Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μπαγκαδόρος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μπαγκαδόρος, ο, ουσ., βλ. λ. μπανκαδόρος.

μπανκαδόρος

μπανκαδόρος κ. μπαγκαδόρος, ο, ουσ. [<μπάνκα + κατάλ. -δόρος <βενετ. -dore], (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ο παίχτης που κάνει μπάνκα: «ποιος είναι ο επόμενος μπανκαδόρος;».