδεξιότητα: «δεν ξαναπατάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου κάνει συνέχεια σκιτζίδικη δουλειά»·
- σκληρή δουλειά, εργασία κοπιαστική, επίπονη: «είναι πολύ σκληρή δουλειά να δουλεύεις στα νταμάρια»·
- σκόνταψε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, συνάντησε κάποιο εμπόδιο, κάποια δυσκολία κι έπαψε προσωρινά  να εξελίσσεται: «θα ξεκινούσα αύριο με τα συνεργεία, αλλά σκόνταψε η δουλειά στην πολεοδομία»·
- σκόρπισε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε εντελώς, διαλύθηκε, χρεοκόπησε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του όλο στα γλέντια, σκόρπισε η δουλειά»·
- σκοτεινή δουλειά ή σκοτεινές δουλειές, εργασία ή υπόθεση ύποπτη, παράνομη: «κάνει σκοτεινές δουλειές και κανένας δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι || απ’ τη στιγμή που έχει επέμβει ο εισαγγελέας, θα πρέπει να είναι πολύ σκοτεινή δουλειά»·
- σκοτώνεται στη δουλειά! ή σκοτώθηκε στη δουλειά! ειρωνική έκφραση αμφισβήτησης σε άτομο που υποστηρίζει πως, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει πολύ δουλειά ή εργάζεται πάρα πολύ σκληρά: «ο τάδε δουλεύει απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. -Σκοτώνεται στη δουλειά! Εγώ, πάντως, τον βλέπω συνέχεια αραχτό στο μπαράκι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το ναι ρε ή το σιγά ρε·
- σκοτωμένη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που ανέλαβε να τη φέρει κάποιος σε πέρας έναντι μηδαμινής αμοιβής, έναντι ελάχιστου κέρδους: «πήρα μια σκοτωμένη δουλειά, μόνο και μόνο για να μην κάθεται το προσωπικό μου»·
- σκοτώνομαι στη δουλειά, κουράζομαι υπερβολικά στην τεχνική ή εμπορική δουλειά που κάνω, καταβάλλομαι, καταπονούμαι, είτε γιατί είναι πολύ κοπιαστική είτε γιατί υπάρχει τόση κίνηση, που εργάζομαι συνεχώς, γενικά εργάζομαι εξαντλητικά: «δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ κι όλη τη βδομάδα σκοτώνεται στη δουλειά || απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά, γιατί θέλει να ξεχρεώσει ένα διαμερισματάκι που αγόρασε»·
- σκυλίσια δουλειά, πολύ σκληρή δουλειά, που γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όποιος δε δούλεψε λιμενεργάτης, δεν μπορεί να καταλάβει τι πάει να πει σκυλίσια δουλειά»·
- σουτάρισε η δουλειά, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται, σουτάρισε η δουλειά»·
- σπάτσα η δουλειά, τέλειωσε η δουλειά, διεκπεραιώθηκε η υπόθεση: «τι έγινε με κείνο που σου ’χα αναθέσει; -Σπάτσα η δουλειά». Το σπάτσα, συγκοπή του ρ. σπατσάρω·
- σπατσάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω από τη δουλειά όπου εργάζομαι, σχολνώ: «θα ’ρθω να σε βρω κατά τις τέσσερις που σπατσάρω απ’ τη δουλειά»·
- σπατσάρω τη δουλειά, τελειώνω, περατώνω, διεκπεραιώνω μια εργασία ή μια υπόθεση: «σε δυο βδομάδες υπολογίζω να σπατσάρω τη δουλειά»·
- σπάω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σπέσιαλ δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση οργανωμένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, η οποία αμείβει ικανοποιητικά όλους όσοι απασχολούνται σε αυτή: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί δουλεύω σε μια σπέσιαλ δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που εντυπωσιάζει με την πληρότητα ή την αρτιότητά της, που είναι γενικά αποδεκτή: «μου παρέδωσε μια πολύ σπέσιαλ δουλειά»·
- σπιτικές δουλειές, βλ. φρ. δουλειές του σπιτιού·
- σπουδαία δουλειά! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που είναι να κουμαντάρεις ολόκληρο περίπτερο; -Σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ κι άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά! (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία τα λάχανα / σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα(!)·
- σπουδαία δουλειά, βλ. συνηθέστ. σπέσιαλ δουλειά·
- σταμάτησε η δουλειά, έπαψε να προοδεύει, να εξελίσσεται, βρίσκεται σε στασιμότητα για διάφορους λόγους: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν λεφτά σταμάτησε η δουλειά || μετά την κατάληψη του εργοστασίου απ’ τους εργάτες, σταμάτησε η δουλειά»·
- σταματώ απ’ τη δουλειά, διακόπτω την εργασία μου μετά από τη συμπλήρωση του εργασιακού ωραρίου: «κάθε μέρα σταματώ απ’ τη δουλειά μου στις τέσσερις τ’ απόγευμα»·
- σταματώ τη δουλειά, για διάφορους λόγους διακόπτω προσωρινά την εργασία που έχω αναλάβει: «επειδή δε μου ’δινε λεφτά ν’ αγοράσω τα υλικά, σταμάτησα τη δουλειά και θα τη συνεχίσω αργότερα»·
- σταντάρω τη δουλειά, α. επιβεβαιώνω τους όρους συμφωνίας της, τη σιγουρεύω: «αν δε σταντάρω πρώτα τη δουλειά, δεν αρχίζω καμιά εργασία». β. υπολογίζω προσεχτικά τις δυσκολίες ή τις ιδιαιτερότητες που τυχόν έχει: «έχει μαζέψει τους συμβούλους του και σταντάρει τη δουλειά που του έχουν προτείνει»·
- στενάχωρη δουλειά, δουλειά ή εργασία που προκαλεί στενοχώρια: «οπωσδήποτε η δουλειά σ’ ένα γραφείο κηδειών είναι στενάχωρη δουλειά»·
- στήνω μια δουλειά, βλ. φρ. μοντάρω μια δουλειά· βλ. και φρ. του στήνω μια δουλειά·
- στραβώνομαι απ’ τη δουλειά ή στραβώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι με εργασία, ιδίως χειροτεχνική, που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς, ή ασχολούμαι με εργασία κάτω από όχι ικανοποιητικό φωτισμό, πράγμα που δημιουργεί σοβαρή κούραση στα μάτια μου: «είναι μοδίστρα και όλη μέρα στραβώνεται στη δουλειά || στραβώθηκα απ’ τη δουλειά που κάνω, γιατί στο τούνελ που δουλεύω χρησιμοποιούμε για φωτισμό γκαζόλαμπες»·
- στράβωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο και άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα: «πώς να μη στραβώσει η δουλειά μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται κάθε μέρα!»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά, αναγκάζομαι να δουλέψω εντατικά ή δουλεύω εντατικά: «επειδή είχε πολλές παραγγελίες, στριμώχτηκε στη δουλειά για να προλάβει να τις παραδώσει όλες || δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ και ειδικά κάθε Σάββατο στριμώχνεται στη δουλειά»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά μου, αντιμετωπίζω προβλήματα, ιδίως οικονομικά: «μην του ζητήσεις δανεικά, γιατί, απ’ ότι ξέρω, τον τελευταίο καιρό στριμώχνεται στη δουλειά του»·
- στρωμένη δουλειά, βλ. φρ. βρήκε στρωμένη δουλειά·
- στρώνομαι στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω ή να ασχολούμαι με κάτι συστηματικά και μεθοδικά: «στρώθηκε στη δουλειά για να ξεχρεώσει τ’ αυτοκίνητο που πήρε || μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, στρώθηκε στη δουλειά για ν’ αγοράσει αυτοκίνητο»·
- στρώνω τη δουλειά, κάνω τις ενδεδειγμένες ενέργειες για να φέρω μια δουλειά ή μια επιχείρηση σε ομαλή εξέλιξη ή λειτουργία: «επειδή είναι ειδικός στην οργάνωση επιχειρήσεων, του ανέθεσαν να στρώσει τη δουλειά»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. φρ. στρώνομαι στη δουλειά·
- στρωτή δουλειά, εμπορική κυρίως επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «αλίμονο από μας, γιατί αυτός έχει στρωτή δουλειά και δεν έχει σκοτούρες στο κεφάλι του»·
- συγκεντρώνομαι στη δουλειά, αφοσιώνομαι απερίσπαστος στη δουλειά που κάνω: «όταν συγκεντρώνεται στη δουλειά, δε σηκώνει κεφάλι, ο κόσμος να χαλάσει!»·
- συμμαζεμένη δουλειά, βλ. φρ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- σωστή δουλειά ή σωστές δουλειές, α. επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τις σωστές προδιαγραφές: «μπορεί να μην είναι μεγάλη επιχείρηση, αλλά είναι σωστή δουλειά || τώρα μάλιστα, μου ’κανες σωστή δουλειά, κι όχι όπως την άλλη φορά, που ήταν για πέταμα ». β. δουλειά ή υπόθεση που συζητήθηκε ή συμφωνήθηκε με ειλικρίνεια και με διαφανείς διαδικασίες: «αν θέλεις να συνεργαστούμε, θα κάνουμε σωστές δουλειές για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο»·
- τα καταφέρνω στη δουλειά, καταφέρνω και αντεπεξέρχομαι στις απαιτήσεις της δουλειάς με την οποία ασχολούμαι: «παρόλο που είναι καινούριος, τα καταφέρνει στη δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. ακολουθεί το μια χαρά και πιο σπάνια η φρ. κλείνει με το μια χαρά ·
- τα μυστικά της δουλειάς, η γνώση γύρω από μια δουλειά, τέχνη ή επάγγελμα, που δεν πρέπει να γίνεται γνωστή, ιδίως στους ανταγωνιστές: «δε θα σου πω πώς ακριβώς το κάνω, γιατί είναι τα μυστικά της δουλειάς»·
- τα ρούχα της δουλειάς, τα ρούχα που φορούν οι εργάτες, οι μηχανικοί αυτοκινήτων και άλλοι που ασχολούνται σε χειρονακτικές εργασίες: «τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάσπες || τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάδια». (Λαϊκό τραγούδι: δε θαμπώνομαι, χρυσάφια κι αν φοράς, κι ας με βλέπεις με τα ρούχα της δουλειάς, ας είν’ καλά τα μπράτσα μου, η λεβεντιά, τα νιάτα μου
- τα στάνταρ της δουλειάς, τα σταθερά, τα σίγουρα, τα συνηθισμένα που χρειάζονται σε μια δουλειά ή εργασία: «δεν μπορώ να σου βγάλω κοστολόγιο, αν δεν έχω τα στάνταρ της δουλειάς»·
- τα τυχερά της δουλειάς, διάφορα επιπλέον ωφελήματα κάποιου από τη δουλειά του, το επάγγελμά του, ιδίως αυτά που έχουν σχέση με τη γυναίκα ή τα ερωτικά: «δουλεύει σ’ ένα ξενοδοχείο και κάθε τόσο βγάζει καινούρια γκόμενα. Τα τυχερά της δουλειάς, βλέπεις». Συνών. τα τυχερά του επαγγέλματος·
- τέλεια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη, όρεξη και μεράκι: «αυτός ο μηχανικός σου παραδίδει πάντοτε τέλεια δουλειά»·
- τελειωμένη δουλειά, υπόθεση που συμφωνήθηκε, που διεκπεραιώθηκε ή που είναι σίγουρο πως θα ολοκληρωθεί: «αφού είναι τελειωμένη δουλειά, ας δώσουμε τα χέρια || απ’ αυτή τη στιγμή δε θέλω να στενοχωριέσαι και πες πως είναι τελειωμένη δουλειά αυτό που σ’ ενδιαφέρει»·
- τελμάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε αδιέξοδο, σε στασιμότητα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες τελμάτωσε η δουλειά»·
- τεμπέλικη δουλειά, δουλειά ξεκούραστη και χωρίς ευθύνες: «ένα κομματόσκυλο του κερατά ήταν και το κόμμα τον έβαλε σ’ αυτή την τεμπέλικη δουλειά, για να εξαργυρώσει τις αφίσες που είχε κολλήσει μέχρι τώρα»·
- τεχνητή δουλειά, υπόθεση που διαμορφώθηκε επιτήδεια, έξυπνα, με σκοπό να εξαπατήσει κάποιον: «όλος αυτός ο θόρυβος για την υποτίμηση δήθεν της δραχμής είναι τεχνητή δουλειά των κερδοσκόπων»·
- τεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως κατασκευαστική ή επιδιορθωτική, που έγινε με μεράκι και τέχνη: «ο μηχανικός έκανε τεχνική δουλειά στο τρακαρισμένο αυτοκίνητο». β. δουλειά που διεκπεραιώνεται από τεχνικό γραφείο: «ανέθεσε την τεχνική δουλειά σ’ ένα αρχιτεκτονικό γραφείο κι αυτός ανέλαβε όλες τις άλλες»·
- τζάμπα δουλειά, που έγινε χωρίς να αποφέρει κάποιο κέρδος ή όφελος, που έγινε μάταια ή που έγινε δωρεάν: «εγώ δεν κάνω ποτέ τζάμπα δουλειά»·
- τζαμπατζίδικη δουλειά ή τζαμπατζίδικες δουλειές, βλ. φρ. τζάμπα δουλειά·
- τζαναμπέτικη δουλειά ή τζαναμπέτικες δουλειές, εργασία, τεχνική ή κατασκευαστική, ή υπόθεση που έχει ή δημιουργεί πολλά προβλήματα, πολλές δυσκολίες: «έμπλεξα με μια τζαναμπέτικη δουλειά και δεν ξέρω πώς και πότε θα την τελειώσω»·
- τζίφος η δουλειά, (γενικά) η υπόθεση ή η δουλειά απέτυχε: «μας είχε υποσχεθεί πως θα έβαζε την υπογραφή του για να πάρουμε το δάνειο, αλλά την τελευταία στιγμή μετάνιωσε και τζίφος η δουλειά»·
- τη βρήκαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη μάθαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε απ’ τη δουλειά, έφυγε χωρίς άδεια από τη δουλειά του: «έχει προβλήματα με τ’ αφεντικό του, γιατί χτες τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά και τον πήρε χαμπάρι»·
- τη σκαπούλαρε τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε τη δουλειά, α. γλίτωσε από κάποιο κίνδυνο: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα χαντάκι, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά με μερικές γρατζουνιές». β. γλίτωσε από κάποια ανεπιθύμητη εργασία που ήθελε να του αναθέσει κάποιος: «ήθελε ο διευθυντής να του δώσει να ενημερώσει το βιβλίο ταμείου, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά, γιατί αναβλήθηκε ο έλεγχος»·
- τη σκάτωσα τη δουλειά, την οδήγησα σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «επιχείρησα να εφαρμόσω νέες μεθόδους και τη σκάτωσα τη δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια απ’ τη δουλειά, δεν πήγα, την έκανα κοπάνα: «την Κυριακή το βράδυ έγινα τύφλα στο μεθύσι, γι’ αυτό τη Δευτέρα την έκανα λαμόγια απ’ τη  δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια τη δουλειά, ανέλαβα μια εργασία με όχι διαφανείς διαδικασίες: «είχα ένα φίλο βουλευτή και την έκανα λαμόγια τη δουλειά»·
- (την) έκλεισα τη δουλειά, α. τη συμφώνησα: «μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις την έκλεισα τη δουλειά». β. τη χρεοκόπησα: «είχα πολύ κακή διαχείριση, γι’ αυτό την έκλεισα τη δουλειά». γ. έθεσα εκτός λειτουργίας μια επιχείρηση, ανέστειλα οριστικά τη λειτουργία μιας επιχείρησης: «απ’ τη στιγμή που δεν παρουσίαζε το παραμικρό κέρδος, την έκλεισα τη δουλειά»·
- την έπαθε τη δουλειά, α. εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε: «δεν άκουγε τις συμβουλές μου να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα και την έπαθε τη δουλειά». β. (για γυναίκες) υπέστη τη σεξουαλική πράξη: «πίστεψε πως την αγαπούσε κι ένα βράδυ την έπαθε τη δουλειά»·
- την έψησα τη δουλειά, πέτυχα να την αναλάβω: «έκανα σκληρές διαπραγματεύσεις αλλά στο τέλος την έψησα τη δουλειά»·
- την έψησαν τη δουλειά, συμφώνησαν μια δουλειά ή μια υπόθεση στα κρυφά, χωρίς διαφανείς διαδικασίες: «μην ενδιαφέρεσαι άλλο για κείνη την εργολαβία, γιατί την έψησαν τη δουλειά οι κομματικοί παρατρεχάμενοι»·
- την κάνει τη δουλειά, (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «απ’ ό,τι ξέρω, την κάνει τη δουλειά από μικρό παιδί»·
- την κάνει τη δουλειά του (της), βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του (της)·
- την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι, κάνει μια δουλειά παρά τη θέλησή του, χωρίς όρεξη, σαν να κάνει αγγαρεία: «όταν του βάζουν να κάνει κάτι με το ζόρι, την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι»·
- την πήδηξα τη δουλειά, γλίτωσα από κάποιον κίνδυνο που είχε διαγραφεί: «το φορτηγό ερχόταν ίσια επάνω μου, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή έκανα ένα ζιγκ ζαγκ και την πήδηξα τη δουλειά»·
- την πρόκοψε τη δουλειά! (ειρωνικά) την οδήγησε σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, την πρόκοψε τη δουλειά! || μια φορά είπα κι εγώ να του αναθέσω μια υπόθεση και την πρόκοψε τη δουλειά!»·
- την τρέχω τη δουλειά, δουλεύω εντατικά για να τελειώσω: «επειδή πλησιάζει η προθεσμία παράδοσης, την τρέχω τη δουλειά»·
- την τσίτωσε τη δουλειά, πέθανε, σκοτώθηκε: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητο του πάνω σ’ ένα τοίχο και την τσίτωσε τη δουλειά»·
- την τσόλιασε τη δουλειά, κουκούλωσε, σκέπασε μια δουλειά ή μια υπόθεση που ήταν παράνομη: «τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να κλέβει, αλλά την τσόλιασε τη δουλειά ο θείος του ο βουλευτής και τη γλίτωσε»·
- της τη σκάρωσα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- της την έκανα τη δουλειά, (για γυναίκες) την ξεγέλασα και κατάφερα να της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «από δω την είχα, από κει την είχα, στο τέλος της την έκανα τη δουλειά»·
- της την έφτιαξα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- τι δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- τι δουλειά έχει! ή τι δουλειά έχει να κάνει! δεν υπάρχει απολύτως καμιά σχέση: «τι δουλειά έχει να κάνει αυτό που λέω ’γω μ’ αυτό που λες εσύ!»·
- τι δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; ή τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; λέγεται στην περίπτωση που πάμε να συγκρίνουμε μεταξύ τους δυο εντελώς ανόμοια πράγματα·
- τι δουλειά έχεις εδώ; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου σε αυτό το χώρο που βρισκόμαστε; Όταν λέγεται υπό τύπον ελέγχου, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για πες μου·
- τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν; τι είδους δοσοληψίες έχεις μαζί του, ποιος είναι ο λόγος που τον συναναστρέφεσαι; Λέγεται συνήθως με επιθετική ή επιτιμητική διάθεση: «τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν που δεν έχει ούτε κοινωνική ούτε επαγγελματική σχέση μαζί σου;»·
- τι δουλειά έχεις να..., βλ. φρ. δεν είναι δουλειά σου να(...)·
- τι δουλειά έχω εγώ, βλ. συνηθέστ. δεν έχω καμιά δουλειά εγώ·
- τι δουλειά κάνεις; ποιες είναι οι επαγγελματικές σου δραστηριότητες, ποιο είναι το επάγγελμα που ασκείς(;): «εγώ είμαι δικηγόρος, εσύ τι δουλειά κάνεις;»·
- τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά κι αυτή(!)·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, α. χρεοκοπώ μια επιχείρηση: «με τα ανοίγματα που έκανε, τίναξε τη δουλειά στον αέρα». β. φέρνω σε αδιέξοδο μια υπόθεση, γίνομαι αιτία να διαλυθεί μια συμφωνία: «είχε παράλογες απαιτήσεις και τίναξε τη δουλειά στον αέρα»·
- το ρίχνω στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με τη δουλειά, με την εργασία: «αποφάσισε ν’ αγοράσει αυτοκίνητο και το ’ριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. τον ρίχνω στη δουλειά ·
- το στρώνω στη δουλειά, βλ. φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον αλαλιάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον βάζω σε μια δουλειά, μεσολαβώ για να βρει εργασία ή τον διορίζω σε κάποια θέση εργασίας: «μόλις απολυθεί ο γιος σου απ’ το στρατό, έχω τον τρόπο να τον βάλω σε μια δουλειά»·
- τον έχω πνιγμένο στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον ζουρλαίνω στη δουλειά,, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ζώνω στη δουλειά, τον εξαναγκάζω, τον υποχρεώνω να εργαστεί: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον έζωσε στη δουλειά»·
- τον κόβω απ’ τη δουλειά, τον απολύω: «επειδή όλη μέρα έκανε κοπάνα, τον έκοψα κι εγώ απ’ τη δουλειά»· βλ. και φρ. του κόβω τη δουλειά·
- τον κόβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ματώνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεθεώνω στη δουλειά,, βλ. φρ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεκάνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·    
- τον ξετινάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·   
- τον πεθαίνω στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, εξοντωτικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον πέθανε στη δουλειά»·
- τον πήδηξα στη δουλειά, του ανέθεσα τόσο δύσκολη ή τόσο κοπιαστική εργασία, που τον εξάντλησα: «σε σένα μπορεί να μην είχε όρεξη να δουλέψει, αλλά μόλις ήρθε στο πόστο μου, τον πήδηξα στη δουλειά»·
- τον πλακώνω στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον πνίγω στη δουλειά, του δίνω πάρα πολλή δουλειά είτε ως φίλος ή πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή παραπονιόταν πως είχε κεσάτια, τον έπνιξα στη δουλειά || τον έπνιξε στη δουλειά τ’ αφεντικό και δεν μπορούσε να φύγει, αν δε την τελείωνε»·
- τον ρίχνω στη δουλειά, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ, ιδίως σε κάποια συμφωνία: «πήγε μεθυσμένος να υπογράψει τα συμβόλαια κι ο άλλος τον έριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον σακατεύω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σαπίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σκοτώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σταματώ απ’ τη δουλειά μου, τον παύω, τον απολύω: «έκανε συνέχεια κοπάνα, γι’ αυτό τον σταμάτησα απ’ τη δουλειά»·
- τον στέλνω στη δουλειά του, (ειρωνικά) τον διώχνω, τον απομακρύνω, αφού προηγουμένως τον έχω ξεγελάσει, τον εξαπάτησα: «του ’φαγαν όλα τα λεφτά στα ζάρια κι ύστερα τον έστειλαν στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, του καημένου του Σωτήρη άιντε, του τη σκάσαν στο γεφύρι, και του πήραν τα λεφτά του και τον στείλαν στη δουλειά του
- τον στριμώχνω στη δουλειά, τον αναγκάζω, τον υποχρεώνω να δουλέψει: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον στρίμωξε στη δουλειά»·
- τον στρώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον στριμώχνω στη δουλειά·
- τον ταράζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τεζάρω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρελαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρόμαξε  η δουλειά, είναι εξαιρετικά εργατικός, είναι πολύ δουλευταράς: «απ’ τη στιγμή που αποφάσισε να δουλέψει, τον τρόμαξε η δουλειά»·
- τον τσακίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον φοβήθηκε η δουλειά, βλ. φρ. τον τρόμαξε  η δουλειά·
- τον φορτώνω με δουλειά ή του φορτώνω δουλειά, δίνω σε κάποιον να διεκπεραιώσει πολλή εργασία, ιδίως τεχνική είτε ως πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή κλαιγόταν πως δεν είχε δουλειά, τον φόρτωσα με δουλειά για δυο μήνες»· βλ. και φρ. του φορτώνω τη δουλειά·
- του αλλάζω τα πετρέλαια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα πρέκια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα ράμματα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, τον εξουθενώνω στη δουλειά: «απ’ τη μέρα που τον πήρα βοηθό μου, του άλλαξα τα φώτα στη δουλειά»·
- του αλλάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω το Χριστό στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τη μάνα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον Ανανία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του ’κανα τη δουλειά ή του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού πήγαινε να μου κάνει τον πονηρό, του την έκανα κι εγώ τη δουλειά και θα με θυμάται χρόνια»· βλ. και φρ. της την έκανα τη δουλειά·
- του καταφέρνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του κόβω τη δουλειά, α. του αφαιρώ, του παίρνω μέρος από τη δουλειά του, ιδίως ως ανταγωνιστής: «απ’ τη μέρα που έριξε κι ο άλλος παρόμοιο είδος στην αγορά, του ’κοψε τη δουλειά». β. εμποδίζω την ομαλή εξέλιξη της εργασίας κάποιου: «κάθε φορά που βάζει το καροτσάκι του μπροστά στη βιτρίνα του τάδε, οι πελάτες δεν μπορούν να δουν το εμπόρευμα και του κόβει τη δουλειά»·
- του παίζω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πατώ μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πάω πίσω τη δουλειά, βλ. φρ. του ρίχνω πίσω τη δουλειά·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του ρίχνω πίσω τη δουλειά, καθυστερώ τη δουλειά που μου είχε παραγγείλει κάποιος: «επειδή δε μου πλήρωσε τη δεύτερη δόση, του ’ριξα πίσω τη δουλειά»·
- του σκαρώνω μια δουλειά, δημιουργώ φάρσα ή δυσάρεστη κατάσταση σε βάρος του: «του σκάρωσαν μια δουλειά, που γέλασε μαζί του και το παρδαλό κατσίκι»·
- του σκάρωσα τη δουλειά ή του τη σκάρωσα τη δουλειά, τον κορόιδεψα, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, του τη σκάρωσα τη δουλειά με τον τρόπο μου και τώρα το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- του στήνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του τελειώνω τη δουλειά, μεσολαβώ για να διεκπεραιωθεί κάποια υπόθεσή του: «μόλις του τελειώσω τη δουλειά που του υποσχέθηκα, θ’ ασχοληθώ και με το δικό σου πρόβλημα»·
- του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα, του δημιούργησα πρόβλημα: «ήθελε να περνιέται πιο μάγκας από μένα, μέχρι που του την έκανα τη δουλειά και τώρα, όταν με βλέπει, αλλάζει δρόμο || αφού πάντα με κατηγορεί, του την έκανα τη δουλειά και τον κάρφωσα στο διευθυντή για τις κοπάνες που κάνει»·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενώ ήταν εντελώς σίγουρος πως θα την αναλάβει την, ανέλαβα εγώ: «την τελευταία στιγμή κι ενώ δεν το περίμενε, μειοδότησα και του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά»·
- του ’φαγα τη δουλειά, ενώ ήταν να την αναλάβει, την ανέλαβα εγώ: «ήμουν πιο συγκροτημένος απ’ τον ανταγωνιστή μου, γι’ αυτό και του ’φαγα τη δουλειά»·
- του ’φτιαξα τη δουλειά ή του την έφτιαξα τη δουλειά, βλ. φρ. του ’κανα τη δουλειά·
- του φορτώνω τη δουλειά, α. τον ενοχοποιώ για παράνομη πράξη, χωρίς να είναι ο ίδιος υπεύθυνος: «έπρεπε να καλύψουν στα γρήγορα τη ζημιά, γι’ αυτό βρήκαν τον κακομοίρη τον υπάλληλο και του φόρτωσαν τη δουλειά, κι έτσι βγήκαν αυτοί λάδι». β. αναθέτω σε κάποιον να διεκπεραιώσει τη δουλειά που έχω: «το ’χει βρει ο δικός σου το κόλπο, φορτώνει τη δουλειά στη γυναίκα του κι αυτός γυρνάει και το παίζει γκόμενος»·
- του φτιάχνω μια δουλειά, βλ. φρ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- τράβα δουλειά σου! ή τράβα στη δουλειά σου! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: άντε, τράβα στη δουλειά σου, να μην έβρεις τον μπελά σου, και αν είσαι παλικάρι, τράβα κάνε μου τη χάρη
- τραβάει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- τραβάει σκυλίσια δουλειά, βλ. φρ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- τραβιέμαι απ’ τη δουλειά, α. παύω να συμμετέχω, αποχωρώ: «εμένα μη με υπολογίζετε, γιατί τραβιέμαι απ’ τη δουλειά». β. (γενικά) βγαίνω στη σύνταξη: «είναι δυο χρόνια τώρα που τραβήχτηκε απ’ τη δουλειά»·
- τραβιέμαι με μια δουλειά, αγωνίζομαι να φέρω σε πέρας μια εργασία ή μια υπόθεση, που μου παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα ή δυσκολίες: «εδώ και τρεις μήνες τραβιέμαι με μια δουλειά και δεν μπορώ ακόμα να την τελειώσω»·
- τραβώ για τη δουλειά μου ή τραβώ στη δουλειά μου, πηγαίνω στη δουλειά μου: «σηκώθηκε πολύ πρωί και τράβηξε για τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: παιχνιδιάρα μου, τρελαίνομαι, ζαλίζομαι, με τα νάζια σου, ξανθιά, πώς ξεμυαλίζομαι σαν τραβώ για τη δουλειά μου κάνουν στράκες τα μυαλά μου
- τρελαίνομαι με τη δουλειά, είμαι πολύ εργατικός, δε λέω ποτέ όχι, όταν πρόκειται για δουλειά: «ότι δουλειά και να κάνω, δεν κουράζομαι καθόλου, γιατί τρελαίνομαι με τη δουλειά»·
- τρελαίνομαι στη δουλειά, έχω ασταμάτητη δουλειά, τόσο, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «κάθε καλοκαίρι στο νησί, με τους τουρίστες που έρχονται, τρελαίνομαι στη δουλειά»·
- τρέναρε η δουλειά ή τρενάρισε η δουλειά, η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστέρησε για κάποιο λόγο ανεξάρτητο από τη θέλησή μας: «είχα δυο τρεις απανωτές απεργίες, γι’ αυτό τρενάρισε η δουλειά»·
- τρενάρω τη δουλειά, την καθυστερώ σκόπιμα: «αφού δε με πληρώνει τις δόσεις που συμφωνήσαμε, τρενάρω κι εγώ τη δουλειά»·
- τρέχει η δουλειά, α. εξελίσσεται γρήγορα χωρίς προβλήματα ή εμπόδια: «παρά την κοινωνική αναταραχή που υπήρξε τους τελευταίους μήνες, έτρεξε η δουλειά και την τελείωσα στην ώρα της». β. υπάρχει ικανοποιητική δουλειά, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «μετά από μια προσωρινή κάμψη άρχισε πάλι να τρέχει η δουλειά»·
- τρίφτηκε στη δουλειά, γνωρίζει τα μυστικά μιας εργασίας, γιατί ασχολείται με αυτή πολύ καιρό: «του έχω μεγάλη εμπιστοσύνη και του αναθέτω συνέχεια τα δύσκολα, γιατί τρίφτηκε στη δουλειά από μικρός»·
- τρομερή δουλειά, βλ. φρ. φοβερή δουλειά·
- τρυπώνω σε μια δουλειά, βρίσκω τον τρόπο να βρω θέση εργασίας, βολεύομαι σε μια δουλειά: «μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε και τρύπωσε σε μια δουλειά»·
- τσακίζομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- τσάκισε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, αντιμετωπίζει στη συνέχεια τόσο σοβαρές δυσκολίες, που κινδυνεύει να αποτύχει: «ενώ ήταν έτοιμος να υπογράψει το συμβόλαιο, κάποιος του σφύριξε για τις παγίδες που έκρυβε, κι έτσι τσάκισε η δουλειά, γιατί θέλησε να το ξανασκεφτεί»·
- τσακίσου στη δουλειά! (προτρεπτικά ή απειλητικά) πήγαινε να δουλέψεις, γύρνα στη θέση εργασίας σου. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπρος κι άλλες φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το γρήγορα·
- τσαπατσούλικη δουλειά ή τσαπατσούλικες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε πολύ βιαστικά, με μεγάλη προχειρότητα: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει, μου ’κανε πολύ τσαπατσούλικη δουλειά». β. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από βιασύνη και προχειρότητα: «πάνω στον ενθουσιασμό του κάνει τσαπατσούλικες δουλειές»·
- τσιρικιτζίδικη δουλειά ή τσιρικιτζίδικες δουλειές, ψιλοδουλειές, μικροδουλειές νόμιμες ή παράνομες: «είναι σοβαρός επιχειρηματίας και δεν καταπιάνεται με τσιρικιτζίδικες δουλειές»·
- τσίφτικη δουλειά ή τσίφτικες δουλειές, εργασία, ιδίως κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι, ή εμπορική επιχείρηση που αποδίδει ικανοποιητικά: «έχω γνωρίσει ένα μηχανικό που κάνει πολύ τσίφτικη δουλειά»·
- τσορμπατζίδικη δουλειά ή τσορμπατζίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση ή εμπορική συναλλαγή που αποφέρει μεγάλο κέρδος: «ασχολείται μόνο με τσορμπατζίδικες δουλειές»·
- τσουλάει η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική εξελίσσεται, αργά αλλά ομαλά: «πιο καλά να τσουλάει η δουλειά παρά να μην ξέρεις τι σου γίνεται»·
- φάβα η δουλειά, εργασία που δε μας δόθηκε, ενώ μας την είχε υποσχεθεί κάποιος: «είχα έτοιμο συνεργείο για ν’ αρχίσει να δουλεύει, όμως την τελευταία στιγμή αποδείχθηκε φάβα η δουλειά»·
- φαλίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «με τις απανωτές απεργίες τον τελευταίο καιρό, φαλίρισε η δουλειά»·
- φαλίρω τη δουλειά, τη χρεοκοπώ: «είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις και φαλίρισε τη δουλειά»·
- φασαριόζικη δουλειά ή φασαριόζικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. φασαρτζίδικη δουλειά·
- φασαρτζίδικη δουλειά ή φασαρτζίδικες δουλειές, που κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της δημιουργεί φασαρία ή θόρυβο ή που εξαιτίας της δημιουργείται θόρυβος ή παρατηρείται αναστάτωση: «δουλεύει σ’ ένα μηχανουργείο και κάθε μέρα είναι με πονοκέφαλο, γιατί είναι πολύ φασαρτζίδικη δουλειά»·
- φιάσκο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε παταγωδώς, χρεοκόπησε: «ξεκίνησα με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά στην πορεία συνάντησα τόσο απρόσμενες δυσκολίες, που στο τέλος φιάσκο η δουλειά»·
- φλομώνω στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, ζαλίζομαι από την πολλή δουλειά: «στην περίοδο των γιορτών, φλόμωσα στη δουλειά»·
- φλούδα η δουλειά, η προσπάθεια ή η υπόθεση δεν είχε αίσιο τέλος: «θέλησα να μεσολαβήσω για να τους μονοιάσω, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί κι οι δυο τους είναι αγύριστα κεφάλια || είπα να μαζέψω όλους τους παλιόφιλους να θυμηθούμε τα παλιά, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί ο καθένας είχε τα προβλήματά του»·
- φοβερή δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική, δουλειά εμπορική ή άλλη επιχείρηση που είναι μεγάλη και ισχυρή τόσο από άποψη υποδομής όσο και από άποψη κέρδους: «του άφησε ο πατέρας του μια φοβερή δουλειά, που, ό,τι και να γίνει, δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει»·
- φόρτσα δουλειά, δουλειά εντατική και κουραστική: «όλη τη βδομάδα είχαμε φόρτσα δουλειά»·
- φορτσάρω τη δουλειά, αρχίζω να την προχωρώ εντατικά: «αναγκάστηκε να φορτσάρει τη δουλειά τελευταία στιγμή, γιατί το ’χε ρίξει πολύ έξω και θα καθυστερούσε»·
- φορτώνομαι δουλειά ή φορτώνομαι με δουλειά, αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας πολλές διαφορετικές εργασίες, ιδίως τεχνικές: «δε φορτώνομαι άλλη δουλειά, γιατί θέλω να τελειώσω πρώτα αυτές που έχω αναλάβει»·
- φορτώνομαι τη δουλειά, α. αναλαμβάνω να τη φέρω σε πέρας: «κάθε φορά που σταυρώνει τα χέρια, φορτώνομαι τη δουλειά για να μην εκτεθεί». β. ενοχοποιούμαι ή δέχομαι να ενοχοποιηθώ: «για να μην τον διώξουν απ’ το εργοστάσιο για το λάθος που έκανε, φορτώθηκα τη δουλειά, μια κι είχα τη συμπάθεια του διευθυντή μας»·
- φορτώνω τη δουλειά στον κόκορα, δεν ασχολούμαι με τη δουλειά που έχω αναλάβει να φέρω σε πέρας, τεμπελιάζω: «δεν ξέρω τι να υποθέσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τη μια φορτώνει τη δουλειά στον κόκορα και την άλλη πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά»·
- φουλάρω από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «το καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, φουλάρω από δουλειά»·
- φουντάρω τη δουλειά, ρίχνω έξω μια επιχείρηση, τη χρεοκοπώ: «φουντάρισε τη δουλειά, γιατί είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και τις διασκεδάσεις»·
- φουριόζικη δουλειά ή φουριόζικες δουλειές, οτιδήποτε γίνεται με φούρια, με πίεση, με βιασύνη: «όλες οι φουριόζικες δουλειές παρουσιάζουν προβλήματα»·
- φράκαρα από δουλειά ή φρακάρισα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη διεκπεραιώσω: «τις γιορτές είχε τέτοια κίνηση, που φράκαρα από δουλειά»·
- φράκαρε η δουλειά ή φρακάρισε η δουλειά, σταμάτησε να εξελίσσεται λόγω κάποιου εμποδίου: «μου έφυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και φράκαρε η δουλειά μέχρι να βρω αντικαταστάτες»·
- φρέναρε η δουλειά ή φρενάρισε η δουλειά, σταμάτησε να υπάρχει δουλειά ή να εξελίσσεται, ή άρχισε να επιβραδύνει: «μετά τις γιορτές φρενάρισε η δουλειά || οι εργάτες έκαναν επίσχεση εργασίας και φρενάρισε η δουλειά»·
- φτουράει η δουλειά, εξελίσσεται γοργά, έχει επιτυχία: «έχω οικογενειακά προβλήματα, αλλά ευτυχώς που φτουράει η δουλειά και ξεχνιέμαι»·
- χαβαλέ δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλεδίστικη δουλειά ή χαβαλεδίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλετζίδικη δουλειά ή χαβαλετζίδικες δουλειές, α. εργασία που δεν ευχαριστεί αυτόν που την κάνει, γιατί δεν αποφέρει σπουδαίο κέρδος, και για το λόγο αυτό την κάνει χωρίς όρεξη, ή τη διακόπτει με την πρώτη ευκαιρία: «είμαι μπλεγμένος με μια χαβαλετζίδικη δουλειά, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα». β. εργασία που γίνεται από κάποιον μόνο και μόνο για να περνάει την ώρα του: «όταν δεν έχω κάτι σπουδαίο να κάνω, έχω μια χαβαλετζίδικη δουλειά για να περνάω την ώρα μου»·
- χαζοβιόλικη δουλειά ή χαζοβιόλικες δουλειές, δουλειά ή εργασία ανάξια λόγου, ιδίως  τεχνική, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που έγινε όπως όπως: «έχει μια χαζοβιόλικη δουλειά και παριστάνει το βιομήχανο || μου ’κανε μια χαζοβιόλικη δουλειά, που του την έφερα στο κεφάλι»·
- χαιρέτα μας τη δουλειά ή χαιρέτα την τη δουλειά, τώρα που ενδιαφέρθηκες να ασχοληθείς με αυτή την εργασία ή με αυτή την υπόθεση, είναι πλέον αργά, γιατί ή την έχουν αναθέσει σε άλλον ή έχει χάσει πια το ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που ξύπνησες, χαιρέτα μας τη δουλειά, γιατί την πήρε άλλος»·
- χαϊρλίδικη δουλειά ή χαϊρλίδικες δουλειές, α. επιχείρηση που παρέχει τη δυνατότητα για κέρδος: «άμα τη δουλέψεις σωστά, θα βγάλεις καλά λεφτά, γιατί είναι χαϊρλίδικη δουλειά». β. λέγεται και σαν ευχή για την ευόδωση των εργασιών κάποιας νεοσύστατης επιχείρησης. Στη δεύτερη περίπτωση πολλές φορές, προτάσσεται της φρ. το άντε ή το άιντε·
- χάλασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να φτάσει σε αίσιο τέλος: «την τελευταία στιγμή αναίρεσε όλες τις υποσχέσεις του και χάλασε η δουλειά»·
- χαλώ τη δουλειά μου, την αποδιοργανώνω, τη χρεοκοπώ: «το ’ριξε στα γλέντια και τις διασκεδάσεις και χάλασε τη δουλειά του»·
- χαμαλίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμάλικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμαλίστικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως χειρονακτική, που λόγω της φύσεώς της δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «επειδή δε μιλάω, μου αναθέτουν όλες τις χαμαλίστικες δουλειές». β. υπόθεση που, για να διεκπεραιωθεί, απαιτείται συνεχής απασχόληση, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βαρετή και κοπιαστική δουλειά: «μου ανέθεσε μια χαμαλίστικη δουλειά κι έχω τρελαθεί στο τρέξιμο για να του την τελειώσω»·
- χάνομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολύ δουλειά, δεν ξέρω με ποια εργασία από αυτές που έχω αναλάβει πρέπει να πρωτοασχοληθώ: «τον τελευταίο καιρό έκοψε απ’ την παρέα, γιατί χάνεται στη δουλειά»·
- χαντούμικη δουλειά ή χαντούμικες δουλειές, που δεν αποφέρει το παραμικρό κέρδος, επιχείρηση εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει μια χαντούμικη δουλειά κι είναι αποφασισμένος να την κλείσει || δεν μπλέκεται με χαντούμικες δουλειές, γιατί δε θέλει να χάνει τον καιρό του»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, α. ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα μια εργασία, για κάποιο λόγο την ανέθεσαν σε άλλον: «καθυστέρησα δέκα λεπτά να συναντήσω τον διευθυντή κι έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά». β. ενώ ήμουν ο κύριος μέτοχος σε κάποια επιχείρηση, για διάφορους λόγους έχασα το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών ή και ολόκληρη την επιχείρηση: «έπαιρνε συνέχεια δανεικά, κι όταν έφτασε καιρός να τα γυρίσει πίσω, έχασε μέσ’ απ’ τα χέρια του τη δουλειά για να τους ξοφλήσει»·
- χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι: «επέβαλαν πολιτική λιτότητας στο εργοστάσιο που δούλευα κι έχασα τη δουλειά μου με τις απολύσεις που έκαναν»·
- χαράμι δουλειά ή χαράμικη δουλειά, εργασία που δεν απέδωσε οικονομικό όφελος, που έγινε μάταια, που πήγε στο βρόντο: «κάθε φορά που κάνει χαράμικη δουλειά, τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο»·
- χαραμτζίδικη δουλειά ή χαραμτζίδικες δουλειές, υπόθεση που δε συζητείται με ειλικρίνεια, που κρύβει δολιότητα, που περιέχει κίνδυνο απάτης: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, γιατί δε μ’ αρέσουν χαραμτζίδικες δουλειές»·
- χάρμα δουλειά, εργασία, α. δουλειά τεχνική ή καλλιτεχνική που έγινε με φαντασία και μεράκι, που γενικά γίνεται αποδεκτή με θαυμασμό: «τον προτιμάει πολύς κόσμος, γιατί κάνει χάρμα δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που χαρακτηρίζεται για την εύρυθμη λειτουργία της, την τιμιότητα και τη συνέπειά της: «είναι πολύ τυχερός, γιατί ο πατέρας του του άφησε μια χάρμα δουλειά || ήταν καιρό άνεργος, αλλά τελικά, ο τυχερός, βρήκε θέση σε μια χάρμα δουλειά»·
- χασομέρι δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν εξελίσσεται με γοργό ρυθμό: «αμάν, Θεούλη μου, τι χασομέρι δουλειά είναι αυτή με την οποία μπλέχτηκα!»·
- χέζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «δεν προλαβαίνει να ’ρθει  στην παρέα μας, γιατί τον τελευταίο καιρό χέζεται στη δουλειά»·
- χέστηκε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να συμφωνηθεί: «τη στιγμή που ήταν να υπογράψουμε τα συμβόλαια, έθεσε καινούριους όρους και χέστηκε η δουλειά || τη μέρα που πήγε να περάσουν βέρες, ζήτησε προίκα ακόμα ένα διαμέρισμα και χέστηκε η δουλειά»·
- χοντρή δουλειά, δουλειά νόμιμη ή παράνομη που αποφέρει πολλά κέρδη: «έμπλεξε με μια χοντρή δουλειά και χέστηκε στο τάλιρο || ετοιμάζει μια χοντρή δουλειά»·
- χτυπημένη δουλειά, δουλειά ή επάγγελμα που δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από άλλους ή γιατί υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός: «μην ανοίγεις βιντεοκλάπ, γιατί είναι χτυπημένη δουλειά»·
- χωλαίνει η δουλειά, α. η εργασία, ιδίως τεχνική, δεν προχωράει, δεν εξελίσσεται κανονικά: «με τόσες απανωτές απεργίες άρχισε να χωλαίνει η δουλειά». β. εμπορική επιχείρηση που δε λειτουργεί κανονικά, που υπολειτουργεί: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, χωλαίνει η δουλειά». Από την εικόνα του χωλού ανθρώπου, που κουτσαίνει·
- ψεύτικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά ή που έγινε με μεγάλη προχειρότητα και δεν παρουσιάζει καμιά στερεότητα: «μου ’κανε ψεύτικη δουλειά ο υδραυλικός και μέσα σ’ ένα χρόνο έβαλα πάλι μαστόρους»·
- ψεύτισε η δουλειά, δεν παρουσιάζει οικονομικό ενδιαφέρον: «κάποτε είχε βιντεοκλάμπ και κέρδιζε καλά λεφτά, αλλά τον τελευταίο καιρό ψεύτισε η δουλειά»·
- ψήνω τη δουλειά ή ψήνω μια δουλειά ή την ψήνω τη δουλειά, α. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι με σκοπό να τον εξαπατήσω: «να δεις πως την ψήνει τη δουλειά και πως στο τέλος θα τον βάλει στο χέρι». β. προετοιμάζω κάποια δουλειά: «ψήνει μια δουλειά, αλλά κανείς δεν ξέρει τι». γ. (και για τα δυο φύλα) με διάφορες ενέργειες προσπαθώ να δημιουργήσω ερωτικό δεσμό: «ξέρει να ψήνει τη δουλειά και να δεις πως στο τέλος θα τα φτιάξει μαζί της»·
- ψιλή δουλειά, κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την υπομονετική και καλαίσθητη εργασία της και που πολλές φορές παρουσιάζει καλλιτεχνικό ενδιαφέρον ή και καλλιτεχνική αξία: «αγόρασα ακριβά το δαχτυλίδι, αλλά έχει επάνω του πολύ ψιλή δουλειά»·
- ψιλικατζίδικη δουλειά ή ψιλικατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, δουλειά ανάξια λόγου, ασήμαντη: «ένας μεγαλοεργολάβος δεν μπερδεύεται με ψιλικατζίδικες δουλειές». Από το επάγγελμα του ψιλικατζή που εμπορεύεται πράγματα ασήμαντης αξίας, τα ψιλικά·
- ψοφάει στη δουλειά, έχει πάρα πολύ δουλειά και για το λόγο αυτό κουράζεται πάρα πολύ: «τις τελευταίες μέρες ξέκοψε απ’ την παρέα, γιατί ψοφάει στη δουλειά»·
- ψυλλιάζομαι τη δουλειά, α. προαισθάνομαι, προβλέπω, υποπτεύομαι ιδίως κάτι που υπάρχει κίνδυνος να αποβεί σε βάρος μου: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι απατεώνας και δε συνεταιρίστηκα μαζί του || ευτυχώς ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως θα γίνει φασαρία και την κοπανήσαμε». β. ανακαλύπτω, καταλαβαίνω: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι καρφί κι έτσι, κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας, αλλάζουμε κουβέντα»·
- ψώνιο δουλειά! έκφραση θαυμασμού για τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία, που έγινε με μεγάλη τέχνη, ευαισθησία και μεράκι, και είναι γενικά αποδεκτή από όλους: «μπορεί ν’ άργησε να τελειώσει, αλλά έκανε ψώνιο δουλειά!»·
- ωραία δουλειά! έκφραση με την οποία αμφισβητούμε το θαυμασμό που δείχνει κάποιος για μια δουλειά ή μια υπόθεση: «δεν υπάρχει πιο ωραίο απ’ το να κάθεσαι και να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο. -Ωραία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σιγά μωρέ ή το σιγά ρε και άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ ή το ρε.

Θεός

Θεός, ο, ουσ. [<αρχ. θεός], ο Θεός. 1. κάθε πρόσωπο που λατρεύουμε ή που σεβόμαστε υπερβολικά: «έχει τον πατέρα του σαν Θεό». (Τραγούδι: ποιος σε πήρε και μου ’φυγες, αγαπούλα μου, φως μου, δε σκεφτόσουν πως ήσουνα μόνο εσύ ο Θεός μου). 2. αυτός που γνωρίζει τα πάντα, ο παντογνώστης: «ποιος είσαι, ρε παιδάκι μου, Θεός είσαι που ξέρεις πώς έγιναν τα πράγματα έτσι;». 3. θαυμαστικός χαρακτηρισμός του Κ. Καραμανλή από τους πολιτικούς φίλους του και ειρωνικός από τους πολιτικούς αντιπάλους του: «όλοι περιμένουν με αγωνία τι θα δηλώσει ο Θεός για την πολιτική κατάσταση». 4. αυτός που είναι πολύ ικανός σε αυτό με το οποίο ασχολείται: «ο Ν. Γκάλης υπήρξε ο Θεός του μπάσκετ», εξ ου και οι θαυμαστικές ιαχές των οπαδών της ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης, όπου έπαιζε παλιότερα ο Γκάλης: είσαι Θεός, είσαι Θεός, είσαι Θεός μοναδικός. Υποκορ. Θεούλης, ο και Θεουλάκης, ο· βλ. και λ. θεός. (Ακολουθούν 257 φρ.)·
- αδικία απ’ το Θεό, βλ. λ. αδικία·
- άι στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- άκρη Θεού, βλ. λ. άκρη·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, άλλα θέλουν, επιθυμούν οι άνθρωποι και άλλα ο Θεός αποφασίζει: «είχα αποφασίσει να πάω με την οικογένειά μου διακοπές, όμως αρρώστησε η γυναίκα μου, γιατί, βλέπεις, άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει». Πρβλ. ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει·  
- αν θέλει ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- αν μιλάς στο Θεό, προσεύχεσαι, αν σου μιλάει ο Θεός, έχεις σχιζοφρένεια, ο άνθρωπος θεωρεί φυσικό να απορρίπτει ό,τι δεν μπορεί να κατανοήσει·
- Ανάσταση Θεέ μου! (Θεούλη μου!), βλ. λ. Ανάσταση·
- ανθρωπάκι του Θεού, βλ. λ. ανθρωπάκι·
- άνθρωπος του Θεού, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνοιξε ο Θεός τα ουράνια, βλ. λ. ουράνια·
- άντε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- απ’ τη νύχτα του Θεού, από τα άγρια μεσάνυχτα: «σηκώθηκε απ’ τη νύχτα του Θεού να πάει στη δουλειά του»·
- απ’ το Θεό να το ’βρεις! α. ευχή σε κάποιον να του ανταποδώσει ο Θεός το καλό που μας έκανε. «απ’ το Θεό να το ’βρεις, παιδάκι μου, για το καλό που μου ’κανες!» β. πιο συχνά ως κατάρα σε κάποιον να τιμωρηθεί από το Θεό για το κακό που μας έκανε. (Δημοτικό τραγούδι: ο πόλεμος αρχίνησε στο τέλος του Οχτώβρη κι ο κερατάς ο Μουσουλή (= Μουσολίνης) απ’ το Θεό να το ’βρει
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «ε ρε και να σου τύχαινε, λέει, το λαχείο! -Απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί!». Είναι και φορές που λέγεται και με παικτική διάθεση στον τύπο απ’ το στόμα σου και στου Θεού το ους(!)·
- από Θεού, βλ. συνηθέστ. εκ Θεού·
- αρνάκι του Θεού, βλ. λ. αρνάκι·
- αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- ας μην (το) δώσει ο Θεός, έκφραση με την οποία απευχόμαστε να συμβεί το κακό για το οποίο γίνεται λόγος: «ας μην το δώσει ο Θεός να πάθεις κι εσύ το κακό που έπαθα εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: είναι σαράκι φοβερό το πάθος το δικό μου κι ας μην το δώσει ο Θεός ούτε και στον εχθρό μου
- ας τον κρίνει ο Θεός, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον στην κρίση του Θεού επειδή αδυνατούμε να τον κρίνουμε ή αδυνατούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της αμαρτίας του: «αφού χτυπάει τους γέρους γονείς του, ας τον κρίνει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: με ντρόπιασε στους φίλους μου, πήγε να με πεθάνει· ας τηνε κρίνει ο Θεός, γι’ αυτά που μου ’χει κάνει
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- βαδίζω στο δρόμο του Θεού ή βαδίζω το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βρίσκομαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- γαμώ το Θεό μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου: «όλα τα λάθη, γαμώ το Θεό μου, εγώ θα τα κάνω!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το Θεό σου! ή σου γαμώ το Θεό! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «πάψε, γαμώ το Θεό σου, αυτή την γκρίνια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως παραπάνω κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- γι’ αύριο έχει ο Θεός, βλ. λ. αύριο·
- για (τ’) όνομα του Θεού! α. παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «για όνομα του Θεού, κάνε κάτι να βοηθήσουμε το παιδί!». β. παρακλητική έκφραση για την αποτροπή κάποιου κακού ή δυσκολίας: «για όνομα του Θεού, μη μας συμβεί κανένα ατύχημα, γιατί στην ερημιά που βρισκόμαστε, χαθήκαμε». γ. έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας για κάτι κακό ή ενοχλητικό που επαναλαμβάνεται από κάποιον: «για τ’ όνομα του Θεού, κόψε επιτέλους αυτό το πιοτό, γιατί θα σε καταστρέψει! || για όνομα του Θεού, μην έχεις κάθε μεσημέρι το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών, γιατί θέλουμε να κοιμηθούμε!». δ. έκφραση έκπληξης ή αμφισβήτησης για κάτι που βλέπουμε ή που μας λένε: «για όνομα του Θεού, είναι σόι πράγματα να μαλώνουν τ’ αδέρφια! || για όνομα του Θεού, γίνονται σήμερα αυτά που λες!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα και κλείνει με το και της Παναγίας·
- για την ορφανή, την ξένη, έχει ο Θεός ψωλή κρυμμένη, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, λ. πουλί·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει·
- για το Θεό! βλ. φρ. προς Θεού(!)·
- δε βλέπω Θεού πρόσωπο, α. αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα, δεν έχω προκοπή: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκε, δε βλέπει Θεού πρόσωπο». β. είμαι πολύ άτυχος: «σε μένα θα τύχει το λαχείο που δε βλέπω Θεού πρόσωπο!». γ. ζω σε σκοτεινό, σε υπόγειο χώρο, όπου δε φτάνει ο ήλιος: «μένει σ’ ένα υπόγειο διαμερισματάκι και δε βλέπει Θεού πρόσωπο»· βλ. και φρ. δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο·
- δε με σώζει ούτε (ο) Θεός ή δε με σώνει κι ο Θεός, δεν υπάρχει από πουθενά σωτηρία, η καταδίκη μου είναι τελεσίδικη: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξα με τα ναρκωτικά, δε με σώζει ούτε Θεός || έχω τόσα πολλά χρέη, που δε με σώζει ούτε ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: όπως έχω καταντήσει δε με σώνει κι ο Θεός·έχω γίνει μέσ’ στον κόσμο, αχ, ένας ζωντανός νεκρός
- δε φοβάται (ούτε) Θεό, δε σέβεται το Θεό και, κατ’ επέκταση, είναι εντελώς αδίστακτος: «μπορεί για εκατό ευρώ να σε κλείσει φυλακή, γιατί δε φοβάται ούτε Θεό αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: αναστενάζω δε γροικάς, κλαίω δε με λυπάσαι, δεν είσαι μάνας γέννημα ούτε Θεό φοβάσαι
- δε χάνει κανέναν ο Θεός ή κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, έκφραση αισιοδοξίας και συμπαράστασης σε δυστυχισμένο άτομο, που του υπενθυμίζουμε τη μεγαλοσύνη και το αμέριστο ενδιαφέρον του Θεού προς τον άνθρωπο: «βέβαια, σου ’τυχαν πολλές ατυχίες μαζί, αλλά κάνε κουράγιο, γιατί δε χάνει κανέναν ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: ας λένε πως δε χάνει κανέναν ο Θεός,μ’ αδίκησε ο κόσμος, με ξέχασε κι αυτός
- δεν έπρεπε ο Θεός να μου τα κονομήσει έτσι, έκφραση παράπονου από κάποιον, που έχει περιπέσει σε μεγάλη δυσκολία, σε αδιέξοδο·
- δεν έχει Θεό ή δεν έχει το Θεό του, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αχαρακτήριστο, αλλοπρόσαλλο, αναξιόπιστο: «μπροστά σ’ όλους τους επισήμους σκάλιζε με το δάχτυλο τη μύτη του. -Δεν έχει το Θεό του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αδίστακτο: «μην ξανοίγεσαι πολύ σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δεν έχει το Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε βραδάκι με γελάς, γιατί Θεό δεν έχεις·σε περιμένω για να ’ρθεις, μα συ με άλλον τρέχεις
- δεν μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, στερεότυπη μοιρολατρική έκφραση, όταν αντιμετωπίζουμε μεγάλες φυσικές καταστροφές ή μεγάλες ατυχίες στη ζωή μας·
- δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει, δεν ξέρω πώς ακριβώς συμπεριφέρεται, δε γνωρίζω το χαρακτήρα του: «φαίνεται για καλός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει»·
- δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο, επικρατεί απόλυτη ερημιά, δεν υπάρχει κανένας: «σ’ όλη τη διαδρομή δεν υπήρχε Θεού πρόσωπο»·
- δόξα να ’χει ο Θεός ή δόξα τω Θεώ ή δόξα σοι ο Θεός, δοξαστική επίκληση στο Θεό, όταν είμαστε ευχαριστημένοι από την πορεία των πραγμάτων στη ζωή μας ή ως απάντηση ικανοποίησης στην ερώτηση κάποιου τι γίνεσαι ή τι γίνεται ή τι κάνεις ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα κέφια ή πώς πάνε τα πράγματα. (Λαϊκό τραγούδι: πέτρα την πέτρα ολημερίς χτίζω και δε σε φτάνω, ήλιε μου πόσο είσαι πάνω και δόξα τω Θεώ).Συνών. δόξα ο γιαραμπής ή δόξα τω γιαραμπή·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, μόνο αυτά που μας δίνει ο Θεός έχουν αξία, όπως υγεία, τύχη, μακροζωία κ.ά., ενώ των ανθρώπων που είναι υλικές προσφορές δεν αξίζουν τίποτα: «δε με νοιάζει για τα πλούτη σου, γιατί, δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου, τίποτα δεν είναι»·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. λ. δουλειά·
- δώρο Θεού, βλ. λ. δώρο·
- ε μα το Θεό! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα το Θεό, σταμάτα αυτές τις αγριοφωνάρες σου!». Συνών. ε μα την αλήθεια (α) / ε μα την πίστη μου! / ε μα το ναι! / ε μα τον άγιο(!)·
- ε ρε τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστική έκφραση για όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
 - έδωσε ο Θεός και…, ευδόκησε: «έδωσε ο Θεός κι έγινε καλά ο άνθρωπος || έδωσε ο Θεός και κατάλαβε το λάθος του»· βλ. και φρ. έκανε ο Θεός και(…)·
- είμαι Θεός, είμαι ο πρώτος και καλύτερος, ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους ή έχω αυτή την εντύπωση: «όταν ήμουν νέος, μέσα στην παρέα μας ήμουν Θεός κι όλοι έκαναν αυτό που τους έλεγα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που ήμουνα Θεός, θα φύγω τώρα σαν τρελός, θα φύγω σαν κυνηγημένος
- είμαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- είναι αμαρτία απ’ το Θεό, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι βαρεμένος απ’ το Θεό, είναι ανόητος, βλάκας ή τρελός εκ γενετής: «τι να τον βαρέσεις, δε βλέπεις που είναι βαρεμένος απ’ το Θεό!»·
- είναι ευλογία Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- είναι, Θεέ μου, φύλαγε, α. είναι πολύ επικίνδυνος: «είναι ένας απατεώνας, ο Θεός να σε φυλάει». β. έχει ένα ελάττωμα σε μεγάλο βαθμό: «είναι ένας μπεκρής, ο Θεός να σε φυλάει». γ. η ασθένεια για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ επικίνδυνη: «απ’ τη στιγμή που δεν έχει βρεθεί ακόμα το φάρμακο για το έιτζ, είναι Θεέ μου φύλαγε»·
- είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά, λέγεται για κείνους που δρουν ή συμπεριφέρονται ανεξέλεγκτα, απάνθρωπα, και έχει την έννοια πως θα τιμωρηθούν από το Θεό (ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾶ): «με βρήκες αδύναμο και μ’ εκμεταλλεύεσαι, όμως θέλω να ξέρεις πως είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τσαλαπάτημα είμαι καθενός και μες στο βούρκο που με πέταξες κυλιέμαι, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά και με τη σκέψη πια αυτή παρηγοριέμαι
- είναι κρίμα απ’ το Θεό, βλ. λ. κρίμα·
- είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό, είναι εγκαταλελειμμένος από όλους και βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, χωρίς να ενδιαφέρεται κανείς γι’ αυτόν: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- είναι ο Θεός να σε φυλάει, βλ. φρ. είναι, Θεέ μου, φύλαγε·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, βλ. λ. χέρι·
- είναι σταλμένος απ’ το Θεό, είναι ουρανοκατέβατος, απροσδόκητος, δραστικότατος για καλό ή για κακό: «στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου με βοήθησε ένας παλιόφιλος, λες κι ήταν σταλμένος απ’ το Θεό || τούτη η βροχή είναι σταλμένη απ’ το Θεό || τέτοιο κακό, να ξέρεις, είναι σταλμένο απ’ το Θεό, μήπως και βάλουμε λίγο μυαλό»·
- είναι χαρά Θεού, βλ. λ. χαρά·
- είχε Θεό, υπήρξε πολύ τυχερός, ιδίως στην περίπτωση κάποιου ατυχήματος: «τράκαρε μετωπικά με μια νταλίκα, αλλά είχε Θεό ο άνθρωπος, και τη γλίτωσε με μερικές γρατζουνιές»·
- εκ Θεού, που προέρχεται από το Θεό: «αυτή η βροχή ήταν δώρο εκ Θεού || αυτός ο σεισμός ήταν τιμωρία εκ Θεού»·
- εκ Θεού άρξασθαι, σε κάθε ενέργεια ή σε κάθε καινούρια αρχή να επιδιώκεις την ευλογία του Θεού: «αύριο κάνει αγιασμό στο καινούριο του μαγαζί, γιατί εκ Θεού άρξασθαι». Κατάλοιπο του αρχ. ἐκ Διὸς ἄρξασθε· βλ. και φρ. όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει·
- έκανε ο Θεός και…, έκφραση ανακούφισης, επιτέλους: «έκανε ο Θεός κι επέστρεψε κάποια ώρα στο σπίτι ο γιος του, κι έτσι ησύχασε ο άνθρωπος || προς τ’ απόγευμα, έκανε ο Θεός και σταμάτησε ο Βαρδάρης»· βλ. και φρ. έδωσε ο Θεός και(…)·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, λίγο πριν απαλλαγούμε από κάποια δυσκολία, από κάποια στενοχώρια και θα ανακουφιζόμασταν, εμφανίστηκε άλλη·
- ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει, λέγεται στην περίπτωση που είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς κάτι (εκτός από το Θεό): «ένας Θεός ξέρει τι στενοχώριες περνάει αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έφαγες ως το κόκαλο, σκέψου πού μ’ έχεις φέρει και πού θα καταλήξουμε ένας Θεός το ξέρει). Συνών. Κύριος οίδε(!)·
- ένας Θεός ξέρει αν... ή ένας Θεός ξέρει πότε... ή ένας Θεός ξέρει πού... ή ένας Θεός ξέρει πώς..., δηλώνει αδυναμία για υπεύθυνη και σαφή πληροφόρηση: «ένας Θεός ξέρει αν αποφασίσει να ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πότε θα ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πού βρίσκεται τώρα || ένας Θεός ξέρει πώς θα ’ρθει με τέτοιον παλιόκαιρο»·
- ενώπιον Θεού και ανθρώπων, έκφραση που δηλώνει ηθική δέσμευση: «υπόσχομαι ενώπιον Θεού και ανθρώπων πως ποτέ δε θα σ’ αφήσω αβοήθητο»·
- ερημιά Θεού, βλ. λ. ερημιά·
- έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξεκίνησαν όλοι για τη δουλειά»·
- έφτασαν στο Θεό, (για τιμές καταναλωτικών αγαπών) έχουν πολύ μεγάλη, εξωφρενική άνοδο: «αν βγεις στη λαϊκή με τριάντα ευρώ, δεν μπορείς ν’ αγοράσεις σχεδόν τίποτα, γιατί οι τιμές έφτασαν στο Θεό»·
- έχει ο Θεός! α. έκφραση αισιοδοξίας ή έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρηγορήσουμε κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ιδίως οικονομική, με την έννοια ότι ο Θεός δεν θα τον αφήσει έτσι. (Λαϊκό τραγούδι: Παναγιώτα μου, νταγιάντα κι έχει ο Θεός). β. μοιρολατρική έκφραση για κάποια δυσκολία που μας προέκυψε και εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στο Θεό, προσδοκώντας τη βοήθειά του: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά θα χρεοκοπήσουμε. -Έχει ο Θεός!»·
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. φρ. έχει όλα τα καλά του κόσμου, λ. κόσμος·
- ζει κρυφά απ’ το Θεό, είναι εξαφανισμένος από την πιάτσα, ζει σε πλήρη αφάνεια: «απ’ τη μέρα που μαθεύτηκε πως ήταν καταχραστής, ζει κρυφά απ’ το Θεό || έχει σιχαθεί τόσο πολύ τους ανθρώπους, που ζει κρυφά απ’ το Θεό»·
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει μαζί δυο σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η βασιλεία του Θεού, βλ. λ. βασιλεία·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, βλ. λ. κότα·
- ήμαρτον Θεέ μου! επιφώνημα έκπληξης ή αγανάκτησης: «ήμαρτον Θεέ μου, γίνονται αυτά τα πράγματα! || ήμαρτον Θεέ μου, πόσες φορές πρέπει να στο πω για να το καταλάβεις!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει την πρόταση με την οποία αναφερθήκαμε άσχημα σε κάποιον ή τον κατηγορήσαμε, σαν να ζητάμε τη συγγνώμη του Θεού για αυτή μας την ενέργεια: «είναι τόσο κακός, που κάθε βράδυ γυρίζει σουρωμένος και δέρνει τη γυναίκα του, ήμαρτον Θεέ μου!» και συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα·
- θα μας δει ο Θεός, επιτιμητική έκφραση σε άτομο που δε συμπεριφέρεται σωστά στους συνανθρώπους του ή που ζει επιδεικτικά, σπάταλα σε μια γενικά δύσκολη εποχή και έχει την έννοια πως θα τον τιμωρήσει ο Θεός: «δεν είναι σωστό, με τόση φτώχεια που υπάρχει γύρω σου να κάνεις εσύ τόσο προκλητική ζωή, θα μας δει ο Θεός». Ο πλ. και όταν ο ομιλητής απευθύνεται μόνο σε ένα άτομο·
- θα μας κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση που ακούγεται ιδίως από ηλικιωμένους για νεαρούς που προκαλούν δημόσια με τη συμπεριφορά τους·
- θα σε κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση σε κάποιον που αδικεί απροκάλυπτα κάποιον, επιτιμητική έκφραση σε κάποιον με την οποία του υπενθυμίζουμε τη θεία δίκη: «δεν είναι σωστό να φέρεσαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο στους γονείς σου, γιατί θα σε κάψει ο Θεός»·
- θα σε τιμωρήσει ο Θεός, τελικά δε θα γλιτώσεις την τιμωρία: «μπορεί να τη γλίτωσες στο δικαστήριο με τους ψευδομάρτυρες που κουβάλησες, όμως στο τέλος δε θα τη γλιτώσεις, γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις καταστρέψει το ζωή μου, μ’ έκανες κουρέλι εντελώς, κι αν θα τη γλιτώσεις από μένα, θα σε τιμωρήσει ο Θεός)· 
- Θεέ και Κύριε! έκφραση απορίας, έκπληξης ή αγανάκτησης, για κάτι που βλέπουμε ή ακούμε·
- Θεέ βόηθα! ή βόηθα Θεέ μου! ή Θεέ βοήθα! ή βοήθα Θεέ μου! επίκληση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ βόηθα να γίνει το παιδί μου καλά! || βόηθα Θεέ μου, να πετύχω στη δουλειά μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν. Συνών. Βαγγελίστρα βόηθα! ή βόηθα Βαγγελίστρα μου! ή Βαγγελίστρα βοήθα! ή βοήθα Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά βόηθα! ή Παναγία βοήθα! ή βόηθα Παναγιά μου! ή βοήθα Παναγιά μου! / Χριστέ βόηθα! ή βόηθα Χριστέ μου! ή Χριστέ βοήθα! ή βοήθα Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου! κ. Θε μου! ή Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! ή Θε μου Μεγαλοδύναμε! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού, φόβου, τρόμου ή παράκλησης: «Θεέ μου, πώς δεν κατάλαβα ότι ήταν παλιάνθρωπος! || Θεέ μου, πάλι κέρδισε το λαχείο! || Θεέ μου, τι γυναικάρα είναι αυτή! || Θεέ μου, θα σκοτωθούμε! || Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, κάνε να γίνει καλά το παιδί μου!». (Λαϊκό τραγούδι: μα τι λέω στ’ αλήθεια, Θεέ μου, δεν μπορώ να σε χάσω ποτέ μου // κι ύστερα με πιάσαν, Θε μου,κάτι κλάματα, που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα // Θεέ μου Μεγαλοδύναμε που είσαι ψηλά εκεί πάνω, ρίξε μου λίγο τουμπεκί στον αργιλέ μου απάνω).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το πω πω. Συνών. Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά μου! ή Παναγία μου! / Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου (Θεούλη μου), βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), παράκληση στο Θεό να επέμβει υπέρ ημών σε κάποια δύσκολη στιγμή που περνάμε ή να επέμβει γενικά για να διορθώσει κάποια κακή κατάσταση που επικρατεί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, (Θεούλη μου) κάνε να…, παρακλητική έκφραση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ μου, κάνε να βρει ο άντρας μου δουλειά || Θεούλη μου, κάνε να περάσει ο γιος μου στο πανεπιστήμιο»·
- Θεέ μου, Θεέ μου, που δε σ’ είδα ποτέ μου, έκφραση απηυδισμένου ατόμου από τη συνεχιζόμενη κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, πώς βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα! λέγεται με αγανάκτηση ή έκπληξη στο άκουσμα παράδοξων πληροφοριών, μεγάλης ανοησίας ή ασύστολης ψευδολογίας που μας λέει κάποιος, ή για παράξενα ή παράδοξα πράγματα που βλέπουμε·
- Θεέ μου σχώρα με, έκφραση με την οποία ζητάμε τη συγχώρεση του Θεού, όταν ανακοινώνουμε σε κάποιον τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες κάποιου, ή ακόμα, όταν αναφερόμαστε στις δικές μας: «είναι μπεκρής, χαρτοπαίχτης, παιδεραστής, Θεέ μου σχώρα με». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν στον έρωτα λυγίσω, Θεέ μου σχώρα με,κι άμα πιω κι άμα μεθύσω, παρηγόρα με).Παρατηρείται σταυροκόπημα, ενώ, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου φύλαγε! επίκληση στο Θεός για προστασία: «Θεέ μου φύλαγε το παιδί από κάθε κακό!». Συνών. παναγιά μου φύλαγε! ή Παναγία μου φύλαγε! / Χριστέ μου φύλαγε(!)· βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει, οι ενέργειες του Θεού ή κάποιου ισχυρού ατόμου είναι ανεξέλεγκτες, δεν μπορούμε να τις αλλάξουμε ή να τις σχολιάζουμε: «άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει || με τόσο χρήμα που διαθέτει, άνθρωπέ μου, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει»·
- Θεός να φυλάει βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον, να συγχωρεθούν όλοι όσοι έχουν πεθάνει στην οικογένειά του, αλλά να συγχωρεθεί και αυτός ο ίδιος, όταν πεθάνει. Λέγεται ιδίως από τους ζητιάνους στο δρόμο ή έξω από τις εκκλησίες και τα νεκροταφεία μετά την ελεημοσύνη που τους δίνουμε ή και πριν από αυτή, όταν μας τη ζητούν με τη στερεότυπη φρ. μια βοήθεια χριστιανοί, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σας·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, ευχετική αναφορά σε εκλιπόντα που κάποτε μας βοήθησε ή μας εξυπηρέτησε σοβαρά, να συγχωρεθεί για ό,τι κακό μπορεί να έχει κάνει στη ζωή του: «καλά που ήταν και ο τάδε, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, που με βοήθησε και γλίτωσα τη φυλακή»·
- Θεός σχωρέσ’ το, (ειρωνικά για πράγματα) χάθηκε ή καταστράφηκε ή σίγουρα θα καταστραφεί: «ακόμα για κείνο τ’ αυτοκίνητο που είχα μιλάς, πάει, Θεός σχωρέσ’ το || αφού έδωσες τ’ αυτοκίνητό σου σ’ αυτόν τον ατζαμή, Θεός σχωρέσ’ το»·
- Θεός σχωρέσ’ τον, α. ευχή για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του εκλιπόντος. β. δηλώνει πως κάποιος βρίσκεται στα τελευταία του, πως σίγουρα θα πεθάνει: «αφού έχει καθολικό καρκίνο ο άνθρωπος, Θεός σχωρέσ’ τον»·
- Θεός φυλάξοι! ευχή να μη συμβεί ποτέ σε μας αυτό το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε τώρα: «έπιασε φωτιά το σπίτι του τάδε κι έγινε στάχτη. -Θεός φυλάξοι! || κόλλησε μια σπάνια αρρώστια, Θεός φυλάξοι!». Συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα. Συνών. έξω από δω! / έξω από μας! / μακριά από δω! / μακριά από μας(!)· βλ. και φρ. Θεέ μου φύλαγε(!)·
- Θεού θέλοντος, αν θέλει ο Θεός, θα γίνει κάτι που επιθυμώ: «Θεού θέλοντος, όλα θα πάνε καλά»·βλ. και φρ. με το θέλημα του Θεού, λ. θέλημα·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, με τη βοήθεια του Θεού, αλλά και αν ευνοεί η γενική κατάσταση που επικρατεί για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος όλα θα πάνε καλά»·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, με τη βοήθεια του Θεού, τη γενική κατάσταση που επικρατεί, αλλά και την καλή πορεία της υγείας μου για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, θα πάω φέτος να κάνω κι εγώ διακοπές στην πολυδιαφημισμένη Χαλκιδική»·   
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, ενήργησε όπως σε καθοδηγήσει ο Θεός ή, εντέλει, όπως εσύ νομίζεις καλύτερα: «εγώ σου είπα πώς έχει η κατάσταση, από δω και πέρα κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός»·
- κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, για όλους μεριμνεί ο Θεός: «μη στενοχωριέσαι και όλα θα περάσουν, γιατί κανέναν δε χάνει ο Θεός»·
- … κι άγιος ο Θεός, έκφραση που δηλώνει πως κάτι καλό ή κακόεπαναλαμβάνεται κι έχει διάρκεια: «δουλειά κι άγιος ο Θεός || τεμπελιά κι άγιος ο Θεός»·
- κι ο Θεός βοηθός, ευχετική επίκληση για θεϊκή βοήθεια, ιδίως με την έναρξη κάποιας εργασίας ή προσπάθειας που είναι αμφιβόλου αποτελέσματος: «εγώ θα ξεκινήσω τη δουλειά κι ο Θεός βοηθός»· βλ. και φρ. ο Θεός βοηθός(!)·
- μα το Θεό! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε σε κάποιον: «μα το Θεό, δε σου λέω ψέματα!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και σκέφτομαι, μα το Θεό,στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, ο όρκος δίνεται μετά την απαίτηση του συνομιλητή μας με το ορκίσου και είναι φορές που συνοδεύεται και από σταυροκόπημα. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω· βλ. και φρ. να με κάψει ο Θεός(!)·
- μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα ή μακριά απ’ το βλέμμα του Θεού, λέγεται για τόπο πολύ απομονωμένο, απομακρυσμένο, ή για άνθρωπο που ζει απομονωμένος: «εδώ που ήρθα, ζω μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα, και να πεθάνω, κανείς δε θα το μάθει»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- μάρτυς μου ο Θεός, έκφραση για να βεβαιώσουμε κάποιον πως του λέμε αλήθεια: «μάρτυς μου ο Θεός, όλα έγιναν ακριβώς έτσι όπως στα λέω»·
- μας ξέχασε ο Θεός, λέγεται στην περίπτωση που γενικά συμβαίνουν πολλά δεινά μαζεμένα:  «απ’ τη μια οι σεισμοί, απ’ την άλλη οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες από δω, τα δυστυχήματα από κει, μας ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- με πήρε ο Θεός τα μυαλά, ξαφνικά συμπεριφέρθηκα ανόητα, άστοχα, απερίσκεπτα, επιπόλαια, τρελά, όπως ποτέ δε συμπεριφερόμουν: «κάποια στιγμή με πήρε ο Θεός τα μυαλά και τους έκανα άνω κάτω με τις αγριοφωνάρες μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το λες και·
- με στράβωσε ο Θεός, βλ. φρ. με πήρε ο Θεός τα μυαλά·
- με το ευλογητός ο Θεός ημών, με την αρχή, με το ξεκίνημα μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κάποιας διαδικασίας: «τον πήρα για μια δουλειά που είχα κλείσει και με το ευλογητός ο Θεός ημών ήθελε να τον πληρώσω! || με το ευλογητός ο Θεός ημών της ακροαματικής διαδικασίας, φάνηκε αμέσως ποιος ήταν ο αθώος και ποιος ο ένοχος». Αναφορά στην εκκλησιαστική φρ. εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ  εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, με την οποία αρχίζει η κάθε ακολουθία·    
- με το θέλημα του Θεού, βλ. λ. θέλημα·
- με του Θεού τη χάρη, με τη βοήθεια, με την ευσπλαχνία του Θεού: «με του Θεού τη χάρη πέρασα όλες τις δυσκολίες που μου έτυχαν στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, βγήκα πάλι παλικάρι
- μένω στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- μετά φόβου Θεού, βλ. λ. φόβος·
- μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου, δε βρήκα από κανέναν και από πουθενά βοήθεια, κυνηγήθηκα από τους πάντες: «ένα διάστημα δεν είχα πού την κεφαλήν κλίνη· μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: φύσηξ’ ο βοριάς της παρηγοριάς πάνω στο κορμί μου, άλλαξ’ ο καιρός μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου). Συνήθως λέγεται με παράπονο ή με ένα αίσθημα εγκατάλειψης·
- μη για όνομα του Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως παράτολμο ή κακό: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού!». Τις περισσότερες φορές, δικαιολογούμε και το λόγο για τον οποίο αποτρέπουμε το συνομιλητή μας να προβεί στην πράξη που δηλώνει: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί θα σκοτωθούμε! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί έχει μικρά παιδιά να θρέψει!»·
- μη για το Θεό! βλ. φρ. μη για όνομα του Θεού(!)·
- μια χαρά Θεού ή μια χαρά Θεού είναι…, βλ. λ. χαρά·
- μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μου βγαίνει ο Θεός, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός κάθε μέρα στη δουλειά». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα κάθε μέρα για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου ’ρχεται, μα το Θεό να… ή μα το Θεό, μου ’ρχεται να…, λέγεται στην περίπτωση που ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα νιώθουμε έντονη και ισχυρή την τάση να κάνουμε κάτι συγκεκριμένο: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον παλιάνθρωπο, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να τον σπάσω στο ξύλο || κάθε φορά που βλέπω αυτόν το φουκαρά, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να βάλω τα κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και μου ’ρχεται, μα το Θεό, στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- να έχεις την ευλογία του Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- να έχεις την ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- να με κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να με κάψει! είδος όρκου για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον, αναφορά στη θεϊκή τιμωρία για να τονίσουμε τις καλές μας προθέσεις: «αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, να με κάψει ο Θεός! || αν κάνω εγώ αυτό το πράγμα, να με κάψει ο Θεός!»·
- να μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις, λέγεται ως ευχή σε κάποιον, γιατί ο άνθρωπος σε μια δύσκολη στιγμή έχει απεριόριστη αντοχή, οπότε το υπονοούμενο είναι πως, αν του δώσει ο Θεός όσα μπορεί να αντέξει, τότε θα του δώσει πάρα πολλές δυσκολίες· 
- να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, είδος κατάρας με την έννοια, να μην αξιωθείς, να μην προλάβεις να καλυτερεύσεις τη ζωή σου, να αντιμετωπίζεις συνέχεια μεγάλες δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο»·
- να μην (το) δώσει ο Θεός, βλ. φρ. ας μην (το) δώσει ο Θεός·
- να σε κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να σε κάψει! είδος κατάρας που απευθύνουμε εναντίον κάποιου·
- νεράκι του Θεού, βλ. λ. νεράκι·
- ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο, μετά από περίοδο δυσκολιών, άρχισε να βελτιώνεται η κατάσταση μου, άρχισα πάλι να ευημερώ: «μετά τη βοήθεια που δέχθηκα απ’ το φίλο μου, ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο»·
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, ο Θεός δεν τιμωρεί τυχαία τους ανθρώπους: «ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει, και νομίζει πως ο Θεός ρίχνει την τιμωρία και σ’ όποιον πάει, όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει»·
- ο δούλος (η δούλη) του Θεού, βλ. λ. δούλος·
- ο δρόμος του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει όμως και το νοικοκύρη, δεν υπάρχει περίπτωση να αδικήσει κανείς κάποιον και να μην το πληρώσει αργά ή γρήγορα·
- ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, ηπιότερη έκφραση του ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε (βλ. φρ.)·
- ο Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. συνηθέστ. ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, χαρακτηριστική έκφραση απογοητευμένου ανθρώπου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του, καθώς βλέπει άλλους να πορεύονται με επιτυχία και προκοπή·
- ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί, ο Θεός μπορεί να αργεί πολλές φορές να επέμβει για βοήθεια ή για τιμωρία, αλλά σίγουρα κάποτε επεμβαίνει: «κάποια μέρα θα τιμωρηθείς από τη θεία δικαιοσύνη για το κακό που μου έχεις κάνει, γιατί ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί»·
- ο Θεός ας με συχωρέσει ή ο Θεός να με συχωρέσει, βλ. φρ. Θεέ μου σχώρα με·
- ο Θεός βοηθός! παράκληση ατόμου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να το βοηθήσει· βλ. και φρ. κι ο Θεός βοηθός·
- ο Θεός είναι μεγάλος! α. παρηγορητική υπενθύμιση της μακροθυμίας του Θεού σε περίπτωση απογοήτευσης ή υπενθύμιση της σωτήριας βοήθειας του Θεού σε περίπτωση μεγάλης δυστυχίας: «κάνε λίγο υπομονή και να δεις που όλα θα περάσουν, γιατί ο Θεός είναι μεγάλος». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν σε πήρε κάποιος άλλος, ο Θεός είναι μεγάλος). β. δηλώνει πίστη πως τα πράγματα θα διορθωθούν: «μπορεί να περνάω δύσκολες μέρες, αλά ο Θεός είναι μεγάλος κι όλα θα φτιάξουν!»·
- ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν! μόνο ο Θεός κι εγώ γνωρίζουμε τι βάσανα και τι δυσκολίες πέρασα για να πετύχω κάτι: «ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι πέρασα για ν’ αγοράσω αυτό το σπιτάκι! || ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι τράβηξα για να σπουδάσω τα παιδιά μου!»·
- ο Θεός κι η ψυχή του, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον εντελώς ελεύθερο να αποφασίσει για θέμα που μας αφορά ή και που αφορά τον ίδιο και που έχει μια διάθεση δυσπιστίας για το αν ενεργήσει σωστά, όπως πρέπει: «εγώ πάντως του ζήτησα συγνώμη. Από εκεί και πέρα ο Θεός κι η ψυχή του || εγώ, ό,τι συμβουλή ήταν να του δώσω, του την έδωσα, τώρα το τι θα κάνει, ο Θεός κι η ψυχή του»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «δεν ξέρεις πόσο θέλω να γίνει καλά ο πατέρας σου! -Ο Θεός κι ο λόγος σου! || ε ρε και να σου τύχει το λαχείο που αγόρασες! -Ο Θεός κι ο λόγος σου!»·
- ο Θεός μαζί σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για κάπου ή που βρίσκεται στο ξεκίνημα μιας ενέργειάς του·
- ο Θεός μονάχα ξέρει, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει. (Λαϊκό τραγούδι: χαραμίστηκε η ζωή μου μες στα χέρια τα δικά σου, ο Θεός μονάχα ξέρει πόσα τράβηξα κοντά σου
- ο Θεός μονάχα ξέρει αν… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πότε… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πού… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πώς…, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει αν… (Λαϊκό τραγούδι: κάποιο τρένο θα περάσει απ’ τη ζωή μας βιαστικό, τη βαλίτσα μας στο χέρι κι ο Θεός μονάχα ξέρει πού θα κάνουμε σταθμό
- ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή του, ευχή σε κάποιον που πέθανε·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), παράκληση κάποιου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να τον βοηθήσει·
- ο Θεός να δώσει! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «πολύ θα χαρώ, αν περάσει ο γιος σου στο πανεπιστήμιο! -Ο Θεός να δώσει»·
- ο Θεός να ευδοκήσει! βλ. φρ. ο Θεός να δώσει(!)·
- ο Θεός να κάνει το θαύμα του! βλ. φρ. ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!)·
- ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, ευχή να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφέρομαι ή να μην είναι έτσι το κακό που λέω για κάποιον, μακάρι να διαψευστώ: «άκουσα πως ο τάδε έβαλε χέρι στο ταμείο, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη || ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, αλλά έμαθα πως η τάδε του τα φοράει του φίλου μας»·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό ή ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό, λέγεται στην περίπτωση που απευχόμαστε να συμβεί και σε μας το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε: «έμεινε ολομόναχος στη ζωή, γιατί έχασε όλη του την οικογένεια σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. -Ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό»·
- ο Θεός να μη το δώσει, ευχή για να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφερόμαστε·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, έκφραση με την οποία δείχνουμε την υπέρμετρη αγάπη μας σε πολυαγαπημένο μας πρόσωπο·
- ο Θεός να σ’ ευλογεί, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να έχει την ευλογία του Θεού: «ο Θεός να σ’ ευλογεί, φίλε μου, που με βοήθησες»·
- ο Θεός να σε καλοδρομίζει, ευχή σε κάποιον που πρόκειται να ταξιδέψει·
- ο Θεός να σε πληρώσει ή ο Θεός να στο πληρώσει, ευχή ατόμου, που βοηθήσαμε, να αποζημιωθούμε από το Θεό ή κατάρα ατόμου, που του κάναμε κάποιο κακό, να τιμωρηθούμε από το Θεό·
- ο Θεός να σε φυλάει, ευχή σε κάποιον να έχει την προστασία του Θεού: «ο Θεός να σε φυλάει απ’ τους κακούς ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: Σακραμέντο και Νοτάη ο Θεός να σε φυλάει. Πέρασα κι από το Φρίσκο όλο μπελαλήδες βρίσκω
- ο Θεός να σε φωτίσει ή να σε φωτίσει ο Θεός ευχή σε κάποιον να τον καθοδηγήσει ο Θεός, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει με τον ορθό, το σωστό, τον ενδεδειγμένο τρόπο, να τον βοηθήσει να πάρει τη σωστή απόφαση: «τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, γι’ αυτό εύχομαι να σε φωτίσει ο Θεός να κάνεις το σωστό»·
- ο Θεός να σου δίνει φώτιση, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να τον καθοδηγεί ο Θεός, ώστε να ενεργεί ορθά, σωστά, ώστε να παίρνει τις σωστές αποφάσεις: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, ο Θεός να σου δίνει φώτιση». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλή·
- ο Θεός να στα φέρει δεξιά ή ο Θεός να τα φέρει δεξιά, ευχή σε κάποιον, που βασανίζεται από κάποιο πρόβλημα, να βρεθεί ευνοϊκή λύση, να έχει αίσια κατάληξη·
- ο Θεός να στα φέρνει (πάντα) δεξιά, ευχή σε κάποιον, που μας πληροφορεί πως γενικά όλα τα πράγματα στη ζωή του πηγαίνουν ευνοϊκά, να συνεχίσουν να πηγαίνουν ευνοϊκά, ή ευχή σε κάποιον, που μας βοήθησε, να είναι ευτυχισμένος, χωρίς προβλήματα·
- ο Θεός να το κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει καμιά χρηστικότητα είτε λόγω παλαιότητας είτε λόγω ακαταλληλότητας ή, και αν την έχει, είναι μηδαμινή ή και επικίνδυνη:  «αγόρασε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αλλά ο Θεός να το κάνει αυτοκίνητο, γιατί φοβάσαι και να μπεις μέσα || αγόρασε ένα διαμέρισμα, αλλά ο Θεός να το κάνει διαμέρισμα, γιατί είναι στο υπόγειο μιας παλιάς οικοδομής»·
- ο Θεός να τον κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος δεν έχει καμιά από τις ιδιότητες που το αποδίδουν ή, και αν τις έχει, είναι μηδαμινές: «θα πάω στο γιατρό μου για μια εξέταση. -Ο Θεός να τον κάνει γιατρό αυτόν τον κομπογιαννίτη || έδωσα την υπόθεσή μου σ’ έναν δικηγόρο, αλλά ο Θεός να τον κάνει δικηγόρο, γιατί είναι απ’ τους μεγαλύτερους χασοδίκες»·
- ο Θεός να φυλάει! βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- ο Θεός ο ίδιος να… ή ο ίδιος ο Θεός να…, δηλώνει εμμονή σε κάποια απόφασή μας: «ο Θεός ο ίδιος να μου το πει, εγώ δεν αποσύρω τη μήνυση που του ’κανα || ο Θεός ο ίδιος να με παρακαλέσει να μην πάω, εγώ θα πάω για να του μπω στο μάτι»·
- ο Θεός πάντα το καλό, ευχετική προσφώνηση ανάμεσα σε πότες, την ώρα που σηκώνουν το ποτήρι τους να πιουν. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και (κι)·
- ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει, έκφραση που δηλώνει πως η τύχη είναι ευμετάβλητη και συνήθως απευθύνεται προειδοποιητικά σε κείνους που παινεύονται για την καλή τους τύχη: «μην κοκορεύεσαι για την καλή σου τύχη, γιατί ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει»· βλ. και φρ. ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει·
- ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, ο Θεός στέλνει τις μεγάλες στενοχώριες, τις μεγάλες συμφορές, τα μεγάλα βάρη, σε κείνους που μπορούν να τα αντέξουν: «ό,τι κακό και να σου τύχει εσένα, δε σε φοβάμαι, γιατί ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι»·
- ο Θεός της Ελλάδας, βλ. λ. Ελλάδα·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, παράλληλα με τη φροντίδα του Θεού, πρέπει και εμείς να φροντίζουμε για τα προς το ζην: «εσύ την άραξες στο σπίτι σου και τα περιμένεις όλα απ’ το Θεό. Βέβαια, ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά». Πρβλ.: σύν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει·
- ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει, λέγεται για άτομο που, χωρίς να κοπιάζει διόλου, του έρχονται όλα ευνοϊκά, ή λέγεται για άτομο του οποίου για την προκοπή του ενδιαφέρεται ενεργά κάποιος άλλος: «γι’ αυτόν δεν πρέπει ν’ ανησυχείς, γιατί ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει». Συνών. αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει·
- ο κουβαλητής θυμάται το Θεό, μόνο όταν έχει το φορτίο στον ώμο του, βλ. λ. κουβαλητής·
- ο Λόγος του Θεού, βλ. λ. λόγος·
- ο Νόμος του Θεού, βλ. λ. νόμος·
- οίκος (του) Θεού, βλ. λ. οίκος·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, βλ. λ. μέρα·
- όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει, όποιον αγαπά ο Θεός τον υποβάλλει σε δοκιμασίες: «η στενοχωριέσαι με τις δυσκολίες που σου τυχαίνουν, γιατί όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει». Πρβλ.:
ν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. (Παύλου Προς Εβραίους, ιβ΄ 6]·
- όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, όποιος ελεεί φτωχό, ο Θεός θα του το ανταποδώσει. Η φρ. υπάρχει γραμμένη σε πολλές εκκλησίες·
- όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όπως ορίζει ο Θεός ή όπως ορίσει ο Θεός, σύμφωνα με την επιθυμία του Θεού: «δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τίποτα στη ζωή, γιατί όλα γίνονται όπως ορίσει ο Θεός»·
- οργή Θεού, βλ. λ. οργή·
- όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει, παρ’ όλη την εργατικότητα του ανθρώπου αν δεν υπάρχει και η θεϊκή βούληση, τότε δε θα μπορέσει να προκόψει·
- όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, είναι και φορές που η ατυχία μας εμποδίζει να απολαύσουμε τα οφέλη από τις προσπάθειές μας, τα αγαθά τον κόπων μας: «καμιά φορά έρχονται έτσι τα πράγματα στη ζωή, που, όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί»·   
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- όταν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών, όταν έχουμε την προστασία του Θεού, δεν πρέπει να φοβόμαστε κανένα κακό από οποιονδήποτε·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ ή όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν έχει καθόλου μυαλό, που είναι πολύ κουτός, ανόητος, βλάκας: «μην τον συνερίζεσαι γι’ αυτά που λέει και κάνει, γιατί, όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα»·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, από το ότι, τα πάντα στη ζωή του ανθρώπου είναι ρευστά, απρόβλεπτα και εξαρτιόνται από τη βούληση του Θεού: «πάνε ν’ ανάψεις κανένα κεράκι τώρα που ξεκινάς καινούρια δουλειά, γιατί δεν πρέπει να σου διαφεύγει πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει»·    
- (ούτε) το Θεό μπάρμπα να ’χει, με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση δε θα πραγματοποιήσουμε ή δε θα αφήσουμε να πραγματοποιηθεί κάτι που τον συμφέρει ή που τον ωφελεί: «δε θα τον πάρω στη δουλειά μου, ούτε το Θεό μπάρμπα να ’χει || δε θα του δώσω την άδεια που θέλει, ούτε το Θεό μπάρμπα  να ’χει»·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, βλ. λ. παιδί·
- παιδιά του Θεού, βλ. λ. παιδί·
- πήγαινε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- πήγαινε στο έλεος του Θεού! βλ. λ. έλεος·
- πήγε στο Θεό, πέθανε και σίγουρα η ψυχή του πήγε στον Παράδεισο: «ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο σχωρεμένος και σίγουρα η ψυχή του πήγε στο Θεό». Συνηθισμένη δικαιολογία σε μικρό παιδί για το θάνατο ατόμου της οικογενείας του·
- πλάσμα του Θεού, βλ. λ. πλάσμα·
- πλούσια, Θεέ μου, τα ελέη σου! ή πλούσια τα ελέη του Θεού! αναφώνηση ευχαριστίας προς το Θεό για την αφθονία αγαθών, ιδίως τροφών που υπάρχουν σε ένα τραπέζι·
- ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! ξέσπασε με τέτοια οργή και μανία, που προξενούσε φόβο: «μόλις μας είδε να τεμπελιάζουμε, άρχισε να φωνάζει σαν μανιακός και ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε!»·
- προβατάκι του Θεού, βλ. λ. προβατάκι·
- προς Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως κακό, ή έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας για κάτι κακό που μας προσάπτει κάποιος: «προς Θεού, πρέπει να προσέχουμε καλά μη μας συμβεί κανένα κακό! || μα τι λες, προς Θεού, ούτε που το σκέφτηκα να σε κατηγορήσω!»·
- πρώτα ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου, έκφραση με την οποία θέλουμε να υπογραμμίσουμε την αξία του καλού γείτονα: «ο καλός γείτονας είναι μεγάλη τύχη για κάποιον, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου»·
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! α. έχω εξαντληθεί σωματικά ή οικονομικά: «ήταν τόσο κουραστική σήμερα η δουλειά, που πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! || έπεσε τέτοια αναδουλειά στο μαγαζί και το πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει!». β. μετά βίας συγκρατώ τα νεύρα μου, μετά βίας συγκρατιέμαι να μην ενεργήσω βίαια εναντίον κάποιου: «λέει τέτοιες ανοησίες και πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το μόνο ή το μονάχα, ενώ πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άρθρο το·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. φρ. πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει(!)·
- σε τι Θεό πιστεύεις; λέγεται σε άτομο που συμπεριφέρεται με μεγάλη σκληρότητα και δηλώνει συνήθως παράκληση να συμπεριφερθεί πιο ήπια ή με επιείκεια: «μην τον κλείσεις φυλακή για μια κωλοεπιταγή, που δεν είχε να σου πληρώσει, σε τι Θεό πιστεύεις;»·
- σημαδεμένος απ’ το Θεό, αυτός που είναι ανάπηρος, σακάτης εκ γενετής: «τον τρώει ένα σαράκι, γιατί έχει ένα παιδί σημαδεμένο απ’ το Θεό»·
- στην ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- στο Θεό σου! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού! (Λαϊκό τραγούδι: Έλλη, στο Θεό σου, τι έχεις στο μυαλό σου;)·
- στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση, κανένας δεν μπορεί να κατακρίνει κάποιον, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ενεργεί, για την απόκτηση ζωτικών αναγκών στη ζωή του·
- συν Θεώ, με τη βοήθεια του Θεού: «συν Θεώ όλα θα πάνε καλά»·
- τ’ αγαθά του Θεού, βλ. λ. αγαθό·
- τα ελέη του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- τα καλά του Θεού, αφθονία υλικών αγαθών: «τα καλά του Θεού έχουμε, δε μας λείπει τίποτα»·
- τέλος και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέλος·
- τέρμα Θεού, βλ. λ. τέρμα·
- τέρμα και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέρμα·
- τι Θεό λατρεύει, βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύει·
- τι Θεό λατρεύεις; βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύεις(;)·
- τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Πολλές φορές, τη φρ. προτάσσεται το πω πω ή το ε ρε·
- τι να σε βαρέσω, που ’σαι βαρεμένος απ’ το Θεό, βλ. φρ. τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό·
- τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό, υποτιμητική έκφραση σε άτομο που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το χτυπήσουμε, γιατί η μεγάλη βλακεία του, η μεγάλη ανοησία του θεωρούμε πως είναι χτύπημα από το Θεό· 
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. λ. πουλί·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, βλ. λ. πουλί·
- το Θεό, ειρωνική έκφραση ή έκφραση φιλοφροσύνης στο ευχαριστώ που μας λέει κάποιος για κάποια εξυπηρέτηση ή άλλη διευκόλυνση που του κάναμε·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο Θεός, βλ. φρ. το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, λ. παπάς·
- το ’χω Θεό (μου) ή το ’χω για Θεό (μου) ή το ’χω σαν Θεό (μου), το λατρεύω, το αγαπώ πάρα πολύ, ιδίως το χρήμα: «όλοι στην οικογένειά μου ήταν τσιγκούνηδες άνθρωποι κι έτσι έμαθα κι εγώ να ’χω σαν Θεό το χρήμα». (Λαϊκό τραγούδι: την έσπασες στα γρήγορα, γι’ άλλο κορόιδο τρέχεις, γιατί το χρήμα αγαπάς και για Θεό το έχεις!
- τον αγαπάει σαν Θεό, τον υπεραγαπά: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν τον αγαπάει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος το ’πε πως εγώ σε ξεχνώ, εγώ για σένα λιώνω νύχτα μέρα στο κόσμο σαν Θεό σ’ αγαπώ
- τον βλέπει σαν Θεό, τον υπεραγαπά, τον λατρεύει: «ο άντρας της δε της χαλάει χατίρι κι αυτή τον βλέπει σαν Θεό»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον έκανα Θεό ή τον έχω κάνει Θεό, τον θερμοπαρακάλεσα: «τον έκανα Θεό να με βοηθήσει, αλλά αυτός τίποτα || τον έκανα Θεό ν’ αποσύρει τη μήνυση κι ευτυχώς που τον έπεισα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ έχω κάνει Θεό μια φορά να σε δω, να σου πω σ’ αγαπώ γύρνα πίσω
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, πρόκειται για πολύ τυχερό, για πολύ ευτυχισμένο άνθρωπο: «με ό,τι καταπιαστεί, βγάζει ένα σωρό λεφτά, λες και τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια»·  
- τον έχω Θεό (μου) ή τον έχω για Θεό μου ή τον έχω σαν Θεό (μου), τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ: «μην πεις κουβέντα για τον πατέρα του, γιατί τον έχει Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: σε είχα σαν Θεό μου σε λάτρευα πολύ, μα εσύ αντί για μάννα μου έδωσες χολή
- τον κοιτάζω σαν Θεό, τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ και παράλληλα τον σέβομαι υπερβολικά: «τους γονείς του τους κοιτάζει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, σαν Θεό μου σε κοιτώ, αχ, σε λατρεύω σ’ αγαπώ· μα εσύ αδιαφορείς, δε γυρίζεις να με δεις
- τον ξέχασε ο Θεός, είναι υπέργηρος: «μη ρωτάς πόσο χρονών είναι, τον ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. μας ξέχασε ο Θεός·
- τον πήρε ο Θεός, πέθανε: «είναι μήνες τώρα που τον πήρε ο Θεός». Πρβλ. Άγιε μου Γιώργη γείτονα, να μ’ έπαιρνες να γλίτωνα (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον τιμώρησε ο Θεός, τελικά δε γλίτωσε την τιμωρία: «μπορεί να ξέφυγε απ’ τους ανθρώπους, αλλά στο τέλος τον τιμώρησε ο Θεός»·
- του βγάζω το Θεό, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «του ’βγαλε το Θεό μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε πάρει». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την πίστη / του βγάζω την ψυχή / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό / του βγάζω τον κώλο / του βγάζω τον πάτο·
- του βγάζω το Θεό ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «μπορεί να του βγάζω το Θεό ανάποδα κάθε μέρα, επειδή του ανέθεσα δύσκολη δουλειά, αλλά τον πληρώνω διπλάσια». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την πίστη ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του γαμώ το Θεό, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον είδε που ενοχλούσε έγκυο γυναίκα κι εκεί μπροστά στον κόσμο του γάμησε το Θεό». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις κατάλαβε ο πατέρας του πως ήταν πάλι πιωμένος του γάμησε το Θεό || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε το Θεό». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά.Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- του Θεού το χρόνια δε σώνονται, α. λέγεται για τους βιαστικούς και ανυπόμονους ανθρώπους: «σιγά, ρε άνθρωπέ μου, μη βιάζεσαι, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται». β. λέγεται από αυτούς που δε βιάζονται, που αφήνουν για το μέλλον αυτά που μπορούν να κάνουν σήμερα, που αναβάλλουν συνεχώς: «έλα μωρέ, γιατί να βιαστώ, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται»· 
- του τα δίνει ο Θεός με τη σέσουλα, βλ. φρ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι, λέγεται για την αφθονία υλικών αγαθών που έχει κάποιος, και που συνεχώς προστίθενται και άλλα: «πώς να μην είναι ευτυχισμένος, απ’ τη στιγμή που του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι;»·
- του τα δίνει ο Θεός με το τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του χρωστάει ο Θεός, λέγεται για άτομο που, με ό,τι καταπιάνεται, κερδίζει με ευκολία πάρα πολλά λεφτά: «μην απορείς για το χρήμα που βγάζει αυτός ο άνθρωπος, γιατί του χρωστάει ο Θεός»·
- Ύψιστε Θεέ! ή Ύψιστε Θεέ μου! βλ. λ. ύψιστος·
- υψώνω τα χέρια μου στο Θεό, βλ. λ. χέρι·
- φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- φωνή λαού, οργή Θεού, βλ. λ. φωνή·
- χάλασε ο Θεός τον κόσμο, προκλήθηκε μεγάλη, ανυπολόγιστη καταστροφή από φυσικά κυρίως αίτια ή στοιχεία: «ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο || έγιναν τέτοιες πλημμύρες, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο»·
- ψωλή καυλωμένη Θεό δεν ονομάζει, βλ. λ. ψωλή.

