Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μπαίνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μπαίνω, ρ. [<μσν. μπαίνω <αρχ. ἐμβαίνω], μπαίνω. 1. εννοώ, καταλαβαίνω: «του ’κανα ένα σωρό νοήματα για να την κοπανήσει, αλλά αυτός δεν μπήκε και τον μπαγλάρωσαν || είναι έξυπνο παιδί κι ό,τι του πεις, μπαίνει με το πρώτο». 2. πετυχαίνω να γίνω δεκτός κάπου: «με τις πρώτες εξετάσεις που έδωσε, μπήκε στη φιλολογία || σε ποια σχολή μπήκες;». 3. διορίζομαι: «είχε έναν θείο βουλευτή και μπήκε στο δημόσιο». 4. επιβιβάζομαι σε κάποιο μεταφορικό μέσο: «μπήκε στ’ αυτοκίνητό του κι απομακρύνθηκε με ταχύτητα || πρόλαβε και μπήκε στο τρένο, λίγο πριν αυτό ξεκινήσει». 5. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω: «μπαίνω στο παιχνίδι». 6α. προστακτ. έμπαινε, προτροπή σε κάποιον, για δυναμική αντιπαράθεση ή επίθεση εναντίον κάποιου. Οι πιο παλιοί, θα θυμούνται τις προτρεπτικές ιαχές των οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού Πειραιά προς τον Γιούτσο, που ήταν παίχτης της ομάδας τους, όταν εφορμούσε με την μπάλα στα πόδια εναντίον της αντίπαλης εστίας: «έμπαινε Γιούτσο!». (Λαϊκό τραγούδι: έμπαινε Γιώργο, έμπαινε και κάν’ τα όλα λίμπα, μη λογαριάζεις τίποτα και στ’ ανοιχτά κολύμπα)· βλ. και λ. έμπα2. β. προτροπή σε κάποιον να συνεχίσει την ερωτική πολιορκία σε κάποια γυναίκα, γιατί από τη στάση της καταλαβαίνουμε πως έχει την πρόθεση να ενδώσει: «έμπαινε, ρε βλάκα, δε βλέπεις που σου κουνάει την ουρά της;». γ. προτροπή σε κάποιον να επιχειρήσει κάτι, ιδίως κάποια δουλειά: «αφού νομίζεις πως είναι καλή δουλειά έμπαινε, κι αν χρειαστείς κάτι, εδώ είμαι γω». 7. στο β΄ εν. πρόσ. του αορ. μπήκες; εννόησες; κατάλαβες(;): «ό,τι κι αν πει, εσύ θα κάνεις το κορόιδο, μπήκες;». Πολλές φορές, παρατηρείται κίνηση με το δείκτη να έρχεται και να ακουμπάει ελαφρά στον κρόταφο. Σε περίπτωση που ο συνομιλητής μας κατάλαβε αυτό που του λέμε, απαντάει με το μπήκα. 8. στο γ΄ εν. πρόσ. μπαίνει, (για υφάσματα) μαζεύει όταν βραχεί: «δεν ξαναπαίρνω αυτό το ύφασμα, γιατί με το πρώτο πλύσιμο μπαίνει». Συνών. μπάζει. (Ακολουθούν 166 φρ.)·
- άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις, βλ. λ. χορός·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκε κι απ’ την άλλη βγήκε, βλ. λ. πόρτα· 
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), βλ. λ. αφτί·
- από μπροστά παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα, βλ. λ. πίσω·
- ας μπαίνει ο κόμπος κι ας λέει ο κόσμος, βλ. λ. κόμπος·
- δεν μπαίνει θέμα, βλ. λ. θέμα·
- δεν μπαίνει ο ένας στ’ αμπέλια του άλλου, βλ. λ. αμπέλι·
- δεν μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, βλ. λ. οικόπεδο·
- δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, βλ. λ. χωράφι·
- δεν μπαίνει στα ρούχα του, βλ. λ. ρούχο·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν μπαίνω σε καλούπι ή δε μπαίνω σε καλούπια, βλ. λ. καλούπι·
- έβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε, βλ. λ. παπούτσι·
- εδώ μπαίνουν τα βιολιά, βλ. λ. βιολί·
- είδα φως και μπήκα, βλ. λ. φως·
- έμπα του, προτροπή σε κάποιον για δυναμική αντιπαράθεση ή επίθεση εναντίον κάποιου: «αν κάνει πως σου κουνιέται, έμπα του και μη φοβάσαι»·
- θα μπει σκούπα! βλ. λ. σκούπα·
- θα μπού-με μέ-σα! βλ. λ. μέσα·
- και το κουνούπι μπαίνει στη μύτη, βλ. λ. κουνούπι·
- κάτι μπήκε στο μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- κρέας μπαίνει, κρέας βγαίνει, το ζουμί κέρδος μένει, βλ. λ. κρέας·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας μπει όπου θέλει, βλ. λ. κώλος·
- με το καλό να μας μπει και με το καλό να μας βγει, βλ. λ. καλός·
- μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, βλ. λ. μέρα·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μην μπαίνεις στον κόπο, βλ. λ. κόπος·
- μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, βλ. λ. μήνας·
- μου μπαίνει στη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- μου μπαίνει στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου μπαίνει στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου μπαίνει στο νου, βλ. λ. νους·
- μου μπαίνει στο ρουθούνι, βλ. λ. ρουθούνι.