θέση

θέση, η, ουσ. [<αρχ. θέσις], η θέση. 1. η καρέκλα, το κάθισμα: «πόσες θέσεις χρειάζεσαι να σου φέρω; || θα πάω οικογενειακώς στο θέατρο και κράτησα πέντε θέσεις». 2. κατάσταση στην οποία βρίσκεται κανείς: «ήταν σε άσχημη θέση και τον βοήθησα να ξελασπώσει». 3. η τοποθεσία, ο συγκεκριμένος τόπος: «είχαν πιάσει τις θέσεις γύρω από την εξέδρα και περίμεναν την παρέλαση. 4. η θήκη: «το πορτοφόλι μου έχει πέντε θέσεις για διάφορες χρήσεις». 5. πρόταση, εισήγηση ή άποψη την οποία τεκμηριώνει κάποιος: «η παράταξη κατέβηκε στην τελευταία συνέλευση με θέσεις και τους τσάκισε». 6. υπαλληλική απασχόληση, υπαλληλική υπηρεσία: «μετά από πολλά βρήκε κι αυτός μια θέση στο δημόσιο». 7. στον πλ. οι θέσεις, αριθμός υπαλλήλων που μπορεί να δεχτεί μια δημόσια υπηρεσία για να εργαστούν ή αριθμός σπουδαστών που μπορεί να δεχτεί ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα για να τους εκπαιδεύσει: «προκηρύχθηκε διαγωνισμός για πέντε χιλιάδες θέσεις στο δημόσιο || ο υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε ότι αυξήθηκαν κατά δέκα χιλιάδες οι θέσεις των εισαγομένων στα πανεπιστήμια». (Ακολουθούν 84 φρ.)·
- αν κάθεσαι στη θέση σου, κανείς δε σε σηκώνει, όποιος δεν ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις ή δεν επιχειρεί πράγματα που είναι ανώτερα από τις δυνάμεις του, ούτε τον ενοχλεί κανένας αλλά και ούτε ζημιώνει: «να περπατάς στη ζωή σου φρόνιμα και με περίσκεψη, γιατί, αν κάθεσαι στη θέση σου, κανείς δε σε σηκώνει»·
- από θέση ισχύος, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, από την οποία αντλεί δύναμη, και για το λόγο αυτό, οτιδήποτε λέει ή κάνει, έχει κύρος: «ο διευθυντής μιλούσε από θέση ισχύος κι εγώ δεν μπορούσα ν’ αντικρούσω τα επιχειρήματά του»·
- από θέση περιωπής, α. από εξέχουσα, ισχυρή κοινωνική ή πολιτική θέση: «μιλάει από θέση περιωπής, γι’ αυτό λέει με τόση άνεση αυτά που λέει». β. από ανώτατη πνευματική θέση, χωρίς προκαταλήψεις: «εξετάζει όλα τα θέματα από θέση περιωπής»·
- αφήνω στη θέση μου, λόγω απουσίας μου, αφήνω κάποιον να ενεργεί για λογαριασμό μου, αφήνω αντικαταστάτη μου, πληρεξούσιό μου: «κάθε φορά που λείπω απ’ το εργοστάσιο, αφήνω στη θέση μου τον τάδε»·
- βάζω στη θέση μου, βλ. φρ. αφήνω στη θέση μου·
- βάζω τα πράγματα στη θέση τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βαστώ τη θέση μου, βλ. λ. κρατώ τη θέση μου·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη θέση, α. αντιμετωπίζω μεγάλες δυσκολίες, ιδίως οικονομικές, περνώ πολύ δύσκολα: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, βρίσκομαι σ’ άσχημη θέση». β. (για αναμετρήσεις ή ανταγωνισμούς) υπολείπομαι κατά πολύ του αντιπάλου μου ή του ανταγωνιστή μου: «μετά την καταμέτρηση των μισών ψηφοδελτίων, ο τάδε υποψήφιος βρίσκεται σε άσχημη θέση έναντι του αντιπάλου του»·   
- βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, αντιμετωπίζω δυσκολίες, περνώ δύσκολα: «απ’ τη μέρα που με απέλυσαν απ’ τη δουλειά μου, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση || όταν έρχονται δυο φίλοι μου για να λύσω τις διαφορές τους, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, γιατί δεν ξέρω ποιον απ’ τους δυο να βοηθήσω»· 
- βρίσκω θέση, βρίσκω χώρο, τόπο, καρέκλα για να καθίσω: «βρήκα θέση μπροστά στην πίστα και απόλαυσα το πρόγραμμα». (Λαϊκό τραγούδι: ντράγκα ντρουμ, να βρούμε θέση λίγο απάνω σου να γείρω, γιατί έχω γίνει φέσι
- βρίσκω μια θέση στον ήλιο, βολεύομαι σε μια κατάσταση που είναι ευνοϊκή για τη ζωή και για τα σχέδιά μου, ιδίως εξασφαλίζομαι οικονομικά, αναγνωρίζομαι κοινωνικά: «όλοι στη ζωή τους αγωνίζονται να βρουν μια θέση στον ήλιο»·
- για μια θέση στον ήλιο, για το στοιχειώδες δικαίωμα της επιβίωσης ή της επιτυχίας που έχει ο κάθε άνθρωπος για την οικονομική του εξασφάλιση ή για την κοινωνική του αναγνώριση: «απ’ τη μέρα που γεννιέται ο άνθρωπος, αγωνίζεται για μια θέση στον ήλιο»·
- δε μένει ήσυχος στη θέση του, βλ. φρ. δεν κάθεται ήσυχος στη θέση του·
- δε μένει στη θέση του, βλ. φρ. δεν κάθεται στη θέση του·
- δεν είμαι σε θέση να…, δεν μπορώ, δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω κάτι, ιδίως λόγω σωματικής ή οικονομικής αδυναμίας: «δεν είμαι σε θέση να τρέξω, γιατί πάσχω απ’ τα πνευμόνια μου || δεν είμαι σε θέση να ’ρθω σ’ αυτό το ταξίδι, γιατί δεν μου το επιτρέπουν τα οικονομικά μου»· βλ. και φρ. δεν είμαι σε κατάσταση να…, λ. κατάσταση·
- δεν έχεις θέση εδώ, δεν ανήκεις σε αυτόν τον κοινωνικό ή οικονομικό κύκλο: «αυτό το κλαμπ είναι μόνο για τους βιομηχάνους, γι’ αυτό δεν έχεις θέση εδώ»·
- δεν έχω θέση (κάπου), είμαι άσχετος ή ανεπιθύμητος σε κάποιο περιβάλλον: «δεν έχω θέση εγώ, ένας απλός επαγγελματίας, στο χορό των βιομηχάνων»·
- δεν έχω θέση, δεν έχω στη διάθεσή μου κάποιο χώρο ή κάθισμα για να καθίσω: «εγώ θα μείνω όρθιος γιατί δεν έχω θέση»·
- δεν κάθεται ήσυχος στη θέση του, είναι ανήσυχος, ενεργητικός, αεικίνητος: «όλο θέλει ν’ ασχολείται με κάτι, γι’ αυτό δεν κάθεται ήσυχος στη θέση του»· βλ. και φρ. δεν κάθεται στη θέση του·
- δεν κάθεται στη θέση του, αναμειγνύεται σε ξένες υποθέσεις: «αν δει καβγά, δεν κάθεται στη θέση του και χώνεται να τους χωρίσει»·
- δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ τη θέση του, κανένας δεν έχει τη δυνατότητα να τον απομακρύνει από τη θέση εργασίας που κατέχει: «είναι ανεψιός του διευθυντή και δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ τη θέση του»· βλ. και φρ. δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ την καρέκλα του, λ. καρέκλα·
- δεν το επιτρέπει η θέση μου να… ή η θέση μου δεν το επιτρέπει να…, α. δεν μπορώ, δεν έχω τη δυνατότητα ή τη θέληση να συμμετέχω κάπου, ιδίως λόγω κοινωνικής διαφοράς: «δεν το επιτρέπει η θέση μου να κάνω παρέα μ’ αυτούς τους παρακατιανούς || εγώ θέλω να κάνω παρέα μαζί τους, αλλά βλέπεις, δεν το επιτρέπει η θέση μου, γιατί αυτοί είναι της υψηλής κοινωνίας». β. λόγω ηλικίας, μόρφωσης ή αξιώματος, δε μου επιτρέπεται να συμπεριφερθώ όπως κάποιος που στερείται αυτών των ιδιοτήτων: «εσύ είσαι ένας απλός υπάλληλος και μπορείς να συναναστρέφεσαι όποιον θέλεις, εγώ όμως που είμαι διευθυντής, δεν το επιτρέπει η θέση μου να συναναστρέφομαι τον καθένα»· βλ. και φρ. δεν το επιτρέπει η κατάστασή μου να…, λ. κατάσταση· 
- δεύτερη θέση, (για μέσα συγκοινωνίας) όπου προσφέρονται λιγότερες ανέσεις από την πρώτη θέση (βλ. φρ.)·
- διαχωρίζω τη θέση μου, διαφοροποιώ τις απόψεις μου σε σχέση με άλλον ή άλλους: «απ’ τη στιγμή που εσείς θέλετε να κάνετε του κεφαλιού σας, εγώ διαχωρίζω τη θέση μου και θα ενεργήσω με το δικό μου τρόπο»·
- δίνω τη θέση μου (σε κάποιον), α. με διαδέχεται, με αντικαθιστά κάποιος άλλος σε ένα αξίωμα που κατέχω: «επειδή βγαίνω στη σύνταξη, θα δώσω τη θέση του διευθυντή στον τάδε». β. λόγω σεβασμού παραχωρώ τη θέση μου σε κάποιον να καθίσει: «μόλις δω κάποιον ηλικιωμένο στο λεωφορείο, σηκώνομαι και του δίνω τη θέση μου»·
- δυσκολεύω τη θέση μου, επιδεινώνω την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκομαι: «με τα ψέματα που μας αραδιάζεις, δυσκολεύεις τη θέση σου»·
- εγώ στη θέση σου θα…, αν αυτό που συνέβη σε σένα συνέβαινε σε μένα, τότε θα…: «δε χειρίστηκες καλά το θέμα, γιατί εγώ στη θέση σου θα τον συγχωρούσα, αν ερχόταν και μου ζητούσε συγνώμη»·
- είμαι σε δύσκολη θέση, βλ. φρ. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση·
- είμαι σε θέση να..., έχω τη δυνατότητα, διαθέτω τις κατάλληλες προϋποθέσεις, μπορώ: «είμαι σε θέση ν’ ανταποκριθώ στο αίτημά σου || είμαι σε θέση ν’ αναλάβω αυτή τη δουλειά, όσο δύσκολη κι αν είναι»·
- είναι δύσκολη η θέση μου, αντιμετωπίζω δυσκολίες, προβλήματα: «είναι δύσκολη η θέση μου, γιατί έπεσε αναδουλειά κι έχω ένα σωρό υποχρεώσεις || είναι δύσκολη η θέση μου, γιατί πρέπει ν’ απολύσω τον έναν απ’ τους δυο, αλλά, απ’ ό,τι ξέρω, έχουν κι οι δυο τους μεγάλη ανάγκη από δουλειά»· βλ. και φρ. είναι λεπτή η θέση μου·
- είναι λεπτή η θέση μου, είναι δύσκολη, αντιμετωπίζω δυσκολία στο χειρισμό ενός ζητήματος: «είναι λεπτή η θέση μου και δεν μπορώ να σε προσλάβω υπάλληλο στον τομέα μου, γιατί, αν μάθουν στη διοίκηση πως είμαστε συγγενείς, θα ’χω προβλήματα»·
- είναι πιασμένη η θέση, είναι κατηλειμμένη: «δεν μπορείτε να καθίσετε εδώ, γιατί είναι πιασμένη η θέση»·
- είσαι σε θέση να…; έχεις τη δυνατότητα; διαθέτεις τις κατάλληλες προϋποθέσεις; μπορείς να…(;): «είσαι σε θέση ν’ αναλάβεις μια τόσο δύσκολη δουλειά; || εγώ θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, εσύ όμως είσαι σε θέση να την τελειώσεις;»·
- έλα στη θέση μου, (προτρεπτικά) προσπάθησε νοερά να βιώσεις αυτό που περνώ, αυτό που μου συμβαίνει, συνήθως όχι ευχάριστο, και τότε θα καταλάβεις το λόγο για τον οποίο αντιδρώ και συμπεριφέρομαι με το συγκεκριμένο τρόπο: «έλα στη θέση μου και πες μου, δεν έχω δίκιο που θέλω το κακό του, απ’ τη στιγμή που αυτός ο άνθρωπος έγινε αιτία να χάσω τη δουλειά μου;»· βλ. και φρ. είναι λεπτή η θέση μου·
- έλα μουνί στη θέση σου! βλ. λ. μουνί·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της, βλ. λ. καρδιά·
- έφυγε το μυαλό μου απ’ τη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το μυαλό (του) στη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
- έχω σίγουρη θέση, έχω εξασφαλισμένη την επαγγελματική μου απασχόληση, έχω βολευτεί σε μόνιμη υπαλληλική εργασία: «αυτόν μην το κλαις, γιατί, μόλις απολυθεί από στρατιώτης, έχει σίγουρη θέση στην τράπεζα»·
- ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, βλ. λ. καρδιά·
- ήρθε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. λ. ψυχή·
- ήρθε το μυαλό του στη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
- θέση κλειδί, επίκαιρη, νευραλγική θέση σε επιχείρηση ή οργανισμό: «έχει μια θέση κλειδί στο υπουργείο και είναι ο πρώτος που μαθαίνει τις μελλοντικές ενέργειες του υπουργού»·
- θέση περιωπής, ψηλή κοινωνική ή πολιτική θέση: «στο υπουργείο κατέχει μια θέση περιωπής»·
- καθαρίζω τη θέση μου, α. δίνω διευκρινίσεις, εξηγούμαι για κάποια υπόθεση, ιδίως παράνομη, στην οποία φαίνομαι ότι έχω αναμιχθεί: «υποστηρίζει πως άδικα τον κατηγορούν, γι’ αυτό πήγε στο διευθυντή να καθαρίσει τη θέση του». (Λαϊκό τραγούδι: τσιγάρο με βαρύ χαρμάνι πες μου ποιος το φουμάρισε, στα γρήγορα και μάνι μάνι τη θέση σου καθάρισε). β. χάνω όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε τυχερό παιχνίδι: «παίζαμε όλο το βράδυ και μέχρι το πρωί καθάρισα τη θέση μου». γ. πεθαίνω, σκοτώνομαι: «αυτός που ζητάς όντως έμενε σ’ αυτό το σπίτι, αλλά πάει καιρός που καθάρισε τη θέση του || έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του από ένα γκρεμό και καθάρισε τη θέση του»·
- καθάρισα τη θέση μου, απαλλάχτηκα από κάθε υποψία ή κατηγορία ύστερα από τις διευκρινήσεις, από τις εξηγήσεις που έδωσα για κάποια υπόθεση, ιδίως παράνομη, στην οποία φαινόμουν αναμεμειγμένος: «επειδή δεν ήθελα να υπάρχουν διάφορες υπόνοιες για μένα, πήγα στο διευθυντή και καθάρισα τη θέση μου». (Λαϊκό τραγούδι: καθάρισε τη θέση σου μ’ αυτή σου την κατάσταση, πριν κάνω επανάσταση
- κανόνισε τη θέση σου! βλ. φρ. κανόνισε την πορεία σου! λ. πορεία·
- κάνω θέση, μαζεύομαι, ώστε να υπάρξει χώρος για να καθίσει και κάποιος άλλος: «σε παρακαλώ, κάνε θέση να καθίσω κι εγώ». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το λίγο ή το λίγο μια· βλ. και φρ. του κάνω θέση·   
- κάτσε στη θέση σου! συμβουλευτική ή απειλητική προτροπή σε κάποιον να μην ασχολείται με τα προσωπικά μας ζητήματα, να μην επεμβαίνει, γιατί δεν έχει αυτό το δικαίωμα ή γιατί είμαστε ανώτεροι από αυτόν και πρέπει να υπακούσει στις διαταγές μας. Πολλές φορές, μετά τη φρ. ακούγεται το και μη μιλάς: «στην επόμενη κουβέντα που θα πεις, θα σου ’ρθει ανάποδη, γι’ αυτό κάτσε στη θέση σου και μη μιλάς, που θα μου κάνεις εμένα κριτική!»·
- κλείνω θέση, εξασφαλίζω εκ των προτέρων κάθισμα σε ένα χώρο ή σε κάποιο μεταφορικό μέσο: «έκλεισα πέντε θέσεις για το βράδυ στο τάδε νυχτερινό κέντρο || έκλεισα μια θέση στο αεροπλάνο»·
- κουνήσου απ’ τη θέση σου! (λέγεται αποτρεπτικά) να μη μας συμβεί αυτό που κακομελετάει κάποιος, που απευχόμαστε το κακό που ξεστόμισε κάποιος: «έτσι όπως τρέχεις, θα σκοτωθούμε! - Κουνήσου απ’ τη θέση σου! || με τον τρόπο που χειρίζεσαι τις δουλειές σου, θα χρεοκοπήσεις. -Κουνήσου απ’ τη θέση σου!»·
- κρατώ θέση, βλ. φρ. κλείνω θέση·
- κρατώ τη θέση μου, συμπεριφέρομαι με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μειωθεί η υπόληψή μου, συμπεριφέρομαι με αξιοπρέπεια σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής λογικής ή της κοινωνικής μου προέλευσης: «μπορεί εκείνος να φώναζε σαν τρελός, όμως εγώ κράτησα τη θέση μου και συμπεριφέρθηκα με πολιτισμένο τρόπο»·
- λάβετε θέσεις! παράγγελμα, ιδίως σε δρομείς, να πάρουν τις θέσεις τους στο σημείο εκκίνησης·
- με φέρνει σε δύσκολη θέση, με κάνει να αισθάνομαι άσχημα με την επιμονή του να κάνω ή να μην κάνω κάτι, ή συνήθως, από την επιμονή του να του δώσω κάτι ή γενικά με κάνει να αισθάνομαι άσχημα, να στενοχωριέμαι, επειδή δεν έχω τη δυνατότητα να τον εξυπηρετήσω: «λυπάμαι που δεν μπορώ να σε βοηθήσω, και ειλικρινά αυτό με φέρνει σε δύσκολη θέση»·
- μπες στη θέση μου, βλ. συνηθέστ. έλα στη θέση μου·
- ξεκαθαρίζω τη θέση μου, αποσαφηνίζω τη στάση που θα κρατήσω σε κάποιο ζήτημα ή τον τρόπο που θα ενεργήσω: «απ’ την αρχή ξεκαθάρισα τη θέση μου, για να μη λένε εκ των υστέρων πως τους κορόιδεψα»·
- ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, βλ. λ. κατάλληλος·
- παίζεται η θέση μου ή παίζω τη θέση μου, βλ. φρ. παίζω τη θέση μου κορόνα γράμματα·
- παίζω τη θέση μου κορόνα γράμματα, τη διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «δε θα μπορέσω να παρατυπήσω ούτε στο ελάχιστο, γιατί, αν το κάνω, παίζω τη θέση μου κορόνα γράμματα»·
- παίρνω θέση ή παίρνω μια θέση (σε κάτι), εκφράζω τη γνώμη μου, έχω άποψη για ένα συγκεκριμένο ζήτημα ή διένεξη, και τη φανερώνω: «πρέπει να πάρεις επιτέλους μια θέση στο πρόβλημά μας, γιατί δεν μπορούμε να συνεχίσουμε χωρίς να ξέρω τι σκέφτεσαι!»·
- παίρνω θέση, α. βρίσκω μια θέση και κάθομαι περιμένοντας να συμβεί κάτι, τοποθετούμαι κάπου: «μόλις τον είδε να ’ρχεται προς το μέρος του, πήρε θέση και τον περίμενε || πάρε θέση κι άκου προσεκτικά τι έχω να σου πω». β. καταλαμβάνω επίκαιρο σημείο: «οι στρατιώτες πήραν θέσεις στους γύρω λόφους». γ. δίνω στο σώμα μου την κατάλληλη στάση για να κάνει κάτι κάποιος σε αυτό: «μόλις πήρα θέση, η νοσοκόμα μου κάρφωσε την ένεση στον κώλο || μόλις πήρα θέση, με φωτογράφισε ο φωτογράφος». Συνήθως, στην τελευταία περίπτωση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το την κατάλληλη ή το την πρέπουσα και είναι φορές που χρησιμοποιείται για σεξουαλικό λόγο: «μόλις πήρε την κατάλληλη θέση, την πήδηξα κανονικά»·
- παίρνω τη θέση (κάποιου), τον αντικαθιστώ, τον διαδέχομαι στο αξίωμα που κατείχε: «ξέρω καλά πως, μόλις βγει ο διευθυντής στη σύνταξη, θα πάρω τη θέση του»· βλ. και φρ. πήρε τη θέση του·
- παίρνω τη θέση μου, πάω στο σημείο εκείνο που μου έχουν υποδείξει εκ των προτέρων: «οι δρομείς πήραν τις θέσεις τους και περίμεναν το σήμα της εκκίνησης»·
- παραιτούμαι απ’ τη θέση μου, παραιτούμαι από τη θέση εργασίας ή από το αξίωμα που κατέχω: «επειδή ήθελαν να με μεταθέσουν στην επαρχία, παραιτήθηκα απ’ τη θέση μου || ο υπουργός παραιτήθηκε απ’ τη θέση του, γιατί διαφώνησε με τον πρωθυπουργό»·
- πάω στη θέση μου, επιστρέφω στο σημείο στο βρισκόμουν, που κατείχα προηγουμένως: «πετάχτηκα μέχρι την τουαλέτα και τώρα πάω στη θέση μου, γιατί όπου να ’ναι αρχίζει πάλι το έργο»·
- πετιέμαι απ’ τη θέση μου, δοκιμάζω μεγάλη έκπληξη από κάτι καλό ή κακό: «πιστεύαμε πως ήταν φυλακή και, μόλις τον είδαμε να μπαίνει στο μπαράκι, πεταχτήκαμε όλοι απ’ τη θέση μας! || μόλις ακούστηκε ο κρότος της τράκας, πεταχτήκαμε απ’ τη θέση μας και βγήκαμε να δούμε τι συμβαίνει»·
- πήγε η καρδιά μου στη θέση της, βλ. λ. καρδιά·
- πήγε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. λ. ψυχή·
- πήρε μια θέση στην ιστορία ή πήρε τη θέση του στην ιστορία (κάποιος), η πορεία και οι πράξεις του στη ζωή του αξιολογήθηκαν από τους ιστορικούς πολύ θετικά: «ο Κολοκοτρώνης πήρε τη θέση του στην ιστορία || ο Εμμανουήλ Παπάς πήρε μια θέση στην ιστορία»·
- πήρε τη θέση του, τον υποστήριξε σε κάποια διένεξη που είχε με κάποιον άλλον: «επειδή είναι φίλοι, αμέσως πήρε τη θέση του στη διένεξη που είχε με τον άλλον»· βλ. και φρ. παίρνω τη θέση (κάποιου)·
- πιάνω θέση ή πιάνω τη θέση, βρίσκω άδειο μέρος, χώρο ή κάθισμα και κάθομαι: «έβαλε το παλτό του στο κάθισμα για να πιάσει τη θέση, κι ύστερα πήγε στο καπνιστήριο || έπιασε θέση κοντά στην πίστα και χάζευε αυτούς που χόρευαν»· καταλαμβάνω επίκαιρο σημείο: «οι στρατιώτες έπιασαν θέσεις στους γύρω λόφους»·
- πριονίζω τη θέση (κάποιου), προσπαθώ αργά και μεθοδικά με συγκεκριμένες ενέργειες να υποσκάψω το έργο που κάνει κάποιος, να τον φθείρω ή να τον αποδυναμώσω για να χάσει κάποιο αξίωμα που κατέχει ή για να χαλάσω μια ευνοϊκή γι’ αυτόν κατάσταση: «μπροστά σου μπορεί να είναι αγκαλιές και φιλιά, πρόσεξε όμως, γιατί από πίσω πριονίζει τη θέση σου και θα βρεθείς χωρίς να το καταλάβεις εκτεθειμένος»·
- πρώτη θέση, α. (για μέσα συγκοινωνίας) χώρος όπου προσφέρονται ιδιαίτερες ανέσεις και για το λόγο αυτό είναι και πιο ακριβός: «όταν ταξιδεύω με τρένο ή με πλοίο, ταξιδεύω πάντα πρώτη θέση». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ ένα τρένο με το Χάρο οδηγό, επιβάτες ένας πλούσιος κι εγώ, πρώτη θέση εταξίδευε αυτός και στην τρίτη εγώ που ήμουνα φτωχός).Αναφέρεται και δεύτερη ή τρίτη θέση, που είναι πιο φτηνές και που οι ανέσεις είναι λιγότερες. β.(για κινηματογράφους και ιδίως για θέατρα) που βρίσκεται κοντά στη σκηνή: «πλήρωσα κάτι παραπάνω στην ταμεία του θεάτρου για να μας δώσει πρώτη θέση»·
- ροκανίζω τη θέση (κάποιου), βλ. φρ. πριονίζω τη θέση (κάποιου)·
- στη θέση (του τάδε), αντί του τάδε: «θα κάνω βάρδια στη θέση του τάδε»·
- στη θέση σου, (του), στην περίπτωσή σου (του), αν μου συνέβαινε αυτό που σου (του) συμβαίνει: «στη θέση σου, αν σου μιλούσε μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο, πες μου, δε θα τον έσπαζες στο ξύλο;»·
- τον βάζω σε μια θέση, τον διορίζω σε μια θέση εργασίας: «δε μπορείς να τον βάλεις σε μια θέση για να μην τεμπελιάζει;»·
- τον βάζω στη θέση του, α. του αφαιρώ τη μεγάλη οικειότητα ή το θάρρος που έδειχνε, του δίνω να καταλάβει την απόσταση που μας χωρίζει, του υποδεικνύω πώς να συμπεριφέρεται: «πρέπει να βρεθεί κάποιος να τον βάλει στη θέση του, γιατί νομίζει πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει». β. του αφαιρώ τα επιχειρήματά του, τον αποστομώνω χρησιμοποιώντας τις ίδιες του τις πράξεις ή τα λόγια: «μόλις αποκάλυψα πως κι αυτός είχε υπογράψει για την απόλυση των συγκεκριμένων εργατών, τον έβαλα στη θέση του»·
- του κάνω θέση, παραμερίζω για να καθίσει, ιδίως λόγω σεβασμού: «μόλις δω ηλικιωμένο άνθρωπο στο λεωφορείο, του κάνω αμέσως θέση»·
- του ’φαγα τη θέση, κατέλαβα το μέρος, το χώρο, το κάθισμα στο οποίο καθόταν ή την υπαλληλική απασχόληση ή υπηρεσία του, ιδίως με πονηριά, με δόλο: «τον έστειλα δήθεν να μου πάρει τσιγάρα και του ’φαγα τη θέση || τον καιρό που ήταν άρρωστος, έκανα όλα τα χατίρια του διευθυντή του και του ’φαγα τη θέση»·
- τρίτη θέση, (για μέσα συγκοινωνίας) οικονομική θέση στην οποία ταξιδεύουν συνήθως οι φτωχοί και οι στρατιώτες: «επειδή δεν είχε λεφτά, ταξίδευε τρίτη θέση». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στο τρένο της Γερμανίας-Αθηνών, στην τρίτη θέση, σε μιαν άκρη καθισμένος, αφήνω πίσω μου το μαύρο παρελθόν και φεύγω στο άγνωστο, φτωχός κι αδικημένος 
- υψηλή θέση, ανώτατη υπαλληλική υπηρεσία: «κατέχει υψηλή θέση στο δημόσιο || εργάζεται σε μια μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση όπου κατέχει υψηλή θέση»·
- φέρνω σε δύσκολη θέση (κάποιον), με τα λόγια ή τις πράξεις μου κάνω κάποιον να αισθανθεί άσχημα, αμήχανα: «με τις εξυπνάδες του φέρνει πολλές φορές σε δύσκολη θέση τους άλλους»·
- χάνω τη θέση μου, χάνω τη θέση εργασίας που έχω σε κάποια επιχείρηση ή οργανισμό, απολύομαι: «δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω ρουσφέτια, γιατί, αν γίνει αντιληπτό, θα χάσω τη θέση μου».

κάνω

κάνω κ. κάμω, ρ. [<αρχ. κάμνω], κάνω. 1. κατασκευάζω, παρασκευάζω: «έχει ένα εργοστάσιο και κάνει είδη υγιεινής || το αγόρασε ερείπιο και μέσα σ’ ένα χρόνο το ’κανε με τα χέρια του σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: να σε δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε, και να κάνω μια καινούρια κοινωνία άλληνε). 2. μαγειρεύω: «ουμ! Μοσχομυρίζει το σπίτι. Τι φαγητό κάνεις;». 3. εκτελώ, ενεργώ: «θα μου κάνεις έναν καφέ; || κάνε ό,τι σου λένε». 4. αποκτώ, δημιουργώ: «έκανε περιουσία». (Λαϊκό τραγούδι: μποέμικα θα ζήσω τη ζωή μου, θα πίνω, θα γλεντώ και θα γελώ, γιατί δεν παίρνω τίποτα μαζί μου ό,τι κι αν έκανα θα μείνουν όλα εδώ). 5. απαντώ: «δε θα ’ρθω μαζί σου, έκανε ο Γιώργος και κάθισε στη θέση του». 6. καθαρίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ: «αύριο θα κάνουμε το υπόγειο, γιατί είναι άνω κάτω || βοηθάω τη μητέρα μου να κάνει το σπίτι». 7. κοστίζω: «πόσο κάνει ο καφές;». 8. τεκνοποιώ: «παντρεύτηκαν πριν από δέκα χρόνια κι έχουν κάνει τρία παιδιά». 9. συμπεριφέρομαι, ενεργώ με κάποιον τρόπο: «μην κάνεις σαν να ’σαι χαζός || είναι σωστό αυτό που κάνεις;». (Λαϊκό τραγούδι: στο γράμμα σου δεν έπρεπε έτσι να με πικράνεις, είναι για μένα θάνατος, μικρό μου, αυτό που κάνεις). 10. διατελώ, χρηματίζω: «έκανε δυο χρόνια πρόεδρος του σωματείου μας». 11. ασκώ περιστασιακά κάποιο επάγγελμα: «κάποτε έκανα τον ταξιτζή». 12. επιχειρώ: «δεν κάνει τίποτα, αν δεν πάρει πρώτα τη συμβουλή του πατέρα του». 13. ασχολούμαι επαγγελματικά με κάτι: «κάνω μεταφορές || κάνω το μεσίτη». 14. υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω: «μας κάνει τον σπουδαίο || μην κάνεις τον τρελό για να τη γλιτώσεις!». (Δημοτικό τραγούδι: έβγα στο παραθύρι κρυφά απ’ τη μάνα σου και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου). 15. ζω: «πώς μπορείς και κάνεις με τόση φτώχεια!». 16. διαμένω περιστασιακά σε κάποιον τόπο: «αν το απαιτήσουν οι ανάγκες της εταιρείας, θα κάνεις για ένα διάστημα και στην επαρχία». 17. διανύω: «την απόσταση Θεσσαλονίκη-Αθήνα την κάνω με το καινούριο μου αυτοκίνητο μέσα σε τέσσερις ώρες». 18. (για ηθοποιούς) υποδύομαι: «παίζω στο τάδε έργο και κάνω έναν αστυνομικό». (Ακολουθούν 2222)·
- ακόμη τα κάνει απάνω του ή τα κάνει ακόμη απάνω του, βλ. λ. απάνω·
- ακόμη τα κάνει στα βρακιά του ή τα κάνει ακόμη στα βρακιά του, βλ. λ. βρακί·
- άλλα λες κι άλλα μου κάνεις, βλ. λ. λέω·
- άλλο δεν κάνει απ’ το να… , βλ. φρ. δεν κάνει άλλο απ’ το να(…)·
- άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, βλ. λ. ντενεκές·
- άλλοι κάνουν φίλους κι άλλοι κάνουν φίδια, βλ. λ. φίλος·
- άμα έχεις το μπαμπάκι, όπου θες κάνεις κονάκι, βλ. λ. μπαμπάκι·
- αν δε σου κάνει κόπο ή αν δε σας κάνει κόπο, βλ. λ. κόπος·
- αν ήταν η βλακεία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. κέντημα·
- αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, βλ. λ. δουλειά·
- αν ήταν η μαλακία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. κέντημα·
- αν θες (θέλεις), κάνε κι αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι, βλ. λ. μέλι·
- αν κάνει και… ή αν κάνει να… ή αν κάνει πως…, αν προσπαθήσει, αν επιχειρήσει να κάνει κάτι: «αν κάνει πως πάει να μπει μέσα, κάλεσε την αστυνομία || αν κάνει πως έρχεται, διώξ’ τον αμέσως». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το και ή το κι. (Λαϊκό τραγούδι: απόψε στην ταβέρνα πω, πω, πω τι έχει να γίνει κι αν κάνει να χορέψεις ποτήρι δε θα μείνει
- αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αν μπορείς, κάνε κι αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- άνθρωποι είμαστε, σφάλματα κάνουμε, βλ. λ. σφάλμα·
- από γλώσσα τι κάνεις; βλ. λ. γλώσσα·
- ας κάνει καλά μόνος του, βλ. λ. καλός·
- ας κάνει ό,τι θέλει ή ας κάνει ό,τι θέλει να κάνει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει·
- ας κάνουμε ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- απ’ το θα μέχρι το κάνω, χιλιόμετρα πολλά, βλ. λ. χιλιόμετρο·
- αυτό το κάνει κι η γάτα μου, βλ.λ. γάτα·
- βλέποντας και κάνοντας, βλ. λ. βλέπω·
- βρίσκει και τα κάνει, βλ. λ. βρίσκω·
- για κάνε έτσι το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- για να κάνω το άχτι μου, βλ. λ. άχτι·
- δε βλάφτει να κάνεις κι από κανέναν σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- δε μου κάνει, α. (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) δεν εφαρμόζει σωστά επάνω μου, δεν είναι στα μέτρα μου: «δε μου κάνει αυτό το σακάκι, γιατί μου είναι στενό στους ώμους || δε μου κάνουν τα παπούτσια, γιατί με χτυπούν στις φτέρνες». β. (για πρόσωπα) δεν είναι του γούστου μου, της αρεσκείας μου, της τάξης μου: «δε μου κάνει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι πολυλογάς || δε μου κάνει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι αντιπαθητικός». (Λαϊκό τραγούδι: αν δε σ’ αρέσω, μίλα μου, αν δε σου κάνω,σφύρα, θα ’χω μεγάλη πέραση, αν μείνω ζωντοχήρα).γ. δεν είναι κατάλληλος ή επαρκής για τη θέση που θέλω να τον χρησιμοποιήσω: «φιλότιμο παιδί, δε λέω, αλλά δε μου κάνει, γιατί στη ρεσεψιόν που θέλω να τον τοποθετήσω πρέπει να ξέρει τουλάχιστον δυο γλώσσες, κι αυτός δεν ξέρει καμιά». δ. (για πράγματα) δεν είναι κατάλληλο για το λόγο που το θέλω: «δε μου κάνει αυτό το πολύφωτο, γιατί είναι μεγάλο, κι εγώ χρειάζομαι ένα για το δωμάτιο του παιδιού»·
- δε μου κάνει αίσθηση, βλ. λ. αίσθηση·
- δε μου κάνει καρδιά να…, βλ. λ. καρδιά·
- δε μου κάνει κέφι, βλ. λ. κέφι·
- δε μου κάνει όρεξη να…, βλ. λ. όρεξη·
- δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστα, βλ. λ. κρύος·
- δε μου κάνει ψυχή να…, βλ. λ. ψυχή·
- δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, βλ. λ. δουλειά·
- δεν έκανε αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν έκανε γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν έκανε κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν έκανε τσικ, βλ. λ. τσικ·
- δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- δεν έχει να κάνει, βλ. λ. έχω·
- δεν έχει να κάνει με…, βλ. λ. έχω·
- δεν έχει να κάνει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν έχεις να κάνεις με κανένα παιδάκι! βλ. λ. παιδάκι·
- δεν έχω να κάνω εγώ με…, α. δεν αναμείχθηκα, δε συμμετείχα, δεν πήρα μέρος στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «δεν έχω να κάνω εγώ με τον καβγά που έγινε, γιατί έλειπα». β. δεν είναι της αρμοδιότητάς μου κάτι: «δεν έχω να κάνω εγώ με τις προμήθειες του εργοστασίου, γιατί άλλος είναι υπεύθυνος»·
- δεν έχω τι να κάνω, πλήττω, επειδή δεν έχω να ασχοληθώ με κάτι: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, νιώθω πολύ άσχημα, γιατί δεν έχω τι να κάνω»·
- δεν κάνει, α. δεν επιτρέπεται, δεν είναι επιτρεπτό, απαγορεύεται: «δεν κάνει να μπει ούτε ένας μέσα». β. δεν είναι σωστό, δεν αρμόζει: «δεν κάνει να συμπεριφέρεσαι σε ηλικιωμένο άνθρωπο με τέτοιο τρόπο». γ. (για τροφές, φαγώσιμα) δεν πρέπει να καταναλωθεί, να φαγωθεί, είναι ακατάλληλο: «δεν κάνει να φάτε απ’ αυτό το φαγητό, γιατί είναι χαλασμένο || δεν κάνει να το φας, γιατί ξεπέρασε την ημερομηνία λήξης του». δ. (για πράγματα) δεν προσαρμόζει κάπου: «φέρε μου άλλη βίδα, γιατί αυτή που μου ’φερες δεν κάνει». ε. δεν είναι κατάλληλο για μια ορισμένη χρήση: «δεν κάνει το σφυρί που μου ’δωσες, γιατί εγώ θέλω πριόνι για να κόψω αυτό το ξύλο» στ. (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) βλ. φρ. δε μου κάνει·
- δεν κάνει άλλο απ’ το να…, ασχολείται επίμονα με ανώφελα ή επιζήμια γι’ αυτόν πράγματα: «όλη τη μέρα δεν κάνει άλλο απ’ το να τριγυρίζει στους δρόμους || όλη τη μέρα δεν κάνει άλλο απ’ το να μπεκροπίνει στα διάφορα μπαράκια»· 
- δεν κάνει για…, (για πρόσωπα) δεν είναι κατάλληλος για κάποιο συγκεκριμένο έργο, για κάποια συγκεκριμένη δουλειά, είτε γιατί δεν έχει τις απαιτούμενες ικανότητες είτε γιατί του λείπουν οι κατάλληλες γνώσεις: «δεν κάνει για μπασκετμπολίστας, γιατί είναι κοντός || δεν κάνει για τη θέση του ξεναγού, γιατί δεν ξέρει ούτε μια ξένη γλώσσα»·
- δεν κάνει για σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν κάνει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν κάνει δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν κάνει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν κάνει δυάρα, βλ. λ. δυάρα·
- δεν κάνει έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν κάνει καλό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- δεν κάνει μία, βλ. λ. μία·
- δεν κάνει να…, απαγορεύεται, δεν επιτρέπεται: «δεν κάνει να μπεις μέσα || ο γιατρός μου είπε πως δεν κάνει να καπνίζω»·
- δεν κάνει ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δεν κάνει πάσο, βλ. λ. πάσο·
- δεν κάνει σκόντο, βλ. λ. σκόντο·
- δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να…, βλ. λ. τίποτα·
- δεν κάνει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν κάνει τσεντσέσιμο, βλ. λ. τσεντσέσιμο·
- δεν κάνει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν κάνει χωρίς…, βλ. λ. χωρίς·
- δεν κάνεις μπάνιο ν’ ασπρίσεις! ή δεν πα(ς) να κάνεις μπάνιο ν’ ασπρίσεις! βλ. λ. μπάνιο·
- δεν κάνουμε τσανάκια, βλ. λ. τσανάκι·
- δεν κάνουμε χωριό ή δεν μπορούμε να κάνουμε χωριό, βλ. λ. χωριό·
- δεν κάνω, α. είμαι ακατάλληλος για μια θέση εργασίας, δεν έχω τα κατάλληλα προσόντα: «δεν κάνω γι’ αυτή τη θέση, γιατί δεν ξέρω ούτε μια ξένη γλώσσα». β. δεν μπορώ, δεν αντέχω: «δεν κάνω χωρίς ποτό || δεν κάνω χωρίς τσιγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: μακριά σου στιγμή δεν κάνω, αν μ’ αφήσεις μονάχο, τι θα κάνω
- δεν κάνω αστεία, βλ. λ. αστείο·
- δεν κάνω βήμα, βλ. λ. βήμα·
- δεν κάνω βήμα πίσω, βλ. λ. βήμα·
- δεν κάνω παιχνίδια, βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν κάνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- δεν κάνω πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- δεν κάνω ρούπι (πίσω), βλ. λ. ρούπι·
- δεν κάνω συμβόλαιο (για κάτι), βλ. λ. συμβόλαιο·
- δεν κάνω τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν ξέρει τι κάνει, ενεργεί απερίσκεπτα, παράλογα: «όταν μεθύσει, δεν ξέρει τι κάνει»·
- δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει, βλ. λ. λέω·
- δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει! προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον που αμφισβητεί τις δυνατότητες, τις ικανότητες του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, με την έννοια πως μπορεί να κάνει τα πιο απίθανα, παράτολμα, εκπληκτικά πράγματα: «δεν τον έχω ικανό για σπουδαία πράγματα. -Μην το λες αυτό, μια και δε γνωρίζεις τον άνθρωπο, γιατί είναι τόσο ικανός, που δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α και άλλοτε μετά το ξέρεις ή μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το αυτός·  βλ. και φρ. δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνω·   
- δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω, α. απειλητική έκφραση εκνευρισμένου ατόμου εναντίον κάποιου που με έναν οποιονδήποτε τρόπο τον ταλαιπωρεί, κι έχει την έννοια πως μπορεί να του συμπεριφερθεί με τον πιο άσχημο τρόπο, πως μπορεί να κάνει τα πάντα εναντίον του, να φτάσει και μέχρι τα άκρα: «μ’ έχεις φέρει μέχρι εδώ, γι’ αυτό πάψε ν’ ασχολείσαι μαζί μου, γιατί δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το κι εγώ. β.έκφραση απελπισμένου ή πιεσμένου ατόμου: «είμαι τόσο χάλια, που δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω». Συνών. δεν ξέρεις μέχρι πού μπορώ να φτάσω·  
- δεν ξέρω τι κάνω, α. ενεργώ χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόγραμμα, είμαι αποδιοργανωμένος: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που δεν ξέρω τι κάνω». β. συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα, παράλογα, βίαια, είμαι εκτός εαυτού: «πίνω με ρέγουλα, γιατί, όταν μεθώ, δεν ξέρω τι κάνω»·
- δεν ξέρω τι να κάνω! βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω: «έχουν πέσει όλες οι υποχρεώσεις μαζεμένες αυτό το μήνα και δεν ξέρω τι να κάνω για να τα φέρω βόλτα»·
- δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω! έκφραση απεγνωσμένου ατόμου που βρίσκεται σε πλήρες αδιέξοδο: «μου ’ρχονται όλα τόσο στραβά τον τελευταίο καιρό που, δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω!»·
- δεν ξέρω τι ώρες κάνει, βλ. λ. ώρα·
- δεν πα(ς) να κάνεις μπλούμ! βλ. λ. μπλουμ·
- δεν πρόλαβε να κάνει αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν πρόλαβε να κάνει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν πρόλαβε να κάνει κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν το κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- δεν το κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- δεν το κάνω σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν το κάνω χαλάλι, (για πράγματα), βλ. λ. χαλάλι·
- δεν τον αφήνω να κάνει βήμα, βλ. λ. βήμα·
- δεν τον κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- δεν τον κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- δεν τον (την) κάνω χαλάλι, βλ. λ. χαλάλι·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. λ. δουλειά·
- δυο και δυο κάνουν τέσσερα, βλ. λ. δυο·
- εγώ τι ώρες κάνω! βλ. λ. ώρα·
- εγώ τι ώρες κάνω; βλ. λ. ώρα·
- έι, τι κάνεις! έκφραση έκπληξης, απορίας ή δυσφορίας σχετική με κάποιο πρόσωπο: «έι, τι κάνεις, ρε Κώστα, έχω καιρό να σε δω! || έι, τι κάνεις, θα σκοτωθείς! || έι, τι κάνεις, θα φύγουμε επιτέλους! || έι, τι κάνεις, πρόσεχε πού πατάς, με ξενύχιασες!»· βλ. και φρ. τι κάνεις; ή τι κάνουμε(;)·
- είναι (για) να κάνεις εμετό! ή είναι (για) να κάνει κανείς εμετό! βλ. λ. εμετός·
- είναι (για) να κάνεις το σταυρό σου! ή είναι (για) να κάνει κανείς το σταυρό του! βλ. λ. σταυρός·
- είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, βλ. λ. πορτοκαλιά·
- έκανα κοιλιά ή έκανα κοιλιές, βλ. λ. κοιλιά·
- έκανα κώλο (λάσπη, μαϊμού, μαμούκαλα, μαντάρα, μουνί, μουνί καλλιγραφίας, μουνί καπέλο, μπάχαλο, μπουρδέλο, μύλο, νιανιά, σαν τα μούτρα μου, σαν τον κώλο μου, σκατά, σούπα, τουρλού, τουρσί) τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανα ό,τι το καλύτερο, βλ. λ. καλύτερος·
- έκανα την προσευχή μου, βλ. λ. προσευχή·
- έκανα το καλύτερο δυνατό, βλ. λ. δυνατός·
- έκαναν βουτιά, βλ. λ. βουτιά·
- έκαναν καντήλες τα πόδια μου, βλ. λ. καντήλα·
- έκανε αλλαγή ρουλεμάν, βλ. λ. ρουλεμάν·
- έκανε ανώμαλη προσγείωση, βλ. λ. προσγείωση·
- έκανε βουτιά, βλ. λ. βουτιά·
- έκανε γόνατα, (για παντελόνια), βλ. λ. γόνατο·
- έκανε ένα μεγάλο μηδενικό, βλ. λ. μηδενικός·
- έκανε καβάλα σε στραβό γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- έκανε (κι) η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει, βλ. λ. μύγα·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο, κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έκανε μαγαζάκι του (κάτι), βλ. λ. μαγαζάκι·
- έκανε ο Θεός και…, βλ. λ. Θεός·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έκανε ο κώλος μου πίου πίου, βλ. λ. κώλος·
- έκανε πάλι το θαύμα του, βλ. λ. θαύμα·
- έκανε τη νύχτα μέρα, βλ. λ. μέρα·
- έκανε την καλή του, βλ. λ. καλός·
- έκανε τιλτ, βλ. λ. τιλτ·
- έκανε το δικό του, βλ. λ. δικός·
- έκανε τον κύκλο του, βλ. λ. κύκλος·
- έκανε φτερά, (για αντικείμενα), βλ. λ. φτερό·
- έκανε φωλιά (κάτι κάπου), βλ. λ. φωλιά·
- έκανε χρώμα, βλ. λ. χρώμα·
- έκανες την τύχη σου! βλ. λ. τύχη·
- εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δε μπορούμε, βλ. λ. μαζί·
- εμείς τι κάνουμε, αβγά κουρεύουμε; ή εμείς τι κάνουμε, γκαζόζες πατλαντίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, καρούμπαλα ισιώνουμε; ή εμείς τι κάνουμε, κοιλιές ξύνουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις κούκλες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, μπρίκια κολλάμε; ή εμείς τι κάνουμε, πεντόβολα παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, περμανάντ σε σκαντζόχοιρους; ή εμείς τι κάνουμε, σπιτάκια παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, (τα) κότσια παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τζιτζίκια πεταλώνουμε; ή εμείς τι κάνουμε, την τυφλόμυγα παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, (τις) αμάδες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις καβάλες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις κούκλες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις πούτσες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις ψωλές παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, το α μπε μπαμπλόν παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, το ένι μένι ντουντουμένι παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, το κουπεπέ παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, το τσινκοκολέτα παίζουμε; βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; βλ. λ. μάνα·
- ένα έτσι να κάνω… λέγεται για κάτι που θεωρούμε πως μας είναι πολύ εύκολο να το κάνουμε, να το πραγματοποιήσουμε: «κανείς σας δεν μπορεί να στήσει τέτοια δουλειά σαν τη δική μου. -Σπουδαία τα λάχανα, γιατί ένα έτσι να κάνω, την έχω κιόλας στήσει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το εγώ, και παρατηρείται ελαφρό χτύπημα του αντίχειρα με το μεσαίο δάχτυλο· 
- ένα κι ένα κάνουν δύο, βλ. λ. ένα·
- ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, βλ. λ. γιατρός·
- εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην κοιλιά της μάνας σου, βλ. λ. κοιλιά·
- έξω κάνει φαρμάκι, βλ. λ. φαρμάκι·
- έριξε πορδή και το ’κανε κανόνι, βλ. λ. πορδή·
- εσύ μας τα κάνεις όλα ή εσύ τα κάνεις όλα, βλ. λ. όλος·
- έτσι και κάνεις ότι… ή έτσι και κάνεις πως…, βλ. λ. έτσι·
- έτσι και κάνω ότι… ή έτσι και κάνω πως…, βλ. λ. έτσι·
- έτσι κάνετε (εσείς) στο χωριό σας; βλ. λ. χωριό·
- έτσι να κάνει η σούφρα σου, βλ. λ. σούφρα·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, βλ. λ. κώλος·
- έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- έτσι να κάνω το δάχτυλό μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- έχει κάνει καν και καν, βλ. λ. καν·
- έχει να κάνει, βλ. λ. έχω·
- έχει να κάνει με…, βλ. λ. έχω·
- έχει να κάνει τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- έχω να κάνω ή έχω να το κάνω, βλ. λ. έχω·
- έχω να κάνω με…, βλ. λ. έχω·
- η ανάγκη κάνει το παλικάρι, βλ. λ. ανάγκη·
- η βάρκα κάνει νερά, βλ. λ. βάρκα·
- η καρδιά μου κάνει τικ τακ ή η καρδιά μου κάνει τίκι τακ, βλ. λ. καρδιά·
- η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα; βλ. λ. κότα·
- η κότα έκανε τ’ αβγό και το αβγό την κότα, βλ. λ. κότα·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η σκύλα από τη βιάση της στραβά κουτάβια κάνει, βλ. λ. σκύλα·
- θα δεις τι θα σου κάνω! βλ. λ. είδα·
- θα κάνω καλά εγώ, βλ. λ. καλός·
- θα κάνω καμιά τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- θα κάνω μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- θα κάνω τη μούρη μου άσφαλτο, βλ. λ. μούρη·
- θα κάνω φόνο, βλ. λ. φόνος·
- θα μας κάνει το χρυσό αβγό ή θα μας κάνει το χρυσό τ’ αβγό, βλ. λ. αβγό·
- θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας, βλ. λ. μούτρο·
- θα μου κάνεις τα τρία δύο, βλ. λ. τρία·
- θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν… ή θα μου κάνετε μεγάλη τιμή να…, βλ. λ.τιμή·
- θα μου τα κάνεις αέρα (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. λ. αέρας·
- θα σε κάνω άγαλμα, βλ. λ. άγαλμα·
- θα σε κάνω εικόνα, βλ. λ. εικόνα·
- θα σε κάνω εικόνισμα, βλ. λ. εικόνισμα·
- θα σε κάνω ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- θα σε κάνω ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα σε κάνω κάδρο, βλ. λ. κάδρο·
- θα σε κάνω καλά, βλ. λ. καλός·
- θα σε κάνω κορνίζα, βλ. λ. κορνίζα·
- θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω μπαλόνι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω μπαούλο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα, βλ. λ. όνομα·
- θα σε κάνω ν’ αναστενάξεις, βλ. λ. αναστενάζω·
- θα σε κάνω να πεις το δεσπότη Παναγιώτη, βλ. λ. δεσπότης·
- θα σε κάνω να στενάξεις, βλ. λ. στενάζω·
- θα σε κάνω να υπογράψεις τη διαθήκη σου, βλ. λ. διαθήκη·
- θα σε κάνω να υπογράψεις την καταδίκη σου, βλ. λ. καταδίκη·
- θα σε κάνω να φωνάξεις μπιρ Αλλάχ, βλ. λ. Αλλάχ·
- θα σε κάνω να χέσεις αίμα, βλ. λ. αίμα·
- θα σε κάνω να χεστείς, βλ. λ. χέζομαι·
- θα σε κάνω ντα ή θα σε κάνω ντα ντα, βλ. λ. ντα·
- θα σε κάνω πίτα στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω τόπι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σου κάνω τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- θα σου κάνω τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- θα σου κάνω (μεγάλη) ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- θα σου κάνω το βίο αβίωτο, βλ. λ. βίος·
- θα στο κάνω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- θα τα κάνω βίδες, βλ. λ. βίδα·
- θα τα κάνω (όλα) Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- θα τα κάνω σκορποχώρι, βλ. λ. σκορποχώρι·
- θα τον (τους) κάνεις παρέα στη φυλακή, βλ. λ. παρέα·
- θα τον κάνω καλά εγώ, βλ. λ. καλός·
- θα τον κάνω να κάνει τούμπες, βλ. λ. τούμπα·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κάνω να πει ήμαρτον! βλ. λ. ήμαρτον(!)·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα γόνατα ή θα τον κάνω να ’ρθει στα γόνατα, βλ. λ. γόνατο·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- θα τον κάνω να ’ρθει μπουσουλώντας, βλ. λ. μπουσουλώ·
- θα τον κάνω να χορέψει, βλ. λ. χορεύω·
- θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό, βλ. λ. καλαματιανός·
- θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά, βλ. λ. καρσιλαμάς·
- θα τον κάνω να χορέψει σάμπα, βλ. λ. σάμπα·
- θα τον κάνω να χορέψει στο ταψί, βλ. λ. ταψί·
- θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο, βλ. λ. τσάμικος·
- θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον, βλ. λ. τσάρλεστον·
- θα τον κάνω να χοροπηδήσει, βλ. λ. χοροπηδώ·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- Θεέ μου (Θεούλη μου) κάνε να…, Θεός·
- Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει, βλ. λ. Θεός·
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- και τι δεν κάνω για να…, κάνω οτιδήποτε, κάνω τα πάντα για να πετύχω κάτι. (Λαϊκό τραγούδι: και τι δεν κάνω για να βρεθώ στην αγκαλιά σου, τι δεν κάνω, κι εσύ μου δίνεις και μια πίκρα παραπάνω για πληρωμή
- καλά θα κάνεις να…, βλ. λ. καλός·
- καλά κάνω, βλ. λ. καλός·
- καλά του ’κανες! βλ. λ. καλός·
- καλαμπούρι μου κάνεις; βλ. λ. καλαμπούρι·
- κάν’ τα και φάτα, έκφραση τέλειας αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω·
- κάν’ τα λιανά ή κάν’ το λιανά, βλ. λ. λιανός·
- καν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βαλ’ τα εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. μασούρι·
- καν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βαλ’ τα στον κώλο σου, βλ. λ. μασούρι·
- κάν’ τα ψιλά ή κάν’ το ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- κάν’ τε παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάν’ τε παιχνίδι ρεεε! βλ. λ. παιχνίδι·
- κάν’ τη ή κάν’ την ή κάν’ τηνε, φύγε, απομακρύνσου: «κάν’ την τώρα που είναι νωρίς, γιατί αργότερα οι δρόμοι θα ’ναι πήχτρα απ’ τ’ αυτοκίνητα || κάν’ τηνε τώρα που δε σε βλέπουν». Όταν η φρ. κλείνει με το ντε, λέγεται απειλητικά σε κάποιον για να φύγει, να απομακρυνθεί από κοντά μας: «κάν’ την ντε μη σε πλακώσω στο ξύλο!»·
- κάν’ την μ’ ελαφρά πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- κάν’ την με πλάγια πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- κάν’ το κλύσμα! βλ. λ. κλύσμα·
- κάν’ το κορνίζα, βλ. λ. κορνίζα·
- κάν’ τον ή κάν’ τονα, απομάκρυνέ τον, διώξ’ τον: «αφού κάθε τόσο σου δημιουργεί προβλήματα, κάν’ τονα τον αλήτη να ησυχάσεις!»·
- κάν’ του κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- κάν’ του κόλλυβα, βλ. λ. κόλλυβα·
- κάναμε γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάναμε συμφωνία, βλ. λ. συμφωνία·
- κάναμε συνεννόηση μπουζούκι, βλ. λ. μπουζούκι·
- κάναμε χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- κάνανε μπέσα, βλ. λ. μπέσα·
- κάνε αλέστα, βλ. λ. αλέστα·
- κάνε γούστο! βλ. λ. γούστο·
- κάνε γούστο να...! βλ. λ. γούστο·
- κάνε δουλειά σου! βλ. λ. δουλειά·
- κάνε ένα όπα, βλ. λ. όπα·
- κάνε ένα στοπ, βλ. λ. στοπ·
- κάνε ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- κάνε καλά, βλ. λ. καλός·
- κάνε καμιά δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνε κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- κάνε κάτι, βλ. λ. κάτι·
- κάνε (ένα, δυο, τρία) κλικ (αριστερά, δεξιά, μπροστά, πίσω), βλ. λ. κλικ·
- κάνε κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- κάνε μας αέρα ή κάν’ τα μας αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μας) βλ. λ. αέρας·
- κάνε μας ένα τάλιρο κουνήματα, βλ. λ. τάλιρο·
- κάνε μας μια πίπα! βλ. λ. πίπα·
- κάνε μας τέτοια! ή κάνε μου τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- κάνε με μάντη να σε κάνω πλούσιο, βλ. λ. μάντης·
- κάνε με προφήτη να σε κάνω πλούσιο, βλ. λ. προφήτης·
- κάνε μια ευχή, βλ. λ. ευχή·
- κάνε μου τη χάρη, βλ. λ. χάρη·
- κάνε μου το χατίρι, βλ. λ. χατίρι·
- κάνε μπάνιο! βλ. λ. μπάνιο·
- κάνε μπεγλέρι, βλ. λ. μπεγλέρι·
- κάνε μπιντέ! βλ. λ. μπιντές·
- κάνε νανάκια, βλ. λ. νανάκια·
- κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- κάνε ό,τι νομίζεις, βλ. λ. νομίζω·
- κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, βλ. λ. παιδί·
- κάνε παιδί να δεις χαΐρι ή κάνε παιδιά να δεις χαΐρι, βλ. λ. παιδί·
- κάνε παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάνε ρόκα σου! βλ. λ. ρόκα1·
- κάνε σκόντο, βλ. λ. σκόντο·
- κάνε στάση, βλ. λ. στάση·
- κάνε στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- κάνε στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- κάνε σώμα, βλ. λ. σώμα·
- κάνε τη βόλτα σου, βλ. λ. βόλτα·
- κάνε την παλικαριά, βλ. λ. παλικαριά·
- κάνε το θαύμα σου! βλ. λ. θαύμα·
- κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό, βλ. λ. γιαλός·
- κάνε το σταυρό σου και προχώρησε, βλ. λ. σταυρός·
- κάνε χάζι να..., βλ. λ. χάζι·
- κάνει άγριο μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει άγριο χτύπημα, (για ποτά) βλ. λ. χτύπημα·
- κάνει απιστίες, βλ. λ. απιστία·
- κάνει αρκούδες, βλ. λ. αρκούδα·
- κάνει αρλούμπες, βλ. λ. αρλούμπα·
- κάνει αστειάκια, βλ. λ. αστειάκι·
- κάνει άσχημο χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- κάνει βαρβάτο γαμήσι, (και για τα δυο φύλα), βλ. λ. γαμήσι·
- κάνει γαργάρα με ξυλόπροκες, βλ. λ. γαργάρα2·
- κάνει για δέκα, βλ. λ. δέκα·
- κάνει για δικηγόρος, βλ. λ. δικηγόρος·
- κάνει γλυκό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει δεν κάνει, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι αμφίβολο αν είναι κατάλληλος, χρήσιμος, αν ταιριάζει: «φέρε μου κάποιον άλλον, γιατί αυτός κάνει δεν κάνει γι’ αυτή τη δουλειά || κάνει δεν κάνει αυτό το μαδέρι για τη δουλειά που το θέλω»·
- κάνει; δεν κάνει; (ερώτηση και απάντηση από το ίδιο πρόσωπο) δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει, δεν είναι σωστό, δεν επιτρέπεται: «κοτζάμ επιστήμονας να συναναστρέφεσαι μ’ αυτούς τους αλήτες, κάνει; δεν κάνει;»·
- κάνει δεύτερη φωνή, βλ. λ. φωνή·
- κάνει δήθεν ότι… ή κάνει δήθεν πως…, βλ. λ. δήθεν·
- κάνει διπλή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά μπασκλάς ή κάνει μπασκλάς δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά ρουτίνας, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά στο γόνατο, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά στο πόδι, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά του ποδαριού ή κάνει δουλειές του ποδαριού, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει εξυπνάδες, βλ. λ. εξυπνάδα·
- κάνει ζήλιες, βλ. λ. ζήλια·
- κάνει ζουρλαμάρες, βλ. λ. ζουρλαμάρα·
- κάνει ζούρλες, βλ. λ. ζούρλα·
- κάνει η πούτσα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει, βλ. λ. πούτσα·
- κάνει θαύματα, βλ. λ. θαύμα·
- κάνει και χωρίς…, μπορεί να συνεχίσει να ζει και χωρίς την παρουσία κάποιου ατόμου ή μπορεί να δραστηριοποιείται και χωρίς να έχει στην κατοχή του κάτι: «μπορεί να χώρισε, αλλά κάνει και χωρίς τη γυναίκα του || και τι έγινε που πούλησε τ’ αυτοκίνητό του! Κάνει και χωρίς αυτοκίνητο ο άνθρωπος»·
- κάνει κακή παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνει κακό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει κακό χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- κάνει καλή παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνει καπρίτσια, βλ. λ. καπρίτσ(ι)ο·
- κάνει κλειστή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνει κοιλιά, βλ. λ. κοιλιά·
- κάνει κόνξες, βλ. λ. κόνξα·
- κάνει κρα για μεγαλεία, βλ. λ. μεγαλείο·
- κάνει κρα η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- κάνει κώλο ή κάνει κώλους, βλ. λ. κώλος·
- κάνει μαμ, κακά και νάνι, βλ. λ. μαμ·
- κάνει με το μυαλό του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κάνει με το νου του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κάνει μήνα να φταρνιστεί κι εξάμηνο να κλάσει, βλ. λ. κλάνω·
- κάνει μια ώρα να… ή κάνει μια ώρα μέχρι να… ή κάνει μια ώρα ώσπου να…, βλ. λ. ώρα·
- κάνει μισές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει μπρος πίσω, βλ. λ. μπρος·
- κάνει μύτη, βλ. λ. μύτη·
- κάνει να…; είναι σωστό, επιτρέπεται να…(;): «κάνει ν’ αντιμιλάς σε ηλικιωμένο άνθρωπο; || κάνει να παρκάρω εδώ τ’ αυτοκίνητό μου;»·
- κάνει νερά η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του, βλ. λ. γκλάβα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του, βλ. λ. κεφάλα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του, βλ. λ. κούτρα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του, βλ. λ. ξερό·
- κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι περάσει απ’ το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- κάνει πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
- κάνει παπάδες, βλ. λ. παπάς·
- κάνει πεζοδρόμιο, (για γυναίκες), βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- κάνει πολλούς παράδες, βλ. λ. παράς·
- κάνει πράματα και θάματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάνει πρώτη φωνή, βλ. λ. φωνή·
- κάνει πώς και πώς ή κάνει πώς και τι, βλ. λ. πώς·
- κάνει ράλι, βλ. λ. ράλι·
- κάνει σάμπως και του σκότωσαν τη μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- κάνει σάμπως και του σκότωσαν τον πατέρα του, βλ. λ. πατέρας·
- κάνει σαν…, συμπεριφέρεται σαν…: «όταν πιει παραπάνω, κάνει σαν τρελός || όταν καταλάβει πως τον κοροϊδεύει κάποιος, κάνει σαν μανιακός || έρχεται ο γιος του απ’ το εξωτερικό και κάνει σαν τρελός απ’ τη χαρά του»·
- κάνει σαν γάτα στο σακί, βλ. λ. γάτα·
- κάνει σαν γυναικούλα, βλ. λ. γυναικούλα·
- κάνει σαν κακιά πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- κάνει σαν λεχώνα ή κάνει σαν τη λεχώνα, βλ. λ. λεχώνα·
- κάνει σαν παγώνι ή κάνει σαν το παγώνι, βλ. λ. παγώνι·
- κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι, βλ. λ. χήρα·
- κάνει σκυλίσια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει σκυλίσια ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνει σόου, βλ. λ. σόου·
- κάνει στράτα, (για νήπια) βλ. λ. στράτα·
- κάνει σώμα, βλ. λ. σώμα·
- κάνει τα γνωστά του, βλ. λ. γνωστός·
- κάνει τα δικά του, βλ. λ. δικός·
- κάνει τα πιάτα να τρίζουν, (για απορρυπαντικά), βλ. λ. πιάτο·
- κάνει τα πρώτα του βήματα, (για νήπια), βλ. λ. βήμα·
- κάνει τα τζάμια να τρίζουν, βλ. λ. τζάμι·
- κάνει τέρατα ή κάνει τα τέρατα, βλ. λ. τέρας·
- κάνει τζιζ! βλ. λ. τζιζ·
- κάνει τη βεντέτα, βλ. λ. βεντέτα2·
- κάνει τη διαφορά (κάτι), βλ. λ. διαφορά·
- κάνει τη δουλειά μου ή μου κάνει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει τη δουλειά του (της), βλ. λ. δουλειά·
- κάνει τη δύσκολη, βλ. λ. δύσκολος·
- κάνει τη μαϊμού, βλ. λ. μαϊμού·
- κάνει τη μέρα νύχτα, βλ. λ. μέρα·
- κάνει τη μέρα νύχτα και τη νύχτα μέρα, βλ. λ. μέρα·
- κάνει τη μύγα ελέφαντα, βλ. λ. ελέφαντας·
- κάνει τη νύχτα μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- κάνει τη νύχτα μέρα και τη μέρα νύχτα, βλ. λ. νύστα·
- κάνει την επανάστασή του, (για έφηβους), επανάσταση·
- κάνει την κυρία, βλ. λ. κυρία·
- κάνει την μπεμπέκα, βλ. λ. μπεμπέκα·
- κάνει την ντίβα, βλ. λ. ντίβα·
- κάνει την τρίχα τριχιά, βλ. λ. τρίχα·
- κάνει την τσίτα, βλ. λ. τσίτα·
- κάνει το άσπρο μαύρο ή κάνει το μαύρο άσπρο, βλ. λ. άσπρος·
- κάνει το δάσκαλο, βλ. λ. δάσκαλος·
- κάνει το δέντρο, βλ. λ. δέντρο·
- κάνει το μεγάλο, βλ. λ. μεγάλος·
- κάνει το πουλί, βλ. λ. πουλί·
- κάνει το σκατό του παξιμάδι, βλ. λ. σκατό·
- κάνει το στητό καδρόνι, βλ. λ. καδρόνι·
- κάνει το τόσο τόσο, βλ. λ. τόσος·
- κάνει το τοσοδουλάκι τόσο, βλ. λ. τοσοδουλάκι·
- κάνει τον άνεμο κουβάρι, βλ. λ. άνεμος·
- κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι ή κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ τι είναι, συμπεριφέρεται σαν να είναι πολύ σπουδαίος: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι»·
- κάνει τον έξυπνο, βλ. λ. έξυπνος·
- κάνει τον καμπόσο, βλ. λ. καμπόσος·
- κάνει τον κάποιο, βλ. λ. κάποιος·
- κάνει τον κυριλέ, βλ. λ. κυριλές·
- κάνει τον μεγάλο, βλ. λ. μεγάλος·
- κάνει τον μεγάλο και τρανό, βλ. λ. μεγάλος·
- κάνει τον προφέσορα, βλ. λ. προφέσορας·
- κάνει τον σπουδαίο, βλ. λ. σπουδαίος·
- κάνει τον τρανό, βλ. λ. τρανός·
- κάνει τον ψύλλο καμήλα, βλ. λ. καμήλα·
- κάνει τον ωραίο, βλ. λ. ωραίος·
- κάνει του κεφαλιού του, βλ. λ. κεφάλι·
- κάνει του  κόσμου…, βλ. λ. κόσμος·
- κάνει τρελά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάνει τσιμπούκι, βλ. λ. τσιμπούκι·
- κάνει υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- κάνει υπομονή καμήλας, βλ. λ. υπομονή·
- κάνει φιλολογία, βλ. λ. φιλολογία·
- κάνει χαράμια, βλ. λ. χαράμι·
- κάνει χλιμιτζουριές, βλ. λ. χλιμιτζουριά·
- κάνει ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- κάνει ψόφο, βλ. λ. ψόφος·
- κάνει ψυχικά, (για γυναίκες), βλ. λ. ψυχικό·
- κάνεις άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- κάνεις τον κόπο να…, βλ. λ. κόπος·
- κάνουμε παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνουμε πηγαδάκι, βλ. λ. πηγαδάκι·
- κάνουμε πιένες, βλ. λ. πιένα·
- κάνουμε πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- κάνουμε τρενάκι, βλ. λ. τρενάκι·
- κάνουμε τσανάκια, βλ. λ. τσανάκι·
- κάνουμε χωριό, βλ. λ. χωριό·
- κάνουμε ψιλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάνουν αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. λ. αλλαξιά·
- κάνουν αλλαξοκωλιά ή κάνουν αλλαξοκωλιές, βλ. λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνουν καλό ζευγάρι, βλ. λ. ζευγάρι·
- κάνουν ουρά, βλ. λ. ουρά·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου! ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου! βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν χαρές και πανηγύρια, βλ. λ. χαρά·
- κάνω αβάντα (σε κάποιον), βλ. λ. αβάντα·
- κάνω αβάρα, βλ. λ. αβάρα·
- κάνω αβαρία, βλ. λ. αβαρία·
- κάνω αγάντα, βλ. λ. αγάντα·
- κάνω αγάπες, βλ. λ. αγάπη·
- κάνω αγάπη (με κάποιον), βλ. λ. αγάπη·
- κάνω αγιασμό, βλ. λ. αγιασμός·
- κάνω αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω αγριάδα ή κάνω αγριάδες, βλ. λ. αγριάδα1·
- κάνω αδικία ή κάνω αδικίες, βλ. λ. αδικία·
- κάνω αέρα, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. αέρας·
- κάνω αέρα (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. λ. αέρας·
- κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου ή κάνω αθόρυβα τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω αίσθηση, βλ. λ. αίσθηση·   
- κάνω ακουστήρι, βλ. λ. ακουστήρι·
- κάνω ακρόαση, βλ. λ. ακρόαση·
- κάνω αλάργα, βλ. λ. αλάργα·
- κάνω αλεπουδιά, βλ. λ. αλεπουδιά·
- κάνω αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- κάνω αλητείες, βλ. λ. αλητεία·
- κάνω αλισβερίσι, βλ. λ. αλισβερίσι·
- κάνω άλλα κι άλλα, βλ. λ. άλλος·
- κάνω αλλαγή, βλ. λ. αλλαγή·
- κάνω αλλαξιά, βλ. λ. αλλαξιά·
- κάνω αλχημείες, βλ. λ. αλχημεία·
- κάνω αμάκα, βλ. λ. αμάκα·
- κάνω αμάν ή κάνω αμάν αμάν ή κάνω αμάν κι αμάν, βλ. λ. αμάν·
- κάνω αμάν ή κάνω αμάν αμάν ή κάνω αμάν κι αμάν για δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω αμαρτία ή κάνω αμαρτίες, βλ. λ. αμαρτία·
- κάνω αμπαλάζ, βλ. λ. αμπαλάζ·
- κάνω αναγνώριση, βλ. λ. αναγνώριση·
- κάνω αναγνώριση εδάφους, αναγνώριση·
- κάνω αναποδιές, βλ. λ. αναποδιά·
- κάνω Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- κάνω αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- κάνω άνοιγμα, βλ. λ. άνοιγμα·
- κάνω αντικάμαρα, βλ. λ. αντικάμαρα·
- κάνω άνω κάτω (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. άνω·
- κάνω ανωμαλίες, βλ. λ. ανωμαλία·
- κάνω απεργία, βλ. λ. απεργία·
- κάνω Αποκριά ή κάνω Αποκριές, βλ. λ. Αποκριά·
- κάνω άπωσον, βλ. λ. άπωσον·
- κάνω αράκ, βλ. λ. αράκ·
- κάνω αργιλέ, βλ. λ. αργιλές·
- κάνω αρχή ή κάνω την αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω άστατη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω αστεία, βλ. λ. αστείο·
- κάνω άσχημες σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω βαβά, βλ. λ. βαβά·
- κάνω βαβούρα, βλ. λ. βαβούρα·
- κάνω βαράκια, βλ. λ. βαράκια·
- κάνω βατσίνα, βλ. λ. βατσίνα·
- κάνω βγάλσιμο, βλ. λ. βγάλσιμο·
- κάνω βερεσέ, βλ. λ. βερεσέ·
- κάνω βίζιτα, βλ. λ. βίζιτα·
- κάνω βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- κάνω βλακεία ή κάνω βλακείες, βλ. λ. βλακεία·
- κάνω βολή, βλ. λ. βολή2·
- κάνω βόλτα ή κάνω τη βόλτα μου, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω βόλτες, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω γαλιφιές, βλ. λ. γαλιφιά·
- κάνω γέλια ή κάνω γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- κάνω γέμισμα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. γέμισμα·
- κάνω γιάλα, βλ. λ. γιάλα·
- κάνω γινάτια, βλ. λ. γινάτι·
- κάνω γιορτές, βλ. λ. γιορτή·
- κάνω γιούργια, βλ. λ. γιούργια·
- κάνω γιουρούσι, βλ. λ. γιουρούσι·
- κάνω γκάφα, βλ. λ. γκάφα·
- κάνω γκεζί, βλ. λ. γκεζί·
- κάνω γκελ, βλ. λ. γκελ·
- κάνω γκέλα, βλ. λ. γκέλα·
- κάνω γκέλες, βλ. λ. γκέλα·
- κάνω γκολ, βλ. λ. γκολ·
- κάνω γλειφιτζούρι, βλ. λ. γλειφιτζούρι·
- κάνω γλειφοκώλι, βλ. λ. γλειφοκώλι·
- κάνω γλειφομούνι, βλ. λ. γλειφομούνι·
- κάνω γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- κάνω γνωριμία ή κάνω γνωριμίες, βλ. λ. γνωριμία·
- κάνω γνωστό (κάτι), βλ. λ. γνωστός·
- κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- κάνω γρήγορα, βλ. λ. γρήγορος·
- κάνω δέσιμο, βλ. λ. δέσιμο·
- κάνω δεσμό, βλ. λ. δεσμός·
- κάνω διάνα, βλ. λ. διάνα·
- κάνω δοκιμή (κάτι), βλ. λ. δοκιμή·
- κάνω δουλειά ή κάνω δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω εγχείρηση, βλ. λ. εγχείρηση·
- κάνω είσοδο, βλ. λ. είσοδος·
- κάνω εκπομπή, βλ. λ. εκπομπή·
- κάνω ελαφρύ ύπνο ή κάνω ύπνο ελαφρύ, βλ. λ. ύπνος·
- κάνω έλεγχο, βλ. λ. έλεγχος·
- κάνω ελεημοσύνη, βλ. λ. ελεημοσύνη·
- κάνω εμπόριο, βλ. λ. εμπόριο·
- κάνω εμφάνα ή κάνω την εμφάνα μου, βλ. λ. εμφάνα·
- κάνω εμφανισάρα ή κάνω την εμφανισάρα μου, βλ. λ. εμφανισάρα·
- κάνω ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. λ. βήμα·
- κάνω (ένα) πέρασμα, βλ. λ. πέρασμα·
- κάνω (ένα) πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- κάνω (ένα) ριπλέι, βλ. λ. ριπλέι·
- κάνω (ένα) σάλτο, βλ. λ. σάλτο·
- κάνω έναν αιώνα, βλ. λ. αιώνας·
- κάνω εντς, βλ. λ. εντς·
- κάνω εντύπωση, βλ. λ. εντύπωση·
- κάνω εξ επαγγέλματος (κάτι), βλ. λ. επάγγελμα·
- κάνω εξετάσεις, βλ. λ. εξέταση·
- κάνω εξήγα, βλ. λ. εξήγα·
- κάνω έξοδο, βλ. λ. έξοδος·
- κάνω επανάσταση, βλ. λ. επανάσταση·
- κάνω επαφή (με κάποιον), βλ. λ. επαφή·
- κάνω επεισόδιο ή κάνω επεισόδια, βλ. λ. επεισόδιο·
- κάνω επί τόπου μεταβολή ή κάνω μεταβολή επί τόπου, βλ. λ. τόπος·
- κάνω επιτυχία, βλ. λ. επιτυχία·
- κάνω επιχείρηση (κάτι), βλ. λ. επιχείρηση·
- κάνω έρωτα, (και για τα δυο φύλλα), βλ. λ. έρωτα·
- κάνω ευκαιρία, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. ευκαιρία·
- κάνω ευκολίες, βλ. λ. ευκολία·
- κάνω ευχέλαιο, βλ. λ. ευχέλαιο·
- κάνω εφοδεία, (για αξιωματικούς) βλ. λ. εφοδεία·
- κάνω ζαβολιές, βλ. λ. ζαβολιά·
- κάνω ζάπινγκ, βλ. λ. ζάπινγκ·
- κάνω ζευγάρι, βλ. λ. ζευγάρι·
- κάνω ζημιά ή κάνω τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- κάνω ζημιές, βλ. λ. ζημιά·
- κάνω ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- κάνω ζιγκ ζαγκ, βλ. λ. ζιγκ ζαγκ·
- κάνω ζωή ανθρωπινή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω ζωή παραμυθένια, βλ. λ. ζωή·
- κάνω ζωή χαρισάμενη, βλ. λ. ζωή·
- κάνω ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- κάνω ήττα, βλ. λ. ήττα·
- κάνω θέατρο, βλ. λ. θέατρο·
- κάνω θελήματα, βλ. λ. θέλημα·
- κάνω θέμα, βλ. λ. θέμα·
- κάνω θέση, βλ. λ. θέση·
- κάνω θεωρία, βλ. λ. θεωρία·
- κάνω θόρυβο, βλ. λ. θόρυβος·
- κάνω θραύση, βλ. λ. θραύση·
- κάνω θυσία, βλ. λ. θυσία·
- κάνω ιατρείο, βλ. λ. ιατρείο·
- κάνω ιδιαίτερα, βλ. λ. ιδιαίτερος·
- κάνω ιππασία, βλ. λ. ιππασία·
- κάνω ισορροπία, βλ. λ. ισορροπία·
- κάνω ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- κάνω ιστορίες, βλ. λ. ιστορία·
- κάνω κάβα, βλ. λ. κάβα·
- κάνω καβάλα, βλ. λ. καβάλα·
- κάνω καβαλίκα, βλ. λ. καβαλίκα·
- κάνω καβάτζα, βλ. λ. καβάτζα·
- κάνω καβγά, βλ. λ. καβγάς·
- κάνω καζούρα, βλ. λ. καζούρα·
- κάνω Καθαρή (Καθαρά) Δευτέρα, βλ. λ. Δευτέρα·
- κάνω καινούριο το μαγαζί ή κάνω το μαγαζί καινούριο, βλ. λ. μαγαζί·
- κάνω κακά ή κάνω κακά μου ή κάνω τα κακά μου, βλ. λ. κακός·
- κάνω κακές σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω κακή αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω κακή αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω κακό, βλ. λ. κακός·
- κάνω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω καλαμπούρι, βλ. λ. καλαμπούρι·
- κάνω καλαμπούρια, βλ. λ. καλαμπούρι·
- κάνω καλές σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω καλή αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω καλή αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω καλντερίμι, βλ. λ. καλντερίμι·
- κάνω καλό, βλ. λ. καλός·
- κάνω καλό κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- κάνω καλοσύνες, βλ. λ. καλοσύνη·
- κάνω κάλτσα, βλ. λ. κάλτσα·
- κάνω καμάκι, βλ. λ. καμάκι·
- κάνω καμάτζο, βλ. λ. καμάτζο·
- κάνω καντάδα, βλ. λ. καντάδα·
- κάνω καπούλια, βλ. λ. καπούλι·
- κάνω καπρίτσια ή κάνω τα καπρίτσια μου, βλ. λ. καπρίτσιο·
- κάνω καραγκιοζιλίκια, βλ. λ. καραγκιοζιλίκι·
- κάνω κάρβουνο, βλ. λ. κάρβουνο·
- κάνω καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- κάνω καρέ, βλ. λ. καρέ·
- κάνω κάσα ή κάνω την κάσα, βλ. λ. κάσα·
- κάνω κασκαρίκα ή κάνω κασκαρίκες, βλ. λ. κασκαρίκα·
- κάνω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- κάνω κατά μέρος (κάποιον), βλ. λ. μέρος·
- κάνω καταπέρα, βλ. λ. καταπέρα·
- κάνω κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- κάνω κατσιρμά, βλ. λ. κατσιρμάς·
- κάνω κερκίδα, βλ. λ. κερκίδα·
- κάνω κεφάλα, βλ. λ. κεφάλα·
- κάνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- κάνω κήρυγμα, βλ. λ. κήρυγμα·
- κάνω κιχ μιχ, βλ. λ. κιχ μιχ·
- κάνω κλάμπινγκ, βλ. λ. κλάμπινγκ·
- κάνω κλαρίνο, βλ. λ. κλαρίνο·
- κάνω κοζερί, βλ. λ. κοζερί·
- κάνω κόζι, βλ. λ. κόζι·
- κάνω κοιλιά, βλ. λ. κοιλιά·
- κάνω κοιλίτσα, βλ. λ. κοιλίτσα·
- κάνω κοκούνινγκ, βλ. λ. κοκούνινγκ·
- κάνω κολεγιά, βλ. λ. κολεγιά·
- κάνω κολλητήρι, βλ. λ. κολλητήρι·
- κάνω κόλπα, βλ. λ. κόλπα·
- κάνω κολπάκια, βλ. λ. κολπάκι·
- κάνω κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- κάνω κόμμα, βλ. λ. κόμμα·
- κάνω κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- κάνω κομπίνα ή κάνω κομπίνες, βλ. λ. κομπίνα1·
- κάνω κομπόδεμα, βλ. λ. κομπόδεμα·
- κάνω κομπόστα, βλ. λ. κομπόστα·
- κάνω κονέ, βλ. λ. κονέ·
- κάνω κόνξες, βλ. λ. κόνξα·
- κάνω κονσομασιόν, βλ. λ. κονσομασιόν·
- κάνω κόντρα ρελάνς, βλ. λ. ρελάνς·
- κάνω κοντρόλ, βλ. λ. κοντρόλ·
- κάνω κοπάνα, βλ. λ. κοπάνα·
- κάνω κοπλιμέντο ή κάνω κοπλιμέντα, βλ. λ. κοπλιμέντο·
- κάνω κορδελάκια, βλ. λ. κορδελάκι·
- κάνω κορνέτα, βλ. λ. κορνέτα·
- κάνω κόρτε, βλ. λ. κόρτε·
- κάνω κοτσάνα, βλ. λ. κοτσάνα·
- κάνω κότσο ή τα κάνω κότσο (ενν. τα μαλλιά μου), βλ. λ. κότσος·
- κάνω κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- κάνω κούκλα (κάτι), βλ. λ. κούκλα·
- κάνω κούλουμα, βλ. λ. κούλουμα·
- κάνω κουλουτούμπες, βλ. λ. κουλουτούμπες·
- κάνω κουμάντο, βλ. λ. κουμάντο·
- κάνω κουμπαριά ή κάνω κουμπαριό, βλ. λ. κουμπαριά·
- κάνω κουνήματα, βλ. λ. κούνημα·
- κάνω κούνια ή κάνω κούνια μπέλα, βλ. λ. κούνια·
- κάνω κουπί, βλ. λ. κουπί·
- κάνω κούρα, βλ. λ. κούρα·
- κάνω κουράγιο, βλ. λ. κουράγιο·
- κάνω κούρσα, βλ. λ. κούρσα·
- κάνω κουτουράδες, βλ. λ. κουτουράδες·
- κάνω κουτσουκέλες, βλ. λ. κουτσουκέλα·
- κάνω κρα, βλ. λ. κρα·
- κάνω κρα για δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω κράτει, βλ. λ. κράτει·
- κάνω κρεβάτι, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ. κρεβάτι·
- κάνω κρότο, βλ. λ. κρότος·
- κάνω κρούση, βλ. λ. κρούση·
- κάνω κρυφά τη δουλειά μου ή κάνω κρυφά τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω κύκλο ή κάνω τον κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- κάνω κύκλους, βλ. λ. κύκλος·
- κάνω κώλο, βλ. λ. κώλος·
- κάνω κωλομάγουλα, βλ. λ. κωλομάγουλο·
- κάνω κωλομέρια, βλ. λ. κωλομέρι·
- κάνω κωλοτούμπες, βλ. λ. κωλοτούμπες·
- κάνω κωλοτούμπες στον αέρα, κωλοτούμπα·
- κάνω λάθος κίνηση, βλ. λ. λάθος·
- κάνω λάθος λογαριασμό, βλ. λ. λάθος·
- κάνω λακριντί ή κάνω λακιρντί, βλ. λ. λακριντί·
- κάνω λαχτάρα ή κάνω λαχτάρες (σε κάποιον), βλ. λ. λαχτάρα·
- κάνω λέζα, βλ. λ. λέζα2·
- κάνω λεζάντα, βλ. λ. λεζάντα·
- κάνω λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω λημέρι, βλ. λ. λημέρι·
- κάνω ληστεία, βλ. λ. ληστεία·
- κάνω λιάδα (κάτι), βλ. λ. λιάδα·
- κάνω λιανά, βλ. λ. λιανός·
- κάνω λιώμα, βλ. λ. λιώμα·
- κάνω λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- κάνω λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο, βλ. λ. ξενοδόχος·
- κάνω λογαριασμούς του μπακάλη, βλ. λ. μπακάλης·
- κάνω λόγο, βλ. λ. λόγος·
- κάνω λούσα, βλ. λ. λούσο·
- κάνω λούτσα, βλ. λ. λούτσα·
- κάνω λουφ, βλ. λ. λουφ·
- κάνω λούφα, βλ. λ. λούφα·
- κάνω μα, βλ. λ. μα· 
- κάνω μαγγανεία ή κάνω μαγγανείες, βλ. λ. μαγγανεία·
- κάνω μάγια, βλ. λ. μάγια·
- κάνω μαγιά, βλ. λ. μαγιά·
- κάνω μαγικά, βλ. λ. μαγικά·
- κάνω μάγουλα, βλ. λ. μάγουλο·
- κάνω μαθήματα, βλ. λ. μάθημα·
- κάνω μάκια, βλ. λ. μάκια·
- κάνω μακροβούτι, βλ. λ. μακροβούτι·
- κάνω μακροβούτι σε θολά νερά, βλ. λ. μακροβούτι·
- κάνω μαλακίες, βλ. λ. μαλακία·
- κάνω μαμ, βλ. λ. μαμ·
- κάνω μαμουνιές, βλ. λ. μαμουνιά·
- κάνω μάνα ή κάνω τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- κάνω μανούβρα, βλ. λ. μανούβρα·
- κάνω μανούβρες, βλ. λ. μανούβρα·
- κάνω μανούρα, βλ. λ. μανούρα·
- κάνω μαξούζ, βλ. λ. μαξούζ·
- κάνω μασονίες, βλ. λ. μασονία·
- κάνω ματ, βλ. λ. ματ·
- κάνω ματάκι, βλ. λ. ματάκι·
- κάνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κάνω ματσακόνι, βλ. λ. ματσακόνι·
- κάνω ματσακονιές, βλ. λ. ματσακονιά·
- κάνω ματσαράγκες, βλ. λ. ματσαράγκα·
- κάνω μαύρα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάνω μαύρες σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω μαύρη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο, βλ. λ. κόλλυβα·
- κάνω με ρέγουλα (κάτι), βλ. λ. ρέγουλα·
- κάνω μέρος, βλ. λ. μέρος·
- κάνω μετάνοιες, βλ. λ. μετάνοιες·
- κάνω μέτωπο (με κάποιον ή κάποιους), βλ. λ. μέτωπο·
- κάνω μια βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω μια γύρα, βλ. λ. γύρα·
- κάνω μια γυροβολιά, βλ. λ. γυροβολιά·
- κάνω μια νέα αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω (μια) περασιά, βλ. λ. περασιά·
- κάνω (μια) περατζάδα, βλ. λ. περατζάδα·
- κάνω μια πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω μια πρόταση ή κάνω την πρόταση, βλ. λ. πρόταση·
- κάνω μια στροφή, βλ. λ. στροφή·
- κάνω μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- κάνω μια φούρλα, βλ. λ. φούρλα·
- κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω μινέτο, βλ. λ. μινέτο·
- κάνω μνημόσυνο, βλ. λ. μνημόσυνο·
- κάνω μόκο, βλ. λ. μόκο·
- κάνω μόκο κατσαμπρόκο, βλ. λ. μόκο·
- κάνω μόστρα, βλ. λ. μόστρα·
- κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ή κάνω μουλωχτά τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω μουρμού, βλ. λ. μουρμού·
- κάνω μούσκεμα (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μούσκεμα·
- κάνω μουσκίδι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μουσκίδι·
- κάνω μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- κάνω μουτσούνες, βλ. λ. μουτσούνα·
- κάνω μουχαμπέτι, βλ. λ. μουχαμπέτι·
- κάνω μούχτι, βλ. λ. μούχτι·
- κάνω μπαγαποντιές, βλ. λ. μπαγαποντιά·
- κάνω μπάκα, βλ. λ. μπάκα·
- κάνω μπακαλίστικους λογαριασμούς, βλ. λ. μπακαλίστικος·
- κάνω μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- κάνω μπαμ από μακριά, βλ. λ. μπαμ·
- κάνω μπάνια, βλ. λ. μπάνιο·
- κάνω μπάνιο, βλ. λ. μπάνιο·
- κάνω μπανιστήρι, βλ. λ. μπανιστήρι·
- κάνω μπάνκα ή κάνω την μπάνκα, βλ. λ. μπάνκα·
- κάνω μπάρα, βλ. λ. μπάρα2·
- κάνω μπάσιμο, βλ. λ. μπάσιμο·
- κάνω μπάστα, βλ. λ. μπάστα·
- κάνω μπεγλέρι, βλ. λ. μπεγλέρι·
- κάνω μπιμπερό, βλ. λ. μπιμπερό·
- κάνω μπλόκο, βλ. λ. μπλόκο·
- κάνω μπλουμ, βλ. λ. μπλουμ·
- κάνω μπλουμ μπλουμ, βλ. λ. μπλουμ·
- κάνω μπλόφα, βλ. λ. μπλόφα·
- κάνω μπου, βλ. λ. μπου2·
- κάνω μπουγάδα, βλ. λ. μπουγάδα·
- κάνω μπούγιο, βλ. λ. μπούγιο·
- κάνω μπούκα, βλ. λ. μπούκα·
- κάνω μπουμ, βλ. λ. μπουμ1·
- κάνω μπουρμπουλήθρες, βλ. λ. μπουρμπουλήθρα·
- κάνω μπρακ, βλ. λ. μπρακ·
- κάνω μπράτσα, βλ. λ. μπράτσο·
- κάνω μπράτσο, βλ. λ. μπράτσο·
- κάνω μπραφ, βλ. λ. μπραφ·
- κάνω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- κάνω μπρος πίσω, βλ. λ. πίσω·
- κάνω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- κάνω να, επιθυμώ, α. επιδιώκω συστηματικά να αποκτήσω ή να απολαύσω κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, κάνω να για να τη βγάλω γκόμενα || απ’ τη μέρα που είδα αυτό τ’ αυτοκίνητο, κάνω να να τ’ αγοράσω». Συνοδεύεται από χειρονομία, με το δείκτη να έρχεται και να διπλώνει στη ρίζα του αντίχειρα και να κάνει ελαφρές συσπάσεις, υπονοώντας τον πρωκτό, που βρίσκεται σε σεξουαλική υπερδιέγερση. β. επιθυμώ, επιδιώκω συστηματικά, ιδίως να ξαναδώ κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, κάνω να να την ξαναδώ || ψάχνω σ’ όλες τις μάντρες, γιατί κάνω να να ξαναδώ εκείνο τ’ αυτοκίνητο αντίκα». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να ενώνεται σε κύκλο με τον αντίχειρα υπονοώντας το μάτι που ανοίγει διάπλατα ψάχνοντας να δει κάτι. Συνών. κάνω κρα·
- κάνω να για δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω νάζι ή κάνω νάζια, βλ. λ. νάζι·
- κάνω νανάκια, βλ. λ. νανάκια·
- κάνω νάνι, βλ. λ. νάνι·
- κάνω νερά, βλ. λ. νερό·
- κάνω νερό, βλ. λ. νερό·
- κάνω νισάφι, βλ. λ. νισάφι·
- κάνω νόημα, βλ. λ. νόημα·
- κάνω νοικοκυρά (κάποια), βλ. λ. νοικοκυρά·
- κάνω νοικοκυριό, βλ. λ. νοικοκυριό·
- κάνω νούλα, βλ. λ. νούλα·
- κάνω νούμερα ή κάνω τα νούμερά μου, βλ. λ. νούμερο·
- κάνω νταβανά, βλ. λ. νταβανάς·
- κάνω νταβαντούρι, βλ. λ. νταβαντούρι·
- κάνω νταμπλ, βλ. λ. νταμπλ·
- κάνω νταραβέρι, βλ. λ. νταραβέρι·
- κάνω ντεμπούτο, βλ. λ. ντεμπούτο·
- κάνω ντιλίτ, βλ. λ. ντιλίτ·
- κάνω ντόρο, βλ. λ. ντόρος·
- κάνω ντου! βλ. λ. ντου·
- κάνω ντουέτο (με κάποιον), βλ. λ. ντουέτο·
- κάνω ντούκου, βλ. λ. ντούκου·
- κάνω ντουντούκα, βλ. λ. ντουντούκα·
- κάνω ξεμπούκο, βλ. λ. ξεμπούκο·
- κάνω ξερή, βλ. λ. ξερή·
- κάνω οικογένεια, βλ. λ. οικογένεια·
- κάνω οικονομία, (για τάβλι), βλ. λ. οικονομία·
- κάνω οικονομία δυνάμεων, βλ. λ. οικονομία·
- κάνω ό,τι κι ό,τι, βλ. φρ. κάνω ό,τι λάχει·
- κάνω ό,τι λάχει, α. κάνω οποιαδήποτε δουλειά, γιατί έχω μεγάλη ανάγκη ή πολύ σοβαρό οικονομικό πρόβλημα: «έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, εγώ τώρα κάνω ό,τι λάχει για να τα βγάλω πέρα». β. συμπεριφέρομαι με απρέπεια: «δε θα σε ξαναπάρω μαζί μου, γιατί κάνεις ό,τι λάχει, και κοντά σε σένα γίνομαι κι εγώ ρεζίλι». γ. ενεργώ απερίσκεπτα, χωρίς πρόγραμμα: «αφού κάνεις ό,τι λάχει, πώς θέλεις να πάει μπροστά η δουλειά;»·
- κάνω ό,τι μου καπνίσει, α. ενεργώ σύμφωνα με τις επιθυμίες μου, χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανέναν: «έχω πάψει να τον συμβουλεύω, γιατί πάντα κάνει ό,τι του καπνίσει || κάνε ό,τι σου καπνίσει και μη νοιαστείς για κανένα, γιατί είναι μικρή η ζωή». β. ενεργώ επιπόλαια, ασυλλόγιστα: «πέφτει συνέχεια από λάθος σε λάθος, γιατί κάνει ό,τι του καπνίσει»·
- κάνω ό,τι μου κατέβει ή κάνω ό,τι μου κατεβαίνει, βλ. συνηθέστ. κάνω ό,τι μου καπνίσει·
- κάνω ό,τι μου ’ρθει, βλ. φρ. κάνω ό,τι μου καπνίσει·
- κάνω ό,τι μπορώ, καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να πετύχω κάτι ή για να βοηθήσω κάποιον: «κάνω ό,τι μπορώ για να τελειώσω τη δουλειά || αφού βλέπεις ότι κάνω ό,τι μπορώ για να βάλω το γιο σου στην τράπεζα»·
- κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- κάνω ό,τι φτάσει, α. συμπεριφέρομαι με απρέπεια: «δεν τον παίρνει κανείς μαζί του, γιατί κάνει ό,τι φτάσει». β. ενεργώ απερίσκεπτα, χωρίς πρόγραμμα: «όταν κάνει κανείς ό,τι φτάσει στη ζωή του, δεν υπάρχει περίπτωση να προκόψει»·
- κάνω όλο το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάνω όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- κάνω όνομα, βλ. λ. όνομα·
- κάνω όπισθεν, βλ. λ. όπισθεν·
- κάνω όπισθεν ολοταχώς, βλ. λ. όπισθεν·
- κάνω όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- κάνω ορίστε (σε κάποιον) ή κάνω το ορίστε (σε κάποιον), βλ. λ. ορίστε·
- κάνω όρκο, βλ. λ. όρκος·
- κάνω ουρά, βλ. λ. ουρά·
- κάνω οχτάρια, βλ. λ. οχτάρι·
- κάνω παζάρι ή κάνω παζάρια, βλ. λ. παζάρι·
- κάνω παιχνιδάκια, βλ. λ. παιχνιδάκι·
- κάνω παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάνω πανηγύρι, βλ. λ. πανηγύρι·
- κάνω πανιά, βλ. λ. πανί·
- κάνω παπάρα ή κάνω παπάρες, βλ. λ. παπάρα·
- κάνω παπαριά ή κάνω παπαριές, βλ. λ. παπαριά·
- κάνω παρά πέρα, βλ. συνηθέστ. κάνω παραπέρα·
- κάνω παραπέρα, βλ. λ. παραπέρα·
- κάνω παράπονα, βλ. λ. παράπονο·
- κάνω παράσιτα, βλ. λ. παράσιτο·
- κάνω παράτα, βλ. λ. παράτα2·
- κάνω παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- κάνω πάσο, βλ. λ. πάσο·
- κάνω πάστρα, βλ. λ. πάστρα·
- κάνω Πάσχα, βλ. λ. Πάσχα·
- κάνω πάταγο, βλ. λ. πάταγος·
- κάνω πατάτα ή κάνω πατάτες, βλ. λ. πατάτα·
- κάνω πατατιά ή κάνω πατατιές, βλ. λ. πατατιά·
- κάνω πατινάδα, βλ. λ. πατινάδα2·
- κάνω πατσάδες, βλ. λ. πατσάς·
- κάνω παύλα, βλ. λ. παύλα·
- κάνω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- κάνω περιουσία, βλ. λ. περιουσία·
- κάνω περίπατο ή κάνω τον περίπατό μου, βλ. λ. περίπατος·
- κάνω περιπολία, βλ. λ. περιπολία·
- κάνω περιφέρεια ή κάνω περιφέρειες, βλ. λ. περιφέρεια·
- κάνω πέτρα την καρδιά, βλ. λ. πέτρα·
- κάνω πήδους απ’ τη χαρά μου, βλ. λ. πήδος·
- κάνω πιάτσα, βλ. λ. πιάτσα·
- κάνω πιο πέρα, βλ. λ. πέρα·
- κάνω πιπ, βλ. λ. πιπ·
- κάνω πίπα ή κάνω πίπες, βλ. λ. πίπα·
- κάνω πιπί, βλ. λ. πιπί·
- κάνω πίπιζα, βλ. λ. πίπιζα·
- κάνω πιπίλα, βλ. λ. πιπίλα·
- κάνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- κάνω πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω πλάκα (σε κάποιον), βλ. λ. πλάκα·
- κάνω πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω πλάτες, βλ. λ. πλάτη·
- κάνω πλιάτσικο, βλ. λ. πλιάτσικο·
- κάνω πλονζόν, βλ. λ. πλονζόν·
- κάνω πλούσιο (κάποιον), βλ. λ. πλούσιος·
- κάνω πλούσιο γάμο, (και για τα δύο φύλα), βλ. λ. γάμος·
- κάνω πλουφ, βλ. λ. πλουφ·
- κάνω πνεύμα, βλ. λ. πνεύμα·
- κάνω πνευστό, βλ. λ. πνευστό·
- κάνω ποδαρικό, βλ. λ. ποδαρικό·
- κάνω πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- κάνω ποντίκι, βλ. λ. ποντίκι·
- κάνω ποντίκια, βλ. λ. ποντίκι·
- κάνω πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- κάνω πουγκί, βλ. λ. πουγκί·
- κάνω πουστιά ή κάνω πουστιές, βλ. λ. πουστιά·
- κάνω πράξη ή κάνω πράξεις, βλ. λ. πράξη·
- κάνω πρρρ, βλ. λ. πρρρ·
- κάνω πράσινη ή κάνω την πράσινη, βλ. λ. πράσινη·
- κάνω πριτ, βλ. λ. πριτ·
- κάνω πρόβα, βλ. λ. πρόβα·
- κάνω πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- κάνω προκοπή, βλ. λ. προκοπή·
- κάνω προξενιά ή κάνω προξενιό, βλ. λ. προξενιά·
- κάνω προπόνηση, βλ. λ. προπόνηση·
- κάνω προς τα πίσω, βλ. λ. πίσω·
- κάνω προσευχές ή κάνω προσευχή ή κάνω την προσευχή μου, βλ. λ.προσευχή·
- κάνω προσκλητήριο, βλ. λ. προσκλητήριο·
- κάνω πρωτοσέλιδο (ένα θέμα), βλ. λ. πρωτοσέλιδος·
- κάνω πυρετό, βλ. λ. πυρετός·
- κάνω ότι… ή κάνω πως…, προσποιούμαι: «κάνω ότι δε φοβάμαι, αλλά από μέσα μου τρέμω || κάνω πως τον συμπαθώ, αλλά στην πραγματικότητα τον σιχαίνομαι»·
- κάνω πως δε βλέπω, αφήνω κάτι δυσάρεστο, που έπεσε στην αντίληψή μου, να περάσει χωρίς να επέμβω ή να το σχολιάσω, παριστάνω τον αδιάφορο: «όταν βλέπω τους αλήτες να μαλώνουν, κάνω πως δε βλέπω || επειδή είναι ο γιος του προσωπάρχη μας, ό,τι βλακεία και να κάνει, κάνω πως δε βλέπω»· βλ. και φρ. κάνω πως δεν καταλαβαίνω·
- κάνω πως δεν καταλαβαίνω, προσποιούμαι πως δεν αντιλαμβάνομαι προσβολή ή αδικία που γίνεται σε βάρος κάποιου ή και σε βάρος μου: «ενοχλούσαν συνεχώς τη γυναίκα του κάνοντάς της διάφορα νοήματα, αλλά αυτός έκανε πως δεν έβλεπε για να μη γίνει φασαρία»· βλ. και φρ. κάνω πως δε βλέπω·
- κάνω ράλι, βλ. λ. ράλι·
- κάνω ραχάτι, βλ. λ. ραχάτι·
- κάνω ρεζίλι, βλ. λ. ρεζίλι·
- κάνω ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. λ. ρεζίλι·
- κάνω ρεζίλι των σκυλιών, βλ. λ. ρεζίλι·
- κάνω ρεκλάμα, βλ. λ. ρεκλάμα·
- κάνω ρεκόρ, βλ. λ. ρεκόρ·
- κάνω ρελάνς, βλ. λ. ρελάνς·
- κάνω ρεμούλα, βλ. λ. ρεμούλα·
- κάνω ρεντίκολο, βλ. λ. ρεντίκολο·
- κάνω ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. λ. ρεντίκολο·
- κάνω ρεντίκολο των σκυλιών, βλ. λ. ρεντίκολο·
- κάνω ριλάξ, βλ. λ. ριλάξ·
- κάνω ροντέο, βλ. λ. ροντέο·
- κάνω σάλο, βλ. λ. σάλος·
- κάνω σαλτανάτια, βλ. λ. σαλτανάτι·
- κάνω σάλτο μορτάλε, βλ. λ. σάλτο·
- κάνω σαματά, βλ. λ. σαματάς·
- κάνω σαν γεροντοκόρη, βλ. λ. γεροντοκόρη·
- κάνω σαν έγκυος, βλ. λ. έγκυος·
- κάνω σαν μωρό, βλ. λ. μωρό·
- κάνω σαν παιδί, βλ. λ. παιδί·
- κάνω σαν παλαβός, βλ. λ. παλαβός·
- κάνω σαν τρελός, βλ. λ. τρελός·
- κάνω σαξόφωνο, βλ. λ. σαξόφωνο·
- κάνω σαρδάμ, βλ. λ. σαρδάμ·
- κάνω σαρμάκο, βλ. λ. σαρμάκο·
- κάνω σασιρμά, βλ. λ. σασιρμάς·
- κάνω σαχλαμάρα ή κάνω σαχλαμάρες, βλ. λ. σαχλαμάρα·
- κάνω σεκόντο, βλ. λ. σεκόντο·
- κάνω σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- κάνω σεντράρισμα, βλ. λ. σεντράρισμα·
- κάνω σέρβις, βλ. λ. σέρβις·
- κάνω σεργιάνι, βλ. λ. σεργιάνι·
- κάνω σερμαγιά, βλ. λ. σερμαγιά·
- κάνω σεφτέ, βλ. λ. σεφτές·
- κάνω σήμα, βλ. λ. σήμα·
- κάνω σημαία μου (κάτι), βλ. λ. σημαία·
- κάνω σημειωτόν, βλ. λ. σημειωτόν·
- κάνω σινιάλα, βλ. λ. σινιάλο·
- κάνω σινιάλο, βλ. λ. σινιάλο·
- κάνω σκαλοπάτια, βλ. λ. σκαλοπάτι·
- κάνω σκαμνάκι, βλ. λ. σκαμνάκι·
- κάνω σκάντζα, βλ. λ. σκάντζα·
- κάνω σκασιαρχείο, βλ. λ. σκασιαρχείο·
- κάνω σκεμπέ ή κάνω σκεμπέδες ή κάνω σκεμπέδια, βλ. λ. σκεμπές·
- κάνω σκεμπεδάκια, βλ. λ. σκεμπεδάκι·
- κάνω σκέρτσα, βλ. λ. σκέρτσο·
- κάνω σκέρτσο, βλ. λ. σκέρτσο·
- κάνω σκηνή, βλ. λ. σκηνή·
- κάνω σκηνοθεσία, βλ. λ. σκηνοθεσία·
- κάνω σκίσιμο, βλ. λ. σκίσιμο·
- κάνω σκοινάκι, βλ. λ. σκοινάκι·
- κάνω σκονάκι ή κάνω σκονάκια, βλ. λ. σκονάκι·
- κάνω σκόνη (κάτι), βλ. λ. σκόνη·
- κάνω σκόνη, (για λεφτά ή περιουσία), βλ. λ. σκόνη·
- κάνω σκόντο, βλ. λ. σκόντο·
- κάνω σκοπό ή κάνω σκοπό μου (κάτι), βλ. λ. σκοπός·
- κάνω σκορ, βλ. λ. σκορ·
- κάνω σκούπα (κάτι), βλ. λ. σκούπα·
- κάνω σκουπίδια, βλ. λ. σκουπίδι·
- κάνω σμπαράλια (κάτι), βλ. λ. σμπαράλια·
- κάνω σόπινγκ, βλ. λ. σόπινγκ·
- κάνω σούζα ή κάνω σούζες, βλ. λ. σούζα·
- κάνω σουλάτσο, βλ. λ. σουλάτσο·
- κάνω σούμα ή κάνω τη σούμα, βλ. λ. σούμα·
- κάνω σουξέ, βλ. λ. σουξέ·
- κάνω σουτ, βλ. λ. σουτ·
- κάνω σπάσιμο, (για τάβλι),βλ. λ. σπάσιμο·
- κάνω σπάτουλα, βλ. λ. σπάτουλα·
- κάνω σπικάρισμα, βλ. λ. σπικάρισμα·
- κάνω σπιουνιά ή κάνω σπιουνιές, βλ. λ. σπιουνιά·
- κάνω σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- κάνω σπορ, βλ. λ. σπορ·
- κάνω στασίδι, βλ. λ. στασίδι·
- κάνω στάχτη (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. στάχτη·
- κάνω στέκι, βλ. λ. στέκι·
- κάνω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- κάνω στην άκρη (κάποιον), βλ. λ. άκρη·
- κάνω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- κάνω στην μπάντα (κάποιον), βλ. λ. μπάντα·
- κάνω στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- κάνω στομάχι ή κάνω στομάχια, βλ. λ. στομάχι·
- κάνω στουκ, βλ. λ. στουκ·
- κάνω στράκα ή κάνω στράκες, βλ. λ. στράκα·
- κάνω στριπτίζ, βλ. λ. στριπτίζ·
- κάνω στροφή, βλ. λ. στροφή·
- κάνω στροφή 180 μοιρών, βλ. λ. στροφή·
- κάνω στροφή 360 μοιρών, βλ. λ. στροφή·
- κάνω συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- κάνω σφήνα, βλ. λ. σφήνα·
- κάνω σχέδια, βλ. λ. σχέδιο·
- κάνω σχέδιο, βλ. λ. σχέδιο·
- κάνω σχέση ή κάνω σχέσεις, βλ. λ. σχέση·
- κάνω σώμα, βλ. λ. σώμα·
- κάνω τ’ αγγελούδι, βλ. λ. αγγελούδι·
- κάνω τ’ αγιοπερίστερο, βλ. λ. αγιοπερίστερο·
- κάνω τ’ αδύνατα δυνατά, βλ. λ. αδύνατος·
- κάνω τ’ αντέτι μου, βλ. λ. αντέτι·
- κάνω τα γλυκά μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάνω τα γλυκά μου, βλ. λ. γλυκά·
- κάνω τα δέοντα, βλ. λ. δέον·
- κάνω τα λεφτά μου…, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω τα λόγια μου πράξη, βλ. λ. λόγος·
- κάνω τα μαθήματά μου, βλ. λ. μάθημα·
- κάνω τα μαλλιά μου, βλ. λ. μαλλί·
- κάνω τα πάντα, βλ. λ. παν·
- κάνω τα παρδαλά μου, βλ. λ. παρδαλός·
- κάνω τα πικρά γλυκά, βλ. λ. πικρός·
- κάνω τα πρέποντα, βλ. λ. πρέπον·
- κάνω τα πρώτα μου βήματα, βλ. λ. βήμα·
- κάνω τα στραβά μάτια, βλ. λ. μάτι
- κάνω τα τρελά μου, βλ. λ. τρελός·
- κάνω τα χαρτιά μου, βλ. λ. χαρτί·
- κάνω τα χιλιόμετρά μου, βλ. λ. χιλιόμετρο·
- κάνω ταινία, βλ. λ. ταινία·
- κάνω ταίρι, βλ. λ. ταίρι·
- κάνω τακίμι, βλ. λ. τακίμι·
- κάνω τάκλιν, βλ. λ. τάκλιν·
- κάνω τακουνάκι, βλ. λ. τακουνάκι·
- κάνω τάμα, βλ. λ. τάμα·
- κάνω ταμείο, βλ. λ. ταμείο·
- κάνω ταξίδι ή κάνω ταξίδια, βλ. λ. ταξίδι·
- κάνω τάπα, βλ. λ. τάπα·
- κάνω ταραχή, βλ. λ. ταραχή·
- κάνω τάχαμ δήθεν, βλ. λ. τάχαμ·
- κάνω τείχος, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. τείχος·
- κάνω τεμενά ή κάνω τεμενάδες, βλ. λ. τεμενάς·
- κάνω τερτίπια, βλ. λ. τερτίπι·
- κάνω τζάχα, βλ. λ. τζάχα·
- κάνω τζάχες, βλ. λ. τζάχα·
- κάνω τζερτζελέ, βλ. λ. τζερτζελές·
- κάνω τζιβιτζιλίκι, βλ. λ. τζιβιτζιλίκι·
- κάνω τζιβιτζιλίκια, βλ. λ. τζιβιτζιλίκι·
- κάνω τζιλβέδες, βλ. λ. τζιλβές·
- κάνω τζιριτζάντζουλες ή κάνω τσιριτσάντσουλες, βλ. λ. τζιριτζάντζουλα·
- κάνω τζίρο, βλ. λ. τζίρος·
- κάνω τη βάρδια (κάποιου), βλ. λ. βάρδια·
- κάνω τη βλακεία, βλ. λ. βλακεία·
- κάνω τη βόλτα μου, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω τη βρόμικη δουλειά (για λογαριασμό κάποιου), βλ. λ. δουλειά·
- κάνω τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- κάνω τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- κάνω τη λάντζα, βλ. λ. λάντζα·
- κάνω τη λευκή περιστερά, βλ. λ. περιστερά·
- κάνω (τη) μεγάλη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω τη σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- κάνω τη σιγανοπαπαδιά, βλ. λ. σιγανοπαπαδιά·
- κάνω τη σωματική μου ανάγκη, βλ. λ. ανάγκη·
- κάνω τη φραγκοπαναγιά, βλ. λ. φραγκοπαναγιά·
- κάνω την αβαρία, βλ. λ. αβαρία·
- κάνω την αθώα περιστερά, βλ. λ. αθώος·
- κάνω την ανάγκη μου, βλ. λ. ανάγκη·
- κάνω την ανάγκη φιλοτιμία, βλ. λ. ανάγκη·
- κάνω την γκόμενα, βλ. λ. γκόμενα·
- κάνω την καλή ή την κάνω την καλή, βλ. λ. καλός·
- κάνω την κορόιδα, βλ. λ. κορόιδα·
- κάνω την κουτουράδα, βλ. λ. κουτουράδα·
- κάνω την κυρία, βλ. λ. κυρία·
- κάνω την μπάζα μου, βλ. λ. μπάζα·
- κάνω την οσία Μαρία, βλ. λ. όσιος·
- κάνω την παλαβή, βλ. λ. παλαβός·
- κάνω την Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- κάνω την παπαδιά, βλ. λ. παπαδιά·
- κάνω την πάπια, βλ. λ. πάπια·
- κάνω την παρθένα, βλ. λ. παρθένα·
- κάνω την πλάκα μου, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω την πορτοκαλιά, βλ. λ. πορτοκαλιά·
- κάνω την πρώτη κίνηση, βλ. λ. κίνηση·
- κάνω την τουαλέτα μου, βλ. λ. τουαλέτα·
- κάνω την τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- κάνω τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- κάνω την τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- κάνω τις βόλτες μου, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω τις γύρες μου, βλ. λ. γύρα·
- κάνω τις γυροβολιές μου, βλ. λ. γυροβολιά·
- κάνω τις στροφές μου, βλ. λ. στροφή·
- κάνω το αγροτικό μου, βλ. λ. αγροτικός·
- κάνω το βαποράκι, βλ. λ. βαποράκι·
- κάνω το βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
- κάνω το βγάλσιμό μου, βλ. λ. βγάλσιμο·
- κάνω το βλάκα, βλ. λ. βλάκας·
- κάνω το Γερμανό, βλ. λ. Γερμανός·
- κάνω το γόη, βλ. λ. γόης·
- κάνω το γούστο μου, βλ. λ. γούστο·
- κάνω το δέον, βλ. λ. δέον·
- κάνω το δικηγόρο του διαβόλου, βλ. λ. δικηγόρος·
- κάνω το δικό μου, βλ. λ. δικός·
- κάνω το δύσκολο, βλ. λ. δύσκολος·
- κάνω το ζόρικο, βλ. λ. ζόρικος·
- κάνω το Ζορό, βλ. λ. Ζορό·
- κάνω το κακό, βλ. λ. κακός·
- κάνω το καλό, βλ. λ. καλός·
- κάνω το καπρίτσιο μου, βλ. λ. καπρίτσιο·
- κάνω το κέφι μου, βλ. λ. κέφι·
- κάνω το κομμάτι μου, βλ. λ. κομμάτι·
- κάνω το κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- κάνω το κουμάντο μου, βλ. λ. κουμάντο·
- κάνω το κουνέλι, βλ. λ. κουνέλι·
- κάνω το κρεβάτι μου, βλ. λ. κρεβάτι·
- κάνω το λεφτά, βλ. λ. λεφτάς·
- κάνω το λιοντάρι, βλ. λ. λιοντάρι·
- κάνω το λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- κάνω το λογαριασμό μου, βλ. λ. λογαριασμός·
- κάνω το λόρδο, βλ. λ. λόρδος·
- κάνω το μάγκα, βλ. λ. μάγκας·
- κάνω το μαλάκα, βλ. λ. μαλάκας·
- κάνω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κάνω το μεγάλο μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- κάνω το μεγάλο μπουμ, βλ. λ. μπουμ2·
- κάνω το μεγάλο πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- κάνω το μεγάλο σάλτο, βλ. λ. σάλτο·
- κάνω το νερό μου, βλ. λ. νερό·
- κάνω το νυχτοπούλι, βλ. λ. νυχτοπούλι·
- κάνω το παγώνι, βλ. λ. παγώνι·
- κάνω το παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- κάνω το παν, βλ. λ. παν·
- κάνω το πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω το πρέπον, βλ. λ. πρέπον·
- κάνω το πρώτο βήμα, βλ. λ. βήμα·
- κάνω το σάλτο μου, βλ. λ. σάλτο·
- κάνω το σημείο του σταυρού, βλ. λ. σταυρός·
- κάνω το σκίτσο του, βλ. λ. σκίτσο·
- κάνω το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- κάνω το σταυρό μου, βλ. λ. σταυρός·
- κάνω το στραβό, βλ. λ. στραβός·
- κάνω το σωστό, βλ. λ. σωστό·
- κάνω το τζαρέ μου, βλ. λ. τζαρές·
- κάνω το τζόβενο, βλ. λ. τζόβενο·
- κάνω το τραπέζι (σε κάποιον ή σε κάποιους), βλ. λ. τραπέζι·
- κάνω το χαζό, βλ. λ. χαζός·
- κάνω το χαμάλη, βλ. λ. χαμάλης·
- κάνω το χοντρό μου, βλ. λ. χοντρός·
- κάνω το χρέος μου, βλ. λ. χρέος·
- κάνω το χωροφύλακα (σε κάποιον), βλ. λ. χωροφύλακας·
- κάνω το ψιλό μου, βλ. λ. ψιλός·
- κάνω το ψώνιο μου, βλ. λ. ψώνιο·
- κάνω τόκα, βλ. λ. τόκα·
- κάνω τον άγιο, βλ. λ. άγιος·
- κάνω τον άγιο Ονούφριο, βλ. λ. άγιος·
- κάνω τον Αμερικάνο, βλ. λ. Αμερικάνος·
- κάνω τον ανήξερο, βλ. λ. ανήξερος·
- κάνω τον άντρα, βλ. λ. άντρας·
- κάνω τον γκιουλέκα, βλ. λ. γκιουλέκας·
- κάνω τον γκόμενο, βλ. λ. γκόμενος·
- κάνω τον ήρωα, βλ. λ. ήρωας·
- κάνω τον καλό, βλ. λ. καλός·
- κάνω τον καμπόη, βλ. λ. καμπόης·
- κάνω τον καπάνταη, βλ. λ. καπάνταης·
- κάνω τον καραγκιόζη, βλ. λ. καραγκιόζης·
- κάνω τον κάργα, βλ. λ. κάργας·
- κάνω τον κιμπάρη, βλ. λ. κιμπάρης·
- κάνω τον Κινέζο, βλ. λ. Κινέζος·
- κάνω τον κιουλάμπεη, βλ. λ. κιουλάμπεης·
- κάνω τον κλόουν, βλ. λ. κλόουν·
- κάνω τον κόκορα, βλ. λ. κόκορας·
- κάνω τον κόπο, βλ. λ. κόπος·
- κάνω τον κοριό, βλ. λ. κοριός·
- κάνω τον κόσμο άνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- κάνω τον κουτό, βλ. λ. κουτός·
- κάνω τον κουφό, βλ. λ. κουφός·
- κάνω τον μπαμπούλα, βλ. λ. μπαμπούλας·
- κάνω τον μπιλμέμ, βλ. λ. μπιλμέμ·
- κάνω τον νταή, βλ. λ. νταής·
- κάνω τον όσιο (Δαβίδ), βλ. λ. όσιος·
- κάνω τον παλαβό, βλ. λ. παλαβός·
- κάνω τον παλιάτσο, βλ. λ. παλιάτσος·
- κάνω τον παλικαρά, βλ. λ. παλικαράς·
- κάνω τον πεχλιβάνη, βλ. λ. πεχλιβάνης·
- κάνω τον πλούσιο, βλ. λ. πλούσιος·
- κάνω τον πυροσβέστη, βλ. λ. πυροσβέστης·
- κάνω τον σερίφη, βλ. λ. σερίφης·
- κάνω τον σταυρό μου, βλ. λ. σταυρός·
- κάνω τον στραβό, βλ. λ. στραβός·
- κάνω τον τάχα, βλ. λ. τάχα·
- κάνω τον τάχαμ δήθεν, βλ. λ. τάχαμ·
- κάνω τον τηλεβόα, βλ. λ. τηλεβόας·
- κάνω τον τρελό, βλ. λ. τρελός·
- κάνω τον τσαγκό, βλ. λ. τσαγκός·
- κάνω τον φτωχό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνω τον ψόφιο κοριό, βλ. λ. κοριός·
- κάνω τόπο, βλ. λ. τόπος·
- κάνω τόπο στην οργή, βλ. λ. τόπος·
- κάνω του κεφαλιού μου, βλ. λ. κεφάλι·
- κάνω τούκα, βλ. λ. τούκα·
- κάνω τούμπα ή κάνω τούμπες, βλ. λ. τούμπα·
- κάνω τουμπέκα, βλ. λ. τουμπέκα·
- κάνω τουμπεκί (ψιλοκομμένο), βλ. λ. τουμπεκί·
- κάνω τούμπες, βλ. λ. τούμπα·
- κάνω τράκα, βλ. λ. τράκα·
- κάνω τράκα ή κάνω τράκες, βλ. λ. τράκα·
- κάνω τράμπα, βλ. λ. τράμπα·
- κάνω τρελά όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω τρελή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω τρέλες, βλ. λ. τρέλα·
- κάνω τρελές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω τρίλιζα, βλ. λ. τρίλιζα·
- κάνω τρίπλα ή κάνω τρίπλες, βλ. λ. τρίπλα·
- κάνω τρίτσα κάτσα, βλ. λ. τρίτσα κάτσα·
- κάνω τρομπέτα, βλ. λ. τρομπέτα·
- κάνω τσακίσματα, βλ. λ. τσάκισμα·
- κάνω τσακμάκι, βλ. λ. τσακμάκι·
- κάνω τσαλίμια (τσαλιμάκια), βλ. λ. τσαλίμι·
- κάνω τσαμπουκά, βλ. λ. τσαμπουκάς·
- κάνω τσάρκα ή κάνω την τσάρκα μου, βλ. λ. τσάρκα·
- κάνω τσαχπινιές, βλ. λ. τσαχπινιά·
- κάνω τσιγάρο (τσιγαράκι, τσιγαρλίκι), βλ. λ. τσιγάρο·
- κάνω τσιμπούκι, βλ. λ. τσιμπούκι·
- κάνω τσιριμόνιες, βλ. λ. τσιριμόνια·
- κάνω τσίσα ή κάνω τσίσα μου ή κάνω τα τσίσα μου, βλ. λ. τσίσα·
- κάνω τσουλήθρα, βλ. λ. τσουλήθρα·
- κάνω υδραυλικό, βλ. λ. υδραυλικό·
- κάνω υπομονή, βλ. λ. υπομονή·
- κάνω υπουλίες, βλ. λ. υπουλία·
- κάνω φάβα, βλ. λ. φάβα·
- κάνω φαγητό, βλ. λ. φαγητό·
- κάνω φάκελο, βλ. λ. φάκελος·
- κάνω φακιρικά, βλ. λ. φακιρικός·
- κάνω φακιριλίκια, βλ. λ. φακιριλίκι·
- κάνω φάλτσο, βλ. λ. φάλτσο·
- κάνω φαλτσοστεκιά, βλ. λ. φαλτσοστεκιά·
- κάνω φάουλ, βλ. λ. φάουλ·
- κάνω φασαρία, βλ. λ. φασαρία·
- κάνω φάτσες, βλ. λ. φάτσα·
- κάνω φατσούλες, βλ. λ. φατσούλα·
- κάνω φέτα ή κάνω φέτες, βλ. λ. φέτα·
- κάνω φιγούρα ή κάνω τη φιγούρα μου, βλ. λ. φιγούρα·
- κάνω φλερτ, βλ. λ. φλερτ·
- κάνω φλογέρα, βλ. λ. φλογέρα·
- κάνω φόνο, βλ. λ. φόνος·
- κάνω φουλ, βλ. λ. φουλ·
- κάνω φούρλες ή κάνω τις φούρλες μου, βλ. λ. φούρλα·
- κάνω φραμπαλά, βλ. λ. φραμπαλάς·
- κάνω φτερά, βλ. λ. φτερό·
- κάνω φυλακή ή κάνω τη φυλακή μου, βλ. λ. φυλακή·
- κάνω φύλλα, βλ. λ. φύλλο·
- κάνω χαβά (χαβαδάκι), βλ. λ. χαβάς·
- κάνω χαβαλέ, βλ. λ. χαβαλές·
- κάνω χάζι, βλ. λ. χάζι·
- κάνω χαΐρι, βλ. λ. χαΐρι·
- κάνω χαλάστρα, βλ. λ. χαλάστρα·
- κάνω χαρά ή κάνω χαρές, βλ. λ. χαρά·
- κάνω χαρακίρι, βλ. λ. χαρακίρι·
- κάνω χαράμια, βλ. λ. χαράμι·
- κάνω χάρες, βλ. λ. χάρη·
- κάνω χάρη, βλ. λ. χάρη·
- κάνω χαρούλες, βλ. λ. χαρούλα·
- κάνω χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- κάνω χατίρια (χατιράκια), βλ. λ. χατίρι·
- κάνω χέρι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. χέρι·
- κάνω χερικό, βλ. λ. χερικό·
- κάνω χιούμορ, βλ. λ. χιούμορ·
- κάνω χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- κάνω χοντράδες, βλ. λ. χοντράδα·
- κάνω χοντρές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω χοντρό κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- κάνω χοντροκοπιές, βλ. λ. χοντροκοπιά·
- κάνω χουζούρι, βλ. λ. χουζούρι·
- κάνω χουλιαμά, βλ. λ. χουλιαμάς·
- κάνω χουσμέτια, βλ. λ. χουσμέτι·
- κάνω χρέη..., βλ. λ. χρέος·
- κάνω Χριστούγεννα, βλ. λ. Χριστούγεννα·
- κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω χώρο, βλ. λ. χώρος·
- κάνω ψαχτήρι (κάποιον ή κάποιου), βλ. λ. ψαχτήρι·
- κάνω ψηστήρι, βλ. λ. ψηστήρι·
- κάνω ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- κάνω ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- κάνω ψυχικό, βλ. λ. ψυχικό·
- κάτι κάνουμε κι εμείς! έκφραση για να δηλώσουμε με κάποια μετριοφροσύνη πως, σε σύγκριση με κάποιον άλλον, παράγουμε κι εμείς κάποιο ικανοποιητικό έργο ή φέρνουμε κι εμείς κάποια ικανοποιητικά αποτελέσματα σε κάτι: «βλέπω πως έκανες καλή δουλειά. -Κάτι κάνουμε κι εμείς!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·
- κάτι τέτοια μου κάνεις και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, βλ. λ. ξεχνώ·
- κι εμείς τι ώρες κάνουμε! βλ. λ. ώρα·
- κούφια καρύδια, πίτα δεν κάνουν, βλ. λ. καρύδι·
- κωλοτούμπες στον αέρα να κάνεις! βλ. λ. κωλοτούμπα·
- λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει, βλ. λ. κοπέλι·
- λίγο να κάνεις ότι… ή λίγο να κάνεις πως…, βλ. λ. λίγος·
- λίγο να κάνω ότι… ή λίγο να κάνω πως…, βλ. λ. λίγος·
- μ’ έκανε κομμάτια ή μ’ έχει κάνει κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- μ’ έκανε παλαβό ή μ’ έχει κάνει παλαβό, βλ. λ. παλαβός·
- μ’ έκανε χίλια κομμάτια ή μ’ έχει κάνει χίλια κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- μάγια σε κάνανε! βλ. λ. μάγια·
- μαθαίνω να κάνω (κάτι), βλ. λ. μαθαίνω·
- μας κάνει απιστίες, βλ. λ. απιστία·
- μας κάνει μούτρα ή μου κάνει μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- μας κάνει το βαρύ ή μου κάνει το βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
- μας κάνει το βαρύ κι ασήκωτο ή μου κάνει το βαρύ κι ασήκωτο, βλ. λ. βαρύς·
- μας κάνει το βαρύ πεπόνι ή μου κάνει το βαρύ πεπόνι, βλ. λ. πεπόνι·
- μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι! βλ. λ. ποιος·
- μας κάνει τον πολύ, βλ. λ. πολύς·
- μας κάνει τον προφέσορα ή μου κάνει τον προφέσορα, βλ. λ. προφέσορας·
- μας τα ’κανες καρπούζια ή μου τα ’κανες καρπούζια (ενν. τα αρχίδια μου), βλ. λ. καρπούζι·
- μας τα ’κανες κουδούνια ή μου τα ’κανες κουδούνια (ενν. τα αρχίδια μου), βλ. λ. κουδούνι·
- μας τα ’κανες μπαρντάκια ή μου τα ’κανες μπαρντάκια (ενν. τα αρχίδια μου), βλ. λ.
 μπαρντάκι·
- μας τα ’κανες τσουρέκια ή μου τα ’κανες τσουρέκια, (ενν. τα αρχίδια μου), βλ. λ. τσουρέκι·
- μας το ’κανε χωρίς σάλιο ή μου το ’κανε χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- μας την κάνανε μεγάλε! βλ. λ. μεγάλος·
- μαύρα μάτια κάναμε, βλ. λ. μάτι·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! βλ. λ. άνθρωπος·
- με κάνει σαν αγγούρι, βλ. λ. αγγούρι·
- με κάνουν άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- με κάνουν ζουπηχτό, βλ. λ. ζουπηχτός·
- με κάνουν μπαλαντέρ, βλ. λ. μπαλαντέρ·
- με την τρελίτσα μου κάνω τη δουλίτσα μου, βλ. λ. τρελίτσα·
- με το φίλο φίλο κάνεις και μ’ ένα φίλο τονε χάνεις, βλ. λ. φίλος·
- μη μας το κάνεις αυτό! ή μη μου το κάνεις αυτό! λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που απειλεί πως θα αποχωρήσει από την παρέα μας, από την ομήγυρη από τη στιγμή που η απειλή του αυτή μας είναι αδιάφορη: «αν δεν πάμε στο τάδε μπαράκι, εγώ θα φύγω. -Μη μας το κάνεις αυτό!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·   
- μη με κάνεις και κοκκινίζω ή μη με κάνεις να κοκκινίζω, βλ. λ. κοκκινίζω·
- μη με κάνεις κι αμαρτάνω! βλ. λ. αμαρταίνω·
- μην κάνεις έτσι, βλ. λ. έτσι·
- μην κάνεις ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- μην κάνεις θέμα, βλ. λ. θέμα·
- μην κάνεις σαν μωρό! βλ. λ. μωρό·
- μην κάνεις σαν παιδί! βλ. λ. παιδί·
- μην κάνεις σκουπίδια! βλ. λ. σκουπίδι·
- μην κάνεις τον κόπο, βλ. λ. κόπος·
- μην το κάνεις (και) δράμα! βλ. λ. δράμα·
- μην το κάνεις κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- μην το κάνεις συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- μια έτσι να κάνω…, βλ. φρ. ένα έτσι να κάνω·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βλ. λ. κατσαρόλα·
- μου ’καναν κηδεία ή μου ’καναν την κηδεία, βλ. λ. κηδεία·
- μου ’καναν τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- μου ’κανε κλικ, βλ. λ. κλικ·
- μου ’κανε τα νεύρα κουρέλι, βλ. λ. νεύρο·
- μου ’κανε τα νεύρα ρετάλι, βλ. λ. νεύρο·
- μου ’κανε τα νεύρα σμπαράλια, βλ. λ. νεύρο·
- μου ’κανε τα νεύρα τιράντες, βλ. λ. νεύρο·
- μου ’κανε τα νεύρα τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- μου ’κανε τα νεύρα τσίχλα, βλ. λ. τσίχλα·
- μου ’κανε τα τρία δύο, βλ. λ. τρία· 
- μου ’κανε τη ζωή κόλαση, βλ. λ. ζωή·
- μου ’κανε τη ζωή μαύρη, βλ. λ. ζωή·
- μου ’κανε την καρδιά γαρίφαλο, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά καρβουνιάρικο, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά κομμάτια, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά μαύρη, βλ. λ. καρδιά· 
- μου ’κανε την καρδιά μπαξέ, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά περιβόλι, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε το βίο αβίωτο, βλ. λ. βίος·
- μου ’κανε το κεφάλι καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ’κανε το κεφάλι κουδούνι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι, βλ. λ. μυαλό·
- μου κάνει αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- μου κάνει αντίποινα, βλ. λ. αντίποινα·
- μου κάνει αντιπολίτευση, βλ. λ. αντιπολίτευση·
- μου κάνει αντίπραξη, βλ. λ. αντίπραξη·
- μου κάνει απιστίες, βλ. λ. απιστία·
- μου κάνει εντύπωση, βλ. λ. εντύπωση·
- μου κάνει ευχαρίστηση, βλ. λ. ευχαρίστηση·
- μου κάνει κάπως, (στη νεοαργκό) βλ. λ. κάπως·
- μου κάνει κέφι, βλ. λ. κέφι·
- μου κάνει κήρυγμα, βλ. λ. κήρυγμα·
- μου κάνει κικιρίκου (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κικιρίκου·
- μου κάνει κόπο, βλ. λ. κόπος·
- μου κάνει κούκου (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κούκου·
- μου κάνει κουράγιο (κάποιος), βλ. λ. κουράγιο·
- μου κάνει όρεξη (κάτι), βλ. λ. όρεξη·
- μου κάνει χαρά, βλ. λ. χαρά·
- μου κάνει ψυχρό πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- μου κάνουν τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- μου τα ’κανε αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. αέρας·
- μου την έκανε τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’χει κάνει άσπρα τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- μου ’χει κάνει μαύρη την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς; ή μπορώ να κάνω κι αλλιώς; βλ. λ. αλλιώς·
- να, κάνει η σούφρα σου! βλ. λ. σούφρα·
- να, κάνει ο κώλος σου! βλ. λ. κώλος·
- να, κάνει το κωλαράκι σου! βλ. λ. κωλαράκι·
- να, κάνει το μάτι του! βλ. λ. μάτι·
- να, κάνει το μουνάκι σου! βλ. λ. μουνάκι·
- να, κάνει το μουνί σου! βλ. λ. μουνί·
- να, κάνει το πουλάκι σου! βλ. λ. πουλάκι·
- να κάνεις, να ράνεις, λέγεται στην περίπτωση που, εκτός από αυτά που μας ανέφερε κάποιος πως πρέπει να κάνει, υπάρχουν και άλλα πολλά: «αύριο έχω πολλά τρεχάματα, γιατί πρέπει να πάω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., να πάω να πληρώσω την κάρτα μου στην τράπεζα, να βγω στην αγορά, να κάνεις, να ράνεις, να δω τι θα πρωτοπρολάβω!»·
- να μην προλάβω να κάνω ένα βήμα, βλ. λ. βήμα·
- να πα(ς) να κάνεις μπάνιο! βλ. λ. μπάνιο·
- ο βλάκας μπορεί να σου κάνει μεγαλύτερο κακό από έναν κακό, βλ. λ. βλάκας·
- ο γάιδαρος κάνει τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- ο Θεός να κάνει το θαύμα του! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός να το κάνει…, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός να τον κάνει…, βλ. λ. Θεός·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, βλ. λ. λογαριασμός·
- όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει, βλ. λ. πινακωτή·
- όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι, βλ. λ. μέλισσα·
- όπως και να το κάνουμε, βλ. λ. όπως·
- όπως τα ’κανες, τώρα φά’ τα, βλ. λ. τρώγω·
- όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, βλ. λ. αλεπού·
- όσο κι αν αδυνατίσει το βουβάλι, πάλι για ένα βόδι κάνει, βλ. λ. βουβάλι·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, βλ. λ. Θεός·
- όταν πεινάει η αλεπού, κάνει πως κοιμάται, βλ. λ. αλεπού·
- ό,τι θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να κάνεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να του κάνεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει, βλ. λ. μύγα·
- ούτε το διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις, βλ. λ. διάβολος·
- πάω να κάνω την ανάγκη μου, βλ. λ. ανάγκη·
- πλάκα μας κάνεις; ή πλάκα μου κάνεις; βλ. λ. πλάκα·
- πολλά μου τα ’κανε ή πολλά μου τα ’χει κάνει, βλ. λ. πολύς·
- πόσο κάνει; πόσο κοστίζει; πόσο τιμάται; σε ποια τιμή πουλιέται(;): «πόσο κάνει αυτό το ρολόι;». Συνών. πόσο έχει; / πόσο πάει(;)·
- πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- πώς κάνεις έτσι! βλ. λ. πώς·
- πώς να το κάνουμε! βλ. λ. πώς·
- σαν πολλά μας τα ’κανες! ή σαν πολλά μου τα ’κανες! βλ. λ. πολύς·
- σε κάνει εχθρό του, βλ. λ. εχθρός·
- σε κάνει κοκορίκο; (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κοκορίκο(!)·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, βλ. λ. νερό·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
- στου κασίδη το κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, βλ. λ. κασίδης·
- συμβόλαιο κάναμε; βλ. λ. συμβόλαιο·
- τα βρομισμένα λάχανα κακή σαλάτα κάνουν, βλ. λ. λάχανο·
- τα ’κανα θρύψαλα, βλ. λ. θρύψαλο·
- τα ’κανα νιανιά, βλ. λ. νιανιά·
- τα ’κανα στιφάδο, βλ. λ. στιφάδο·
- τα ’κανε ή τα ’χει κάνει, βλ. φρ. τα ’κανε απάνω του. (Τραγούδι: έπιασα και το δρεπάνι και ο Χάρος τα ’χει κάνει. Τι ψυχή θα παραδώστε; Όλα δω θα τα πληρώστε
- τα ’κανε απάνω του, βλ. λ. απάνω·
- τα ’κανε απάνω του απ’ τη χαρά του, βλ. λ. χαρά·
- τα ’κανε απάνω του απ’ το φόβο του, βλ. λ. φόβος·
- τα ’κανε ομελέτα, βλ. λ. ομελέτα·
- τα ’κανε παστίτσιο, βλ. λ. παστίτσιο·
- τα ’κανε σαν τα μούτρα του, βλ. λ. μούτρο·
- τα ’κανε σαν τον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- τα ’κανε στο βρακί του ή τα ’κανε στα βρακιά του, βλ. λ. βρακί·
- τα ’κανε στο σώβρακο ή τα ’κανε στα σώβρακά του, βλ. λ. σώβρακο·
- τα ’κανε φουρφούρι (ενν. τα λεφτά), βλ. λ. φουρφούρι·
- τα κάνει ακόμη απάνω του, βλ. λ. απάνω του·
- τα κάνει ακόμη στο βρακί του, βλ. λ. βρακί·
- τα κάνει μασούρι, βλ. λ. μασούρι·
- τα κάνει με ουρές και με κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- τα κάνω, αφοδεύω, ενεργούμαι: «πήγε γρήγορα στην τουαλέτα να τα κάνει, γιατί τον έπιασε κόψιμο»·
- τα κάνω αβγοτάραχο, βλ. λ. αβγοτάραχο·
- τα κάνω αλιάδα, βλ. λ. αλιάδα·
- τα κάνω αλώνι, βλ. λ. αλώνι·
- τα κάνω ανάστα ή τα κάνω ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- τα κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τα κάνω αρένα, βλ. λ. αρένα·
- τα κάνω άρτζι μπούρτζι (και λουλάς) βλ. λ. άρτζι μπούρτζι·
- τα κάνω βίδες, βλ. λ. βίδα·
- τα κάνω γαργάρα (ενν. τα χρήματα), βλ. λ. γαργάρα2·
- τα κάνω γι’ άλλα, βλ. λ. άλλος·
- τα κάνω γιάγμα, βλ. λ. γιάγμα·
- τα κάνω γιάλλα, βλ. λ. γιάλλα·
- τα κάνω γιαπί, βλ. λ. γιαπί·
- τα κάνω γυαλιά καρφιά, βλ. λ. γυαλί·
- τα κάνω Δευτέρα Παρουσία, βλ. λ. Δευτέρα Παρουσία·
- τα κάνω θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- τα κάνω ιμάμ μπαϊλντί, βλ. λ. ιμάμ μπαϊλντί·
- τα κάνω καπάκι ή τα κάνω καπάκια, βλ. λ. καπάκι·
- τα κάνω κοκορέτσι (ενν. τα πούλια μου), βλ. λ. κοκορέτσι·
- τα κάνω κολυμπηθρόξυλο, βλ. λ. κολυμπηθρόξυλο·
- τα κάνω κομπόστα, βλ. λ. κομπόστα·
- τα κάνω κουβέρτα, βλ. λ. κουβέρτα·
- τα κάνω κουκούλα, βλ. λ. κουκούλα·
- τα κάνω κουλουβάχατα, βλ. λ. κουλουβάχατα·
- τα κάνω κώλο(ς), βλ. λ. κώλος·
- τα κάνω λαμπόγυαλο, βλ. λ. λαμπόγυαλο·
- τα κάνω λιάδα, βλ. λ. λιάδα·
- τα κάνω λιανά, βλ. λ. λιανός·
- τα κάνω λίμπα, βλ. λ. λίμπα·
- τα κάνω μάλε βράσε, βλ. λ. μάλε βράσε·
- τα κάνω μαλλιά κουβάρια, βλ. λ. μαλλί·
- τα κάνω μαμούκαλα, βλ. λ. μαμούκαλα·
- τα κάνω μανέστρα, βλ. λ. μανέστρα·
- τα κάνω μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
- τα κάνω μουνί, βλ. λ. μουνί·
- τα κάνω μουνί καλλιγραφίας, βλ. λ. μουνί·
- τα κάνω μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- τα κάνω μούσκεμα, βλ. λ. μούσκεμα·
- τα κάνω μουσκίδι, βλ. λ. μουσκίδι·
- τα κάνω μούτι, βλ. λ. μούτι·
- τα κάνω μπάχαλο, βλ. λ. μπάχαλο·
- τα κάνω μπίλιες, βλ. λ. μπίλια·
- τα κάνω μπουρδέλο, βλ. λ. μπουρδέλο·
- τα κάνω μύλο(ς), βλ. λ. μύλος·
- τα κάνω όλα Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- τα κάνω όλα γη(ς) Μαδιάμ, βλ. λ. γη·
- τα κάνω όλα γιάγμα, βλ. λ. γιάγμα·
- τα κάνω όλα κεραμιδαριό, βλ. λ. κεραμιδαριό·
- τα κάνω όλα ρημαδιό, βλ. λ. ρημαδιό·
- τα κάνω όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
- τα κάνω όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
- τα κάνω όλα στο εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
- τα κάνω όλα χαλάστρα, βλ. λ. χαλάστρα·
- τα κάνω παντελόνια (ενν. τα πούλια μου), βλ. λ. παντελόνι·
- τα κάνω παπάρα, βλ. λ. παπάρα·
- τα κάνω πιάτα (ενν. τα λεφτά μου), βλ. λ. πιάτο·
- τα κάνω πλακάκια, βλ. λ. πλακάκι·
- τα κάνω ρημάδι ή τα κάνω ρημάδια, βλ. λ. ρημάδι· 
- τα κάνω ρόιδο, βλ. λ. ρόιδο·
- τα κάνω σαλάτα, βλ. λ. σαλάτα·
- τα κάνω σαν της γριάς το μαλλί ή τα κάνω σαν της γριάς τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- τα κάνω σαν της τρελής το μαλλί ή τα κάνω σαν της τρελής τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- τα κάνω σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τα κάνω σκατά κι απόσκατα, βλ. λ. σκατά·
- τα κάνω σκατά ολέ, βλ. λ. σκατά·
- τα κάνω σκατέ ολέ, βλ. λ. σκατέ·
- τα κάνω σκόνη, βλ. λ. σκόνη·
- τα κάνω σκούπα, βλ. λ. σκούπα·
- τα κάνω σμπαράλια, βλ. λ. σμπαράλια·
- τα κάνω σουβλάκι (ενν. τα πούλια μου), βλ. λ. σουβλάκι·
- τα κάνω σούπα, βλ. λ. σούπα·
- τα κάνω σούρδου μπούρδου, βλ. λ. σούρδου μπούρδου·
- τα κάνω στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
- τα κάνω στραπατσάδα, βλ. λ. στραπατσάδα·
- τα κάνω στραπάτσο, βλ. λ. στραπάτσο·
- τα κάνω συντρίμμια, βλ. λ. συντρίμμι·
- τα κάνω ταραμά, βλ. λ. ταραμάς·
- τα κάνω ταραμοσαλάτα, βλ. λ. ταραμοσαλάτα·
- τα κάνω τάτση μήτση κώτση, βλ. λ. τάτση μήτση κώτση·
- τα κάνω το μουνί του μουνιού, βλ. λ. μουνί·
- τα κάνω τουρλού, βλ. λ. τουρλού·
- τα κάνω τουρλού τουρλού Αγκόπ, βλ. λ. τουρλού·
- τα κάνω τουρλού τουρλού μανιφατούρα, βλ. λ. τουρλού·
- τα κάνω τουρσί, βλ. λ. τουρσί·
- τα κάνω φραγκοδίφραγκα, βλ. λ. φραγκοδίφραγκα·
- τα κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- τα κάνω χάλια, βλ. λ. χάλια·
- τα κάνω ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. μάτι·
- τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, βλ. λ. ράσο·
- τέτοιος είναι, τέτοια κάνει, βλ. λ. τέτοιος·
- την έκανα ή την κάναμε, πέτυχα απόλυτα, μου συνέβη κάτι πάρα πολύ ευχάριστο: «αγόρασα ένα λαχείο και την έκανα», δηλ. κέρδισα συνήθως τον πρώτο αριθμό. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. την κάνω·
- την έκανα (ενν. τη ζημιά, τη βλακεία, τη μαλακία, την κοτσάνα), διέπραξα σοβαρό λάθος ή σφάλμα: «όλα καλά, αλλά σ’ αυτό το σημείο την έκανες || δε φτάνει που την έκανες, ζητάς και τα ρέστα από πάνω!»· βλ. και φρ. την κάνω·
- την έκανα από κούπες, βλ. λ. κούπα·
- την έκανα δική μου, βλ. λ. δικός·
- την έκανα και βόγκηξε ή την έκανα να βογκήξει, βλ. λ. βογκώ·
- την έκανα κρίση, βλ. λ. κρίση·
- την έκανα λαμόγια τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- την έκανα λάμπα, βλ. λ. λάμπα·
- την έκανα λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- την έκανα λώλα, βλ. λ. λώλα·
- την έκανα νταντέλα, βλ. λ. νταντέλα·
- την έκανα τέζα (ενν. την κοιλιά μου), βλ. λ. τέζα·
- την έκανα τζαζ, βλ. λ. τζαζ·
- την έκανα τζαζ μπαντ, βλ. λ. τζαζ μπαντ·
- την έκανα τη στραβή, βλ. λ. στραβός·
- την έκανα την κουτσή, βλ. λ. κουτσός·
- την έκανα τσίτα, βλ. λ. τσίτα·
- την έκανε μ’ ελαφρά πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- την έκανε με πλάγια πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- την έκανε παιχνίδι (παιχνιδάκι) στα χέρια του, βλ. λ. παιχνίδι·
- την κάνει τη δουλειά, (και για τα δυο φύλα), βλ. λ. δουλειά·
- την κάνει τη δουλειά του (της), βλ. λ. δουλειά·
- την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι, βλ. λ. δουλειά·
- την κάνω, α. πετυχαίνω κοινωνικά ή οικονομικά, αποκτώ απρόσμενα πολλά χρήματα: «όταν κάποια στιγμή την κάνουν στη ζωή τους κάποιοι, τότε ξεχνούν από πού ξεκίνησαν! || την έκανε ο τυχεράκιας, γιατί ήταν ο μοναδικός τυχερός στο τζόκερ». β. αποχωρώ, φεύγω: «μάγκες, εγώ την κάνω για το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: με άλλη ξεμυαλίστηκες γι’ αυτό και μου την κάνεις,μα προτιμώ το χωρισμό παρά να με πεθάνεις). γ. φεύγω απαρατήρητος, εξαφανίζομαι: «πρέπει να την κάνεις με τρόπο, γιατί έρχονται να σε πιάσουν οι μπάτσοι»· βλ. και φρ. την έκανα·
- την κάνω αλεπουδόπουλος, βλ. λ. αλεπουδόπουλος·
- την κάνω γαργάρα (ενν. τη γλώσσα μου), βλ. λ. γαργάρα2·
- την κάνω γαργάρα (ενν. την είδηση, την πληροφορία), βλ. λ. γαργάρα2·
- την κάνω γούστο, (για άντρες) βλ. λ. γούστο·
- την κάνω γυναίκα, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- την κάνω γυναίκα μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- την κάνω καραμέλα, βλ. λ. καραμέλα·
- την κάνω κατσαμάκι, βλ. λ. κατσαμάκι·
- την κάνω κατσίκα, βλ. λ. κατσίκα·
- την κάνω κέφι, (για άντρα) βλ. λ. κέφι·
- την κάνω κοπάνα, βλ. λ. κοπάνα·
- την κάνω κόσκινο, (για γυναίκες) βλ. λ. κόσκινο·
- την κάνω λαμόγια, βλ. λ. λαμόγια·
- την κάνω μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- την κάνω μητέρα, (για άντρες), βλ. λ. μητέρα·
- την κάνω μπαλόνι (ενν. την κοιλιά μου), βλ. λ. μπαλόνι·
- την κάνω μπόμπα, βλ. λ. μπόμπα·
- την κάνω να πάει ραβάνι, (για γυναίκες) βλ. λ. ραβάνι·
- την κάνω νταούλι, βλ. λ. νταούλι·
- την κάνω ντουντούκα, βλ. λ. ντουντούκα·
- την κάνω νυφίτσα, βλ. λ. νυφίτσα·
- την κάνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- την κάνω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- την κάνω πουλόπουλος, βλ. λ. πουλόπουλος·
- την κάνω πρασινάδα, βλ. λ. πρασινάδα·
- την κάνω σακούλα, βλ. λ. σακούλα·
- την κάνω σαμπρέλα, βλ. λ. σαμπρέλα·
- την κάνω σουβλάκι, βλ. λ. σουβλάκι·
- την κάνω σπαγάνι, βλ. λ. σπαγάνι·
- την κάνω ταράτσα, βλ. λ. ταράτσα·
- την κάνω τζας, βλ. λ. τζας·
- την κάνω τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- την κάνω τούρλα, βλ. λ. τούρλα·
- την κάνω τσίου, βλ. λ. τσίου·
- την κάνω χάπατις, βλ. λ. χάπατις·
- την κάνω ψώνιο, βλ. λ. ψώνιο·
- της έκανα τη ζημιά ή της την έκανα τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- της έκανα το θήτα φι, βλ. λ. θήτα·
- της έκανε ανήθικες προτάσεις, (για άντρες) βλ. λ. πρόταση·
- της έκανε το χουνέρι ή της το ’κανε το χουνέρι, βλ. λ. χουνέρι·
- της κάνω διάγνωση, βλ. λ. διάγνωση·
- της κάνω κουπεπέ, βλ. λ. κουπεπέ·
- της (του) κάνω ματάκι, βλ. λ. ματάκι·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- της κάνω ματιά, βλ. λ. ματιά·
- της κάνω μπαντανά, βλ. λ. μπαντανάς·
- της κάνω νταχτιρντί ή της κάνω νταχτιρντί και νταχτιρντό, βλ. λ. νταχτιρντί·
- της κάνω πρόταση, (για άντρες)βλ. λ. πρόταση·
- της κάνω πρόταση γάμου, (για άντρες) βλ. λ. γάμος·
- της κάνω στενή πολιορκία, βλ. λ. πολιορκία·
- της κάνω στενό μαρκάρισμα, βλ. λ. μαρκάρισμα·
- της την έκανα μπαλόνι (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. μπαλόνι·
- της την έκανα μπουμπάρι (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. μπουμπάρι·
- της την έκανα νταούλι (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. νταούλι·
- της την έκανα σαμπρέλα (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. σαμπρέλα·
- της την έκανα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- της την έκανα την πράξη, βλ. λ. πράξη·
- της την έκανα τούμπανο (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. τούμπανο·
- της το ’κανα, της επέβαλλα τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρα στην γκαρσονιέρα μου και της το ’κανα»·
- της (του) τον έκανα χουνί, βλ. λ. χουνί·
- τι διαφορά κάνει; βλ. λ. διαφορά·
- τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο, βλ. λ. δουλειά·
- τι δουλειά κάνεις; βλ. λ. δουλειά·
- τι έκανε λέει; έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσαρέσκειας, όταν μαθαίνουμε πως κάποιος έκανε ή είπε κάτι, συνήθως σε βάρος μας, που δεν το περιμέναμε ή που μας δυσαρεστεί και που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε ή να το επιτρέψουμε: «έμαθες πως ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο; -Τι έκανε λέει; Αυτός δεν είχε να φάει! || έμαθες πως ο τάδε σε κατηγόρησε; -Τι έκανε λέει; Μα αυτός είναι φίλος μου! || θα πεταχτώ για λίγο μέχρι το σπίτι μου. -Τι έκανε λέει; Ποιος σου ’δωσε την άδεια;». Συνών. τι έγινε λέει(;)·
- τι έχει να κάνει; βλ. λ. έχω·
- τι έχει να κάνει αυτό; βλ. λ. αυτός·
- τι έχει να κάνει αυτός; βλ. λ. αυτός·
- τι έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; βλ. λ. φάντης·
- τι έχω να κάνω εγώ με…; δεν έχω καμιά σχέση εγώ με…, είμαι άσχετος εγώ με…: «απ’ ό,τι μάθαμε, πήρες κι εσύ μέρος στη ληστεία. -Τι έχω να κάνω εγώ μ’ αυτά που λέτε; Την εποχή αυτή έλειπα στο εξωτερικό»·  
- τι ήθελα και το ’κανα; βλ. λ. θέλω·
- τι θα κάνω εγώ με σένα, βλ. λ. εγώ·
- τι και τι δεν κάνω (για) να… βλ. φρ. και τι δεν κάνω (για) να(…)·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; βλ. λ. καιρός·
- τι καιρό φυσάει; βλ. λ. καιρός·
- τι κάνει η αφεντιά σου; βλ. λ. αφεντιά·
- τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια! βλ. λ. κεραμίδι·
- τι κάνει ο άλλος! βλ. λ. άλλος
- τι κάνει ο άνθρωπος! βλ. λ. άνθρωπος·
- τι κάνει ο δικός σου! βλ. λ. δικός·
- τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! βλ. λ. Θεός·
- τι κάνει ο κόπος σου; βλ. λ. κόπος·
- τι κάνει το άτομο! βλ. λ. άτομο·
- τι κάνει το πρόσωπο! βλ. λ. πρόσωπο·
- τι κάνεις; α. ποιο είναι το επάγγελμά σου(;): «εγώ είμαι δικηγόρος, εσύ τι κάνεις;». β. με τι καταγίνεσαι, με τι είσαι αυτή τη στιγμή απασχολημένος(;): «τι κάνεις νυχτιάτικα στην αυλή;»· βλ. και φρ. τι κάνεις; ή τι κάνουμε(;)·
- τι κάνεις; ή τι κάνουμε; έκφραση χαιρετισμού με παράλληλη ένδειξη ενδιαφέροντος για την υγεία, την ψυχολογική διάθεση ή για την πορεία των πραγμάτων κάποιου. (Τραγούδι: καλημέρα, τι κάνεις, να ’σαι πάντα καλά). Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο· βλ. και φρ. έι, τι κάνεις(!)·
- τι κάνεις Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω, βλ. λ. Γιάννης·
- τι κάνεις, σκάβεις; βλ. λ. σκάβω·
- τι μου κάνεις! έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δώσουμε σε κάποιον να καταλάβει πως μας φέρνει σε δύσκολα θέση: «θα ’ρθεις αύριο να με βοηθήσεις στη μετακόμιση που θα κάνω; -Τι μου κάνεις! Σκόπευα να πάω εκδρομή με την οικογένειά μου || θα πάρετε ακόμα ένα φοντάν; -Τι μου κάνετε! Θα χαλάσω τη δίαιτά μου». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχουν πληροφορήσει πως άλλον αγαπάς· κακούργα, τι μου κάνεις;  με σφάζεις, με πονάς). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ και κλείνει με το τώρα·
- τι ’ν’ αυτά που κάνεις; βλ. λ. αυτός·
- τι να κάνουμε, έκφραση που δηλώνει αποδοχή μιας δύσκολης περίπτωσης ή κατάστασης από τη στιγμή που αδυνατούμε να αλλάξουμε την κακή φορά που έχουν πάρει τα πράγματα, ή αδιαφορία. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το και ή το ε και και κλείνει με το τώρα ή το δηλαδή. Είναι και φορές που συνεχίζουμε με υποτιθέμενη ενέργειά μας: «δεν έχουμε φέτος λεφτά για διακοπές. -Και τι να κάνουμε τώρα, κλέφτες να γίνουμε; || έφυγαν πέντε εργάτες απ’ τη δουλειά. -Ε και τι να κάνουμε δηλαδή, να τους φέρουμε με το ζόρι πίσω;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- τι να πά(με) να κάνουμε; δεν υπάρχει λόγος ή κάποιο ενδιαφέρον, για να πάμε στο μέρος που μας προτείνει κάποιος: «πάμε μια βόλτα απ’ το μπαράκι; -Τι να πα’ να κάνουμε; Όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι»·
- τι να σου κάνει κι αυτός, έκφραση συμπάθειας σε άτομο που, λόγω της θέσης του, της κατάστασής του ή των μειωμένων ικανοτήτων ή άλλων δυνατοτήτων του, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει ικανοποιητικά σε κάτι: «αγωνίζεται να θρέψει εφταμελή οικογένεια, όμως ένας άνθρωπος τι να σου κάνει κι αυτός»·
- τι να σου κάνω κι εγώ, δεν υπήρχε περίπτωση, δεν είχα τη δυνατότητα να ενεργήσω διαφορετικά: «ήθελα πάρα πολύ να τον βοηθήσω, αλλά τι να σου κάνω κι εγώ, αφού δεν είχα να του δώσω ένα τόσο μεγάλο ποσό || τον χτυπούσαν αλύπητα, αλλά τι να σου κάνω κι εγώ, απ’ τη στιγμή που ήταν εφτά νοματαίοι κι εγώ ήμουν μονάχος». (Λαϊκό τραγούδι: με τις γυναίκες όλου του κόσμου κι αν τραβιέσαι, σε μένα όμως άσ’ τις φιγούρες και μην κουνιέσαι, γιατί το ξέρω στην αγκαλιά πως θα πέσω. Τι να σου κάνω,δε θα μπορέσω, δε θα μπορέσω
- τι να του κάνει του βρεγμένου η βροχή! βλ. λ. βροχή·
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; βλ. λ. κεφάλι·
- τι σου κάνω τώρα, μάνα μου! αντρική κυρίως έκφραση, που απευθύνεται επανειλημμένα σε γυναίκα κατά την επιβολή της σεξουαλικής πράξης, για να τονίσει περισσότερο την κυριαρχία του αρσενικού πάνω στο θηλυκό. Συνήθως προτάσσεται το πες μου. Την τελευταία εικοσαετία ακούγεται και από τη γυναίκα· 
- τι στ’ ανάθεμα κάνεις! βλ. λ. ανάθεμα·
- τι στα κομμάτια κάνεις! βλ. λ. κομμάτι·
- τι στην ευχή κάνεις! βλ. λ. ευχή·
- τι στην οργή κάνεις! βλ. λ. οργή·
- τι στο δαίμονα κάνεις! βλ. λ. δαίμονας·
- τι στο διάβολο κάνεις! βλ. λ. διάβολος·
- τι στο καλό κάνεις! βλ. λ. καλός·
- τι στον κόρακα κάνεις! βλ. λ. κόρακας·
- τι το κάναμε δηλαδή, έκφραση αγανάκτησης σε άτομο που ξεπερνά κάθε τόσο τα επιτρεπτά όρια: «τον εξυπηρέτησα μια φορά και από τότε έρχεται κάθε τόσο για νέες εξυπηρετήσεις, τι το κάναμε δηλαδή»·
- τι το λες και δεν το κάνεις; βλ. λ. λέω·
- τι του κάνεις τώρα! βλ. λ. τώρα·
- τι ώρες κάνει; βλ. λ. ώρα·
- το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει, βλ. λ. ποτάμι·
- το ίδιο μου κάνει, βλ. λ. ίδιος·
- το ’κανα από αντίδραση, βλ. λ. αντίδραση·
- το ’κανα βουτηχτό, βλ. λ. βουτηχτός·
- το ’κανα ένα μάτσο σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- το ’κανα ζούλα, βλ. λ. ζούλα·
- το ’κανα κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το ’κανα κώλο(ς) βλ. λ. κώλος·
- το ’κανα μουνί, βλ. λ. μουνί·
- το ’κανα μουνί καλλιγραφίας, βλ. λ. μουνί·
- το ’κανα μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- το ’κανα νιανιά, βλ. λ. νιανιά·
- το ’κανα σε μια στιγμή αδυναμίας, βλ. λ. αδυναμία·
- το ’κανα στέκι, βλ. λ. στέκι·
- το ’κανα τσιγαρόχαρτο, βλ. λ. τσιγαρόχαρτο·
- το ’κανα τσιμπητό, βλ. λ. τσιμπητός·
- το κάναμε αμέρικαν μπαρ, βλ. λ. μπαρ·
- το κάναμε αντάρτικο, βλ. λ. αντάρτικο·
- το κάναμε επάγγελμα, βλ. λ. επάγγελμα·
- το κάναμε καφενείο, βλ. λ. καφενείο·
- το κάναμε μόδα! βλ. λ. μόδα·
- το κάναμε Σικάγο, βλ. λ. Σικάγο·
- το κάναμε τσίρκο, βλ. λ. τσίρκο·
- το ’καναν ή το κάνανε, (για ερωτικά ζευγάρια) επιδόθηκαν στην ερωτική πράξη, συνουσιάστηκαν: «κλείστηκαν στο δωμάτιο, κλειδώθηκαν και το ’καναν με την ησυχία τους»·
- το ’κανε αεριωθούμενο (ενν. το αυτοκίνητό του), βλ. λ. αεριωθούμενο·
- το ’κανε αεροπλάνο (ενν. το αυτοκίνητό του), βλ. λ. αεροπλάνο·
- το ’κανε μαϊμού, βλ. λ. μαϊμού·
- το ’κανε πάλι το θαύμα του, βλ. λ. θαύμα·
- το ’κανε πίτα, βλ. λ. πίτα·
- το ’κανε σλόγκαν, βλ. λ. σλόγκαν·
- το ’κανε σύστημα, βλ. λ. σύστημα·
- το ’κανε χαλκομανία, βλ. λ. χαλκομανία·
- το κάνει, (για γυναίκες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «απ’ ό,τι λένε στη γειτονιά της, το κάνει από μικρή». Πρβλ.: Σαμιώτισσα Σαμιώτισσα, έμαθα πως το κάνεις, όχι από κει που κατουράς, Σαμιώτισσα, αλλ’ από κει που κλάνεις. (Τραγούδι που τραγουδούσαν στους δρόμους τα βράδια οι νεολαίοι της δεκαετίας του 1960, όταν επέστρεφαν ευδιάθετοι από κάποια ταβέρνα)· βλ. και φρ. το κάνω·
- το κάνει αλά τούρκα, βλ. λ. αλά·
- το κάνει απ’ τη ροδέλα, βλ. λ. ροδέλα·
- το κάνει απ’ την πίσω πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- το κάνει απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- το κάνει απ’ τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- το κάνει από πίσω, βλ. λ. πίσω·
- το κάνει αρκαντάν, βλ. λ. αρκαντάν·
- το κάνει για τα νεφρά του, βλ. λ. νεφρό·
- το κάνει για τη γαλαρία, βλ. λ. γαλαρία·
- το κάνει για την εξέδρα, βλ. λ. εξέδρα·
- το κάνει για την κερκίδα, βλ. λ. κερκίδα·
- το κάνει για τις αμυγδαλιές της, βλ. λ. αμυγδαλές·
- το κάνει κάθε δυο και τρεις, βλ. λ. κάθε·
- το κάνει ιστορικό γεγονός, βλ. λ. γεγονός·
- το κάνει κάθε τρεις και δέκα ή το κάνει κάθε τρεις και λίγο ή το κάνει κάθε τρεις και πέντε, βλ. λ. κάθε·
- το κάνει και η κουτσή Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- το (τα) κάνει και το (τα) ξεκάνει, α. τροποποιεί συνεχώς κάτι: «δε θα τελειώσει ποτέ μ’ αυτό το σαλόνι του σπιτιού του, γιατί το κάνει και το ξεκάνει συνεχώς || δε θα τελειώσει ποτέ μ’ αυτά τα έπιπλα του σπιτιού του, γιατί τα κάνει και τα ξεκάνει απ’ τη μια μέρα στην άλλη». β. επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα: «όσο κι αν ορκίζεται πως δε θα ξαναπιεί, το κάνει και το ξεκάνει»·  
- το κάνει κι από πίσω, (για γυναίκες) βλ. λ. πίσω·
- το κάνει με…, (και για τα δυο φύλα) συνουσιάζεται με… και, κατ’ επέκταση, έχει δεσμό με…: «ο τάδε το κάνει με την τάδε || μην την κολλάς, γιατί το κάνει με τον τάδε»·
- το κάνει μόνο από μπρος, βλ. λ. μπρος·
- το κάνω, α. είμαι άξιος, έχω τη δυνατότητα να αναλάβω κάτι και να το φέρω σε πέρας: «όταν δεν μπορώ να κάνω κάτι, δεν το αναλαμβάνω. β. διανύω μια απόσταση: «Θεσσαλονίκη - Αθήνα το κάνω τέσσερις ώρες με τ’ αυτοκίνητό μου»· βλ. και φρ. το κάνει·
- το κάνω αγγαρεία, βλ. λ. αγγαρεία·
- το κάνω ανατολικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω από ευχαρίστηση, βλ. λ. ευχαρίστηση·
- το κάνω βίδες, βλ. λ. βίδα·
- το κάνω βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- το κάνω βούκινο, βλ. λ. βούκινο·
- το κάνω γαργάρα (ενν. το αντικείμενο), βλ. λ. γαργάρα2·
- το κάνω γαργάρα (ενν. το νέο, το ψέμα), βλ. λ. γαργάρα2·
- το κάνω γι’ αστεία ή το κάνω γι’ αστείο ή το κάνω στ’ αστεία ή το κάνω στ’ αστείο, βλ. λ. αστείο·
- το κάνω για γούστο, βλ. λ. γούστο·
- το κάνω για καλαμπούρι, βλ. λ. καλαμπούρι·
- το κάνω (για) κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- το κάνω (για) πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- το κάνω για σπορ, βλ. λ. σπορ·
- το κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- το κάνω έναν μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- το κάνω ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω θέμα, βλ. λ. θέμα·
- το κάνω θερινό, βλ. λ. θερινός·
- το κάνω θυσία, βλ. λ. θυσία·
- το κάνω ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- το κάνω και το παρακάνω, είναι πάρα πολύ εύκολο για μένα να κάνω, να πραγματοποιήσω, να φέρω σε πέρας αυτό που μου αναθέτει κάποιος: «απ’ τη στιγμή που μπόρεσε να το κάνει ο τάδε, τότε κι εγώ το κάνω και το παρακάνω». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ουουου και παρατηρείται κίνηση, με την οποία το χέρι κάνει μπροστά στο στήθος αόριστους κύκλους·
- το κάνω καλοκαιρινό, βλ. λ. καλοκαιρινός·
- το κάνω καραμέλα, βλ. λ. καραμέλα·
- το κάνω κατάπλασμα, βλ. λ. κατάπλασμα·
- το κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- το κάνω κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το κάνω κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- το κάνω κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- το κάνω κουβέρτα, βλ. λ. κουβέρτα·
- το κάνω κυπριακό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω κωλοσφούγγι, βλ. λ. κωλοσφούγγι·
- το κάνω λαμπίκος, βλ. λ. λαμπίκος·
- το κάνω λιανά, βλ. λ. λιανός·
- το κάνω μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
- το κάνω μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- το κάνω μεσανατολικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω ντόρο, βλ. λ. ντόρος·
- το κάνω ντουντούκα, βλ. λ. ντουντούκα·
- το κάνω ομηρικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω πατιτούρα, βλ. λ. πατιτούρα·
- το κάνω πράξη, βλ. λ. πράξη·
- το κάνω ράδιο, βλ. λ. ράδιο·
- το κάνω σημαία, βλ. λ. σημαία·
- το κάνω σικέ, βλ. λ. σικέ·
- το κάνω σίριαλ, βλ. λ. σίριαλ·
- το κάνω σμπαράλια, βλ. λ. σμπαράλια·
- το κάνω ταμπέλα, βλ. λ. ταμπέλα·
- το κάνω τηλεβόα, βλ. λ. τηλεβόας·
- το κάνω (ενν. κάποιο αντικείμενο) της Αναλήψεως, βλ. λ. Αναλήψεως·
- το κάνω τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- το κάνω τουρσί, βλ. λ. τουρσί·
- το κάνω φραγκοδίφραγκα, βλ. λ. φραγκοδίφραγκα·
- το κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- το κάνω χαβαλέ, βλ. λ. χαβαλέ·
- το κάνω ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- το μυαλό του έκανε τιλτ, βλ. λ. τιλτ·
- το παλιό καράβι κάνει νερά, βλ. λ. καράβι·
- το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
- το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. τάκα τάκα2·
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνη μην κάνεις, βλ. λ. σπίτι·
- το τόσο το κάνει τόσο ή το τόσο το κάνει τόοοοσο, βλ. λ. τόσος·
- το χαρτί και το μελάνι, τον καλό γαμπρό τον κάνει, βλ. λ. γαμπρός·
- το χωριό κάνει παπά, βλ. λ. χωριό·
- τον άντρα σου κεράτωνε και μάγια μην του κάνεις, βλ. λ. κερατώνω·
- τον έκανα αγγελούδι, βλ. λ. αγγελούδι·
- τον έκανα άγιο, βλ. λ. άγιος·
- τον έκανα αρνάκι, βλ. λ. αρνάκι·
- τον έκανα αρνί, βλ. λ. αρνί·
- τον έκανα αυτοκίνητο, βλ. λ. αυτοκίνητο·
- τον (την) έκανα βασιλιά (βασίλισσα), βλ. λ. βασιλιάς·
- τον έκανα εικόνα, βλ. λ. εικόνα·
- τον έκανα εικόνισμα, βλ. λ. εικόνισμα·
- τον έκανα ζάντα, βλ. λ. ζάντα·
- τον έκανα Θεό, βλ. λ. Θεός·
- τον έκανα καλά, βλ. λ. καλός·
- τον έκανα καροτσάκι, βλ. λ. καροτσάκι·
- τον έκανα καροτσάκι με ράδιο, βλ. λ. καροτσάκι·
- τον έκανα κουρελόχαρτο, βλ. λ. κουρελόχαρτο·
- τον έκανα κουρούμπελο, βλ. λ. κουρούμπελο·
- τον έκανα μουνί, βλ. λ. μουνί·
- τον έκανα Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- τον έκανα πιαστό, βλ. λ. πιαστός·
- τον έκανα πρωτοσέλιδο, βλ. λ. πρωτοσέλιδος·
- τον έκανα πύραυλο, βλ. λ. πύραυλος·
- τον έκανα ρόμπα, βλ. λ. ρόμπα·
- τον έκανα σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- τον έκανα σκύλο, βλ. λ. σκύλος·
- τον έκανα τσιγαρόχαρτο, βλ. λ. τσιγαρόχαρτο·
- τον (την, το) έκανα τσιλίκι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τσιλίκι·
- τον έκανα φανέλα, βλ. λ. φανέλα·
- τον έκανα φουρνέλο, βλ. λ. φουρνέλο·
- τον έκανα φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- τον έκανα Χριστό, βλ. λ. Χριστός·
- τον έκανα χρυσό, βλ. λ. χρυσός·
- τον έκαναν βουτηχτό, βλ. λ. βουτηχτός·
- τον έκαναν δαγκωτό, βλ. λ. δαγκωτός·
- τον έκαναν στριπτήζ, βλ. λ. στριπτήζ·
- τον έκαναν τσακωτό, βλ. λ. τσακωτός·
- τον έκαναν τσιμπητό, βλ. λ. τσιμπητός·
- τον έκανε αεριωθούμενο, βλ. λ. αεριωθούμενο·
- τον έκανε αεροπλάνο, βλ. λ. αεροπλάνο·
- τον έκανε άλογο στο ξύλο, βλ. λ. άλογο·
- τον έκανε βίδες, βλ. λ. βίδα·
- τον έκανε ελάφι, βλ. λ. ελάφι·
- τον έκανε (ένα) ερείπιο, βλ. λ. ερείπιο·
- τον έκανε ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- τον έκανε ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον έκανε έναν παρά ή τον έκανε δυο παραδιών παράδες ή τον έκανε πέντε  παραδιών παράδες, βλ. λ. παράς·
- τον έκανε θρύψαλα, βλ. λ. θρύψαλο·
- τον έκανε ιμάμ μπαϊλντί, βλ. λ. ιμάμ μπαϊλντί·
- τον έκανε μαύρο, βλ. λ. μαύρος·
- τον έκανε μαύρο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον (την) έκανε παιχνίδι (παιχνιδάκι) στα χέρια  της (του), βλ. λ. παιχνίδι·
- τον έκανε μπαούλο στο ξύλο, βλ. λ. μπαούλο·
- τον έκανε μπλε στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε νοικοκύρη, βλ. λ. νοικοκύρης·
- τον έκανε οχτακόσιες οκάδες, βλ. λ. οκά·
- τον έκανε παστό στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε πίτα στο ξύλο, βλ. λ. πίτα·
- τον έκανε ρεζίλι, βλ. λ. ρεζίλι·
- τον έκανε ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. λ. ρεζίλι·
- τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών, βλ. λ. ρεζίλι·
- τον έκανε ρεντίκολο, βλ. λ. ρεντίκολο·
- τον έκανε ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. λ. ρεντίκολο·
- τον έκανε ρεντίκολο των σκυλιών, βλ. λ. ρεντίκολο·
- τον έκανε σκλάβο του (της), βλ. λ. σκλάβος·
- τον έκανε τάρανδο, βλ. λ. τάρανδος·
- τον έκανε τόπι, βλ. λ. τόπι·
- τον έκανε τόπι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε τουλούμι, βλ. λ. τουλούμι·
- τον έκανε τουλούμι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε τουλουμοτύρι, βλ. λ. τουλουμοτύρι·
- τον έκανε τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- τον έκανε τούμπανο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε Τούρκο, βλ. λ. Τούρκος·
- τον έκανε χαλκομανία, βλ. λ. χαλκομανία·
- τον κάνω αβάρα, βλ. λ. αβάρα·
- τον κάνω αλάργα, βλ. λ. αλάργα·
- τον κάνω αλιάδα, βλ. λ. αλιάδα·
- τον κάνω αλογάκι (αλογατάκι), βλ. λ. αλογάκι·
- τον κάνω άλογο, βλ. λ. άλογο·
- τον κάνω αλοιφή, βλ. λ. αλοιφή·
- τον κάνω αλοιφή για τους κάλους, βλ. λ. αλοιφή·
- τον κάνω αμπαλάζ, βλ. λ. αμπαλάζ·
- τον κάνω ανάστα ή τον κάνω ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- τον κάνω άνθρωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- τον κάνω άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- τον κάνω άντρα μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- τον κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τον κάνω άπωσον, βλ. λ. άπωσον·
- τον κάνω αράκ, βλ. λ. αράκ·
- τον κάνω αρνάκι σουβλιστό ή τον κάνω αρνάκι της σούβλας, βλ. λ. αρνάκι·
- τον κάνω βαπόρι, βλ. λ. βαπόρι·
- τον κάνω βίδες, βλ. λ. βίδα·
- τον κάνω γιαχνί, βλ. λ. γιαχνί·
- τον κάνω γκάιντα, βλ. λ. γκάιντα·
- τον κάνω γκολ, βλ. λ. γκολ·
- τον κάνω γκον, βλ. λ. γκον·
- τον κάνω γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- τον κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- τον κάνω δέμα, βλ. λ. δέμα·
- τον κάνω δυο δίπλες, βλ. λ. δίπλα·
- τον κάνω δυο κάτια, βλ. λ. κάτι·
- τον κάνω ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- τον κάνω ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον κάνω έναν μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- τον κάνω έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
- τον κάνω ζάφτι, βλ. λ. ζάφτι·
- τον κάνω ζεύκι, βλ. λ. ζεύκι·
- τον κάνω θηρίο (ανήμερο), βλ. λ. θηρίο·
- τον κάνω καλά, βλ. λ. καλός·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον κάνω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- τον κάνω κατσί, βλ. λ. κατσί·
- τον κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- τον κάνω κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- τον κάνω κοκορέτσι, βλ. λ. κοκορέτσι·
- τον κάνω κομμάτια (κομματάκια), βλ. λ. κομμάτι·
- τον (την, το) κάνω κόμπο (ενν. τον πούτσο μου, τον ψώλο μου, την πούτσα μου, την ψωλή μου, το πέος μου, το καυλί μου), βλ. λ. κόμπος·
- τον κάνω κόμπο, βλ. λ. κόμπος·
- τον κάνω κομπόστα, βλ. λ. κομπόστα·
- τον κάνω κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- τον κάνω κουβάρι, βλ. λ. κουβάρι·
- τον κάνω κουδούνι, βλ. λ. κουδούνι·
- τον κάνω κουμάντο, βλ. λ. κουμάντο·
- τον κάνω κουνουπίδι, βλ. λ. κουνουπίδι·
- τον κάνω κουρέλι, βλ. λ. κουρέλι·
- τον κάνω κουρμπάνι, βλ. λ. κουρμπάνι·
- τον κάνω κροκόδειλο, βλ. λ. κροκόδειλος·
- τον κάνω λάσπη, βλ. λ. λάσπη·
- τον κάνω λαστέξ, βλ. λ. λαστέξ·
- τον κάνω λέσι, βλ. λ. λέσι·
- τον κάνω λιάδα, βλ. λ. λιάδα·
- τον κάνω λιώμα, βλ. λ. λιώμα·
- τον κάνω λούτσα, βλ. λ. λούτσα·
- τον κάνω μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
- τον κάνω μια δραξιά, βλ. λ. δραξιά·
- τον κάνω μια μπουκιά, βλ. λ. μπουκιά·
- τον κάνω μια ρουφηξιά, βλ. λ. ρουφηξιά·
- τον κάνω μια χαψιά, βλ. λ. χαψιά·
- τον κάνω μούσκεμα, βλ. λ. μούσκεμα·
- τον κάνω μουσκίδι, βλ. λ. μουσκίδι·
- τον κάνω μπαλάκι (του πιγκ πογκ), βλ. λ. μπαλάκι·
- τον κάνω μπαλόνι, βλ. λ. μπαλόνι·
- τον κάνω μπαρούτι, βλ. λ. μπαρούτι·
- τον κάνω μπίλιες, βλ. λ. μπίλια·
- τον κάνω μπιρ παρά, βλ. λ. παράς·
- τον κάνω μπλεμαρέ(ν), βλ. λ. μπλεμαρέ(ν)·
- τον κάνω μπλερουά, βλ. λ. μπλερουά·
- τον κάνω μπουρλότο, βλ. λ. μπουρλότο·
- τον κάνω να φτύσει αίμα, βλ. λ. αίμα·
- τον κάνω να φωνάξει γιαγκίν βαρ, βλ. λ. γιαγκίν·
- τον κάνω νούμερο, βλ. λ. νούμερο·
- τον κάνω νταντέλα, βλ. λ. νταντέλα·
- τον κάνω νταούλι, βλ. λ. νταούλι·
- τον κάνω ντέφι, βλ. λ. ντέφι·
- τον κάνω ντίρλα, βλ. λ. ντίρλα·
- τον κάνω ντουντούκα, βλ. λ. ντουντούκα·
- τον κάνω ότι θέλω ή τον κάνω όπως θέλω, τον έχω άβουλο όργανό μου, τον εξουσιάζω: «τον τάδε τον κάνω ό,τι θέλω, γιατί έχω στα χέρια μου κάτι ακάλυπτες επιταγές του». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι θέλει αυτή δε θα μου κάνει· αν δε μετανιώσει, πες τη, θα πεθάνει
- τον κάνω παϊτόνι, βλ. λ. παϊτόνι·
- τον κάνω πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- τον κάνω παπί, βλ. λ. παπί·
- τον κάνω παρέα, βλ. λ. παρέα·
- τον κάνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- τον κάνω παστίτσιο, βλ. λ. παστίτσιο·
- τον κάνω πατάτα, βλ. λ. πατάτα·
- τον κάνω πατέρα, (για γυναίκες) βλ. λ. πατέρας·
- τον κάνω πατινάζ, βλ. λ. πατινάζ·
- τον κάνω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τον κάνω περδίκι, βλ. λ. περδίκι·
- τον κάνω περήφανο, βλ. λ. περήφανος·
- τον κάνω περίπατο, βλ. λ. περίπατο·
- τον κάνω πίτα, βλ. λ. πίτα·
- τον κάνω πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- τον κάνω πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- τον κάνω πτώμα, βλ. λ. πτώμα·
- τον κάνω ράδιο, βλ. λ. ράδιο·
- τον κάνω ράκος, βλ. λ. ράκος·
- τον κάνω ρετάλι, βλ. λ. ρετάλι·
- τον κάνω σαμπρέλα, βλ. λ. σαμπρέλα·
- τον κάνω σαν ζαλισμένο κοτόπουλο, βλ. λ. κοτόπουλο·
- τον κάνω σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- τον κάνω σκαλοπάτι, βλ. λ. σκαλοπάτι·
- τον κάνω σκαστό, βλ. λ. σκαστός·
- τον κάνω σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τον κάνω σκνίπα, βλ. λ. σκνίπα·
- τον κάνω σκόνη, βλ. λ. σκόνη·
- τον κάνω σκουπίδι (σκουπιδάκι), βλ. λ. σκουπίδι·
- τον κάνω σμπαράλια, βλ. λ. σμπαράλια·
- τον κάνω σόλοικο, βλ. λ. σόλοικος·
- τον κάνω σούβλα, βλ. λ. σούβλα·
- τον κάνω σουβλάκι, σουβλάκι·
- τον κάνω σουβλιστό, βλ. λ. σουβλιστός·
- τον κάνω σούπα, βλ. λ. σούπα·
- τον κάνω σούργελο, βλ. λ. σούργελο·
- τον κάνω σπανακόπιτα, βλ. λ. σπανακόπιτα·
- τον κάνω σταφίδα, βλ. λ. σταφίδα·
- τον κάνω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- τον κάνω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- τον κάνω στιφάδο, βλ. λ. στιφάδο·
- τον κάνω στουπί, βλ. λ. στουπί·
- τον κάνω τ’ αλατιού, βλ. λ. αλάτι·
- τον κάνω τάβλα, βλ. λ. τάβλα·
- τον κάνω τάπα, βλ. λ. τάπα·
- τον κάνω ταραμά, βλ. λ. ταραμάς·
- τον κάνω ταραμοσαλάτα, βλ. λ. ταραμοσαλάτα·
- τον κάνω τελατίνι, βλ. λ. τελατίνι·
- τον κάνω τζας, βλ. λ. τζας·
- τον κάνω τομ τιλέρ, βλ. λ. τομ τιλέρ·
- τον κάνω τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- τον κάνω τούνγκα, βλ. λ. τούνγκα·
- τον κάνω τουρλού, βλ. λ. τουρλού·
- τον κάνω τούρμπο, βλ. λ. τούρμπο·
- τον κάνω τούρνα, βλ. λ. τούρνα·
- τον κάνω τουρσί, βλ. λ. τουρσί·
- τον κάνω τρυπητό, βλ. λ. τρυπητό·
- τον κάνω τσίτα, βλ. λ. τσίτα·
- τον κάνω τσιτσίρι, βλ. λ. τσιτσίρι·
- τον κάνω τύφλα, βλ. λ. τύφλα·
- τον κάνω φέσι, βλ. λ. φέσι·
- τον κάνω φέτα, βλ. λ. φέτα·
- τον κάνω φέτες, βλ. λ. φέτα·
- τον κάνω φιδέ, βλ. λ. φιδές·
- τον (την) κάνω φίλο (φίλη), βλ. λ. φίλος·
- τον κάνω φιόγκο, βλ. λ. φιόγκος·
- τον (την, το) κάνω φλογέρα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. φλογέρα·
- τον κάνω φουρφούρι, βλ. λ. φουρφούρι·
- τον κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- τον κάνω φυσαρμόνικα, βλ. λ. φυσαρμόνικα·
- τον κάνω χάζι, βλ. λ. χάζι·
- τον κάνω χάλια, βλ. λ. χάλι·
- τον κάνω χότζα, βλ. λ. χότζας·
- τον κάνω χύμα, βλ. λ. χύμα·
- τον κάνω χώμα, βλ. λ. χώμα·
- του ’κανα ζαράρι, βλ. λ. ζαράρι·
- του ’κανα ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- του ’κανα πλάκα ή του την έκανα την πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- του ’κανα στεγνό καθάρισμα, βλ. λ. καθάρισμα·
- του ’κανα τα μούτρα εμπριμέ, βλ. λ. εμπριμέ·
- του ’κανα τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- του ’κανα τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τα μούτρα πατσά, βλ. λ. πατσάς·
- του ’κανα τα μούτρα πελτέ, βλ. λ. πελτές·
- του ’κανα τα μούτρα τρίο καρό, βλ. λ. τρίο·
- του ’κανα τα μούτρα σουμπλιμέ, βλ. λ. σουμπλιμέ·
- του ’κανα τα μούτρα τρικολόρε, βλ. λ. τρικολόρε·
- του ’κανα τα μούτρα ψηφιδωτό, βλ. λ. ψηφιδωτό·
- του ’κανα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του ’κανα τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- του ’κανα τη ζωή δύσκολη, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή κόλαση, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή μαρτύριο, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή μαύρη, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή παϊτόνι, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή πατίνι, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή ποδήλατο, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη μάπα εμπριμέ, βλ. λ. εμπριμέ·
- του ’κανα τη μάπα κρέας, βλ. λ. μάπα·
- του ’κανα τη μάπα σουμπλιμέ, βλ. λ. σουμπλιμέ·
- του ’κανα τη μάπα τρικολόρε, βλ. λ. τρικολόρε·
- του ’κανα τη μάπα τρίο καρό, βλ. λ. τρίο·
- του ’κανα τη μάπα ψηφιδωτό, βλ. λ. ψηφιδωτό·
- του ’κανα τη μούρη εμπριμέ, βλ. λ. εμπριμέ·
- του ’κανα τη μούρη κρέας, βλ. λ. μούρη
- του ’κανα τη μούρη σουμπλιμέ, βλ. λ. σουμπλιμέ·
- του ’κανα τη μούρη τρικολόρε, βλ. λ. τρικολόρε·
- του ’κανα τη μούρη τρίο καρό, βλ. λ. τρίο·
- του ’κανα τη μούρη ψηφιδωτό, βλ. λ. ψηφιδωτό·
- του ’κανα τη σούφρα να! βλ. λ. σούφρα·
- του ’κανα το αίμα κομπόστα, βλ. λ. αίμα·
- του ’κανα το κεφάλι καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- του ’κανα το κεφάλι κουδούνι, βλ. λ. κεφάλι·
- του ’κανα το τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- του ’κανα τον κώλο να! βλ. λ. κώλος·
- του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι, βλ. λ. κώλος·
- του ’καναν βασιλικές τιμές, βλ. λ. τιμή·
- του ’κανε άδειασμα, βλ. λ. άδειασμα·
- του ’κανε βγάλσιμο, βλ. λ. βγάλσιμο·
- του ’κανε μπάσιμο, βλ. λ. μπάσιμο·
- του ’κανε την κλάνα να! βλ. λ. κλάνα·
- του κάνει καπρίτσια, (για γυναίκες) βλ. λ. καπρίτσ(ι)ο·
- του (της) κάνει όλα τα καπρίτσια, βλ. λ. καπρίτσ(ι)ο·
- του κάνει πόλεμο λάσπης, βλ. λ. πόλεμος·
- του κάνουμε παράτα, βλ. λ. παράτα2·
- του (της) κάνω, α. του (της) λέω: «τι θέλεις εσύ τέτοια ώρα εδώ, του κάνω». β. είμαι της αρεσκείας του, του γούστου του: «όταν του κάνει κάποιος άνθρωπος, δεν του χαλάει χατίρι || απ’ τη στιγμή που είδε πως της κάνει, τον παντρεύτηκε»·
- του κάνω ανάκριση, βλ. λ. ανάκριση·
- του κάνω γυμνάσια ή του κάνω ναυτικά γυμνάσια, βλ. λ. γυμνάσια·
- του κάνω γυμναστική ή του κάνω σουηδική γυμναστική, βλ. λ. γυμναστική·
- του κάνω γύρισμα, βλ. λ. γύρισμα·
- του κάνω δίπλωμα, βλ. λ. δίπλωμα·
- του κάνω δούλεμα, βλ. λ. δούλεμα·
- του κάνω ένα κλύσμα (με γιαούρτι, με μουρουνόλαδο, με πετρέλαιο, με ρετσινόλαδο, με τζατζίκι), βλ. λ. κλύσμα·
- του κάνω (ένα) πέρασμα, βλ. λ. πέρασμα·
- του κάνω θεωρία, βλ. λ. θεωρία·
- του κάνω θέση, βλ. λ. θέση·
- του κάνω κλάσιμο, βλ. λ. κλάσιμο·
- του κάνω κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- του κάνω κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- του κάνω κρέμασμα, βλ. λ. κρέμασμα·
- του κάνω λαχτάρα ή του κάνω λαχτάρες, βλ. λ. λαχτάρα·
- του κάνω λόγο, βλ. λ. λόγος·
- του κάνω ματ, βλ. λ. ματ·
- του κάνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- του κάνω ματιά, λ. λ. ματιά·
- του κάνω μια λαχτάρα! βλ. λ. λαχτάρα·
- του κάνω μια τρίπλα, βλ. λ. τρίπλα·
- του κάνω μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- του κάνω νούμερα, βλ. λ. νούμερο·
- του κάνω όλα τα γούστα ή του κάνω όλα του τα γούστα, βλ. λ. γούστο·
- του κάνω όλα τα κέφια ή του κάνω όλα του τα κέφια, βλ. λ. κέφι·
- του κάνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- του κάνω πλάτες, βλ. λ. πλάτη·
- του κάνω πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- του κάνω πόλεμο νεύρων, βλ. λ. πόλεμος·
- του κάνω σεκόντο, βλ. λ. σεκόντο·
- του κάνω σεντράρισμα, βλ. λ. σεντράρισμα·
- του κάνω σκαλοπάτι (σκαλοπατάκι), βλ. λ. σκαλοπάτι·
- του (της) κάνω σκηνή, βλ. λ. σκηνή·
- του κάνω σπάσιμο, βλ. λ. σπάσιμο·
- του κάνω σπάσιμο νεύρων, βλ. λ. σπάσιμο·
- του κάνω στενή πολιορκία, βλ. λ. πολιορκία·
- του κάνω στενό μαρκάρισμα, βλ. λ. μαρκάρισμα·
- του κάνω στραπάτσο, βλ. λ. στραπάτσο·
- του κάνω συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- του κάνω τα ναύλα, βλ. λ. ναύλα·
- του κάνω τα χατίρια ή του κάνω το χατίρι, βλ. λ. χατίρι·
- του κάνω τεμενά ή του κάνω τεμενάδες, βλ. λ. τεμενάς·
- τον κάνω τον υποβολέα, βλ. λ. υποβολέας·
- του κάνω τρίπλα, βλ. λ. τρίπλα·
- του κάνω τσαμπουκά, βλ. λ. τσαμπουκάς·
- του κάνω φασαρία, βλ. λ. φασαρία·
- του κάνω φτύσιμο, βλ. λ. φτύσιμο·
- του κάνω χαλάστρα, βλ. λ. χαλάστρα·
- του κάνω χουνέρι, βλ. λ. χουνέρι·
- του κάνω χώσιμο, βλ. λ. χώσιμο·
- του την έκανα κουνουπάτα, βλ. λ. κουνουπάτα·
- του την έκανα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του την έκανα τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- του την κάνω γυριστή, βλ. λ. γυριστή·
- του το ’κανα ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- τους κάναμε νταντέλα, βλ. λ. νταντέλα· 
- τους κάναμε ρεντίκολο, βλ. λ. ρεντίκολο·
- τους κάναμε σκόνη, βλ. λ. σκόνη·
- τους κάναμε τρικολό, βλ. λ. τρικολό·
- τους κάναμε τρικολόρε, βλ. λ. τρικολόρε·
- τους κάναμε φουρφούρι, βλ. λ. φουρφούρι·
- τους κάνανε τσακωτούς, βλ. λ. τσακωτός·
- τους κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τους κάνω κουλουβάχατα, βλ. λ. κουλουβάχατα·
- τους κάνω μάλε βράσε, βλ. λ. μάλε βράσε·
- τους κάνω μαλλιά κουβάρια, βλ. λ. μαλλί·
- τους κάνω μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
- τράβα τράβα, τον (την) έκανες λάστιχο! (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. λάστιχο·
- τώρα πλάκα μας κάνεις; ή τώρα πλάκα μου κάνεις; βλ. λ. πλάκα·
- υπομονή κάνουν και τα λάστιχα, όμως κάποτε κλατάρουν, βλ. λ. υπομονή·
- φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- φτωχός καπετάνιος, πλούσιο ταξίδι δεν κάνει, βλ. λ. καπετάνιος·
- φωλιά δεν έχει, αβγό δεν κάνει, βλ. λ. φωλιά·
- χάρη σου κάνω, βλ. λ. χάρη·
- χίλια και χίλια πόσα κάνουν; ή χίλια και χίλια πόσο κάνουν; βλ. λ. χίλιοι·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- ωραία τα ’κανες! βλ. λ. ωραίος·
- ώσπου να κάνω ένα τσιγάρο, βλ. λ. τσιγάρο.