- μου μπαίνει το βύσμα ή μου μπαίνει ένα βύσμα, βλ. λ. βύσμα·
- μου μπαίνουν ψύλλοι (ενν. στ’ αφτιά), βλ. λ. ψύλλος·
- μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- μου μπήκε, μου έγινε έμμονη ιδέα κάτι: «μου μπήκε ν’ αγοράσω κι εγώ αυτοκίνητο || απ’ τη μέρα που μου μπήκε πως με απατά η γυναίκα μου, η ζωή μου έχει γίνει κόλαση»·
- μου μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- μου μπήκε η ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μου μπήκε ο πειρασμός, βλ. λ. πειρασμός·
- μου μπήκε στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μπαίνε στο προκείμενο ή μπες στο προκείμενο, βλ. λ. προκείμενο·
- μπαίνει ζήτημα ή μπαίνει το ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- μπαίνει μέσ’ στα όλα, βλ. λ. μέσα·
- μπαίνει μέσα σ’ όλα, βλ. λ. μέσα·
- μπαίνει σε ξένα αμπέλια, βλ. λ. αμπέλι·
- μπαίνει σε ξένα οικόπεδα, βλ. λ. οικόπεδο·
- μπαίνει σε ξένα χωράφια, βλ. λ. χωράφι·
- μπαίνει στα… (ακολουθεί κάποιος αριθμός), (για ηλικία) είναι περίπου…: «όπου να ’ναι ο γιος του μπαίνει στα πέντε»·
- μπαίνει στ’ αμπέλια μου, βλ. λ. αμπέλι·
- μπαίνει στα οικόπεδά μου, βλ. λ. οικόπεδο·
- μπαίνει στα χωράφια μου, βλ. λ. χωράφι·
- μπαίνει φρένο, βλ. λ. φρένο·
- μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. αγκάθι·
- μπαίνω ανάμεσά τους, βλ. λ. ανάμεσα·
- μπαίνω γκολ, βλ. λ. γκολ·
- μπαίνω καβαλάρης, βλ. λ. καβαλάρης·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. καρφί·
- μπαίνω κάτω απ’ την μπότα (κάποιου), βλ. λ. μπότα·
- μπαίνω με τις μπάντες, (για οδηγούς αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών) βλ. λ. μπάντα·
- μπαίνω μέσα, βλ. λ. μέσα·
- μπαίνω σε έξοδα ή μπαίνω στα έξοδα, βλ. λ. έξοδο·
- μπαίνω σε κακό λούκι, βλ. λ. λούκι·
- μπαίνω σε κανάλι, βλ. λ. κανάλι·
- μπαίνω σε λεπτομέρειες ή μπαίνω στις λεπτομέρειες, βλ. λ. λεπτομέρεια·
- μπαίνω σε λογαριασμό ή μπαίνω σ’ έναν λογαριασμό ή μπαίνω σε κάποιον λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- μπαίνω σε μια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- μπαίνω σε μια ρέγουλα ή μπαίνω σε ρέγουλα ή μπαίνω στη ρέγουλα, βλ. λ. ρέγουλα·
- μπαίνω σε μια σειρά, βλ. λ. σειρά·
- μπαίνω σε μια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά·
- μπαίνω σε μια τάξη, βλ. λ. τάξη·
- μπαίνω σε μοναστήρι, βλ. λ. μοναστήρι·
- μπαίνω σε μπελά ή μπαίνω σε μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- μπαίνω σε πειρασμό, βλ. λ. πειρασμός·
- μπαίνω σε περιπέτειες, βλ. λ. περιπέτεια·
- μπαίνω σε σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- μπαίνω σε υποχρεώσεις, βλ. λ. υποχρέωση·
- μπαίνω σε υποχρέωση, βλ. λ. υποχρέωση·
- μπαίνω στα αίματα, βλ. λ. αίμα·
- μπαίνω στα βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
- μπαίνω στα δεσμά, βλ. λ. δεσμά·
- μπαίνω στα κάγκελα, βλ. λ. κάγκελο·