καρδιά

καρδιά, η, ουσ. [<μσν. καρδιά <αρχ. καρδία], η καρδιά. 1. η έδρα των συναισθημάτων και των επιθυμιών του ανθρώπου: «ήθελε να τη χωρίσει, άλλα όμως του έλεγε η καρδιά του». 2. το εσωτερικό μέρος λαχανικού ή φρούτου: «η καρδιά του μαρουλιού || η καρδιά του καρπουζιού». 3. το κέντρο μιας σπουδαίας δραστηριότητας: «η καρδιά της επιχείρησης είναι το λογιστήριο || βρισκόμαστε στην καρδιά της αγοράς της πόλης μας». 4. η ακμή μιας πράξης: «βρισκόμαστε στην καρδιά του πολέμου». Υποκορ. καρδούλα κ. καρδουλίτσα, η. Μεγεθ. καρδάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 272 φρ.)·
- άγγιξε στην καρδιά μου ή άγγιξε την καρδιά μου, με συγκίνησε βαθύτατα: «άγγιξε στην καρδιά μου η χειρονομία που έκανες, όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση || τα λόγια του άγγιξαν την καρδιά μου και τον βοήθησα»·
- αδούλωτη καρδιά, χαρακτηρισμός ατόμου που δεν ανέχεται τη σκλαβιά: «μόλις έσπασε το μέτωπο, οι άντρες με τις αδούλωτες καρδιές ανέβηκαν στα βουνά και οργάνωσαν αντάρτικο κατά του κατακτητή»·
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, δε συμβαδίζει το συναίσθημα με τη λογική: «δεν ξέρω ποια απόφαση να πάρω γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι φίλος μου και άλλο λέει η καρδιά κι άλλο το μυαλό»·
- άλλο το πρόσωπο, άλλο η καρδιά, βλ. λ. πρόσωπο·
- ανάβω καρδιές, εμπνέω έρωτα, προξενώ ερωτικό πόθο: «είναι τέτοια γυναικάρα που απ’ όπου κι αν περάσει, ανάβει καρδιές». Συνών. ανάβω φωτιές·
- αναστέναξε η καρδιά μου, ένιωσα πολύ μεγάλη λύπη, στενοχωρήθηκα πολύ: «αναστέναξε η καρδιά μου μόλις αντίκρισα την κατάντια του»·
- άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου, βλ. λ. γιαγκίνι·
- άναψε η καρδιά μου, ένιωσα δυνατό έρωτα, ένιωσα μεγάλο ερωτικό πόθο: «μόλις την είδα, άναψε η καρδιά μου»·
- άνθρωπος με καρδιά, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος χωρίς καρδιά, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγει η καρδιά μου, έρχομαι σε πολύ καλή ψυχική διάθεση, χαίρομαι πολύ: «μόλις βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, ανοίγει η καρδιά μου, γιατί είναι μεγάλος καλαμπουρτζής»·
- ανοίγω την καρδιά μου (σε κάποιον), εκμυστηρεύομαι σε κάποιον τους φόβους μου, τις ανησυχίες μου, τα όνειρά μου: «δεν μπορείς ν’ ανοίγεις την καρδιά σου στον καθένα και να λες τον πόνο σου || ανοίγω την καρδιά μου μόνο στο φίλο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στου φτωχού το σπίτι θα ’βρεις όλα τα καλά κι αν ανοίξεις την καρδιά σου θα βρεις και παρηγοριά
- άντεξε καρδιά μου! βλ. συνηθέστ. βάστα καρδιά μου(!)·
- αντέχει η καρδιά σου; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου(;)·
- αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- άντρας με καρδιά, βλ. λ. άντρας·
- απ’ τα βάθη της καρδιάς μου ή απ’ το βάθος της καρδιάς μου, με απόλυτη ειλικρίνεια, ολόψυχα, ολόθερμα: «σου εύχομαι απ’ τα βάθη της καρδιάς μου να προκόψεις στη ζωή σου»·
- απ’ την καρδιά μου, βλ. φρ. απ’ τα βάθη της καρδιάς μου·
- απ’ την καλή καρδιά μου ή απ’ την καλή μου την καρδιά, λέγεται για κάτι καλό που κάναμε σε κάποιον λόγω των καλών αισθημάτων μας: «εγώ απ’ την καλή μου την καρδιά θέλησα να τον βοηθήσω και βρέθηκα μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβω». (Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου
- άπιστη καρδιά, χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί ερωτικά, που δεν μπορεί να κάνει μαζί του σίγουρο ερωτικό δεσμό: «μα πήγες κι εσύ να κάνεις δεσμό μ’ αυτή την άπιστη καρδιά! Από τη μια θα φεύγεις εσύ, κι από την άλλη αυτή». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά, στην άπιστη καρδιά ποτέ μη δίνεις βάση, γιατί θε να ’ρθει μια βραδιά που θα σε ξεγελάσει
- από καρδιάς, ολόψυχα, ολόθερμα: «του ευχήθηκα από καρδιάς να πάει καλά στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: δε βρίσκω τόπο να σταθώ και στέκι για ν’ αράξω, να κάτσω ολομόναχος κι από καρδιάς να κλάψω
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, δίνεται ως αίνιγμα. Η απάντηση είναι η αγάπη, ο έρωτας και αναφέρεται στη σταδιακή έλξη και εξέλιξη της ερωτικής συμπεριφοράς των δυο φύλων·
- άπονη καρδιά, βλ. φρ. έχει άπονη καρδιά. (Λαϊκό τραγούδι: αφού με διώχνεις, φεύγω απόψε πληγωμένη, χωρίς να κλάψω και χωρίς να πω μιλιά, κι ο μαύρος δρόμος στη ζωή με περιμένει, γιατί αγάπησα μια άπονη καρδιά
- αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει, εκφράζομαι ή ενεργώ καθοδηγούμενος από τα συναισθήματά μου: «όταν αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει, κάνω συχνά λάθη»·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- βαραίνει την καρδιά μου, βλ. φρ. μου βαραίνει την καρδιά·
- βαστά η καρδιά σου; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου(;)·
- βαστά η καρδιά σου να…; έχεις το θάρρος, το κουράγιο, το σθένος, τη δύναμη να…(;): «βαστά η καρδιά σου να τα βάλεις μαζί μου;»· βλ. και φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- βάστα καρδιά μου! έκφραση με την οποία προτρέπουμε τον εαυτό μας να κάνουμε υπομονή, κουράγιο στις δύσκολες καταστάσεις που περνάμε: «βάστα καρδιά μου κι αύριο όλα θα ’ναι καλύτερα!»·
- βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασ’ η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- γέλασα με την καρδιά μου, ξεκαρδίστηκα: «ήταν τόσο πετυχημένο τ’ ανέκδοτο που μου είπε, που γέλασα με την καρδιά μου»·
- για να γίνει η καρδιά σου, για να χαρείς, για να ευχαριστηθείς: «αφού το θέλεις τόσο πολύ, θα τον τραβήξω ένα χέρι ξύλο μόνο και μόνο για να γίνει η καρδιά σου». (Λαϊκό τραγούδι: όλους, ενόρκους- δικαστές, τους πλάνεψε η εμορφιά σου και με δικάζουν ισόβια για να γενεί η καρδιά σου
- δε βαστά η καρδιά μου, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου, λ. ψυχή
- δε βαστά η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δε μου κάνει καρδιά να…, δεν έχω τη διάθεση, την όρεξη, είμαι εντελώς απρόθυμος: «επειδή έχω πένθος, δε μου κάνει καρδιά να ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια || επειδή περνώ τόσο ωραία, δε μου κάνει καρδιά να φύγω»·
- δεν αντέχει η καρδιά μου, δεν μπορώ να υποστώ διάφορες συγκινήσεις ή στενοχώριες, γιατί πάσχω από τη καρδιά μου, γιατί είμαι καρδιακός: «αποφεύγω τις έντονες συγκινήσεις, γιατί δεν αντέχει η καρδιά μου || πρόσεχε πώς θα του μεταφέρεις τα κακά νέα, γιατί δεν αντέχει η καρδιά του»· βλ. και φρ. δεν το αντέχει η καρδιά μου να(…)·
- δεν αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν αντέχει η ψυχή μου να…, λ. ψυχή
- δεν έχει καρδιά, είναι άπονος, άσπλαχνος, σκληρόκαρδος: «μην περιμένεις συμπόνια απ’ τον τάδε, γιατί δεν έχει καρδιά»·
- δεν το αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν το αντέχει η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δεν το βαστά η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν το βαστά η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δίνω και την καρδιά μου (για κάποιον ή για κάτι), δίνω τα πάντα: «όταν κάποιος είναι καλό παιδί, δίνω και την καρδιά μου για να τον εξυπηρετήσω». (Λαϊκό τραγούδι: χασάπης είμαι ζηλευτός, εντάξει σ’ όλα, φίνος, κι όποιος εντάξει μου φερθεί και την καρδιά μου δίνω
- δίνω την καρδιά μου (σε κάποιον, σε κάποια), τον (την) ερωτεύομαι, συνάπτω μαζί του (της) ερωτικό δεσμό: «από μικρή έδωσε της καρδιά της σ’ έναν άντρα και πέρασε μαζί του ολόκληρη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: δώσε την καρδιά σου σ’ όποιον αγαπάς κι άσε με εμένα, μην καρδιοχτυπάς
- δίνω το κλειδί της καρδιάς μου (σε κάποιον, σε κάποια), βλ. λ. κλειδί·
- έγινε η καρδιά μου καρβουνιάρικο, βλ. φρ. μαύρισε η καρδιά μου·
- έγινε η καρδιά μου κομμάτια, ένιωσα πολύ μεγάλη στενοχώρια, λυπήθηκα πάρα πολύ: «έγινε η καρδιά μου κομμάτια, μόλις πληροφορήθηκα το θάνατο του πατέρα σου»·
- έγινε η καρδιά μου μπαξές, βλ. φρ. έγινε η καρδιά μου περιβόλι·
- έγινε η καρδιά μου περιβόλι, α. αισθάνθηκα μεγάλη ψυχική ευφορία, καταχάρηκα: «μόλις είδα μετά από τόσα χρόνια τον αδερφό μου, έγινε η καρδιά μου περιβόλι». β. (ειρωνικά) αισθάνθηκα μεγάλη ψυχική δυσφορία, απογοητεύτηκα: «μόλις μου έδειξαν το εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας, έγινε η καρδιά μου περιβόλι»·
- είδε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασ’ η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- είναι ανοιχτή καρδιά, βλ. συνηθέστ. είναι έξω καρδιά·
- είναι έξω καρδιά, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, είναι μεγάλος γλεντζές: «χαίρεσαι να κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι έξω καρδιά»·
- είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα ή η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα, είναι πολύ άπονος, πολύ άσπλαχνος, είναι ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος: «δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να νιώσει τον πόνο σου, γιατί η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα». (Λαϊκό τραγούδι: τι έχεις μάνα δυστυχισμένη κι όλο το Χάρο παρακαλείς, είν’ η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα κι ό,τι κι αν κάνεις, δεν τον συγκινείς
- είναι κακιά καρδιά, βλ. φρ. έχει κακιά καρδιά·
- είναι καλή καρδιά, βλ. λ. έχει καλή καρδιά·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, είναι καλός, καλόκαρδος, καλόψυχος: «δε σου χαλάει ποτέ χατίρι, γιατί είναι καλής καρδιάς άνθρωπος»·
- είναι μαύρη η καρδιά μου ή η καρδιά μου είναι μαύρη, είμαι πολύ απελπισμένος, πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, είναι μαύρη η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: να χορέψω μες τη ζάλη όμορφα και ταπεινά, η καρδιά μου είναι μαύρη απ’ τα τόσα βάσανα
- είναι μεγάλη καρδιά, βλ. συνηθέστ. έχει μεγάλη καρδιά·
- είναι ο εκλεκτός (η εκλεκτή) της καρδιάς μου, είναι το πρόσωπο που ξεχώρισα και που αγαπώ, που είμαι ερωτευμένος μαζί του: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα είναι ο εκλεκτός της καρδιάς μου»·
- είναι ο κλέφτης (η κλέφτρα) της καρδιάς μου, είναι το πρόσωπο που με έκανε να το αγαπήσω, να το ερωτευτώ: «αυτή η γυναίκα είναι η κλέφτρα της καρδιάς μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είσαι εσύ γυναίκα άστατη και ψεύτρα κι αν έχεις γίνει τώρα της καρδιάς μου η κλέφτρα
- είναι χρυσή καρδιά, βλ. φρ. έχει χρυσή καρδιά. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι και να μου ’χει κάνει είναι μια καρδιά χρυσή, γύρνα πάλι σαν και πρώτα και αγάπα το και συ. Καλέ μου το παιδί
- είναι χωρίς καρδιά, είναι άκαρδος, σκληρόκαρδος: «δεν τον έχω άξιο ν’ αγαπήσει ποτέ του, γιατί είναι χωρίς καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είναι όλες όπως λεν χωρίς καρδιά, εμείς που έχουμε καρδιά τις αγαπάμε
- εκ βάθους καρδίας, βλ. φρ. απ’ τα βάθη της καρδιάς μου·
- έκλεισε η καρδιά μου ή έχει κλείσει η καρδιά μου, έπαψα να αγαπώ ή δε θέλω, δεν επιδιώκω να ξαναγαπήσω: «μετά απ’ το τελευταίο χουνέρι που έπαθα απ’ τη γυναίκα μου, έκλεισε η καρδιά μου και δε θα ξανακάνω δεσμό». (Λαϊκό τραγούδι: τι να σε κάνω αφού πια δε σ’ αγαπώ, τώρα που ήρθες έχει κλείσει η καρδιά μου, πηγαίνω μ’ άλλες και τα πίνω και γλεντώ, έχουν στερέψει τα παλιά τα δάκρυά μου
- ελαφρά τη καρδία, χωρίς σκέψη, απερίσκεπτα: «πέταξε ένα λόγο ελαφρά τη καρδία και μας έκανε άνω κάτω || πήρε την απόφασή του ελαφρά τη καρδία κι έχασε ένα κάρο λεφτά»· βλ. και φρ. μ’ ελαφριά καρδιά·
- έξω φτώχια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έπαθε συγκοπή καρδιάς ή έπαθε συγκοπή καρδίας, βλ. λ. συγκοπή·
- έσπασε η καρδιά μου, α. κατατρόμαξα, φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να τραβάει μαχαίρι, έσπασε η καρδιά μου». β. έχασα την αρχική συμπάθεια ή εκτίμηση που είχα για κάποιο άτομο, χάλασε ο δεσμός που μας ένωνε: «μετά απ’ όλα όσα είπες για μένα, έσπασε η καρδιά μου και δε θέλω να σε ξαναδώ»·
- έφυγε απ’ την καρδιά του ή έφυγε από καρδιά, βλ. συνηθέστ. πήγε απ’ την καρδιά του·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της, φοβήθηκα, τρόμαξα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να ορμάει πάνω μου με το μαχαίρι, έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της». Από την εικόνα του ατόμου που η καρδιά του πάλλεται έντονα, όταν διατρέχει κάποιον σοβαρό κίνδυνο·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τον τόπο της, βλ. φρ. έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της·
- έχει ανοιχτή καρδιά, είναι ανοιχτόκαρδος, καλόκαρδος, εύθυμος: «κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας ο τάδε, γίνεται το σώσε, γιατί έχει ανοιχτή καρδιά και μας παρασέρνει κι εμάς με το κέφι του»·
- έχει άπονη καρδιά, είναι άσπλαχνος, σκληρόκαρδος: «δε συμπαραστέκεται κανέναν στον πόνο του, γιατί έχει άπονη καρδιά»·
- έχει άστατη καρδιά, δεν είναι σταθερός στα αισθηματικά του: «μην υπολογίζεις στο δεσμό σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει άστατη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά, στην άστατη καρδιά ποτέ μη δίνεις βάση, γιατί θε να ’ρθει μια βραδιά που θα ξεγελάσει
- έχει ατσαλένια καρδιά, είναι πολύ ανθεκτικός, πολύ σκληρός: «όταν αποφασίζει κάτι, όσο κοπιαστικό και να ’ναι, δε λέει να κάνει πίσω με τίποτα, γιατί έχει ατσαλένια καρδιά»·
- έχει γενναία καρδιά, είναι γενναίος, θαρραλέος: «δεν τον τρομάζει τίποτα, γιατί έχει γενναία καρδιά»·
- έχει γερή καρδιά, είναι ανθεκτικός στις στενοχώριες και στα βάσανα, στις δυσκολίες της ζωής: «ό,τι πόνο έχω πηγαίνω και τον εκμυστηρεύομαι στον τάδε γιατί έχει γερή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: φίλε μου αν έχεις γερή καρδιά κάτσε ν’ ακούσεις μια συμφορά
- έχει καθαρή καρδιά ή έχει καρδιά καθαρή, συμπεριφέρεται με ειλικρίνεια, είναι αγνός, τίμιος: «πάντα δίνω βάση στα λόγια του, γιατί έχει καθαρή καρδιά κι αποκλείεται να λέει ψέματα». (Λαϊκό τραγούδι: αν με αγαπάς στ’ αλήθεια, αγαπούλα μου γλυκιά, μη διστάζεις που με βλέπεις με τη φόρμα την παλιά, αν δουλεύω στη μουτζούρα έχω καθαρή καρδιά).Ίσως από το εκκλησιαστικό: καρδίαν καθαράν κτήσων εν εμοί ο Θεός(…)·
- έχει κακιά καρδιά, είναι κακός, μοχθηρός: «χαίρεται με τον πόνο τ’ αλλουνού, γιατί έχει κακιά καρδιά»·
- έχει καλή καρδιά, είναι καλός, καλόκαρδος, ευγενικός, έχει καλά αισθήματα: «είναι πολύ αγαπητός στην παρέα του, γιατί έχει καλή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κρατάτε με το ίσο για να σας τραγουδήσω έξω ντέρτια, βρε παιδιά, κι αν δεν έχουμε όλοι γεμάτο πορτοφόλι έχουμε καλή καρδιά
- έχει καρδιά, α. είναι ανδρείος, τολμηρός, άφοβος: «ο μόνος που έχει καρδιά απ’ την παρέα σας είναι ο τάδε, γιατί όλοι οι άλλοι είστε κλάνες». β. είναι ευαίσθητος, καλόκαρδος, σπλαχνικός, μεγαλόκαρδος: «μην τον βλέπεις έτσι απότομο και ξεγελιέσαι, γιατί έχει καρδιά ο άνθρωπος, είναι καλό παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη, μη μου μιλάς με μάσκα, γιατί κι εγώ έχω καρδιά,τι κι αν φορώ τραγιάσκα)· βλ. και φρ. έχω καρδιά·
- έχει καρδιά αγκινάρα, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, μεγαλόκαρδος, είναι έξω καρδιά: «αυτό το παλικάρι δεν το ’χω δει ποτέ μου στενοχωρημένο, γιατί έχει καρδιά αγκινάρα»·
- έχει καρδιά αμπάρι, είναι πολύ καλόκαρδος, καλοσυνάτος: «είναι ανεκτίμητος άνθρωπος, γιατί έχει καρδιά αμπάρι»· βλ. και φρ. έχει πλούσια καρδιά·
- έχει καρδιά από ατσάλι ή έχει καρδιά ατσάλι, βλ. φρ. έχει ατσαλένια καρδιά·
- έχει καρδιά από μάρμαρο ή έχει καρδιά μάρμαρο, βλ. φρ. η καρδιά του είναι από μάρμαρο·  
- έχει καρδιά από πέτρα ή έχει καρδιά πέτρα, βλ. φρ. έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα·
- έχει καρδιά λιονταριού, είναι πολύ γενναίος, πολύ θαρραλέος, είναι άφοβος: «δε φοβάται το παραμικρό, γιατί έχει καρδιά λιονταριού»·
- έχει καρδιά μάλαμα, είναι πολύ καλός, πολύ καλόκαρδος, πολύ καλοσυνάτος: «ο τάδε είναι ο αγαπημένος της παρέας μας, γιατί έχει καρδιά μάλαμα»·
- έχει καρδιά μικρού παιδιού, είναι άκακος, αθώος: «αποκλείεται αυτός ο άνθρωπος να ’πε κακό για σένα, γιατί έχει καρδιά μικρού παιδιού»·
- έχει καρδιά μπαξέ, βλ. φρ. έχει καρδιά περιβόλι·
- έχει καρδιά περιβόλι, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, πολύ καλόκαρδος: «ο ένας του ο γιος είναι στραβόξυλο, ο άλλος όμως έχει καρδιά περβόλι»·
- έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, βλ. φρ. είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα·
- έχει κρύα καρδιά, είναι άπονος, σκληρόκαρδος, ασυγκίνητος: «με τέτοια κρύα καρδιά μου έχει, πώς θέλεις να νιώσει τον πόνο σου;». (Λαϊκό τραγούδι: πάνω στην κρύα σου καρδιά χωρίς καιρό να χάσω, έριξα πάλι μια ζαριά κι έφερα δύο κι άσο
- έχει καρδιά λαγού, βλ. λ. λαγός·
- έχει μαράζι στην καρδιά, έχει ερωτικό πόνο, υποφέρει ερωτικά: «δεν έχει μάτια για άλλη γυναίκα, γιατί έχει μαράζι στην καρδιά για την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: το μαράζι της καρδιάς μου, θα το διώχνει ο μπαγλαμάς μου
- έχει μαύρη καρδιά, είναι πολύ κακός, πολύ μοχθηρός, δεν έχει διόλου ανθρώπινα αισθήματα: «έχει τόσο μαύρη καρδιά αυτός ο άνθρωπος, που δεν ξέρει τι πάει να πει καλό στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο πουκάμισο θα βρω μαύρο σαν την καρδιά σου, για να ταιριάζει η φορεσιά στα βάσανά μου τα βαριά όπου τραβώ κοντά σου
- έχει μεγάλη καρδιά, είναι πολύ καλόκαρδος, πολύ ευσπλαχνικός, πολύ μεγαλόκαρδος: «αν του ζητήσεις συγνώμη, θα σε συγχωρέσει, γιατί έχει μεγάλη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- έχει παιδική καρδιά, είναι καλόβολος, αθώος: «όπου και να πάει, είναι καλοδεχούμενος, γιατί έχει παιδική καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ ένα τραπέζι ανέβαινε και τα κουβέρνα έριχνε, τον αγαπούσαν τα παιδιά γιατ’ είχε παιδική καρδιά
- έχει πέτρινη καρδιά, βλ. φρ. έχει καρδιά από πέτρα·
- έχει πληγή στην καρδιά, βλ. λ. πληγή·
- έχει πλούσια καρδιά, είναι πολύ γενναιόδωρος: «αυτός ο άνθρωπος είναι η χαρά της παρέας μας, γιατί έχει πλούσια καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι φτωχός, μα έχω πλούσια καρδιά και την αγάπη μου μην την περιφρονήσεις, είμαι φτωχός, μα στη δική μου αγκαλιά πίκρες και δάκρυα ποτέ δε θα γνωρίσεις
- έχει πονετική καρδιά, είναι ευσπλαχνικός, ευαίσθητος: «βοηθάει όλο τον κόσμο, γιατί έχει πονετική καρδιά»·
- έχει σκληρή καρδιά, είναι άπονος, σκληρόκαρδος: «δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο σου αυτός ο άνθρωπος, γιατί έχει σκληρή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κατηγορώ τον άνθρωπο με τη σκληρή καρδιά του,τη συμφορά του αλλουνού την έχει για χαρά του
- έχει σκοτεινή καρδιά, βλ. συνηθέστ. έχει μαύρη καρδιά·
- έχει φαρμάκι στην καρδιά, βλ. λ. φαρμάκι·
- έχει χρυσή καρδιά, είναι πολύ καλόκαρδος, μεγαλόκαρδος: «δε χαλάει χατίρι σε κανέναν φίλο του, γιατί έχει χρυσή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: υπάρχουν και καλά παιδιά στην κοινωνία μέσα, που έχουνε χρυσή καρδιά αισθήματα και μπέσα
- έχω (ένα) αγκάθι στην καρδιά, βλ. λ. αγκάθι·
- έχω γιαγκίνι στην καρδιά, βλ. λ. γιαγκίνι·
- έχω ένα βάρος στην καρδιά, βλ. λ. βάρος·
- έχω καρδιά ή έχω την καρδιά μου, πάσχω, υποφέρω από την καρδιά μου, είμαι καρδιακός: «ο γιατρός μου απαγόρεψε το τσιγάρο, γιατί έχω καρδιά || δεν πρέπει να πίνω και να ξενυχτώ, γιατί έχω την καρδιά μου·
- έχω λάβρα στην καρδιά, βλ. λ. λάβρα·
- έχω πίκρα στην καρδιά, βλ. λ. πίκρα·
- έχω στην καρδιά μου (κάποιον), βλ. φρ. τον έχω (μέσ’) στην καρδιά μου. (Νησιώτικο τραγούδι: λυγαριά λυγαριά εσένα έχω στην καρδιά, λυγαριά λυγαριά θα σε κλέψω μια βραδιά
- ζητά η καρδιά μου ή η καρδιά μου ζητά, βλ. συνηθέστ. λαχταρά η καρδιά μου·
- η γραμμή της καρδιάς, βλ. λ. γραμμή·
- η καρδιά του είναι από μάρμαρο ή η καρδιά του είναι μάρμαρο, είναι σκληρός, ασυγκίνητος: «δε συναισθάνεται τον πόνο κανενός, γιατί η καρδιά του είναι από μάρμαρο»·
- η καρδιά του είναι από πέτρα ή η καρδιά του είναι πέτρα, βλ. φρ. είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα·
- η καρδιά μου κάνει τικ τακ ή η καρδιά μου κάνει τίκι τακ, α. είμαι ερωτευμένος: «η καρδιά μου κάνει τικ τακ γι’ αυτή τη γυναίκα». (Τραγούδι: τικ τακ, τίκι τίκι τακ κάνει η καρδιά μου,σαν σε βλέπω). β. κατέχομαι από έντονη ανησυχία, αγωνιώ πολύ για κάτι, καρδιοχτυπώ: «δεν μπορεί να καταλάβει το παλιόπαιδο πως η καρδιά μου κάνει τικ τακ, κάθε φορά που καβαλάει τη μηχανή του και τρέχει σαν τρελό!»·
- η καρδιά μου πάει να σπάσει ή πάει να σπάσει η καρδιά μου, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική αναστάτωση από μεγάλη χαρά ή μεγάλο φόβο: «η καρδιά μου πάει να σπάσει, όταν κρατώ μέσα στην αγκαλιά μου τα παιδιά μου || πάει να σπάσει η καρδιά μου, κάθε φορά που μου τυχαίνει να περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο»·
- η καρδιά μου πήγε να σπάσει, βλ. φρ. πήγε να σπάσει η καρδιά μου· 
- η καρδιά μου το ξέρει! βλ. συνηθέστ. η καρδούλα μου το ξέρει! λ. καρδούλα·
- η καρδιά του προβλήματος (της υπόθεσης) το κέντρο, το σημαντικότερο σημείο, η ουσία: «η καρδιά του προβλήματος είναι πως δεν έχουμε λεφτά να συνεχίσουμε τη δουλειά κι όλα τ’ άλλα τ’ ακούω βερεσέ»·
- ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, συνήλθα ύστερα από μεγάλη αγωνία, από μεγάλο φόβο ή τρόμο που είχα νιώσει, έπαψα πια να ανησυχώ, έπαψα να φοβάμαι, αναθάρρησα: «μόλις είδα να συγκρατούν οι άλλοι τον αγριάνθρωπο που ήθελε να με δείρει, ήρθε η καρδιά μου στη θέση της». Από την εικόνα του ατόμου που η καρδιά του βρίσκει πάλι τους κανονικούς της παλμούς, μόλις περάσει ο κίνδυνος που το απειλούσε·
- ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- θεωρία επισκόπου και καρδία (καρδιά) μυλωνά, βλ. λ. θεωρία·
- καίγεται η καρδιά μου, α. πονώ, υποφέρω, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «όταν τον βλέπω να τριγυρίζει μεθυσμένος στους δρόμους, καίγεται η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν καθίσεις για να φας, για μέτρα τα παιδιά σου, σου λείπει το μικρότερο και καίγετ’ η καρδιά σου). β. νιώθω έντονο ερωτικό πόθο: «καίγεται η καρδιά μου, κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: πότε θες να ’ρθεις να σου πω πως καίγεται η καρδιά μου,μ’ ένα φιλάκι σου γλυκό να σβήσεις τη φωτιά μου
- καίω καρδιές, εμπνέω έρωτα, προξενώ ερωτικό πόθο, έχω μεγάλες ερωτικές επιτυχίες: «έκαψες καρδιές πάλι χτες βράδυ στο χορό»·
- καλή καρδιά! α. έκφραση αισιοδοξίας στην περίπτωση που ζητάμε από κάποιον κάτι και αυτός αρνείται να ανταποκριθεί: «δεν πειράζει, ρε φίλε, που δε μας βοήθησες, καλή καρδιά!». β. (γενικά) έκφραση αισιοδοξίας. (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά, τη γλυκιά μανούλα μας στο στόμα τη φιλάμε και έξω φτώχεια και καλή καρδιά)· βλ. και φρ. υγεία και καλή καρδιά! λ. υγεία·
- καλή καρδιά και λίγη γνώση, ο καλός, ο καλοκάγαθος άνθρωπος είναι αφελής: «καλύτερα καλή καρδιά και λίγη γνώση παρά να κατέχω όλη τη σοφία του κόσμου και να ’μαι κακόψυχος»·
- κάλλιο κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά, βλ. λ. πουγκί·
- κάνει κρα η καρδιά μου, επιθυμώ, λαχταρώ κάτι πάρα πολύ: «κάνει κρα η καρδιά μου γι’ αυτή τη γυναίκα || κάνει κρα η καρδιά μου να πάω κι εγώ το καλοκαίρι να παραθερίσω στη Χαλκιδική»·
- κάνω καρδιά, α. υπομένω, ιδίως κάποιο ψυχικό πόνο: «μπορεί να ’χασες τον πατέρα σου, αλλά κάνε καρδιά, γιατί έχεις να μεγαλώσεις τα παιδιά σου». β. γίνομαι καρδιακός: «πώς να μην κάνω καρδιά με τόσες στενοχώριες που περνώ κάθε μέρα!»·
- κάνω πέτρα την καρδιά μου ή κάνω την καρδιά μου πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- καρδιά μου! προσφώνηση τρυφερότητας και αγάπης σε αγαπημένο μας πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: που πας χωρίς αγάπη στη νύχτα στη βροχή, το δρόμο θα τον χάσεις, καρδιά μου μοναχή
- καρδιά παραπονιάρα, έκφραση που χαρακτηρίζει το παραπονιάρικο άτομο, τον παραπονιάρη: «έλα δω ρε, καρδιά παραπονιάρα, που έχεις την εντύπωση πως όλο σ’ αδικούνε!». (Λαϊκό τραγούδι: ποια λύπη σε βαραίνει βαριά κι αφόρητη, καρδιά παραπονιάρα κι απαρηγόρητη
- κερδίζω την καρδιά (κάποιου), α. αποκτώ τη συμπάθεια κάποιου, γίνομαι αγαπητός σε κάποιον: «απ’ τη μέρα που γνωριστήκαμε, κέρδισε την καρδιά μου κι από τότε σχεδόν κάθε μέρα είμαστε μαζί». β. κάνω κάποιον να με αγαπήσει: «όταν την παντρεύτηκα, δεν την αγαπούσα τη γυναίκα μου, αλλά με τον καιρό κέρδισε την καρδιά μου, γιατί αποδείχτηκε πολύ εντάξει σύζυγος»·
- κλαίει η καρδιά μου, νιώθω μεγάλη θλίψη, μεγάλη στενοχώρια: «κλαίει η καρδιά μου, απ’ τη μέρα που έμαθα πως ο φίλος μου έμπλεξε με τα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε ηλιοβασίλεμα δεν ξέρω τι μου φταίει, με παίρνει το παράπονο και η καρδιά μου κλαίει
- κλέβω καρδιές, (γενικά) είμαι άτομο που προκαλώ τη συμπάθεια, τον έρωτα, είμαι άτομο που μ’ ερωτεύονται: «έκλεψες πάλι καρδιές, χτες βράδυ στον χορό»·
- κλοτσάει η καρδιά μου, α. έχω έντονο καρδιοχτύπι από ταραχή ή αγωνία: «όσο περνούσε η ώρα και δεν ερχόταν το παιδί μου, άρχισε να κλοτσάει η καρδιά μου». β. νιώθω έντονο καρδιοχτύπι από κάτι ξαφνικό και αναπάντεχο που βλέπω: «μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερού του φίλου, άρχισε να κλοτσάει η καρδιά μου». γ. έχω καρδιακά προβλήματα: «πρέπει να πάω στο γιατρό, γιατί τον τελευταίο καιρό πολύ κλοτσάει η καρδιά μου»·
- κράτα καρδιά μου! βλ. φρ. βάστα καρδιά μου(!)·
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, ο ερωτευμένος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, δεν μπορεί να κρυφτεί, γιατί από την ένταση και την αγωνία που νιώθει για το αγαπημένο του πρόσωπο, τα χέρια του είναι κρύα. Η διαπίστωση αυτή γίνεται κατά τη διάρκεια χειραψίας και γίνεται συνήθως αντικείμενο πειράγματος: «από πού κατάλαβα πως είσαι ερωτευμένος; Δεν άκουσες που λένε κρύα χέρια, ζεστή καρδιά;»· βλ. και φρ. κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, λ. χέρι·
- κρύωσε η καρδιά μου, έχασα τον αρχικό ενθουσιασμό που είχα για κάποιον ή για κάτι, ψυχράθηκα: «όταν τον γνώρισα, ήθελα πάρα πολύ να κάνω παρέα μαζί του, αλλά, μόλις έμαθα πως είναι μπλεγμένος με τα ναρκωτικά, κρύωσε η καρδιά μου και σταμάτησα να τον συναναστρέφομαι || στην αρχή ήθελα ν’ αγοράσω το τάδε αυτοκίνητο, γιατί μου άρεσε πολύ, αλλά, όταν έμαθα τα μειονεκτήματα που έχει, κρύωσε η καρδιά μου και πήρα αυτό που έχω τώρα»·
- λαχταρά η καρδιά μου ή η καρδιά μου λαχταρά, επιθυμώ έντονα να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «πώς λαχταρά η καρδιά μου να ξαπλώσω ένα βράδυ μ’ αυτή τη γυναίκα! || και μένα λαχταρά η καρδιά μου ένα ταξιδάκι». (Λαϊκό τραγούδι: Θεέ μου, τη δεύτερη φορά που θα ’ρθω για να ζήσω, όσο η καρδιά κι αν λαχταρά, δε θα ξαναγαπήσω
- λαχτάρησε η καρδιά μου, τρόμαξα ή φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να πετάγεται απ’ τη γωνία μπροστά μου, λαχτάρησε η καρδιά μου»·
- λόγια της καρδιάς, βλ. λ. λόγος·
- μ’ άναψε φωτιά στην καρδιά, βλ. λ. φωτιά·
- μ’ έβγαλε απ’ την καρδιά του, έπαψε να με συμπαθεί, να με αγαπάει: «του αντιμίλησα πολύ άσχημα μπροστά στους δικούς του, γι’ αυτό κι αυτός μ’ έβγαλε απ’ την καρδιά του»·
- μ’ ελαφριά καρδιά, α. που δε βαρύνεται από στενοχώρια, τύψη ή ενοχή, με ήσυχη συνείδηση: «πώς μπορεί να έχει διώξει το παιδί του απ’ το σπίτι και να κοιμάται μ’ ελαφριά καρδιά! || κάνει πάντοτε το σωστό, γι’ αυτό κοιμάται μ’ ελαφριά καρδιά». β. χωρίς ανησυχία ή φόβο για τυχόν κακές συνέπειες: «απ’ τη στιγμή που είναι τίμιος άνθρωπος, ό,τι κάνει, το κάνει μ’ ελαφριά καρδιά»·
- μ’ έπιασε η καρδιά μου, βλ. φρ. πιάστηκε η καρδιά μου·
- ματώνει η καρδιά μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, λυπάμαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «όταν βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, ματώνει η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, να μπορούσα αγάπη μου να σ’ είχα εδώ κοντά μου, αυτή τη θλιβερή βραδιά ματώνει η καρδιά μου
- μαύρισε η καρδιά μου, απελπίστηκα, ταλαιπωρήθηκα, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μαύρισε η καρδιά μου, μέχρι να μεγαλώσω αυτά τα παιδιά || μαύρισε η καρδιά μου, όταν τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν το σβησμένο κάρβουνο μαύρισε η καρδιά μου απ’ τα πολλά τα βάσανα κι από τα δάκρυά μου
- μαχαιριά στην καρδιά, βλ. λ. μαχαιριά·
- με βαριά καρδιά, α. χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, σχεδόν με το ζόρι, με κρύα καρδιά: «θα σε βοηθήσω, αλλά με βαριά καρδιά, γιατί είσαι αχάριστος άνθρωπος». β. με μεγάλη στενοχώρια, με ψυχική οδύνη: «μόλις γύρισε απ’ τα νεκροταφεία, κλείστηκε με βαριά καρδιά στο δωμάτιό του κι έκλαψε πικρά». (Λαϊκό τραγούδι: αφού το θες τούτη τη βραδιά με βαριά καρδιά και καημό μεγάλο, αγάπη μου, σου αφήνω γεια αφού τώρα πια δε με θέλεις άλλο
- με καρδιά, α. με σθένος, με θάρρος: «αντιμετώπισε με καρδιά όλες τις κατηγόριες σε βάρος του». (Λαϊκό τραγούδι: γεροντάκι κοτσανάτο όλο έρωτα γεμάτο, γεροντάκι με καρδιά όλο τέχνη και φωτιά). β. ευσπλαχνικό, που να αγαπάει: «μετά από τόσες ατυχίες στον έρωτα, βρήκε επιτέλους μια γυναίκα με καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θα βρω μια άλλη με καρδιά, να ξέρει ν’ αγαπάει και μες στις στεναχώριες μου να με παρηγοράει)· βλ. και φρ. με την καρδιά μου·
- με κρύα καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς όρεξη, με βαριά καρδιά: «τον βοήθησα, αλλά με κρύα καρδιά, γιατί δεν έχει ιδέα τι θα πει ευχαριστώ»·
- με μια ψυχή και μια καρδιά, βλ. λ. ψυχή·
- με μισή καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση: «του ’δωσα τα δανεικά που μου ζήτησε, αλλά με μισή καρδιά, γιατί δεν ξέρω αν θα τα ξαναπάρω πίσω». (Τραγούδι: το φιλί τι να το κάνεις με μισή καρδιά, όσο κι αν πονάω, φτάνει, δε σε θέλω πια
- με όλη μου την καρδιά ή με όλη την καρδιά μου, με όλη μου την ευχαρίστηση, εγκάρδια, ολόθερμα, ολόψυχα: «ξεκίνα τη δουλειά που σκέφτεσαι κι εγώ θα σε βοηθήσω με όλη μου την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγάπησα με όλη την καρδιά μου κι σ’ έντυσα μες τα μεταξωτά. Τώρα όμως σου πέρασε ο πόνος και να φύγεις θέλεις μακριά!)· βλ. και φρ. με την καρδιά μου·
- με την καρδιά μου, α. δηλώνει ένταση ή υπερβολή: «γέλασα με την καρδιά μου || ήπια με την καρδιά μου || χόρεψα με την καρδιά μου || τραγούδησα με την καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πλούσια ήταν τα ελέη τους, τα γλέντια κι η χαρά τους, εμένα μ’ αγαπήσανε όλοι με την καρδιά τους). β. με καλή πρόθεση, με ευχαρίστηση: «θέλω να το πάρεις χωρίς ενδοιασμούς αυτό το ρολόι, γιατί σου το δίνω με την καρδιά μου». γ. με δύναμη θέλησης: «όλη τη μέρα αγωνίζομαι με την καρδιά μου για να πετύχω τους στόχους που έχω βάλει»· βλ. και φρ. με καρδιά·
- με τι καρδιά; λέγεται στην περίπτωση που κάποιος δε συναισθάνεται ή προσποιείται πως δε συναισθάνεται τη βαρύτητα κάποιας ενέργειάς του σε βάρος μας ή σε βάρος κάποιου, και συμπεριφέρεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα: «με τι καρδιά θα τον πετάξεις χειμωνιάτικα μέσα στους δρόμους, επειδή δε σου πλήρωσε δυο νοίκια; || με τι καρδιά μου ζητάς βοήθεια, απ’ τη στιγμή που μέχρι χτες με κατηγορούσες;». (Λαϊκό τραγούδι: με τι καρδιά ξαναγύρισες συγνώμη να μου ζητήσεις
- με τι καρδιά να…! λέγεται στην περίπτωση που για κάποιο λόγο δεν έχουμε τη διάθεση ή την άνεση να κάνουμε αυτό που μας λέει κάποιος: «με τι καρδιά να τον βοηθήσω, που μέχρι τώρα ούτε μια φορά δε μου είπε ούτ’ ένα ευχαριστώ! || με τι καρδιά να του ζητήσω δανεικά, αφού δεν του επέστρεψα ακόμη εκείνα που του είχα πάρει!»· βλ. και φρ. με τι μούτρα να…! λ. μούτρο·   
- με το χέρι στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- μεγάλη καρδιά, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καλόψυχο, ανοιχτόκαρδο και με ευγενικά αισθήματα. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί έχω χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- μη μου χαλάς την καρδιά, (παρακλητικά) μη με στενοχωρείς, κάνε μου το χατίρι: «θέλω να ’ρθεις κι εσύ μαζί μου, μη μου χαλάς την καρδιά». (Τραγούδι: πάμε μια βόλτα στο Φαληράκι, μη μου χαλάσεις την καρδιά κι όταν σου δίνω κανένα φιλάκι θα ’ναι σαν όνειρο η βραδιά)·   
- μη χαλάς την καρδιά σου, μη στενοχωριέσαι, μην κακοκαρδίζεσαι: «μη χαλάς την καρδιά σου για ψύλλου πήδημα!». (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. -Κάντε μάγκες τη δουλειά σας, μη χαλάτε την καρδιά σας
- μιλά η καρδιά μου, αποφασίζω, ενεργώ με βάση το συναίσθημα: «δεν μπορώ να σου πω πως ο φίλος μου έχει άδικο, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση μιλά η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αντέχω, δε βαστάω, δεν μπορώ να μοιράζεις την καρδιά σου και στους δυο. Ή εμένα ή τον άλλον να κρατήσει και ν’ αφήσεις την καρδιά σου να μιλήσει
- μιλάει στην καρδιά μου, α. (για πρόσωπα) μου είναι πολύ αρεστός, με συγκινεί πάρα πολύ ερωτικά: «χαίρομαι να κάνω παρέα μαζί του, γιατί μιλάει στην καρδιά μου αυτός ο άνθρωπος || απ’ την πρώτη στιγμή αυτή η γυναίκα μίλησε στην καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ μου μιλάς στην καρδιά μου και θέλω να γίνεις δικιά μου).β. (για πράγματα) είναι της αρεσκείας μου: «αυτό τ’ αυτοκίνητο θα τ’ αγοράσω οπωσδήποτε, γιατί μιλάει στην καρδιά μου». γ. λέγεται για οτιδήποτε μας συγκινεί πάρα πολύ: «είδα ένα έργο που μίλησε στην καρδιά μου». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ίσια ή το κατευθείαν. Συνών. μιλάει στην ψυχή μου·
- μου άνοιξε την καρδιά! (ειρωνικά) με τα λόγια ή τις πράξεις του μου δημιούργησε στενοχώριες, προβλήματα: «μου άνοιξε την καρδιά μ’ αυτά τα μαντάτα που μου ’φερε!»· 
- μου άνοιξε την καρδιά, με χαροποίησε με αυτά που μου είπε ή έκανε για μένα: «ήμουν στενοχωρημένος, αλλά ευτυχώς μου ’φερε καλά νέα και μου άνοιξε την καρδιά || μου άνοιξε την καρδιά με τα λεφτά που μου έδωσε, γιατί μπόρεσα και κάλυψα την επιταγή μου»·
- μου βαραίνει την καρδιά, νιώθω ψυχική δυσφορία, νιώθω μεγάλη στενοχώρια: «μου βαραίνει την καρδιά το αίσθημα εγκατάλειψης που νιώθω»· βλ. και φρ. το ’χω βάρος στην καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά γαρίφαλο, βλ. φρ. μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο·
- μου ’κανε την καρδιά καρβουνιάρικο, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά κομμάτια, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο: «μου αντιμίλησε τόσο άσχημα, που μου ’κανε την καρδιά κομμάτια». (Λαϊκό τραγούδι: αχ παιχνιδιάρα πάψε πλέον τα γινάτια και μη μου κάνεις την καρδούλα μου κομμάτια
- μου ’κανε την καρδιά μαύρη, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά μπαξέ, βλ. φρ. μου ’κανε την καρδιά περιβόλι· 
- μου ’κανε την καρδιά περιβόλι, α. με χαροποίησε πάρα πολύ: «μόλις μου ανακοίνωσε τα ευχάριστα νέα, μου ’κανε την καρδιά περιβόλι». β. (ειρωνικά) μου προξένησε μεγάλη δυσαρέσκεια, με απογοήτευσε: «μόλις μου ανακοίνωσε τα δυσάρεστα νέα, μου ’κανε την καρδιά περιβόλι»·
- μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο, α. με χαροποίησε υπερβολικά: «μόλις με πληροφόρησε πως ο γιος μου πέτυχε στο πανεπιστήμιο, μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο». Από την εικόνα του τριαντάφυλλου, που προξενεί ευφορία στην ψυχή. β. (ειρωνικά) μου προξένησε μεγάλη στενοχώρια, με απογοήτευσε: «μόλις μου ανακοίνωσε την αποτυχία του γιου μου, μου ’κανε στην καρδιά τριαντάφυλλο»·
- μου ’καψε την καρδιά ή μου ’χει κάψει την καρδιά, τον (την) ερωτεύτηκα παράφορα: «απ’ την πρώτη στιγμή που την είδα, μου ’καψε την καρδιά και δεν μπορώ να ησυχάσω». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, μ’ έκαψες μες την καρδιά και δε βρίσκω γιατρειά)· 
- μου κατάκτησε την καρδιά, βλ. φρ. μου πήρε την καρδιά·
- μου ’κλεψε την καρδιά ή μου ’χει κλέψει την καρδιά, με καταγοήτευσε, τον (την) ερωτεύτηκα: «τη γνώρισα στο χορό του συλλόγου μας και, μετά το χορό που χόρεψα μαζί της, κατάλαβα πως μου ’χε κλέψει την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χει κλέψει, μου ’χει κλέψει, μου ’χει κλέψει την καρδιά η Μαρίνα, η Μαρίνα, η Σαλονικιά
- μου μάτωσε την καρδιά, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο, με τραυμάτισε ψυχικά: «τα σκληρά του λόγια μου μάτωσαν την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέλνεις πίσω τα κλειδιά και μου ματώνεις την καρδιά
- μου μαύρισε την καρδιά, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε την καρδιά αυτό το παιδί μέχρι να το μεγαλώσω!»·
- μου ξερίζωσε την καρδιά, μου προξένησε αβάσταχτο πόνο, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «τον είδα να σέρνεται πάλι μεθυσμένος μέσα στους δρόμους και μου ξερίζωσε την καρδιά»·
- μου ξεσκίζει την καρδιά, με στενοχωρεί πάρα πολύ, μου προξενεί αβάσταχτο πόνο: «μου ξεσκίζει την καρδιά που δεν εννοεί να καταλάβει πως αυτές οι παρέες θα τον καταστρέψουν»·
- μου πήρε την καρδιά ή μου ’χει πάρει την καρδιά, με καταγοήτευσε, τον (την) συμπάθησα πολύ, τον (την) ερωτεύτηκα: «μου πήρε την καρδιά αυτός ο άνθρωπος με τους ευγενικούς του τρόπους || απ’ την πρώτη στιγμή που την είδα, μου ’χει πάρει την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς να με ρωτήσεις μου επήρες την καρδιά μελαχρινό, λυπήσου, δώσ’ μου παρηγοριά // μου ’χει πάρει, μου ’χει πάρει, μου ’χει πάρει την καρδιά, η Μαρία, η Μαρία η Σαλονικιά
- μου πλήγωσε την καρδιά, μου προξένησε ψυχικό πόνο: «η αχαρακτήριστη στάση σου μου πλήγωσε την καρδιά || απέρριψε την ερωτική πρόταση που της έκανα και μου πλήγωσε την καρδιά»·
- μου ράγισε την καρδιά, α. διατάραξε ανεπανόρθωτα με τη στάση του τον έρωτα που ένιωθα γι’ αυτόν (αυτήν): «δεν έχω διάθεση να την ξανασυναντήσω, γιατί με τα τελευταία της καμώματα μου ράγισε την καρδιά». β. με λύπησε, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου ράγισε την καρδιά με τις αηδίες που κάθισε κι είπε για μένα!»·     
- μου σκίζει την καρδιά, βλ. φρ. μου ξεσκίζει την καρδιά·
- μου τρύπησε την καρδιά, μου προξένησε πολύ δυσάρεστο συναίσθημα: «με τρύπησε την καρδιά αυτός ο άνθρωπος με την κατάντια του»·
- μου τρώει την καρδιά, κάποιος ή κάτι με φθείρει ψυχικά ή σωματικά: «κάθε μέρα μου τρώει την καρδιά αυτό το παιδί με τις αταξίες του || μου τρώει την καρδιά η αποτυχία του γιου μου να μπει στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: άσε με να σε φιλήσω, ίσως βρω τη γιατρειά για να βγάλω το σαράκι που μου τρώει την καρδιά
- μου φαρμάκωσε την καρδιά, μου προξένησε μεγάλη πικρία, μεγάλη στενοχώρια: «μου μίλησε τόσο άσχημα, που μου φαρμάκωσε την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια ορφανά μες την ίδια γειτονιά μη φαρμακώνεις άλλο την καρδιά
- μου ’χει κάνει μαύρη την καρδιά, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μπήκε στην καρδιά μου, βλ. φρ. τον έβαλα στην καρδιά μου. (Λαϊκό τραγούδι: πού με βρήκες, πού σε βρήκα; στην καρδιά σου μέσα μπήκα κι έγινε καβγάς μεγάλος, γιατί ήταν μέσα άλλος
- ξεριζώνεται η καρδιά μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, θλίβομαι πάρα πολύ: «όπως τον είδα να χτυπιέται πάνω στο μνήμα του πατέρα του, ξεριζώθηκε η καρδιά μου»·
- ξεσκίζεται η καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «ξεσκίζεται η καρδιά μου, κάθε φορά που τον βλέπω μεθυσμένο»·
- ξύπνησε η καρδιά του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ένιωσε ερωτικό σκίρτημα: «νέος καθώς ήταν, ξύπνησε η καρδιά του, μόλις την αντίκρισε». (Τραγούδι: αλητάκι μπατιράκι, κι αν ξυπνήσει η καρδιά,δε θα βάλουμε μεράκι, έξω φτώχεια, βρε παιδιά
- όσο αντέχει η καρδιά σου, βλ. φρ. όσο βαστά η καρδιά σου·
- όσο βαστά η καρδιά σου, βλ. φρ. όσο βαστά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- όσο θα χτυπά η καρδιά μου, σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου: «όσο θα χτυπά η καρδιά μου, εγώ θα σ’ αγαπώ»·
- όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά, είναι φορές που ενώ είμαστε στενοχωρημένοι, είμαστε παράλληλα και υποχρεωμένοι να δείχνουμε ευχαριστημένοι, χαμογελαστοί, χαρούμενοι: «οι ηθοποιοί πολλές φορές βρίσκονται σε πολλή δύσκολη θέση, γιατί όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά»· βλ. και φρ. γέλα παλιάτσο! λ. παλιάτσος·
- ό,τι ζητά η καρδιά σου, βλ. συνηθέστ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά, οτιδήποτε σε βασανίζει, σε στενοχωρεί, σε πικραίνει: «μην τα κρατάς μέσα σου κι ό,τι έχεις στην καρδιά να μου του λες για να ξαλαφρώνεις». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά να μου το λες μικρό μου κι όχι να κάθεσαι να κλαις, παραπονιάρικό μου
- ό,τι λαχταρά η καρδιά σου, α. λέγεται για αφθονία υλικών αγαθών: «σήμερα στην αγορά θα βρεις ό,τι λαχταρά η καρδιά σου». β. λέγεται για μεγάλη ελευθερία κινήσεων ή επιλογών: «αν έρθεις μαζί μου, θα μπορείς να κάνεις ό,τι λαχταρά η καρδιά σου»·
- ό,τι ποθεί η καρδιά σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον με την έννοια να αποκτήσει ή να πραγματοποίηση αυτό που επιθυμεί πολύ· βλ. και φρ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- ό,τι τραβά η καρδιά σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- παίζει με δυο καρδιές, έχει ταυτόχρονα δυο ερωτικούς συντρόφους: «όταν έμαθε πως παίζει με δυο καρδιές, τον διαβολόστειλε». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με μάσκα εσύ μιλούσες κι ήθελες να ’χεις δυο αγκαλιές, μα πού το βρήκες αυτό γραμμένο εσύ να παίζεις με δυο καρδιές). Συνών. έχει δυο αγκαλιές·
- παίρνω την καρδιά του (της), κατακτώ κάποιον ή κάποια: «είναι τόσο όμορφη, που όποιον πει καλημέρα παίρνει την καρδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: οι άντρες όλοι θέλουνε να πάρουν την καρδιά σου, αφού εσύ τους προκαλείς με τα φερσίματά σου
- πέτρινη καρδιά, χαρακτηρίζει το άτομο που δεν αισθάνεται συμπόνια, οίκτο για κανέναν: «δεν περίμενα βοήθεια από μια πέτρινη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα πέτρινη καρδιά αυτό το μαύρο δείλι έβαψα με το αίμα μου το άσπρο μου μαντήλι
- πετά η καρδιά μου, βλ. λ. λαχταρά η καρδιά μου·
- πέτρωσε η καρδιά του, έχει γίνει πολύ σκληρός, έπαψε να αισθάνεται συμπόνια ή οίκτο για τον συνάνθρωπό του ή είναι κλεισμένος στον εαυτό του, δεν αφήνει να φανούν οι ευαισθησίες του, τα συναισθήματά του: «απ’ τον καιρό που τον ξεγέλασε ο καλύτερος φίλος του και του ’φαγε ένα μεγάλο ποσό, πέτρωσε η καρδιά του και δεν εμπιστεύεται κανέναν || απ’ τη μέρα που έχασε την οικογένειά του σε δυστύχημα, πέτρωσε η καρδιά του κι αποτραβήχτηκε απ’ όλους»·
- πήγε απ’ την καρδιά του ή πήγε από καρδιά, πέθανε από πάθηση της καρδιάς του, συνήθως πέθανε από έμφραγμα: «φαινόταν τόσο υγιής άνθρωπος κι όμως πήγε απ’ την καρδιά του»·
- πήγε η καρδιά μου να σπάσει ή πήγε να σπάσει η καρδιά μου, κυριεύτηκα από μεγάλη αγωνία ή από μεγάλο φόβο: «όταν έμαθα για τις ταραχές που ξέσπασαν στο κέντρο της πόλης, πήγε η καρδιά να σπάσει, μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου στο σπίτι || πήγε να σπάσει η καρδιά μου, μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι του»·
- πήγε η καρδιά μου στη θέση της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της·
- πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη, βλ. φρ. πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη, βλ. λ. ψυχή·
- πήγε η καρδιά μου στην κωλοτσέπη, φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, πήγε η καρδιά μου στην κωλοτσέπη»·
- πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- πιάστηκε η καρδιά μου, βλ. συνηθέστ. πιάστηκε η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- πώς αντέχει η καρδιά σου; βλ. φρ. πώς βαστά η καρδιά σου(;)·
- πώς βαστά η καρδιά σου; έκφραση απορίας που μας απευθύνει κάποιος που ξέρει πως πάσχουμε από την καρδιά μας και βλέπει να υποφέρουμε από διάφορες έντονες καταστάσεις: «αμάν, ρε παιδάκι μου, πώς βαστά η καρδιά σου με τόσες στενοχώριες;». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ που μ’ αγαπούσες ήμουνα η χαρά σου τώρα πώς βαστάει η καρδιά σου και μου λες το γεια σου;)·βλ. και φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να… (α)·
- πώς το αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- πώς το βαστά η καρδιά σου να…; α. έκφραση που μας απευθύνει κάποιος με απορία, όταν επικείμενη ενέργειά μας εναντίον κάποιου θα έχει σοβαρό αντίκτυπο σε βάρος του: «πώς το βαστά η καρδιά σου να τον πετάξεις χειμωνιάτικα έξω απ’ το σπίτι για δυο νοίκια που σου χρωστάει;». β. έκφραση απορίας, όταν ενεργεί κάποιος σε βάρος μας κι εμείς δεν αντιδρούμε δυναμικά εναντίον του: «πώς το βαστά η καρδιά σου να σου βρίζει τόση ώρα τη μάνα και να μην τον σπας στο ξύλο;»·
- πώς το μπορεί η καρδιά σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- ραγίζεται η καρδιά μου, νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι πάρα πολύ: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, ραγίζεται η καρδιά μου, κάθε φορά που τη σκέφτομαι». (Λαϊκό τραγούδι: στα βάθη της Ανατολής, στη μαύρη ξενιτιά μου, όταν ακούω μπιρ Αλλάχ, ραγίζεται η καρδιά μου
- ράγισε η καρδιά μου, α. ένιωσα μεγάλη στενοχώρια, αισθάνθηκα μεγάλη θλίψη, λυπήθηκα πάρα πολύ: «όταν τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο, ράγισε η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ενός λεπτού σιγή για μια καρδιά που ράγισε, σαν αϊτό στη γη μια αγάπη τον φυλάκισε). β. έχασα την αρχική συμπάθεια ή εκτίμηση που είχα για κάποιο πρόσωπο: «απ’ τη στιγμή που έμαθα πως είναι μπλεγμένος με τα ναρκωτικά, ράγισε η καρδιά μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο και ξέκοψα απ’ την παρέα του»·
- σκίζεται η καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «σκίζεται η καρδιά μου σαν βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου». (Λαϊκό τραγούδι: το βλέπει να γκρεμίζεται και η καρδιά του σκίζεται· από φίλους παρανόμους έμεινε στους πέντε δρόμους
- σκληρή καρδιά, χαρακτηρίζει τον άπονο, το σκληρόκαρδο: «από τέτοια σκληρή καρδιά μην περιμένεις ούτε συμπαράσταση, ούτε άλλη βοήθεια». (Τραγούδι: σκληρή καρδιά, γιατί να σ’ αγαπήσω, ψεύτρα με γέλασες στο λέω και πονώ
- σπάραξε η καρδιά μου, ένιωσα μεγάλο ψυχικό πόνο: «όταν τον είδα να κλαίει σαν μικρό παιδί πάνω στο φέρετρο του πατέρα του, σπάραξε η καρδιά μου»·
- σπαρταρά η καρδιά μου, ποθώ, λαχταρώ έντονα κάποιον ή κάτι: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα, σπαρταρά η καρδιά μου || σπαρταρά η καρδιά μου για ταξίδια»·
- σπαρτάρισε η καρδιά μου, α. κατατρόμαξα: «μόλις έφυγε τ’ αυτοκίνητο απ’ το δρόμο, σπαρτάρισε η καρδιά μου». β. ένιωσα έντονη χαρά ή συγκίνηση: «μόλις μου είπαν πως κέρδισα το λαχείο, σπαρτάρισε η καρδιά μου || καθώς αντίκρισα τέτοια ομορφιά, σπαρτάρισε η καρδιά μου». Από το ότι, όταν διατρέχει κανείς κάποιο κίνδυνο ή όταν νιώθει κάποια μεγάλη συγκίνηση, τότε πάλλεται έντονα η καρδιά του και οι παλμοί της παρομοιάζονται με το σπαρτάρισμα του ψαριού·
- στάζει η καρδιά μου αίμα, είμαι πολύ στενοχωρημένος, βασανίζομαι από δυσβάσταχτο ψυχικό πόνο. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν γελάω, είναι ψέμα, στάζει η καρδιά μου αίμα)·
- σταμάτησε η καρδιά του ή σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του, πέθανε: «ένα ήρεμο βράδυ του χειμώνα σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του, αφού πρώτα πρόλαβε και είδε την προκοπή των παιδιών του»·
- στην καρδιά της άνοιξης (του καλοκαιριού, του φθινοπώρου, του χειμώνα), ακριβώς στο μέσο της άνοιξης (του καλοκαιριού, του φθινοπώρου, του χειμώνα): «βρισκόμαστε στην καρδιά της άνοιξης κι όλη η φύση φοράει την πολύχρωμη φορεσιά της || κάνει φοβερό κρύο, γιατί βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα». Είναι και φορές που της φρ. προτάσσεται το μέσα·
- σφίγγεται η καρδιά μου, α. κυριεύομαι από συναισθήματα οίκτου, θλίψης, λύπης: «σφίγγεται η καρδιά μου, κάθε φορά που σκέφτομαι πώς κατάντησε αυτός ο άνθρωπος!». β. φοβάμαι πάρα πολύ: «κάθε φορά που περνάω βράδυ έξω από νεκροταφείο, σφίγγεται η καρδιά μου»·
- σφίγγω την καρδιά μου, υπομένω αγόγγυστα κάποιον ψυχικό πόνο, κάνω υπομονή, προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος: «όλα τα στοιχεία ήταν σε βάρος μου, αλλά έσφιξα την καρδιά μου και περίμενα να λάμψει η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω την καρδιά να σφίξω, πέτρα πίσω μου να ρίξω και να φύγω
- τα φύλλα της καρδιάς, βλ. λ. φύλλο·
- τα χείλη δείχνουν, αλλά η καρδιά δε δείχνει, λέγεται στην περίπτωση που τα λόγια ενός ατόμου δε συμβαδίζουν με τα αισθήματά του: «μην πιστεύεις που σου λέει πως σ’ αγαπά, γιατί, απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω, τα χείλη δείχνουν, αλλά η καρδιά δε δείχνει»·
- την έχει βασίλισσα στην καρδιά του, βλ. λ. βασιλιάς·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, πολλές φορές με τα λόγια που λέμε, επηρεάζουμε τα συναισθήματα κάποιου για κάποιον: «να εκφέρεις με περίσκεψη τη γνώμη σου για κάποιον και να θυμάσαι πως της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί»· 
- το αντέχει η καρδιά σου να…! βλ. φρ. πώς το αντέχει η καρδιά σου να…(;)·
- το βαστά η καρδιά σου να…! βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- το λέει η καρδιά του, είναι άφοβος, τολμηρός, ανδρείος, γενναίος: «δε φοβάται να τα βάλει με κανέναν, γιατί το λέει η καρδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: Μήτσο, ήσουν παλικάρι και με την μεγάλη χάρη· άσπρα τώρα τα μαλλιά σου, μα το λέει η καρδιά σου
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, πολλές φορές ο έρωτας ξεκινάει από την ωραία εμφάνιση και έπειτα επηρεάζει το αίσθημα: «ήταν τόσο όμορφη που μόλις την είδε ένιωσε κεραυνοβόλο έρωτα γιατί, το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά»· βλ. και φρ. από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει·
- το χέρι της καρδιάς, βλ. λ. χέρι·
- το ’χω βάρος στην καρδιά μου, βλ. λ. βάρος·
- τον έβαλα στην καρδιά μου, τον συμπάθησα πάρα πολύ, τον αγάπησα: «είναι πολύ καλός άνθρωπος κι απ’ την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας τον έβαλα στην καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα σε συλλογίζομαι, ντερβίση αμαξά μου, είσαι κουρνάζος, μάγκα μου, σ’ έβαλα στην καρδιά μου
- τον έβγαλα απ’ την καρδιά μου, έπαψα να τον αγαπώ, να τον συμπαθώ: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον έβγαλα απ’ την καρδιά μου»·
- τον έκλεισα στην καρδιά μου, βλ. φρ. τον έβαλα στην καρδιά μου·
- τον έχω (μέσ’) στην καρδιά μου, τον συμπαθώ πάρα πολύ, τον αγαπώ πολύ: «είναι τόσο καλός και τόσο ευχάριστος, που τον έχω μέσ’ στην καρδιά μου απ’ τη μέρα που τον γνώρισα». (Λαϊκό τραγούδι: έγιναν γκρίζα τα μαλλιά κι ακόμα σ’ έχω στην καρδιά μου
- τον πονά η καρδιά μου, ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν, πάσχω, υποφέρω, όταν του συμβαίνει κάτι κακό: «δικός μου άνθρωπος είναι και τον πονά η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, βρε Σοκιανή, Κουσαδιανή, η καρδιά μου σε πονεί
- τον σιχάθηκε η καρδιά μου, με αηδίασε με τη συμπεριφορά του: «είναι τόσο αισχρός άνθρωπος, που τον σιχάθηκε η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε, γέρο, από κοντά μου, σε σιχάθηκε η καρδιά μου
- τον χαίρεται η καρδιά μου, βλ. φρ. τον χαίρεται η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- του άγγιξα στην καρδιά ή του άγγιξα την καρδιά, τον συγκίνησα βαθύτατα: «είμαι σίγουρος πως του άγγιξα την καρδιά με τη βοήθεια που του πρόσφερα»·
- του άνοιξα την καρδιά, τον έφερα σε καλή ψυχική διάθεση, τον χαροποίησα: «ήταν στενοχωρημένος, αλλά, μόλις του ανήγγειλα πως είχε εγκριθεί το δάνειό του, του άνοιξα την καρδιά || με δυο απανωτά πετυχημένα ανέκδοτα που του είπα, του άνοιξα την καρδιά»· 
- του άνοιξα  την καρδιά μου, του εκμυστηρεύτηκα τους πόθους μου, τα όνειρά μου ή τις ανησυχίες μου: «επειδή τον εμπιστεύομαι  απόλυτα, του άνοιξα την καρδιά μου»·
- του άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο, του εκμυστηρεύτηκα τα πάντα σχετικά με μένα: «μου ενέπνευσε τέτοια εμπιστοσύνη, που του άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο»·
- του ’δωσα το αίμα της καρδιάς μου, βλ. λ. αίμα·
- του κόβω την καρδιά, βλ. συνηθέστ. του κόβω το αίμα, λ. αίμα·
- του ξερίζωσα την καρδιά, που προξένησα μεγάλη στενοχώρια, μεγάλη θλίψη, μεγάλο πόνο: «μόλις του αποκάλυψα πως η κόρη του τα ’χει μπλέξει μ’ έναν αλήτη, του ξερίζωσα την καρδιά»·
- του σπάω την καρδιά, τον κατατρομάζω, τον αιφνιδιάζω και του προκαλώ αναστάτωση, φόβο: «του ’σπασα την καρδιά, μόλις πετάχτηκα ξαφνικά μπροστά του μέσ’ στο σκοτάδι»·
- του τσάκισα την καρδιά, τον στενοχώρησα πάρα πολύ: «τον αποπήρα μπροστά στους γονείς του και του τσάκισα την καρδιά, γιατί καταντροπιάστηκε»·
- τραβά η καρδιά μου, βλ. φρ. λαχταρά η καρδιά μου·
- τραγούδια της καρδιάς, βλ. λ. τραγούδι·
- τρέμει η καρδιά μου, ανησυχώ, φοβάμαι πάρα πολύ μήπως συμβεί κάτι κακό: «τρέμει η καρδιά μου κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου στο σπίτι || τρέμει η καρδιά μου μήπως γίνει κανένας πόλεμος»·
- τρέχει η καρδιά μου αίμα, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο: «κάθε φορά που βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, τρέχει η καρδιά μου αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: σκοτεινιάζει κι όλο βρέχει· αίμ’ απ’ την καρδιά μου τρέχει· δίχως αγκαλιά και χάδι πέφτω απ’ τη γη στον Άδη
- τσακίζει η καρδιά μου, στενοχωριέμαι πάρα πολύ, θλίβομαι: «κάθε φορά που βλέπω τα χάλια αυτού του παιδιού, τσακίζει η καρδιά μου»·
- υγεία και καλή καρδιά! βλ. λ. υγεία·
- φαρμακώνεται η καρδιά μου, νιώθω έντονη ψυχική πίκρα: «φαρμακώνεται η καρδιά μου σαν βλέπω νέα παιδιά να κυλούν στα ναρκωτικά»·
- χαίρεται η καρδιά μου, νιώθω μεγάλη χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη: «χαίρεται η καρδιά μου όταν βλέπω την εγγονούλα μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σε θέλω πέδιλο να μου φοράς, κυρά μου, για να σε βλέπω, κούκλα μου, να χαίρετ’ η καρδιά μου
- χαλάσαμε τις καρδιές μας, λογοφέραμε, μαλώσαμε, ψυχραθήκαμε: «πες ο ένας πες ο άλλος και για ένα πείσμα της στιγμής, χαλάσαμε τις καρδιές μας». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα ’ρθω πια στην Κοκκινιά, καμωματού ξανθειά μου, γιατί με τα αδέρφια σου χάλασα την καρδιά μου
- χάλασε η καρδιά μου, έχασα το κέφι μου, τη διάθεσή μου, στενοχωρήθηκα: «δε θα ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια, γιατί χάλασε η καρδιά μου μ’ αυτές τις ανοησίες που είπε ο τάδε για μένα». (Λαϊκό τραγούδι: λαχταρώ να σ’ αγκαλιάσω και το νου μου ας το χάσω, έλα πάμε στον οντά μου, ναι μάτια μου, να σε σφίξω να σε λιώσω κι ό,τι έχω να στο δώσω, μη χαλάσεις την καρδιά μου,ναι μάτια μου
- χαλώ την καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι: «δεν χαλώ την καρδιά για ψύλλου πήδημα». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν μου πεις, του κάκου, τα μυαλά μου δε γυρνάς, τράβα, φύγε μακριά μου, την καρδιά σου μη χαλάς
- … χτυπά η καρδιά…, βρίσκεται το κέντρο, είναι ο πυρήνας: «στην Αθήνα χτυπά η καρδιά της Ελλάδας || στη Θεσσαλονίκη χτυπούσε κάποτε η καρδιά του μπάσκετ || στο χρηματιστήριο χτυπά η καρδιά της οικονομίας μιας χώρας»·
- χτυπά η καρδιά μου, α. είμαι ερωτευμένος: «όλοι το ’χουν καταλάβει πως χτυπά η καρδιά μου για την τάδε». β. κατέχομαι, βασανίζομαι από έντονη ανησυχία, αγωνιώ πολύ για κάτι, καρδιοχτυπώ: «δεν μπορεί να καταλάβει πώς χτυπά η καρδιά μου, κάθε φορά που καβαλάει τη μηχανή του και τρέχει σαν τρελός!»·
- χωρίς καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, χωρίς διάθεση, σχεδόν με το ζόρι: «τον κάλεσε ο άλλος να συμβιβαστούν, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς μπορεί να γίνει, γιατί πήγε χωρίς καρδιά»·
- ψυχράθηκαν οι καρδιές μας, βλ. συνηθέστ. χαλάσαμε τις καρδιές μας.

καφές

καφές, ο, ουσ. [<γαλλ. café <τουρκ. kahve <αραβ. kahva], ο καφές. Σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, όταν μας σερβίρει κάποιος ελληνικό καφέ και χύσει λίγο στο πιατάκι ή στα τοιχώματα του φλιτζανιού κατά τη μεταφορά του, σημαίνει πως θα μας τύχουν χρήματα, πράγμα που μας το αναγγέλλεται με τη στερεότυπη φρ. θα πάρεις λεφτά. Υποκορ. καφεδάκι, το και καφεδάκος, ο. (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- ασικλίδικος καφές, που είναι ψημένος με τις σωστές αναλογίες του, ο μερακλίδικος: «καφετζή, ψήσε μου έναν ασικλίδικο καφέ»·
- βγήκε ο καφές, επαληθεύτηκαν αυτά που μου είπε η καφετζού, εξετάζοντας τα κατακάθια του καφέ στα τοιχώματα και στον πάτο του φλιτζανιού από το οποίο ήπια: «μου είχε πει η καφετζού ότι θα κέρδιζα αρκετά λεφτά και βγήκε ο καφές, γιατί ανέλαβα μια μεγάλη δουλειά»·
- βλέπει τον καφέ, βλ. φρ. λέει τον καφέ·
- βυζαντικός καφές, βλ. φρ. ελληνικός καφές·
- γιαβάσικος καφές, ο ελαφρύς γλυκός: «θέλω να μου ψήσεις έναν γιαβάσικο καφέ»·
- δεν μπορεί να βρει καφέ στη Βραζιλία, είναι πολύ ηλίθιος, πολύ βλάκας ή πολύ ανίκανος: «αυτός δεν μπορεί να βρει καφέ στη Βραζιλία κι εσύ τον έκανες συνεταίρο σου;». Από το ότι η Βραζιλία είναι η πρώτη παραγωγική χώρα στο καφέ παγκοσμίως. Συνών. στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό·
- διαβάζει τον καφέ, βλ. φρ. λέει τον καφέ·
- ελληνικός καφές, ρόφημα που παρασκευάζεται από αλεσμένους σπόρους καφέ: «ψήσε μου, σε παρακαλώ, έναν ελληνικό καφέ με ναι και όχι». Τείνει, ιδίως από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, να αντικαταστήσει ως προς την έκφραση παραγγελίας το τούρκικο καφέ·
- καφέ το λέμε τώρα! ή καφέ το λένε τώρα! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, που μας λέει ότι πήγαινε να πιει καφέ με το άτομο που τον είδαμε να συνοδεύει, και το υπονοούμενο είναι ότι είχε μαζί του κάποια ερωτική συνάντηση, την οποία δε θέλει να μας την ανακοινώσει. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα. Συνών. δουλειά το λέμε τώρα(!)·
- καφές της παρηγοριάς, ο καφές που πίνεται από τους φίλους στο σπίτι του νεκρού μετά την ταφή του, για να παρηγορήσουν τους συγγενείς του και, κατ’ επέκταση, αλλά με ειρωνική διάθεση, καφές που πίνεται από κάποιον ύστερα από ανεπιθύμητη κατάσταση: «έχασε πάλι η ομαδάρα του και τώρα πίνει τον καφέ της παρηγοριάς»·
- κόκαλα έχει ο καφές! βλ. λ. κόκαλο·
- λέει τον καφέ, προβλέπει το μέλλον ή ανακαλύπτει το παρελθόν κάποιου, μελετώντας το κατακάθι του καφέ στα τοιχώματα και στον πάτο του φλιτζανιού από το οποίο ήπιε: «η γιαγιά μου ξέρει να λέει τον καφέ καλύτερα απ’ όλες»·
- πιστεύει στον καφέ, βλ. φρ. πιστεύει στο φλιτζάνι, λ. φλιτζάνι·
- πρωινός καφές, ο καφές που πίνεται το πρωί, συνήθως από γυναικεία συντροφιά, και που συνοδεύεται από διάφορα κουτσομπολιά: «μόλις φύγουν οι άντρες τους για τις δουλειές τους, μαζεύονται πότε στο σπίτι της μιας και πότε στης άλλης για τον πρωινό καφέ τους κι αρχίζουν το μεγάλο θάψιμο!». Ο πρωινός καφές, μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση ως πρωινή εκπομπή με ανούσιο περιεχόμενο ενώ, κυρίως από το 2001 αναφέρεται και στην πολιτική όπου, κυρίως ο πρωθυπουργός ή ο αρχηγός κόμματος συναντάται με τους βουλευτές του κόμματός του και ανταλλάσσει διάφορες πολιτικές απόψεις για τρέχοντα θέματα. Σαν χώρο συνάντησης, οι δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν το Μέγαρο Μαξίμου· 
- το είδα στον καφέ, λέγεται σε περιπτώσεις, όταν δε θέλουμε να αποκαλύψουμε την πηγή των πληροφοριών μας: «πού τα ξέρω όλα αυτά; Τα είδα στον καφέ»·
- το είδε στον καφέ, βλέποντας τα κατακάθια του καφέ στο φλιτζάνι κάποιου που τον ήπιε, μπόρεσε να δει ή να μαντέψει κάτι καλό ή κακό που του συνέβη ή που θα του συμβεί: «το είδε στον καφέ πως θα είχαμε χαρές στο σπίτι μας και σε λίγο καιρό αρραβωνιάσαμε την κόρη μας»·
- τον πίνει τον καφέ, (στη γλώσσα της αργκό) δέχεται κατά καιρούς, δέχεται περιστασιακά να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «δε μ’ ενδιαφέρει αν είναι παντρεμένος, αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι ότι κάπου κάπου τον πίνει τον καφέ». Συνών. το πάει το γράμμα·
- τούρκικος καφές, βλ. φρ. ελληνικός καφές.

κεφάλι

κεφάλι, το, ουσ. [<μσν. κεφάλιν <μτγν. κεφάλιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κεφαλή], το κεφάλι. 1. η ικανότητα για συνδυαστική σκέψη, η ευφυΐα: «αν είχα κι εγώ το κεφάλι του τάδε, θα ήμουν πλούσιος, αλλά, βλέπεις, εμένα δε με κόβει τόσο». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το άκρο του πέους, η βάλανος: «πω πω, αδερφάκι μου, έχει ένα κεφάλι σαν μπουνιά μικρού παιδιού!». Συνών. καρύδι (3) / κόμπος (6). 3α. (για ζώα) μονάδα ενός συνόλου: «έχει ένα κοπάδι από εκατό κεφάλια». (Τραγούδι: ωωω! ολόγυρα βουβάλια, χιλιάδες κεφάλια στη μέση εσύ. Καθένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή).β. με το ουσιαστικό που ακολουθεί προσδιορίζει το είδος του κοπαδιού: «πενήντα κεφάλια πρόβατα || εκατό κεφάλια γίδια». 4. οτιδήποτε έχει σχήμα κεφαλιού: «ένα κεφάλι κασέρι || ένα κεφάλι σκόρδο». 5. το επάνω στρογγυλό και πλατύ μέρος κάποιου αντικειμένου: «το κεφάλι της καρφίτσας || το κεφάλι της πινέζας || το κεφάλι του καρφιού». 6. στον πλ. τα κεφάλια, αυτοί που κατέχουν την εξουσία: «τα κεφάλια του υπουργικού συμβουλίου αποφάσισαν περικοπή των συντάξεων». Υποκορ. κεφαλάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κεφάλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 293 φρ.)·
- αγύριστο κεφάλι, άνθρωπος που δύσκολα αλλάζει γνώμη, που δεν αλλάζει γνώμη, ακόμη και όταν έχει άδικο, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας: «μην προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάψεις να ’σ’ επίμονο κι αγύριστο κεφάλι,της ασωτίας το βιολί σε άκρη δε θα βγάλει). Συνών. αγύριστα μυαλά ή αγύριστο μυαλό·
- άδειο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, μικρόνους: «μην επιμένεις να βρεις άκρη, γιατί δεν μπορείς να συνεννοηθείς με κάποιον που έχει άδειο κεφάλι»·
- ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, βλ. φρ. μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι·
- άνοιξαν κεφάλια, σημειώθηκαν βίαιες, αιματηρές συγκρούσεις: «στις πρόσφατες εργατικές κινητοποιήσεις, άνοιξαν κεφάλια, όταν οι εργάτες επιχείρησαν να καταλάβουν ένα εργοστάσιο που το φρουρούσαν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις»·
- άνοιξε το κεφάλι του, α. τραυματίστηκε, πληγώθηκε στο κεφάλι του που συνήθως αιμορραγεί: «χτύπησε στην άκρη της πόρτας κι άνοιξε το κεφάλι του». β. ανακουφίστηκε: «λούστηκα κι άνοιξε το κεφάλι μου»·
- άνοιξε το κεφάλι του στα δυο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο, τραυματίστηκε στο κεφάλι του και προκλήθηκε μεγάλο τραύμα που συνήθως αιμορραγεί: «τον χτύπησε ένα μαδέρι, που έπεσε από ψηλά, κι άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο». Από την εικόνα του ανοιγμένου γαρίφαλου, που το κόκκινο χρώμα του παρομοιάζεται με το αίμα·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν καρπούζι, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- αρβανίτικο κεφάλι, άνθρωπος του οποίου δεν μπορούμε να αλλάξουμε γνώμη, όσο κι αν προσπαθήσουμε, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει με τίποτα γνώμη, γιατί είναι αρβανίτικο κεφάλι»·
- αρναούτικο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. αρβανίτικο κεφάλι·
- άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρισε το κεφάλι μου, βλ. συνηθέστ. άσπρισαν τα μαλλιά μου, λ. μαλλί·
- βάζω έγνοιες στο κεφάλι μου, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου, βλ. φρ. βάζω κάτω την κεφάλα, λ. κεφάλα·
- βάζω κεφάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω μυαλό, λ. μυαλό·
- βάζω μπελά στο κεφάλι μου, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω στοίχημα το κεφάλι μου ή βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. φρ. στοιχηματίζω το κεφάλι μου·
- βάζω το κεφάλι μου ή βάζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή: «δεν μπορώ κάθε τόσο να βάζω το κεφάλι μου για να σας γλιτώνω!». β. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω το κεφάλι μου, αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σου τα λέω»·
- βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, αποκτώ δικό μου σπίτι, αγοράζω σπίτι: «μετά από θυσίες και κόπους έβαλα κι εγώ το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι»·
- βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο, βλ. φρ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στην καρμανιόλα, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, α. λέγεται σε περίπτωση που στοιχηματίζω για κάτι την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, που στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω και βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, αν δεν είναι έτσι τα πράγματα». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «δεν μπορώ να βάζω το κεφάλι μου κάθε τόσο στο ντορβά για δικές σας βλακείες». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να ξέρεις ψέματα, να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις). Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε έναν ντορβά και πάνω από αυτόν περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά του χασάπη, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του χασάπη που βάζει το κεφάλι του ζώου που αποκεφάλισε μέσα σε έναν ντορβά·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «αν είναι σίγουρος για κάτι, δε διστάζει να βάλει το κεφάλι του στο στόμα του λύκου»·
- βάζω το κεφάλι μου στο τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στο ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε ένα τσουβάλι και πάνω από αυτό περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βαράει στο κεφάλι, (για ποτά), βλ. φρ. χτυπάει στο κεφάλι·
- βαράω το κεφάλι μου, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου·
- βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο·
- βάρυνε το κεφάλι μου, νιώθω άσχημα, νιώθω δυσφορία, είμαι κακοδιάθετος: «φαίνεται πως το ουίσκι ήταν μπόμπα, γιατί με δυο ποτηράκια βάρυνε το κεφάλι μου»·
- βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το κεφάλι του πως τον κλέβω». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το κεφάλι του χίλιες δυο δικαιολογίες για να μη δουλέψει». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «αφού δεν έχω λεφτά, έβγαλα απ’ το κεφάλι μου τις φετινές διακοπές». Συνών. βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι) / βγάζω απ’ το νου μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «αν έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσω πάλι δανεικά, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου πως σε κάρφωσε ο φίλος σου». Συνών. βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου / βγάλ’ το απ’ το νου σου·
- βουίζει το κεφάλι μου, βλ. φρ. γυρίζει το κεφάλι μου·
- βουρ στο κεφάλι! βλ. λ. βουρ(!)·
- βουργάρικο κεφάλι, βλ. φρ. αρβανίτικο κεφάλι·
- βρίσκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- γεμίζω το κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια ποτού ή ναρκωτικού. (Λαϊκό τραγούδι: ταβερνιάρη να μου ζήσεις, είσαι άνθρωπος ντερβίσης, φέρ’ από τα ίδια πάλι να γεμίσω το κεφάλι)· βλ. και φρ. του γεμίζω το κεφάλι·
- γέρνω το κεφάλι, με παίρνει ο ύπνος: «εκεί που καθόταν κι έβλεπε τηλεόραση, έγειρε το κεφάλι»· βλ. και φρ. σκύβω το κεφάλι·
- για κάνε έτσι το κεφάλι σου! ειρωνική άρνηση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα ή έχει παράλογες απαιτήσεις: «θέλω κάθε μήνα να μου πληρώνεις τη Δ.Ε.Η. και τα κοινόχρηστα. -Για κάνε έτσι το κεφάλι σου!». Συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά·
- για κούνα το κεφάλι σου! βλ. φρ. για κάνε έτσι το κεφάλι σου(!)·
- γίνομαι κεφάλι, εξελίσσομαι πνευματικά, γίνομαι διάνοια: «κανένας μας δεν το πίστευε πως θα γινόταν κεφάλι αυτός ο άνθρωπος»·
- γλίτωσε το κεφάλι του, α. διέφυγε από σοβαρότατο κίνδυνο, γλίτωσε τη ζωή του: «τράκαρε μ’ ένα φορτηγό και παρά τρίχα γλίτωσε το κεφάλι του». β. διατήρησε την ανώτερη δημόσια ή ιδιωτική θέση που κατείχε: «ο μόνος που γλίτωσε το κεφάλι του απ’ τις απολύσεις ήταν ο τάδε»·
- γυρίζει το κεφάλι μου, είμαι πολύ ζαλισμένος είτε από τα πολλά προβλήματα που με απασχολούν είτε επειδή έχω καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνευματώδους ποτού: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που γυρίζει το κεφάλι μου || ήπιαμε τόσο πολύ, που ακόμη γυρίζει το κεφάλι μου»·
- δε γυρίζει κεφάλι, βλ. φρ. δεν αλλάζει κεφάλι·
- δε γυρίζει κεφάλι να…, δεν καταδέχεται να…, σνομπάρει κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που κέρδισε το λαχείο, δε γυρίζει κεφάλι να σε χαιρετήσει || παντρεύτηκε την κόρη ενός βιομηχάνου κι από τότε δε γυρίζει κεφάλι να μας δει || απ’ τη μέρα που αγόρασε Μερσεντές, δε γυρίζει κεφάλι να δει άλλο αυτοκίνητο»·
- δε θέλω κεχαγιά στο κεφάλι μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στο κεφάλι μας, βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σηκώνω κεφάλι, είμαι απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό που κάνω και δεν ασχολούμαι με τίποτα άλλο: «όταν καταπιάνομαι με κάτι, δε σηκώνω κεφάλι μέχρι να το τελειώσω»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο ή δε σηκώνω κεφάλι απ’ το διάβασμα, διαβάζω, μελετώ εντατικά: «επειδή στο τέλος του μήνα έχω εξετάσεις, εδώ και λίγο καιρό δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο»·
- δεν αλλάζει κεφάλι, εμμένει στην ίδια νοοτροπία ή στις ίδιες συνήθειες που είχε: «χίλιες φορές τον συμβούλεψα να κόψει τα ξενύχτια, αλλά δεν αλλάζει κεφάλι»·
- δεν είμαι μέσα στο κεφάλι του, βλ. φρ. δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει νιονιό στο κεφάλι του, βλ. λ. νιονιό·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του, είναι φτωχός και απροστάτευτος, δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι: «έχασε όλη την περιουσία του στα χαρτιά και τώρα δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του»·
- δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του, δεν έχει κάποιον που να του συμπαρασταθεί στον πόνο του, δεν έχει κάποιον να του εκμυστηρευτεί τον πόνο του: «είναι άγνωστος μεταξύ αγνώστων και δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του»· βλ. και φρ. δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του·
- δεν κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. δεν κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι, α. δεν μπορώ να καλυτερεύσω τα άσχημα οικονομικά μου, δεν μπορώ να ορθοποδήσω: «απ’ τη μέρα που έχασα ένα σοβαρό ποσό σε κάποια αποτυχημένη δουλειά, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι». β. έχω συνεχώς ατυχίες, δυσκολίες, μου τυχαίνουν διάφορα προβλήματα, διάφορες αναποδιές: «με τις ατυχίες που με δέρνουν, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι»·
- δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του, δεν ξέρω τι σκέφτεται, πώς σκέφτεται να ενεργήσει: «έχω άγνοια για τις προθέσεις του, γιατί δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του». Πολλές φορές, μετά το έχει ακολουθεί το μέσα·
- δεν παίρνουμε και κεφάλια! δεν είμαστε δα και τόσο αυστηροί ή τόσο σκληροί, όσο λέγεται ή νομίζεται από πολλούς: «έλεγαν πως είμαι σκληρός κι εκδικητικός, όμως παρόλο το βαρύ σου παράπτωμα, βλέπεις ότι, δεν παίρνουμε και κεφάλια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. παίρνουν κεφάλια·
- δεν πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)
- δεν τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. δεν τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν του αλλάζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. φρ. δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι·
- δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι, δεν αλλάζει την αρχική του γνώμη, είναι πολύ ισχυρογνώμονας, πολύ πεισματάρης: «ακόμη και λάθος να έχει, δεν του γυρίζεις εύκολα το κεφάλι για να το παραδεχθεί»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, α. δεν μπορεί να υπάρχουν δυο αρχηγοί σε μια ομάδα ανθρώπων: «θα κάνουμε ψηφοφορία ανάμεσα στους δυο σας για να βγάλουμε αρχηγό, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». β. δεν μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα ερωτευμένος με δυο άτομα: «θα πρέπει να διαλέξεις με ποια θα πας και ποια θ’ αφήσεις, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». (Λαϊκό τραγούδι: δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε στις μεγάλες τις καρδιές που αγαπάνε). Συνών. δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε / δυο κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε / ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει·
- έγινε το κεφάλι μου καζάνι, ζαλίστηκα πολύ από κάποιο επίμονο θόρυβο ή από την πολυλογία, τη φλυαρία κάποιου: «χτίζουν μια οικοδομή δίπλα μας κι απ’ το θόρυβο έγινε το κεφάλι μου καζάνι || μιλούσε συνέχεια ώσπου έγινε το κεφάλι μου καζάνι»·
- έγινε το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, α. τον εποπτεύω, τον προσέχω δείχνοντας έτσι το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν: «επειδή τον συμπαθώ πάρα πολύ, απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη δουλειά, είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του για να μην κάνει καμιά ανοησία». β. τον καταπιέζω, τον κάνω να νιώθει άσχημα με την παρουσία μου: «κάθε φορά που είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, παθαίνει τρακ ο φουκαράς». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το συνεχώς·
- είναι γερό κεφάλι, είναι ευφυέστατος, πανέξυπνος: «απ’ όλη σας την παρέα μόνο ο τάδε είναι γερό κεφάλι, ενώ όλοι οι άλλοι είστε μπουμπούνες»· βλ. και φρ. είναι μεγάλο κεφάλι·
- είναι (για) να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο, βλ. φρ. είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο·
- είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, λέγεται για πρόσωπο, υπόθεση ή κατάσταση που δεν μπορεί κανείς να ανεχτεί, να υποστεί περισσότερο: «είναι τόσο στραβόξυλο αυτός ο άνθρωπος, που είναι για να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο || στα παιδικά μου χρόνια πέρασα τέτοια φτώχεια, που ήταν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο»·
- είναι δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι· 
- είναι κεφάλι, είναι έξυπνος: «δεν μπορείς να τον στριμώξεις εύκολα, γιατί είναι κεφάλι ο τύπος»·
- είναι κεφάλι (κάπου), έχει ιδιαίτερα αναπτυγμένο τρόπο σκέψης σε κάποιο θέμα: «είναι κεφάλι στην έκθεση || είναι κεφάλι στα μαθηματικά»·
- είναι κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος
- είναι μεγάλο κεφάλι, α. είναι πολύ αξιόλογος, πολύ σπουδαίος σε μια ειδικότητα ή τέχνη και γενικά στον τομέα του: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι μεγάλο κεφάλι || ο τάδε είναι μεγάλο κεφάλι στο εμπόριο». β. είναι πολύ γνωστός σε κάποιο χώρο και γενικά στην κοινωνία: «αυτή κατάγεται από άσημη οικογένεια, αλλά παντρεύτηκε κάποιον που είναι μεγάλο κεφάλι»·
- είναι ξερό κεφάλι, είναι αμετάπειστος, πεισματάρης, ξεροκέφαλος: «όσο και να τον πιέσεις, δεν αλλάζει γνώμη, γιατί είναι ξερό κεφάλι», εξ ου και το παιδικό άλφα βήτα το ρορό, το κεφάλι σ’ το ξερό·
- είναι στραβό κεφάλι, βλ. λ. στραβοκέφαλος·
- είναι το κεφάλι μου καζάνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είναι το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου κουδούνι·
- έπεσαν κεφάλια, α. καταδικάστηκαν άνθρωποι, χάθηκαν ζωές: «στη δίκη για το σκάνδαλο των προμηθειών έπεσαν κεφάλια || έπεσαν πολλά κεφάλια κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου». β. καθαιρέθηκαν άνθρωποι από ηγετικές ή διευθυντικές θέσεις: «με την άνοδο της νέας κυβέρνησης στην εξουσία, έπεσαν κεφάλια σ’ όλους τους οργανισμούς»·
- έπεσε με το κεφάλι, α. αρρώστησε βαριά: «στην αρχή λέγαμε πως ήταν μια αθώα γριπούλα αλλά, μέσα σε λίγες μέρες, έπεσε με το κεφάλι και πήραμε σβάρνα τους γιατρούς». β.  είχε ραγδαία οικονομική πτώση: «ξανοίχτηκε τόσο πολύ στη δουλειά του που, με την πρώτη δυσκολία, έπεσε με το κεφάλι». Από την εικόνα του ατόμου που ρίχνεται στο κενό και η πτώση του είναι ραγδαία·
- έσπασα το κεφάλι (για) να…, βασανίστηκα πολύ για να βρω μια λύση σε κάποιο πρόβλημα: «έσπασα το κεφάλι μου για να βρω τρόπο να τα φέρω βόλτα»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- έσπασαν κεφάλια, βλ. φρ. άνοιξαν κεφάλια·
- έσπασε το κεφάλι του, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του·
- έφαγε το κεφάλι του, α. ζημιώθηκε από δική του υπαιτιότητα, από δική του ευθύνη: «έκανε δουλειά μ’ έναν παλιάνθρωπο κι έφαγε το κεφάλι του». (Λαϊκό τραγούδι: η γκρίνια που αρχίσαμε δεν ξέρω τι θα βγάλει· σαν πέφτει η γκρίνια ανάμεσα ο έρωτας δε ζει· το φταις και φταίω θα μας φάει το κεφάλι). β. έχασε τη ζωή του, σκοτώθηκε από δικό του λάθος ή απροσεξία, από δική του ευθύνη: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του κι έφαγε το κεφάλι του»·
- έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο, αποχώρησε από κάπου ντροπιασμένος, ηθικά μειωμένος: «όταν τον αντικατέστησαν στη διεύθυνση του εργοστασίου, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, γιατί είχαν γίνει γνωστές οι διάφορες λοβιτούρες του || μετά τον εξάψαλμο που άκουσε απ’ τον πατέρα του, έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·   
- έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με πεσμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με ριγμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι ψηλά, α. αποχώρησε από κάπου αγέρωχος, περήφανος, ιδίως γιατί εκτέλεσε σωστά το καθήκον του: «τους κοίταξε όλους κατάματα κι έφυγε απ’ την υπηρεσία του με το κεφάλι ψηλά». β. αποχώρησε από κάπου, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος για να ντρέπεται  για κάτι: «όλοι ήταν μπλεγμένοι σε διάφορες λοβιτούρες, αλλά ο τάδε έφυγε με το κεφάλι ψηλά, γιατί τ’ όνομά του δεν ακούστηκε πουθενά». Σε αντίθεση με αυτόν που έχει κάνει κάτι επιλήψιμο και περπατάει με χαμηλωμένο κεφάλι για να περνάει απαρατήρητος·
- έχει άχυρα στο κεφάλι του, βλ. λ. άχυρο·
- έχει γερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο, (ειρωνικά) έχει πολύ μεγάλο και κάπως πεπλατυσμένο κεφάλι: «μόλις τον δεις θα βάλεις τα γέλια, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο»·
- έχει ένα κεφάλι σαν καζάνι, βλ. φρ. έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι, (ειρωνικά) έχει μεγάλο και στρογγυλό κεφάλι: «ξεχωρίζει με το πρώτο ανάμεσα απ’ όλους, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι»·
- έχει κεφάλι, βλ. λ. είναι κεφάλι·
- έχει κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος·
- έχει ξερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι ξερό κεφάλι·
- έχει πολλά στο κεφάλι του, έχει πολλές έγνοιες: «τον βλέπεις πάντα σκεφτικό, γιατί έχει πολλά στο κεφάλι του»· βλ. και φρ. έχει πολλά στο μυαλό του, λ. μυαλό·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει τετράγωνο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. έχει τετράγωνη λογική, λ. λογική·
- έχει το ίδιο κεφάλι (με κάποιον), μοιάζει απόλυτα με κάποιον: «αυτός ο νεαρός θα πρέπει να ’ναι ο γιος του τάδε, γιατί έχει το ίδιο κεφάλι με εκείνον»·
- έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχω βαρύ κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «χτες το βράδυ ήπια πάρα πολύ, γι’ αυτό απ’ το πρωί σήμερα έχω βαρύ κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου, να ξέρεις μου ’χει κάνει με τα ξενύχτια το κεφάλι μου βαρύ· ούτε το κρύο, που σε σκέφτομαι, με πιάνει και η βροχή να με λυγίσει δεν μπορεί
- έχω ήσυχο το κεφάλι μου ή έχω το κεφάλι μου ήσυχο, δεν έχω κάνει κάτι μεμπτό που να μου δημιουργεί προβλήματα ή κινδύνους: «δεν μπερδεύομαι σε ύποπτες δουλειές κι έτσι έχω ήσυχο το κεφάλι μου || απ’ τη στιγμή που δεν πήρα μέρος στην κομπίνα, έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- έχω κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «μη μου μιλάς, γιατί μόλις ξύπνησα έπειτα από μεγάλο μεθύσι κι έχω κεφάλι»·
- έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου ή έχω σκοτούρες στο κεφάλι, βλ. λ. σκοτούρα·
- έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα μου πάνω απ’ το κεφάλι, βλ. λ. νεύρο·
- έχω το κεφάλι χαμηλά ή έχω χαμηλά το κεφάλι, βλ. φρ. κρατώ το κεφάλι χαμηλά·
- έχω το κεφάλι ψηλά ή έχω ψηλά το κεφάλι, διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω το κεφάλι ψηλά»·
- έχω φουρτούνα στο κεφάλι μου ή έχω φουρτούνες στο κεφάλι, βλ. λ. φουρτούνα·
- η αγαμία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η αγαμία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. αγαμία·
- η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η μαλακία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. μαλακία·
- ηρέμησε το κεφάλι μου, α. απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες και τα προβλήματα που με απασχολούσαν: «μόλις μου ’τυχε το λαχείο, ηρέμησε το κεφάλι μου». β. απαλλάχτηκα από κάποιον έντονο θόρυβο που με ενοχλούσε: «τέλειωσαν τη δουλειά τους οι εργάτες με τα κομπρεσέρ που δούλευαν έξω απ’ το σπίτι μου και ηρέμησε το κεφάλι μου»·
- ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κατεβασμένο, ήρθε σε κάποιο χώρο ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τ’ αφεντικό του τον συγχώρησε για την κατάχρηση που είχε κάνει κι ήρθε πάλι στη δουλειά με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·  
- ήρθε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με πεσμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με ριγμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. λ. μυαλό·
- ησύχασε το κεφάλι μου, βλ. φρ. ηρέμησε το κεφάλι μου·
- θα κόψω το κεφάλι μου, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω ή για να πραγματοποιήσω κάτι: «το συμπαθώ τόσο πολύ αυτό το παιδί, που θα κόψω το κεφάλι μου για να το βοηθήσω». Συνών. θα κόψω το λαιμό μου / θα κόψω το σβέρκο μου·
- θα μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. θα μου στρίψει το κεφάλι·
- θα μου στρίψει το κεφάλι, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική ή πνευματική πίεση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, βρίσκομαι σε μεγάλη απόγνωση, κοντεύω να τρελαθώ: «θα μου στρίψει το κεφάλι με τόσα προβλήματα και μ’ όλες αυτές τις αναποδιές που μου συμβαίνουν!»· βλ. και φρ. θα μου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου, λέγεται για κάτι που, αν γίνει, υπάρχει η βεβαιότητα πως θα υποστώ τις συνέπειες: «δε σ’ αφήνω να μπεις μέσα χωρίς άδεια γιατί, αν το μάθει ο υπεύθυνος, η πρωτοβουλία μου αυτή θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. ξέσπασε στο κεφάλι μου·
- θα σου κόψω το κεφάλι, βλ. φρ. θα σου πάρω το κεφάλι·
- θα σου πάρω το κεφάλι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως έχω την πρόθεση και τον τρόπο να τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν παραβεί αυτά που του λέω ή αν προσπαθήσει να με βλάψει ή να με κοροϊδέψει: «αν φύγεις χωρίς να το ξέρω, θα σου πάρω το κεφάλι || αν μάθω πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου πάρω το κεφάλι». Συνών. θα σου πάρω το λαιμό / θα σου πάρω το σβέρκο·
- θα σου σπάσω το κεφάλι, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν σ’ ακούσω άλλη φορά να βρίζεις τα θεία, θα σου σπάσω το κεφάλι»·
- θα σου φύγει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. θα σου φύγει το καφάσι, λ. καφάσι·
- θα στο φέρω ταμπλά στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- θα (το) φας το κεφάλι σου (στο κεφαλάκι σου), ο τρόπος με τον οποίο ενεργείς θα αποβεί σε βάρος σου: «ξέκοψε, όσο είναι καιρός, απ’ αυτές τις παλιοπαρέες, γιατί θα το φας το κεφάλι σου || πάψε νε τρέχεις σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί θα το φας το κεφάλι σου». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί που πας μην ξαναπάς· το κεφαλάκι σου θα φας
- κάθομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- κακό κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, βλάκας. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: κακό κεφάλι + καλή τύχη = καλό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη). Πρβλ.: πρέπει να ξέρεις ψέματα να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- κακό του κεφαλιού σου! με τον τρόπο που ενεργείς εσύ θα βγεις χαμένος, εσύ θα βγεις ζημιωμένος: «εγώ δε θα ’ρθω το βράδυ μαζί σας στο πάρτι. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί θα περάσουμε υπέροχα! || παρ’ όλες τις αντιρρήσεις σας, εγώ θα συνεταιριστώ με τον τάδε. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί όπως σου είπα, είναι απατεώνας!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- καλό κεφάλι, άνθρωπος έξυπνος. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: καλό κεφάλι + κακή τύχη = κακό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- καλύτερα στο μάλλι μου (μαλλί μου = λεφτά μου), παρά στο κεφάλι μου, είναι προτιμότερο να χάσω τα λεφτά μου παρά την υγεία μου: «σαν την υγεία δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο, γι’ αυτό καλύτερα στο μάλλι μου παρά στο κεφάλι μου»·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του, ενεργεί χωρίς να σκέφτεται, ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα: «εντέλει αυτό το παιδί δεν το βλέπω να προκόβει, γιατί πάντα κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του». Συνών. κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του / κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του· 
- κάνει του κεφαλιού του, βλ. φρ. κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια μέθης, έρχομαι στο κέφι μετά την κατανάλωση ποτού ή το κάπνισμα τσιγάρου με χασίσι. (Λαϊκό τραγούδι: παίξε Χρήστο άλλο ένα όμορφα και ταπεινά, κι όταν κάνουμε κεφάλι, γύρνα το στη ζεϊμπεκιά). Μερικές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τετράγωνο·
- κάνω του κεφαλιού μου, ενεργώ ανόητα, απερίσκεπτα, κάνω ό,τι μου κατέβει: «πρώτα κάνεις του κεφαλιού σου και μετά τρέχεις να τα μπαλώσεις». (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε
- κατά το κεφάλι και το κούρεμα, βλ. λ. κούρεμα·
- κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- κατεβάζω το κεφάλι ή κατεβάζω το κεφάλι μου, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν με δεις να κατεβάζω το κεφάλι μου, να καταλάβεις πως έχω χάσει το παιχνίδι». β. σκύβω το κεφάλι μου, ιδίως από ντροπή: «μόλις κάνεις πως τον μαλώνεις λίγο, κατεβάζει το κεφάλι του». γ. δεν μπορώ να αντισταθώ στις πιέσεις, υποχωρώ στις δυσκολίες, δε μάχομαι, υποκύπτω: «ό,τι και να σου συμβεί, μην κατεβάσεις το κεφάλι σου». Συνών. κατεβάζω την γκλάβα ή κατεβάζω την γκλάβα μου / κατεβάζω την κεφάλα ή κατεβάζω την κεφάλα μου·
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, όποιος κάνει κακές ή λανθασμένες κινήσεις ή επιλογές, υφίσταται και τις οδυνηρές συνέπειές τους: «δε σου φταίει κανείς γι’ αυτά που τραβάς τώρα, γιατί κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα»·
- κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; λ. κεχαγιάς·  
- κλούβιο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, βλάκας: «μήπως περίμενες καλύτερα αποτελέσματα από έναν με κλούβιο κεφάλι;». Αναφορά στο κλούβιο αβγό που είναι άχρηστο, για τα σκουπίδια·
- κόβει το κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κόβω το κεφάλι μου, α. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, γι’ αυτό στοιχηματίζω με σιγουριά: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, εγώ κόβω το κεφάλι μου». β. είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω το κεφάλι μου πως ήταν ο τάδε». Συνών. κόβω το λαιμό μου / κόβω το σβέρκο μου·
- κουδούνισε το κεφάλι μου, ζαλίστηκα, ιδίως έπειτα από χτύπημα στο κεφάλι: «χτύπησα καθώς άνοιγε ο άλλος την πόρτα και κουδούνισε το κεφάλι μου»·
- κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκεφαλάκης. (Λαϊκό τραγούδι: τι με κοιτάτε, φίλοι μου, έχω μεγάλο χάλι· θα πάρω πέτρα να χτυπώ το κούφιο μου κεφάλι
- κόψε το κεφάλι σου! α. δε με ενδιαφέρει διόλου πώς θα αντεπεξέλθεις στις δυσκολίες σου ή πώς θα επιτύχεις αυτό που επιδιώκεις: «και τι με νοιάζει εμένα πώς θα τα καταφέρεις, κόψε το κεφάλι σου!». β. έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω: «τώρα τι να κάνω που δεν έχω λεφτά να καλύψω την επιταγή; -Κόψε το κεφάλι σου!». Συνών. κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου! / κόψε τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)·
- κρατώ το κεφάλι χαμηλά ή κρατώ χαμηλά το κεφάλι, κρατώ σεμνή στάση, ιδίως έπειτα από κάποια πρόσφατη επιτυχία μου: «ο προπονητής του Π.Α.Ο.Κ., Αγ. Αναστασιάδης, προέτρεψε τους παίχτες του έπειτα από τη νίκη τους επί του Άρη, να κρατούν χαμηλά το κεφάλι και να ’χουν το μυαλό τους στο επόμενο παιχνίδι»·
- κρατώ το κεφάλι ψηλά ή κρατώ ψηλά το κεφάλι, α. διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να ’φαγε κατραπακιές στη ζωή του, αλλά κρατάει το κεφάλι ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: μου λες να κρατήσω ψηλά το κεφάλι, μου λες να γελάσω σαν πρώτα και πάλι). β. δε χάνω το θάρρος μου: «παρ’ όλες τις ατυχίες που του ’τυχαν, κρατάει ψηλά το κεφάλι». (Τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, ψηλά κρατάω το κεφάλι
- λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του, βλ. λ. λαγός·
- μ’ έπιασε το κεφάλι (μου), έχω πονοκέφαλο: «μου μιλούσε επί δυο ώρες συνέχεια και μ’ έπιασε το κεφάλι || έκαναν τέτοιο θόρυβο στο διπλανό διαμέρισμα, που μ’ έπιασε το κεφάλι μου»· βλ. και φρ. μου πήρε το κεφάλι·
- μαθαίνω στου κασίδη το κεφάλι, βλ. λ. κασίδης·
- μας ζάλισε το κεφάλι ή μας έχει ζαλίσει το κεφάλι ή μου ζάλισε το κεφάλι ή μου ’χει ζαλίσει το κεφάλι, μου έγινε πολύ ενοχλητικός από την επιμονή του πάνω σε ένα θέμα ή από την πολυλογία του. (Λαϊκό τραγούδι: η πεντάμορφη ξανθούλα μου ’χει κάψει την καρδούλα κι η μελαχρινή, η άλλη, μου ζαλίζει το κεφάλι //  μου ’χεις ζαλίσει το κεφάλι, άσε την γκρίνια τη μεγάλη). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας πήρε (το) κεφάλι ή μας έχει πάρει (το) κεφάλι ή μου πήρε (το) κεφάλι ή μου ’χει πάρει (το) κεφάλι, με πονοκεφάλιασε με την ακατάσχετη φλυαρία του ή με το θόρυβο που προκαλούσε: «ήρθε πρωί πρωί στο γραφείο μου και με πήρε κεφάλι με τις ερωτικές του περιπέτειες κατά τη διάρκεια των διακοπών || προσπαθεί να μπήξει ένα πάσαλο στην αυλή του  και μας πήρε το κεφάλι με τα ντάκα ντούκα απ’ το πρωί». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- με βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. με χτύπησε στο κεφάλι·
- με ξύνει το κεφάλι μου, βλ. φρ. με τρώει το κεφάλι μου·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με την ευχή μου και πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. ευχή·
- με τρώει το κεφάλι, προσπαθεί επίμονα να με πείσει για κάτι: «απ’ το πρωί με τρώει το κεφάλι να πάρω κι εγώ μέρος στην εκδρομή που διοργανώνει»·
- με τρώει το κεφάλι μου, έχει φαγούρα: «κάθε φορά που λούζομαι μ’ αυτό το σαμπουάν, έπειτα με τρώει το κεφάλι μου»·
- με χτύπησε στο κεφάλι, α. επέδρασε αρνητικά επάνω μου, μου δημιούργησε πρόβλημα: «το πιοτό με χτύπησε στο κεφάλι». β. με νευρίασε υπερβολικά: «οι ψευτιές του με χτύπησαν στο κεφάλι»·
- μετράω κεφάλια, (για πρόσωπα ή ζώα) κάνω καταμέτρηση: «όπως έμπαιναν οι επιβάτες στο λεωφορείο, ο εισπράκτορας μετρούσε κεφάλια, για να εξακριβώσει αν όλοι οι επιβάτες ήταν παρόντες || καθώς έμπαιναν τα πρόβατα στο μαντρί, ο τσομπάνος μετρούσε κεφάλια, για να διαπιστώσει αν έλειπε κανένα αρνί»·
- μιλάει με άλλο κεφάλι, εκφέρει διαφορετική γνώμη που μας φαίνεται παράξενη ή παράλογη: «έζησε χρόνια στο εξωτερικό ο άνθρωπος και μιλάει με άλλο κεφάλι»· βλ. και φρ. τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι·   
- μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι, βλ. λ. καπνός1·
- μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου έφερε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ’κανε το κεφάλι καζάνι, με πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του, με τη φλυαρία του: «μ’ είχε μια ώρα στη γωνία και μπλα μπλα μπλα μου ’κανε το κεφάλι καζάνι»·
- μου ’κανε το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. μου ’κανε το κεφάλι καζάνι·
- μου κατέβηκε στο κεφάλι, μου ήρθε ξαφνικά η ιδέα ή η επιθυμία να κάνω κάτι: «δεν είχα τι να κάνω και, κάποια στιγμή, μου κατέβηκε στο κεφάλι να βάλω μια τάξη στο υπόγειο του σπιτιού μου || έλεγα χτες βράδυ να πάω νωρίς στο σπίτι, αλλά, ξαφνικά, μου κατέβηκε στο κεφάλι να πάω στα μπουζούκια και το ξενύχτησα»·
- μου πήρε το κεφάλι ή μου ’χει πάρει το κεφάλι, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε το κεφάλι». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε το κεφάλι ο φίλος μου να μην μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε τ’ αφτιά·
- μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. λ. κεραυνός·
- μου ’ρθε στο κεφάλι, μου συνέβη αναπάντεχα κάτι πολύ βαρύ, ιδίως κακό: «πρωί πρωί μου ’ρθε στο κεφάλι ο έλεγχος της εφορίας». (Λαϊκό τραγούδι: κρυφός είναι ο πόνος μου κι η λύπη μου μεγάλη, βάσανα που δεν ήλπιζα μου ’ρθανε στο κεφάλι
- μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- μου στρίβει το κεφάλι, τρελαίνομαι, παραφρονώ: «είχε τόσα πολλά προβλήματα, που στο τέλος του ’στριψε το κεφάλι»·
- μου τη βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου την έδωσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου ’φυγε το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. μου ’φυγε το καφάσι, λ. καφάσι·
- μπελά δεν είχαμε, μπελά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. μπελάς·
- να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)
- να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! δε με ενδιαφέρει ποιον τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «πού θα βρω μέσα σε τόσο λίγο καιρό τόσα πολλά λεφτά για να σε ξεχρεώσω; -Να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! / να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, βλ. λ. παπάς·
- να φας το κεφάλι σου! είδος κατάρας, με την έννοια να καταστραφείς, αλλά και να πεθάνεις. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το που·
- ξέσπασε στο κεφάλι μου, δέχτηκα την οργή κάποιου, χωρίς να είμαι υπεύθυνος για κάτι, ιδίως κακό: «επειδή δεν μπόρεσε να βρει ποιος ήταν αυτός που έστειλε τη λανθασμένη παραγγελία, ξέσπασε στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου·  
- ξύνει το κεφάλι του, βρίσκεται σε αμηχανία: «κάθε φορά που ξύνει το κεφάλι του, δεν ξέρει τι να πει και τι να κάνει». Συνών. ξύνει την γκλάβα του / ξύνει την κεφάλα του·
- ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’ τα χρόνια, βλ. λ. φρόνιμος·
- οι φτέρνες του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. λ. φτέρνα·
- ό,τι τραβάει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι, όταν κάποιος δε μελετάει καλά κάποιες ενέργειές του ή όποιος ενεργεί απερίσκεπτα, τότε υποβάλλεται σε κόπους για να επανορθώσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε: «όλο το καλοκαίρι έτρωγα σαν το ζώο και τώρα πρέπει να κάνω σκληρή δίαιτα για ν’ αδυνατίσω, γιατί βλέπεις ό,τι τραβάει το κορμί τα φταίει το κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: μου έδωσες το μάθημα για να μου λεν και άλλοι: ό,τι τραβάει το κορμί το φταίει το κεφάλι
- πάει να μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. πάει να σπάσει το κεφάλι μου·
- πάει να σπάσει το κεφάλι μου, έχω δυνατό πονοκέφαλο: «δώσε μου κάποιο παυσίπονο, γιατί πάει να σπάσει το κεφάλι μου»·
- παίζεται το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), βλ. φρ. παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα)·
- παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), εκθέτω τη ζωή μου ή τη θέση εργασίας που κατέχω σε μεγάλο κίνδυνο, τη διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «πρέπει να κάνω οπωσδήποτε διάφορες εξετάσεις, γιατί, όπως μου είπε ο γιατρός, παίζω το κεφάλι μου αν το αμελήσω || δεν μπορώ να κάνω αυτή την παρατυπία για να πάρεις το δάνειο, γιατί παίζω το κεφάλι μου κορόνα γράμματα»·
- παίρνει κεφάλια, είναι πολύ αυστηρός, πολύ σκληρός: «έχετε το νου σας, γιατί ο νέος διευθυντής της επιχείρησης παίρνει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνω κεφάλια·
- παίρνουν κεφάλια, (για κέντρα διασκέδασης) είναι πάρα πολύ ακριβό: «έχουν καλό πρόγραμμα, δε λέω, αλλά παίρνουν κεφάλια»·
- παίρνω κεφάλι, αρχίζω να προπορεύομαι σε κάποια αναμέτρηση: «μετά την καταμέτρηση των μισών ψήφων, στην περιφέρειά μας πήρε κεφάλι ο τάδε βουλευτής || μετά τα πρώτα δυο χιλιάδες μέτρα, στην κούρσα πήρε κεφάλι ο τάδε δρομέας». Από την εικόνα των αλόγων στον ιππόδρομο που να φαίνεται σιγά σιγά το κεφάλι του αλόγου το οποίο αρχίζει να προπορεύεται· βλ. και φρ. μας πήρε (το) κεφάλι·
- παίρνω κεφάλια, τιμωρώ, καθαιρώ ανώτερους ή ανώτατους διοικητικούς υπαλλήλους από τις θέσεις που κατέχουν: «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να πάρει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνει κεφάλια·
- πάρ’ του το κεφάλι! προτροπή σε κάποιον να φερθεί σκληρά, παραδειγματικά στο άτομο εκείνο που εξακολουθητικά του συμπεριφέρεται προκλητικά ή προσβλητικά: «μην τον αφήνεις άλλο να ξεφτιλίζει· πάρ’ του το κεφάλι!». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη πάρ’ τους το κεφάλι! από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων μπάσκετ του Άρη στον παίχτη της ομάδας τους, να κατανικήσει την αντίπαλη ομάδα·
- περπατώ με το κεφάλι ψηλά, είμαι περήφανος, γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να ντρέπομαι για κάτι: «έκανα χίλιες δυο δουλειές στη ζωή μου και τώρα που βγήκα στη σύνταξη περπατώ με το κεφάλι ψηλά»·
- πέφτουν κεφάλια, γίνονται εκκαθαρίσεις, καθαιρέσεις, απομακρύνονται από τις διοικητικές τους θέσεις ανώτεροι ή ανώτατοι υπάλληλοι: «στο τάδε υπουργείο πέφτουν κεφάλια»·
- πέφτω με το κεφάλι, η οικονομική μου πτώση επέρχεται ραγδαία: «με τα ανοίγματα που έκανε στη δουλειά του, όλοι το περιμέναμε πως κάποια στιγμή θα ’πεφτε με το κεφάλι»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάστηκε το κεφάλι μου, πονοκεφάλιασα: «πιάστηκε το κεφάλι μου μ’ όλες αυτές τις φωνές»·
- πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, βλ. λ. δόντι·
- πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, λέγεται στην περίπτωση που, αντί να αντιμετωπίσει κάποιος το πρόβλημα που του παρουσιάστηκε, το εξαλείφει με ανορθόδοξο και επικίνδυνο γι’ αυτόν τρόπο: «πρέπει να εντοπίσουμε πού χωλαίνει η επιχείρηση για να το διορθώσουμε κι όχι πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, να την κλείσουμε, δηλαδή, για να μη χάσουμε άλλα λεφτά!»·
- πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! βλ. λ. πολυέλαιος·
- ρίχνω κάτω το κεφάλι ή ρίχνω κάτω το κεφάλι μου ή ρίχνω το κεφάλι κάτω ή ρίχνω το κεφάλι μου κάτω, ντροπιάζομαι ταπεινώνομαι: «με την παραμικρή παρατήρηση που του κάνεις, ρίχνει το κεφάλι του κάτω κι είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, βλ. λ. πόδι·
- σηκώνω κεφάλι, α. αντιδρώ βίαια, επαναστατώ: «δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί άλλο τις αδικίες που γίνονταν μέσα στην επιχείρηση και σήκωσε κεφάλι». β. τα οικονομικά μου, μετά από κάποια περίοδο κάμψης, αρχίζουν να καλυτερεύουν, ξεπερνώ τις οικονομικές δυσκολίες μου: «είχα την εντύπωση πως θα χρεοκοπούσε, αλλά, μπράβο του, σήκωσε πάλι κεφάλι»·
- σκληρό κεφάλι, βλ. φρ. χοντρό κεφάλι·
- σκύβω το κεφάλι (επάνω σε κάποιον ή σε κάτι), δείχνω αμέριστο ενδιαφέρον, αμέριστη φροντίδα, ιδίως στα προβλήματα που απασχολούν κάποιον ή κάποια υπόθεση: «η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι στα προβλήματα που ταλαιπωρούν την αγροτιά || η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι για να βρει τρόπο να εξαλείψει τη μάστιγα των ναρκωτικών»·
- σκύβω το κεφάλι, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν τον δεις να σκύβει το κεφάλι, πάει να πει πως έχει λάθος». β. υποτάσσομαι: «είναι πολύ ατίθασος άνθρωπος και δε σκύβει κεφάλι με τίποτα». (Εργατικό ή πολιτικό σύνθημα: εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι αντίσταση και πάλη). γ. ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις τον κατσάδιασε ο άλλος, έσκυψε το κεφάλι και δεν είπε κουβέντα»·
- σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου, είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου)· βλ. και λ. σπάσιμο·
- σπάω το κεφάλι μου, α. βασανίζομαι να καταλάβω, να κατανοήσω κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω τι ήθελε να μου πει με το υπονοούμενο που μου πέταξε». β. βασανίζω τη σκέψη μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ πού ξανάδα αυτόν τον άνθρωπο». γ. βασανίζω τη σκέψη μου για να βρω μια λύση σε κάτι που με απασχολεί πολύ: «σπάω το κεφάλι μου να δω πώς θα βολέψω την άσχημη κατάσταση που διαμορφώθηκε». δ. τραυματίζω, ματώνω το κεφάλι μου: «χτύπησα στην άκρη του τραπεζιού κι έσπασα το κεφάλι μου». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω μια πέτρα να σπάσω το κεφάλι μου, γιατί αυτό τα φταίει για το μαύρο χάλι μου)· βλ. και φρ. έσπασα το κεφάλι (για) να(…)·
- σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω οικτρά για κάτι που έκανα ή που είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή που δεν είπα: «σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που βοήθησα έναν τέτοιο παλιάνθρωπο || σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που δεν αγόρασα το λαχείο που μου πρότεινε ο λαχειοπώλης, γιατί κέρδισε τον πρώτο αριθμό»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν το χάρο ή στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν χάρος ή στέκεται σαν το χάρο πάνω απ’ το κεφάλι μου ή στέκεται σαν χάρος πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- στοιχηματίζω το κεφάλι μου ή στοιχηματίζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. στοιχηματίζω την ίδια τη ζωή μου και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «στοιχηματίζω το κεφάλι μου πως, όταν έρθει, θα κάνει πως δεν ξέρει τίποτα για την υπόθεση». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια τη ζωή μου: «μα είναι δυνατό να στοιχηματίζω κάθε τόσο το ίδιο μου το κεφάλι για να σε γλιτώνω απ’ τα μπλεξίματά σου;»·
- στου κασίδη του κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, βλ. λ. κασίδης·
- στραβό κεφάλι, άνθρωπος δύστροπος, ιδιότροπος, ισχυρογνώμονας: «είναι τόσο στραβό κεφάλι, που, μέχρι να συνεννοηθείς μαζί του, μπορεί να σου βγάλει την πίστη»·
- στρώνω κεφάλι, βλ. φρ. κάνω κεφάλι·
- τα βγάζει απ’ το κεφάλι του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει για τις κατακτήσεις του γιατί τα βγάζει απ’ το κεφάλι του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του /  τα βγάζει απ’ το μυαλό του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- τα κάνει με ουρές και με κεφάλια, λέει τρομερά ψέματα ή μεγαλοποιεί υπερβολικά ένα γεγονός: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί όλα τα κάνει με ουρές και με κεφάλια». Ίσως αναφορά στους μυθικούς δράκοντες που είχαν πολλά κεφάλια ή πολλές ουρές·
- τα μεγάλα κεφάλια, α. η οικονομική, πολιτική, στρατιωτική ή πνευματική εξουσία ενός τόπου: «μετά το σεισμό ήρθαν τα μεγάλα κεφάλια για να διαμορφώσουν προσωπική γνώμη για τις ζημιές που προκλήθηκαν». β. (ειρωνικά) οι αναγνωρισμένοι, οι φτασμένοι απατεώνες: «σ’ αυτό το μπαράκι μαζεύονται όλα τα μεγάλα κεφάλια της περιοχής μας»·
- τα κεφάλια μέσα! προτροπή για δουλειά έπειτα από ένα διάστημα αργίας ή διακοπών: «απ’ τη στιγμή που πέρασαν οι γιορτές, τα κεφάλια μέσα!». (Τραγούδι: τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα, πίσσα και πούπουλα για σένανε μπαμπέσα
- τα παθαίνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. φρ. τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου·
- τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- τα πήρα στο κεφάλι, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι σε γέρο άνθρωπο, τα πήρα στο κεφάλι και τον έσπασα στο ξύλο». (Τραγούδι: με την πρώτη ζάλη τη θυμάμαι πάλι, τα παίρνω στο κεφάλι, φωνάξτε έναν γιατρό). Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα βαλβίδα / τα πήρα στην κράνα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα κρίση / την έκανα λάμπα / την έκανα λαχείο (α) / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ·
- τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. φρ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, λ. φτέρνα·
- τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι τις συνέπειες των κακών ή άστοχων ενεργειών μου: «δε ρίχνω το βάρος σε κανέναν, γιατί, ό,τι τραβώ, τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου»·
- τι έχεις στο κεφάλι σου; επιτιμητική έκφραση σε κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε: «τι έχεις στο κεφάλι σου, βρε παιδάκι μου, και δεν καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω μια ώρα;». Πολλές φορές, η φρ. συνεχίζεται, αναφέροντας και το είδος που έχει μέσα στο κεφάλι του αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε και που είναι το άχυρο ή τα πίτουρα ή τα πριονίδια ή τα σκατά· βλ. και φρ. τι έχεις στο μυαλό σου; λ. μυαλό·
- τι λέει το κεφάλι σου! βλ. συνηθέστ. τι λέει η κεφάλα σου! λ. κεφάλα·
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; έκφραση που δηλώνει επιείκεια για το λάθος ή τη ζημιά που προξένησε κάποιος: «εντάξει, ρε παιδιά, ο άνθρωπος παραδέχεται το λάθος του. Τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; || έγινε η ζημιά που έγινε, τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι;»·                                                                                                                 
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, του οποίου η έντονη ενασχόληση με τα ερωτικά του, τα σεξουαλικά του, του δημιουργεί διάφορα προσωπικά προβλήματα, ακόμη και καταστροφή: «τρέχει σαν τρελός πίσω από τις γυναίκες, σαν να μην ξέρει πως πολλές φορές το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι»·  
- το κεφάλι στη γούρνα! βλ. συνηθέστ. το κεφάλι στο φούρνο(!)·
- το κεφάλι στο φούρνο! προτροπή σε κάποιον να σκύψει το κεφάλι του, για να μη χτυπήσει σε κάποιο εμπόδιο ή για να μην τον χτυπήσουν από κάπου, που τον σημαδεύουν· βλ. και φρ. τα κεφάλια μέσα(!)·
- το μικρό κεφάλι τρώει το μεγάλο, βλ. φρ. το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι·
- το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι ή το ψάρι μυρίζει απ’ το κεφάλι, βλ. λ. ψάρι·
- τον βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον βάρεσε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον βάρεσε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- τον βρήκε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον (την) έχω κορόνα στο κεφάλι μου, βλ. λ. κορόνα·
- τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι την πίεσή του ή τον καταπιεστικό έλεγχό του: «επειδή είναι διευθυντής μου, τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου και δεν μπορώ να πάω ούτε για κατούρημα, αν δεν πάρω την άδειά του || είναι πατέρας μου και τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου στη δουλειά»·
- τον περνώ ένα κεφάλι ή τον περνώ δυο κεφάλια, είμαι υψηλότερός του: «είναι ψηλό παιδί, δε λέω, αλλά εγώ τον περνώ ένα κεφάλι || είσαι ψηλό παιδί, αλλά ο τάδε σε περνάει δυο κεφάλια». Δεν ακούγεται ή ακούγεται πολύ σπάνια τρία κεφάλια·
- τον πέτυχε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον τρώει το κεφάλι του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «μ’ αυτά τα καμώματά του μου φαίνεται πως τον τρώει το κεφάλι του»·
- τον χτύπησε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον χτύπησε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον χτύπησε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- του άνοιξα το κεφάλι, τον τραυμάτισα, τον πλήγωσα στο κεφάλι: «του πέταξα από μακριά μια πέτρα και του άνοιξα το κεφάλι»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο, του προξένησα μεγάλο τραύμα στο κεφάλι: «τον χτύπησα με την καρέκλα και του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι στα δυο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·    
- του βάζω ιδέες στο κεφάλι, βλ. λ. ιδέα·
- του γεμίζω το κεφάλι, πείθω κάποιον για κάτι καλό ή κακό: «με το πες πες του γέμισα το κεφάλι και πήρε τη δουλειά || εσύ φταις, που του γέμισες το κεφάλι με τις βλακείες σου και τον έκανες να μην έχει όρεξη για δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: του γεμίζουν το κεφάλι φίλοι καρδιακοί όσα βγάζει να τα τρώνε σε μια Κυριακή μα δεν ξέρουν πως ο τύπος ο Αγαθοκλής είναι πρώτος κολπαδόρος της Πειραϊκής)· βλ. και φρ. γεμίζω το κεφάλι·
- του γυρίζω το κεφάλι, μετά από επίμονη προσπάθεια του αλλάζω γνώμη, τον μεταπείθω: «με το πες πες, του γύρισα το κεφάλι ν’ αποσύρει τη μήνυση»·
- του ’κανα το κεφάλι καζάνι, τον ζάλισα με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «μέχρι να τον πείσω να μου δώσει τα δανεικά που μου χρειάζονταν του ’κανα το κεφάλι καζάνι»·
- του ’κανα το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. του ’κανα το κεφάλι καζάνι·
- του παίρνω το κεφάλι, α. τον ζαλίζω με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «είχε δίκιο που σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί του πήρα το κεφάλι με τη φλυαρία μου». β. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «ήταν το δέκατο απανωτό λάθος που έκανε, γι’ αυτό κι εγώ του πήρα το κεφάλι». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη, πάρ’ τους το κεφάλι, από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων της ομάδας μπάσκετ του Άρη προς το αστέρι της ομάδας τους για να κατανικήσει τους παίχτες της αντίπαλης ομάδας. γ. τον θανατώνω με αποκεφαλισμό, τον αποκεφαλίζω. (Λαϊκό τραγούδι: και σένα, άπιστη, κακιά, σου πήρα το κεφάλι και δε θα ξαναγύρεις πια σε αλλουνού αγκάλη). Συνών. του παίρνω το λαιμό / του παίρνω το σβέρκο·
- του ρίχνω ένα κεφάλι ή του ρίχνω δυο κεφάλια, βλ. φρ. τον περνώ ένα κεφάλι·
- του φταίει το ξερό του το κεφάλι, είναι ο κύριος υπαίτιος για τα προβλήματα που του έχουν προκύψει, λόγω του πείσματος ή της ξεροκεφαλιάς του: «όλοι μας του λέγαμε να μην την κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί στο τέλος την έκανε χωρίς ν’ ακούσει κανένα μας». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος του φταίει του Μιχάλη, το ξερό του το κεφάλι
- τους βλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα· 
- τους μαλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- τρελού κεφάλι δε γερνάει, ο κουτός, ο ανόητος, ο βλάκας είναι πάντοτε χαρούμενος, δεν τον βασανίζουν τα προβλήματα, οι σκοτούρες της καθημερινότητας, γι’ αυτό και δεν καταπονείται από τη ζωή και τα χρόνια: «αυτός ζει στον κόσμο του και θα μας θάψει όλους, γιατί τρελού κεφάλι δε γερνάει»·
- τσάκισα το κεφάλι μου, το έσπασα, το πλήγωσα, το τραυμάτισα: «δεν είδα το κοντάρι και, καθώς έπεσα πάνω του, τσάκισα το κεφάλι μου»·
- τσαούσικο κεφάλι, άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς, αυταρχικός, ισχυρογνώμονας: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι τσαούσικο κεφάλι»·
- τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, α. μετά από μια περίοδο παραλογισμού, άλλαξε στάση και μιλάει συνετά, μετρημένα: «αφού του εξήγησα πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι ο άνθρωπος». β. λέγεται και με εντελώς αντίθετη ερμηνεία: «ήταν συνετό παιδί, αλλά τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, γιατί έμπλεξε με τους αλήτες»·
- φταίει το ξερό του το κεφάλι ή φταίει το κεφάλι του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ο κύριος αίτιος για τις δυσκολίες που του προέκυψαν: «δε φταίει κανένας, φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί δεν άκουγε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: λέω ότι φταίει το κεφάλι το ξερό,μα στο φινάλε η κουτή σε συγχωρώ
- φτιάχνω κεφάλι, βλ. λ. κάνω κεφάλι·
- φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, μη με ενοχλείς, μη με πιέζεις, άφησέ με ήσυχο: «φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, γιατί έχω μια δουλειά που πρέπει να την παραδώσω αύριο»·
- χάνω το κεφάλι μου, στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «αν δεν είναι αυτός που μας πρόδωσε, χάνω το κεφάλι μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- χοντρό κεφάλι, άνθρωπος που καταλαβαίνει δύσκολα αυτό που του λέμε, ο χοντροκέφαλος: «είναι τόσο χοντρό κεφάλι, που δεν καταλαβαίνει με τίποτα αυτά που του λες»·
- χτυπάει στο κεφάλι, (για ποτά) είναι πολύ δυνατό: «πίνε λίγο λίγο απ’ αυτό το ποτό, γιατί χτυπάει στο κεφάλι»·
- χτυπώ το κεφάλι μου, μετανιώνω για κάτι που έκανα ή είπα, ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα. (Λαϊκό τραγούδι: δε βαριέσαι, δεν πειράζει χαλάλι σου, εσύ μια μέρα θα χτυπήσεις το κεφάλι σου
- χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω πικρά για κάτι που έκανα ή είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα: «χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, που τον βοήθησα τον παλιοαλήτη! || χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο που δεν μαρτύρησα τότε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις,κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- ψηλά το κεφάλι! προτρεπτική έκφραση σε κάποιον, που απέτυχε σε κάτι, να μη χάσει το θάρρος του, την αυτοπεποίθησή του: «μη στενοχωριέσαι που απέτυχες στις εξετάσεις, γιατί θα ξαναδώσεις του χρόνου. Ψηλά το κεφάλι!».

μύγα

μύγα, η, ουσ. [<μσν. μύγα <αρχ. μυῖα], η μύγα. Υποκορ. μυγούλα, η και μυγάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- βαράω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- βγάζει (κι) απ’ τη μύγα ξίγκι, είναι πολύ τσιγκούνης: «αυτός βγάζει κι απ’ τη μύγα ξίγκι κι εσύ έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσει δανεικά!»·
- δε δέχεται μύγα στο σπαθί του, α. δεν ανέχεται καμιά αντιλογία, καμιά αντίρρηση ή καμιά παρατήρηση, είναι απόλυτος: «όταν πάρει μιαν απόφαση, δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». β. είναι πολύ ευέξαπτος: «πρόσεχε τα λόγια και τις χειρονομίες σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». Πρβλ.: μύγα στο σπαθί μου δεν αγγίζει, φύγε κι άσε με, δε με φοβίζεις την περηφάνια μου, δεν την πατάω και σαν κειμήλιο θα την κρατάω (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, βλ. φρ. δε δέχεται μύγα στο σπαθί του·
- δεν περνάει μύγα, βλ. λ. συνηθέστ. δεν περνάει κουνούπι, λ. κουνούπι·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει, λέγεται γι’ αυτούς που αν και είναι εντελώς ανίκανοι, εντούτοις πετυχαίνουν στη ζωή τους: «μωρέ, ντιπ κούτσουρο αυτός ο άνθρωπος κι όμως, έκανε η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει»·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο χωρίς ιδιαίτερη αξία, που απόκτησε κάποια μικρή οικονομική δύναμη ή κοινωνική επιρροή και συμπεριφέρεται με έπαρση: «απ’ τη μέρα που κέρδισε μερικά λεφτουδάκια, μας έγινε ακατάδεχτος. -Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα·
- έπεσαν σαν τις μύγες στα σκατά, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά·
- έπεφταν σαν μύγες ή έπεφταν σαν τις μύγες, βλ. φρ. πέθαιναν σαν μύγες. (Εβραίικο τραγούδι: σαν τα ζουρλά μας ντύσανε με μπλε και άσπρες ρίγες. Κι από τον καημό τ’ αδέλφια μας έπεφταν σαν τις μύγες
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- έχει τη μύγα, βλ. φρ. όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, (απειλητικά) α. θα γίνει μεγάλη καταστροφή, μεγάλος χαλασμός: «αν κοροϊδέψεις ξανά το φίλο μου, θα ’ρθω με την παρέα μου στο μαγαζί σου και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». β. θα επιβληθούν αυστηρότατες ποινές, θα συμβούν συνταρακτικά γεγονότα: «αν δεν αρχίσετε να δουλεύετε όπως πρέπει, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». γ. θα καταβληθούν υπέρμετροι κόποι, υπεράνθρωπες προσπάθειες: «όταν αναλάβω εγώ τη διεύθυνση του εργοστασίου, θα διώξω όλους τους κοπανατζήδες και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, μέχρι να ορθοποδήσει πάλι η επιχείρηση». δ. είναι και φορές που η φρ. χρησιμοποιείται για προσδοκώμενη ευχάριστη κατάσταση: «ε, ρε, αν ξαναμαζευτεί, όπως παλιά, η παρέα μας και πάμε στα μπουζούκια, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι»·
- κάνει τη μύγα ελέφαντα, βλ. λ. ελέφαντας·
- κολλώ σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι, προσκολλούμαι σε κάποιον και του γίνομαι  φορτικός, δεν ξεκολλώ από κοντά του: «απ’ την ώρα που με συνάντησε, κόλλησε σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι και δεν ξεκόλλησε από κοντά μου μέχρι αργά τα μεσάνυχτα». Η έκφραση δεν έχει σχέση με την προσκόλληση σε κάποιον για την αποκόμιση κάποιας υλικής ωφέλειας, αλλά περισσότερο για συντροφιά·
- κυνηγώ μύγες, βλ. συνηθέστ. σκοτώνω μύγες·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω, δεν υπολογίζω διόλου αυτά που μου λέει ή που με συμβουλεύει κάποιος: «δεν πρέπει τώρα να παραπονιέσαι, γιατί, όταν εγώ σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες έμπαιναν στου γάιδαρου τον κώλο»·
- μου ’γινε μύγα τσε τσε, βλ. λ. τσε τσε·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, αυτό που δεν μπορείς να πετύχεις χρησιμοποιώντας βία, προσπάθησε με ήπιο, με μαλακό τρόπο: «αφού δεν μπορείς να τον συμμορφώσεις με το άγριο, προσπάθησε με το καλό, γιατί μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι»·
- μύγα σε τσίμπησε; έκφραση απορίας ή ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που, ξαφνικά και χωρίς προφανή λόγο ή αιτία, αρχίζει να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα: «τι φωνάζεις, ρε παιδάκι μου, στα καλά καθούμενα, μύγα σε τσίμπησε;». Από την εικόνα αρκετών ζώων που, όταν τα τσιμπούν μύγες, ταράζονται και αντιδρούν είτε αναταράζοντας νευρικά το δέρμα τους είτε κλοτσώντας·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, είδος κατάρας, με την έννοια να ταλαιπωρηθείς· βλ. και φρ. τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- ντουφεκάω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, αποτελεί χτυπητή αντίθεση με τον περίγυρό του, αποτελεί έντονη παραφωνία, πράγμα που γίνεται αμέσως αντιληπτό: «ήταν όλοι τους με σμόκιν και κουστούμια, κι όπως είχε πάει αυτός με τα ρούχα της δουλειάς, ξεχώριζε σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα». Συνών. ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι / ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο προζύμι·
- ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες, βλ. λ. λύκος·
- όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται, όποιος δεν είναι εντελώς αθώος ή αμέτοχος σε κάποια παρανομία ή παρατυπία, με τον παραμικρό υπαινιγμό επάνω σε αυτό το θέμα έχει την εντύπωση πως τον υποπτεύονται κι εμφανίζεται ως θιγμένος: «κάθε φορά που γίνεται λόγος μπροστά του για τη ληστεία της τράπεζας κάνει πως θυμώνει, γιατί όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται»·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, δεν μπόρεσες να καταλάβεις τις ψευτιές που σου έλεγα κι έτσι, εννοείται, ξεγελάστηκες και βγήκες χαμένος: «να μην παραπονιέσαι τώρα που έχασες τα λεφτά σου γιατί, όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες»·   
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. λ. πόδι·
- ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει, η κακιά έξη του ανθρώπου, δύσκολα αποβάλλεται: «μου έχει ορκιστεί χίλιες φορές πως θα κόψει το χαρτί, αλλά συνεχίζει να ξημεροβραδιάζεται στις λέσχες, γιατί ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει»·  
- πέθαιναν σαν μύγες ή πέθαιναν σαν τις μύγες, οι άνθρωποι πέθαιναν ομαδικά σε μια περιοχή και σε μεγάλο αριθμό, ιδίως βίαια ή από επιδημική ασθένεια: «στον τελευταίο πόλεμο οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες || κάποτε η ελονοσία ήταν πολύ επικίνδυνη αρρώστια κι οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες». Από την εικόνα τις εξόντωσης των μυγών με εντομοκτόνο. Συνών. πέθαιναν σαν κοτόπουλα ή πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, πήρε ή κέρδισε κάτι εντελώς ελάχιστο, σχεδόν τίποτα, τίποτα: «οι άλλοι πήραν κανονικά το μερίδιό τους κι αυτός, επειδή είναι ανόητος, πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση κοινού, παρατηρήθηκε κοσμοσυρροή: «μόλις έμαθαν πως η είσοδος ήταν ελεύθερη πλάκωσαν όλοι σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση ατόμων με κάποια συγγενική σχέση μεταξύ τους με σκοπό την αποκόμιση οφέλους ή κέρδους: «μόλις πέθανε ο γέρος, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι συγγενείς του για την περιουσία του || μόλις ανέλαβε το κόμμα τους την εξουσία, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι υμέτεροι για να τα κονομήσουν». Από το ότι στις ακαθαρσίες ανθρώπων ή ζώων, παρατηρείται αθρόα συγκέντρωση μυγών·
- σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα (ενν. ξεχωρίζει), βλ. φρ. ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα·
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, λέγεται για τους έξυπνους, για τους ικανούς ανθρώπους που δεν μπορεί κανείς να τους ξεγελάσει, που δηλαδή δε χάφτουν μύγες: «είσαι πολύ μικρός για να ξεγελάσεις αυτόν τον άνθρωπο γιατί, σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει»·
- σκοτώνω μύγες, α. δεν έχω δουλειά, δεν παρατηρείται προσέλευση πελατών στο μαγαζί μου, έχω κεσάτια: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί όλο το μήνα σκοτώνει μύγες». (Τραγούδι: Αύγουστο μήνα στη Σαλαμίνα σκοτώνω μύγες. Κι εσύ μαικήνα τα χρόνια εκείνα πες μου πού πήγες).β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εμείς πνιγόμασταν στη δουλειά κι αυτός σκότωνε μύγες». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή δεν έχει να κάνει κάτι καλύτερο, κυνηγάει και σκοτώνει τις μύγες·
- το μήνα που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. συνηθέστ. τον Αύγουστο που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που μας ρωτάει να μάθει πότε θα του επιστρέψουμε κάτι, ιδίως τα λεφτά που του χρωστάμε, ή πότε θα πραγματοποιήσουμε κάποια υπόσχεση που του δώσαμε και υπονοούμε ένα πολύ μακρινό χρονικό διάστημα: «πότε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω; Τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες || τα λεφτά που του δάνεισες θα τα πάρεις τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες». Συνών. με τ’ αγελαδοκούρεμα ή στ’ αγελαδοκούρεμα / με τ’ αλώνια ή στ’ αλώνια / ε τα καπνά ή στα καπνά / με τα κουκούλια ή στα κουκούλια / με τα μπαμπάκια ή στα μπαμπάκια· βλ. και φρ. να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα, είμαι κατά πολύ ανώτερός του ή ισχυρότερός του και για το λόγο αυτό δεν τον υπολογίζω διόλου, απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του: «απαξιώ να συγκριθώ μαζί του, γιατί τον βλέπω σαν τη μύγα». Από το ότι η μύγα είναι πάρα πολύ μικρή σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι / τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι·
- τον έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, τον κατανίκησε με μεγάλη ευχέρεια: «κάποια στιγμή τον άρπαξε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν τη μύγα». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει τη μύγα χτυπώντας τη με την παλάμη του. Συνών. τον έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι / τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι·
- τον έπιασε μύγα, βλ. συνηθέστ. τον τσίμπησε μύγα·
- τον τσίμπησε μύγα, άρχισεξαφνικά να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα, οργίστηκε, εκνευρίστηκε χωρίς προφανή λόγο ή αιτία: «εκεί που μιλούσαμε μια χαρά, άρχισε να τα σπάζει όλα λες και τον τσίμπησε μύγα». Πολλές φορές, ως είδος μύγας αναφέρονται η αλογόμυγα και η τσε τσε·
- χάφτει μύγες, α. δεν κάνει τίποτα, είναι αργόσχολος, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμασταν στη δουλειά κι αυτός μας έβλεπε κι έχαφτε μύγες». β. είναι εύπιστος, είναι αφελής, ιδίως λόγω απειρίας: «ό,τι του λέει ο καθένας, το κάνει, γιατί χάφτει μύγες ο άνθρωπος». (Παιδικό τραγούδι: σας δίνουμ’ ένα ναύτη που όλο μύγες χάφτει
- χτυπώ μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες.

μυρμήγκι

μυρμήγκι κ. μερμήγκι, το, ουσ. [<μτγν. μυρμήκιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μύρμηξ], το μυρμήγκι. 1. άνθρωπος χωρίς την παραμικρή κοινωνική, οικονομική ή σωματική δύναμη και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «με τι φόντα αυτό το μυρμήγκι πήγε να τα βάλει με τον τάδε, που είναι μεγιστάνας του πλούτου;». 2. (ιδίως για ζώντες οργανισμούς) χαρακτηρίζει το πολύ μικρόμέγεθος. (Τραγούδι: μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα, μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι, το μεγαλύτερο ανάκτορο μοιάζει μ’ ένα μικρούλι τόπι). 3. στον πλ. τα μυρμήγκια, μεγάλο πλήθος κόσμου: «όταν ο καιρός είναι καλός, σαν τα μυρμήγκια ο κόσμος ξεχύνεται στην παραλία». Υποκορ. μυρμηγκάκι και μερμηγκάκι, το. Μεγεθ. μύρμηγκας και μέρμηγκας, ο. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι απ’ το κουνούπι, ξίγκι, λέγεται για τους τσιγκούνηδες, για τους φιλάργυρους που προσπαθούν να αποκομίσουν κέρδος και από τις πιο μικρές ευκαιρίες: «είναι ο μεγαλύτερος φιλάργυρος του κόσμου γιατί, αυτός που βλέπεις, βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι από κουνούπι ξίγκι»·
- δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι, είναι τόσο καλοκάγαθος, τόσο πονετικός, τόσο πονόψυχος, που δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό κακό σε κανέναν: «αποκλείεται να σε κάνει κακό αυτός ο άνθρωπος, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι»·
- δεν πατάει ούτε μυρμήγκι, (για χώρους) δεν πηγαίνει απολύτως κανένας: «έκανε ένα σωρό έξοδα για ν’ ανοίξει αυτό το μαγαζί, αλλά δεν πατάει ούτε μυρμήγκι»· βλ. και φρ. δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι·
- δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι, βλ. φρ. δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι·
- δουλεύει σαν μυρμήγκι ή δουλεύει σαν το μυρμήγκι, εργάζεται σκληρά, εντατικά και υπομονετικά: «από μικρό παιδί δουλεύει σαν το μυρμήγκι, γι’ αυτό πρόκοψε στη ζωή του». Αναφορά στον αισώπειο μύθο το μυρμήγκι και το τζιτζίκι. Για συνών. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα σπλήνα, λέγεται ειρωνικά για εκείνους που, ενώ είναι πολύ αδύνατοι κι ανήμποροι, παριστάνουν το θυμωμένο, το γενναίο επιδιώκοντας να φοβίσουν τους άλλους: «άντε βρε, που θα φοβηθώ αυτό τ’ ανθρωπάκι επειδή έβαλε τις φωνές! Δεν το βλέπεις; Έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα ξίγκι»· 
- έχει υπομονή μυρμηγκιού, είναι πολύ υπομονετικός προκειμένου να πετύχει κάτι: «ό,τι και να βάλει στο μυαλό του αργά ή γρήγορα το πετυχαίνει, γιατί έχει υπομονή μυρμηγκιού»·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν μυρμήγκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το μυρμήγκι, (απειλητικά) θα σε συντρίψω: «αν ξαναπειράξεις το φίλο μου, θα σε πατήσω σαν μυρμήγκι»·
- και το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει, ο καθένας, με τα δικά του κριτήρια, θεωρεί πως είναι πολύ πιο ικανός από ό,τι πραγματικά είναι: «μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του πως είναι πιο άξιος απ’ όλους μας, μην ξεχνάς όμως πως, και το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει»·  
- και το μυρμήγκι έχει το βάρος του, ακόμα και ο πιο ασήμαντος, ο πιο ταπεινός άνθρωπος έχει την αξία του, την προσωπικότητά του και την ανάλογη θέση του μέσα στην κοινωνία: «δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους σε φτασμένος και παρακατιανούς γιατί απ’ τον πατέρα μου έμαθα πως, και το μυρμήγκι έχει το βάρος του». Συνών. κάθε δεντράκι με τον ίσκιο του / κάθε τρίχα με τον ίσκιο της·
- μαζεύει σαν μυρμήγκι ή μαζεύει σαν το μυρμήγκι, αποθησαυρίζει συστηματικά και υπομονετικά: «όταν οι άλλοι σκορπούσαν τα λεφτά τους, αυτός τα μάζευε σαν το μυρμήγκι και σήμερα είναι μεγάλος και τρανός». Αναφορά στον αισώπειο μύθο το μυρμήγκι και το τζιτζίκι·
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, καθιστά ανόητο ο Θεός αυτόν που θέλει να καταστρέψει και τον βάζει να καταπιαστεί με πράγματα που είναι ανώτερα από τις δυνάμεις του: «μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα μ’ αυτή την επιτυχία σου γιατί, όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, κατάλαβες;»·
- πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι! προειδοποιητική, απειλητική ή έκφραση αγανάκτησης από αποφασισμένο άτομο για δυναμική αναμέτρηση με άτομο το οποίο είναι κατά πολύ ισχυρότερό του με την έννοια, η αγανάκτησή μου με κάνει θηρίο: «αρκετά ανέχτηκα μέχρι τώρα τις προσβολές σου κι από δω και πέρα πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι!». Από την εντύπωση που μας κάνει ένα μυρμήγκι, όταν το βλέπουμε να κουβαλάει κάτι που είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το ίδιο·
- τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι, είμαι κατά πολύ ανώτερος ή ισχυρότερός του, δεν τον υπολογίζω διόλου, απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του: «πώς να τα βάλω μ’ αυτόν τον τύπο, αφού τον βλέπω σαν το μυρμήγκι». Από το ότι το μυρμήγκι είναι πολύ μικρό σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι / τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα·
- τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι, τον κατανίκησε, τον διέλυσε: «μόλις τον άκουσε να του βρίζει τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν μυρμήγκι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει κάτω από το πέλμα του το μυρμήγκι που βρίσκεται μπροστά του. Συνών. τον έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι / τον έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα·
- τον πάτησε (κάτω) σαν μυρμήγκι ή τον πάτησε (κάτω) σαν το μυρμήγκι, τον κατανίκησε, τον διέλυσε: «τον άρπαξε στα χέρια του και τον πάτησε κάτω σαν μυρμήγκι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει κάτω από το πέλμα του το μυρμήγκι που βρίσκεται μπροστά του.

μύτη

μύτη, η, ουσ. [<μσν. μύτη <μύτις], η μύτη· η άκρη οποιουδήποτε πράγματος που  καταλήγει σε αιχμή: «στη μύτη του ακρωτηρίου υπήρχε ένας φάρος || λέρωσα τις μύτες των παπουτσιών μου || στράβωσε η μύτη του μαχαιριού || τσιμπήθηκα με τη μύτη της καρφίτσας». Υποκορ. μυτίτσα κ. μυτούλα, η κ. μυτάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. μύταρος κ. μύτος, ο κ. μυτάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 102 φρ.)·
- αν μπορείς, πιάσ’ του τη μύτη, έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να πιάσει τη μύτη κάποιου για να μας αποδείξει πως δεν τον φοβάται: «αφού λες πως δεν τον φοβάσαι, όταν θα ’ρθει αν μπορείς πιάσ’ του τη μύτη». Από το ότι, το άτομο που του πιάνει κανείς τη μύτη, αντιδρά βίαια·
- αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη, βλ. φρ. αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη· βλ. και λ. χαλκάς·
- αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη, λέγεται εν είδει στοιχήματος με τη σιγουριά ότι αυτό που λέω, αυτό που υποθέτω είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί, δε θα πραγματοποιηθεί ή δε θα έχει τη χρησιμότητα ή χρηστικότητα που επιδιώκουμε: «εγώ λέω πως θα σε βοηθήσει κι αν δε σε βοηθήσει, να μου τρυπήσεις τη μύτη || αν σου επιστρέψει τα λεφτά που του δάνεισες, να μου τρυπήσεις τη μύτη». Πολλές φορές, μετά την υποθετική πρόταση ακολουθεί το εμένα ή το τότε εμένα και σχεδόν πάντα συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να πιέζει από πλάγια τη μύτη σαν να επιδιώκει να την τρυπήσει. Συνών. αν…, γράψε με ή αν…, γράψε μας / αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις / αν…, να με φτύσεις / αν…, να με χέσεις / αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη / αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη·
- άνοιξε η μύτη μου, άρχισε να τρέχει αίμα μετά από χτύπημα που δέχτηκα: «μου ’δωσε μια μπουνιά στο πρόσωπο κι άνοιξε η μύτη μου»·
- απ’ τη μύτη να τον πιάσεις, θα σκάσει, είναι πολύ εκνευρισμένος, πολύ εξοργισμένος: «μην του πεις κουβέντα, γιατί απ’ τη μύτη να τον πιάσεις, θα σκάσει»·
- βαδίζω στις μύτες, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- βαδίζω στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες των ποδιών μου·
- βαδίζω στις μύτες των ποδιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες των ποδιών μου·
- βάζει παντού τη μύτη του ή βάζει τη μύτη του παντού, βλ. φρ. χώνει παντού τη μύτη του·
- βουλώνω τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. κρατώ τη μύτη μου·
- βούλωσε η μύτη μου, κρυολόγησα, συναχώθηκα: «βγήκα μέσα στο κρύο ντυμένος ελαφρά και βούλωσε η μύτη μου»·
- δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, α. έχει μεγάλη μυωπία: «του έδειχνα πέρα στο πέλαγος το γιοτ που ερχόταν, αλλά δεν ήξερα ότι αυτός δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του!». β. δεν έχει διορατικότητα, δεν μπορεί να δει ή να υπολογίσει μακροπρόθεσμα, είναι κοντόφθαλμος: «επειδή αυτός ο άνθρωπος δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, με τον τρόπο που έστησε τη δουλειά του, θα αποτύχει μέσα σε λίγο καιρό». γ. είναι συντηρητικός, στενόμυαλος, προσκολλημένος στις παλιές συνήθειές του, είναι αρνητικός στους νεωτερισμούς: «περίμενες κι εσύ από άνθρωπο που δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του να καταλάβει τα σύγχρονα προβλήματα της νεολαίας;»·
- δε βλέπω (ούτε) τη μύτη μου, α. είναι πολύ σκοτεινά και δε βλέπω καθόλου: «μόλις έγινε διακοπή ρεύματος, δεν έβλεπα ούτε τη μύτη μου μέσα στο δωμάτιό μου». β. είμαι πολύ μεθυσμένος: «αν πιω κάνα ποτήρι παραπάνω, δε βλέπω ούτε τη μύτη μου». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τη σούρα μου τη μύτη μου δε βλέπω,μα γλεντάω δίχως να παρεκτραπώ και γι’ αυτό ελέγχους δε σου επιτρέπω σ’ ό,τι πιω, σ’ ό,τι χορέψω σ’ ό,τι πω)· 
- δε λύθηκε μύτη, βλ. φρ. δεν άνοιξε μύτη·
- δε μάτωσε μύτη, βλ. φρ. δεν άνοιξε μύτη·
- δε με γελά η μύτη μου! είμαι σίγουρος πως μυρίζω αυτό που ανέφερα: «εδώ και ώρα μυρίζει βενζίνα, δε με γελά η μύτη μου! || μαγειρεύεις στιφάδο, δε με γελά η μύτη μου!»·
- δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί διαβάζω κάτι επείγοντα συμβόλαια και δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν άνοιξε μύτη, η συμπλοκή υπήρξε εντελώς αναίμακτη: «οι δυο παρέες αρπάχτηκαν στα χέρια, αλλά ευτυχώς μπήκαν στη μέση άλλοι ψυχραιμότεροι και δεν άνοιξε μύτη». Συνών. δεν άνοιξε ρουθούνι·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τη μύτη μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- είναι (για) να κρατάς τη μύτη σου, α. λέγεται στην περίπτωση που επικρατεί κάπου αφόρητη δυσοσμία: «είναι τόσο βρόμικη οικογένεια, που όταν πας στο σπίτι τους, είναι για να κρατάς τη μύτη σου». β. λέγεται και στην περίπτωση που θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως μεγάλο απατεώνα, ως μεγάλη λέρα: «δεν κάνω παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι για να κρατάς τη μύτη σου»·
- είναι (για) να πιάνεις τη μύτη σου, βλ. φρ. είναι (για) να κρατάς τη μύτη σου·
- είσαι και φαίνεσαι κι απ’ τη μύτη σου κρέμεσαι, επιστροφή κακού χαρακτηρισμού σε κάποιον με επιθετική διάθεση: «είσαι μαλάκας. -Είσαι και φαίνεσαι κι απ’ τη μύτη σου κρέμεσαι»· βλ. και φρ. είσαι και φαίνεσαι, λ. φαίνομαι·
- έκλεισε η μύτη μου, είμαι συναχωμένος, συναχώθηκα: «κάθισα ανάμεσα στα ρεύματα κι έκλεισε η μύτη μου»·
- έπεσε η μύτη του ή του ’πεσε η μύτη, έχασε την έπαρση που είχε, ντροπιάστηκε, ταπεινώθηκε: «μας έκανε το λεφτά κι όταν μαθεύτηκε τι φτωχοπεινάλας είναι, έπεσε η μύτη του»·
- έρχομαι μύτη με μύτη (με κάποιον), διαπληκτίζομαι έντονα με κάποιον, είμαι έτοιμος να πιαστώ στα χέρια με κάποιον: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος, χωρίς να το καταλάβουμε, ήρθαμε μύτη με μύτη κι αν δεν υπήρχαν οι πιο ψύχραιμοι της παρέας, θα πλακωνόμασταν στο ξύλο». Από την εικόνα δυο ατόμων που, καθώς διαπληκτίζονται, φέρνει ο ένας πολύ κοντά το πρόσωπό του στο πρόσωπο του άλλου, θέλοντας να δείξει πως δε φοβάται μια δυναμική αναμέτρηση· βλ. και φρ. πέφτω μύτη με μύτη (με κάποιον)·
- έφαγε η μύτη του χώμα, βλ. συνηθέστ. έφαγε η μούρη του χώμα, λ. μούρη·
- έχει γερή μύτη, α. έχει δυνατή όσφρηση: «μπορεί να ξεχωρίσει όλες τις μυρουδιές, γιατί έχει γερή μύτη» β. έχει μεγάλη διαίσθηση: «πάντα καταλαβαίνει τι πρόκειται να γίνει, γιατί έχει γερή μύτη»·
- έχει δυνατή μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει καλή μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει μεγάλη μύτη, βλ. φρ. έχει ψηλά τη μύτη·
- έχει μύτη, βλ. φρ. έχει γερή μύτη·
- έχει μύτη σαν μελιτζάνα, βλ. λ. μελιτζάνα·
- έχει παντού τη μύτη του ή έχει τη μύτη του παντού, βλ. συνηθέστ. χώνει παντού τη μύτη του·
- έχει ψηλά τη  μύτη, είναι ψηλομύτης, είναι ακατάδεχτος, περνιέται για μεγάλος: «δεν καταδέχεταινα μιλήσει σε κανέναν, γιατί έχει ψηλά τη μύτη»·
- έχει ψηλή μύτη, το υπονοούμενο στην περίπτωση αυτή είναι πως, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, έχει μεγάλο πέος, γιατί αυτή η εντύπωση επικρατεί στο πλατύ κοινό. Ιδίως, η μεγάλη μύτη, ταυτίζεται συνήθως με τους Ποντίους, από όπου και η έκφραση την έχει ποντιακή (ενν. την πούτσα, την ψωλή), δηλαδή έχει μεγάλο πέος· βλ. και φρ. έχει ψηλά τη μύτη·
- έχω μύτη εγώ! επαινετική ή θαυμαστική έκφραση για το άτομό μας τη στιγμή που επαληθεύεται κάποια διαίσθησή μας. Συνήθως συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με το δείκτη του χεριού να χτυπάει αλλεπάλληλες φορές με την άκρη του πάνω στο ρουθούνι μας·
- η μύτη του κοιτά το ταβάνι, είναι ακατάδεκτος, υπερόπτης: «έπιασε κι αυτός κάτι λεφτουδάκια κι από τότε η μύτη του κοιτά το ταβάνι»·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει, είναι ψωροπερήφανος: «αν μάθει πως είσαι φτωχός, δε θα σε κάνει παρέα, γιατί, η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει, μια και πιστεύει πως κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια»·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να την πιάσει, βλ. φρ. η μύτη του να πέσει δε σκύβει να τη σηκώσει·
- η μύτη του φτάνει στον ουρανό, είναι υπερβολικά ακατάδεκτος, υπερβολικά υπερόπτης: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, η μύτη του φτάνει στον ουρανό και δεν καταδέχεται να μας πει ούτε καλημέρα»·
- ήρθα μύτη με μύτη (με κάποιον), α. συναντήθηκα απρόσμενα, ξαφνικά, πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον: «όπως έστριψα απ’ τη γωνία, ήρθα μύτη με μύτη με τον τάδε». β. ήρθα αντιμέτωπος με κάποιον έτοιμος να μαλώσω μαζί του: «μου πέταξε ένα υπονοούμενο κι ήρθα μύτη με μύτη μαζί του, κι αν δεν έμπαιναν οι άλλοι στη μέση, θα γινόμασταν μπίλιες». Από την εικόνα δυο ατόμων που, λίγο πριν μαλώσουν μεταξύ τους, ανταλλάσσουν σκληρά λόγια ή ύβρεις, πλησιάζοντας απειλητικά ο ένας στο πρόσωπο του άλλου για να δείξουν πως δε φοβούνται·
- και το κουνούπι μπαίνει στη μύτη, βλ. λ. κουνούπι·
- καθαρίζω τη μύτη μου, βγάζω τις βλέννες από τη μύτη μου, φυσώντας πότε το ένα μου ρουθούνι και πότε το άλλο ή και τα δυο ταυτόχρονα μέσα στο μαντίλι μου: «δεν έχω συνηθίσει να καθαρίζω τη μύτη μου μπροστά σε κόσμο». Ένας άλλος αγενής τρόπος καθαρίσματος της μύτης γίνεται με τον αντίχειρα ή το δείκτη του χεριού μας, που εισχωρεί βαθιά μέσα στα ρουθούνια μας και αποδίδεται ειρωνικά με τη φρ. κάνω ανασκαφές, βλ. λ. ανασκαφή· βλ. και φρ. φυσώ τη μύτη μου·
- κάνει μύτη, α. (για ρούχα) κρεμάει σε κάποιο σημείο: «ο ποδόγυρος θέλει λίγο μάζεμα στο πίσω μέρος, γιατί κάνει μύτη». β. (για στεριά) λέγεται για προεξοχή που εισχωρεί στη θάλασσα: «στ’ ανατολικά του κόλπου της Θεσσαλονίκης η στεριά κάνει μύτη δημιουργώντας έτσι το ακρωτήριο Καραμπουρνάκι»·
- κατέβασε τη μύτη του, βλ. συνηθέστ. έπεσε η μύτη του·
- κάτω απ’ τη μύτη μου, λέγεται για κάτι που γίνεται εντελώς μπροστά μου: «προσπαθούσε, ο αλήτης, να βάλει χέρι στην αδερφή μου κάτω απ’ τη μύτη μου || έβαλε χέρι στο ταμείο κάτω απ’ τη μύτη μου κι όμως δεν τον πήρα μυρουδιά»·
- κλείνει τη μύτη και βουτάει, ενεργεί παράτολμα, απερίσκεπτα: «δεν έχει ποτέ φοβηθεί τίποτα στη ζωή του κι όταν το φέρει η στιγμή, κλείνει τη μύτη και βουτάει». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν πέφτει από ύψος στο νερό (θάλασσα, λίμνη, ποταμός) κλείνει με τα δάχτυλά τη μύτη του για να μην μπει στα ρουθούνια του νερό, γιατί, όταν συμβεί αυτό, είναι οδυνηρό·
- κρατώ τη μύτη μου, κλείνω τα ρουθούνια μου με την παλάμη μου ή τα πιέζω με τον αντίχειρα και το δείκτη του χεριού μου για να αποφύγω κάποια δυσάρεστη μυρουδιά: «κάθε φορά που έρχεται τ’ αυτοκίνητο ν’ αδειάσει το βόθρο του εξοχικού μου, κρατώ τη μύτη μου»·
- λύθηκε η μύτη μου, βλ. φρ. άνοιξε η μύτη μου·
- μάτωσε η μύτη μου, βλ. φρ. άνοιξε η μύτη μου·
- μεγαλώνει η μύτη σου, λες ψέματα: «αποκλείεται να σε πιστέψω, γιατί μεγαλώνει η μύτη σου». Αναφορά στον Πινόκιο·
- μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- μιλάει με τη μύτη, λόγω παθολογικών συνήθως αιτιών μιλάει με βουλωμένη τη μύτη του, μιλάει ένρινα: «έχει κρεατάκια ο άνθρωπος, γι’ αυτό μιλάει με τη μύτη»·
- μου βγήκε απ’ τη μύτη, α. (για φαγητά) δεν πρόλαβα να το ευχαριστηθώ, γιατί με διέκοψαν στη μέση ή, αμέσως μόλις το έφαγα, συνέβη κάτι που με στενοχώρησε: «έφαγα τόσο ωραίο φαγητό, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη γιατί, μετά το γεύμα υποχρεώθηκα να ξεφορτώσω ολόκληρο φορτηγό». β. μικρή ευχαρίστηση, όφελος ή κέρδος το πλήρωσα με πολλαπλάσια ζημία ή κόπο: «πήγαμε το βράδυ στα μπουζούκια να διασκεδάσουμε, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη, γιατί πληρώσαμε τον κούκο αηδόνι || κέρδισα πέντε φράγκα απ’ αυτή τη δουλειά, αλλά μου βγήκε απ’ τη μύτη, γιατί σκοτώθηκα μέχρι να την τελειώσω»·
- μου μπαίνει σαν κουνούπι στη μύτη, βλ. λ. κουνούπι·
- μου μπαίνει στη μύτη, είναι ενοχλητικός ή ενεργεί προκλητικά εναντίον μου: «να του πεις να μη μου μπαίνει άλλο στη μύτη, γιατί, αν αγριέψω, μαύρο φίδι που τον έφαγε». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι ειν’ κορίτσι από σπίτι). Από την εικόνα του ατόμου που, όταν μπει ξαφνικά κάτι μέσα στη μύτη του, έντομο ή άλλη μικρή ακαθαρσία, αντιδρά έντονα· βλ. και φρ. μου μπαίνει στο ρουθούνι, λ. ρουθούνι·
- μου παραμπαίνει στη μύτη, επιτείνει την αμέσως παραπάνω φράση: «να πεις του φίλου σου να μη μου παραμπαίνει στη μύτη, γιατί θα χάσω την υπομονή μου και θα τον σαπίσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: πώς να τη βγάλω, ρε γυναίκ’, από το σπίτι γιατί μου έχει παραμπεί πολύ στη μύτη)· βλ. και φρ. μου παραμπαίνει στο ρουθούνι, λ. ρουθούνι·
- μου ’σπασε τη μύτη, α. μου προκάλεσε ρινορραγία από χτύπημα που μου κατάφερε στη μύτη και, κατ’ επέκταση, με έδειρε, με νίκησε: «πέταξε μια πέτρα από μακριά και μου ’σπασε τη μύτη || του ’βρισα πάνω στο θυμό μου τη μάνα του κι αυτός έπεσε αγριεμένος απάνω μου και μου ’σπασε τη μύτη». β. (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων) την αισθάνθηκα έντονα: «τηγάνιζε η γυναίκα μου κεφτεδάκια στην κουζίνα και μου ’σπασε τη μύτη (η μυρουδιά) || είχε πασαλειφτεί τόσο πολύ με άρωμα, που μου ’σπασε τη μύτη»·
- μου το ’βγαλε απ’ τη μύτη, έγινε αιτία, ώστε κάποια ευχαρίστηση ή κέρδος που αποκόμισα να το πληρώσω με πολλαπλάσια ζημία: «με πήγε στα μπουζούκια να με κεράσει, αλλά έγινε αιτία να πλακωθώ στο ξύλο μ’ έναν απ’ το διπλανό τραπέζι κι έτσι, το ουίσκι που με κέρασε, μου το ’βγαλε απ’ τη μύτη»·
- μου τρύπησε τη μύτη, (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων), βλ. φρ. μου ’σπασε τη μύτη·
- μου χτύπησε άσχημα στη μύτη, αισθάνθηκα, μύρισα μια άσχημη μυρουδιά: «άδειαζαν το βόθρο του σπιτιού τους, γι’ αυτό μου χτύπησε άσχημα στη μύτη»·
- μου χτύπησε στη μύτη, (για μυρουδιές, ιδίως φαγητών ή αρωμάτων) μου μύρισε: «μόλις μπήκα στο σπίτι, μου χτύπησε στη μύτη η φασουλάδα που μαγείρευε η μάνα μου»·
- μπουκώνει τη μύτη του, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι χρήστης κοκαΐνης: «είναι παιδί από οικογένεια, κι όμως, μπουκώνει τη μύτη του»·
- μπούκωσε η μύτη μου, συναχώθηκα: «δεν ντύθηκα καλά το πρωί που έφυγα για τη δουλειά και μπούκωσε η μύτη μου»·
- μπροστά απ’ τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. κάτω απ’ τη μύτη μου·
- μύτη με μύτη, αντικριστά με την αιχμηρή τους άκρη: «κρέμασε στον τοίχο τα σπαθιά μύτη με μύτη»·
- όλα τα γουρούνια, μια μύτη έχουνε, βλ. λ. γουρούνι·
- πατώ στις μύτες, περπατώ πολύ προσεκτικά, προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο για να μη γίνω αντιληπτός: «κάθε φορά που γυρίζω αργά στο σπίτι, πατώ στις μύτες για να μη με πάρει μυρουδιά ο πατέρας μου»·
- πατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες·
- περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. φρ. πατώ στις μύτες·
- πέφτουν μύτες, κάνει αφόρητο κρύο: «ντύσου καλά πριν βγεις έξω, γιατί με την αλλαγή του καιρού πέφτουν μύτες». Συνών. πέφτουν αφτιά·
- πέφτω μύτη με μύτη (με κάποιον), έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον σε τυχαία συνάντηση: «όπως έστριβα τη γωνιά, έπεσα μύτη με μύτη με κάποιον που είχα μήνες να τον δω»·
- πιάνω τη μύτη μου, βλ. φρ. κρατώ τη μύτη μου·
- πουδράρω τη μύτη μου, α. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) εισπνέω, ρουφώ ναρκωτική σκόνη με τη μύτη, σνιφάρω: «κάποια στιγμή μπήκαμε με τον τάδε στην τουαλέτα για να πουδράρουμε τη μύτη μας». Από το σημάδι που αφήνει η ναρκωτική σκόνη, όταν έρχεται σε επαφή με τη μύτη, και που παρομοιάζεται με την πούδρα. β. (ειδικά για γυναίκα) μακιγιάρομαι: «στάθηκε για λίγο σ’ ένα καθρέφτη και διακριτικά πούδραρε τη μύτη της»·
- σηκώνω μύτη, αυθαδιάζω: «μόλις τον δεις να σηκώνει μύτη, βάλ’ τον στη θέση του»· βλ. και φρ. σηκώνω τη μύτη μου·
- σηκώνω τη μύτη (μου), επαίρομαι, γίνομαι αλαζονικός: «έχω μάθει να μη σηκώνω τη μύτη, γιατί η ζωή ρόδα είναι και γυρίζει και δεν ξέρει κανείς πώς έρχονται τα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα το πήρες αψηλά και σήκωσες τη μύτη· φαντάστηκες πως ήσουνα η ωραία Αφροδίτη)· βλ. και φρ. σηκώνω μύτη·
- σκάω μύτη, α. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι κάπου, ιδίως ύστερα από πολύ καιρό απουσίας: «κι εκεί που δεν ξέραμε πού ήταν, έσκασε ξαφνικά μύτη στο καφενείο». β. (για χαρτοπαίγνιο) δείχνω τα λεφτά μου για να μπω στο παιχνίδι: «σκάσε μύτη να δούμε πρώτα τι λεφτά έχεις, και μετά μπαίνεις στο παιχνίδι». Συνών. δείχνω φως·
- στάζει η μύτη μου, βλ. φρ. τρέχει η μύτη μου·
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, βλ. λ. πουλί·
- το περνώ χαλκά στη μύτη, βλ. λ. χαλκάς·
- το ’πιασα με τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. το μυρίστηκα, λ. μυρίζομαι·
- τον σέρνει απ’ τη μύτη, του έχει επιβληθεί απόλυτα και τον αναγκάζει να τον ακολουθεί όπου αυτός θέλει, ή τον αναγκάζει να κάνει ό,τι αυτός αποφασίζει: «είναι τόσο ερωτευμένος μαζί της, που τον σέρνει απ’ τη μύτη». Από την εικόνα του αρκουδιάρη, που σέρνει την αρκούδα του όπου αυτός θέλει μέσα στους δρόμους ή την αναγκάζει να κάνει ό,τι αυτός θέλει, οδηγώντας τη μ’ ένα σκοινί δεμένο στο χαλκά που της έχει περάσει στη μύτη. Πρβλ.: να φύγω και να κουνηθώ δε μ’ άφην’ απ’ το σπίτι κι ένα χαλκά από σίδερο μου πέρασε στη μύτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον τραβάει απ’ τη μύτη, βλ. φρ. τον σέρνει απ’ τη μύτη. (Λαϊκό τραγούδι: θαρρείς πως με τραβάς από τη μύτη,γιατ’ είσαι από τζάκι κι από σπίτι
- τον τρώει η μύτη του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «δεν ξέρω τι επιδιώκει μ’ αυτά που κάνει, αλλά μου φαίνεται πως τον τρώει η μύτη του». Από το ότι από παλιά υπάρχει η λαϊκή δοξασία πως, όταν κανείς νιώθει κνισμό στη μύτη του, θα φάει ξύλο·
- τον φαγουρίζει η μύτη του, βλ. φρ. τον τρώει η μύτη του·
- του περνώ το χαλκά στη μύτη (ενν. και τον τραβώ), βλ. λ. χαλκάς·
- του ’σπασα τη μύτη, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοφόρτωσα, του άνοιξα τη μύτη από το ξύλο που του έδωσα: «επειδή δεν έπαψε στιγμή να με βρίζει, σηκώθηκα και του ’σπασα τη μύτη»·
- του το ’βγαλα απ’ τη μύτη, έγινα αιτία να πληρώσει με πολλαπλάσια ζημία κάποια ευχαρίστηση ή κέρδος που αποκόμισε από κάπου: «με πήγε στα μπουζούκια να διασκεδάσουμε, αλλά έκανα τόσο μεγάλο λογαριασμό που του το ’βγαλα απ’ τη μύτη»·
- του ’τριψα τη μύτη στο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τραβώ τη μύτη μου, βλ. συνηθέστ. φυσώ τη μύτη μου·
- τρέχει η μύτη μου, έχω καταρροή, έχω συνάχι: «μόλις κρυώσω λιγάκι, τρέχει η μύτη μου»·
- τρέχει η μύτη μου νερό, έχω έντονη καταρροή, η βλέννα μου τρέχει από τη μύτη μου είναι πολύ αραιή: «άρπαξα τέτοιο κρύωμα, που τρέχει η μύτη μου νερό»·
- τρίβω τη μύτη μου, βρίσκομαι σε αμηχανία: «όταν έφεραν μπροστά του αυτόν που τον είδε να βάζει χέρι στο ταμείο, άρχισε να τρίβει τη μύτη του»·
- φυσώ τη μύτη μου, την καθαρίζω φυσώντας δυνατά τα ρουθούνια μου για να παρασυρθούν στο μαντίλι μου οι βλέννες που υπάρχουν μέσα σε αυτή: «κάποια στιγμή αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά και φύσηξε τη μύτη του στο μαντίλι του». Ένας άλλος τρόπος φυσήματος της μύτης, που παρατηρείται συνήθως σε άξεστους ή λαϊκούς ανθρώπους, είναι το κλείσιμο του ενός ρουθουνιού με τον αντίχειρα, ελαφρό σκύψιμο μπροστά και δυνατό φύσημα του άλλου ρουθουνιού και αντιστρόφως, με αποτέλεσμα να πεταχτεί η βλέννα στη γη·
- χαμηλώνω τη μύτη ή χαμηλώνω τη μύτη μου, εγκαταλείπω την υπεροπτική, την αλαζονική μου στάση: «μόλις κατάλαβε πως η ευτυχία δεν είναι αιώνια και πως σήμερα είμαστε κι αύριο δεν είμαστε, χαμήλωσε τη μύτη του κι έγινε πιο καταδεκτικός»·
- χώνει παντού τη μύτη του ή χώνει τη μύτη του παντού, ανακατεύεται, επεμβαίνει απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «έχει μανία να χώνει παντού τη μύτη του». Συνών. χώνει παντού τη μούρη του / χώνει παντού την ουρά του·
- χώνει τη μύτη του (κάπου), επεμβαίνει αδιάκριτα κάπου: «η υπόθεση δε σ’ αφορά καθόλου, γι’ αυτό μη χώνεις τη μύτη σου»·
- ψήλωσε τη μύτη του, βλ. φρ. έχει ψηλά τη μύτη.

ξεχνώ

ξεχνώ κ. ξεχνάω, ρ. [<μσν. ξεχνώ <ξεχάνω], ξεχνώ. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις ή αυτά που ξέρεις να τα ξεχάσεις, βλ. λ. ξέρω·
- εκείνα που ήξερες να τα ξεχάσεις ή εκείνα που ξέρεις να τα ξεχάσεις, βλ. λ. ξέρω·
- η κουρούνα, για να μάθει το περπάτημα της πέρδικας, ξέχασε το δικό της, βλ. λ. κουρούνα·
- κάτι τέτοια μου κάνεις και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, α. λέγεται σε κάποιον του οποίου κάποια ενέργεια έχει ευνοϊκό αντίκτυπο σε εμάς: «ήρθα να σου φέρω τα λεφτά που σου χρωστούσα. -Κάτι τέτοια μου κάνεις και δεν μπορώ να σε ξεχάσω». β. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον του οποίου κάποια ενέργεια έχει αντίκτυπο σε βάρος μας: «ήρθα να μου δώσεις τα δανεικά που μου χρωστάς. -Κάτι τέτοια μου κάνεις και δεν μπορώ να σε ξεχάσω»·
- κάτι τέτοια μου λες και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, α. λέγεται σε κάποιον που μας αναγγέλλει ευχάριστα πράγματα: «μου ’πε ο πράκτορας να σου πω πως κέρδισες στο λαχείο. -Κάτι τέτοια μου λες και δεν μπορώ να σε ξεχάσω». β. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που μας λέει δυσάρεστα πράγματα: «μου ’πε κάποιος γνωστός μου, πως αύριο θα ’ρθει η εφορία να σου κάνει έλεγχο. -Κάτι τέτοια μου λες και δεν μπορώ να σε ξεχάσω»·
- μας ξέχασε ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- να ξεχάσεις αυτά που ήξερες ή να ξεχάσεις αυτά που ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- να ξεχάσεις εκείνα που ήξερες ή να ξεχάσεις εκείνα που ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- ξέχασε να μεγαλώσει, βλ. λ. μεγαλώνω·
- ξέχασε τ’ όνομά του, βλ. λ. όνομα·
- ξέχασέ το(ν)! ή ξέχνα το(ν)! μην το(ν) δίνεις σημασία, αγνόησέ το(ν): «αφού δε σου φέρεται καλά, ξέχνα τον! || αφού σου ήταν άχρηστο ξέχασέ το!»·
- ξεχνά η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια φορά, βλ. λ. πεθερά·
- ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει (η) δεξιά, βλ. λ. λαός·
- τ’ άκουσε και το ξέχασε, δεν έλαβε καθόλου υπόψη του αυτό που του είπα, αδιαφόρησε εντελώς: «του επεσήμανα πως έπρεπε να κάνουμε οπωσδήποτε περικοπές στις δαπάνες, αλλά αυτός τ’ άκουσε και το ξέχασε, και τώρα έχουμε πρόβλημα στην επιχείρηση». Συνών. είναι σαν να μην το άκουσε·
- τον ξέχασε ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- τον ξέχασε ο χάρος, βλ. λ. χάρος.

όπου

όπου, επίρρ. [<αρχ. ὅπου], όπου. 1. οπουδήποτε: «απ’ τη στιγμή που έχεις την άδειά μου, μπορείς να πηγαίνεις όπου θέλεις». 2. στο μέρος που, εκεί που: «γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται». (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- άμα έχεις το μπαμπάκι, όπου θες κάνεις κονάκι, βλ. λ. μπαμπάκι·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), επωφελήσου με οποιοδήποτε τρόπο μπορείς: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, βάλ’ τον όπου μπορείς και μη νοιάζεσαι για τίποτα»·
- είναι πολύ όπου, (στη νεοαργκό) είναι πολύ εντυπωσιακός: «δεν περνάει ποτέ απαρατήρητος, γιατί είναι πολύ όπου το άτομο»·
- κι όπου βγει, έκφραση αδιαφορίας για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή για την κατάληξη κάποιας πορείας μας: «θα συνεταιριστώ μαζί του κι όπου βγει || θα πάρω αυτόν το δρόμο κι όπου βγει». (Λαϊκό τραγούδι: τρελέ τσιγγάνε, τι με κοιτάς, έρημη μόνη με παρατάς; Πάμε τσιγγάνε, πριν την αυγή θα ’ρθω μαζί σου και όπου βγει
- κι όπου με βγάλει, έκφραση αδιαφορίας για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή για την κατάληξη κάποιας πορείας μας: «εγώ θα κάνω αυτή τη δουλειά κι όπου με βγάλει || θα πάρω αυτόν το δρόμο κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω πλούτη να σου χαρίσω, μα να πονέσεις δε θα σ’ αφήσω, σκέψου κι αν έχεις καρδιά μεγάλη, έλα μαζί μου κι όπου μας βγάλει 
- κι όπου με βγάλει η άκρη, βλ. λ. άκρη·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- οι όπου γης, βλ. λ. γη·
- όπου ακούς πολλά κεράσια, βάστα και μικρό καλάθι ή όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι, βλ. λ. κεράσι·
- όπου βγαίνει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όπου βρεθεί κι όπου σταθεί ή όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, σε οποιοδήποτε μέρος και πάντοτε: «όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, μιλάει πάντα με τα καλύτερα λόγια για τη γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: όπου σταθείς κι όπου βρεθείς θα λες για τ’ όνομά μου για τα καλά που γνώρισες στα χέρια τα δικά μου
- όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη, βλ. λ. χαρά·
- όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. λ. χαρά·
- όπου γης, βλ. λ. γη·
- όπου γης και πατρίς, βλ. λ. γη·
- όπου γουστάρεις κι αγαπάς (ενν. να σε πάω, να πάμε), βλ. λ. γουστάρω·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όπου δεν πίπτει (πέφτει) λόγος, πίπτει (πέφτει) ράβδος, βλ. λ. λόγος·
- όπου δυο κι αυτός τρεις, βλ. λ. αυτός·
- όπου κι αν, οπουδήποτε: «όπου κι αν κρυφτεί θα τον βρω»·
- όπου κι όπου, α. οπουδήποτε και χωρίς πρόγραμμα, χωρίς σκοπό: «τριγυρίζει όπου κι όπου || κάθεται όπου κι όπου και ξεχνιέται με την κουβέντα». β. (για πράγματα) οπουδήποτε και χωρίς τάξη: «αφήνει τα ρούχα του όπου κι όπου κι ύστερα ψάχνει να τα βρει || αφήνει τα εργαλεία του όπου κι όπου κι ύστερα του φταίνε οι άλλοι που τα χάνει»·
- όπου κόσμος και Κοσμάς, βλ. λ. κόσμος·
- όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κοκόρι·
- όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κόκορας·
- όπου λάχει, α. οπουδήποτε και τυχαία: «ξαπλώνει όπου λάχει || όταν πεινάει τρώει όπου λάχει». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα μην το παιδεύεις, βρε γυναίκα πονηρή, και το ρίχνεις όπου λάχει τον μπελά του για να βρει
- όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- όπου να ’ναι, α. συντομότατα: «όπου να ’ναι θα ’ρθει». β. οπουδήποτε και τυχαία: «δεν τρώει όπου να ’ναι, γιατί είναι πολύ σιχασιάρης». γ. (για πράγματα) σε διάφορα μέρη και χωρίς φροντίδα, ακατάστατα: «αφήνει τα πράγματά του όπου να ’ναι κι ύστερα τα ψάχνει με τις ώρες»·
- όπου όπου, βλ. φρ. όπου κι όπου·
- όπου πάει κι όπου βρεθεί, βλ. φρ. όπου βρεθεί κι όπου σταθεί. (Λαϊκό τραγούδι: σε καταριέμαι, όπου πας κι όπου βρεθείς,μια άσπρη μέρα στη ζωή σου να μη δεις
- όπου πάει κι όπου σταθεί, βλ. φρ. όπου πάει κι όπου βρεθεί·
- όπου πατά, χορτάρι δε φυτρώνει ή όπου πατήσει, χορτάρι δε φυτρώνει, βλ. λ. χορτάρι·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, βλ. λ. νερό·
- όπου σταματά η λογική, αρχίζει ο στρατός, βλ. λ. λογική·
- όπου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει, βλ. λ. μέλλει·
- όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όπου φτώχεια και γκρίνια, βλ. λ. φτώχεια·
- όπου φτωχός κι η μοίρα του, βλ. λ. φτωχός· 
- όπου φύγει φύγει, βιαστική φυγή, βιαστική απομάκρυνση από ένα μέρος, ιδίως από φόβο: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος, το ’βαλα στα πόδια κι όπου φύγει φύγει». (Λαϊκό τραγούδι: οι φρατέλοι σαν με δούνε, ψάχνουν δρόμο για να βρούνε, μα τους στρώνω στο κυνήγι και κείνοι όπου φύγει φύγει
- όπου χτυπάει καμπάνα, για πούστης για πουτάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- πάει όπου φυσάει ο άνεμος, βλ. λ. άνεμος·
- χώσ’ τον (χώσ’ την, χώσ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. φρ. βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) όπου μπορείς.

όπως

όπως, επίρρ. [<αρχ. ὅπως], όπως. 1. έτσι που, με τον τρόπο που παρουσιάζεται: «θα το φας όπως είναι ή μήπως θέλεις να το ζεστάνω;». 2. με όποιον τρόπο: «όπως και να του φέρεσαι, ευχαριστώ δε θ’ ακούσεις». (Ακολουθούν 47 φρ.)·
- κι όπως σου είπα ή κι όπως είπαμε, βλ. λ. είπα·
- όπως αγαπάς ή όπως αγαπάτε, βλ. λ. αγαπώ·
- όπως αποτώρα ή όπως και τ’ αποτώρα ή όπως κι αποτώρα ή όπως τ’ αποτώρα, όπως και προηγουμένως (δηλ. όπως είμαστε συνηθισμένοι, όπως είμαστε μαθημένοι). Λέγεται ως απάντηση στην απελπισμένη ερώτηση κάποιου: τώρα; (με την ένν. τι κάνουμε; ή τι θα κάνουμε;
- όπως βαράει ο ταμπουράς, βλ. λ. ταμπουράς·
- όπως βλέπεις, όπως αντιλαμβάνεσαι, όπως κατανοείς: «όπως βλέπεις, θέλω πολύ να σε βοηθήσω, αλλά δεν έχω τη δυνατότητα»·
- όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς ή όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς, βλ. λ. κοιμάμαι·
- όπως έστρωσες, θα πλαγιάσεις ή όπως στρώσεις, θα πλαγιάσεις, βλ. λ. πλαγιάζω·
- όπως θες (θέλεις), σύμφωνα με την επιθυμία σου: «δε θέλω ν’ ανησυχείς, γιατί όλα θα γίνουν όπως θες»·
- όπως θες (θέλεις) πάρ’ το ή πάρ’ το όπως θέλεις (θες), υπόθεσε ό,τι νομίζεις: «εγώ θα σου πω δυο λόγια για το καλό σου κι όπως θες πάρ’ το». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το κι εσύ·
- όπως και, βλ. φρ. σαν και, λ. σαν·
- όπως και να ή όπως κι αν, με οποιοδήποτε τρόπο, ανεξάρτητα με το πώς θα…, δεν έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο…, είτε έτσι είτε αλλιώς: «όπως και να του μιλήσεις, θυμώνει || όπως κι αν του συμπεριφερθείς, δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος»·
- όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- όπως και να το κάνει κανείς ή όπως και να το κάνεις ή όπως και να το πάρει κανείς ή όπως και να το πάρεις, α. λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να επέμβουμε σε κάτι, γιατί είναι ολοκληρωμένο είτε προς το καλό είτε προς το κακό, αποκλείεται οποιαδήποτε επέμβαση ή αλλαγή: «όπως και να το πάρει κανείς, δεν μπορεί να προσθέσει ή ν’ αφαιρέσει τίποτα, γιατί τα σχέδια είναι τέλεια || όπως και να το κάνει κανείς, δεν επιδέχεται καμιά διόρθωση, γιατί είναι τελείως καταστραμμένο». β. από οποιαδήποτε μεριά και να το εξετάσεις, ακόμη και αν εξαντλήσεις όλες τις πιθανότητες ή ακόμη κι αν λάβεις υπόψη σου τις αντίθετες γνώμες: «μπορεί να μην τον συμπαθώ, αλλά, όπως και να το κάνεις, ο άνθρωπος φέρθηκε εντάξει || όπως και να το πάρεις, ο άνθρωπος είναι αθώος»·
- όπως και να ’χει το πράγμα ή όπως και να ’χουν τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- όπως κάτσει η ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- όπως λάχει, α. όπως τύχει, στην τύχη: «αφήνει τα πράγματά του όπως λάχει κι ύστερα τα ψάχνει με τις ώρες». β. χωρίς προγραμματισμό, χωρίς τάξη: «δουλεύει όπως λάχει, γι’ αυτό δεν μπορεί να κάνει προκοπή». γ. βιαστικά και πρόχειρα είτε λόγω έλλειψης χρόνου είτε των κατάλληλων μέσων: «τσίμπησε κάτι όπως λάχει κι έφυγε βιαστικά || έφτιαξε το φράχτη όπως λάχει μέχρι να έρθει ο μάστορας»·
- όπως λέν’ τα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- όπως μας λαλήσουν, θα χορέψουμε, βλ. λ. λαλώ·
- όπως μου τα ’φερες ή όπως μου τα ’χεις φέρει, έκφραση απόγνωσης για τη δύσκολη θέση στην οποία μας έφερε κάποιος: «όπως μου τα ’χεις φέρει, δεν έχω τρόπο να δράσω». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές της τα ’ριξα δε θέλει να με ξέρει, τι θ’ απογίνω σκέφτομαι όπως μου τα ’χει φέρει;
- όπως μπορείς, α. με οποιονδήποτε τρόπο, εκ των ενόντων: «βολέψου τώρα όπως μπορείς κι αύριο βλέπουμε». β. με οποιονδήποτε τρόπο και χωρίς να νοιάζεσαι για τους άλλους: «κονόμησέ τα όπως μπορείς»·
- όπως όλοι κι εγώ ή όπως όλοι κι εμείς, βλ. λ. όλος·
- όπως όπως, με οποιονδήποτε τρόπο, βιαστικά και πρόχειρα, εκ των ενόντων: «κοίτα τώρα να κουκουλώσεις όπως όπως τη δουλειά, γιατί την έχεις άσχημα || έφαγε όπως όπως κι έφυγε || τον τελευταίο καιρό τη βολεύω όπως όπως». (Λαϊκό τραγούδι: ξεφυλλίζοντας απόψε τα όνειρά μου να περάσει όπως όπως η βραδιά μου
- όπως ορίζει ο Θεός ή όπως ορίσει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- όπως ορίζει ο νόμος, βλ. λ. νόμος·
- όπως παλιά ή όπως και παλιά, με τον ίδιο τρόπο που γινόταν στο παρελθόν: «συναντηθήκαμε ύστερα από πολλά χρόνια κι όπως παλιά, πήγαμε και το κάψαμε στα μπουζούκια»·
- όπως πάω, με τον τρόπο, καλό ή κακό, με τον οποίο εξελίσσονται τα πράγματα στη δουλειά μου και γενικά στη ζωή μου: «όπως πάω, με τη δουλειά που έχω, σε λίγο καιρό θα τα κονομήσω || όπως πάω, με την αναδουλειά που υπάρχει, θα χρεοκοπήσω μέσα σε λίγο καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: έχει ένα μπόι λεβεντιά σαν τη λαμπάδα· να ξέρεις, μάνα μου, τρελά τον αγαπώ κι όπως πάω, αν δεν τον πάρω, θα χτικιάσω γι’ αυτόνε, μάνα μου, στη μαύρη γη θα μπω
- όπως πλένεται η γάτα, βλ. λ. γάτα·
- όπως πρώτα ή όπως και πρώτα, με τον ίδιο τρόπο που γινόταν πρώτα: «πέρασαν τόσα χρόνια, κι η παρέα μας είναι δεμένη κι αγαπημένη όπως και πρώτα»·
- όπως σε βλέπω και με βλέπεις! α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνει κάποιος τα λόγια του συνομιλητή του, που έχουν αρνητική σημασία για κάποιον ή για κάτι, σίγουρα: «αφού έμπλεξε με τα ναρκωτικά, όπου να ’ναι τον βλέπω να τα κακαρώνει. -Όπως σε βλέπω και με βλέπεις || αν ξεκινήσει μ’ αυτή τη σακαράκα να πάει στην Αθήνα, σίγουρα θα μείνει στο δρόμο. -Όπως σε βλέπω και με βλέπεις». β. χωρίς καμιά αμφιβολία, με πλήρη βεβαιότητα: «είσαι σίγουρος, πως θα ’ρθει κι ο τάδε στο συνέδριο; -Όπως σε βλέπω και με βλέπεις». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ω παρατεταμένο. Συνών. καλά να ’σαι(!)·
- όπως σου είπα, α. σύμφωνα με αυτά που προανέφερα: «όπως σου είπα, μόλις ο άλλος αντιλήφθηκε την απάτη, πήγε κατευθείαν στον εισαγγελέα». β. σύμφωνα με τον τρόπο που σου είπα, σύμφωνα με τους όρους μου: «αν γίνουν τα πράγματα όπως σου είπα, τότε πολύ ευχαρίστως να συνεταιριστούμε»·
- όπως τα ’κανες, τώρα φά ’τα, βλ. λ. τρώγω· 
- όπως τα φέρει η ζωή, βλ. λ. ζωή·
- όπως τα φέρει η μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- όπως τα φέρει η τύχη, βλ. λ. τύχη·
- όπως το δει κανείς, βλ. λ. είδα·
- όπως το πάρει κανείς, βλ. λ. παίρνω·
- όπως τον γέννησε η μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- όπως του βαρούν, χορεύει, βλ. λ. βαρώ·
- όπως του κανοναρχείς, ψέλνει, βλ. λ. κανοναρχώ·
- όπως του λαλούν, χορεύει, βλ. λ. λαλώ·
- όπως του παίζουν, χορεύει, βλ. λ. παίζω·
- όπως φαίνεται, βλ. φρ. απ’ ό,τι φαίνεται, λ. φαίνομαι·
- παίρνω τα πράγματα (έτσι) όπως (μου) έρχονται, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- παίρνω τη ζωή (έτσι) όπως (μου) έρχεται, βλ. λ. ζωή·
- πετώ (σε κάποιον κάτι) όπως πετάνε στο σκύλο το ψωμί, βλ. λ. σκύλος·
- τον (το) αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι, βλ. λ. διάβολος·
- τον (το) φοβάται, όπως ο διάβολος το λιβάνι, βλ. λ. διάβολος.

παιδί

παιδί, το, ουσ. [<αρχ. παιδίον, υποκορ. του ουσ. παῖς]. 1. το μικρό αγόρι ή κορίτσι: «δεν είσαι πια παιδί να παίζεις με τις κούκλες». 2. νεαρό γκαρσόνι: «παιδί, ποιος θα ’ρθει να πάρει την παραγγελία;». Συνήθως της λ., στην περίπτωση του καλέσματος ,προτάσσεται το ψιτ. 3. νεαρός υπάλληλος καταστήματος ή γραφείου για βοηθητικές δουλειές ή μικροθελήματα, που υπηρετεί τους άλλους, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ο μικρός του καταστήματος: «στείλε το παιδί να πάρει μια τυρόπιτα || έστειλε το παιδί στην τράπεζα να πληρώσει μια επιταγή». 4. λέγεται αντί ονόματος, όταν απευθυνόμαστε σε άγνωστο νεαρό: «παιδί, πως θα βρω αυτή την διεύθυνση;». Συνήθως της λ. πολλές φορές προτάσσεται το ψιτ. 5. ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «την είδα με το παιδί της να κάνει βόλτα στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είναι αυτός ο αψηλός, ποιος είναι αυτός ο τύπος, άντρας σου είναι ή γνωστός ή το παιδί σου μήπως). 6. το τέκνο: «έχει τρία παιδιά». 7. (παλιότερα) το αρσενικό νεογέννητο και, κατ’ επέκταση, το καθένα από τα αρσενικά τέκνα μιας οικογένειας. Ακόμη και μέχρι πριν από λίγα χρόνια, κατάλοιπο της ανδροκρατίας, σε αρκετές περιοχές της επαρχίας παιδί θεωρούσαν μόνο το αρσενικό τέκνο και έτσι ακουγόταν πολλές φορές το εξής εξωφρενικό: αυτός έχει τρία παιδιά και δυο κορίτσια, με το συμπάθιο. Αυτό το με το συμπάθιο, καταμαρτυρούσε το πόσο υποβιβασμένη ήταν η γυναίκα μέσα στην κοινωνία. Βέβαια, ως εξήγηση, δυο είναι οι λόγοι που οι οικογένειες της επαρχίας ξεχώριζαν τόσο πολύ το αρσενικό παιδί από το κορίτσι και επιζητούσαν με λαχτάρα τη γέννηση αρσενικών τέκνων: ο πρώτος λόγος είναι ότι τα αρσενικά χέρια θεωρούνταν πιο παραγωγικά στα χωράφια και γενικά στις γεωργικές εργασίες· ο δεύτερος ότι με το αρσενικό τέκνο δεν ήταν υποχρεωμένοι οι γονείς να νοιάζονται για προίκα, αφού το έθιμο είναι η νύφη να δίνει προίκα στο γαμπρό. 7. άνθρωπος περασμένης ηλικίας που νεάζει, που παριστάνει το νέο ή που διατηρείται νέος: «εξήντα χρονών παιδί». 8α. στον πλ. τα παιδιά, οι φίλοι, η παρέα αγόρια και κορίτσια, άντρες και γυναίκες: «την Κυριακή όλα τα παιδιά θα πάμε εκδρομή στον Όλυμπο». (Λαϊκό τραγούδι: τα παιδιά, τα παιδιά, τα φιλαράκια τα καλά τα σνομπάρεις και δε δίνεις σημασία πια καμιά). β. οι συνάδελφοι, οι σύντροφοι: «ο εχθρός μας είχε περικυκλώσει αλλ’ ευτυχώς είχαν έρθει τα παιδιά απ’ το τάγμα κι έτσι απεγκλωβιστήκαμε». (Τραγούδι: τα παιδιά τους καρτερούσαν του στρατού του λαϊκού και με τις χειροβομβίδες τους εκάναν τ’ αλατιού). 9. (στη γλώσσα της αργκό) οι άντρες της Αμέσου Δράσεως, και γενικά οι μπάτσοι: «λίγα λεπτά μετά το τηλεφώνημα πλάκωσαν τα παιδιά». 10. τα μέλη μιας οργάνωσης, ιδίως παράνομης, τα μέλη μιας συμμορίας: «πάρε μερικά απ’ τα παιδιά και πήγαινε να ξεκαθαρίσεις την κατάσταση». Υποκορ. παιδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αγέννητο το παιδί, αγορασμένη η σκούφια, βλ. λ. σκούφια·
- αλλάζω το παιδί, του φορώ καθαρά ρούχα: «μια στιγμή ν’ αλλάξω το παιδί, που κατουρήθηκε, κι έρχομαι»·
- αμάρτησα για το παιδί μου, ειρωνική έκφραση, που απευθύνεται σε γυναίκα με πλούσια ερωτική δράση: «ξέρω, ξέρω γιατί πας με τόσους πολλούς άντρες, αμάρτησα για το παιδί μου». Αναφορά στις μελό ταινίες του νεοελληνικού κινηματογράφου του 1950 και του 1960, όπου η συγκεκριμένη έκφραση αποτελούσε τη συνηθισμένη δικαιολογία της φτωχής μητέρας που ενέδιδε στις ερωτικές προτάσεις των πλούσιων αφεντικών της για να αναθρέψει το παιδί της·
- αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, όποιος θέλει να βρει το δίκαιό του, πρέπει να το απαιτήσει με επιμονή και υπομονή: «πρέπει να πας παλικαρίσια και να του ζητήσεις να επανορθώσει την αδικία που σου έκανε, γιατί, αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί». Συνών. αν δε φωνάξει το μωρό δεν το ταΐζει η μάνα του / αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, λ. γάιδαρος·
- απ’ τη λεχώνα ως τη μαμή χάθηκε το παιδί, βλ. λ. λεχώνα·
- από παιδί, από την παιδική ηλικία: «από παιδί ήταν φρόνιμος και υπάκουος»·
- άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο παιδί στη ρούγα, συμβαίνει πολλές φορές, όταν κάποιο παιδί γεννηθεί άσχημο, να γίνει όμορφο όταν μεγαλώσει: «μη στενοχωριέσαι που δε γεννήθηκε όμορφος ο γιος σου, γιατί, όπως λέει κι ο λαός, άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο παιδί στη ρούγα»·
- άτιμο παιδί! βλ. λ. άτιμος·
- βαστώ το παιδί, βλ. φρ. κρατώ το παιδί·
- βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει, βλ. λ. ζευγάρωμα·
- δε γνωρίζει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδιά! ή δεν είμαστε απ’ αυτά τα παιδιά! βλ. φρ. δεν είμαι απ’ αυτά τα παιδάκια! λ. παιδάκι·
- δεν είμαστε παιδιά! βλ. φρ. παιδιά είμαστε(!)·
- δεν μπορεί να βαστήξει παιδί, (για γυναίκες) βλ. φρ. δεν μπορεί να κρατήσει παιδί·
- δεν μπορεί να κρατήσει παιδί, (για γυναίκες) κάνει συνέχεια αποβολές: «χρόνια τρέχουν στους γιατρούς, γιατί δεν μπορεί να βαστήξει παιδί»·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, βλ. λ. δουλειά·
- εγκλημάτησα για το παιδί μου, βλ. φρ. αμάρτησα για το παιδί μου·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις, βλ. λ. χαντούμης·
- εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- είναι άξιο παιδί (τέκνο) του πατέρα του, α. έχει όλα τα προτερήματα του πατέρα του. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας πως έχει όλα τα ελαττώματα του πατέρα του·
- είναι δικό μας παιδί, είναι του περιβάλλοντός μας ή ανήκει στον ίδιο πολιτικό χώρο με εμάς: «πρέπει να τον βοηθήσουμε όσο μπορούμε, γιατί είναι δικό μας παιδί»·
- είναι δικό μου παιδί, για το συγκεκριμένο άτομο ενδιαφέρθηκα προσωπικά για την επαγγελματική ή καλλιτεχνική  του ανέλιξη: «αυτός ο πετυχημένος ζωγράφος, είναι δικό μου παιδί»·
- είναι ένα μεγάλο παιδί, παρ’ όλη την ηλικία του είναι αθώος, καλός και ανοιχτόκαρδος, εξακολουθεί να έχει τα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας: «μην τον βλέπεις έτσι σοβαρό και απλησίαστο, γιατί, αν τον γνωρίσεις καλά, θα δεις πως στην πραγματικότητα είναι ένα μεγάλο παιδί»·
- είναι παιδί της μαμάς του, λέγεται για καλομαθημένο παιδί, για παιδί που είναι μαμόθρεφτο (βλ. λ.): «είναι μαθημένος να του κάνουν όλα τα χατίρια, γιατί από μικρός είναι παιδί της μαμάς του»·
- είναι παιδί του πατέρα του, βλ. φρ. είναι άξιο παιδί (τέκνο) του πατέρα του·
- είναι της μάνας του παιδί, βλ. λ. μάνα·
- έχει καρδιά μικρού παιδιού, βλ. λ. καρδιά·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα; ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; ειρωνική έκφραση σε άτομο που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας κοροϊδέψει, να μας ξεγελάσει: «αν μου δώσεις σήμερα διακόσια χιλιάρικα, θα σου επιστρέψω αύριο πεντακόσια. -Έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα;». Άλλες φορές πριν και άλλες φορές μετά τα παιδιά, προτάσσεται ή ακολουθεί το έξυπνα·
- η αλεπού με το παιδί της ένα δέρμα κρατούνε, βλ. λ. αλεπού·
- η χελώνα το παιδί της αγγελόπουλο το κράζει, βλ. λ. χελώνα·
- η ώρα του παιδιού, βλ. λ. ώρα·
- θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου, έκφραση με την οποία προκαλούμε κάποιον να αποδείξει έμπρακτα αυτό που ισχυρίζεται πως μπορεί να κάνει: «για όλα αυτά που μου λες, θέλω μια χειροπιαστή απόδειξη. Ορίστε λοιπόν· θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου. Ανέλαβε τη δουλειά και τελείωσέ την στο χρόνο που λες». Συνών. άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί / ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα·
- καιρός πανί, καιρός παιδί, βλ. λ. καιρός·
- κακό παιδί, χαρακτηρίζει νεαρό που είναι ανήθικος, άτακτος και απατεώνας: «να μην κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι κακό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι παιδί κακό,γιατί θέλεις να πονώ, έφτασ’ η ψυχή στο στόμα μ’ ένα ασόδυο ακόμα απ’ τον κόσμο θα χαθώ
- καλό παιδί, α. χαρακτηρίζει νεαρό που είναι ηθικός, τίμιος, φρόνιμος: «ακούει και σέβεται τους μεγαλύτερούς του, γιατί είναι καλό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι το καλό παιδί αυτό που γνώρισες εσύ, τώρα μ’ αρέσει να γυρνάω και το καλό παιδί ξεχνάω).β. χαρακτηρίζει νεαρό που έχει φιλότιμο, μπέσα: «είναι καλό παιδί και μπορείς να τον εμπιστευτείς άφοβα». (Λαϊκό τραγούδι: τον κοιτούσαμε θλιμμένοι και με πόνο στην καρδιά, γιατί ήταν στην παρέα απ’ τα πιο καλά παιδιά)· βλ. και φρ. το καλό παιδί·
- καλό παιδί, αλλά χάλασε στη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- καλώς τα παιδιά! ή καλώς τα τα παιδιά! α. φιλική προσφώνηση στην παρέα μας ή σε κάποια άλλη παρέα. (Δημοτικό τραγούδι: γεια σου χαρά σου γέρο, καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά). β. πολλές φορές, η φιλική αυτή προσφώνηση μπορεί να γίνει και από την παρέα προς ένα μόνο άτομο: «βρε, καλώς τα παιδιά, καιρό είχαμε να σε δούμε!». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση ή και με δυσφορία, όταν έρχονται στην ομήγυρη ανεπιθύμητα άτομα, ιδίως αστυνομικοί και μπορεί να γίνει και προς ένα μόνο άτομο. Σε αυτοί την περίπτωση η φρ. εκφέρεται μουρμουριστά και με ελαφρό στρίψιμο του κεφαλιού προς τα πλάγια ή κατέβασμα προς τα κάτω, για να μη φανούν τα χείλη που ανοιγοκλείνουν· βλ. και φρ. καλώς το παιδί(!)·
- καλώς το παιδί! ή καλώς τα παιδιά! ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα: «θέλω να πας να μου πληρώσεις τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε. και να μου δώσεις και δέκα χιλιάδες ευρώ που τα χρειάζομαι. -Καλώς το παιδί!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε. Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο· βλ. και φρ. καλώς τα παιδιά! ή καλώς τα τα παιδιά(!)·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, λέγεται στην περίπτωση που κάποιοι γονείς αντιμετωπίζουν την αδιάφορη, άστοργη ή αχάριστη στάση των παιδιών τους. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το κι ύστερα σου λένε·
- κάνε παιδί να δεις χαΐρι ή κάνε παιδιά να δεις χαΐρι, βλ. φρ. κάνε παιδί να δεις καλό·
- κάνω σαν παιδί, συμπεριφέρομαι με αφέλεια, παιδιαρίζω: «πρέπει ν’ αρχίσεις να σκέφτεσαι πιο σοβαρά και να πάψεις επιτέλους να κάνεις σαν παιδί»·
- καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω, δηλώνει πως οι γονείς λένε μερικές φορές πάνω στα νεύρα τους πολύ σκληρά λόγια για τα παιδιά τους, χωρίς όμως να τα εννοούν: «μου ’χει φάει τη ζωή το παλιόπαιδο μέχρι να το μεγαλώσω, που να σπάσει το πόδι του, όμως πρόσεχε, γιατί καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω»·  
- κλαίει σαν παιδί, κλαίει σπαραχτικά: «όταν βλέπει κάποια παλιά ελληνική κοινωνική ταινία, κλαίει σαν παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτωσε στης μοναξιάς μου το στενό κελί, μόνος μου κι αυτό το βράδυ κλαίω σαν παιδί
- κρατώ το παιδί, (για γυναίκες) αποφασίζω να μην κάνω έκτρωση, αποφασίζω να το γεννήσω: «αν και δεν ήταν παντρεμένη μαζί του, αποφάσισε να κρατήσει το παιδί»·
- μένω παιδί, συμπεριφέρομαι σαν παιδί (παρόλο που έχω μεγαλώσει): «παρά τα χρόνια που κουβαλάει, έμεινε παιδί»·
- μη γίνεσαι παιδί! συμπεριφέρσου όπως αρμόζει στην ηλικία σου, μη γίνεσαι αφελής, μην κάνεις παιδιαρίσματα: «πρέπει να σκεφτείς καλά πώς θα ενεργήσεις, μη γίνεσαι παιδί! || θα σε ρίξει οπωσδήποτε, αν πιστέψεις αυτά που σου λέει, μη γίνεσαι παιδί! || αφού πρέπει να πάρεις το φάρμακο σου, θα κλείσεις τα μάτια και θα το καταπιείς, μη γίνεσαι παιδί!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα τώρα·
- μην κάνεις σαν παιδί! βλ. φρ. μη γίνεσαι παιδί(!)·
- μην κλοτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ’ τα παιδιά σου, βλ. λ. γονικά·
- μην τάξεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι, βλ. λ. κερί·
- να κλαίει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- να μη χαρώ τα παιδιά μου! όρκος που δίνουμε σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που του λέμε: «να μη χαρώ τα παιδιά μου, αν νομίζεις πως σου λέω ψέματα!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!) ·
- να παιδί, να μάλαμα! ειρωνική έκφραση για νεαρό άτομο που συμπεριφέρεται άπρεπα, ανάγωγα και προκλητικά σε μεγαλύτερους ή στους γονείς του·
- να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει ή να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, βλ. λ. μάνα·
- να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- να χαρείς τα παιδιά σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «δώσε μου σε παρακαλώ αυτά τα λεφτά που μου χρειάζονται, να χαρείς τα παιδιά σου! || να χαρείς τα παιδιά σου, πάρε με με τ’ αυτοκίνητό σου μέχρι την πόλη!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ο … (ακολουθεί επώνυμο), ο … (ακολουθεί επώνυμο) και τ’ άλλα παιδιά, (στη γλώσσα του μπάσκετ και του ποδοσφαίρου) τα δυο άτομα που αναφέρονται και που θεωρούνται ηγετικές φυσιογνωμίες και οι συναθλητές τους, και οι υπόλοιποι άξιοι παίχτες της ομάδας τους. Οι δυο πρώτοι αθλητές που ακούστηκαν ήταν ο Γκάλης και ο Γιαννάκης, όταν έπαιζαν στην ομάδα μπάσκετ του Άρη Θεσσαλονίκης στη δεκαετία των μεγάλων επιτυχιών 1980-1990 και όταν η εθνική ομάδα του μπάσκετ πήρε το ευρωπαϊκό κύπελλο το 1987 στην Αθήνα και ύστερα από πολλά χρόνια, οι αθλητές που ακούστηκαν ήταν ο Ζαγοράκης και ο Χαριστέας της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, που το 2004 κατέκτησε το ευρωπαϊκό κύπελλο στη Λισσαβόνα: «ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και τ’ άλλα παιδιά, χάρισαν στην Ελλάδα το ευρωπαϊκό κύπελλο μπάσκετ || ο Ζαγοράκης, ο Χαριστέας και τ’ άλλα παιδιά, χάρισαν δόξα στην Ελλάδα, αφού κατάφεραν και κατέκτησαν το 2004 το ευρωπαϊκό κύπελλο ποδοσφαίρου»·    
- ο πλούσιος με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του, πολλές φορές οι φτωχοί είναι πιο ευτυχισμένοι από τους πλούσιους: «δούλεψε σκληρά για να κάνει λεφτά κι έμεινε μαγκούφης στη ζωή του, ενώ ο αδερφός του που είναι φτωχός, έχει ολόκληρη οικογένεια που τη βλέπει και τη χαίρεται, κι έτσι, έμεινε ο πλούσιος με τα φλουριά κι ο φτωχός με τα παιδιά του». Πρβλ.: στο σεράι δάκρυ τρέχει, στην καλύβα πέρα βρέχει, ευτυχία και παράς δεν πάν’ μαζί (Λαϊκό τραγούδι).Συνών. ο πλούσιος έχει τα φλουριά και ο φτωχός τα γλέντια·
- ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι, βλ. λ. ύπνος·
- όποιος έχει ψώρα και παιδί, στη γειτονιά να μην κατεβεί, βλ. λ. γειτονιά·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- παιδί αστέρι, α. πολύ καλό παιδί, ξεχωριστό. Απότην εικόνα των αστεριών που λάμπουν στον ουρανό. β. (ειρωνικά) εντελώς το αντίθετο: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι παιδί αστέρι και θα σε μπλέξει»·
- παιδί για όλες τις δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- παιδί θαύμα, παιδί που, παρά τη μικρή του ηλικία, έχει εκπληκτικές ικανότητες σε ένα είδος: «ο Μότσαρτ υπήρξε παιδί θαύμα στο χώρο της μουσικής || ο γιος του τάδε είναι παιδί θαύμα στα μαθηματικά || ο τάδε είναι παιδί θαύμα στο σκάκι»·
- παιδί μου! ή παιδί μου εσύ! θαυμαστικό επιφώνημα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- παιδί μου ατελείωτο! θαυμαστικό επιφώνημα σε ψηλή και όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας: «τι κορμάρα είσαι εσύ, παιδί μου ατελείωτο!»·
- παιδί ’ναι και παιδεύεται, α. ειρωνική αναφορά σε άτομο που ασχολείται συνέχεια με διάφορες εργασίες, χωρίς να αποκομίζει κάποιο κέρδος, και όμως, εξακολουθεί να προγραμματίζει νέες. β. ειρωνική αναφορά σε άτομο που προσπαθεί να επιδιορθώσει κάτι, χωρίς να έχει τις απαραίτητες γνώσεις, και όμως, επιμένει. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άσ’ τον ή το άσ’ τον μωρέ·
- παιδί πράμα! α. έκφραση με την οποία επιτιμούμε κάποιον για κάποια ενέργειά του, αλλά παράλληλα κεντρίζουμε το φιλότιμό του, ώστε στο εξής να ενεργεί σωστά: «επιτρέπεται τώρα εσύ, παιδί πράμα, να συμπεριφέρεσαι έτσι άσχημα σε γέρο άνθρωπο!». β. λέγεται και με συμπάθεια: «παιδί πράμα κι από μικρός στα βάσανα»· βλ. και φρ. παιδάκι πράμα! παιδάκι·
- παιδί σκεπάρνι, (στη γλώσσα της αργκό) α. άνθρωπος ανόητος, βλαμμένος, που έχει εγκεφαλική βλάβη, σαν να έχει δεχτεί στο κεφάλι του χτύπημα με σκεπάρνι: «μην περιμένεις να καταλάβει τι του λες, γιατί είναι παιδί σκεπάρνι». β. άνθρωπος πολύ κουραστικός, μονότονος, χοντροκομμένος, όπως και η εργασία που επιτελεί κανείς με το σκεπάρνι: «βαριέσαι να κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι παιδί σκεπάρνι»·
- παιδί σφυρί, βλ. φρ. παιδί σκεπάρνι·
- παιδί τζιμάνι, το λεβεντόπαιδο, το παλικάρι που έχει καλό χαρακτήρα, που είναι καθώς πρέπει: «ο τάδε είναι το πιο τζιμάνι παιδί της παρέας μας». (Λαϊκό τραγούδι: μήπως είσαι από τη Μάνη κι είσαι ένα παιδί τζιμάνι
- παιδί τζιτζίκι, άνθρωπος ανόητος, φλύαρος, χαζός: «παιδί τζιτζίκι τώρα, κάθεσαι και του δίνεις σημασία!». Από τον χαρακτηριστικό ήχο που βγάζουν τα τζιτζίκια, που είναι ιδίως ενοχλητικός και χωρίς καμιά πρωτοτυπία ή μελωδία·
- παιδί της μάνας του (του πατέρα του) ή παιδί της μαμάς του (του μπαμπά του), α. μοιάζει στη μορφή τη μητέρα του (τον πατέρα του) ή έχει τα ελαττώματα ή τα προτερήματα της μητέρας του (του πατέρα του): «είναι πολύ καθαρό παιδί, ολόιδιο παιδί της μάνας του || πώς να μη γίνει χαρτοπαίχτης, αφού είναι παιδί του πατέρα του!». β. είναι πολύ καλομαθημένος, δεν έχει άμεση γνώση των δυσκολιών της ζωής, δεν εργάζεται και συντηρείται από τη μητέρα του (τον πατέρα του): «έγινε κοτζάμ παλικάρι κι ακόμη είναι παιδί του πατέρα του»·
- παιδί της Παναγιάς, α. είναι πάρα πολύ τυχερός: «τράκαρε μ’ ολόκληρο φορτηγό και δεν έπαθε τίποτα, γιατί είναι παιδί της Παναγιάς». β. πρόκειται για άτομο τίμιο, ηθικό: «τον εμπιστεύομαι απόλυτα, γιατί είναι παιδί της Παναγιάς». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι εργατόπαιδο, μα έχω ψυχή μεγάλη, είμαι παιδάκι του λαού της Παναγιάς και του Θεού, μα με ζεστή αγκάλη  
- παιδί του δρόμου, το φτωχόπαιδο, αλλά και το αλητόπαιδο: «δε θέλω να κάνεις παρέα με παιδιά του δρόμου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι του δρόμου το παιδί το παραπεταμένο και σαν σκυλάκι κάθομαι στους πάγκους το καημένο
- παιδί του λαού, εξέχον πρόσωπο, ιδίως διακεκριμένος καλλιτέχνης με λαϊκή καταγωγή, που το έργο του έχει μεγάλη λαϊκή απήχηση: «ο ηθοποιός Ν. Ξανθόπουλος υπήρξε το αγαπημένο παιδί του λαού γιατί ενσάρκωσε στα έργα του τους πόνους και τους πόθους των απλοϊκών ανθρώπων». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι εργατόπαιδο, μα έχω ψυχή μεγάλη, είμαι παιδάκι του λαού της Παναγιάς και του Θεού, μα με ζεστή αγκάλη
- παιδί του σωλήνα, παιδί που γεννήθηκε με τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης: «αυτό το ζευγάρι δεν μπορούσε να κάνει παιδί κι απόκτησε παιδί του σωλήνα»·
- παιδιά είμαστε! έκφραση με την οποία θέλουμε να επιβεβαιώσουμε τον συνομιλητή μας πως ενεργούμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα και πως θα πραγματοποιήσουμε οπωσδήποτε αυτό που προηγουμένως του υποσχεθήκαμε: «δηλαδή, θα μου δώσεις αυτό το ποσό που μου χρειάζεται; -Παιδιά είμαστε!». Συνήθως άλλοτε της φρ. προτάσσεται το έλα ή το καλά και άλλοτε η φρ. κλείνει με το τώρα ή είναι φορές που της φρ. προτάσσεται το έλα ή το καλά και κλείνει παράλληλα με το τώρα·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, ομάδα ή ομάδες ανθρώπων που βρίσκονται σε τέλεια εξαθλίωση, που υποφέρουν τα πάνδεινα: «πολλές φυλές της Αφρικής είναι παιδιά ενός κατώτερου Θεού»·
- παιδιά σκυλιά δεν έχει, βλ. φρ. δεν έχει ούτε γατιά ούτε σκυλιά, λ. γατί·
- παιδιά της αγοράς, βλ. φρ. παιδιά της πιάτσας. (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα σε σένα, Γιάννη, παιδί της αγοράς, χίλια διακόσια φράγκα τη μάπα να τη φας
- παιδιά της Ασφάλειας, (των Ηθών, της Τροχαίας), οι αστυνομικοί της Ασφάλειας, (των Ηθών, οι τροχονόμοι): «αν μπλέξεις με τα παιδιά της Ασφάλειας, θα ’χεις κακά ξεμπερδέματα»·
- παιδιά της άφρας, οι κλέφτες, οι λωποδύτες: «τα παιδιά της άφρας έχουν μια αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ τους»·
- παιδιά της κούπας, οι πότες: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα παιδιά της κούπας, κάθε βράδυ γυρίζει στο σπίτι του παραπατώντας». Από το ότι παλιά έπιναν  στο κρασοπουλειό το κρασί μέσα σε κούπες·   
- παιδιά της μάσας, (στη γλώσσα της αργκό) εκείνοι οι άνθρωποι, που δεν κάνουν τίποτα αν δεν πρόκειται να κερδίσουν κάτι νόμιμα ή παράνομα, που πρέπει δηλ. να φάνε για να κάνουν κάτι: «αυτός είναι απ’ τα παιδιά της μάσας και δεν κάνει τίποτα χωρίς κέρδος»·
- παιδιά της μπάτσικας, (στη γλώσσα της αργκό) οι χασομέρηδες, οι αργόσχολοι. «στη Θεσσαλονίκη, τα παιδιά της μπάτσικας μαζεύονταν στο Πτι Παλέ ή στο Ματζέστικ όπου και ξημεροβραδιάζονταν». Από το ότι η μπάτσικα ήταν παιχνίδι που παιζότανε στο μπιλιάρδο ή στο χαρτοπαίγνιο και είχε μεγάλη χρονική διάρκεια·
- παιδιά της ντάγκλας, (στη γλώσσα της αργκό) οι ναρκομανείς, οι πρεζάκηδες: «είναι αβέβαιο το μέλλον των παιδιών της ντάγκλας»·
- παιδιά της πιάτσας, οι άνθρωποι της αγοράς, που ασχολούνται με το πάρε δώσε, με το αλισβερίσι, νόμιμο ή παράνομο και, κατ’ επέκταση, οι έξυπνοι, οι ξύπνιοι, οι καταφερτζήδες: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις εύκολα, γιατί από μικρός μεγάλωσε με τα παιδιά της πιάτσας». Πρβλ.: είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα (Λαϊκό τραγούδι)·
- παιδιά της πλατείας, (στη νεοαργκό) αυτοί που συχνάζουν σε πλατείες, ιδίως της πλατείας Εξαρχείων, οπότε η έμφαση δίνεται στους αναρχικούς, ή της πλατείας Κολονακίου, οπότε η έμφαση δίνεται στα βουτυρόπαιδα, στους φλώρους: «έδρασαν πάλι τα παιδιά της πλατείας κι έκαψαν το Πολυτεχνείο || τα παιδιά της πλατείας ήταν αραχτά στις πολυθρόνες τους κι έπιναν το φραπόγαλά τους»·
- παιδιά της σούρας, οι μπεκρήδες: «κάθε βράδυ μαζεύονται τα παιδιά της σούρας στο τάδε ουζερί και τα κοπανάνε μέχρι τα ξημερώματα»·
- παιδιά της τράπουλας, οι χαρτοπαίχτες: «αφού έμπλεξες με τα παιδιά της τράπουλας, σίγουρα θα καταστραφείς»·
- παιδιά της τσόχας, α. βλ. φρ. παιδιά της τράπουλας. β. παίχτες ζαριών: «τα παιδιά της τσόχας είναι πιο τζογαδόροι απ’ τα παιδιά της τράπουλας»· βλ. και λ. τσόχα·
- παιδιά της φάρας, (στη γλώσσα της αργκό) α. τα παιδιά της πιάτσας (βλ. φρ.): «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα παιδιά της φάρας, κονόμησε ένα κάρο λεφτά». β. τα άτομα που ανήκουν στον ίδιο επαγγελματικό χώρο, στην ίδια συντεχνία: «μπορεί και ο τάδε να μας πει από τι πάσχει το αμάξι, γιατί είναι κι αυτός απ’ τα παιδιά της φάρας», δηλ. είναι κι αυτός μηχανικός αυτοκινήτων·
- παιδιά της φούμας, (στη γλώσσα της αργκό) οι χασικλήδες: «αφού έμπλεξες με τα παιδιά της φούμας, σίγουρα σε βλέπω στη φυλακή»·
- παιδιά του Θεού, λέγεται για κάθε άνθρωπο: «δεν πρέπει να μαλώνουμε, γιατί όλοι είμαστε παιδιά του Θεού»·
- παιδιά του ταραφιού, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. φρ. παιδιά της φάρας·
- παιδιά των λουλουδιών, οι χίπηδες (βλ. λ.)·
- παιδιά των φαναριών, ανήλικα φτωχά παιδιά που στέκονται στις οδικές διαβάσεις και καθαρίζουν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, ελπίζοντας στα φιλεύσπλαχνα αισθήματα των οδηγών. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά είναι ξένης υπηκοότητας: «τα παιδιά των φαναριών έχουν απασχολήσει πολλές φορές τα Μ.Μ.Ε.»·
- παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι, βλ. λ. παπάς·
- παραμύθια για μικρά παιδιά, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένω παιδί, (για γυναίκες) είμαι έγκυος: «κάθε φορά που βλέπω στο λεωφορείο γυναίκα που περιμένει παιδί, σηκώνομαι και της παραχωρώ τη θέση μου»·
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, λέγεται για άτομο που, ενώ δεν το υπολογίζουμε, αποδεικνύεται στο τέλος πιο άξιο από άλλο ή άλλα: «αυτόν τον υπάλληλο δεν τον υπολόγιζα καθόλου, αλλά αποδείχτηκε πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού και με στήριξε όσο κανένας άλλος»· 
- πιάνω παιδί, (για γυναίκες), μένω έγκυος: «είναι η τρίτη φορά που πιάνει παιδί μέσα σε τέσσερα χρόνια»·
- πολλές μαμές, στραβό το παιδί, βλ. λ. μαμή·
- πώς πάν’ κόρακα τα παιδιά σου; - Όσο πάνε και μαυρίζουν, λέγεται για αυτούς που πηγαίνουν όλο προς το χειρότερο·
- ρε παιδιά! λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να εκφράσουμε τη δυσφορία μας σε κάποιο όμιλο παιδιών, νεαρών ή προς την παρέα μας για ενέργειά τους που τη θεωρούμε απαράδεκτη ή που μας ενοχλεί: «ρε παιδιά, μην ενοχλείτε γέρο άνθρωπο! || ρε παιδιά, κάντε λίγη ησυχία, μήπως μπορέσουμε και κοιμηθούμε!». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο·
- ρε παιδιά, φιλική προσφώνηση στην παρέα: «τι λέτε, ρε παιδιά, πάμε ν’ ακούσουμε κανένα μπουζουκάκι;»·
- ρίχνω το παιδί, α. (για γυναίκες), κάνω έκτρωση: «επειδή έμεινε έγκυος, χωρίς να είναι παντρεμένη, πήγε σ’ ένα γιατρό κι έριξε το παιδί». β. πιο σπάνια κάνω αποβολή, αποβάλλω: «ήταν τόσο μεγάλος ο φόβος που πήρε, ώστε έριξε το παιδί»·
- σαν μικρό παιδί, στερεότυπη έκφραση που χαρακτηρίζει κάποιον ενήλικο ο οποίος έχει συμπεριφορά μικρού παιδιού: «μόλις τον αγριέψεις λίγο, φοβάται σαν μικρό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχό σαν λάχαινε να δει δάκρυζε σαν μικρό παιδί κι ως είχε και παράδες, μοίραζε ψώνια αγκαλιά κάθε Χριστού και Πασχαλιά στους φτωχομαχαλάδες)· 
- σαν παιδί ή σαν παιδί κι εγώ, α. έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογηθούμε για κάποιο μας ατόπημα: «σαν παιδί κι εγώ έκανα ένα λάθος». β. έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογηθούμε για κάποια ενέργειά μας, που δεν έπρεπε να γίνει και που σχολιάζεται αρνητικά από τον περίγυρό μας: «σαν παιδί κι εγώ, ήθελα ένα αυτοκίνητο και δανείστηκα λεφτά για να τ’ αγοράσω, κακό είναι;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. σαν άνθρωπος ή σαν άνθρωπος κι εγώ·
- σε γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις! απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα του επιβάλουμε άγρια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, παραδειγματικά: «σε μένα μην κάνεις το μάγκα, γιατί σε γαμώ και κλάνεις και παιδί δεν κάνεις!»·
- σπέρνει παιδιά στο δρόμο, βλ. λ. σπέρνω·
- στη ζωή των παιδιών μου! βλ. λ. ζωή·
- στο σώβρακο τα παιδιά μου, βλ. λ. σώβρακο·
- στον τοίχο τα παιδιά μου, βλ. λ. τοίχος·
- τα δικά μας παιδιά, χαρακτηρισμός των οπαδών, των ψηφοφόρων πολιτικού κόμματος με νίκη του οποίου σε εκλογές και ανάληψη της εξουσίας επιδιώκεται ο διορισμός τους στο δημόσιο. Συνήθως ως τέτοια αναφέρονται οι οπαδοί των δυο μεγάλων κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία, δηλ. του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως πράσινα παιδιά, επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το πράσινο, και της Ν.Δ. ως γαλάζια παιδιά, επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το γαλάζιο. Επίσης ως κόκκινα παιδιά, αναφέρονται και οι οπαδοί, οι ψηφοφόροι του Κ.Κ.Ε., επειδή το επίσημο χρώμα του κόμματος είναι το κόκκινο: «μόλις αναλάβει το κόμμα μας την εξουσία, πρώτο μας μέλημα είναι να βολέψουμε τα δικά μας παιδιά»·  
- τα γαλάζια παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- τα κόκκινα παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- τα μπλε παιδιά, βλ. φρ. τα γαλάζια παιδιά·
- τα πράσινα παιδιά, βλ. φρ. τα δικά μας παιδιά·
- της κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει, βλ. λ. κουφός·
- της πήρε το παιδί, (για μαιευτήρες) της το απέσπασε από τη μήτρα λόγω προβλήματος του εμβρύου, της κύησης: «επειδή η εξέταση έδειξε πως το έμβρυο είχε μεσογειακή αναιμία, ο μαιευτήρας της της πήρε το παιδί». Πολλές φορές, η φρ. στον τύπο της πήραν το παιδί, εννοώντας και το επιτελείο του μαιευτήρα· 
- της πήρε το παιδί με καισαρική, (για μαιευτήρες) της το απέσπασε από τη μήτρα της: «της πήρε το παιδί με καισαρική, γιατί ερχόταν ανάποδα». Πολλές φορές, η φρ. στον τύπο της πήραν το παιδί με καισαρική, εννοώντας και το επιτελείο του μαιευτήρα·
- τι παιδί κι αυτό(ς)! ειρωνική αναφορά σε άτομο που δεν κάθεται ποτέ ήσυχο και μπερδεύεται συνέχεια σε διάφορες υποθέσεις, ιδίως παράνομες: «πάλι ήταν ανακατεμένος ο τάδε σε κείνη τη βρομοδουλειά. -Τι παιδί κι αυτός!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα ή το αμάν ή το αμάν πια·
- το καλό παιδί, χαρακτηρισμός παιδιού που ξεχωρίζει σε ένα σύνολο, σε μια παρέα για το φιλότιμο και το ήθος του: «ο τάδε είναι το καλό παιδί της παρέας μας». (Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου)· βλ. και φρ. καλό παιδί·
- … το παιδί! εκφράζει τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας σε κάποιον, ιδίως νεαρό, που έπαθε κάτι κακό: «βρε τι έπαθε το παιδί στα καλά καθούμενα! || μα είναι δυνατό να φέρεσαι με τόσο κακό τρόπο στο παιδί!». (Λαϊκό τραγούδι: θα στο πούνε κι οι γειτόνοι, τι σου φταίει το παιδί, θέλει ντε καλά και σώνει να πεθάνει δηλαδή
- το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «πριν καν αρχίσουμε να δουλεύουμε, σκέφτεσαι τι θα κάνεις τα κέρδη σου, δηλαδή, το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε || έχω καταλήξει να μην αγοράσω αυτοκίνητο, γιατί οι περισσότεροι οδηγοί είναι ασυνείδητοι και θα σκοτωθώ. -Έλα, ρε φίλε, το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε». Συνών. ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- το παιδί λάστιχο, παιδί που έχει πολύ ευλύγιστο, πολύ ελαστικό σώμα, που παρουσιάζεται συνήθως ως θέαμα σε διάφορα λούνα παρκ ή τσίρκο: «περάστε να δείτε, να θαυμάσετε το παιδί λάστιχο!»·
- το παιδί του καταστήματος, βλ. λ. κατάστημα·
- το παιδί του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- το παιδί του μαγαζιού, βλ. λ. μαγαζί·
- το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
- το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. τάκα τάκα2·  
- το ρίξιμο του παιδιού, βλ. λ. ρίξιμο·
- το τρομερό παιδί, λέγεται για άτομο ανεξαρτήτου ηλικίας που από τις αλλεπάλληλες επιτυχίες του ή από την έντονη επίδειξη πνεύματος ανεξαρτησίας ξεχωρίζει δυναμικά μέσα σε ένα σύνολο: «ο Βασίλης Καΐλας υπήρξε το τρομερό παιδί του ελληνικού κινηματογράφου || ο τάδε γιατρός υπήρξε το τρομερό παιδί του ιατρικού χώρου»·
- το χαϊδεμένο παιδί, λέγεται για άτομο που είναι πολύ αγαπητό σε ένα χώρο, ιδίως επαγγελματικό, που κανείς δεν του χαλάει το χατίρι: «η Βουγιουκλάκη υπήρξε το χαϊδεμένο παιδί του ελληνικού κινηματογράφου»·
- του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί, έκφραση που δηλώνει τη μεγάλη αδυναμία και στοργή που έχουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους·
- τρώει τα παιδιά του (της), λέγεται στην περίπτωση που η δύναμη ή το περιβάλλον που αναδεικνύει κάποιον, μετά από καιρό τον καταστρέφει: «το τάδε τηλεοπτικό κανάλι έχει αναδείξει πολλούς άξιους δημοσιογράφους, όμως αυτό το ίδιο το κανάλι τρώει τα παιδιά του, γιατί τους απολύει χωρίς λόγο || παρ’ όλη την αγάπη που δείχνουμε γι’ αυτή την πόλη, η Θεσσαλονίκη είναι μοναδική στο να τρώει τα παιδιά της». Αναφορά στο θεό Κρόνο της ελληνικής μυθολογίας, ο οποίος έτρωγε τα παιδιά του·
- των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν, ο προνοητικός άνθρωπος ενεργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι έτοιμος, αν του παρουσιαστεί ξαφνικά κάποια ανάγκη: «έχει κάτι λεφτουδάκια στην τράπεζα για ώρα ανάγκης, γιατί των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν». Συνών. αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα / άναψε το φανάρι σου, προτού να σ’ εύρει η νύχτα / ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’ / όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει. Αντίθ. άμα δεν πεινάσει, δε ζυμώνει·
- ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, βλ. λ. ύπνος·
- φέρνω παιδί, (για γυναίκες) γεννώ: «έφερε δυο παιδιά, που τ’ ανάθρεψε με μεγάλη στοργή και φροντίδα». (Λαϊκό τραγούδι: αν ήξερες, καλή μου μάνα, πόσα τραβάω στη ζωή σ’ αυτόν τον άδικο και ψεύτη κόσμο, ποτέ δε θα ’φερνες παιδί)· 
- χαζό παιδί, χαρά γεμάτο, λέγεται ειρωνικά για ανεύθυνο άτομο, που δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά: «μη δίνεις βάση στα λεγόμενα του τάδε, γιατί είναι χαζό παιδί, χαρά γεμάτο»·
- χάνω το παιδί, (για έγκυες γυναίκες) αποβάλλω: «είναι πολύ στενοχωρημένος γιατί είναι η δεύτερη φορά που η γυναίκα του χάνει το παιδί || η γυναίκα του κινδύνεψε να πέσει απ’ τη σκάλα κι απ’ τον τρόμο που πήρε έχασε το παιδί».

παίζω

παίζω, ρ. [<αρχ. παίζω], παίζω. 1α. συμμετέχω σε κάποιο παιχνίδι ψυχαγωγικό ή σε αθλοπαιδιά: «θα παίξεις μαζί μου τάβλι; || θέλεις να παίξουμε χαρτιά; || θα παίξεις μαζί μας μπάλα;». (Λαϊκό τραγούδι: γουστάρεις για να παίξουμε μαζί μια παρτιδούλα, πιάσε τα ζάρια όμορφα και άσε τη μανούρα).β. (στη νεοαργκό) παίρνω μέρος, συμμετέχω, συμβάλλω: «θα παίξεις στο ρεφενέ που κάνουμε για να βοηθήσουμε τον τάδε; || εγώ δε θα δώσω άλλα λεφτά, γιατί έχω παίξει». 2. παίρνω μέρος σε τυχερό παιχνίδι, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο ή κυβοπαιξία ή και σε λαχείο: «όταν μάθεις να παίζεις, δεν ξεκολλάς εύκολα || είναι η δεύτερη φορά που παίζω εθνικό λαχείο». 3. στοιχηματίζω, ποντάρω: «παίζω στο εφτά κόκκινο». 4. ερωτοτροπώ από μικρή απόσταση, φλερτάρω: «δυο μήνες παίζω με τη μικρή που κάθεται στην απέναντι πολυκατοικία». 5. χειρίζομαι κάποιο μουσικό όργανο: «τι όργανο παίζεις; || εγώ παίζω κιθάρα κι ο αδερφός μου παίζει βιολί». (Λαϊκό τραγούδι: η μια παίζει τον μπαγλαμά η άλλη το μπουζούκι κι η τρίτη η μικρότερη τρελή στο μαστουρλούκι).6. εκτελώ με κάποιο όργανο ένα μουσικό κομμάτι: «έπαιξε με την κιθάρα του κομμάτια του Πάρι Παρασχόπουλου». 7. εκπέμπω τραγούδια ή μουσική στο ραδιόφωνο: «βάλε τον τάδε σταθμό για παίζει πολύ ωραία τραγούδια». 8. αναπαράγω μουσική ή τραγούδια με τη βοήθεια κασετοφώνου ή πικάπ: «παίξε καμιά κασέτα, γιατί βαρέθηκα ν’ ακούω τις βλακείες του καθένα». 9. είμαι ηθοποιός στο επάγγελμα: «παίζω στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος». 10. υποδύομαι, παριστάνω ως ηθοποιός κάποιο ρόλο στο θέατρο, κινηματογράφο ή στην τηλεόραση: «παίζω τον Οιδίποδα || τι παίζεις στο έργο του τάδε σκηνοθέτη; || τι παίζεις στο νέο σήριαλ;». 11. προβάλλω στην κινηματογραφική οθόνη ή στην τηλεόραση: «τι έργο παίζει ο τάδε κινηματογράφος; || το βράδυ η τηλεόραση παίζει το τάδε έργο». 12. ανεβάζω στη θεατρική σκηνή: «το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος παίζει τους Φοιτητές του Γρ. Ξενόπουλου». 13. ριψοκινδυνεύω, εκθέτω σε κίνδυνο: «οι εργάτες οικοδομών παίζουν κάθε μέρα της ζωή τους ψηλά στις σκαλωσιές || όποιος καπνίζει, παίζει με την υγεία του». 14. δεν έχω κάποια σταθερότητα, αυξομειώνομαι: «οι τιμές παίζουν στην αγορά». 15α. στο γ΄ εν. παίζει, κάνει ταλάντευση, κινείται ρυθμικά: «ο δείκτης της βενζίνας παίζει και πρέπει να βρω βενζινάδικο για να γεμίσω το ρεζερβουάρ μου || όταν τη βλέπεις να παίζει τα βλέφαρά της, αυτό σημαίνει πως καμακώνει κάποιον γκόμενο». β. (για γυναίκες) ανταποκρίνεται στα ερωτικά μου νοήματα, στο ερωτικό μου παιχνίδι ή επιδιώκει το φλερτ: «της έκανα μερικά νοήματα και βλέπω ότι παίζει, γι’ αυτό θα καθίσω ακόμη λίγο μπας και γίνει τίποτα». γ. συζητείται: «για τη θέση του υπουργού Εξωτερικών παίζει και το όνομα του τάδε». δ. (για κινηματογράφους) προβάλλει: «τι παίζει ο τάδε κινηματογράφος;». ε. (στη νεοαργκό) συμβαίνει αυτή τη στιγμή κάτι: «απ’ ό,τι έμαθα, στο μπαράκι παίζει μια πολύ σπουδαία φάση, γι’ αυτό θα πάω να δω τι γίνεται». στ. εξαρτάται: «θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Παίζει, γιατί, αν δε βρω λεφτά, δε θα ’ρθω». ζ. έχει κάποια χρησιμότητα, χρησιμεύει: «παίζει αυτό το ποτήρι ή να το πάρω; || παίζουν όλα τα ποτήρια ή να πάρω μερικά;». (Ακολουθούν 243 φρ.)· 
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι πυροσβέστες, βλ. λ. πυροσβέστης·
- αυτό δεν το παίζουν ούτε οι φυλακισμένοι, βλ. λ. φυλακισμένος·
- δε με παίζουν, με απομονώνουν από την παρέα, δε με συναναστρέφονται: «απ’ τη μέρα που έμαθαν πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά δεν τον παίζουν κι έχει μείνει ολομόναχος». Συνών. μ’ έχουν στη δίαιτα·
- δεν είναι παίξε γέλασε, η περίπτωση είναι πολύ σοβαρή: «πρέπει να οργανωθούμε πάρα πολύ καλά, γιατί αυτή η δουλειά που αναλάβαμε δεν είναι παίξε γέλασε». (Τραγούδι: άσε τα θαύματα τη μάσκα πέταξε, εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε
- δεν ξέρω τι ρόλο παίζει, βλ. λ. ρόλος·
- δεν παίζει (κανένα) ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- δεν παίζουμε πεντόβολα, βλ. λ. πεντόβολα·
- δεν παίζουμε ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά, βλ. λ. κατουρώ·
- δεν παίζουμε σπιτάκια, βλ. λ. σπιτάκι·
- δεν παίζουμε (τα) κότσια, βλ. λ. κότσι·
- δεν παίζουμε την τυφλόμυγα, βλ. λ. τυφλόμυγα·
- δεν παίζουμε (τις) αμάδες, βλ. λ. αμάδα·
- δεν παίζουμε τις καβάλες, βλ. λ. καβάλα·
- δεν παίζουμε τις κούκλες, βλ. λ. κούκλα·
- δεν παίζουμε τις κουμπάρες, βλ. λ. κουμπάρα·
- δεν παίζουμε τις πούτσες, βλ. λ. πούτσα·
- δεν παίζουμε τις ψωλές, βλ. λ. ψωλή·
- δεν παίζουμε το α μπε μπαμπλόν, βλ. λ. α μπε μπαμπλόν·
- δεν παίζουμε το ένι μένι ντουντουμένι, βλ. λ. ένι μένι ντουντουμένι·
- δεν παίζουμε το τσινκοκολέτα, βλ. λ. τσινκοκολέτα·
- δεν παίζω, α. μιλώ πολύ σοβαρά, δεν αστειεύομαι: «πρόσεξε καλά αυτά που θα σου πω, γιατί δεν παίζω». β. ενεργώ με μεγάλη σοβαρότητα, με πολλή περίσκεψη: «σε θέματα εμπορίου δεν παίζει, γιατί δεν έχει σκοπό να χάσει λεφτά». γ. ενεργώ δυναμικά, σκληρά: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί δεν παίζει ο άνθρωπος και θα στις βρέξει». δ. δε δέχομαι τους όρους που θέτει κάποιος, αρνούμαι να συνεχίσω κατ’ αυτόν τον τρόπο: «α, δεν παίζω, γιατί αλλιώς μου τα ’χεις πει στην αρχή». ε. (χαδιάρικα ή παραπονιάρικα) δε μου συμπεριφέρεται σωστά, αρνείται να πραγματοποιήσει κάτι που μου υποσχέθηκε ή να μου κάνει κάποιο χατίρι: «δεν παίζω, μου ’χες τάξει ότι σήμερα θα πηγαίναμε εκδρομή || δεν παίζω, πού ’ναι το δαχτυλίδι που μου υποσχέθηκες;». Από το λεξιλόγιο των μικρών παιδιών που, όταν σε κάποιο παιχνίδι τους θυμώνουν, γιατί δεν τους γίνεται μια χάρη ή παραχώρηση, πεισμώνουν και απειλούν ότι θα πάψουν να συμμετέχουν, ότι θα βγουν από αυτό·
- δεν τον παίζουμε, δεν τον κάνουμε παρέα, δεν τον συναναστρεφόμαστε, δεν έχουμε αλισβερίσι μαζί του: «είναι πολύ στραβόξυλο, γι’ αυτό κι εμείς δεν τον παίζουμε»·
- εγώ τι ρόλο παίζω; βλ. λ. ρόλος·
- εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε, βλ. λ. Βαλκάνια·
- εμείς τι κάνουμε, (τις) αμάδες (σπιτάκια, τα κότσια, την τυφλόμυγα, τις καβάλες, τις κούκλες, τις κουμπάρες, τις πούτσες, τις ψωλές, το α μπε μπαμπλόν, το γγέω Βαγγέω, το ένι μένι ντουντουμένι, το κουπεπέ, το τσινκοκολέτα) παίζουμε; βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- έπαιξα, έχασα, βλ. λ. χάνω·
- η κοιλιά μου παίζει βιολί, βλ. λ. κοιλιά·
- η κοιλιά μου παίζει μαντολίνο, βλ. λ. κοιλιά·
- η κοιλιά μου παίζει μπασαβιόλα, βλ. λ. κοιλιά·
- η κοιλιά μου παίζει ταμπουρά, βλ. λ. κοιλιά·
- η κοιλιά μου παίζει ταμπούρλο, βλ. λ. κοιλιά·
- θα μας (μου) τον (την, το) παίξεις (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), δε σε φοβάμαι, δε σε υπολογίζω, δεν μπορείς να μου κάνεις το παραμικρό (το μόνο δηλ. που θα μπορέσεις να μου κάνεις, είναι να παίξεις με τον πούτσο μου, να μου τραβήξεις μαλακία): «αν έχεις την εντύπωση πως θα μπορέσεις να μου κάνεις κάτι κακό, σε πληροφορώ πως θα μου τον παίξεις». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θέλει η κυρά μου και παίζουν τα γατιά της, βλ. λ. γατί·
- κάποιο ρόλο παίζουμε κι εμείς, βλ. λ. ρόλος·
- κι εμείς τι ρόλο παίζουμε! βλ. λ. ρόλος·
- μας έπαιξαν βρόμικα, βλ. λ. βρόμικος·
- μας έπαιξαν καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- μας έπαιξε βρόμικα, βλ. λ. βρόμικος·
- μας έπαιξε καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- μας παίζανε μονότερμα, βλ. λ. μονότερμα·
- μας παίζει μονότερμα, βλ. λ. μονότερμα·
- μας παίζει τον παπά ή μου παίζει τον παπά, βλ. λ. παπάς·
- μας την έπαιξε ή μου την έπαιξε, α. με ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «με βρήκε μπόσικο και μου την έπαιξε». β. δεν μπόρεσε να μου κάνει το παραμικρό κακό: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, μόλις συναντηθήκαμε, μας την έπαιξε». γ. (ιδίως για γυναίκα) μου τράβηξε μαλακία: «επειδή είχε τα ρούχα της και δεν μπορούσα να την πηδήξω, την έβαλα και μου την έπαιξε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. του τις έπαιξε·
- με παίζει, α. (και για τα δυο φύλα, ιδίως για γυναίκα) ερωτοτροπεί μαζί μου από κάποια απόσταση, ανταποκρίνεται στα ερωτικά μου νεύματα. (Λαϊκό τραγούδι: στο διπλανό τραπέζι ένα κορμί με παίζει). β. με κοροϊδεύει, με εμπαίζει: «με παίζει ολόκληρο μήνα και με πηγαίνει συνέχεια από αύριο σε αύριο για να μου δώσει τα λεφτά»·
- με παίζουν μπαλαντέρ, βλ. λ. μπαλαντέρ·
- με παίζουν πάσα πάσα, βλ. λ. πάσα·
- μην παίζεις με τα σίδερα! βλ. λ. σίδερο·
- μην παίζεις με τη φωτιά! βλ. λ. φωτιά·
- μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’παιξε ματσαράγκα, βλ. λ. ματσαράγκα·
- μου ’παιξε παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’παιξε σκληρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου ’παιξε χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μπορώ να παίξω; (κάτι), (στη νεοαργκό) μπορώ να το χρησιμοποιήσω(;): «μπορώ να παίξω αυτό το ποτήρι; || μπορώ να παίξω λίγο τον αναπτήρα σου;»·
- ο Εβραίος παίζει λαχείο κι όχι λαχεία, βλ. λ. Εβραίος·
- ο παίζων χάνει και ο πίνων μεθάει, λαϊκό απόφθεγμα για τις βλαβερές συνέπειες της χαρτοπαιξίας, του τζόγου, καθώς και της οινοποσίας·
- όποιος παίζει με τα σπίρτα, καίγεται, βλ. λ. σπίρτο·
- όποιος παίζει με τη φωτιά, καίγεται, βλ. λ. φωτιά·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όπως του παίζουν, χορεύει, βλ. συνηθέστ. όπως του βαρούν, χορεύει, λ. βαρώ·
- όταν φύγει ο γάτος απ’ την τρύπα, παίζει ο ποντικός την αλφαβήτα, βλ. λ.γάτος·
- όχι παίζουμε! βλ. λ. όχι·
- παίζει ακόμη με τις κούκλες, βλ. λ. κούκλα·
- παίζει βρόμικο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζει για την εξέδρα, βλ. λ. εξέδρα·
- παίζει για την κερκίδα, βλ. λ. κερκίδα·
- παίζει διπλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζει διπλό ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- παίζει ζάρια, βλ. λ. ζάρι·
- παίζει κωμωδία, βλ. λ. κωμωδία·
- παίζει λόρδα ή παίζει μια λόρδα! βλ. λ. λόρδα·
- παίζει με δυο καρδιές, βλ. λ. καρδιά·
- παίζει με τα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- παίζει με τον πόνο μου, βλ. λ. πόνος·
- παίζει μόνος του μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- παίζει παιχνίδι στην πλάτη μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζει ρόλο διπρόσωπο, βλ. λ. ρόλος·
- παίζει σ’ άλλη ταινία, βλ. λ. ταινία·
- παίζει σε διπλό ταμπλό ή το παίζει σε διπλό ταμπλό, βλ. λ. ταμπλό·
- παίζει σε δυο ταμπλό ή το παίζει σε δυο ταμπλό, βλ. λ. ταμπλό·
- παίζει στ’ άλογα, βλ. λ. άλογο·
- παίζει τη βεντέτα, βλ. λ. βεντέτα2·
- παίζει τη ντίβα, βλ. λ. ντίβα·
- παίζει τις κάλτσες του, βλ. λ. κάλτσα·
- παίζει το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- παίζει το μάτι του (της), βλ. λ. μάτι·
- παίζει το πετσάκι του, βλ. λ. πετσάκι·
- παίζει το ρόλο του φούρναρη, βλ. λ. φούρναρης·
- παίζει το τρίτο το μακρύτερο, βλ. λ. τρίτος·
- παίζει φάση, βλ. λ. φάση·
- παίζουμε καρπαζιές, βλ. λ. καρπαζιά·
- παίζουμε κοκονίδια, βλ. λ. κοκονίδι·
- παίζουμε κωλιές, βλ. λ. κωλιά·
- παίζουμε ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- παίζουμε στο πάτσι ή παίζουμε το πάτσι, βλ. λ. πάτσι·
- παίζουμε σφαλιάρες, βλ. λ. σφαλιάρα·
- παίζουμε την κολοκυθιά, βλ. λ. κολοκυθιά·
- παίζουμε κρυφτούλι ή παίζουμε το κρυφτούλι, βλ. λ. κρυφτούλι·
- παίζουμε τις κυρίες; βλ. λ. κυρία·
- παίζουμε ψιλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζουν μπιλιάρδο στην πλάτη μου, βλ. λ. μπιλιάρδο·
- παίζουν με τις φανέλες, βλ. λ. φανέλα·
- παίζουν σκάκι στην πλάτη μου, βλ. λ. σκάκι·
- παίζω άμυνα, βλ. λ. άμυνα·
- παίζω ανοιχτά, βλ. λ. ανοιχτός·
- παίζω για τη φανέλα ή παίζω για τη φανέλα μου, βλ. λ. φανέλα·
- παίζω εκτός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- παίζω εντός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- παίζω επίθεση, βλ. λ. επίθεση·
- παίζω θέατρο, βλ. λ. θέατρο·
- παίζω καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- παίζω καρεκλιές, βλ. λ. καρεκλιά·
- παίζω κουκλοθέατρο, βλ. λ. κουκλοθέατρο·
- παίζω λαχεία, βλ. λ. λαχείο·
- παίζω μ’ ανοιχτά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- παίζω μάνα ή παίζω τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- παίζω με γερά χαρτιά ή παίζω με γερό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω με κλειστά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω με τα αισθήματα (κάποιου), βλ. λ. αίσθημα·
- παίζω με τα κανάλια, βλ. λ. κανάλι·
- παίζω με τα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- παίζω με τη φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίζω με τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- παίζω με το πουλάκι μου, βλ. λ. πουλάκι·
- παίζω με το πουλί μου, βλ. λ. πουλί·
- παίζω μια ζαριά (κάτι), βλ. λ. ζαριά·
- παίζω μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- παίζω μπασαβιόλα, βλ. λ. μπασαβιόλα·
- παίζω παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζω πασιέντζες, βλ. λ. πασιέντζα·
- παίζω πεντόβολα, βλ. λ. πεντόβολο·
- παίζω πιστολίδι, βλ. λ. πιστολίδι·
- παίζω πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- παίζω ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- παίζω σόλο μαντολίνο, βλ. λ. μαντολίνο·
- παίζω σπιτάκια, βλ. λ. σπιτάκι·
- παίζω σπουδαίο ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- παίζω στα τελικά, βλ. λ. τελικός·
- παίζω στην άμυνα, βλ. λ. άμυνα·
- παίζω στην έδρα μου, βλ. λ. έδρα·
- παίζω στην επίθεση, βλ. λ. επίθεση·
- παίζω στο γήπεδό μου, βλ. λ. γήπεδο·
- παίζω στο κέντρο, βλ. λ. κέντρο·
- παίζω στον τελικό, βλ. λ. τελικός·
- παίζω τα κότσια, βλ. λ. κότσι·
- παίζω τα λεφτά μου, βλ. λ. λεφτά·
- παίζω τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- παίζω τη ζωή μου κορόνα γράμματα, βλ. λ. ζωή·
- παίζω τη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- παίζω τη ρεβάνς, βλ. λ. ρεβάνς·
- παίζω την τυφλόμυγα, βλ. λ. τυφλόμυγα·
- παίζω (τις) αμάδες, βλ. λ. αμάδες·
- παίζω τις καβάλες, βλ. λ. καβάλα·
- παίζω τις κούκλες, βλ. λ. κούκλα·
- παίζω τις κουμπάρες, βλ. λ. κουμπάρα·
- παίζω τις πούτσες, βλ. λ. πούτσα·
- παίζω τις ψωλές, βλ. λ. ψωλή·
- παίζω το α μπε μπαμπλόν, βλ. λ. α μπε μπαμπλόν·
- παίζω το ένι μένι ντουντουμένι, βλ. λ. ένι μένι ντουντουμένι·
- παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), βλ. λ. κεφάλι·
- παίζω το κουπεπέ, βλ. λ. κουπεπέ·
- παίζω το μέλλον μου, βλ. λ. μέλλον·
- παίζω το παιχνίδι μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζω το παιχνίδι του, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζω το πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- παίζω το πουλί μου, βλ. λ. πουλί·
- παίζω το ρόλο μου, βλ. λ. ρόλος·
- παίζω το τελευταίο μου χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω το τομάρι μου, βλ. λ. τομάρι·
- παίζω το τσινκοκολέτα, βλ. λ. τσινκοκολέτα·
- παίζω το τσουτσούνι μου, βλ. λ. τσουτσούνι·
- παίζω το χαρτί μου, βλ. λ. χαρτί·
- παίζω τον παπά, βλ. λ. παπάς·
- παίζω τον πρώτο ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- παίξαμε γροθιές, βλ. λ. γροθιά·
- παίξαμε κλοτσιές, βλ. λ. κλοτσιά·
- παίξαμε μποξ, βλ. λ. μποξ·
- παίξαμε μπουνιές, βλ. λ. μπουνιά·
- παίξαμε ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- παίξε μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- παίξτε μπάλα ρεεε! βλ. λ. μπάλα·
- ποιο μάτι μου παίζει; βλ. λ. μάτι·
- πού το παίζει αυτό το έργο; βλ. λ. έργο·
- τα παιδία παίζει, (η γνωστή αττική σύνταξη) δεν κάνει τίποτα, δεν κάνουμε τίποτα, χάνει τον καιρό του, χάνουμε τον καιρό μας, τεμπελιάζει, τεμπελιάζουμε: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι από κει τα παιδία παίζει»·
- τα παίζω (ενν. τα λεφτά μου), έχω τη μανία να παίζω τα λεφτά μου σε τυχερά παιχνίδια, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «ό,τι λεφτά βγάζει το μήνα απ’ τη δουλειά του, πάει και τα παίζει»· βλ. κ. φρ. τα ’παιξα·
- τα παίζω κορόνα γράμματα ή το παίζω κορόνα γράμματα, βλ. λ. κορόνα·
- τα παίζω μονά ζυγά ή το παίζω μονά ζυγά, βλ. λ. μονός·
- τα παίζω όλα για όλα ή το παίζω όλα για όλα, βλ. λ. όλος·
- τα ’παιξα ή τα ’χω παίξει, α. τρόμαξα, φοβήθηκα υπερβολικά: «μόλις τον είδα να τραβάει μαχαίρι, τα ’παιξα». β. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, έμεινα εμβρόντητος: «τα ’παιξα, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα». γ. κουράστηκα υπερβολικά, πνίγηκα στη δουλειά: «μου προέκυψε μεγάλο μανίκι η τάδε υπόθεση και τα ’παιξα, για να την καταφέρω». δ. τρελάθηκα, δεν ξέρω τι μου γίνεται: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που τα ’χω παίξει». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση η φρ. κλείνει με το κανονικά·
- τα ’παιξε ή τα ’χει παίξει, (για μηχανήματα ή αντικείμενα) χάλασε, καταστράφηκε: «έτρεχα με τ’ αυτοκίνητο όλη τη μέρα μέσα στα χωράφια, ώσπου τα ’παιξε || καθόμουν ήσυχα κι έβλεπα τηλεόραση και ξαφνικά τα ’παιξε || πρέπει ν’ αγοράσω καινούριο πλυντήριο, γιατί αυτό που έχω τα ’χει παίξει». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση η φρ. κλείνει με το κανονικά·
- τα ’παιξε στα ζάρια, βλ. λ. ζάρι·
- την κολοκυθιά παίζουμε; βλ. λ. κολοκυθιά·
- τι νόμισες, πεντόβολα παίζουμε; ή τι νόμισες, σπιτάκια παίζουμε; ή τι νόμισες, (τα) κότσια παίζουμε; ή τι νόμισες, την τυφλόμυγα παίζουμε; ή τι νόμισες, (τις) αμάδες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις καβάλες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις κούκλες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις πούτσες παίζουμε; ή τι νόμισες, τις ψωλές παίζουμε; ή τι νόμισες, το α μπε μπαμπλόν παίζουμε; ή τι νόμισες, το ένι μένι ντουντουμένι παίζουμε; ή τι νόμισες, το κουπεπέ παίζουμε; ή τι νόμισες, το τσινκοκολέτα παίζουμε; βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- τι παιχνίδι παίζει; βλ. λ. παιχνίδι·
- τι ρόλο παίζει; βλ. λ. ρόλος·
- τις κούκλες παίζατε; βλ. λ. κούκλα·
- τις κουμπάρες παίζατε; βλ. λ. κουμπάρα·
- το παίζει, α. προσποιείται, υποκρίνεται: «κατά βάθος θέλει πάρα πολύ να μπει στην παρέα μας, αλλά το παίζει αδιάφορος». (Λαϊκό τραγούδι: γνώρισα μια παντρεμένη που γουστάρει τη στολή και στον άντρα της το παίζει λούφα και παραλλαγή).β. έχει υιοθετήσει ψεύτικο, επιτηδευμένο στιλ, όχι φυσικό, προσποιείται πως είναι κάτι: «ωραίος γκόμενος, δε λέω, αλλά το παίζει πολύ και χάνει»·
- το παίζει άνετος, βλ. λ. άνετος·
- το παίζει αφασία, βλ. λ. αφασία·
- το παίζει βαρύ πεπόνι, βλ. λ. πεπόνι·
- το παίζει βαρύς, βλ. λ. βαρύς·
- το παίζει βεντέτα, βλ. λ. βεντέτα2·
- το παίζει γούστο γουστίνο, βλ. λ. γούστο·
- το παίζει δίπορτο, βλ. λ. δίπορτο·
- το παίζει εξουσία, βλ. λ. εξουσία·
- το παίζει ερωτύλος, βλ. λ. ερωτύλος·
- το παίζει ζετέμ, βλ. λ. ζετέμ·
- το παίζει καμπαλέρος, βλ. λ. καμπαλέρος·
- το παίζει κάπως, βλ. λ. κάπως·
- το παίζει κουλ, βλ. λ. κουλ·
- το παίζει κυρία, βλ. λ. κυρία·
- το παίζει κυριλέ, βλ. λ. κυριλέ·
- το παίζει μάγκας, βλ. λ. μάγκας·
- το παίζει μεγάλος και τρανός, βλ. λ. μεγάλος·
- το παίζει μπεμπέκα, βλ. λ. μπεμπέκα·
- το παίζει μπρούκλης, βλ. λ. μπρούκλης·
- το παίζει ντίβα, βλ. λ. ντίβα·
- το παίζει ντιμπισφιρίκ, βλ. λ. ντιμπισφιρίκ·
- το παίζει ντούμπλεξ, βλ. λ. ντούμπλεξ·
- το παίζει παιδούλα, βλ. λ. παιδούλα·
- το παίζει παράγοντας, βλ. λ. παράγοντας·
- το παίζει σόλο, βλ. λ. σόλο·
- το παίζει σταρ, βλ. λ. σταρ·
- το παίζει στιλάκι, βλ. λ. στιλάκι·
- το παίζει στο έτσι στιλ, βλ. λ. στιλ·
- το παίζει τζέντλεμαν, βλ. λ. τζέντλεμαν·
- το παίζει φίρμα, βλ. λ. φίρμα·
- το παίζει φρικιό, βλ. λ. φρικιό·
- το παίζει χάπι, βλ. λ. χάπι·
- το παίζει ψυχεδέλεια, βλ. λ. ψυχεδέλεια·
- το παίζουν ο κακός κι ο καλός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- το παίζω διπλό, (για προπό) βλ. λ. διπλό·
- το παίζω τριπλό, (για προπό) βλ. λ. τριπλό·
- το (την, τα) παίζω στα δάχτυλά (μου), βλ. λ. δάχτυλο·
- το (την, τα) παίζω στα χέρια (μου), βλ. λ. χέρι·
- το παίξε παίξε, φέρνει και το μπήξε μπήξε, βλ. λ. μπήγω·
- τον (την, το) παίζω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), α. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και τον παίζει». β. τραβώ μαλακία, μαλακίζομαι, αυνανίζομαι: «όταν έχει καιρό να πάει με γυναίκα, κάθεται και τον παίζει»·
- τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι, βλ. λ. γάτα·
- τον παίζουμε, τον κοροϊδεύουμε: «γιατί τον παίζετε τον άνθρωπο;»·
- τον παίζω στα δάχτυλά (μου), βλ. λ. δάχτυλο·
- τον παίζω στα χέρια ή τον παίζω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- του παίζω μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του τις έπαιξε (ενν. τις μπάτσες, τις μπουνιές, τις σφαλιάρες κ.λπ.), τον έδειρε, τον ξυλοκόπησε: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τους τις έπαιξε κι ησύχασε»·
- τους παίζαμε στα καρέ τους, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. καρέ.

πόδι

πόδι, το, ουσ. [<αρχ. πόδιον, υποκορ. του ουσ. πούς], το πόδι. 1. στήριγμα επίπλου: «το πόδι της καρέκλας || το πόδι του κρεβατιού». 2. χερσόνησος: «το Άγιο Όρος βρίσκεται στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής». Υποκορ. ποδαράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 191 φρ.)·
- ακολουθώ κατά πόδας (κάποιον), παρακολουθώ στενά κάποιον, βρίσκομαι συνέχεια από πίσω του: «μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, τον ακολούθησα κατά πόδας και κατέγραψα όλες τις κινήσεις του»·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις ποτέ κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «η ζωή δεν είναι εύκολη κι αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά·
- αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- άναψαν τα πόδια μου, ζεστάθηκαν πάρα πολύ από την ορθοστασία, την πεζοπορία, από το ότι έχω μεγάλο χρονικό διάστημα να βγάλω τα παπούτσια μου ή από τα συνεχή τρεξίματα για διάφορες δουλειές, για διάφορες υποθέσεις: «έχω ολόκληρη μέρα να βγάλω τα παπούτσια μου κι άναψαν τα πόδια μου || άναψαν τα πόδια μου σήμερα, μέχρι να τακτοποιήσω όλες τις εκκρεμότητες που είχα»·
- ανοίγει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να της επιβληθεί η σεξουαλική πράξη: «για ποια παρθένα μου μιλάς, αφού ξέρω πως αυτή ανοίγει τα πόδια της από μικρή». Από τη στάση που παίρνει συνήθως η γυναίκα κατά τη σεξουαλική πράξη. Συνών. ανοίγει τα σκέλια της· βλ. και φρ. σηκώνει τα πόδια της·
- άνοιξε τα πόδια σου! προτροπή ή παράκληση σε κάποιον να επιταχύνει το βηματισμό του: «άνοιξε τα πόδια σου, γιατί, έτσι όπως πάμε, δε θα φτάσουμε ούτε αύριο». Συνών. άνοιξε το βήμα σου(!)·
- αντιστέκομαι με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- απλώνω τα πόδια μου, επεκτείνω τις ασχολίες μου, τη δουλειά μου, τα επαγγελματικά μου ενδιαφέροντα: «οι καιροί είναι πονηροί, γι’ αυτό δεν πρέπει ν’ απλώνεις τα πόδια σου όπου να ’ναι»·
- απλώνω τα πόδια μου μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα, ενεργώ σύμφωνα με τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «δεν έχω κάνει ποτέ μεγάλα ανοίγματα στη ζωή μου, γιατί πάντα απλώνω τα πόδια μου, μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα»· βλ. και φρ. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα, λ. πάπλωμα·
- βαδίζω στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- βάζω πόδι, κατοχυρώνω μια εργασιακή θέση: «τώρα που έβαλε πόδι στο εργοστάσιο, δεν τον διώχνει κανένας, γιατί είναι πολύ εργατικός και τίμιος»·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, α. κάθομαι αναπαυτικά: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο κι αφοσιώθηκε στο έργο». β. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και τα περιμένει όλα απ’ τους άλλους». Πρβλ.: το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φουμάρει και τσιγάρο (Λαϊκό τραγούδι)·
- βάζω το πόδι μου (κάπου), εισέρχομαι σε έναν εργασιακό χώρο με σκοπό να εδραιωθώ επαγγελματικά: «έτσι όπως άρχισε αυτός, θα βάλει το πόδι του σε κάθε μορφή εμπορικής δραστηριότητας». (Λαϊκό τραγούδι: ακόμα και στο Χόλιγουντ θα βάλω το ποδάρι, που ’ναι στρωμένο μάλαμα και με μαργαριτάρι  
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές ή βγάζουν φωτιά τα πόδια μου ή βγάζουν φωτιές τα πόδια μου ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιά ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιές, α. είμαι πολύ γρήγορος στο τρέξιμο: «όταν αρχίζω να τρέχω, δεν μπορεί κανένας να με φτάσει, γιατί βγάζουν τα πόδια μου φωτιές || ειδοποίησε τον τάδε πως ήρθε ο γιος του απ’ το εξωτερικό, αλλά θέλω να βγάλουν φωτιά τα πόδια σου»· βλ. και φρ. άναψαν τα πόδια μου·
- βγήκε το πόδι μου, εξαρθρώθηκε: «όπως έτρεχα, παραπάτησα και βγήκε το πόδι μου»·
- βρίσκομαι στο πόδι, βλ. φρ. είμαι στο πόδι·
- γίγαντας με πήλινα πόδια, βλ. λ. γίγαντας·
- γίνεται βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- γίνεται στο πόδι (κάτι), λέγεται για οτιδήποτε γίνεται βιαστικά και πρόχειρα: «το βρίσκεις σωστό μια τόσο σοβαρή δουλειά να γίνεται στο πόδι;»·
- γράφει με τα πόδια, είναι πολύ κακογράφος, δεν μπορείς να διαβάσεις αυτά που γράφει: «αποκλείεται να διαβάσεις αυτά που σου ’γραψε, γιατί αυτός ο άνθρωπος γράφει με τα πόδια»·
- γράφει στο πόδι, βλ. συνηθέστ. γράφει στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γράφω στο πόδι (κάτι), βλ. συνηθέστ. γράφω στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γύρισε το πόδι μου, το στραμπούλιξα και πιο σπάνια το έσπασα: «όπως πήγα να πηδήξω πάνω στο πεζοδρόμιο, γύρισε το πόδι μου κι έκατσα αμέσως στα πλακάκια απ’ τον πόνο που ένιωσα»·
- (δε) βάζει το πόδι του στη φωτιά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, (δεν) παίρνει μέρος σε φάσεις που χρειάζεται δυναμική επέμβαση, (δε) διστάζει να διεκδικήσει δυναμικά την μπάλα: «είχε ένα πρόσφατο τραυματισμό στην κνήμη του, γι’ αυτό δε βάζει το πόδι του στη φωτιά»·
- δε με βαστούν τα πόδια μου, βλ. φρ. δε με κρατούν τα πόδια μου·
- δε με κρατούν τα πόδια μου, είμαι πάρα πολύ κουρασμένος, είμαι πολύ εξαντλημένος: «έχω τέτοια κούραση, που δε με κρατούν τα πόδια μου». Πρβλ.: δεν περνάει μέρα να μην πικραθώ, όλα πια τα βάρη πέσανε σε μένα και στα δυο μου πόδια πώς να κρατηθώ (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το πόδι! κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πάει ή να μπει σε κάποιο χώρο που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «θα πας κι εσύ στο μαγαζί του τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το πόδι! έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας για την είσοδο σε κάποιο χώρο: «πήγες μια φορά στο μαγαζί του κι έδωσες αξία σ’ αυτόν τον απατεώνα. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια!»·
- δείχνω τα πόδια μου, με τις πράξεις μου ή τη συμπεριφορά μου αποκαλύπτω το ποιόν μου, το χαρακτήρα μου: «περίμενε πρώτα να δείξει τα πόδια του και μετά τον μονιμοποιούμε στη δουλειά || με την πρώτη δυσκολία έδειξε τα πόδια του και τον έδιωξαν πυξ λαξ»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το πόδι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου, που δηλώνει πως δε θα ξαναπάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «πήγα στο τάδε μέρος για διακοπές, αλλά δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου!»·
- δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν έχω κουράγιο να πάρω τα πόδια μου ή δεν έχω το κουράγιο να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. κουράγιο·
- δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το πόδι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να πάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου, που θα πάω να ζήσω στην Αθήνα να με πνίγει όλη τη μέρα το τσιμέντο!»·
- δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, είναι πολύ μικρό;, είναι νήπιο και δεν μπορεί να σταθεί όρθιο, να περπατήσει: «πόσο χρονώ είναι ο γιος σου; -Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορεί, ακούγεται το ακόμα, ενώ της φρ. προτάσσεται το α·
- δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, α. είμαι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να περπατήσω: «αν δε σταματήσεις να ξεκουραστούμε λίγο, θα πέσω κάτω, γιατί δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να περπατήσω: «είχαν κι ένα γεροντάκι μαζί τους, που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του»·
- δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, α. είναι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να στέκομαι όρθιος: «σήκω να καθίσω, γιατί είχα τόσα τρεξίματα σήμερα, που δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να σταθώ όρθιος: «ο παππούς μας είναι τόσο γέρος, που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορώ, ακούγεται το άλλο ή το πια·
- δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δεν πατάει πόδι, βλ. συνηθέστ. δεν πατάει άνθρωπος, λ. άνθρωπος·
- (δεν) πατώ το πόδι μου, (δεν) πηγαίνω, (δε) συχνάζω κάπου: «είναι τόσο κακόφημο μπαράκι, που δεν πατώ το πόδι μου || ο μόνος απ’ την παρέα που πατάει το πόδι του σ’ αυτό το μπαράκι είμαι εγώ»·
- δίνω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- δίνω το ένα μου πόδι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία μου για κάτι: «δίνω το ένα μου πόδι για να πάω έστω και μια φορά μ’ αυτή τη γυναίκα»·
- δουλειά στο πόδι, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έβαλε τα πόδια του στον ώμο, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια του στον ώμο·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έβγαλαν καντήλες τα πόδια του, βλ. λ. καντήλα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στο αν πρέπει να φύγω ή να μείνω σε ένα χώρο: «απ’ την ώρα που ήρθε αυτός ο αλήτης στη γιορτή σου, είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω»· 
- είμαι στο πόδι, α. είμαι όρθιος, είμαι ξυπνητός: «είμαι στο πόδι απ’ τις έξι το πρωί». β. είμαι σε έντονη ενεργοποίηση: «απ’ το πρωί όλα τα στελέχη ήταν στο πόδι για να πετύχει η υποδοχή του αρχηγού του κόμματος»·
- είμαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- είμαι στο πόδι όλη μέρα (όλη νύχτα) ή είμαι στο πόδι όλη τη μέρα (όλη τη νύχτα), δεν κάθισα καθόλου, δεν ξεκουράστηκα καθόλου λόγω υπερβολικής δουλειάς ή άλλων ασχολιών και, κατ’ επέκταση, είμαι πολύ κουρασμένος, πολύ εξαντλημένος: «σήκω να καθίσω λιγάκι, γιατί είμαι στο πόδι όλη μέρα»·
- είναι βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- είναι γραμμένο με τα πόδια, το κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος είναι γραμμένο με πολύ δυσανάγνωστα γράμματα: «δεν μπορώ να διαβάσω το σημείωμα που μου ’στειλε, γιατί είναι γραμμένο με τα πόδια»·
- είναι γραμμένο στο πόδι, βλ. φρ. είναι γραμμένο στο γόνατο·
- είναι γρήγορος στα πόδια, τρέχει πολύ γρήγορα: «όσο και να τον κυνηγάς, δεν μπορείς να τον πιάσεις, γιατί είναι γρήγορος στα πόδια»·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο·
- είναι με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο, α. είναι υπερβολικά ηλικιωμένος: «είναι απ’ τα μυστήρια της φύσεως αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο και ζει!». β. είναι εντελώς σίγουρο πως πεθαίνει, πεθαίνει: «ο άρρωστος είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο κι οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους»·
- είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο, α. είναι πολύ ηλικιωμένος: «τον αφιλότιμο, είναι με το ένα πόδι του στον τάφο κι ακόμα δε λέει να πεθάνει!». β. είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάνθηκαν πως ο άρρωστος είναι με το ένα πόδι του στον τάφο»·
- είναι όλοι στο πόδι, είναι όλοι έντονα ενεργοποιημένοι: «απ’ την ώρα που μαθεύτηκε πως ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί την πόλη μας, είναι όλοι στο πόδι για να του ετοιμάσουν θριαμβευτική υποδοχή»·
- έκαναν καντήλες τα πόδια μου, βλ. λ. καντήλα·
- έσπασε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έτσι και σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έφαγα τα πόδια μου, κουράστηκα υπερβολικά, ιδίως από πολύωρο περπάτημα: «έφαγα τα πόδια μου, καθώς έψαχνα να σε βρω από μπαράκι σε μπαράκι»·
- έφτασαν τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έφτασαν τα πόδια στον ώμο του, έτρεξε τόσο γρήγορα και με τόσο μεγάλες δρασκελιές, που έδινε την εντύπωση από μακριά πως τα πόδια του ακουμπούσαν στον ώμο του: «έκανε τέτοιο τρέξιμο, όταν τον κυνήγησαν οι αστυνομικοί, που έφτασαν τα πόδια στον ώμο του»·
- έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. γη·
- έχει βαρίδια στα πόδια του, βλ. λ. βαρίδι·
- έχει καλό πόδι (για ποδοσφαιριστές) έχει πολύ δυνατό και ευθύβολο σουτ: «όλα τα φάουλ τα χτυπάει ο τάδε, γιατί έχει καλό πόδι»·
- έχει κάτι πόδια σαν βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- έχει πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φιλοσοφεί»·
- έχει φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έχει ωραίο πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- ζωγραφίζει με τα πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χειρίζεται με μεγάλη μαεστρία την μπάλα, είναι δεινός μπαλαδόρος: «ο τάδε είναι άπιαστος παίχτης κι έρχονται στιγμές που ζωγραφίζει με τα πόδια». Ίσως αναφορά στον καλλιτέχνη που, λόγω ελλείψεως των χεριών του, απόκτησε τη δυνατότητα να ζωγραφίζει με το πόδι·
- θα σου κόψω τα πόδια ή θα σου κόψω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω πολύ αυστηρά, πως θα τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν επιδιώξει να πάει ή να μπει κάπου που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπάς σ’ αυτό το κέντρο, θα σου κόψω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα πόδια·
- θα σου σπάσω τα πόδια ή θα σου σπάσω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω αυστηρά, αν ξανακάνει κάτι που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου σπάσω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα πόδια·
- κεντάει με τα πόδια, βλ. φρ. ζωγραφίζει με τα πόδια·
- κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη, βλ. λ. κουτσός·
- κόπηκαν τα πόδια μας ή μας κόπηκαν τα πόδια, (για ποδοσφαιρικές ομάδες) δεν μπορέσαμε να αποδώσουμε σύμφωνα με τις δυνατότητές μας: «απ’ τη στιγμή που φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, κόπηκαν τα πόδια μας και δεν μπορούσαμε να παίξουμε με πεσμένο το ηθικό»·
- κόπηκαν τα πόδια μου ή μου κόπηκαν τα πόδια, α. κουράστηκα υπερβολικά, εξαντλήθηκα, με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου: «κόπηκαν τα πόδια μου, μέχρι να φτάσω στην κορυφή του λόφου». β. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα τον άλλον να τραβάει το μαχαίρι του, μου κόπηκαν τα πόδια». γ. αποθαρρύνθηκα: «όταν έμαθα το ποσό που έπρεπε να διαθέσω για ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, μου κόπηκαν τα πόδια κι έκανα πίσω»·
- κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο ή μου κόπηκαν τα πόδια απ’ το φόβο, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο»·
- κουλάθηκε το πόδι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’δωσε τόσο δυνατή κλοτσιά, που κουλάθηκε το πόδι μου»·
- κούνα τα πόδια σου! βλ. συνηθέστ. πάρε τα πόδια σου(!)·
- κουνιέται το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου·
- λιώνει στα πόδια του, α. εξαντλείται καθημερινά, ιδίως από χρόνια ασθένεια, χωρίς όμως να μένει στο κρεβάτι του: «λιώνει στα πόδια του απ’ την κακιά και δε βλέπω να ’χει πολλή ζωή ακόμα». β. κουράζεται καθημερινά υπερβολικά: «λιώνει κάθε μέρα στα πόδια του για να τα φέρει βόλτα στο φτωχικό του». γ. υποφέρει αβάσταχτα από ερωτικό πόθο που δεν έχει ανταπόκριση: «λιώνει στα πόδια του ο δόλιος για πάρτη της κι αυτή ούτε που νοιάζεται»·
- λύγισαν τα πόδια μου, α. δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο το βάρος που κουβαλούσα, και κατέρρευσα: «είχα παραφορτωθεί και κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου». β. εξουθενώθηκα στην κούραση από πολύωρη ορθοστασία και δεν μπόρεσα να μείνω άλλο όρθιος: «κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου περιμένοντάς την, γι’ αυτό πήγα και κάθισα στο παγκάκι»·
- λύθηκαν τα πόδια του, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, μετά από ένα διάστημα άρχισε να παίζει σύμφωνα με τις δυνατότητές του: «λίγη ώρα μετά την είσοδο του παίχτη στον αγωνιστικό χώρο κι έπειτα από τις πρώτες πάσες που δέχτηκε απ’ τους συμπαίχτες του, λύθηκαν τα πόδια του κι άρχισε να ζωγραφίζει μέσα στο γήπεδο»·  
- μ’ αφήνει στο πόδι του (κάποιος), με ορίζει κάποιος αντικαταστάτη του ή πληρεξούσιό του, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που λείπει τ’ αφεντικό μου απ’ τη δουλειά, μ’ αφήνει στο πόδι του»·
- με τα πόδια ή με το πόδι, πεζή, ποδαράτα, περπατώντας: «ήρθα με τα πόδια, γιατί δεν έβρισκα ταξί || έφυγε με τα πόδια». (Λαϊκό τραγούδι: μου τα παίρναν’ και γυρνούσα με τα πόδια στις Συκιές, και δεν είχα να γουστάρω στα μπουζούκια δυο πενιές
- με το που πάτησε το πόδι του, από την πρώτη στιγμή του ερχομού του, της παρουσίας του σε κάποιο χώρο: «ο νέος διοικητής, με το που πάτησε το πόδι του στο στρατόπεδο, μας πήδηξε στα καψώνια || με το που πάτησε το πόδι του ο τάδε στο μπαράκι, άρχισε τη φασαρία»·
- με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- μένω στο πόδι του, είμαι αντικαταστάτης του ή πληρεξούσιός του, τον αντικαθιστώ, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που φεύγει ο διευθυντής μας στο εξωτερικό, μένω στο πόδι του»·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα το πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο που είναι πάρα πολύ νωθρό, πάρα πολύ αργοκίνητο και, κατ’ επέκταση, που είναι τεμπέλης: «κάναμε δέκα ώρες να έρθουμε, γιατί συνόδευα τον τάδε, που, μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο || μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο και θα σου την τελειώσει το μήνα που δεν έχει Σάββατο». Συνών. μέχρι να σηκώσει το δεξί του, βρομάει τ’ αριστερό του ·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μην κοιτάς τα στραβά πόδια μου, κοίτα την ίσια τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, α. παρεμβάλλεται με το σώμα του και εμποδίζει την κίνησή μου: «είναι που είναι μικρό το γραφείο μας, μπερδεύεται κι αυτός ανάμεσα στα πόδια μου και δεν μπορώ να κινηθώ με άνεση». β. ανακατεύεται στις δουλειές μου, στις υποθέσεις μου και μου δημιουργεί προβλήματα: «πρέπει να κάνω κάτι μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί μπερδεύεται κάθε τόσο ανάμεσα στα πόδια μου και χάνω ένα σωρό δουλειές»·  
- μπλέκει ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου ή μπλέκεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- να μου κοπούν τα πόδια ή να μου κοπεί το πόδι, κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δε θα ξαναπάει, δε θα ξαναπεράσει από έναν χώρο: «αν ξανάρθω εγώ στο μαγαζί σου, να μου κοπούν τα πόδια»·
- να μου ξεραθούν τα πόδια ή να μου ξεραθεί το πόδι, βλ. συνηθέστ. να μου κοπούν τα πόδια·
- να σπάσεις το πόδι σου! ανταλλάσσεται ως ευχή μεταξύ τους ηθοποιών θεάτρου λίγο πριν από την παράσταση, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως η ευχή καλή επιτυχία! τους φέρνει γρουσουζιά. Συνών. σκατά(!)·
- νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι, περπατώ με πολύ μεγάλη δυσκολία, γιατί είμαι πολύ κουρασμένος: «όλη τη μέρα, σήμερα, έτρεχα μέσα στους δρόμους για διάφορες δουλειές και τώρα νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι»·
- ξένο πόδι, δηλώνει το άγνωστο άτομο, τον άγνωστο άνθρωπο: «στο σπίτι του δεν πατάει ποτέ ξένο πόδι»·
- ξεράθηκε το πόδι μου, δεν το νιώθω, αναισθητοποιήθηκε, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’ρθε μια πετριά στο γόνατο και ξεράθηκε το πόδι μου»·
- ξεροσταλιάζω στα πόδια μου, παραμένω για πολλή ώρα όρθιος σε ένα μέρος: «ξεροστάλιασα στα πόδια μου να σε περιμένω»·
- ξεσηκώνω τον κόσμο στο πόδι, βλ. λ. κόσμος·
- οικονομία με πήλινα πόδια, βλ. λ. οικονομία·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, βλ. λ. μυαλό·
- όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «να μην έμπλεκες μ’ αυτούς τους αλήτες για να μη σε κυνηγούσε η αστυνομία, γιατί όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. συνηθέστ. όσο πατάει η γάτα, λ. γάτα·
- πάγωσαν τα πόδια μου, βλ. φρ. πάγωσα απ’ το φόβο μου, λ. φόβος·
- πάγωσαν τα πόδια μου απ’ το φόβο, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο·
- παίρνω πόδι, α. με διώχνουν από τη θέση εργασίας που κατέχω σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση, με διώχνουν από την υπηρεσία μου: «ήθελαν να κάνουν περικοπές στα έξοδα και πήρα πόδι μαζί με μερικούς άλλους». β. (για δημόσιους υπαλλήλους) παίρνω δυσμενή μετάθεση: «μόλις ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, όσοι ήταν υποστηρικτές της προηγούμενης, πήραν πόδι σε διάφορες απομακρυσμένες περιοχές». γ. με διώχνει ο ερωτικός μου σύντροφος: «βρήκε κάποιον λεφτά και πήρα πόδι»·
- παίρνω τα πόδια μου, περπατώ, προχωρώ, ιδίως αποχωρώ από κάπου: «παιδιά, εγώ παίρνω τα πόδια μου για το σπίτι, γιατί με περιμένουν οι δικοί μου»·
- πάρε τα πόδια σου! α. περπάτα πιο γρήγορα, τάχυνε το βήμα σου, βιάσου: «άντε, πάρε τα πόδια σου, γιατί, όπως πάμε, δε φτάνουμε ούτε αύριο!». β. μάζεψε τα πόδια σου, συμμαζέψου, μην κάθεσαι απλωτά: «πάρε τα πόδια σου να περάσω»·
- πατώ με τα δυο πόδια μου στη γη, βλ. λ. γη·
- πατώ πόδι, α. απαιτώ κάτι έντονα, ζητώ άφοβα το δίκιο μου, επιμένω στην αξίωσή μου: «πρέπει να πατήσεις πόδι για να πάρεις αυτά που σου ανήκουν». β. επιβάλλω δυναμικά τη γνώμη μου, τη θέλησή μου: «οι εργάτες πάτησαν πόδι με τις απεργίες τους κι αντικατέστησαν τον εργοδηγό τους». γ. έθιμο κατά την τελετή του γάμου, σύμφωνα με το οποίο, όποιος από τους δύο νεόνυμφους προλάβει να πατήσει το πόδι του άλλου, όταν ακούγεται το ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄντρα, αυτός θα έχει τον πρώτο λόγο στην οικογένεια: «πρόσεξε μη σου πατήσει πόδι η νύφη και ξεφτιλιστείς μέσα στην εκκλησία!»·
- πατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- πατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- πατώ σταθερά στα πόδια μου, δεν έχω την ανάγκη βοήθειας κανενός, γιατί μπορώ και στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις: «από μικρός έχω μάθει να πατώ σταθερά στα πόδια μου και δεν είμαι σε κανέναν υποχρεωμένος»·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πατώ το πόδι μου, πηγαίνω σε ένα μέρος, κάνω την εμφάνισή μου κάπου: «μόλις πάτησε το πόδι του στο μπαράκι, άρχισαν οι φασαρίες || δε θέλω ξανά να πατήσεις το πόδι σου στο μαγαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου πατώ το πόδι μου και ρίχνω τη ματιά μου, μεγάλος ντόρος γίνεται γύρω από τ’ όνομά μου
- περπατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- περπατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πέφτω στα πόδια του, τον εκλιπαρώ, τον ικετεύω για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «μόλις πληροφορήθηκε πως ήθελε να τον απολύσει, έπεσε στα πόδια του, μήπως και του αλλάξει γνώμη»·
- πήρε τα πόδια στον ώμο του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- πιάστηκαν τα πόδια μου ή μου πιάστηκαν τα πόδια, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου·
- πιάστηκε το πόδι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «καθόμουν μια ώρα σταυροπόδι και πιάστηκε το πόδι μου»·
- πιάστηκε το πόδι μου (κάπου), συνάντησε κάποιο εμπόδιο, μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «όπως πήγα να σκαρφαλώσω στο φράχτη, πιάστηκε το πόδι μου σε κάτι σύρματα»·
- πίνω στο πόδι, πίνω βιαστικά: «ήπιε στο πόδι ένα σφηνάκι κι έφυγε»·
- πριονίζω τα πόδια (κάποιου), υπονομεύω, φθείρω, αποδυναμώνω κάποιον αργά και μεθοδικά, μέχρι να καταρρεύσει: «από μπροστά του ’κανε το φίλο, αλλά μυστικά και ύπουλα του πριόνιζε τα πόδια για να του φάει τη θέση»·
- προσπαθεί να σταθεί στα πόδια μου, αγωνίζεται να ξεπεράσει μια δύσκολη κατάσταση στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, αγωνίζεται ύστερα από κάποια οικονομική ή ψυχική καταστροφή να ανασυγκροτήσει τον διαλυμένο του εαυτό: «προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του ύστερα απ’ τη χρεοκοπία του || του στοίχισε πολύ η απιστία της γυναίκας του, αλλά η ζωή συνεχίζεται και προσπαθεί να στηθεί στα πόδια του». Συνήθως μετά το πρώτο ρ. της φρ. και πιο αραιά το δεύτερο ακολουθεί το πάλι·
- ρέβει στα πόδια του, βλ. φρ. λιώνει στα πόδια του·
- ρίχνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνω τα πόδια μου, περπατώ με μεγάλη δυσκολία είτε λόγω υπερβολικής κούρασης είτε λόγω γηρατειών: «φεύγω απ’ το πρωί για τη δουλειά κι όταν γυρίζω αργά το βράδυ στο σπίτι, σέρνω τα πόδια μου || είναι τόσο ηλικιωμένος, που, όταν περπατάει, σέρνει τα πόδια του»·
- σηκώθηκαν όλοι στο πόδι, α. αναστατώθηκαν όλοι από φόβο ή εξεγέρθηκαν από αγανάκτηση: «μόλις έμαθαν πως οι τρομοκράτες θα χτυπούσαν κάπου στη γειτονιά τους, σηκώθηκαν όλοι στο πόδι || είχε το ραδιοφωνάκι του μεσάνυχτα στη διαπασών και σηκώθηκαν όλοι στο πόδι». β. ενεργοποιήθηκαν όλοι έντονα: «σηκώθηκαν όλοι στο πόδι μέσα στην πόλη μας για την υποδοχή του πρωθυπουργού»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον αδύναμο σωματικά ή οικονομικά που επιχειρεί να εναντιωθεί σε κάποιον ισχυρότερο ή ανώτερό του. β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που, ενώ έχει άδικο, επιχειρεί με φωνές ή άλλο δυναμικό τρόπο να μας πείσει για το αντίθετο, ή για κάποιον που θέλει να φανεί πιο έξυπνος από εμάς, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνών. σηκωθήκανε τ’ αγγουράκια να γαμήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα κολοκυθάκια να χτυπήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα λάχανα να χτυπήσουν το μανάβη·
- σηκώνει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «έναν καφέ να την κεράσεις, σηκώνει αμέσως τα πόδια της». Από την εικόνα της γυναίκας που σηκώνει τα πόδια της κατά τη σεξουαλική πράξη για την ευκολότερη και καθολική είσοδο του πέους στον κόλπο της· βλ. και φρ. ανοίγει τα πόδια της·
- σηκώνω όλους στο πόδι, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία, που κάνω όλους να ανησυχήσουν ή να διαμαρτυρηθούν: «κάθε βράδυ γυρνούσε μεθυσμένος στο σπίτι του και με τις φωνές του σήκωνε όλους στο πόδι μέσα στην πολυκατοικία»·
- σηκώνω τη γειτονιά στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τη γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- σκουπίζω στα πόδια του, πρόληψη, σύμφωνα με την οποία, όταν σκουπίζουν μπροστά στα πόδια κάποιου, δε θα παντρευτεί: «καλέ, μη σκουπίζεις στα πόδια του, κι είναι αρραβωνιασμένο το παλικάρι!»·
- σκουπίζω τα πόδια μου στο χαλάκι, βλ. λ. χαλάκι·
- στέκομαι στα πόδια μου, αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση με θάρρος και αντοχή, καταφέρνω σε μια δύσκολη στιγμή να στηριχθώ με επιτυχία στις δικές μου δυνάμεις: «παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισα μετά τη χρεοκοπία μου, δε γονάτισα και στάθηκα στα πόδια μου». (Λαϊκό τραγούδι: παραιτήθηκα, στα πόδια να σταθώ δε φοβήθηκα, καλύτερη δουλειά θα βρω, τ’ ορκίστηκα, παραιτήθηκα
- στέκομαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- στήθηκε στα πόδια του, α. ανέλαβε τις δυνάμεις του, ιδίως μετά από αρρώστια: «μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο, τον άρχισε η γυναίκα του στις κοτόσουπες και στις κρεατόσουπες και μέσα σε λίγο καιρό στήθηκε στα πόδια του». β. ξεπέρασε κάποια σοβαρή δυσκολία που είχε, ορθοπόδησε: «στην αρχή κανείς δεν πίστευε πως θα ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του, αλλά με τον καιρό στήθηκε πάλι στα πόδια του || μπορεί να έπεσε έξω στις δουλειές του, όμως βρήκε τρόπο και στήθηκε πάλι στα πόδια του». γ. προέβαλε αντίσταση, αντιστάθηκε σθεναρά: «στην αρχή δείλιασε να του αντιμιλήσει, αλλά κάποια στιγμή στήθηκε στα πόδια του και του τα ’πε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη»·
- στηρίζομαι στα πόδια μου, έχω εμπιστοσύνη, αγωνίζομαι αποκλειστικά με τις δικές μου δυνάμεις: «δε συνεταιρίζεται με κανένα, γιατί έχει μάθει να στηρίζεται στα πόδια του»·
- στο πόδι! προσταγή για ετοιμότητα αναχώρησης: «μετά από λίγη ώρα ανάπαυλας ακούστηκε η φωνή του λοχαγού μας: στο πόδι!»·
- στο πόδι, στα όρθια, βιαστικά και πρόχειρα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και τα ’παμε στο πόδι»·
- στυλώνομαι στα πόδια μου, δυναμώνω, τονώνομαι οικονομικά ή σωματικά, αναλαμβάνω οικονομικά ή σωματικά: «βρισκόμουν σε οικονομικό αδιέξοδο, αλλά με τα λεφτά που μου ’δωσε ο φίλος μου, στυλώθηκα στα πόδια μου και συνέχισα τη δουλειά || μετά την εγχείρηση το ’ριξα στο φαγητό και σε λίγο καιρό στυλώθηκα πάλι στα πόδια μου»·
- στυλώνω τα πόδια μου, πεισμώνω πολύ, μένω αμετακίνητος στη γνώμη μου, στην άποψή μου, υποστηρίζω τα επιχειρήματά μου, ακόμη και αν αυτά δεν είναι σωστά: «αν τύχει και στυλώσει τα πόδια του, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα». Από την εικόνα πολλών ζώων, ιδίως του γαϊδάρου ή του αλόγου, που, όταν πεισμώσουν, στυλώνουν μπροστά τα δυο τους πόδια και δε λένε να περπατήσουν·
- σωριάστηκε στα πόδια του, κατέρρευσε, έχασε τις αισθήσεις του: «μόλις του είπαν πως χτύπησε το γιο του αυτοκίνητο, σωριάστηκε στα πόδια του»·
- τα θέλει όλα στα πόδια του ή όλα στα πόδια του τα θέλει, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος ή τόσο τεμπέλης, που τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «τον κακόμαθαν το μοναχογιό τους και τα θέλει όλα στα πόδια του || αυτός, αγόρι μου, δεν είναι για δουλειά, γιατί όλα στα πόδια του τα θέλει»·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του ή τα πόδια του χτυπούν στην πλάτη του ή τα πόδια του χτυπούν στις πλάτες του ή τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- τα ’χει όλα στα πόδια του, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος, που του ετοιμάζουν τα πάντα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «του έχουν τόσο μεγάλη αδυναμία οι γονείς του, που τα ’χει όλα στα πόδια του»·
- τα χρυσά πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χαρακτηρισμός των ποδιών ποδοσφαιριστή που πετυχαίνει πολλά γκολ: «είναι ο πιο αγαπημένος παίχτης της ομάδας, γιατί με τα χρυσά του πόδια ανέβασε την ομάδα μας στον πίνακα της βαθμολογίας»·     
- τη βγάζω στο πόδι, στέκομαι όρθιος, ιδίως για μεγάλο χρονικό διάστημα: «είναι τέτοιο το πόστο που έχω στη δουλειά μου, που για μεγάλο χρονικό διάστημα τη βγάζω στο πόδι»·
- την έβγαλα στο πόδι, (για αρρώστιες) βλ. φρ. την πέρασα στο πόδι·
- την πέρασα στο πόδι, (για αρρώστιες) γιατρεύτηκα χωρίς να μείνω στο κρεβάτι: «πριν από καιρό είχα μια γερή γρίπη, αλλά την πέρασα στο πόδι»·
- της ανοίγω τα πόδια, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού την είχε ολόκληρη βραδιά στην γκαρσονιέρα του, σίγουρα της άνοιξε τα πόδια»·
- της (του) δίνω πόδι, διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό, διώχνω το ερωτικό μου ταίρι: «μόλις αρχίζει να του μιλάει για γάμο η γυναίκα που συνδέεται μαζί του, της δίνει πόδι»·
- το βάζω στα πόδια, φεύγω τρέχοντας από φόβο ή επειδή με καταδιώκουν, τρέπομαι σε φυγή: «μόλις έβγαλε ο άλλος το μαχαίρι του, το ’βαλα στα πόδια || μόλις τους είδα να τρέχουν προς το μέρος μου, το ’βαλα στα πόδια». (Τραγούδι: τώρα κατάλαβα τα λόγια, τώρα κατάλαβα γιατί, γιατί το έβαλα στα πόδια, γιατί δεν ήρθα στη γιορτή
- το καλό το πόδι ή το καλό πόδι, (για ποδοσφαιριστές) το πόδι εκείνο που χρησιμοποιεί με επιτυχία για να σημειώσει γκολ (δηλ., αν είναι δεξιός, το δεξί του πόδι, αν είναι αριστερός, το αριστερό του): «ο παίχτης έφερε την μπάλα στο καλό πόδι και σουτάρισε με δύναμη προς την αντίπαλη εστία»·
- το κόβω με τα πόδια ή το κόβω με το πόδι, διανύω μια απόσταση με τα πόδια, πεζοπορώ: «επειδή δεν μπορούσα να βρω ταξί, το ’κοψα με τα πόδια για το σπίτι»·
- τον αφήνω στο πόδι μου, τον αφήνω αντικαταστάτη μου ή πληρεξούσιό μου: «επειδή έλειψα δυο βδομάδες απ’ τη δουλειά μου, τον άφησα στο πόδι μου να επιβλέπει τους εργάτες»·
- τον βάζω στο πόδι μου, βλ. φρ. τον αφήνω στο πόδι μου·
- τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου, τον συναντώ συνέχεια μπροστά μου, ιδίως ως εμπόδιο: «τι κακό μ’ αυτόν τον άνθρωπο! Όπου κι αν πάω, τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου και καθυστερώ να τελειώσω τη δουλειά μου»·
- τον έστησα στα πόδια του, τον σήκωσα όρθιο και τον υποχρέωσα να πατήσει στα πόδια του: «επειδή ο γιατρός μας συνέστησε πως ο άρρωστος πρέπει να περπατάει, τον σήκωσα απ’ το κρεβάτι του και τον έστησα στα πόδια του»·
- τον έχω ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. φρ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- τον έχω στο ένα πόδι, τον ελέγχω απόλυτα, τον έχω υποχείριό μου: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που τον έχει στο ένα πόδι». Συνών. τον έχω σούζα·
- τον έχω στο πόδι, τον έχω σε διαρκή ετοιμότητα: «μόλις του πεις τ’ όνομά μου, θα σ’ εξυπηρετήσει αμέσως, γιατί του μίλησα για σένα και τον έχω στο πόδι»·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, α. τον φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση, τον αναγκάζω να υποκύψει, να γίνει πειθήνιος ή ακίνδυνος: «ήταν ο πιο τσαμπουκάς της παρέας μας, αλλά, μόλις ήρθε ο τάδε, του ’βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι και τον έκανε αρνάκι». β. αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να ενεργοποιηθεί έντονα, κάτι που δεν έκανε προηγουμένως: «όσο ήταν ο παλιός διευθυντής, το εργοστάσιο ήταν μπάτε σκύλοι αλέστε, μόλις ήρθε όμως ο καινούριος, τους έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι»·
- του βάζω το πόδι στο γύψο, του περιορίζω την ελεύθερη διακίνησή του και, κατ’ επέκταση, τον καταπιέζω, ιδίως για να τον σωφρονίσω: «είναι άνθρωπος που κανείς δεν μπορεί να του βάλει το πόδι του στο γύψο». Η έκφραση άρχισε να χρησιμοποιείται μετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967 και η πατρότητά της ανήκει στο δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο·
- του δίνω πόδι, τον διώχνω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «όποιος απ’ τους υπαλλήλους του κάνει κοπάνα, του δίνει αμέσως πόδι»·
- του κόβω τα πόδια, τον εμποδίζω, ιδίως τον αποθαρρύνω να πραγματοποιήσει κάτι: «ήθελε ν’ ανοίξει τη δουλειά του και στο χώρο των ηλεκτρονικών, αλλά του ’κοψα τα πόδια, γιατί υπάρχει κρίση»·
- του πήρε τα πόδια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πάνω στην προσπάθειά του να αποσπάσει την μπάλα από τον αντίπαλο παίχτη, τον κλότσησε στα πόδια και τον σώριασε κάτω: «μόλις ο επιθετικός τον προσπέρασε, ο αντίπαλος αμυντικός του πήρε τα πόδια»·
- τραβώ το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, βλ. λ. χαλί·
- τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρέμουν τα πόδια μου, α. δεν μπορώ να μείνω άλλο όρθιος ή νηστικός, γιατί εξουθενώθηκα από την κούραση, την πολύωρη ορθοστασία ή την πείνα: «μόλις ένιωσα να τρέμουν τα πόδια μου, βρήκα μια θέση και θρονιάστηκα του καλού καιρού || δώσε μου να βάλω κάτι στο στόμα μου, γιατί τρέμουν τα πόδια μου». β. νιώθω μεγάλο φόβο ή τρόμο: «μόλις αγρίεψε ο άλλος και κινήθηκε εναντίον μου, άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου»·
- τρίζει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρώω στο πόδι, τρώω βιαστικά και πρόχειρα: «όταν έχω πολλή δουλειά τρώω στο πόδι, γιατί δεν προλαβαίνω να πάω στο εστιατόριο»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- υποχωρεί το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φεύγει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φιλώ πόδια, ταπεινώνομαι για να πετύχω κάτι: «φίλησε πόδια προκειμένου να βάλει το γιο του στο δημόσιο»·
- χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου , βλ. λ. έδαφος·
- χέστηκ’ ο Πολύδωρος που ’ταν στα πόδια γρήγορος, βλ. φρ. χέστηκ’ η Φατμέ στο Γενί τζαμί, βλ. λ. τζαμί·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο.

πώς

πώς, ερωτημ. επίρρ. [<αρχ. πῶς], πώς. 1. με ποιο τρόπο: «δεν ξέρω πώς θα μπορέσω να βγω απ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση που βρίσκομαι!». 2. γιατί, με ποια λογική: «πώς δεν κάνει; || πώς έφτασες σ’ αυτό το συμπέρασμα;». 3. ως επιφών. πώς! (ειρωνικά) δίνεται ως αρνητική απάντηση με παράλληλο ειρωνικό μορφασμό: «περάσατε καλά στην εκδρομή; -Πώς!», δηλ. όχι, δεν περάσαμε καλά. (Ακολουθούν 95 φρ.)·
- άγνωστο πώς, βλ. λ. άγνωστος·
- αμ πώς! τι νόμισες! Χαρακτηριστική έκφραση του ηθοποιού Κώστα Χατζηχρήστου στο ρόλο του χωρικού Θύμιου· βλ. και φρ. εμ πώς(!)·
- αμ πώς, αλλιώς; βλ. λ. αλλιώς·
- αυτό πάλι πώς το βλέπεις; βλ. λ. αυτός·
- δε μ’ ενδιαφέρει το πότε, αλλά το πώς, έκφραση απορίας ή ανησυχίας που δηλώνει πως δε μας απασχολεί ο χρόνος, η διάρκεια κατασκευής ενός έργου, αλλά ο τρόπος (από ποιοτική άποψη) με τον οποίο θα κατασκευαστεί. Επίσης δηλώνει πως δε μα απασχολεί πότε θα πεθάνω, αλά με τον τρόπο (από άποψη ποιότητας) με τον οποίο θα τελειώσει η ζωή μου·
- δεν έχει πώς, βλ. λ. έχω·
- δεν ξέρω (το) τι και (το) πώς, δε γνωρίζω λεπτομέρειες για το λόγο, την αιτία και τον τρόπο με τον οποίο έγινε κάτι: «έχω μάθει ότι μάλωσαν, αλλά δεν ξέρω το τι και το πώς»· 
- εμ πώς! και βέβαια, οπωσδήποτε: «θα ’ρθεις μαζί μας στην εκδρομή; -Εμ πώς!», δηλ. και βέβαια θα έρθω· βλ. και φρ. αμ πώς(!)·
- εμ πώς, αλλιώς; βλ. λ. αλλιώς·
- κάνει πώς και πώς ή κάνει πώς και τι, α. επιδιώκει με όλους τους τρόπους να αποκτήσει κάτι που λαχταράει πάρα πολύ: «κάνει πώς και πώς γι’ αυτή τη γυναίκα || κάνει πώς και τι γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο». β. περιμένει κάποιον με μεγάλη λαχτάρα: «κάνει πώς και πώς να δει το γιο του, που έρχεται απ’ το εξωτερικό, γιατί έχει τρία χρόνια να τον δει»·
- κατά πώς…, όπως, με τον τρόπο που, σύμφωνα με…: «κατά πώς πράξεις, θα πράξω || κατά πώς κινηθείς, θα κινηθώ»·
- κατά πώς βλέπω τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κατά πώς έρχονται τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κατά πώς έστρωσες, θα κοιμηθείς ή κατά πώς στρώσεις θα κοιμηθείς, βλ. λ. στρώνω·
- κατά πώς λέγεται, βλ. λ. λέγομαι·
- κατά πώς λέει, βλ. λ. λέω·
- κατά πώς λένε, βλ. λ. λέω·
- να δούμε πώς θα κάτσει η μπίλια, βλ. λ. μπίλια·
- προσέχω πώς και πώς (κάτι), βλ. φρ. το ’χω πώς και πώς·
- πώς αλλάζουν οι καιροί! βλ. λ. καιρός·
- πώς αλλιώς; βλ. λ. αλλιώς·
- πώς αντέχει η καρδιά σου; βλ. λ. καρδιά·
- πώς αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς αντέχει η ψυχή σου; βλ. λ. ψυχή·
- πώς αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- πώς από δω Γιωργάκη; έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για την αναπάντεχη παρουσία σε κάποιον χώρο κάποιου που δε μας είναι ευχάριστη ή επιθυμητή. Πολλές φορές, λέγεται ενώ η παλάμη με τα δάχτυλα ανοιχτά κάνει μισή περιστροφή. Η έκφραση κυκλοφόρησε ευρέως στα τέλη της δεκαετίας του 1957 μετά την προβολή του κινηματογραφικού έργου Δελησταύρου και υιός με τον Βασίλη Λογοθετίδη τό οποίο σκηνοθέτησε ο Αλέκος Σακελλάριος·
- πώς αυτό; βλ. λ. αυτός·
- πώς βαστά η καρδιά σου; βλ. λ. καρδιά·
- πώς βαστά η καρδιά να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς βαστά η ψυχή σου; βλ. λ. ψυχή·
- πώς βαστά η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς για; βλ. λ. για·
- πώς γίνεται και… ή πώς γίνεται να…, εκφράζει απορία, πώς είναι δυνατόν, πώς μπορεί: «πώς γίνεται και ζούνε μέσα σε τόση φτώχεια! || πώς γίνεται και τον προτιμούν όλες οι παρέες, ενώ είναι τόσο κωλόπαιδο! || πώς γίνεται να ζει τόσο σπάταλη ζωή, χωρίς να είναι πλούσιος!»·
- πώς δε(ν)… (ακολουθεί ρήμα), έκφραση με την οποία δηλώνουμε τη θετική στάση ή συμπεριφορά μας σε αυτό που δηλώνει το ρήμα της φράσης που μας απευθύνει ο συνομιλητής μας: «θέλεις να ’ρθεις μαζί μας στην εκδρομή; -Πώς δε θέλω», δηλ. και βέβαια θέλω ή «γιατί δε δουλεύεις; -Πώς δε δουλεύω», δηλ. και βέβαια δουλεύω ή «γιατί δεν τρως; -Πώς δεν τρώω», δηλ. και βέβαια τρώω·
- πώς είναι δυνατό(ν)! βλ. λ. δυνατός·
- πώς είναι τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πώς είπατε; ή πώς είπες; α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον πως δεν ακούσαμε αυτό που μας είπε μόλις προηγουμένως και του ζητάμε να το επαναλάβει. β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι παράλογο ή πέρα από τις δυνατότητές μας ή κάτι που, εν τέλει, δεν είμαστε διατεθειμένοι  να του το δώσουμε: «θα μου δώσεις μέχρι αύριο τρεις χιλιάδες ευρώ; -Πώς είπατε;»·
- πώς έχουν τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πώς ήμουν και πώς έγινα, δηλώνει τη θετική και συνήθως την αρνητική εξέλιξη στη ζωή ενός ατόμου. (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στην ταβέρνα ήμουν σκεπτικός καθισμένος στη γωνιά μου μελαγχολικός, γέμιζα το ποτηράκι και το έπινα και σκεπτόμουνα πώς ήμουν και πώς έγινα
- πώς και…, λέγεται με ειρωνική διάθεση για αρνητικό σχολιασμό ατόμου: «πώς και δεν ήρθε ακόμη;», ενώ δηλ. είναι άτομο που έρχεται πάντα από τους πρώτους ή πρώτος ή «πώς κι έφυγε τόσο νωρίς;», ενώ δηλ. είναι άτομο που φεύγει πάντα από τους τελευταίους ή τελευταίο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα· βλ. και φρ. πώς (κι) έτσι και…(;)·
- πώς και γιατί, βλ. λ. γιατί·
- πώς κάνεις έτσι! λέγεται σε άτομο που αντιδρά με υπερβολικό τρόπο, συνήθως χωρίς σπουδαίο λόγο: «πώς κάνεις έτσι για μια τόση δα γρατζουνιά!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ παιδάκι μου ή το μωρέ παιδί μου ή με το ρε παιδάκι ή το ρε παιδί μου·
- πώς (κι) έτσι και…; για ποιο λόγο; γιατί(;): «πώς κι έτσι και δεν ήρθε ακόμη; || πώς έτσι κι έφυγε τόσο νωρίς;»· βλ. και φρ. πώς (κι) ήταν αυτό και(…)·
- πώς (κι) ήταν αυτό και...; έκφραση έκπληξης ή απορίας για την ανέλπιστη παρουσία ή χειρονομία κάποιου: «πώς κι ήταν αυτό και πέρασες να δεις τους γονείς σου; || πώς ήταν αυτό και θυμήθηκες να μου επιστρέψεις τα δανεικά που σου ’δωσα;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- πώς μετράει; τι είδους άνθρωπος είναι; ποιο είναι το ποιόν του(;): «φαίνεται συμπαθητικός άνθρωπος, αλλά ξέρει κανείς πώς μετράει;». Συνών. τι βιολί βαράει; / τι καπνό φουμάρει; / τι ρόλο παίζει; / τι ώρες κάνει(;)·
- πώς μπόρεσες και…; ή πώς μπόρεσες να…; έκφραση θαυμασμού ή αποδοκιμασίας για κάτι που είπε ή έκανε κάποιος: «πώς μπόρεσες κι αντιμίλησες κοτζάμ διευθυντή; || πώς μπόρεσες να διώξεις τόσο καλή γυναίκα από κοντά σου;». Στην πρώτη περίπτωση, μετά το ρ. της φρ. ακούγονται διάφορα θαυμαστικά όπως ρε θηρίο ή ρε μεγάλε ή ρε μπαγάσα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ακούγονται τα αποδοκιμαστικά όπως ρε βλάκα ή ρε ηλίθιε ή ρε μαλάκα ή ρε χαμένε και διάφορα άλλα·
- πώς να το κάνουμε, από οποιαδήποτε μεριά και να το εξετάσεις, ακόμη και αν εξαντλήσεις όλες τις πιθανότητες ή ακόμη και αν λάβεις υπόψη σου τις αντίθετες γνώμες, εξακολουθεί να υπάρχει το αρχικό δεδομένο: «μπορεί να μη τον συμπαθώ αλλά, πώς να το κάνουμε, είναι καλός άνθρωπος || δε γίνεται ν’ αθετήσω το συμβόλαιο που υπέγραψα, πώς να το κάνουμε!». (Λαϊκό τραγούδι: αρέσω, παιδί μου, αρέσω πώς να το κάνουμε, αρέσω, παιδί μου, αρέσω, δε θα πεθάνουμε)· βλ. και φρ. όπως και να το κάνει κανείς, λ. όπως·
- πώς ναι! έκφραση αμφισβήτησης ή απορίας στο βεβαιωτικό ναι που μας λέει κάποιος για κάτι: «έδωσες τα δανεικά που χρωστούσες στον τάδε; -Ναι. -Πώς ναι, αφού ο ίδιος μου είπε πως δεν του τα ’δωσες ακόμη!»·
- πώς νιώθεις τον εαυτό σου; βλ. λ. εαυτός·
- πώς όχι! έκφρασης αμφισβήτησης ή απορίας στο αρνητικό όχι που μας λέει κάποιος για κάτι: «ήταν ο τάδε στη συγκέντρωση; -Όχι. -Πώς όχι, αφού τον είδα με τα μάτια μου!»·
πώς πάει; ή πώς πας; ή πώς τα πας; ερώτηση ενδιαφέροντος για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή κάποιου ανθρώπου·
- πώς πάει η δουλειά; ή πώς πάν’ οι δουλειές; βλ. λ. δουλειά·
- πώς πάν’ κόρακα τα παιδιά σου; -Όσο πάνε και μαυρίζουν, βλ. λ. παιδί·
- πώς πάν’ τα κέφια; βλ. λ. κέφι·
- πώς πάν’ τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πώς πήγε; (κάτι), βλ. λ. πάω·
- πώς πήγες; ή πώς τα πήγες; (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ. πάω·
- πώς σε λένε; βλ. λ. λέω·
- πώς σε φωνάζουν; βλ. λ. φωνάζω·
- πώς σου φαίνεται; βλ. λ. φαίνομαι·
- πώς στ’ ανάθεμα! βλ. λ. ανάθεμα·
- πώς στα κομμάτια! βλ. λ. κομμάτι·
- πώς στην ευχή! βλ. λ. ευχή·
- πώς στην οργή! βλ. λ. οργή·
- πώς στο δαίμονα! βλ. λ. δαίμονας·
- πώς στο διάβολο! βλ. λ. διάβολος·
- πώς στο καλό! βλ. λ. καλός·
- πώς στον κόρακα! βλ. λ. κόρακας·
- πώς (τα) βλέπεις τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πώς τη βγάζεις; βλ. λ. βγάζω·
- πώς τη βλέπεις τη δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- πώς την άκουσες; ή πώς την έχεις ακούσει; Βλ. λ. ακούω·
- πώς την είδες; ή πώς την έχεις δει; βλ. λ. είδα·
- πώς την είδες τη δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- πώς την ψάχνεις τη δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- πώς το αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς το αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- πώς το βαστά η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς το βαστά η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- πώς το λες αυτό! βλ. λ. λέω·
- πώς το μπορεί η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς το μπορεί η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- πώς το ’παθες και..., βλ. φρ. πώς ήταν αυτό και(...)·
- πώς το τρίβουν το πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- το περιμένω πώς και πώς ή το περιμένω πώς και τι, περιμένω με λαχτάρα να μου φέρουν κάτι ή να συμβεί κάτι: «παρήγγειλα ένα ανταλλακτικό για το αυτοκίνητό μου και το περιμένω πώς και πώς || λένε πως ο ανταγωνιστής μου θα χρεοκοπήσει και το περιμένω πώς και πώς»·
- (το) πώς και το (πού), με ποιο τρόπο και σε ποιο μέρος: «πες μου πώς και πού έγινε το κακό; || το πώς και το πού θα σας τα πει καλύτερα ο τάδε, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας». (Λαϊκό τραγούδι: και το ποιο όμορφο κορίτσι στη δική μου γειτονιά από μένα παίρνει ρότα πώς και πού να περπατά
- το ’χω πώς και πώς ή το ’χω πώς και τι, το προσέχω πάρα πολύ να μην το χάσω, γιατί μου είναι ή το θεωρώ πολύτιμο, ανεκτίμητο: «αυτό το ρολόι ήταν δώρο του συχωρεμένου του πατέρα μου, γι’ αυτό το ’χω πώς και πώς || αυτός ο πίνακας είναι πολύ σπουδαίο κομμάτι και το ’χω πώς και τι»·
- τον (την) έχω πώς και πώς ή τον (την) έχω πώς και τι, τον (την) προσέχω πάρα πολύ, τον (την) φροντίζω πάρα πολύ, ιδίως από μεγάλη αγάπη: «η γυναίκα του είναι πολύ καλή και, παρόλες τις αταξίες του, τον έχει πώς και πώς || είναι τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του και την έχει πώς και τι»·
- τον περιμένω πώς και πώς ή τον περιμένω πώς και τι, τον περιμένω με λαχτάρα να έρθει να με συναντήσει: «έχω ραντεβού με τον τάδε, για να μου φέρει κάτι λεφτά, και τον περιμένω πώς και πώς»·
- φυλάω πώς και πώς (κάτι), βλ. συνηθέστ. το ’χω πώς και πώς·
- ψάχνω το πώς και το γιατί, ψάχνω να ανακαλύψω τον τρόπο και το λόγο για τον οποίο συνέβη ένα γεγονός: «είμαι τόσο περίεργος μ’ αυτή την υπόθεση, που ψάχνω το πώς και το γιατί κατέληξε σε φιάσκο!». 
 

φαντάζομαι

φαντάζομαι, ρ. [<αρχ. φαντάζομαι]. 1. νομίζω, υποθέτω: «αν του ζητήσω συγνώμη, φαντάζομαι πως θα αποσύρει τη μήνυση || φαντάζομαι πόσο κουράστηκες, να χτίσεις το σπίτι σου || μη φαντάζεσαι πως έχει πολλά λεφτά || δε φαντάζεσαι πόσο χάρηκα που σε είδα! || φαντάστηκε πως μπορούσε να με κοροϊδέψει!». 2. πλάθω με το μυαλό μου, με τη φαντασία μου διάφορες εικόνες ή καταστάσεις: «φαντάζεσαι τις καταστροφές που θα υπάρξουν στην πόλη μας, αν γίνει ένας παρόμοιος σεισμός μ’ αυτόν της Τουρκίας τον Αύγουστο του 1999; || φαντάζομαι πώς θα νιώθεις τώρα που κέρδισες το λαχείο, πρίγκιπας ε! || δε φαντάζεσαι πώς ένιωσα που τον είδα ύστερα από τόσα χρόνια!»·
- για φαντάσου! α. δηλώνει έκπληξη ή θαυμασμό για κάτι, ή απορία για τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσει κάποιος σε μια συγκεκριμένη περίπτωση: «μέσα σ’ ένα μήνα κέρδισε τρεις φορές στο τζόκερ. -Για φαντάσου! || για φαντάσου τι θα γίνει, αν τη δει ξαφνικά ο άντρας της  αγκαλιά με το γκόμενό της!». (Λαϊκό τραγούδι: πώς την έπαθα δεν ξέρω, ξέρω μόνο ότι υποφέρω όλη νύχτα πάνω στο κρεβάτι, να ζητάω για φαντάσου τα παράνομα φιλιά σου και να μην μπορώ να κλείσω μάτι).β. δηλώνει και ειρωνεία για κάτι απλό ή συνηθισμένο που λέει κάποιος: «ο τάδε γιατρός αγόρασε αυτοκίνητο. -Για φαντάσου!». Το για τονισμένο·
- για φαντάσου να…, θα είναι εκπληκτικό, εξαιρετικό, ή θα είναι επικίνδυνο, πολύ οδυνηρό, αν συμβεί, αν πραγματοποιηθεί αυτό που αμέσως λέγεται στη συνέχεια: «για φαντάσου να μας τύχει το λαχείο και να περάσουμε όλο το καλοκαίρι στα νησιά! || για φαντάσου να γίνει τώρα ένας σεισμός! || για φαντάσου να σ’ έβλεπε ο πατέρας σου την ώρα που έβαζες χέρι στο ταμείο!»·
- δε φαντάζομαι να…, έκφραση με την οποία δηλώνουμε την ανησυχία μας μην τυχόν συμβεί ή δε συμβεί κάτι: «δε φαντάζομαι να ’ρθει κι ο τάδε στην εκδήλωση! || δε φαντάζομαι να μην έρθει κι ο τάδε στην εκδήλωση!»·
- δεν μπορώ να το φανταστώ, μου είναι αδιανόητο, το θεωρώ εντελώς αδύνατο, εντελώς απίθανο να συμβεί ή να συνέβη αυτό που αμέσως λέγεται στη συνέχεια: «δεν μπορώ να το φανταστώ πως θέλει να κλείσει τον αδερφό του στη φυλακή για μερικά ψωροευρώ που του χρωστάει! || δεν μπορώ να το φανταστώ πως χτύπησε τον πατέρα του!».

φτάνω

φτάνω κ. φθάνω, ρ. [<μσν. φτάνω <αρχ. φθάνω], φτάνω. 1. πετυχαίνω, πραγματοποιώ το σκοπό μου: «έφτασα εκεί που ήθελα». 2. πλησιάζω να φτάσω σε οργασμό, να εκσπερματώσω: «οι πιο πολλές γυναίκες φτάνουν αργά». 3. φτάνει, (απρόσ.) είναι αρκετό, αρκεί: «φτάνει, δε θέλω άλλο || φτάνει, μη μου βάζεις άλλο || φτάνει να θέλεις, κι όλα θα διορθωθούν». (Λαϊκό τραγούδι: δεν τα θέλει τα παλάτια, όλα τα περιφρονεί. μια μελαχρινή του φτάνει φίνος να γενεί κι άλλη μια ξανθούλα θέλει να την παντρευτεί). 4. φτάνει! δηλώνει πως εξαντλήθηκε η αντοχή μας ή η υπομονή μας, αρκετά: «φτάνει, δεν αντέχω άλλα βάσανα!». (Λαϊκό τραγούδι: φτάνει φτάνει φτάνει, η ζωή μου κύκλους κάνει). Συνήθως συνοδεύεται από το πια. 5. στο α΄ εν. πρόσ. του αορ. ως επιφών. έφτασα! έρχομαι αμέσως, πες ότι ήρθα: «έλα λίγο που σε θέλω. -Έφτασα!». 6. στο γ΄ εν. πρόσ. αορ. ως επιφών. έφτασε! δηλώνει μεγάλη προθυμία του ομιλητή να ικανοποιήσει την επιθυμία ή να εκτελέσει την παραγγελία κάποιου: «δώσε μου, σε παρακαλώ, δέκα χιλιάρικα. -Έφτασε! || φέρε μου, σε παρακαλώ, ένα ποτήρι νερό. -Έφτασε!». Σε περίπτωση γκαρσονιού, ακούγεται στον τύπο εφτασέι! με τονισμένο έντονα το ε και με μακρόσυρτη φωνή: «φέρε μου έναν βαρύ γλυκό. -Εφτασέι!». Συνών. αμεσώις! (Ακολουθούν 112 φρ.)·   
- αν δεν περισσεύει, δε φτάνει, βλ. λ. περισσεύω·
- απλώνω τα πόδια μου μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα, βλ. λ. πόδι·
- απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, βλ. λ. χέρι·
- δε μας εφτάναν τα μουνιά, μας ήρθαν κι απ’ την Πέργαμο, βλ. λ. μουνί·
- δε μας φτάναν τα δικά μας, μας ήρθαν κι απ’ την Πέργαμο, βλ. λ. δικός·
- δε φτάνει μια ζωή, βλ. λ. ζωή·
- δε φτάνει ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δε φτάνει ούτε για χαρτζιλίκι, βλ. λ. χαρτζιλίκι·
- δε φτάνει που…, λέγεται στην περίπτωση που σε κάτι κακό ή δυσάρεστο, προστίθεται και άλλο: «δε φτάνει που είναι μεθύστακας, είναι και χαρτοπαίχτης από πάνω || δε φτάνει που κάηκε το χωριό μας απ’ τις πυρκαγιές, μας το κατάστρεψε κι ο σεισμός»·
- δεν έφτασε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν έφτασε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ. λ. συντέλεια·
- δεν έφτασε δα το τέλος του κόσμου ή δεν έφτασε και το τέλος του κόσμου,  βλ. λ. τέλος·
- δεν το φτάνει ο νους του ανθρώπου, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν τον φτάνει κανείς (κανένας σε κάτι), είναι ασυναγώνιστος, αξεπέραστος σε μια τέχνη ή σε κάτι καλό ή κακό: «είναι τόσο καλός μηχανικός, που δεν τον φτάνει κανείς || δεν τον φτάνει κανείς στο τρέξιμο || είναι τόσο απατεώνας, που δεν τον φτάνει κανένας || δεν τον φτάνει κανείς στα μαθηματικά»·  
- δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νύχι, βλ. λ. νύχι·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο νυχάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νυχάκι, βλ. λ. νυχάκι·
- δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- εδώ που φτάσαμε, εδώ·
- εδώ φτάσαμε! βλ. λ. εδώ·
- είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα, βλ. λ. χέρι·
- εκεί που φτάσαμε, βλ. λ. εκεί·
- εκεί φτάσαμε! βλ. λ. εκεί·
- έφτασα στο νυν και αεί, βλ. λ. αεί·
- έφτασα στο μηδέν, βλ. λ. μηδέν·
- έφτασα στο μη παρέκει, βλ. λ. παρέκει·
- έφτασα στο τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- έφτασα στο μη χέσω! βλ. λ. χέζω·
- έφτασαν στο Θεό, βλ. λ. Θεός·
- έφτασαν τα πόδια στην πλάτη του, βλ. λ. πόδι·
- έφτασαν τα πόδια στον ώμο του, βλ. λ. ώμος·
- έφτασε η μεγάλη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- έφτασε η Τετραδίτσα, πέρασε η βδομαδίτσα, βλ. λ. Τετράδη·
- έφτασε η ψυχή στο στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- έφτασε η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- έφτασε η ώρα μου, βλ. λ. ώρα·
- έφτασε η ώρα σας! βλ. λ. ώρα·
- έφτασε η ώρα της αλήθειας, βλ. λ. ώρα·
- έφτασε η ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- έφτασε να…, κατάντησε να…: «κάποτε είχε πολλά λεφτά, αλλά έμπλεξε με τη χαρτοπαιξία κι έφτασε να μην έχει να φάει»· βλ. και φρ. φτάνει να(…)·
- έφτασε ο κόμπος στο χτένι, βλ. λ. κόμπος·
- έφτασε στ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έφτασε στα πρόθυρα…, βλ. λ. πρόθυρα·
- έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό, βλ. λ. νερό·
- έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό, βλ. λ. νερό·
- έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο, βλ. λ. μαχαίρι·
- έφτασε ψηλά, βλ. λ. ψηλός·
- η μύτη του φτάνει στον ουρανό, βλ. λ. μύτη·
- θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, βλ. λ. λαγός·
- καλύτερα να περισσεύει παρά να μη φτάνει, βλ. λ. περισσεύω·
- κάνω ό,τι φτάσει, βλ. λ. κάνω·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. λ. κώλος·
- λέει ό,τι φτάσει, βλ. λ. λέω·
- μέχρις εκεί έφτασε η χάρη του! βλ. λ. χάρη·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- μέχρις εκεί φτάνει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- μόλις που έφτασε, βλ. λ. μόλις·
- μονό δε φτάνει, διπλό περισσεύει, βλ. λ. μονός·
- να  μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, βλ. λ. άνθρωπος·
- να μη φτάσεις να δεις άσπρη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- να μη φτάσεις να δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
- όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, βλ. λ. αλεπού·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, βλ. λ. σπίτι·
- πάτησε στ’ αβγό κι έφτασε τον ουρανό, βλ. λ. αβγό·
- που αγάλια αγάλια περπατεί, μακριά μπορεί να φτάσει, βλ. λ. αγάλια·
- ρούφα κι έφτασε! βλ. λ. ρουφώ·
- σαν να μη μας έφταναν όλα τ’ άλλα ή σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα, βλ. λ. όλος·
- το μαχαίρι έφτασε μέχρι (ως) το κόκαλο, βλ. λ. μαχαίρι·
- τον φτάνω, τον προφταίνω, τον προλαβαίνω: «είχε φύγει λίγο πιο μπροστά από μένα, αλλά τον έφτασα στην τρίτη στροφή»·
- τον φτάνω στο αμάν, βλ. λ. αμάν·
- τον φτάνω στο αμήν, βλ. λ. αμήν·
- τόσο φτάνει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- τρέχει και δε φτάνει, βλ. λ. τρέχω·
- φτάνει δε φτάνει, α. είναι αμφίβολο αν έχει το κατάλληλο μήκος για να συνδέσει δυο αντικείμενα: «το καλώδιο φτάνει δε φτάνει μέχρι το άλλο σπίτι για να πάρουμε ηλεκτρικό ρεύμα». β. είναι αμφίβολο αν θα καταφέρει να φτάσει στον προορισμό του: «δεν έχει αρκετή βενζίνα κι επειδή οι βενζινοπώλες έχουν απεργία, φτάνει δε φτάνει ο τάδε στην πόλη του»·   
- φτάνει και περισσεύει, επαρκεί απόλυτα, είναι υπεραρκετό: «μη μου βάζεις άλλο φαγητό, γιατί φτάνει και περισσεύει αυτό που μου ’βαλες || δε θέλω άλλο χαρτζιλίκι, γιατί φτάνει και περισσεύει αυτό που μου ’δωσες»·
- φτάνει να…, αρκεί να…: «θα κάνω ό,τι θέλεις για σένα, φτάνει να μ’ αγαπάς || θα σου κάνω όλα τα χατίρια, φτάνει να είσαι φρόνιμη». (Λαϊκό τραγούδι: δε με συγκινούν αγάπες, φτάνει να καλοπερνώ· κάθε βράδυ να τραβάω το ποτήρι μου και να σφάζονται λεβέντες για χατίρι μου)· βλ. και φρ. έφτασε να(…)·
- φτάνει να κουνήσει το δαχτυλάκι του ή φτάνει να κουνήσει το μικρό του το δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- φτάνει που…, αρκεί που…: «φτάνει που ήρθε, γι’ αυτό μην το μαλώνεις το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: μεροδούλι μεροφάι φτάνει που θα μ’ αγαπάει
- φτάνω δεύτερος, βλ. λ. δεύτερος·
- φτάνω δεύτερος και καταϊδρωμένος, βλ. λ. καταϊδρωμένος·
- φτάνω μέχρι (ως) το τέλος (κάτι), βλ. λ. τέλος·
- φτάνω μέχρι (ως) το τέρμα (κάτι) ή φτάνω στο τέρμα (κάτι), βλ. λ.τέρμα·
- φτάνω στα άκρα, βλ. λ. άκρο·
- φτάνω στα γράδα μου, βλ. λ. γράδα·
- φτάνω στα δικαστήρια, βλ. λ. δικαστήριο·
- φτάνω στα καράτια μου, βλ. λ. καράτι·
- φτάνω στα κέφια ή φτάνω στα κέφια μου ή φτάνω στο κέφι ή φτάνω στο κέφι μου, βλ. λ. κέφι·
- φτάνω στα όριά μου, βλ. λ. όριο·
- φτάνω στα όρια της αντοχής μου (της υπομονής μου), βλ. λ. όριο·
- φτάνω στα τελικά, βλ. λ. τελικός·
- φτάνω στα χρόνια (κάποιου), βλ. λ. χρόνος·
- φτάνω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- φτάνω στην κορυφή, βλ. λ. κορυφή·
- φτάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- φτάνω στην ώρα μου, βλ. λ. ώρα·
- φτάνω στο αμάν, βλ. λ. αμάν·
- φτάνω στο αμήν, βλ. λ. αμήν·
- φτάνω στο απροχώρητο, βλ. λ. απροχώρητο·
- φτάνω στο ζερό, βλ. λ. ζερό·
- φτάνω στο νυν και αεί, βλ. λ. νυν και αεί·
- φτάνω στο σημείο να…, βλ. λ. σημείο·
- φτάνω στο τσίμα τσίμα, βλ. λ. τσίμα·
- φτάνω στο χείλος της αβύσσου, βλ. λ. χείλος·
- φτάνω στο χείλος της καταστροφής, βλ. λ. χείλος·
- φτάνω στο χείλος του γκρεμού, βλ. λ. χείλος·
- φτάνω στο χείλος του τάφου, βλ. λ. χείλος·
- φτάνω στον πάτο, βλ. λ. πάτος·
- φτάνω στον τελικό, βλ. λ. τελικός·
- φτάνω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- ως εκεί έφτασε η χάρη του! βλ. λ. χάρη·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- ως εκεί φτάνει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- ωσότου το νερό φτάσει στη δεξαμενή, ο βάτραχος ψοφάει, βλ. λ. βάτραχος.

χέρι

χέρι, το, ουσ. [<μσν. χέριν <μτγν. χέριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χείρ, από τη μτγν. αιτιατ. χέρα(ν)], το χέρι. 1. λέγεται για κάτι που πλησιάζει στη μορφή ή στη χρήση με το χέρι: «τα χέρια της πολυθρόνας είχαν φθαρεί απ’ την πολυχρησία». 2. η λαβή δοχείου ή εργαλείου: «έπιασε τη χύτρα απ’ τα χέρια και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». Υποκορ. χεράκι, το, είδος μεταλλικού ρόπτρου σε σχήμα κυρτωμένης παλάμης, όπως όταν χτυπάμε την πόρτα για να μας ανοίξουν που βρίσκεται καρφωμένο στην επιφάνεια της πόρτας σε ύψος κανονικού ανθρώπου: «χτύπησε με το χεράκι την πόρτα και περίμενε να τον ανοίξουν». (Παιδικό τραγούδι: πλάθω κουλουράκια με τα δυο χεράκια,ο φούρνος θα τα ψήσει, το σπίτι θα μυρίσει). Μεγεθ. χεράκλα κ. χερούκλα, η. (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- άγιε Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου, μαζί με τη βοήθεια του θεού που επικαλείσαι, δραστηριοποιήσου και εσύ, μην αδρανείς. Πρβλ. σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει. Συνών. καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα·   
- αλλάζει χέρια (κάτι), πηγαίνει από την κυριότητα του ενός στην κυριότητα ενός άλλου: «είναι πολύ γρουσούζικο αυτό το μαγαζί, γιατί κάθε τόσο αλλάζει χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: και τα ζάρια φέρνουν βόλτα μες στου φορτηγού τη ρόδα, η χαρτούρα αλλάζει χέρια και δεν έχει βερεσέδια
-άλλαξε πολλά χέρια (κάτι), άλλαξε πολλούς κατόχους: «αυτό το μαγαζί μέχρι σήμερα άλλαξε πολλά χέρια»· βλ. και φρ. πέρασε από πολλά χέρια (κάτι)·
- αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου, βλ. λ. αμπέλι·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, βλ. λ. φίλος·
- αν μου πέσει στα χέρια (κάτι) ή αν πέσει στα χέρια μου (κάτι), αν έρθει στην κατοχή μου, στην κυριότητά του, αν το αποκτήσω: «αν μου πέσει στα χέρια αυτό που ζητάς, θα στο δώσω για να κάνεις τη δουλειά σου»·
- αν πέσει στα χέρια μου, βλ. φρ. αν τον πιάσω στα χέρια μου·
- αν τον πιάσω στα χέρια μου, απειλητική έκφραση για κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον τιμωρήσουμε με ξυλοδαρμό: «να του πείτε πως, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε»·
- ανοίγω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. τάφος·
- άξια χέρια, χαρακτηρίζει το άτομο που διευθύνει με επιτυχία ένα σύνολο ανθρώπων ή που φέρνει σε αίσιο τέλος κάτι που έχει αναλάβει ή διακονεί με επιτυχία κάτι: «ευτυχώς που ανέλαβαν τις τύχες μας άξια χέρια || στα άξια χέρια του τάδε, δεν είναι τίποτα ακατόρθωτο».  (Τραγούδι: η αποψινή μας εκπομπή φιλοξενεί τ’ αστέρια, κι είν’ του Τσιτσάνη η μουσική στα πλέον άξια χέρια). β. χαρακτηρίζει τον καλό μάστορα, τον καλό τεχνίτη: «τα άξια χέρια του όλα τα επιδιορθώνουν».
- απ’ το χέρι σου (του, της), από σένα (από εκείνον, από εκείνη): «δεν περίμενα τέτοιο ύπουλο χτύπημα απ’ το χέρι σου». (Λαϊκό τραγούδι: αφού απ’ τα εμπόδια δε θα γίνω ταίρι σου, θέλω ο θάνατος να έρθει απ’ το χέρι σου
- απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, επιχειρώ να κάνω κάτι που είναι πέρα από τις δυνατότητές μου, πέρα από τις δυνάμεις μου: «επειδή την έχω πατήσει μια φορά, ξανά δεν απλώνω τα χέρια μου εκεί που δε φτάνουν, και ασχολούμαι μόνο με πράγματα που τα κατέχω»·
- απλώνω το χέρι μου, ζητιανεύω: «δεν ντρέπεσαι, κοτζάμ άντρας, ν’ απλώνεις το χέρι σου στον έναν και τον άλλον;»· βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω το χέρι μου (εναντίον κάποιου), βλ. και φρ. απλώνω χέρι·
- απλώνω χέρι, α. χειροδικώ: «αν απλώσεις χέρι ξανά απάνω του, θα σου σπάσω τα μούτρα». β. κλέβω: «ποιος άπλωσε χέρι στο ταμείο;». γ. προσπαθώ να χαϊδέψω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «κάθισε δίπλα της και μόλις έσβησαν τα φώτα, άρχισε ν’ απλώνει χέρι». δ. ζητιανεύω: «επειδή είναι τεμπέλης, απλώνει χέρι στον καθέναν». (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλε χουβαρντά και απλοχέρη, σε λίγο ζητιανιάς θ’ απλώσεις χέρι
- απλώνω χέρι βοηθείας, βλ. συνηθέστ. δίνω χέρι βοηθείας·
- από δεύτερο, (τρίτο, τέταρτο κ.λπ.) χέρι, α. (για πληροφορίες) που τις μαθαίνουμε έμμεσα: «δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτά που σου λέω, γιατί τα ’μαθα από δεύτερο χέρι». β. (για αγορά) που δεν αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που δεν είναι καινούριο: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο από δεύτερο χέρι, γι’ αυτό το πήρα πιο φτηνό». γ. (για γυναίκες) που δεν είναι παρθένα: «δεν τον ενδιαφέρει αν η γυναίκα που θα παντρευτεί θα είναι από δεύτερο χέρι, αρκεί να ’ναι καλός άνθρωπος»·
- από πρώτο χέρι, α. (για πληροφορίες) χωρίς τη μεσολάβηση άλλου, αλλά από τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν ή που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, απευθείας: «αυτά που σου λέω δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, γιατί τα ’μαθα από πρώτο χέρι». β. (για αγορά) που αγοράστηκε απευθείας από την πηγή του και, κατ’ επέκταση, που δεν είναι χρησιμοποιημένο, μεταχειρισμένο, που είναι καινούριο: «τ’ αυτοκίνητο τ’ αγόρασα από πρώτο χέρι». γ. (για γυναίκες) που είναι παρθένα, που την πήρε κάποιος, για να την παντρευτεί, απευθείας από τους γονείς της, χωρίς να μεσολαβήσει ερωτικά άλλος άντρας: «είναι της παλιάς σχολής και θέλει να παντρευτεί γυναίκα από πρώτο χέρι»·
- από χέρι, (για πράγματα) που προέρχεται από έμμεση αγορά, που είναι μεταχειρισμένο: «τ’ αυτοκίνητο που βλέπεις τ’ αγόρασα από χέρι»·
- από χέρι σε χέρι, (για πράγματα) με αλλεπάλληλη μεταβίβαση σε μια σειρά ανθρώπων: «αυτό το κηροπήγιο είναι παμπάλαιο κι από χέρι σε χέρι έφτασε και στα δικά μου τα χέρια || το πράμα πήγε πάσα από χέρι σε χέρι κι εξαφανίστηκε»·
- αρπάζομαι στα χέρια (με κάποιον), βλ. φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- αρχίζω πρώτος χειρών αδίκων, είμαι ο πρωταίτιος μιας δυσάρεστης ή ανώμαλης κατάστασης: «απορείς που σου συμπεριφέρομαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο, αλλά μην ξεχνάς ποιος άρχισε πρώτος χειρών αδίκων»·
- αφήνω το τιμόνι απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- αχλάδια πιάνουν τα χέρια σου; βλ. λ. αχλάδι·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω πολλά χρήματα για κάποιο σκοπό: «πρέπει όλοι να βάλουμε βαθιά το χέρι μας στην τσέπη, για να βοηθήσουμε το φίλο μας». β.υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω πολλά χρήματα: «στο γάμο της κόρης μου έβαλα βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, αλλά το καταχάρηκα»·
- βάζω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ περιστασιακά κάποιον, ιδίως σε κάποια χειρονακτική εργασία που κάνει: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτό το μπαούλο μέχρι τη στάση»· βλ. και φρ. δίνω ένα χέρι (χεράκι)·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), συμβάλλω ενεργά στην πραγματοποίηση κάποιου σκοπού, καλού ή κακού: «τώρα περνάς φτωχικά και υποφέρεις, αλλά θα έχεις την ικανοποίηση αργότερα και θα λες πως έβαλες κι εσύ ένα χέρι για τη δημιουργία αυτού του εργοστασίου || μην κλαις και μη χτυπιέσαι για την κατάντια του φίλου σου, γιατί έβαλες κι εσύ το χεράκι σου για την καταστροφή του». Συνών. βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου·
- βάζω στο χέρι (κάποιον), πετυχαίνω να πάρω χρήματα από κάποιον με σκοπό να μην του τα επιστρέψω: «πρόσεχε μ’ αυτόν που συναλλάσσεσαι, γιατί έχει βάλει στο χέρι όλη την αγορά»·
- βάζω στο χέρι (κάτι), αποκτώ, οικειοποιούμαι κάτι, ιδίως με όχι νόμιμα, με όχι τίμια μέσα: «έκανε τον ερωτευμένο μαζί της και μόλις έβαλε στο χέρι την προίκα της, την κοπάνησε»·
- βάζω συνέχεια το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου, ξοδεύω, πληρώνω συνεχώς: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου και ξοδεύω αβέρτα»· 
- βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το χέρι μου (το χεράκι μου) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), ανακατεύομαι, επεμβαίνω, μπερδεύομαι σε μια υπόθεση: «έχω μάθει να μη βάζω το χέρι μου σε ξένες υποθέσεις || έβαλα κι εγώ το χεράκι μου, για να τα φτιάξουν οι δυο τους || έβαλες κι εσύ το χεράκι σου να μαλώσουν»·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, είμαι απόλυτα βέβαιος, απόλυτα σίγουρος για κάποιον ή για κάτι: «είναι τίμιος άνθρωπος και βάζω το χέρι μου στη φωτιά γι’ αυτόν || βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως μας λέει ψέματα»·
- βάζω το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. συνηθέστ. με το χέρι στην καρδιά·
- βάζω το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω το χέρι στην τσέπη μου, α. δίνω χρήματα για κάποιο σκοπό: «μια και είμαστε φίλοι του, πρέπει να βάλουμε όλοι το χέρι στην τσέπη μας, για να τον βοηθήσουμε». β. υποχρεώνομαι να πληρώσω, να ξοδέψω χρήματα: «κάθε φορά που βγαίνω με τη γυναίκα μου στην αγορά, βάζω το χέρι μου στην τσέπη, για να γλιτώσω απ’ την γκρίνια της»· 
- βάζω χέρι, α. κλέβω: «ποιος έβαλε χέρι στο εμπόρευμα;». β. χαϊδεύω ερωτικά, ιδίως γυναίκα: «μέσα στο συνωστισμό του λεωφορείου έβαζε χέρι στη γυναίκα που στεκόταν μπροστά του». γ. αρχίζω να καταναλώνω κάτι: «έφαγε τα λεφτά που είχε, και τώρα έβαλε χέρι στην περιουσία του πατέρα του». δ. επιπλήττω, κατσαδιάζω, μαλώνω κάποιον: «έχει μάθει να βάζει χέρι σε όποιον κάνει ανοησίες». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου, Μανώλη ντερμπεντέρη, που στους νταήδες βάζεις χέρι. Και στη ζωή σου δε χορταίνεις μες τη στενή να μπαινοβγαίνεις). ε. αποκτώ κάτι με πλάγιο, με ανέντιμο τρόπο: «της έταξε πως θα την παντρευτεί κι έβαλε χέρι στην περιουσία της»· βλ. και φρ. της βάζω χέρι·
- βάζω χέρι στα έτοιμα, χρησιμοποιώ χρήματα από τις αποταμιεύσεις μου, τρώω από τα έτοιμα: «όταν δεν πάει καλά η δουλειά, βάζω χέρι στα έτοιμα»·
- βάζω χέρι στο γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- βάλε ένα χέρι (χεράκι), παράκληση σε κάποιον να μας βοηθήσει για λίγο σε κάποια χειρωνακτική εργασία που κάνουμε: «βάλε ένα χεράκι, σε παρακαλώ, να μεταφέρω αυτόν τον μπόγο μέχρι τη στάση»·
- βαστάνε τα χέρια του, βλ. φρ. κρατάνε τα χέρια του·
- βάφω τα χέρια μου με αίμα ή βάφω τα χέρια μου στο αίμα, δολοφονώ, σκοτώνω κάποιον: «για να ξεπλύνει τη ντροπή της αδερφής του, έβαψε τα χέρια του με αίμα ξεπαστρεύοντας το βιαστή της»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. μάτι·
- βγήκε απ’ τα χέρια μου, (ειδικά για χειροποίητη κατασκευή) αποτελεί δικό μου δημιούργημα, δικό μου κατασκεύασμα: «αυτός ο ζωγραφικός πίνακας βγήκε απ’ τα χέρια μου»·
- βγήκε το χέρι μου, εξαρθρώθηκε: «πέταξα με μεγάλη δύναμη την πέτρα μακριά και βγήκε το χέρι μου»·
- βλέπω με (τα) χέρια δεμένα ή βλέπω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- βλέπω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή βλέπω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- βουτώ τα χέρια μου στο αίμα, βλ. φρ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·   
- βρήκε το χέρι του, (για μπασκετμπολίστες) μετά από ένα διάστημα αστοχίας, άρχισε πάλι να σκοράρει με ευχέρεια, κάτι, εξάλλου, που είναι χαρακτηριστικό του: «στο τελευταίο πεντάλεπτο ο τάδε βρήκε το χέρι του κι άρχισε να φορτώνει τ’ αντίπαλο καλάθι με τρίποντα»·
- βρίσκεται σε κακά χέρια, βρίσκεται υπό την εξουσία ή υπό την καθοδήγηση κακού ή ανέντιμου ανθρώπου: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκαν οι γονείς του σε τροχαίο, βρίσκεται σε κακά χέρια, γιατί, ο θείος του που τον ανέλαβε, έχει πάρε δώσε με τον υπόκοσμο»·
- βρίσκεται σε καλά χέρια, βρίσκεται υπό την προστασία, τη φροντίδα ή υπό την καθοδήγηση ικανού και έντιμου ανθρώπου: «όσο θα λείπει στο εξωτερικό, ο γιος του θα βρίσκεται σε καλά χέρια, γιατί θα τον αφήσει στον αδερφό του»·
- βρίσκεται σε σίγουρα χέρια (κάτι), το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ανατεθεί στη φύλαξη ικανού και έντιμου ανθρώπου: «είναι πανάκριβος πίνακας και βρίσκεται σε σίγουρα χέρια, μέχρι να επιδιορθώσω το σπίτι μου»· βλ. και φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- βρίσκεται στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- γεια στα χέρια σου! βλ. λ. γεια·
- γίνομαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- γλίτωσα απ’ τα χέρια του, ξέφυγα από τη δικαιοδοσία του, από την εξουσία του, γιατί με κακομεταχειριζόταν ή γιατί με εκμεταλλευόταν: «ήταν τόσο σκληρός ο διευθυντής μου, ώσπου στο τέλος δήλωσα παραίτηση και γλίτωσα απ’ τα χέρια του»·
- γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες, περιφέρεται άσκοπα χωρίς να κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός όλη μέρα γυρίζει με τα χέρια στις τσέπες»·
- γυρίζω μ’ άδεια τα χέρια ή γυρίζω μ’ άδεια χέρια, επιστρέφω από κάπου άπρακτος, χωρίς να πετύχω το σκοπό για τον οποίο πήγα: «πήγα να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυση που έκανε στο φίλο μου, αλλά γύρισα μ’ άδεια χέρια»·
- δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, είναι πολύ αχάριστος στον ευεργέτη του: «αν αληθεύει πως δαγκάνει το χέρι που του δίνει ψωμί, τότε είναι πολύ αχάριστο άτομο»·
- δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, είναι τσιγκούνης, ιδίως αποφεύγει να συμβάλλει σε ρεφενέ: «κάθε φορά που πάμε στα μπουζούκια κι έρχεται ο λογαριασμός δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, γι’ αυτό κι εμείς δεν τον ξαναπαίρνουμε μαζί μας»·
- δε βάζω (και) το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- δε βάζω χέρι (κάπου ή σε κάτι), δεν ακουμπώ, δεν οικειοποιούμαι, δεν κλέβω, δεν αποκτώ κάτι με πλάγιο τρόπο: «δε βάζω χέρι σε ξένα πράγματα || δε βάζω χέρι σε ξένες τσέπες»·
- δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί, δεν είμαι αχάριστος στον ευεργέτη μου: «δε θα καταφερθώ ποτέ εναντίον αυτού του ανθρώπου, γιατί δε δαγκάνω το χέρι που μου δίνει ψωμί»·
- δε θα κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, θα επέμβω υπέρ κάποιου: «αν φτάσεις στο σημείο να χρειαστείς τη βοήθειά μου, δε θα κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια || αν δω πως έχεις την ανάγκη μου, δε θα κάθομαι με τα χέρια σταυρωμένα»·
- δε θα κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα πέσει στα χέρια μου! απειλητική έκφραση για κάποιον που μας έχει κάνει κάποιο κακό και που δηλώνει πως, όταν τον συναντήσουμε, θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «τώρα γελάει που μου ’κανε την κουτσουκέλα, αλλά δε θα πέσει στα χέρια μου, θα δει τι θα πάθει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πού θα μου πάει·
- δε θα στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα, βλ. φρ. δε θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια·
- δε θα τον πιάσω στα χέρια μου! βλ. φρ. δε θα πέσει στα χέρια μου(!)·
- δε λερώνω τα χέρια μου (με κάποιον), θεωρώ τόσο κατώτερό μου κάποιον, που δεν καταδέχομαι ούτε να τον δείρω: «ό,τι και να λέει σε βάρος μου αυτός ο λέτσος, δεν έχω σκοπό να λερώσω τα χέρια μου»·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το χέρι! α. κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πιάσει ή να πάρει κάτι από κάπου που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «μην μετακινήσεις αυτό το βάζο, γιατί είναι σπάνιο και μπορεί να σου πέσει και να σπάσει. -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!». β. κατηγορηματική δήλωση ατόμου που δεν έχει την παραμικρή διάθεση να ψηφίσει ή να ξαναψηφίσει κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή πολιτικό υποψήφιο: «τι έμαθα, θα ψηφίσεις τον τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα χέρια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι! α. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου που έπιασε ή πήρε κάτι από κάπου: «σου είχε πει να μην πάρεις το βάζο απ’ τη θέση του. Ορίστε τώρα, σου ’πεσε κι έσπασε. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα χέρια!». β. έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας ατόμου, που ψήφισε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή υποψήφιο: «ψήφισες κι εσύ αυτό το κόμμα; -Δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι!»·
- δε μύρισα τα χέρια μου, βλ. φρ. δε μύρισα τα δάχτυλά μου, λ. δάχτυλο·
- δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, δεν πλήρωσα, δε με άφησαν να πληρώσω: «φάγαμε, ήπιαμε, αλλά δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, γιατί πλήρωσαν άλλοι»·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, δεν είχα την παραμικρή φροντίδα ή περιποίηση, δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για μένα το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «με τι μούτρα έρχεται τώρα να τον βοηθήσω, απ’ τη στιγμή που δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό!»·
- δεν είναι στο χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), βλ. φρ. δεν περνάει απ’ το χέρι μου·
- δεν είναι του χεριού μου, α. δεν μπορώ να το νικήσω: «δεν αποφασίζω να μαλώσω μαζί του, γιατί δεν είναι του χεριού μου». β. δεν είναι υποχείριό μου: «ο μόνος που δεν είναι του χεριού μου μέσα στο εργοστάσιο είναι ο διευθυντής»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου που βοήθησε κάποιον, ιδίως που ψήφισε κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν έκοβα καλύτερα τα χέρια μου, που πήγα και του ’δωσα του αχάριστου τόσα λεφτά για να τον βοηθήσω! || δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου που ψήφισα αυτόν το ψεύτη!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του. Η φρ. λέγεται ότι ανήκει σε κάποιον ψηφοφόρο του Χαρ. Τρικούπη, που τον ψήφισε στις εκλογές του 1895·
- δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το χέρι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να προβεί σε κάποια συγκεκριμένη κίνηση ή χειρονομία, για να βοηθήσει κάποιον, ιδίως πως δεν πρόκειται να ψηφίσει κάποιον υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου, που θα πάω να δώσω λεφτά σ’ αυτόν τον απατεώνα! || δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου που θα ψηφίσω αυτό το κόμμα!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κόβει εν είδει μαχαιριού το αντίστοιχο χέρι από τον καρπό του· βλ. και φρ. κόβω τα χέρια μου·
- δεν περνάει απ’ το χέρι μου (ενν. να κάνω κάτι ή να σε βοηθήσω, να σε εξυπηρετήσω), δεν είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου ή στις δικαιοδοσίες που έχω, για να πραγματοποιήσω αυτό που μου ζητάει κάποιος: «δεν περνάει απ’ το χέρι μου να σε προσλάβω στη δουλειά, γιατί άλλος είναι υπεύθυνος σ’ αυτό το θέμα»·
- δεν πιάνει βιβλίο στο χέρι του, βλ. λ. βιβλίο·
- δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή κάτι που έκανα μόλις προηγουμένως: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που παρήγγειλα δεύτερο χέρι μια απ’ τα ίδια || μόλις πήγε να ηρεμήσει ο γέρος μου, θυμήθηκε και το χτεσινό μου μεθύσι κι άρχισε δεύτερο χέρι τις φωνές»· βλ. και φρ. περνώ δεύτερο χέρι·
- διαβάζει το χέρι, έχει την ικανότητα να προμαντεύει το μέλλον, ή να προσδιορίζει στοιχεία του χαρακτήρα του ατόμου παρατηρώντας τις γραμμές της παλάμης του. Συνήθως άτομα που έχουν αυτή την ικανότητα είναι τσιγγάνες. (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε, τσιγγάνα, τα χαρτιά και διάβασε το χέρι αν γράφει κι άλλες συμφορές η μοίρα να μου φέρει
- δίνουμε τα χέρια, συμφωνούμε με χειραψία: «μόλις μας δεις να δίνουμε τα χέρια, πάει να πει πως συμφωνήσαμε»· βλ. και φρ. δώσαμε τα χέρια·
- δίνω ένα χέρι (χεράκι), βοηθώ κάποιον: «αν δε μου ’δινε ένα χέρι ο φίλος μου δε θα ξεπερνούσα τις δυσκολίες μου». (Λαϊκό τραγούδι: μια ματιά κι ένα μαχαίρι με καρφώσανε και οι φίλοι ένα χέρι δε μου δώσανε βλ. φρ. βάζω ένα χέρι·             
- δίνω το ένα μου χέρι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία να αποκτήσουμε κάτι: «δίνω το ένα μου χέρι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου χέρι για ν’ αποκτήσω κι εγώ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δίνω το χέρι μου (σε κάποιον), βλ. φρ. δίνουμε τα χέρια·
- δίνω το χέρι της, αποδέχομαι ως πατέρας την πρόταση κάποιου άντρα να παντρευτεί την κόρη μου: «σκέφτομαι να δώσω το χέρι της σ’ αυτό το παλικάρι, αν έρθει και μου τη ζητήσει»·
- δίνω χέρι βοηθείας (σε κάποιον), βοηθώ κάποιον: «είναι πολύ καλός άνθρωπος και δίνει χέρι βοηθείας σε όποιον έχει ανάγκη»·
- δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβάλλεται συστηματικά αυστηρή τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όποιος δεν κάθεται καλά σ’ αυτό το ίδρυμα, δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι». Από την εικόνα του χεριού που ανεβοκατεβαίνει, όταν ξυλοκοπάει κάποιον·
- δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι, επιβλήθηκε τιμωρία με ξυλοδαρμό: «όταν τον είδε ο πατέρας του να επιστρέφει πάλι μεθυσμένος στο σπίτι, δούλεψε απάνω χέρι κάτω χέρι»·
- δώσ’ ένα χέρι (χεράκι), βλ. φρ. βάλ’ ένα χέρι (χεράκι)·
- δώσ’ το χέρι σου, α. προτροπή για χειραψία με την οποία θέλουμε να κλείσουμε ή να επισφραγίσουμε κάποια συμφωνία με κάποιον: «τώρα που μου ανέλυσες όλες τις λεπτομέρειες της δουλειάς, βλέπω πως μπορούμε να συνεταιριστούμε, γι’ αυτό δώσ’ το χέρι σου να τελειώνουμε». β. προτροπή για χειραψία με την οποία προτείνουμε σε κάποιον συμφιλίωση ή που θέλουμε να επισφραγίσουμε μια συμφιλίωση: «τώρα που βεβαιώθηκα πως ποτέ σου δε με κατηγόρησες, δώσ’ το χέρι σου να ξαναγίνουμε φίλοι». γ. έκφραση με την οποία επικροτούμε την ενέργεια ή τα λόγια κάποιου: «δώσ’ το χέρι σου, ρε μάγκα, γιατί καλά του ’κανες του αλήτη || δώσ’ το χέρι σου, ρε φίλε, γιατί καλά του τα ’πες του φαφλατά»·
- δώσαμε τα χέρια, αποκαταστήσαμε τις σχέσεις μας, συμφιλιωθήκαμε, μονοιάσαμε: «επειδή είδαμε πως με τις έχθρες δε βγαίνει άκρη, δώσαμε τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: να δώσετε τα χέρια,ν’ αγαπήσετε και βάλ’ τε το σαντούρι για να γλεντήσετε)· βλ. και φρ. δίνουμε τα χέρια·
- είμαι καμένος από χέρι, βλ. φρ. είμαι χαμένος από χέρι·
- είμαι μπαλάκι στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαλάκι·
- είναι από χέρι (κάτι), είναι χαρισμένο, προέρχεται από αγαπημένο πρόσωπο: «αυτό δεν μπορώ να στο δώσω, γιατί είναι από χέρι»·
- είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, βλ. λ. μέτρο·
- είναι καλό χέρι, είναι ικανός στην εργασία, ιδίως τεχνική, με την οποία καταπιάνεται: «για τα φωτιστικά του σπιτιού μου απασχολώ πάντα τον τάδε ηλεκτρολόγο, γιατί είναι καλό χέρι»· βλ. και φρ. το καλό το χέρι·
- είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα, δεν έχει τη δυνατότητα να με βλάψει, γιατί είμαι ισχυρότερός του: «ας λέει ό,τι θέλει στον κόσμο ότι μπορεί να μου κάνει, αλλά είναι κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα»·
- είναι πρώτο χέρι, α. (για πρόσωπα) είναι ο καλύτερος ή ο αξιότερος σε μια τέχνη ή σε μια εργασία: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον ίδιο μηχανικό, γιατί είναι πρώτο χέρι || είναι πολύ γνωστός στους οικοδομικούς κύκλους, γιατί είναι πρώτο χέρι». β. (ειδικά για βάψιμο) βάφηκε για πρώτη φορά, μια φορά: «δεν έπιασε καλά η μπογιά, γιατί είναι πρώτο χέρι»·
- είναι σαν βγαλμένο χέρι, χαρακτηρίζει το υπερβολικά μεγάλο πέος: «υποφέρουν οι γυναίκες που πάνε μαζί του, γιατί ο πούτσος του είναι σαν βγαλμένο χέρι»· βλ. και φρ. έχει ένα πράμα, που είναι σαν βγαλμένο χέρι·
- είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- είναι σε κακά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε κακά χέρια·
- είναι σε καλά χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε καλά χέρια·
- είναι σε σίγουρα χέρια, βλ. φρ. βρίσκεται σε σίγουρα χέρια·
- είναι στα χέρια μου (κάτι), βλ. φρ. έχω στα χέρια μου (κάτι)·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, το οποιοδήποτε αποτέλεσμα εξαρτάται μόνο από το Θεό: «ό,τι ήταν να κάνουν οι γιατροί το έκαναν και στο εξής ο άρρωστος είναι στα χέρια του Θεού»·
- είναι στο χέρι μου να…, εξαρτάται από μένα, είναι μέσα στις δυνατότητές μου ή τις αρμοδιότητές μου, στη δικαιοδοσία μου να…: «θέλω να ’σαι τυπικός με τη δουλειά σου, γιατί είναι στο χέρι μου να σε κρατήσω ή να σε απολύσω»·
- είναι τα χέρια μου δεμένα, βλ. φρ. έχω τα χέρια μου δεμένα·
- είναι το δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- είναι του χεριού μου, α. μπορώ να τον νικήσω πάρα πολύ εύκολα: «δεν αποφασίζει να μαλώσει μαζί μου, γιατί ξέρει πως είναι του χεριού μου». β. είναι υποχείριό μου: «ο τάδε θα μας ψηφίσει οπωσδήποτε, γιατί είναι του χεριού μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- είναι τραπουλόχαρτο στα χέρια μου, βλ. λ. τραπουλόχαρτο·
- είναι τρύπιο χέρι, είναι πολύ σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «απ’ τα νιάτα του ήταν τρύπιο χέρι, γι’ αυτό και δεν έκανε προκοπή στη ζωή του». Συνών. είναι τρύπιες οι τσέπες του / είναι τρύπιο κόσκινο / είναι τρύπιο τσουβάλι / είναι τρύπιος κουμπαράς (α) / έχει τρύπες η τσέπη του / έχει τρύπια τσέπη / έχει τρύπιο χέρι·
- είναι φτιαγμένο στο χέρι, (για αντικείμενα) είναι χειροποίητο: «της αγόρασε μια καρφίτσα, που είναι φτιαγμένη στο χέρι || σχεδόν όλα τα Γιαννιώτικα κοσμήματα είναι φτιαγμένα στο χέρι»·
- είναι φτιαγμένος από χέρι, έχει από την αρχή όλες τις προϋποθέσεις, για να πετύχει σε κάτι: «είναι σίγουρο πως θα πετύχει στη ζωή του, γιατί, με την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του είναι φτιαγμένος από χέρι». Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, του δίνουν τη δυνατότητα να κάνει όλους τους απαραίτητους συνδυασμούς για να κερδίσει το κόλπο·
- είναι χαμένος από χέρι, α. είναι σίγουρα χαμένος, δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει την τιμωρία: «αν κάνουν τώρα έλεγχο στο ταμείο είναι χαμένος από χέρι, γιατί λείπουν ένα σωρό λεφτά». β. από την αρχή κάποιας προσπάθειάς του δεν έχει καμιά προϋπόθεση να πετύχει κάτι, σίγουρα θα αποτύχει: «αν ξεκινήσει αυτή τη δουλειά με τόσο λίγα λεφτά, είναι χαμένος από χέρι». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτες δίχως όνομα, νύχτες χωρίς σκοπό, χαμένοι από χέρι, χαμένοι και οι δυο). Αναφορά χαρτοπαίκτη, όταν τα φύλλα τα οποία πήρε στο χέρι από το χέρι εκείνου που μοιράζει, δεν του δίνουν καμιά προοπτική επιτυχίας·
- έμεινα με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- έμεινα με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- έμεινα με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- εμπιστεύομαι στα χέρια μου ή εμπιστεύομαι τα χέρια μου, βλ. φρ. έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου·
- επιχείρηση καθαρά χέρια, βλ. λ. επιχείρηση·
- εργατικά χέρια, (γενικά) οι εργάτες: «για να τελειώσει γρήγορα αυτό το έργο, χρειαζόμαστε κι άλλα εργατικά χέρια»·
- έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια ή έρχομαι μ’ άδεια χέρια, φτάνω κάπου χωρίς ψώνια, χωρίς δώρα: «ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια χέρια στο σπίτι || ποτέ δεν έρχομαι μ’ άδεια τα χέρια στο σπίτι, όταν γιορτάζει η γυναίκα μου»· βλ. και φρ. πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια·
- έρχομαι με γεμάτα τα χέρια ή έρχομαι με γεμάτα χέρια, φτάνω κάπου φορτωμένος με ψώνια, με δώρα: «ο πατέρας έρχεται με γεμάτα τα χέρια, κάθε φορά που σχολάει απ’ τη δουλειά του || κάθε φορά στις γιορτές, ο παππούς έρχεται με γεμάτα χέρια στο σπίτι»· βλ. και φρ. πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια·
- έρχομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «τους χώριζε παλιά έχθρα και μόλις συναντήθηκαν ήρθαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: αν μάθω πως σε πήρανε μέσ’ απ’ τα δυο μου χέρια, όσο και μάγκας νάν’ αυτός, θα έρθουμε στα χέρια)· βλ. και φρ. πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- έφαγε ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έφυγε απ’ τα χέρια μου, (για δουλειές ή υποθέσεις) βλ. φρ. έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου·
- έφυγε η δουλειά απ’  τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έφυγε μ’ άδεια τα χέρια ή έφυγε μ’ άδεια χέρια, αποχώρησε από κάπου ή από κάποια διαπραγμάτευση χωρίς να αποσπάσει κάποιο κέρδος, κάποιο όφελος ή εντέλει κάποια υπόσχεση, αποχώρησε άπρακτος: «έφυγε απ’ το γραφείο του διευθυντή του μ’ άδεια χέρια, γιατί απέρριψε την άδεια που του ζήτησε || η αντιπροσωπεία των εργαζομένων έφυγε μ’ άδεια τα χέρια απ’ τη συνάντηση που είχε με τον υπουργό και το βέβαιο είναι πως θα συνεχιστεί η απεργία»·
- έχει ανοιχτό χέρι, είναι ανοιχτοχέρης (βλ. λ.)·
- έχει άσχημο χέρι, βλ. φρ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει βαρύ χέρι, το χτύπημα του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, επιφέρει σοβαρό πόνο ή τραυματισμό: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί έχει βαρύ χέρι κι αν φας καμιά, θα τρέχεις στα νοσοκομεία»·
- έχει ελαφρύ χέρι, α. (ιδίως για οδοντογιατρούς, γιατρούς ή νοσοκόμες που κάνουν ένεση) έχει την τέχνη ή την ικανότητα να μην αισθάνεσαι το άγγιγμά του, να μη νιώθεις πόνο: «πηγαίνω πάντα στον ίδιο οδοντογιατρό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι και δεν καταλαβαίνω τον παραμικρό πόνο». β. είναι δεινός πορτοφολάς: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξαφρίζει κανένα πορτοφόλι μέσ’ στο συνωστισμό, γιατί έχει ελαφρύ χέρι»·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έχει ένα χέρι σαν πένσα, βλ. λ. πένσα·
- έχει ένα χέρι σαν τανάλια, βλ. λ. τανάλια·
- έχει κακό χέρι, βλ. συνηθέστ. έχει βαρύ χέρι·
- έχει κάτι χέρια σαν φτυάρια, βλ. λ. φτυάρι·
- έχει λερωμένα χέρια ή έχει λερωμένα τα χέρια του ή έχει τα χέρια του λερωμένα ή έχει χέρια λερωμένα, α. είναι σεσημασμένος: «είναι από καιρό γνωστός στην Ασφάλεια, γιατί έχει λερωμένα χέρια». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου, περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί. β. πήρε μέρος σε κάποια ύποπτη ή παράνομη δουλειά: «μην τον πιστεύεις, που σου λέει πως δεν πήρε μέρος στη ληστεία της τράπεζας, γιατί απ’ ό,τι ξέρω κι αυτός έχει τα χέρια του λερωμένα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω τα χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα
- έχει μακρύ χέρι, έχει τη συνήθεια να κλέβει, είναι κλέφτης: «απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε πως έχει μακρύ χέρι, κάθε φορά που χάνεται κάτι, τον θεωρούμε ύποπτο»· βλ. και λ. μακρυχέρης·
- έχει σταθερό χέρι, α. ελέγχει με απόλυτη ακρίβεια τις κινήσεις των χεριών του, όταν ενεργεί, ιδιαίτερα, όταν ασχολείται με κάποια λεπτή κατασκευή: «μπορεί και περνάει αμέσως την κλωστή απ’ την τρύπα της βελόνας, γιατί έχει σταθερό χέρι || είναι ειδικός σε πολύ λεπτές εργασίες στο χώρο της χρυσοχοΐας, γιατί έχει σταθερό χέρι». β. (για μπασκετμπολίστες) έχει άνεση στο σκοράρισμα: «συνήθως πετυχαίνει όλες τις προσωπικές βολές, γιατί έχει σταθερό χέρι»·
- έχει σφιχτό χέρι, είναι σφιχτοχέρης, είναι τσιγκούνης: «δεν μπορείς να του πάρεις εύκολα δανεικά, γιατί έχει σφιχτό χέρι»·
- έχει το μέλι στο χέρι, βλ. λ. μέλι·
- έχει τρύπιο χέρι, δεν μπορεί να κρατήσει χρήματα, είναι σπάταλος, είναι τρυπιοχέρης: «αυτός ο άνθρωπος έχει τόσο τρύπιο χέρι, που πολύ φοβάμαι πως κάποια μέρα θα πεθάνει στην ψάθα». Για συνών. βλ. φρ. είναι τρύπιο χέρι·
- έχει χέρι, α. σχεδιάζει ή ζωγραφίζει ωραία: «επειδή έχει χέρι το παιδί, ο πατέρας του το προτρέπει να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών». β. (για μπασκετμπολίστες) είναι πολύ εύστοχος: «έχει πολύ μεγάλη επιτυχία στις ελεύθερες βολές, γιατί έχει χέρι»·
- έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου ή έχω εμπιστοσύνη τα χέρια μου, εμπιστεύομαι στη δύναμή μου ή στις ικανότητές μου: «ό,τι αναλαμβάνω το τελειώνω μόνος μου, γιατί έχω εμπιστοσύνη στα χέρια μου»·
- έχω καθαρά χέρια ή έχω τα χέρια μου καθαρά, είμαι τίμιος: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω καθαρά χέρια και κάθε βράδυ κοιμάμαι ήρεμος σαν πουλάκι». (Λαϊκό τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- έχω στα χέρια μου, διαθέτω επιβαρυντικά στοιχεία για κάποιον: «πες του να μη μ’ ενοχλεί, γιατί έχω στα χέρια μου κάτι έγγραφα που τον καίνε»·
- έχω στα χέρια μου (κάτι), έχω κάτι στην κατοχή μου, στην κυριότητά μου: «αν έχω στα χέρια αυτό που σου χρειάζεται, θα σου το δώσω || έχω στα χέρια μου μεγάλη περιουσία»·
- έχω τ’ απάνω χέρι, α. βρίσκομαι σε πιο πλεονεκτική θέση από κάποιον άλλον, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «θα δεχτώ ν’ αναλάβω τη θέση που μου προτείνεται μόνο αν έχω τ’ απάνω χέρι || τώρα που έχει τ’ απάνω χέρι, κάνει ό,τι θέλει χωρίς να λογαριάζει κανέναν». β. είμαι κύριος μιας κατάστασης ή μιας σχέσης: «ένας οικογενειάρχης πρέπει να ’χει τ’ απάνω χέρι μέσα στην οικογένειά του»·
- έχω τα χέρια μου δεμένα ή έχω δεμένα τα χέρια μου, αδυνατώ να παρέμβω ή να βοηθήσω κάποιον, γιατί είμαι δεσμευμένος με λόγο, όρκο, κάποιου είδους εκβιασμό ή νομικό μέσο: «απ’ τη στιγμή που έδωσα το λόγο μου να μη βοηθήσω κανέναν απ’ τους δυο, έχω τα χέρια μου δεμένα και δεν κάνω τίποτα || έχω δεμένα τα χέρια μου, γιατί έχει στην κατοχή του κάτι ακάλυπτες επιταγές μου, γι’ αυτό δε θα μπορέσω να ’ρθω στη δίκη ως μάρτυρας κατηγορίας»·
- έχω το πάνω χέρι, βλ. φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- έχω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- ζητώ το χέρι της, κάνω επίσημη πρόταση σε μια γυναίκα ή στους γονείς της, για να την παντρευτώ: «έχω δεσμό τρία χρόνια μαζί της, γι’ αυτό αποφάσισα να πάω την Κυριακή στο σπίτι της, για να ζητήσω το χέρι της»·
- η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, βλ. λ. επιστήμη·
- η κατάσταση ξέφυγε απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, λέγεται σε άντρα που περιμένει να γεννήσει η γυναίκα του και, σαν τους περισσότερους άντρες, θέλει αγόρι για τη διαιώνιση του ονόματός του και το υπονοούμενο της έκφρασης είναι πως, αν γεννηθεί κορίτσι, θα έχει κάποια φροντίδα και περιποίηση στα γεράματά του, γιατί, υποτίθεται, οι κόρες νιώθουν πιο κοντά στους γονείς: «να παρακαλάς να γεννήσει η γυναίκα σου κορίτσι, γιατί θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό». Πρβλ.: φίλο ποτέ να μην προδώσεις, για να ’χεις πρόσωπο λαμπρό και στους γονείς σου να πηγαίνεις ένα ποτήρι με νερό (Λαϊκό τραγούδι)·
- θα λερώσουν τα χέρια μου ή θα λερώσω τα χέρια μου, πολύ μειωτική έκφραση α. για άτομο, που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το δείρουμε: «πάρε δρόμο από δω, γιατί αν σε δείρω θα λερώσουν τα χέρια μου». β. σε πολύ βρόμικο άτομο, που δεν έχουμε τη διάθεση ούτε καν να το ακουμπήσουμε: «ούτε καν χειραψία θα κάνω μαζί του, γιατί θα λερώσω τα χέρια μου»·
- θα σου δώσω τ’ άντερα στα χέρια ή θα σου δώσω τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- θα σου κόψω τα χέρια ή θα σου κόψω το χέρι, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, αν επιδιώξει να πιάσει ή να πάρει κάτι που του το έχουμε απαγορεύσει, πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά, πολύ παραδειγματικά: «αν ξανακουμπήσεις αυτό το βάζο αντίκα, θα σου κόψω τα χέρια || αν ξαναπάρεις λεφτά απ’ το ταμείο χωρίς να με ρωτήσεις, θα σου κόψω το χέρι». Παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της πάνω στον καρπό του άλλου χεριού· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα χέρια·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη μασχάλη, δίνει περισσότερη έμφαση στην παραπάνω φράση και παρατηρείται κίνηση με την παλάμη να κινείται σαν μαχαίρι με την κόψη της στο ύψος της μασχάλης·
- θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις ρίζες ή θα σου κόψω το χέρι απ’ τη ρίζα, βλ. φρ. θα σου κόψω τα χέρια απ’ τις μασχάλες·
- θα σου σπάσω τα χέρια ή θα σου σπάσω το χέρι, α. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε αυστηρά, παραδειγματικά, αν ξαναενοχλήσει με χειρονομίες οικείο ή αγαπημένο μας πρόσωπο: «αν σε ξαναδώ ν’ απλώνεις χέρι στην αδερφή μου, θα σου σπάσω τα χέρια». β. απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον, να μην αγγίξει κάτι που του το έχουμε απαγορεύει: «αν ξανακουμπήσεις τον πίνακα, θα σου σπάσω το χέρι»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα χέρια·
- θα σου σφίξω το χέρι, θα παραδεχτώ πως είσαι άξιος, πως είσαι ικανός, αν ανταποκριθείς με επιτυχία στην υποτιθέμενη πράξη που αναφέρω: «αν τελειώσεις τη δουλειά μέσα στις προθεσμίες που μου ’δωσες, θα σου σφίξω το χέρι || είναι πάρα πολύ τσιγκούνης, αλλά, αν καταφέρεις να του πάρεις δανεικά, θα σου σφίξω το χέρι»·
- Θεέ μου (Θεούλη μου) βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), βλ. λ. Θεός·
- θέλει δεύτερο χέρι, (ειδικά για βάψιμο) πρέπει να ξαναβαφεί από την αρχή: «η πόρτα θέλει δεύτερο χέρι, γιατί δε βάφηκε καλά»·
- καθαρά χέρια, δηλώνει τιμιότητα: «χωρίς καθαρά χέρια, δεν μπορείς να στεριώσεις σε καμιά δουλειά»· βλ. και φρ. έχω καθαρά χέρια·
- κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα ή κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια, α. είμαι δεσμευμένος ή εξαναγκασμένος διά λόγου, όρκου, κάποιου είδους εκβιασμού ή νομικού μέσου, να υφίσταμαι κάτι κακό χωρίς να αντιδρώ ή να μην μπορώ να επέμβω, για να αποτρέψω κάποιο κακό: «όσο και να με βρίζουν, κάθομαι με τα χέρια δεμένα, γιατί ορκίστηκα να μην ξαναμαλώσω || έλεγε χίλιες δυο βλακείες και καθόμουν με δεμένα τα χέρια, γιατί έχει στα χέρια του μια ακάλυπτη επιταγή μου || είχαν στριμώξει το φίλο του στη γωνιά κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα, επειδή είναι έξω με αναστολή». β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «όλη η οικογένεια σκοτώνεται στη δουλειά κι αυτός κάθεται με τα χέρια δεμένα». γ. (γενικά) δεν επεμβαίνω, αδιαφορώ: «έδερναν οι αλήτες γέρο άνθρωπο κι αυτός καθόταν με τα χέρια δεμένα και χάζευε»·
- κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, αδιαφορώ και δεν επεμβαίνω να αποτρέψω κάτι κακό που διαδραματίζεται μπροστά μου: «έδερναν κάτι αλήτες ένα γεροντάκι κι αυτός καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα και χασκογελούσε»· βλ. και φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- και με τα δυο τα χέρια ή και με τα δυο χέρια, δηλώνει τη φανατική υπερψήφιση κάποιου υποψηφίου ή κάποιου κόμματος: «εμείς στο νομό μας ψηφίζουμε τον τάδε βουλευτή και με τα δυο τα χέρια || αποφασίσαμε να το ρίξουμε και με τα δυο χέρια στο τάδε κόμμα»·
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, α. είναι προτιμότερο να παίρνουμε τα λιγοστά αλλά σίγουρα παρά να περιμένουμε να πάρουμε τα περισσότερα αλλά αβέβαια. Λέγεται ιδίως για χρήματα. Συνών. καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα. β. λέγεται για δραστήρια ενέργεια που γίνεται συνήθως λόγω ελλείψεως χρόνου: «δεν έχω καιρό για καθυστέρηση, γι’ αυτό κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Συνών. η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / στη βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει. Αντίθ. Δεν είναι βία / εις αύριον τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β)·
- καλύτερα σπουργίτης και στο χέρι, παρά αετός και στον αέρα, βλ. λ.σπουργίτης·
- κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, κάνω ό,τι είναι μέσα στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου ή στις δυνατότητές μου: «θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, για να βοηθήσω το γιο σου στη δουλειά || όταν πρόκειται να βοηθήσω κάποιο φίλο, κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου»·
- κάνω χέρι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πιάνω την μπάλα με το χέρι ή χτυπάει η μπάλα στο χέρι μου από δική μου πρόθεση, κάνω εντς, οπότε μου καταλογίζει ο διαιτητής παράπτωμα και η μπάλα έρχεται στην κυριαρχία της αντίπαλης ομάδας, που ξαναρχίζει το παιχνίδι με ελεύθερο χτύπημα: «ο διαιτητής είδε που έκανα χέρι και αμέσως σφύριξε, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα και το σημείο στο οποίο έπρεπε να στηθεί η μπάλα». Συνών. κάνω εντς·   
- κάτω τα χέρια! α. αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση, ιδίως σε ομάδα ατόμων, να μην πιάσουν τίποτα από όσα βρίσκονται μπροστά και γύρω τους. β. επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. Συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε·
- κάτω τα χέρια από…, αυστηρή προσταγή ή προειδοποίηση σε κάποιον να αποφύγει να ασχοληθεί με κάποιον ή με κάτι ή να αποφύγει να επέμβει κάπου: «κάτω τα χέρια απ’ το κόμμα || κάτω το χέρια απ’ την Κύπρο»·
- κάτω τα χέρια σου, επιθετική έκφραση σε άτομο να πάψει να χειρονομεί βίαια σε βάρος μας ή σε βάρος οικείου ή αγαπημένου μας προσώπου. (Λαϊκό τραγούδι: κάτω το χέρια σου μακριά από μένα, κάτω τα χέρια σου τα λερωμένα). Η φρ. αυτή είναι ηπιότερης μορφής από ό,τι το κάτω τα χέρια(!) · βλ. και φρ. κοντά τα χέρια σου(!)
- κόβω τα χέρια μου ή κόβω το χέρι μου, έκφραση για να γίνουμε πιστευτοί, ιδίως στην περίπτωση που προσπαθούμε να πείσουμε κάποιον πως δεν πήραμε το πράγμα για το οποίο μας κατηγορεί: «κόβω το χέρι μου, αν νομίζεις πως πήρα εγώ τον αναπτήρα σου»· βλ. και φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- κοιτάζω με (τα) χέρια δεμένα ή κοιτάζω με δεμένα (τα) χέρια , βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- κοιτάζω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κοιτάζω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- κοντά τα χέρια σου! ή κοντό το χέρι σου! αυστηρή προειδοποίηση σε κάποιον να μην αγγίξει κάτι, ιδίως να πάψει να χειρονομεί σε βάρος μας· βλ. και φρ. μάζεψε τα χέρια σου(!)·
- κόπηκαν τα χέρια μου ή μου κόπηκαν τα χέρια, παρέλυσαν από πολύωρη χειρονακτική εργασία ή από κάποιο μεγάλο βάρος που σήκωνα: «έσκαβα όλο το πρωί στον κήπο και κόπηκαν τα χέρια μου || κουβαλούσα είκοσι κιλά πράγμα και μου κόπηκαν τα χέρια, μέχρι να ’ρθω»·
- κουλάθηκε το χέρι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «χτύπησα τόσο δυνατά στον αγκώνα μου, που κουλάθηκε το χέρι μου»·
- κούνα τα χέρια σου! (τα χεράκια σου!), (προτρεπτικά) ενεργοποιήσου: «κούνα τα χέρια σου, γιατί αλλιώς δεν τελειώνει η δουλειά!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- κρατάει στο χέρι του την κουτάλα, διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα, ιδίως προς όφελός του: «είδες ποτέ κανέναν να κρατάει στο χέρι του την κουτάλα και να ’ναι φτωχός;»·
- κρατάνε τα χέρια του, είναι δυνατός: «κάθε φορά που δεν μπορώ να σηκώσω κάτι βαρύ, φωνάζω τον τάδε που κρατάνε τα χέρια του || μόλις κατάλαβα πως ο τάδε ήθελε να με δείρει, φώναξα το φίλο μου που κρατάνε τα χέρια του»·
- κρατώ στα χέρια μου, βλ. φρ. έχω στα χέρια μου·
- κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, ο ερωτευμένος έχει κρύα χέρια από την ένταση που νιώθει και που, πολλές φορές, τον λούζει και κρύος ιδρώτας, όταν αντικρίζει το άτομο με το οποίο είναι ερωτευμένος, ενώ τα χέρια του ατόμου που ασχολείται με χειρωνακτική εργασία, είναι ζεστά από τη συνεχή τριβή· βλ. και φρ. κρύα χέρια, ζεστή καρδιά·
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- λερώνω τα χέρια μου, διαπράττω κάποιο νομικό αδίκημα: «για να δούμε τώρα, που λέρωσες τα χέρια σου, ποιος θα σε πάρει στη δουλειά του!». Από το ότι κατά τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παράνομου περνούν τις άκρες των δακτύλων του από ένα ταμπόν με μελάνι, για να τις πιέσουν ύστερα πάνω σε ένα χαρτί·
- λερώνω τα χέρια μου με αίμα, βλ. συνηθέστ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·
- λύθηκαν τα χέρια μου ή μου λύθηκαν τα χέρια, απαλλάχτηκα από κάποιο εμπόδιο ή από κάποια δέσμευση που δε μου επέτρεπε να ενεργήσω όπως ήθελα: «απ’ τη στιγμή που έληξε η απεργία των εργατών, λύθηκαν τα χέρια μου και θα τελειώσω τη δουλειά στο τάκα τάκα || τώρα που έληξε το συμβόλαιο, μου λύθηκαν τα χέρια και θα μπορέσω να συνεταιριστώ με όποιον θέλω»· βλ. και φρ. κόπηκαν τα χέρια μου·
- λύνω τα χέρια (κάποιου), αποδεσμεύω κάποιον από κάτι και τον αφήνω να ενεργήσει όπως αυτός θέλει: «μόλις του ’λυσα τα χέρια, διαπραγματεύτηκε με το δικό του τρόπο με τους εργάτες και η απεργία έληξε αμέσως»·
- μ’ άφησε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ άφησε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μ’ έκοψε πάνω στο χέρι, α. κάποιος ή κάτι με ανάγκασε να διακόψω μια δύσκολη ή λεπτή χειροποίητη εργασία η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη, ή γενικά με ανάγκασε να διακόψω κάποια ενέργεια η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη: «τη στιγμή που ήταν να συνδέσω τις δυο άκρες, μπήκε στο εργαστήρι μου ο τάδε με φωνές και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι || ήθελα λίγο ακόμη να τελειώσω την περιποίηση του κήπου μου, αλλά ήρθε ο τάδε και με την κουβέντα που μ’ έπιασε μ’ έκοψε πάνω στο χέρι». β. κάποιος ή κάτι με υποχρέωσε να διακόψω τη σεξουαλική πράξη η οποία ήταν σε εξέλιξη: «την ώρα που την ξεγύμνωσα κι ήμουν έτοιμος για τα περαιτέρω, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και μ’ έκοψε πάνω στο χέρι»·
- μ’ έπιασε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ έπιασε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι, βλ. λ. πουλί·
- μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μάζεψε τα χέρια σου! ή μάζεψε το χέρι σου! α. λέγεται σε κάποιον που μας κάνει ενοχλητικές χειρονομίες: «μάζεψε, επιτέλους, τα χέρια σου και πάψε να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά! || μάζεψε τα χέρια σου, γιατί μ’ εκνεύρισες!». β. λέγεται απειλητικά σε κάποιον που επιχειρεί να αγγίξει ερωτικά μια γυναίκα: «μάζεψε τα χέρια σου, γιατί θα τις φας!»·
- μακριά τα χέρια από…, α. (συμβουλευτικά) μην ασχοληθείς με κάποιον ή με κάτι, μην αναμειχθείς κάπου: «μακριά τα χέρια απ’ τον τάδε, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας και σίγουρα κάπου θα σε μπλέξει || μακριά τα χέρια απ’ αυτό το μπιμπελό, γιατί είναι πολύ εύθραυστο και μπορεί να σπάσει με το παραμικρό». β. (απειλητικά) μην επιχειρήσεις να βλάψεις, να κάνεις κακό σε κάποιον: «μακριά τα χέρια απ’ τον αδερφό μου, γιατί θα σε σπάσω στο ξύλο»·
- με δεμένα τα χέρια ή με δεμένα χέρια ή με τα χέρια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «αυτό που μου ανέθεσες, το κάνω με δεμένα τα χέρια || τον νικώ με τα χέρια δεμένα»·
- με ξένα χέρια, φίδια δεν πιάνονται, βλ. λ. φίδι·
- με τα λεφτά στο χέρι, βλ. λ. λεφτά·
- με τα χεράκια της (του), λέγεται για να δώσουμε έμφαση στο πρόσωπο που έκανε κάτι με τα χέρια του, αυτή η ίδια, (αυτός ο ίδιος): «αυτό το νόστιμο φαγητό το ’φτιαξε η κόρη μου με τα χεράκια της || αυτό το κέντημα το κέντησε η γυναίκα μου με τα χεράκια της || αυτό το σπίτι το ’χτισε με τα χεράκια του». (Τραγούδι: ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της και γέμισε από άνθη κόρφους κι αγκαλιά και τα μαλλάκια της
- με τα χέρια μου ή με τα ίδια μου τα χέρια, προσωπικά, εγώ ο ίδιος: «αυτόν τον κήπο τον έφτιαξα με τα χέρια μου || τον έπνιξα με τα ίδια μου τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: με πήρες ναυαγό και πληγωμένο και μου ’δειξες συμπόνια και στοργή και τώρα με τα ίδια σου τα χέρια ζητάς για να με βάλεις βαθιά στη μαύρη γη)· βλ. και φρ. στα χέρια μου·
- με το κλειδί στο χέρι, βλ. λ. κλειδί·
- με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- με το στόμα άρα μάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, βλ. λ. άρα μάρα·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. λ. στόμα·
- με το χέρι στην καρδιά, με απόλυτη ειλικρίνεια, με παρρησία: «θέλω να μου πεις με το χέρι στην καρδιά, αν όντως συμφωνείς κι εσύ με τον τρόπο που χειρίστηκα το θέμα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αυτούς τους δρόμους πώς νοσταλγώ να ξαναβγούμε, όπως τότε, μια βραδιά να ’μαστε μόνο εσύ κι εγώ και να τα πούμε με το χέρι στην καρδιά
- με το χέρι της καρδιάς, λέγεται για χειραψία που γίνεται με το αριστερό χέρι, που θεωρείται εγκάρδια ή που επισφραγίζει μια συμφωνία, όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το δεξί μας χέρι: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε, γι’ αυτό κάναμε μια θερμή χειραψία με το χέρι της καρδιάς || είχα το χέρι μου στο γύψο, γι’ αυτό έσφιξα το χέρι του με το χέρι της καρδιάς, θέλοντας να επισημοποιήσουμε τη συμφωνία μας». Από το ότι η καρδιά βρίσκεται στο αριστερό μέρος του στήθος μας·
- με τρώει το χέρι μου, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση σε άτομο που ατακτεί, πως θα χειροδικήσουμε σε βάρος του: «μου φαίνεται πως θα τις φας μ’ αυτά τα καμώματά σου, γιατί με τρώει το χέρι μου». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του ενός χεριού να ξύνουν το εσωτερικό της παλάμης του άλλου χεριού»· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου, λ. παλάμη·
- με φαγουρίζει το χέρι μου, βλ. φρ. με τρώει το χέρι μου·
- με χέρια και με πόδια, α. με όλες τις δυνάμεις: «αντιστεκόταν με χέρια και με πόδια, πριν καταφέρουν να τον ρίξουν οι αστυνομικοί στην κλούβα». β. με κάθε δυνατό μέσο, με κάθε δυνατό τρόπο: «προβλέπω πως αυτό το παιδί θα έχει λαμπρό μέλλον, γι’ αυτό θα το βοηθήσω με χέρια και με πόδια». γ. (για υπογραφές) με μεγάλη διάθεση, με μεγάλη ευχαρίστηση, ανεπιφύλακτα: «και τώρα ήρθε η ώρα να υπογράψετε. -Με χέρια και με πόδια»·
- μεγάλωσα σε ξένα χέρια, μεγάλωσα μακριά από την οικογένειά μου ή μεγάλωσα ανάμεσα σε ξένη οικογένεια: «όταν ήμουν πολύ μικρός, οι γονείς μου πήγαν μετανάστες στη Γερμανία κι εγώ μεγάλωσε σε ξένα χέρια || όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου σκοτώθηκαν σ’ ένα τροχαίο κι έτσι μεγάλωσα σε ξένα χέρια»·
- μεγάλωσα στα χέρια του (της), μεγάλωσα, διαπαιδαγωγήθηκα από κάποιον (κάποια): «από μικρός μεγάλωσα στα χέρια του παππού και της γιαγιάς». (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσα και πόνεσα και μάλωσα
- μένω με (τα) χέρια δεμένα ή μένω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- μένω με (τα) χέρια σταυρωμένα ή μένω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- μετράω στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, βλ. λ. δάχτυλο·
- μη με κόβεις πάνω στο χέρι, βλ. φρ. μη μιλάς πάνω στο χέρι·
- μη μιλάς πάνω στο χέρι, α. μην αποσπάς την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν προσπαθώ να περάσω την κλωστή στη βελόνα». β. μην αποσπάς την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «μη μιλάς πάνω στο χέρι, όταν διαβάζω, γιατί την άλλη βδομάδα δίνω εξετάσεις»·
- μην πέσεις στα χέρια μου, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον δείρουμε, θα τον τιμωρήσουμε, θα τον εκδικηθούμε σκληρά: «τώρα έχεις τ’ απάνω χέρι και κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά μην πέσεις στα χέρια μου, όταν αλλάξουν τα πράγματα, γιατί θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα»·
- μιλάει με τα χέρια του στις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
- μιλάει πάνω στο χέρι, α. αποσπά την προσοχή μου, τη στιγμή που κάνω με τα χέρια μου μια δύσκολη ή λεπτή εργασία: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί μιλάει πάνω στο χέρι, κάθε φορά που αφοσιώνομαι στη ζωγραφική». β. αποσπά την προσοχή μου, όταν κάποια ενέργειά μου βρίσκεται σε εξέλιξη: «δεν τον θέλω μαζί μου, γιατί, όταν δουλεύω μιλάει πάνω στο χέρι»·  
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’δεσε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να πραγματοποιήσω αυτό που ήθελα: «ήθελα να πάω μια βόλτα στη Χαλκιδική, αλλά ο μηχανικός μου ’δεσε τα χέρια, γιατί δεν είχε έτοιμο τ’ αυτοκίνητό μου»· βλ. και φρ. μου ’κοψε τα χέρια·
- μου ’κοψε τα χέρια, με εμπόδισε με κάποιο τρόπο να ενεργήσω όπως εγώ ήθελα ή σχεδίαζα, παρενέβαλε εμπόδια στην πρόοδό μου, στην εξέλιξή μου: «αυτή η απεργία των εργατών μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τη δουλειά μου || σταμάτησε το επίδομα που μου έστελνε και μου ’κοψε τα χέρια, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω τις σπουδές μου»·
- μου λείπουν χέρια, έχω έλλειψη εργατικού δυναμικού: «δε βλέπω να τελειώνω γρήγορα τη δουλειά, γιατί μου λείπουν χέρια»·
- μου λύνουν τα χέρια, με αποδεσμεύουν από κάτι και μπορώ να ενεργήσω όπως θέλω: «απ’ τη στιγμή που μου έλυσαν τα χέρια, τακτοποίησα σε χρόνο ρεκόρ όλες τις εκκρεμότητες»·
- μου ’μεινε στα χέρια, α. (για πρόσωπα) πέθανε στα χέρια μου: «την ώρα που τον μεταφέραμε στο νοσοκομείο, μου ’μεινε στα χέρια ο παππούς». β. (για εμπορεύματα) δεν πουλήθηκε, δεν καταναλώθηκε: «είχα παραγγείλει μεγάλες ποσότητες απ’ αυτό το είδος και μου ’μεινε στα χέρια». γ. (για αντικείμενα) χάλασε καθώς το περιεργαζόμουν ή προσπαθούσα να το επιδιορθώσω: «πήρα αυτό το μπιμπελό να δω τι ακριβώς είναι, και μου ’μεινε στα χέρια, γιατί διαλύθηκε || προσπάθησα να επιδιορθώσω το ηλεκτρικό σίδερο και μου ’μεινε στα χέρια»·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. ευκαιρία·
- μου ’φυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια, βλ. λ. τιμόνι·
- ν’ αγιάσει το χέρι σου (το χεράκι σου) ή ν’ αγιάσουν τα χέρια σου (τα χεράκια σου), βλ. φρ. γεια στα χέρια σου(!)·
- να μου κοπούν τα χέρια ή να μου κοπεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- να μου ξεραθούν τα χέρια ή να μου ξεραθεί το χέρι, βλ. φρ. δεν κόβω καλύτερα τα χέρια μου(!)·
- νίβω τα χέρια μου (νίπτω τας χείρας μου), δε φέρω καμιά ευθύνη, αποποιούμαι τις ευθύνες: «κάνε ό,τι θέλεις μ’ αυτή τη δουλειά, πάντως εγώ νίβω τα χέρια μου». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα πουλιά μου πίνουνε το αίμα, από μικρός παιδεύομαι στα ξένα, κι όταν φωνάζω “ήρθαν οι λησταί”, Πιλάτοι νίβουν τα χέρια τους, Χριστέ). Η φρ. ελέχθη από τον Ρωμαίο έπαρχο της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο μπροστά στην πιεστική απαίτηση του όχλου, που ζητούσε τη σταύρωση του Χριστού. Πρβλ.: ἰδών δέ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδέν ὠφελεί, ἀλλά μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χείρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶος εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. (Ματθ., κζ΄24). Και η αρχαϊστική φρ. νίπτω τας χείρας μου σε κοινή χρήση·
- ξεράθηκε το χέρι μου, βλ. φρ. κουλάθηκε το χέρι μου·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), βλ. λ. Θεός·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, λέγεται στην περίπτωση που οι γνώμες, οι αποφάσεις ή οι προτάσεις δυο ή περισσοτέρων ενδιαφερομένων για το ίδιο θέμα, συμπίπτουν απόλυτα μεταξύ τους: «έχουν υποβάλλει όλοι τους τις ίδιες προτάσεις στην επιτροπή, λες κι όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι»·
- όσο περνάει απ’ το χέρι μου, όσο εξαρτάται από μένα: «δε θέλω να σου τάξω τρελά πράγματα, αλλά, όσο περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω»·
- παίρνω απ’ το χέρι (χεράκι) (κάποιον), α. καθοδηγώ κάποιον σε μια πορεία: «το παλικάρι πήρε απ’ το χέρι το γεροντάκι και το πέρασε στ’ απέναντι πεζοδρόμιο». β. καθοδηγώ κάποιον σε μια δουλειά ή υπόθεση, χωρίς να τον αφήνω να παίρνει πρωτοβουλίες: «αν δεν τον πάρεις απ’ το χεράκι να του δείξεις τι θα κάνει, δεν μπορεί να τελειώσει μια δουλειά αυτό το παιδί»·
- παίρνω στα χέρια μου (κάτι), αναλαμβάνω κάτι: «μόλις ο τάδε πήρε στα χέρια του τη διεύθυνση του εργοστασίου, όλα πήγαν μια χαρά || ό,τι παίρνει στα χέρια του, το τελειώνει με επιτυχία»·
- παίρνω τ’ απάνω χέρι, έρχομαι σε πλεονεκτική θέση έναντι κάποιου άλλου, μιλώ, ενεργώ ή πράττω από θέση ισχύος: «μόλις πήρε τ’ απάνω χέρι στο εργοστάσιο, έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο»· βλ. και φρ. έχω τ’ απάνω χέρι·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- παίρνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- παίρνω το νόμο στα χέρια μου, βλ. λ. νόμος·
- παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- παίρνω τον απολυσώνα μου στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- πέρασαν απ’ τα χέρια μου, ασχολήθηκα κατά καιρούς με διάφορους ή με διάφορα πράγματα ή είχα στην κατοχή μου διάφορα πράγματα: «πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό γυναίκες || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό δουλειές || πέρασαν απ’ τα χέρια μου ένα σωρό λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: περάσαν απ’ τα χέρια μου λεφτά, γυναίκες μάτσο
- πέρασε από πολλά χέρια (κάτι), πέρασε κατά καιρούς από πολλούς ιδιοκτήτες κάτι: «δε θα τ’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί πέρασε από πολλά χέρια»· βλ. και φρ. άλλαξε πολλά χέρια·
- περνάει απ’ το χέρι μου, είναι στις δυνατότητές μου, στις αρμοδιότητές μου, στις δικαιοδοσίες μου: «αφού περνάει απ’ το χέρι μου, θα σε βοηθήσω οπωσδήποτε»·
- περνώ δεύτερο χέρι, επαναλαμβάνω από την αρχή μια διαδικασία, ιδίως βάφω από την αρχή μια επιφάνεια: «περνώ δεύτερο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, μήπως κι έχω πουθενά καμιά ασάφεια || πρέπει να περάσω δεύτερο χέρι την πόρτα, γιατί δε βάφηκε καλά». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. δεύτερο χέρι·
- περνώ τελευταίο χέρι, κάνω μια τελευταία προσπάθεια, για να γίνει κάτι πολύ καλύτερο, ιδίως το βάψιμο μιας επιφάνειας: «περνώ τελευταίο χέρι το λόγο που θα εκφωνήσω, για να εντοπίσω τυχόν ατέλειές του || περνώ τελευταίο χέρι το βάψιμο της πόρτας, για να γίνει ομοιόμορφο». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα· βλ. και φρ. το τελευταίο χέρι·
- πέφτει απάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. φρ. δουλεύει απάνω χέρι κάτω χέρι·
- πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι), περιέρχεται κάτι στη δικαιοδοσία, στην κατοχή κάποιου που δεν ξέρει να το χρησιμοποιήσει ή που μπορεί να το χρησιμοποιήσει επικίνδυνα ή καταστροφικά: «έπεσε σε λάθος χέρια το μηχάνημα κι από άγνοια του χειριστή του βγήκε μπιελάρ || αν πέσει σε λάθος χέρια η ατομική ενέργεια, τότε αλίμονο στην ανθρωπότητα»·
- πέφτει στα χέρια μου (κάτι), έρχεται κάποιο πράγμα στη δικαιοδοσία μου, στην κατοχή μου ή βρίσκω, ανακαλύπτω κάτι τυχαία: «ό,τι πέφτει στα χέρια του, βρίσκει τον τρόπο να το αξιοποιήσει κατάλληλα || εκεί που έψαχνα στο υπόγειο να βρω ένα φτυαράκι, έπεσε στα χέρια μου μια παλιά φωτογραφία του παππού μου»·
- πέφτω σ’ άσχημα χέρια, βλ. φρ. πέφτω σε κακά χέρια· 
- πέφτω σε κακά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία κακού ή σκληρού ατόμου: «αν έχει τον τάδε διευθυντή, να του πεις πως έπεσε σε κακά χέρια και πως θα υποφέρει». β. αντιμετωπίζω την αδιαφορία ή την εχθρότητα του προστάτη μου ή του κηδεμόνα μου: «από μικρός έμεινε ορφανός κι έπεσε σε κακά χέρια, γιατί η θεια του, που τον ανέλαβε, ήταν πολύ στριφνή γυναίκα». γ. (και για τα δυο φύλα) κακοπαντρεύομαι: «πολύ καλή κοπέλα, αλλά έπεσε σε κακά χέρια και βασανίζεται η καημενούλα»·
- πέφτω σε καλά χέρια, α. βρίσκομαι στη δικαιοδοσία καλόκαρδου ατόμου: «έπεσα σε καλά χέρια, γιατί ο υπεύθυνος του τομέα μας, στο εργοστάσιο που δουλεύω είναι χρυσός άνθρωπος». β. έχω τη συμπαράσταση και τη φροντίδα του προστάτη ή του κηδεμόνα μου: «έμεινε πολύ μικρός ορφανός, αλλά, ευτυχώς, έπεσε σε καλά χέρια, γιατί, η θεια του που ανέλαβε να τον μεγαλώσει ήταν χρυσή γυναίκα». γ. με αναλαμβάνει ικανός δάσκαλος, για να με διδάξει: «όλοι εμείς οι παλιοί πέσαμε σε καλά χέρια, γιατί τότε οι δάσκαλοι θεωρούσαν λειτούργημα αυτό που έκαναν». δ. (και για τα δυο φύλα) καλοπαντρεύομαι: «μπορεί να έκανε αλήτικη ζωή, αλλά στο θέμα του γάμου του έπεσε σε καλά χέρια»·
- πέφτω σε λάθος χέρια, βλ. συνηθέστ. πέφτω σε κακά χέρια· βλ. και φρ. πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι)·
- πέφτω στα χέρια (κάποιου), α. συλλαμβάνομαι: «ο δολοφόνος έπεσε στα χέρια της αστυνομίας». β. περιέρχομαι στην εξουσία, στη δικαιοδοσία κάποιου: «είσαι τυχερός που έπεσες στα χέρια του τάδε διευθυντή, γιατί είναι άνθρωπος με κατανόηση || αν πέσεις στα χέρια του τάδε διευθυντή, την έβαψες, γιατί είναι πολύ σκληρός με τους υφισταμένους του». γ. (για τόπους, πόλεις) καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι: «όλη η ανατολική περιοχή του εχθρικού κράτους έπεσε στα χέρια του στρατού μας»·
- πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια ή πηγαίνω μ’ άδεια χέρια, α. πηγαίνω κάπου χωρίς να προσκομίζω κάποια πρόταση: «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε μ’ άδεια τα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οπότε αυτοί αποχώρησαν διαμαρτυρόμενοι». β. επισκέπτομαι κάποιον, χωρίς να του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιο φίλο στη γιορτή του, δεν πηγαίνω ποτέ μ’ άδεια χέρια»·
- πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια ή πηγαίνω με γεμάτα χέρια, α. πηγαίνω κάπου προσκομίζοντας κάποια πρόταση: «παρόλο που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πήγε με γεμάτα χέρια στη συνάντηση που είχε με τους συνδικαλιστές, οι συνομιλίες έφτασαν πάλι σε αδιέξοδο». β. επισκέπτομαι κάποιον και του προσφέρω κάποιο δώρο όπως συνηθίζεται: «όταν επισκέπτομαι κάποιον φίλο μου στη γιορτή του, πηγαίνω με γεμάτα χέρια»·
- πιάνει το χέρι του ή πιάνουν τα χέρια του, έχει την ικανότητα ή τις γνώσεις να κάνει διάφορες μικροκατασκευές ή επιδιορθώσεις, ιδίως στο χώρο του σπιτιού του: «ευτυχώς πιάνουν τα χέρια του άντρα μου, κι ότι χαλάει μέσα στο σπίτι, το φτιάχνει ο ίδιος»·
- πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον), συμπλέκομαι με κάποιον: «είχαν από καιρό διαφορές και, μόλις συναντήθηκαν, πιάστηκαν στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία· στα χέρια πιάστηκ’ ο Θωμάς μαζί με τον Ηλία)· βλ. και φρ. έρχομαι στα χέρια (με κάποιον)·
- πιάνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- πιάνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- πιάστηκε το χέρι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «ήταν πολύ βαρύ το δέμα που κουβαλούσα και πιάστηκε το χέρι μου»·
- πιάστηκε το χέρι μου (κάπου), μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «πιάστηκε το χέρι μου σε κάτι σύρματα κι έκανα μια ώρα να το ξεμπερδέψω || πιάστηκε το χέρι μου στο άνοιγμα της πόρτας και πέθανα απ’ τον πόνο»·
- προχωράει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- σας φιλώ το χέρι, στερεότυπη έκφραση σεβασμού, στη συνάντησή μας με κάποιο σεβάσμιο πρόσωπο αντί του χειροφιλήματος. Συνήθως συνοδεύεται με ελαφρά υπόκλιση κατά τη χειραψία, ή στερεότυπη φρ. με την οποία κλείνουμε κάποια επιστολή μας σε σεβάσμιο πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν γυρνάνε στα σοκάκια σα δυο σκιές μες στη βραδιά με τα φτωχά τους ρουχαλάκια όλο βροχή και λασπουριά δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω ποιανής το χέρι να φιλήσω)· βλ. και φρ. φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι·
- σηκώνω στα χέρια (κάποιον), αποθεώνω κάποιον: «μετά το πέρας της ομιλίας του ο κόσμος σήκωσε ενθουσιασμένος στα χέρια τον αρχηγό του κόμματος»·
- σηκώνω τα χέρια, αδυνατώ να προσφέρω και το παραμικρό, εγκαταλείπω κάθε προσπάθεια: «ήταν τόσο προχωρημένη η αρρώστια του, που οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια»· βλ. και φρ. σηκώνω ψηλά τα χέρια μου·
- σηκώνω το χέρι, (για μαθητές) θέλω να απαντήσω σε ερώτηση του δασκάλου μου, που την έθεσε στην τάξη ή για να του ζητήσω κάτι: «ήταν απ’ τους καλύτερους μαθητές της τάξης μας και, μόλις ρωτούσε κάτι ο δάσκαλος, σήκωνε αμέσως το χέρι ν’ απαντήσει || κάποια στιγμή σήκωσα το χέρι, για να πάρω άδεια απ’ το δάσκαλο να πάω στην τουαλέτα»·        
- σηκώνω χέρι (εναντίον κάποιου), απειλώ να δείρω, να χτυπήσω κάποιον ή δέρνω, χτυπώ κάποιον: «σε μένα μη σηκώνεις χέρι, γιατί δεν είμαι απ’ τα παιδάκια που φοβούνται || είναι πολύ άτακτο παιδί και σηκώνει χέρι στον καθένα»·
- σηκώνω ψηλά τα χέρια μου, ακινητοποιούμαι στην προσταγή ψηλά τα χέρια κάποιου οπλοφόρου: «μόλις μούγκρισε ο άλλος ψηλά τα χέρια προτείνοντάς μου το πιστόλι του, υποχρεώθηκα να σηκώσω ψηλά τα χέρια μου»· βλ. και φρ. σηκώνω τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- σκατά στα χέρια σου! βλ. λ. σκατά·
- στ’ αριστερό μου (σου, του, της κ.λπ) χέρι, αριστερά μου (σου, του, της κ.λπ.), αριστερά: «μόλις θα συναντήσεις στ’ αριστερό σου χέρι ένα περίπτερο, θα κάνεις αμέσως δεξιά και θα βρεθείς στο μαγαζί που θέλεις»·
- στα χέρια μου (σου, του, της κ.λπ.), με δικές μου (σου, του, της κ.λπ) φροντίδες και κάτω από την επίβλεψή μου (σου, του, της κ.λπ.): «στα χέρια σου έγιναν όλες οι επιδιώξεις μου πραγματικότητα || στα χέρια της μεγάλωσε πέντε παιδιά» (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια σου μεγάλωσαν και πόνεσαν και μάλωσαν άντρες μ’ ολοκάθαρη ματιά. Ψηλά κυπαρισσόπουλα χαρά στα κοριτσόπουλα που ’χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά)· βλ. και φρ. με τα χέρια μου·
- σταυρώνω τα χέρια μου, α. δεν κάνω τίποτα, μένω άπραγος, αδρανώ: «είναι καιρός τώρα που σταύρωσα τα χέρια και δεν κάνω τίποτα». β. αντιμετωπίζω παθητικά μια δύσκολη κατάσταση: «ήταν καμιά δεκαριά άτομα που τον έδερναν και σταύρωσα τα χέρια μου, γιατί δεν μπορούσα να τον γλιτώσω»·
- στέκομαι με (τα) χέρια δεμένα ή στέκομαι με δεμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα·
- στέκομαι με (τα) χέρια σταυρωμένα ή στέκομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. φρ. κάθομαι  με (τα) χέρια σταυρωμένα·
- στηρίζομαι στα χέρια μου, υπολογίζω στον εαυτό μου, στην προσωπική μου ικανότητα, στην προσωπική μου εργασία: «όσο στηρίζομαι στα χέρια μου, δεν έχω την ανάγκη κανενός»·
- στο δεξί μου (σου, του, της κ.λπ.) χέρι, δεξιά μου (σου, του, της κ.λπ.), δεξιά: «όπως θα ’ρχεσαι, θα συναντήσεις στο δεξί σου χέρι ένα βενζινάδικο και, μόλις το περάσεις, θα με δεις που θα σε περιμένω στην εξώπορτα του σπιτιού μου»·
- σφίξαμε τα χέρια, α. συμφιλιωθήκαμε: «αποφασίσαμε να σφίξουμε τα χέρια, γιατί καταλάβαμε πως με έχθρες και μαλώματα δε βγαίνει άκρη». β. επισημοποιήσαμε μια συμφωνία δια χειραψίας: «αφού συμφωνήσαμε σ’ όλες τις λεπτομέρειες, σφίξαμε τα χέρια»·
- σφυρίζω χέρι, (για διαιτητές ποδοσφαίρου) καταλογίζω το παράπτωμα του παίχτη να πιάσει ή να χτυπήσει εκούσια την μπάλα με το χέρι του: «ο διαιτητής είδε την κίνηση του παίχτη κι αμέσως σφύριξε χέρι». Στην περίπτωση που ο διαιτητής θεωρήσει πως ο παίχτης ήρθε σε επαφή με την μπάλα ακούσια, τότε αφήνει το παιχνίδι να συνεχιστεί· 
- τα θέλει όλα στα χέρια του ή τα θέλει όλα στο χέρι ή όλα στα χέρια του τα θέλει ή όλα στο χέρι τα θέλει, είναι τεμπέλης και περιμένει από τους άλλους να εξασφαλίζουν τις ανάγκες του: «δεν κάνει το παραμικρό και τα θέλει όλα στο χέρι || από μικρό παιδί τον έχουν καλομαθημένο και τα θέλει όλα στα χέρια του || αυτός δεν κουνάει ούτε το δαχτυλάκι του κι όλα στα χέρια του τα θέλει»·
- τα ξένα χέρια, α. οι θετοί γονείς ή κηδεμόνες: «οι γονείς του σκοτώθηκαν σε τροχαίο, όταν ήταν ακόμη πολύ μικρός και μεγάλωσε σε ξένα χέρια. (Λαϊκό τραγούδι: είναι πικρά, είναι βαριά τα ξένα χέρια! Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια! Είναι μαχαίρια!). β. αυτοί που δεν είναι συγγενείς, που είναι ξένοι ως προς κάποια οικογένεια: «πεθαίνοντας ο παππούς άφησε πολλά χρέη κι έτσι η περιουσία του πέρασε στα ξένα χέρια»·
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), συζητήσαμε ή κάναμε συζήτηση σε έντονο τόνο για θέματα που μας αφορούσαν, σχεδόν λογομαχήσαμε: «είχαμε καιρό να συναντηθούμε κι όταν βρεθήκαμε τυχαία σ’ ένα μπαράκι, τα ’παμε ένα χεράκι || είχαμε παλιές διαφορές και με την πρώτη ευκαιρία τα ’παμε ένα χεράκι»·
- τα χέρια μου μύρισα; βλ. λ. τα δάχτυλά μου μύρισα; λ. δάχτυλο·
- τα χέρια σου κοντά! ή το χέρι σου κοντό! βλ. φρ. κοντά τα χέρια σου(!)·
- τα χέρια του πιάνουν απ’ όλα ή τα χέρια του πιάνουν σ’ όλα, βλ. φρ. πιάνει το χέρι του·
- τα χρυσά χέρια, λέγεται για άτομο, ιδίως για χειρούργο, που είναι πολύ επιδέξιος στα χέρια και, κατ’ επέκταση, πολύ ικανός σε αυτό που κάνει με αυτά: «αφήνω χωρίς φόβο τη ζωή μου στα χρυσά χέρια αυτού του γιατρού»·
- την έχω πατημένη από χέρι, βλ. συνηθέστ. είμαι χαμένος από χέρι·
- της βάζω χέρι, χαϊδεύω ερωτικά μια γυναίκα: «τον είδα να ’χει στριμώξει την γκόμενά του στη γωνία και να της βάζει χέρι»·
- της δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή της δίνω τ’ άπλυτά της στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- της δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή της δίνω τα μπογαλάκια της στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- της δίνω τα πανιά στο χέρι ή της δίνω τα πανιά της στο χέρι, βλ. λ. πανί·
- της δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή της δίνω τα παπούτσια της στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- της δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή της δίνω τα συμπράγκαλά της στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- της δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή της δίνω το διαβατήριό της στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- της δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή της δίνω τον απολυσώνα της στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- της περνώ δεύτερο χέρι, μετά από μικρή ανάπαυλα, επιβάλλω πάλι τη σεξουαλική πράξη στην ίδια γυναίκα: «μετά το τσιγάρο που έκανα, της πέρασα δεύτερο χέρι για να με θυμάται». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα·
- της περνώ ένα χέρι, της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρα στην γκαρσονιέρα μου και της πέρασα ένα χέρι»·
- της τα δίνω όλα στα χέρια ή της τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. της τα φέρνω όλα στο χέρι·
- της τα φέρνω όλα στα χέρια ή της τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν την αφήνω να κάνει τίποτα, την περιποιούμαι, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες της, γιατί την αγαπώ πάρα πολύ: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που της τα φέρνει όλα στο χέρι»·
- το γουδί το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι, βλ. λ. γουδοχέρι·
- το καλό το χέρι ή το καλό χέρι, το δεξί χέρι στην περίπτωση που είμαστε δεξιόχειρες ή το αριστερό χέρι στην περίπτωση που είμαστε αριστερόχειρες: «για χειραψία δίνει πάντα το καλό το χέρι || υπογράφει πάντα με το καλό χέρι»·
- το μακρύ χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί οποιονδήποτε παρανομεί, όσο υψηλά και αν ίσταται: «μπορεί να είναι μεγάλο όνομα, αλλά κανείς δεν ξεφεύγει απ’ το μακρύ χέρι του νόμου»·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), η αμοιβαία συνδρομή, η αλληλοβοήθεια οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα: «είστε δυο αδέρφια και πρέπει να ’στε αγαπημένα, γιατί το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο)»·
- το τελευταίο χέρι, ο τελευταίος από αυτούς που διαδοχικά διακινούν κάποιο εμπόρευμα ή ναρκωτικό: «δεν ξέρω πόσα χέρια άλλαξε, αλλά ο τάδε ήταν το τελευταίο χέρι»· βλ. και φρ. περνώ το τελευταίο χέρι·
- το (την, τα) παίζω στα χέρια (μου), (για γνώσεις, επαγγέλματα ή τέχνες) βλ. συνηθέστ. το (την, τα) παίζω στα δάχτυλά (μου), λ. δάχτυλο·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει, δηλώνει τη μεγάλη επίδραση που ασκεί η μητέρα πάνω στα παιδιά της: «βέβαια κι εσύ ως πατέρας έχεις συμβάλει στο μεγάλωμα των παιδιών σου, αλλά το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει»·
- το χέρι της καρδιάς, το χέρι το οποίο βρίσκεται προς το μέρος της καρδιάς, το αριστερό χέρι: «του ’δωσα το χέρι της καρδιάς, γιατί με το δεξί κρατούσα ένα δέμα»· βλ. και φρ. με το χέρι της καρδιάς·
- το χέρι της μοίρας, η μοίρα: «τα πάντα στη ζωή μας εξαρτιόνται απ’ το χέρι της μοίρας»·
- το χέρι του έχει βγάλει κάλο ή το χέρι του έχει βγάλει κάλους (ενν. από τη μαλακία), βλ. λ. κάλος·
- το χέρι του Θεού, α. ο Θεός: «κανείς δε γλιτώνει απ’ το χέρι του Θεού». β. (για ποδόσφαιρο) χαρακτηρισμός του Αργεντινού ποδοσφαιριστή Ντιέγκο Μαραντόνα ο οποίος στο Μουντιάλ ποδοσφαίρου που έγινε το 1986 στο Μεξικό, πέτυχε γκολ σε βάρος της Αγγλίας χρησιμοποιώντας πονηρά με το χέρι του: «αν δεν υπήρχε το χέρι του Θεού, η Αργεντινή θα έχανε τον αγώνα απ’ την Αγγλία»·
- το χέρι του νόμου, η δυνατότητα που έχει ο νόμος να τιμωρεί αυτόν που παρανομεί: «κανένας παράνομος δε γλιτώνει απ’ το χέρι του νόμου»·
- τον βάζω στο χέρι, α. τον κάνω όργανό μου: «σου τάζει χίλια δυο πράγματα, μέχρι να σε βάλει στο χέρι, κι ύστερα σε κάνει ό,τι θέλει». β. πετυχαίνω να του πάρω χρήματα με σκοπό να μην του τα επιστρέψω, τον εξαπατώ: «ο σκοπός ήταν να του πάρω τα λεφτά και τώρα που τον έβαλα στο χέρι, άσ’ τον να κουρεύεται»·
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, βλ. λ. Θεός·
- τον έχω δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- τον έχω στο χέρι, α. τον έχω υποχείριό μου: «αυτός θα μας ψηφίσει σίγουρα, γιατί τον έχω στο χέρι». β. έχω στοιχεία εναντίον του: «δεν μπορεί να πει τίποτα για μένα, γιατί τον έχω στο χέρι». γ. σε μια δοσοληψία έχω πάρει περισσότερα χρήματα από αυτά που του έχω δώσει: «δε με νοιάζει αν θέλει να χαλάσει τη συνεργασία μας, γιατί τον έχω στο χέρι»·
- τον έχω του χεριού μου, βλ. φρ. είναι του χεριού μου·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, τον νικώ με μεγάλη άνεση, με μεγάλη ευκολία: «δε μαλώνει μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι»·
- τον κρατώ στο χέρι, έχω στοιχεία εναντίον του: «το ’χω σίγουρο πως δε θα με καρφώσει, γιατί τον κρατώ στο χέρι»·
- τον παίζω στα χέρια ή τον παίζω στο χέρι, είμαι πολύ πιο έξυπνος από αυτόν, τον ξεγελώ όποια ώρα θέλω: «μπορώ όποια ώρα θέλω να του φάω τα λεφτά του, γιατί τον παίζω στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ αποδείχτηκα πως έχω βγει ξεφτέρι, κι όλους τους μάγκες του ντουνιά τους έπαιζα στο χέρι
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του βάζω χέρι, τον επιπλήττω, τον μαλώνω αυστηρά: «μόλις γύρισε ο πατέρας του στο σπίτι, του ’βαλε χέρι, γιατί έμαθε πως έκανε κοπάνα απ’ το σχολείο»·
- του δίνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του δίνω τ’ άπλυτα στο χέρι ή του δίνω τ’ άπλυτά του στο χέρι, βλ. λ. άπλυτα·
- του δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή του δίνω τα μπογαλάκια του στο χέρι, βλ. λ. μπογαλάκι·
- του δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή του δίνω τα παπούτσια του στο χέρι, βλ. λ. παπούτσι·
- του δίνω τα συμπράγκαλα στο χέρι ή του δίνω τα συμπράγκαλά του στο χέρι, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- του δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή του δίνω το διαβατήριό του στο χέρι, βλ. λ. διαβατήριο·
- του δίνω τον απολυσώνα στο χέρι ή του δίνω τον απολυσώνα του στο χέρι, βλ. λ. απολυσώνας·
- του ’δωσε τ’ άντερα στα χέρια ή του ’δωσε τ’ άντερα στο χέρι, βλ. λ. άντερο·
- του κόβω τα χέρια, παρεμβάλλω σοβαρά εμπόδια, με σκοπό να αναστείλω κάποια εξέλιξή του: «δεν του ’δωσα μια εγγυητική επιστολή που ήθελε για να αναλάβει κάποιο δημόσιο έργο, και του ’κοψα τα χέρια»·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του περνώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ρίχνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του στρώνω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του σφίγγω το χέρι, α. τον χαιρετώ εγκάρδια: «πολύ μ’ αρέσει αυτός ο άνθρωπος και, κάθε φορά που τον συναντώ, του σφίγγω το χέρι». β. αναγνωρίζω, παραδέχομαι την υπεροχή του σε κάτι: «σε θέματα οικονομίας, του σφίγγω το χέρι»·
- του τα δίνω όλα στα χέρια ή του τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. φρ. του τα φέρνω όλα στα χέρια·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα, τον κατσάδιασα: «μόλις τον συνάντησα, του τα ’πα ένα χεράκι, γιατί δεν ανέχομαι άλλο να με κοροϊδεύει πίσω απ’ την πλάτη μου»·
- του τα φέρνω όλα στα χέρια ή του τα φέρνω όλα στο χέρι, δεν τον αφήνω να κάνει τίποτα, εξυπηρετώ όλες τις ανάγκες του, είτε γιατί ξέρω πως είναι μεγάλος τεμπέλης είτε γιατί τον έχω κακομαθημένο είτε γιατί τον αγαπώ πάρα πολύ: «του ’χω μεγάλη αδυναμία αυτού του παιδιού και του τα φέρνω όλα στα χέρια»·
- του τα ’ψαλλα ένα χέρι (χεράκι), τον επέπληξα αυστηρά, τον κατσάδιασα: «μόλις επέστρεψε στο σπίτι ο πατέρας του του τα ’ψαλλε ένα χεράκι, γιατί έμαθε πως είχε κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό κι εγώ, Λευτέρη Λευτεράκη, θα ’ρθω να σου τα ψάλλω ένα χεράκι
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του χρειάζεται ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού είπε αυτά τα πράγματα για σένα, του χρειάζεται ένα χέρι ξύλο»·
- τους φέρνω στα χέρια, γίνομαι αιτία να μαλώσουν, να συμπλακούν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «το ’χει χούι να διαβάλλει τους ανθρώπους, για να τους φέρνει στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες
- τραβώ τα χέρια μου (από κάπου), αποσύρομαι από κάπου: «εγώ τραβώ τα χέρια μου απ’ αυτή τη δουλειά, γιατί μου φαίνεται ύποπτη»·
- τρίβω τα χέρια μου, αισθάνομαι τόσο μεγάλη χαρά, τόσο μεγάλη ευχαρίστηση ή ικανοποίηση, που δεν μπορώ να την κρύψω: «δεν τον χωνεύει καθόλου και, κάθε φορά που τον κατσαδιάζει ο διευθυντής του, αυτός τρίβει τα χέρια του || μόλις τον πληροφόρησαν πως ο γιος του πέρασε στο πανεπιστήμιο, άρχισε να τρίβει τα χέρια του»·
- τρώω ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, με δέρνουν, με ξυλοκοπούν: «πήγα να του κάνω τον έξυπνο, αλλά, όταν μ’ έπιασε στα χέρια του, έφαγα ένα χέρι ξύλο»·
- υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια, αποδέχομαι, εγκρίνω, εγγυώμαι απόλυτα για κάποιον ή για κάτι: «είμαι σίγουρος γι’ αυτόν τον άνθρωπο και υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια || γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. φρ. υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια·
- υψώνω τα χέρια στο Θεό, προσεύχομαι, ικετεύω το Θεό για κάτι: «δυστυχώς, μόνο όταν έχουμε ανάγκη υψώνουμε τα χέρια στο Θεό»·
- υψώνω τα χέρια στον ουρανό, βλ. συνηθέστ. υψώνω τα χέρια στο Θεό·
- φέρνω στα χέρια (κάποιους), γίνομαι αιτία να συμπλακούν, να μαλώσουν δυο άτομα ή δυο ομάδες ατόμων: «είναι τόσο ναζιάρα γυναίκα, που, όπου και να πάει, φέρνει στα χέρια τους άντρες». (Λαϊκό τραγούδι: οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες, προχτές στα χέρια φέρανε δέκα λεβέντες άντρες (Λαϊκό τραγούδι)· 
- φιλώ το χέρι του ή του φιλώ το χέρι, τρέφω απεριόριστη εκτίμηση ή σεβασμό στο άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «δεν είναι μόνο σεβάσμιος αλλά σωστός κι ακριβοδίκαιος, γι’ αυτό και του φιλώ το χέρι»· βλ. και φρ. σας φιλώ το χέρι·
- φιλώ χέρια, παρακαλώ επίμονα προς όλες τις κατευθύνσεις για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «όσο ήταν μεγάλος και τρανός δεν υπολόγιζε κανέναν και τώρα που ξέπεσε, φιλάει χέρια για να τον βοηθήσουν»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου (κάτι), ενώ το θεωρώ εξασφαλισμένο, ξαφνικά  αντιλαμβάνομαι πως το έχω χάσει: «προηγουμένως άναψα με τον αναπτήρα μου και τον έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- χέρι με χέρι, δηλώνει άμεση ανταλλαγή ή μεταβίβαση, που γίνεται συνήθως γρήγορα και κρυφά: «ο αναπτήρας πέρασε χέρι με χέρι κι εξαφανίστηκε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν ένας νέος, κομψός κι ωραίος, θα μου προσφέρει ένα τσιγάρο μυστικά, χέρι με χέρι μου το προσφέρει και το τραβούμε και οι δυο γλυκά
- χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το, είναι εξυπνότερο να υποκύψεις σε κάποιον, όταν δεν έχεις τη δυνατότητα ή την ικανότητα να τον αντιμετωπίσεις δυναμικά: «μην κάνεις το μάγκα εκεί που δε σε παίρνει κι αν είσαι έξυπνος, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το»·
- χέρι σε χέρι, βλ. συνηθέστ. από χέρι σε χέρι·
- χέρι χέρι, α. (για πρόσωπα) συντροφικά. (Τραγούδι: βήμα βήμα, χέρι χέρι, κάπου η μοίρα θα μας φέρει). (Λαϊκό τραγούδι: μια καινούρια ζωή ξαναρχίζουμε και πιασμένοι χέρι χέρι βαδίζουμε). Θυμηθείτε και το πολιτικό σλόγκαν του ΛΑΟΣ: χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη. β. πιασμένοι από τα χέρια: «τους είδα να κάνουν χέρι χέρι βόλτα στην παραλία».
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, τα πολλά χέρια είναι ευλογία, γιατί δουλεύουν, ενώ τα πολλά στόματα δημιουργούν έριδες και διχογνωμίες·
- χτυπώ τα χέρια (μου), βλ. συνηθέστ. χτυπώ παλαμάκια, λ. παλαμάκι. (Παιδικό τραγούδι: χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ,μια και είμαι εγώ παιδί, θέλω πάντα να γελώ, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ
- χτυπώ το χέρι μου στο τραπέζι, απαιτώ κάτι με έντονο τρόπο, επιμένω δυναμικά στην αξίωσή μου: «αν δε χτυπήσεις το χέρι σου στο τραπέζι, δε θα πάρεις αυτά που σου έχουν τάξει»·
- ψηλά τα χέρια! α. απειλητική προσταγή οπλοφόρου με σκοπό να ακινητοποιήσει κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: στη σάλα μας, μασκέ, όλη η πόλη μα ξάφνου μπήκε κάποιος με μπιστόλι! Ψηλά τα χέρια, φώναξε, ληστεία! Δεν κάνει το μπιστόλι μου αστεία).β. έκφραση με την οποία μπαίνει ξαφνικά και απροειδοποίητα κάποιος σε ένα χώρο όπου υπάρχουν φίλοι του, με σκοπό να τους τρομάξει·
- ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια (κάποιον ή κάποιο κόμμα), ψηφίζω φανατικά κάποιον ή κάποιο κόμμα: «τα τελευταία χρόνια ψηφίζω και με τα δυο μου χέρια τον τάδε υποψήφιο, γιατί βλέπω πως εργάζεται για το καλό του τόπου».

χωνεύω

χωνεύω, ρ. [<μτγν. χωνεύω], χωνεύω. 1. δέχομαι κάτι, ιδίως όχι αρεστό ως οριστικό, ως τετελεσμένο: «πρέπει να το χωνέψεις πως για να προκόψει κανείς, χρειάζεται πολλή δουλειά». 2. καταλαβαίνω καλά κάτι: «πρέπει να χωνέψεις αυτό που σου λέω, για να μην πεις άλλα εσύ κι άλλα εγώ και γίνουμε ρεζίλι»·
- δε χωνεύω (κάτι), δε μου είναι αρεστό, επιθυμητό κάτι: «δε χωνεύω να ’ρχονται να μ’ ενοχλούν, όταν δουλεύω || δε χωνεύω να μ’ ενοχλούν, όταν διαβάζω»·  
- δεν μπορώ να το χωνέψω, δυσκολεύομαι να πιστέψω, να παραδεχτώ κάτι, μου είναι αδιανόητο: «δεν μπορώ να το χωνέψω πως σκοτώθηκε, αφού πριν από μια ώρα πίναμε καφέ μαζί! || τον έχω βοηθήσει χιλιάδες φορές και δεν μπορώ να το χωνέψω πως με κατηγόρησε». Συνήθως άλλες φορές μετά το μπορώ κι άλλες στο τέλος της φρ. ακολουθεί το ακόμα. Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει δυσφορία, όταν δεν μπορεί να χωνέψει κάποιο φαγητό»·
- δεν τον χωνεύω, δεν τον ανέχομαι, δεν το συμπαθώ, δεν μου είναι αρεστός, επιθυμητός: «αν θα ’ρθει κι ο τάδε μαζί σας, εγώ θα φύγω, γιατί δεν τον χωνεύω». (Λαϊκό τραγούδι: μην κλαις, μη χύνεις δάκρυα θαρρείς, δε σε χωνεύω; το σφάλμα σου όμως μ’ έκανε αδύνατον και κλαίγω
- η γη όλους τους χωνεύει, όλοι πεθαίνουν: «απ’ τη μέρα που γεννιέται ο άνθρωπος ξέρει πως η γη όλους τους χωνεύει»·
- χώνεψέ το! (κατηγορηματικά) κατάλαβέ το οριστικά: «ξανά δεν έχω διάθεση να σε βοηθήσω, χώνεψέ το!».

χώνω

χώνω, ρ. [<μσν. χώνω, από το έχωσα, αόρ. του αρχ. ρ. χωννύω], χώνω. 1. βολεύω κάποιον κάπου, ιδίως σε κάποια θέση του δημοσίου: «προσπαθώ να χώσω το γιο μου στη Δ.Ε.Η. για ν’ απαλλαγώ απ’ αυτόν». 2. αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να μπει σε ένα χώρο και, κατ’ επέκταση, τον φυλακίζω: «τον χώσανε δέκα χρόνια στο Γεντί». (Λαϊκό τραγούδι: στο Παλαμήδι μ’ έχουνε, γιατί με κατατρέχουνε· στα σίδερα με ζώσανε, κι ισόβια με χώσανε). (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου (συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς να το χώσεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- θα σου χώσω καμιά ή θα σου χώσω μια (ενν. γροθιά, μπάτσα, μπουνιά σφαλιάρα κ. ά.), θα σε χτυπήσω δυνατά με το χέρι. Λέγεται συνήθως από αγανάκτηση, και το χέρι κινείται ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο θέλει να δώσει κανείς το χτύπημα. Συνών. θα σου κόψω καμιά ή θα σου κόψω μια / θα σου σφίξω καμιά ή θα σου σφίξω μια· 
- τα χώνει (ενν. τα λεφτά), ξοδεύει τα λεφτά του για να ικανοποιήσει κάποια έξη του και γενικά τα ξοδεύει: «ό,τι βγάζει, τα χώνει στο μπαρμπούτι || ό,τι κερδίζει απ’ τη δουλειά του, τα χώνει στα ναρκωτικά || ό,τι βγάζει, τα χώνει στα βιβλιοπωλεία για ν’ αγοράζει βιβλία»·
- την τεντώνω τη σαλιώνω και στην τρύπα σου τη χώνω (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. τρύπα·
- της το (τη, το) χώνω (μέσα) (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «την είχε όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα του και της τον έχωσε τρεις τέσσερις φορές»·
- τον χώνω μέσα, βλ. λ. μέσα·
- τον χώνω στη φυλακή ή τον χώνω φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- τον χώνω στην τρύπα, βλ. λ. τρύπα·
- του τα χώνω (ενν. τα λεφτά), τον δωροδοκώ: «μόλις του τα ’χωσα, μου τέλειωσε αμέσως τη δουλειά»·
- του τα χώνω, τον κατσαδιάζω άγρια, τον καθυβρίζω: «όποιος δεν ακολουθεί τις οδηγίες μου στη δουλειά, του τα χώνω πρώτα και μετά τον απολύω»·
- του τη χώνω, τον ενοχλώ συστηματικά μέχρι το σημείο να εκνευριστεί πολύ: «μ’ αρέσει να του τη χώνω, κάθε φορά που χάνει η ομάδα του, γιατί τον βλέπω που εκνευρίζεται και σπάω πλάκα»·
- χώνει παντού τη μούρη του ή χώνει τη μούρη του παντού, βλ. λ. μούρη·
- χώνει παντού τη μύτη του ή χώνει τη μύτη του παντού, βλ. λ. μύτη·
- χώνει παντού την ουρά του ή χώνει την ουρά του παντού, βλ. λ. ουρά·
- χώνει τη μύτη του (κάπου), βλ. λ. μύτη·
- χώνει την ουρά του (κάπου), βλ. λ. ουρά·
- χώσ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. κώλος·
- χώσ’ το στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς ή το πράγμα στο οποίο αναφέρεσαι), βλ. λ. κώλος·
- χώσ’ τον (χώσ’ τη, χώσ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), επωφελήσου από όπου και με όποιον τρόπο μπορείς: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, αγόρι μου, χώσ’ τον όπου μπορείς και μη νοιάζεσαι για τίποτα».

χωριό

χωριό, το, ουσ. [<μσν. χωριόν <αρχ. χωρίον], το χωριό· ειρωνική ή υποτιμητική προσφώνηση σε άτομο που είναι ή που το θεωρούμε άξεστο, απολίτιστο: «έλα δω, ρε χωριό, τι έκανες πάλι και σε κακολογούν;». Υποκορ. χωριουδάκι, το. (Δημοτικό τραγούδι: χωριό μου χωριουδάκι μου και πατρικό σπιτάκι μου). (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, όταν είσαι ανεπιθύμητος σε ένα χώρο, μην περιμένεις βοήθεια από κανέναν: «μέσ’ στην πιάτσα αν είσαι αφερέγγυος, δεν έχεις βοήθεια από κανέναν, γιατί, αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά»· 
- βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί, λέγεται για εκείνους που ενεργούν ασύδοτα σε ένα χώρο, επειδή δεν υπάρχει κάποιος να τους ελέγξει, να τους εμποδίσει: «βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί σ’ αυτό το κράτος που είναι μπάχαλο κι όλοι κάνουν ό,τι τους κατέβει!»· 
- γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες), μαλώσαμε, τσακωθήκαμε και δημιουργήθηκε εχθρότητα μεταξύ μας: «αντιλήφθηκα πως ήθελε να με βάλει στο χέρι, και γίναμε από δυο χωριά χωριάτες». (Λαϊκό τραγούδι: από τα μάτια σου, Σμυρνιά, πήραν φωτιά στο μαχαλά, όλο μαλώνουν τα παιδιά και γίναν από δυο χωριά). Ακούγεται και γίναμε από δέκα χωριά (χωριάτες)·
- γίνεται χωριό, βλ. συνηθέστ. κάνουμε χωριό·
- δε γίνεται χωριό ή δεν μπορεί να γίνει χωριό, βλ. φρ. δεν κάνουμε χωριό. (Λαϊκό τραγούδι: με την γκρίνια που έχει πέσει, το κακό έχει παραγίνει, με το φταις και με το φταίω δεν μπορεί χωριό να γίνει
- δεν κάνουμε χωριό ή δεν μπορούμε να κάνουμε χωριό, δεν ταιριάζουμε, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, να συνεργαστούμε, να συμβιώσουμε, να συνυπάρξουμε: «είμαστε κι οι δυο εγωιστές, γι’ αυτό δεν κάνουμε χωριό». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό στα ίσα θα στο πω δεν κάνουμε μαζί χωριό και για την κοινωνία // σου το ’πα μια σου το ’πα δυο, εμείς δεν κάνουμε χωριό
- είμαι από χωριό, έκφραση με την οποία δηλώνουμε ή προσποιούμαστε τέλεια άγνοια για κάποιον ή για κάτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ δεν ξέρω ή το κανονίστε τα, εγώ: «μήπως πέρασε από δω ο τάδε; -Εγώ δεν ξέρω, ρε παιδιά, είμαι από χωριό || ποια είναι η γνώμη σου για το θέμα που κουβεντιάζουμε, ρε φίλε; -Κανονίστε τα, εγώ είμαι από χωριό». Συνών. δεν είμαι της οικοδομής / είμαι από επαρχία / είμαι περαστικός / ήρθα να πάρω τα χαλιά / ψυγεία πουλάω· 
- είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό, λέγεται από την άποψη ότι, όλοι λίγο πολύ γνωριζόμαστε στον επαγγελματικό χώρο στον οποίο ανήκουμε και γνωρίζουμε το ποιόν του καθενός: «εμείς οι ηθοποιοί είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό κι ο καθένας ξέρει με τι ασχολείται ο άλλος». Από το ότι όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού, γνωρίζονται μεταξύ τους·
- είναι ο καλύτερος του χωριού, έχει πολύ τακτοποιημένη ζωή, πολύ τακτοποιημένη εργασία: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε την κόρη του εργολάβου, είναι ο καλύτερος του χωριού || απ’ τη μέρα που βολεύτηκε στο δημόσιο, είναι ο καλύτερος του χωριού»·
- είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. λ. πορδή·
- έτσι κάνετε (εσείς) στο χωριό σας; λέγεται ειρωνικά ή και απειλητικά σε κάποιον που συμπεριφέρεται ανάρμοστα·
- η πουτάνα του χωριού, βλ. λ. πουτάνα·
- κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη ή καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη, εκφράζει φιλοδοξία για τιμές και μεγαλεία: «φεύγει ο κόσμος απ’ την επαρχία για να βρει την τύχη του στις μεγάλες πόλεις και κυκλοφορούν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, αλλά για μένα κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη»·
- κάνουμε χωριό, ταιριάζουμε, μπορούμε να συνεννοηθούμε, να συνεργαστούμε, να συμβιώσουμε, να συνυπάρξουμε: «απ’ τη στιγμή που είδαμε πως κάνουμε χωριό, αποφασίσαμε να συνεταιριστούμε || μετά από γνωριμία δυο χρόνων αποφασίσαμε να παντρευτούμε, γιατί είδαμε πως κάνουμε χωριό». (Λαϊκό τραγούδι: σε μάζεψα, σε σύμμασα απ’ τα σοκάκια μέσα κι είπα, να κάνουμε χωριό,ν’ ανοίξουμε νοικοκυριό. Μα συ δεν έχεις μπέσα
- ο τρελός του χωριού, βλ. λ. τρελός·
- όνομα και μη χωριό, βλ. λ. όνομα·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
- το μεγάλο χωριό, χαρακτηρισμός των μεγάλων πόλεων, ιδίως της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Από το ότι στις πόλεις αυτές οι περισσότεροι κάτοικοι προέρχονται από την επαρχία. Συνήθως λέγεται με ειρωνική διάθεση: «ήρθαν ορισμένοι απ’ το μεγάλο χωριό και μας κάνουν τους έξυπνους!».
- το χωριό καιγότανε κι η Μάρω στολιζότανε, βλ. φρ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται, λ. κόσμος·
- το χωριό κάνει παπά, η κοινή αποδοχή, η κοινή αναγνώριση καταξιώνει κάποιον σε μια κοινωνία: «κανείς δεν μπορεί να επιβάλει κάποιον σε κάποιο χώρο με το ζόρι, γιατί το χωριό κάνει παπά». Συχνό παράδειγμα η δυναμική άρνηση διάφορων ενοριών να αποδεχτούν τον παπά που επιδιώκει να τους επιβάλει η οικεία Μητρόπολη σε αντικατάσταση του προηγουμένου, ο οποίος είχε και την αποδοχή των ενοριτών·   
- του χωριού ο άγιος δόξα δεν έχει, βλ. λ. άγιος·
- χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, ό,τι είναι προφανές, αυταπόδεικτο, δε χρειάζεται επεξηγήσεις.

ψυχή

ψυχή, η, ουσ. [<αρχ. ψυχή], η ψυχή. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα: «στο χωριό είχαν μείνει όλο κι όλο εκατό ψυχές». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπησα κι εγώ μία ψυχή, μα ο τζόγος δε μας άφησε να ’ρθουμε σ’ επαφή).2. η πεταλούδα: «πάνω στο λουλούδι πήγε και κάθισε μια πολύχρωμη ψυχή». Υποκορ. ψυχίτσα κ. ψυχούλα, η (βλ. λ.). Μεγεθ. ψυχάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 157 φρ.)·
- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! βλ. λ. άβυσσος·
- αδερφές ψυχές, βλ. λ.αδερφή·
- αναστέναξε η ψυχή μου, βλ. συνηθέστ. αναστέναξε η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- άνθρωπος της ψυχής, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγει η ψυχή μου, βλ. φρ. ανοίγει η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- άντεξε ψυχή μου! βλ. φρ. άντεξε καρδιά μου! λ. καρδιά·
- αντέχει η ψυχή σου; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου; λ. καρδιά·
- αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου να…; λ. καρδιά·
- απ’ τα βάθη της ψυχής μου ή απ’ το βάθος της ψυχής μου, με θέρμη, με απόλυτη ειλικρίνεια: «σου εύχομαι απ’ τα βάθη της ψυχής μου να πετύχεις»·
- βάζω την ψυχή μου (σε κάτι), ασχολούμαι με πολύ όρεξη, με μεγάλο μεράκι με αυτό που κάνω: «έβαλα την ψυχή μου σ’ αυτό το λεξικό || με ό,τι κι αν ασχοληθεί αυτός ο άνθρωπος, βάζει την ψυχή του»·
- βάζω ψυχή (σε κάτι), βλ. φρ. δίνω ψυχή σε κάτι. (Λαϊκό τραγούδι: μη βασανίζεσαι μ’ αυτά που λένε, όλα είναι, μάνα μου, ψιλή βροχή, εσύ κάνε όνειρα όσα σε καίνε κι εγώ ξοπίσω τους βάζω ψυχή
- βαραίνει η ψυχή μου, βλ. λ. βαραίνει η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- βάστα ψυχή μου! βλ. φρ. βάστα καρδιά μου! λ. καρδιά·
- βαστά η ψυχή σου; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου; λ. καρδιά·
- βαστά η ψυχή σου να…; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- βγήκε η ψυχή του, ξεψύχησε, πέθανε: «βγήκε η ψυχή του ένα ήρεμο βράδυ του χειμώνα». (Λαϊκό τραγούδι: δε με πόνεσε κανείς ούτε στιγμή μεσ’ στη ζωή μου, μέσ’ στους δρόμους ξαφνικά κάποιο πρωί θα βγει η ψυχή μου
- γέλασα με την ψυχή μου, γέλασα πάρα πολύ, ξεκαρδίστηκα: «ήταν τόσο πετυχημένο τ’ ανέκδοτο που είπε, που γέλασα με την ψυχή μου»·
- για την ψυχή του, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του: «κάνει διάφορες ελεημοσύνες για την ψυχή του»·
- για την ψυχή του πατέρα μου! (του μπαμπά μου!), έκφραση με την οποία αρνούμαστε να δώσουμε ή να κάνουμε κάτι σε κάποιο άτομο δωρεάν, με την έννοια γιατί δωρεάν, μήπως για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του πατέρα μου που είναι πεθαμένος! Αναφέρεται και για τη μάνα·
- για την ψυχή του πατέρα μου (του μπαμπά μου), λέγεται στην περίπτωση που δίνουμε ή κάνουμε κάτι για κάποιον ή για κάποιο κοινό σκοπό, με την ελπίδα πως θα συγχωρεθούν οι αμαρτίες του πεθαμένου πατέρα μου. Αναφέρεται και για τη μάνα·
- δε βαστά η ψυχή μου, δεν μπορώ να υπομένω άλλο, δεν αντέχω: «δε βαστά η ψυχή μου άλλα βάσανα»·
- δε βαστά η ψυχή μου να…, βλ. φρ. δεν το βαστά η ψυχή μου να(…)·
- δε θα πάρει ψυχή, βλ. φρ. ψυχή θα πάρει(!)·
- δε μου κάνει ψυχή να…, βλ. συνηθέστ. δε μου κάνει καρδιά να…, λ. καρδιά·
- δε φαίνεται ψυχή, δε φαίνεται ούτε ένας άνθρωπος: «άδεια η πλατεία και δε φαίνεται ψυχή μ’ αυτό το κρύο»·
- δε φαίνεται ψυχή ζώσα, επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- δεν αντέχει η ψυχή μου, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου·
- δεν έχει ψυχή μέσα του, δεν έχει σθένος, δεν έχει θάρρος, είναι δειλός: «δεν έχει ψυχή μέσα του να τα βάλει μαζί μου»·
- δεν έχεις ψυχή μέσα σου; έκφραση απορίας σε άτομο που δεν αντιδρά δυναμικά στις προκλητικές ενέργειες κάποιου: «δεν έχεις ψυχή μέσα σου, που τον αφήνεις τόση ώρα να σου βρίζει τη μάνα;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά·                                            
- δεν  πατάει ψυχή, στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος, δε συχνάζει κανένας: «είναι τόσο απομακρυσμένο αυτό το εξοχικό που μου λες, που δεν πατάει ψυχή»·
- δεν το αντέχει η ψυχή μου να…, βλ. φρ. δεν το βαστά η ψυχή μου να (…)·
- δεν το βαστά η ψυχή μου να…, α. δεν μπορώ να ενεργήσω με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, γιατί είναι έξω από τη φιλοσοφία μου ή γιατί το θεωρώ άδικο: «δεν το βαστά η ψυχή μου να μαλώσω με γέρο άνθρωπο || δεν το βαστά η ψυχή μου να τον κλείσω μέσα για χίλια ευρώ». β. δεν έχω το θάρρος, το κουράγιο, το ψυχικό σθένος να κάνω κάτι: «δεν το βαστάει η ψυχή μου να μαλώσω μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο»·
- δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος: «το χειμώνα στην παραλία, δεν υπάρχει ψυχή»·
- δεν υπάρχει ψυχή ζώσα, επιτείνει την παραπάνω έννοια·
- δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο, υπάρχει απόλυτη απουσία ανθρώπων, δεν υπάρχει άνθρωπος να κυκλοφορεί στο δρόμο: «κάνει τόσο κρύο, που δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο»·
- δίνω και την ψυχή μου ή δίνω την ψυχή μου (για κάποιον ή για κάτι), α. αγαπώ υπερβολικά κάποιον: «για τη γυναίκα του δίνει και την ψυχή του || για τα παιδιά μου δίνω και την ψυχή μου». β. κουράζομαι υπερβολικά, δυσκολεύομαι υπερβολικά για να αποκτήσω κάτι: «έδωσα και την ψυχή μου για να μπορέσω ν’ αγοράσω κι εγώ ένα σπιτάκι». γ. κάνω υπερπροσπάθεια για να βοηθήσω κάποιον ή για να πετύχω κάποιο σκοπό: «έδωσα και την ψυχή μου για να πάει μπροστά αυτός ο άνθρωπος || έδωσα την ψυχή μου για να πετύχει η δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: Παναθηναϊκέ σαν θύελλα ορμάς, την ψυχή σου δίνεις πάντα και νικάς
- δίνω ψυχή (σε κάτι), δίνω ζωηράδα, ζωντάνια σε κάτι: «καλά που ήρθε ο τάδε κι έδωσε ψυχή στο πάρτι μας»·
- έγινε η ψυχή μου κουβάρι, βλ. φρ. μαζεύτηκε η ψυχή μου κουβάρι·
- εγώ δεν έχω ψυχή; έκφραση που εκφράζει το παράπονό μας, όταν μας απαγορεύουν να κάνουμε κάτι που οι άλλοι κάνουν ή, όταν δε μας δίνουν να φάμε από αυτό που τρώνε: «γιατί να μην έρθω κι εγώ μαζί σας στα μπουζούκια, ρε παιδιά, εγώ δεν έχω ψυχή; || δώσε μου να φάω μια μπουκιά, εγώ δεν έχω ψυχή;»· 
- είμαι δοσμένος ψυχή τε και σώματι, είμαι αφοσιωμένος ολόψυχα σε κάποιον ή σε κάτι: «είμαι δοσμένος ψυχή τε και σώματι σ’ αυτή τη γυναίκα || είμαι δοσμένος ψυχή τε και σώματι σ’ αυτή τη δίκαιη υπόθεση»·
- είναι δυο κορμιά μια ψυχή, βλ. λ. κορμί·
- είναι ένα σώμα μια ψυχή, (για ζευγάρια) βλ. λ. σώμα·
- είναι μεγάλη ψυχή, βλ. φρ. έχει μεγάλη ψυχή·
- είναι η ψυχή…, είναι αυτός που συμβάλλει αποφασιστικά σε μια δουλειά, επιχείρηση, υπόθεση ή σε μια συλλογική δραστηριότητα: «ο τάδε είναι η ψυχή της επιχείρησης || είναι η ψυχή της ομάδας || είναι η ψυχή της παρέας || είναι η ψυχή των κινητοποιήσεων»·
- είναι η ψυχή μου (κάποιος ή κάτι), βλ. φρ. είναι η ζωή μου, λ. ζωή·
- είναι κακιά ψυχή, βλ. φρ. έχει κακιά ψυχή·
- είναι καλή ψυχή, βλ. φρ. έχει καλή ψυχή·
- είναι πούστης στην ψυχή, βλ. λ. πούστης·
- είναι πουτάνα στην ψυχή, βλ. λ. πουτάνα·
- εκ βάθους ψυχής, βλ. φρ. με όλη μου την ψυχή·
- εν βρασμώ ψυχής, σε κατάσταση ψυχικής έντασης ή ταραχής: «ο φόνος διεπράχθη εν βρασμώ ψυχής», οπότε ο δολοφόνος δικάζεται με ελαφρυντικό, Από τη νομική ορολογία·
- έφτασε η ψυχή στο στόμα, απηύδησα, εξουθενώθηκα: «εγώ παραιτούμαι απ’ τη δουλειά, γιατί, με τις δυσκολίες που προκύπτουν συνεχώς, έφτασε η ψυχή στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι παιδί κακό, γιατί θέλεις να πονώ, έφτασε η ψυχή στο στόμα,μ’ ένα ασόδυο ακόμα απ’ τον κόσμο θα χαθώ)· βλ. και φρ. μου ’φερε την ψυχή στο στόμα·
- έφυγε η ψυχή μου απ’ τον τόπο της, βλ. συνηθέστ. έφυγε η καρδιά μου απ’ τον τόπο της, λ. καρδιά·
- έχει κακιά ψυχή, είναι κακός άνθρωπος: «πρόσεχέ τον πολύ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί έχει κακιά ψυχή και θα μπλέξεις»·
- έχει καλή ψυχή, είναι καλός άνθρωπος, είναι πονόψυχος: «βοηθάει όλο τον κόσμο, γιατί έχει καλή ψυχή». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί διστάζεις να ’ρθεις μαζί μου, ο μάγκας έχει καλή ψυχή. Θα ’σαι πριγκίπισσα μες στο τσαρδί μου και θα περάσεις χρυσή ζωή
- έχει μαύρη ψυχή, είναι πολύ κακός, είναι άσπλαχνος, μοχθηρός: «πρόσεξε μην μπλέξεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει μαύρη ψυχή και θα πάθεις μεγάλο κακό». (Λαϊκό τραγούδι: όπου έχει μαύρη ψυχή έχει και το μαχαίρι, κι όπου το φίδι καρτερεί εκεί ’ναι περιστέρι
- έχει μεγάλη ψυχή, είναι μεγαλόψυχος: «είμαι σίγουρος πως δε θα σου κρατήσει κακία, γιατί έχει μεγάλη ψυχή». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ είμαι εργατόπαιδο, μα έχω ψυχή μεγάλη, είμαι παιδάκι του λαού της Παναγιάς και του Θεού μα με ζεστή αγκάλη
- έχει πονετική ψυχή, είναι πολύ σπλαχνικός: «έχει πονετική ψυχή και βοηθάει όλους τους ανθρώπους»·
- έχει σκοτεινή ψυχή, βλ. φρ. έχει μαύρη ψυχή·
- έχει την ψυχή, έχει το σθένος, το θάρρος: «ποιος έχει την ψυχή να τα βάλει μαζί του;». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος άντρας έχει την ψυχή παρέα να τα πιούμε γι’ αγάπη και αισθήματα κουβέντα να μην πούμε;
- έχει ψυχή, έχει ενεργητικότητα, ζωντάνια, έχει θάρρος: «χαίρομαι να τον βλέπω, γιατί έχει ψυχή αυτός ο νέος || δεν κωλώνει με τίποτα, γιατί έχει ψυχή». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις, πρέπει να έχεις την ψυχή, καρδιά για να το βγάλεις
- έχω ένα βάρος στην ψυχή, βλ. λ. βάρος·
- έχω πίκρα στην ψυχή, βλ. λ. πίκρα·
- ζητά η ψυχή μου ή η ψυχή μου ζητά, βλ. συνηθέστ. λαχταρά η ψυχή μου·
- η ψυχή μου το ξέρει! βλ. φρ. η ψυχούλα μου το ξέρει! λ. ψυχούλα·
- η ψυχή του σύμπαντος (κόσμου), ο Θεός·
- ήρθε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, λ. καρδιά·
- ήρθε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, λ. καρδιά·
- θα μου ’βγαινε η ψυχή ή θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα, τρόμαξα, φοβήθηκα πάρα πολύ, που παραλίγο να πέθαινα από το φόβο μου: «μόλις μου κόλλησε το πιστόλι στον κρόταφο, θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα»·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- καλή ψυχή! α. ευχή σε πολύ ηλικιωμένο άτομο, να πεθάνει ήρεμο κι ευτυχισμένο. β. λέγεται και ειρωνικά σε πολύ ηλικιωμένο άτομο, που έχασε την ενεργητικότητά του, τη ζωντάνια του, πως από δω και πέρα για το μόνο που θα πρέπει να ενδιαφέρεται είναι για το πώς θα πεθάνει καλά, ήρεμα, ευτυχισμένα . (Λαϊκό τραγούδι: όταν έφτανες πενήντα την παλιά την εποχή, σου φωνάζαν όλοι, γέρο, άιντε και καλή ψυχή
- κάνω ψυχή, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), ενώ είχα χάσει σχεδόν όλα τα χρήματά μου, αρχίζω σιγά σιγά να τα ξανακερδίζω: «απ’ όλα λεφτά που είχα, όταν ξεκίνησα, έμειναν κάποια στιγμή μόνο με είκοσι ευρώ και μ’ αυτά έκανα ψυχή»·
- κάποια ψυχή, α. κάποιος που δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του ή που θέλουμε να το κρατήσουμε κρυφό: «κάποια ψυχή μου έλεγε τις προάλλες, πως ο τάδε πάει για φούντο || ήρθε κάποια ψυχή και ρωτούσε για σένα». β. κάποιος, ιδίως γυναίκα, που από διακριτικότητα δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά της, γιατί είναι γνωστή στην ομήγυρη: «κάποια ψυχή μου είπε, πως της ζήτησες να τα φτιάξετε». γ. (αόριστα) κάποιος: «σε ζητούσε κάποια ψυχή». Συνών. ένας κάποιος / κάποιο πρόσωπο / μια ψυχή·
- κατάθεση ψυχής, (ιδίως για καλλιτεχνικό ή συγγραφικό έργο) έκφραση που δηλώνει την ψυχική συμμετοχή του καλλιτέχνη, του συγγραφέα στο έργο που προσφέρει: «το λεξικό που κρατάτε στα χέρια σας αποτελεί κατάθεση ψυχής του συγγραφέα του»·
- κλαίει η ψυχή μου, νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, λυπάμαι υπερβολικά: «κλαίει η ψυχή μου, κάθε φορά που βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου». (Λαϊκό τραγούδι: αν θέλεις, μάνα, να το δεις το δύστυχο παιδί σου, έλα μες στο Γεντί Κουλέ να κλάψει η ψυχή σου
- κολασμένη ψυχή, άτομο πολύ αμαρτωλό, πολύ διεφθαρμένο: «έχω συναντήσει πολλούς πρόστυχους ανθρώπους στη ζωή μου, αλλά τέτοια κολασμένη ψυχή πρώτη φορά γνωρίζω»·
- λαχταρά η ψυχή μου ή η ψυχή μου λαχταρά, επιθυμώ έντονα να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «πώς λαχταρά η ψυχή μου να κατακτήσω αυτή τη γυναίκα! || η ψυχή μου λαχταρά μια μεγάλη και αγαπημένη οικογένεια»·
- μαζεύτηκε η ψυχή μου κουβάρι, ένιωσα πολύ άσχημα, πολύ δυσάρεστα, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο, μαζεύτηκε η ψυχή μου κουβάρι»·
- ματώνει η ψυχή μου, νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, λυπάμαι υπερβολικά: «ματώνει η ψυχή μου, κάθε φορά που τον βλέπω να κυλιέται μεθυσμένος μέσ’ στους δρόμους»·
- μαύρη ψυχή, χαρακτηρίζει τον κακό, τον άσπλαχνο, το μοχθηρό: «φύγε από κοντά μου, μαύρη ψυχή, γιατί μου κατάστρεψες τη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου γιατί, πες μου γιατί με παρατάς, μαύρη ψυχή,σαν το δεντρί το μοναχό, σαν βάρκα στον ωκεανό
- μαύρισε η ψυχή μου, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μαύρισε η ψυχή μου, μόλις έμαθα τα δυσάρεστα νέα». (Λαϊκό τραγούδι: η μοναξιά σαν το μαχαίρι με τρυπά, μου έλειψες και μαύρισε η ψυχή μου, δε συναντιέμαι όπως πριν με τη χαρά και συντροφιά μου έχουνε μείν’ οι στεναγμοί μου
- με βαριά ψυχή, α. χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, σχεδόν με το ζόρι: «θα σε βοηθήσω, αλλά με βαριά ψυχή, γιατί είσαι πολύ αχάριστος άνθρωπος». β. με μεγάλη στενοχώρια, με ψυχική οδύνη: «μόλις γύρισε απ’ το νεκροταφείο, κλείστηκε με βαριά ψυχή στο δωμάτιό του κι έκλαψε πικρά»·
- με μια ψυχή και μια καρδιά, ολόψυχα: «είναι πολύ αγαπητός άνθρωπος στην παρέα μας, γι’ αυτό, όταν χρειάστηκε τη βοήθειά μας, τον βοηθήσαμε όλοι με μια ψυχή και μια καρδιά»·
- με όλη μου την ψυχή ή με όλη την ψυχή μου, α. με όλη την ευχαρίστηση και ειλικρίνειά μου, ολόθερμα, ολόψυχα: «σου εύχομαι με όλη μου την ψυχή να ευτυχίσεις». β. με δύναμη θέλησης, με πάθος: «κάθε μέρα δουλεύω με όλη μου την ψυχή, γιατί έχω βάλει διάφορους στόχους στη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: η νύχτα είναι δική μας, η νύχτα είναι δική μας και πρέπει να γλεντήσουμε με όλη την ψυχή μας)· βλ. και φρ. με την ψυχή μου·  
- με την ψυχή μου (σου, του, της κ.λπ.), δηλώνει ένταση ή υπερβολή: «διασκεδάσαμε με την ψυχή μας || φάγαμε με την ψυχή μας || τον έβρισα με την ψυχή μου || του ’δωσα ξύλο με την ψυχή μου». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που καις σαν τη φωτιά, τώρα που έχεις ρέντα, μεσάνυχτα και χαραυγές με την ψυχή σου γλέντα)· βλ. και φρ. με όλη μου την ψυχή·
- με την ψυχή στα δόντια, βλ. φρ. με την ψυχή στο στόμα·
- με την ψυχή στο στόμα, α. με μεγάλο άγχος και βιασύνη, για να προλάβω κάτι: «πρόλαβα τ’ αεροπλάνο με την ψυχή στο στόμα». β. με μεγάλη αγωνία: «περίμενε να δει το γιο του με την ψυχή στο στόμα». γ. τελείως εξαντλημένος και τελείως φοβισμένος: «ήρθε τρέμοντας με την ψυχή στο στόμα». (Λαϊκό τραγούδι: τι να την κάνω τέτοια ζωή με την ψυχή στο στόμα; Όλοι μ’ εγκαταλείψανε κι εσύ, κι εσύ, κι εσύ ακόμα
- με ψυχή, με σθένος, με θάρρος: «αντιμετώπισε με ψυχή όλες τις επιθέσεις εναντίον του || ο στρατός μας απέκρουε με ψυχή όλες τις επιθέσεις του εχθρού»·
- μια ψυχή, βλ. φρ. κάποια ψυχή. (Λαϊκό τραγούδι: ήρθε για βασικές πενιές μ’ ένα γλυκό ντουζένι για να σ’ ακούσει μια ψυχή που σε καταλαβαίνει
- μια ψυχή θα βγει που θα βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, βλ. φρ. μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα·
- μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, κάτι που είναι αναπόφευκτο, ας γίνει όσο πιο γρήγορα, για να απαλλαγούμε από αυτό: «αφού δεν υπάρχει τρόπος να γλιτώσει η επιχείρηση, μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, για να δούμε ύστερα τι θα κάνουμε». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε·
- μιλάει στην ψυχή μου, α. (για πρόσωπα) μου είναι πολύ αρεστός, με συγκινεί πάρα πολύ ερωτικά: «αυτός ο άνθρωπος έχει πολύ καλός χαρακτήρας και μιλάει στην ψυχή μου || αυτή η γυναίκα μιλάει στην ψυχή μου». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις κάτι που μ’ αρέσει και μιλάει στην ψυχή μου, μάθε, μια χαρά δική σου είναι και χαρά δική μου, γιατί είσαι η ζωή μου). β. (για πράγματα) είναι της αρεσκείας μου: «αυτό τ’ αυτοκίνητο, μιλάει στην ψυχή μου». γ. λέγεται για οτιδήποτε μας συγκινεί πάρα πολύ: «διάβασα το τάδε βιβλίο, που μίλησε στην ψυχή μου». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ίσια ή το κατευθείαν. Συνών. μιλάει στην καρδιά μου·
- μου βαραίνει την ψυχή, νιώθω ψυχική δυσφορία, νιώθω μεγάλη στενοχώρια: «μου βαραίνει την ψυχή το αίσθημα εγκατάλειψης που νιώθω».(Λαϊκό τραγούδι: Μανταλένα, Μανταλένα μου μικρή, μας εχώρισε η μοίρα η σκληρή και ο πόνος μου βαραίνει την ψυχή)· βλ. και φρ. το ’χω βάρος στην ψυχή μου·
- μου βγαίνει η ψυχή, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει η ψυχή, για να τα φέρω βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου· τι λόγια σου ’χουν πει; γιατ’ είσαι πικραμένη; ποτέ δε μ’ αποκρίνεσαι και η ψυχή μου βγαίνει).Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «έχω πολύ μεγάλη οικογένεια και, για να τη θρέψω, μου βγαίνει κάθε μέρα η ψυχή ανάποδα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. φρ. μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα·
- μου μάτωσε την ψυχή, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο: «μου μάτωσε την ψυχή, σαν μου εξιστόρησε τα βάσανά του»·
- μου μαύρισε την ψυχή, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε την ψυχή αυτό το παιδί, μέχρι να γίνει άνθρωπος»·
- μου ’φαγε την ψυχή ή μου ’χει φάει την ψυχή, με βασάνισε, με ταλαιπώρησε, με τυράννησε: «μου ’φαγε την ψυχή αυτό το παιδί, μέχρι να του βάλω μυαλό»·
- μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, κάποιος ή κάτι μου προξένησε μεγάλη αγωνία, μεγάλο άγχος: «μου ’φερε την ψυχή στο στόμα, μόλις μου ’πε πως χτύπησε ο πατέρας μου». (Λαϊκό τραγούδι: αν και πέφτει η βροχή, περιμένω ακόμα· πού να λησμονήθηκες και δε με λυπήθηκες; η αγωνία μου ’φερε την ψυχή στο στόμα·είναι η ώρα εννιάμιση, περιμένω ακόμα)· βλ. και φρ. έφτασ’ η ψυχή στο στόμα·
- να σ(υ)χωρεθεί η ψυχή του, ευχή για αποθανόντα, να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του: «ήταν καλός άνθρωπος, να σχωρεθεί η ψυχή του»·
- ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός κι η ψυχή του! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή του! βλ. λ. Θεός·
- όποια η μορφή, τέτοια κι η ψυχή, βλ. λ. μορφή·
- όσο αντέχει η ψυχή σου, βλ. φρ. όσο βαστά η ψυχή σου·
- όσο βαστά η ψυχή σου, χωρίς μέτρο: «το εστιατόριο είναι δικό μου, γι’ αυτό μπορείς να φας και να πιεις όσο βαστά η ψυχή σου»·
- ό,τι ζητά η ψυχή σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η ψυχή σου·
- ό,τι λαχταρά η ψυχή σου, α. λέγεται για αφθονία υλικών αγαθών: «στο τάδε σούπερ μάρκετ υπάρχει ό,τι λαχταρά η ψυχή σου». β. λέγεται για μεγάλη ελευθερία κινήσεων ή επιλογών: «αν έρθεις μαζί μου θα μπορείς να κάνεις ό,τι λαχταρά η ψυχή σου»·
- ό,τι ποθεί η ψυχή σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η ψυχή σου·
- ό,τι τραβά η ψυχή σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η ψυχή σου·
- παρέδωσε την ψυχή του, εξέπνευσε, πέθανε: «μέχρι να προλάβουν να τον πάνε στο νοσοκομείο, παρέδωσε την ψυχή του»·
- παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου (μέχρι) να βγει η ψυχή του, βλ. λ. παρηγοριά·
- πήγε η ψυχή μου στα δόντια μου, βλ. συνηθέστ. πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη·
- πήγε η ψύχη μου στην Κούλουρη, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ορμάει επάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι του, πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη»·
- πήγε η ψυχή μου στη θέση της, βλ. φρ. πήγε η καρδιά μου στη θέση της, λ. καρδιά·
- πήγε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. φρ. πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, λ. καρδιά·
- πιάνεται η ψυχή μου, λέγεται στην περίπτωση που βρίσκομαι σε χώρο ή περιβάλλον που με καταπιέζει ψυχικά: «πιάνεται η ψυχή μου, όταν βρίσκομαι σε χαμηλοτάβανα διαμερίσματα || πιάνεται η ψυχή μου, όταν επισκέπτομαι το γηροκομείο της πόλης μας»· βλ. και φρ. πιάστηκε η ψυχή μου·
- πιάστηκε η ψυχή μου, α. ανησύχησα έντονα: «τα παιδιά μου ήταν στη διαδήλωση και πιάστηκε η ψυχή μου, μέχρι να γυρίσουν στο σπίτι». β. κατατρόμαξα: «πιάστηκε η ψυχή μου, μόλις τον είδα να πετάγεται μπροστά μου μέσα στο σκοτάδι». γ. στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «όταν τον είδα να κλαίει για την αποτυχία του γιου του, πιάστηκε η ψυχή μου». δ. ένιωσα δύσπνοια: «κάποια στιγμή πιάστηκε η ψυχή μου και δεν μπορούσα να αναπνεύσω, αλλά, ευτυχώς, σε λίγο συνήλθα»· βλ. και φρ. πιάνεται η ψυχή μου·
- πούλησε (και) την ψυχή του στο διάβολο, χρησιμοποίησε κάθε αθέμιτη μέθοδο, ενήργησε αδίστακτα, απάνθρωπα, προκειμένου να ωφεληθεί ή να αποκτήσει κάτι: «για να γίνει διευθυντής σ’ αυτό το εργοστάσιο, πούλησε και την ψυχή του στο διάβολο»·
- πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα (βγαίνει) το χούι του, είναι αδύνατο να απαλλαγεί κανείς από τις κακές έξεις του: «είχε ορκιστεί πως θα σταματούσε να χαρτοπαίζει, αλλά πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα το χούι του, γιατί μετά από μερικές μέρες ξανάρχισε το χαρτί»·
- πώς αντέχει η ψυχή σου; βλ. φρ. πώς βαστά η ψυχή σου(;)·
- πώς βαστά η ψυχή σου; βλ. φρ. πώς βαστά η καρδιά σου; λ. καρδιά·
- πώς το αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η ψυχή σου να…(;)·
- πώς το βαστά η ψυχή σου να…; έκφραση που μας απευθύνεται με απορία α. όταν επικείμενη ενέργειά μας εναντίον κάποιου θα έχει σοβαρό αντίκτυπο σε βάρος του: «πώς το βαστά η ψυχή σου να τον σύρεις στα δικαστήρια, ενώ ξέρεις πως μια καταδικαστική απόφαση θα καταστρέψει τη ζωή του;». β. όταν ενεργεί κάποιος σε βάρος μας και δεν αντιδρούμε δυναμικά εναντίον του: «πώς το βαστά η ψυχή σου να σου βρίζει μια ώρα τη μάνα κι εσύ να κάθεσαι και να τον ακούς χωρίς να κάνεις τίποτα;»·
- πώς το μπορεί η ψυχή σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η ψυχή σου να…(;)·
- σπάραξε η ψυχή μου, ένιωσα μεγάλο ψυχικό πόνο: «μόλις έμαθα πως έμπλεξε με ναρκωτικά, σπάραξε η ψυχή μου»·
- σπαρταρά η ψυχή μου, ποθώ, λαχταρώ κάτι πάρα πολύ: «σπαρταρά η ψυχή μου για ταξίδια»·
- σπαρτάρισε η ψυχή μου, α. ανησύχησα πάρα πολύ: «μόλις έμαθα πως έγινε ατύχημα σπαρτάρισε η ψυχή μου, γιατί έλειπαν τα παιδιά μου απ’ το σπίτι». β. φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι, σπαρτάρισε η ψυχή μου»· βλ. και φρ. σπαρτάρισε η καρδιά μου, λ. καρδιά·
- στέγνωσε η ψυχή μου, δε μου έμειναν συναισθήματα, ιδίως επειδή έχω υποφέρει πάρα πολύ για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «έχω τραβήξει τόσα πολλά για την προκοπή αυτού του τόπου, που στέγνωσε η ψυχή μου». Οδυνηρή διαπίστωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προς το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας·
- στην ψυχή του πατέρα μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε κάποιον: «στην ψυχή του πατέρα μου, έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα!». Αναφέρεται και για τη μάνα·
- σφίγγεται η ψυχή μου, κυριεύεται από συναισθήματα οίκτου, λύπης, θλίψης: «σφίγγεται η ψυχή μου, σαν αντικρίζω κάθε μέρα τα παιδιά των φαναριών»·
- σώζω την ψυχή μου, λυτρώνομαι από τις αμαρτίες μου: «ξέκοψε απ’ τις παρανομίες και μπήκε στο δρόμο του Θεού, για να σώσει την ψυχή του»·
- τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής, βλ. λ. μάτι·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. λ. μάτι·
- τι ψυχή έχει; ή τι ψυχή να έχει; λέγεται για πράγματα ευτελούς αξίας, για πράγματα ασήμαντα: «τι ψυχή έχει ένα στιλό και στενοχωριέσαι τόσο πολύ που το ’χασες; || τι ψυχή να έχουν σήμερα δέκα ευρώ;»·
- τι ψυχή θα παραδώσεις; (ενν. στο Θεό), λέγεται για άτομο που έχει διαπράξει πολλές αδικίες, πολλά αμαρτήματα ή που αφήνει κάποιον να καταστραφεί, ενώ μπορεί να τον σώσει, να τον γλιτώσει: «έχεις κάνει του κόσμου τις αδικίες, τι ψυχή θα παραδώσεις; || τι ψυχή θα παραδώσεις που άφησες να καταστραφεί ο άνθρωπος, ενώ ήταν στο χέρι σου να τον γλιτώσεις απ’ τη χρεοκοπία;». (Λαϊκό τραγούδι: για πες μου, άχρηστο κορμί, όταν θα έρθει η στιγμή, τι ψυχή θα παραδώσεις
- το αντέχει η ψυχή σου να…; βλ. φρ. το βαστά η ψυχή σου να…(;)·
- το βαστά η ψυχή σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η ψυχή σου(;)·
- το λέει η ψυχή του, είναι άφοβος, τολμηρός, γενναίος: «μην ελπίζεις να τον τρομάξεις με τις αγριάδες σου, γιατί το λέει η ψυχή του». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς να κάνεις τίποτις, το λέει η ψυχή σου, και κάθε μέρα βρίσκεται – κορόιδο! σπασμέν’ η κεφαλή σου
- το Σάββατο των ψυχών, βλ. λ. ψυχοσάββατο·
- το φχαριστήθηκε η ψυχή μου, α. ικανοποιήθηκα απόλυτα: «κάναμε τόσο όμορφο ταξίδι, που το φχαριστήθηκε η ψυχή μου || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που το φχαριστήθηκε η ψυχή μου». β. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης για το πάθημα κάποιου εχθρού μας: «μου είπαν πως τράκαρε ο τάδε. -Το φχαριστήθηκε η ψυχή μου». Σε αυτή την περίπτωση, της φρ. προτάσσεται το ωχ, ενώ παρατηρείται κίνηση κατά την οποία η παλάμη, αρχίζοντας από τη βάση του λαιμού, σέρνεται πάνω στο στήθος και σταματάει στο ύψος της κοιλιάς, υπονοώντας ίσως την ευχαρίστηση που νιώθει κάποιος, όταν τρώει κάποιο καλό φαγητό ή όταν πίνει κάποιο ωραίο ποτό·
- το ’χω βάρος στην ψυχή μου, βλ. λ. βάρος·
- τον πονά η ψυχή μου, ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν, πάσχω, υποφέρω, όταν του συμβαίνει κάτι κακό: «δικός μου άνθρωπος είναι και τον πονά η ψυχή μου»·
- τον σιχάθηκε η ψυχή μου, μου προξενεί έντονο αίσθημα αποστροφής, σιχασιάς, είτε γιατί είναι πολύ βρόμικος είτε γιατί μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός: «έχει τέτοια απλυσιά, που τον σιχάθηκε η ψυχή μου || είναι τόσο γκρινιάρης, που τον σιχάθηκε η ψυχή μου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν τη θέλω τη ζωή μου, σε σιχάθηκε η ψυχή μου
- τον χαίρεται η ψυχή μου, νιώθω μεγάλη χαρά, αγαλλίαση, ευχαρίστηση με την παρουσία του: «δεν ξέρω τι νιώθεις εσύ, αλλά εμένα τον χαίρεται η ψυχή μου αυτόν τον άνθρωπο»· 
- του βγάζω την ψυχή, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «τον πήρα στη δουλειά μου, και τον πρώτο καιρό του ’βγαλα την ψυχή, μέχρι να συνηθίσει να δουλεύει». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την πίστη / του βγάζω το Θεό / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό / του βγάζω τον κώλο / του βγάζω τον πάτο·
- του βγάζω την ψυχή ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «μόνο και μόνο για να τον εκδικηθώ, του ’βγαλα την ψυχή ανάποδα, μέχρι να υπογράψω, για να πάρει το δάνειο». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την πίστη ανάποδα / του βγάζω το Θεό ανάποδα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα, βλ. φρ. του βγάζω την ψυχή ανάποδα·
- του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τραβά η ψυχή μου ή η ψυχή μου τραβά, βλ. φρ. λαχταρά η ψυχή μου·
- χαίρεται η ψυχή μου, νιώθω μεγάλη χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη: «κάθε φορά που έρχονται να με δούνε τα παιδιά μου, χαίρεται η ψυχή μου»·
- χάθηκαν πολλές ψυχές, σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι: «στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο χάθηκαν πολλές ψυχές»·
- χάνω την ψυχή μου, δε σώζομαι, πηγαίνω στην κόλαση: «πολλοί άνθρωποι έχασαν την ψυχή τους για τις εφήμερες απολαύσεις»·
- ψυχή ζώσα, ούτε ένας άνθρωπος: «οι δρόμοι άδειοι, ψυχή ζώσα μέσ’ στο σκοτάδι»·
- ψυχή θα πάρει! λέγεται στην περίπτωση που ενδίδουμε σε κάποιον ο οποίος απαιτεί πιεστικά ή εκβιαστικά, κάτι, που του χρωστάμε, κάτι, που του ανήκει, ιδίως χρήματα. Η έκφραση δηλώνει αισιοδοξία και απαξιεί την ύλη. Πρβλ.: κάντε πιο πέρα, μάγκες μου, να ρίξω τη ζαριά μου· ψυχή δεν παίρνετε ποτέ, μονάχα τα λεφτά μου (Λαϊκό τραγούδι)·
- ψυχή μου! προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο πρόσωπο: «γιατί κλαις, ψυχή μου!».