- μπαίνω στα μυστικά της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- μπαίνω στα σίδερα, βλ. λ. σίδερα·
- μπαίνω στη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- μπαίνω στη ζωή (κάποιου, κάποιας), βλ. λ. ζωή·
- μπαίνω στη μέση, βλ. λ. μέση·
- μπαίνω στη σειρά, βλ. λ. σειρά·
- μπαίνω στη σκλαβιά, βλ. λ. σκλαβιά·
- μπαίνω στη στενή, βλ. λ. στενή·
- μπαίνω στη στρουγκού, βλ. λ. στρουγκού·
- μπαίνω στη φυλακή ή μπαίνω φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- μπαίνω στη χάψη, βλ. λ. χάψη·
- μπαίνω στην απομέσα, βλ. λ. απομέσα·
- μπαίνω στην κυκλοφορία, βλ. λ. κυκλοφορία·
- μπαίνω στην μπουζού, βλ. λ. μπουζού·
- μπαίνω στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- μπαίνω στην ψειρού, βλ. λ. ψειρού·
- μπαίνω στο γκέμι, βλ. λ. γκέμι·
- μπαίνω στο δημόσιο, βλ. λ. δημόσιος·
- μπαίνω στο δρόμο μου, βλ. λ. δρόμος·
- μπαίνω στο ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- μπαίνω στο ζυγό, βλ. λ. ζυγός·
- μπαίνω στο καβούκι μου, βλ. λ. καβούκι·
- μπαίνω στο καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μπαίνω στο κλουβί, βλ. λ. κλουβί·
- μπαίνω στο κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- μπαίνω στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- μπαίνω στο λούκι, βλ. λ. λούκι·
- μπαίνω στο μαγγανοπήγαδο, βλ. λ. μαγγανοπήγαδο·
- μπαίνω στο νόημα, βλ. λ. νόημα·
- μπαίνω στο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μπαίνω στο πανεπιστήμιο, βλ. λ. πανεπιστήμιο·
- μπαίνω στο πνεύμα της εποχής, βλ. λ. πνεύμα·
- μπαίνω στο πνεύμα του, βλ. λ. πνεύμα·
- μπαίνω στο ράσο ή μπαίνω στα ράσα, βλ. λ. ράσο·
- μπαίνω στο ράφι, βλ. λ. ράφι·
- μπαίνω στο φρέσκο, βλ. λ. φρέσκο·
- μπαίνω στο χορό, βλ. λ. χορός·
- μπαίνω στο ψητό, βλ. λ. ψητό·
- μπαίνω στον κόπο, βλ. λ. κόπος·
- μπαίνω στον ντορό, βλ. λ. ντορός·
- μπαίνω στον πειρασμό να…, βλ. λ. πειρασμός·
- μπάτε σκύλοι αλέστε (κι αλεστικά μη δώστε), βλ. λ. σκύλος·
- μπες στη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- μπήκα στο πετσί του, βλ. λ. πετσί·
- μπήκα στου λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- μπήκε γκολ, (για αρρώστους) βλ. λ. γκολ·
- μπήκε δυνατά, βλ. λ. δυνατός·
- μπήκε λουκέτο, βλ. λ. λουκέτο·
- μπήκε με τα τσαρούχια, βλ. λ. τσαρούχι·
- μπήκε μέσα με τα τσαρούχια, βλ. λ. τσαρούχι·
- μπήκε ο δαίμονας μέσα του, βλ. λ. δαίμονας·
- μπήκε ο διάβολος μέσα του, βλ. λ. διάβολος·
- μπήκε ο καλόγερος στο τσουκάλι, βλ. λ. καλόγερος·
- μπήκε ο πειρασμός μέσα μου, βλ. λ. πειρασμός·
- μπήκε πολύ νερό στ’ αυλάκι, βλ. λ. νερό·
- μπήκε σε σωστό δρόμο ή μπήκε στο σωστό δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- μπήκε στη γραμμή (κάποιος), βλ. λ. γραμμή·
- μπήκε στην καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- μπήκε στην πράξη (κάτι), βλ. λ. πράξη·
- μπήκε στο αρχείο, βλ. λ. αρχείο·
- μπήκε στο δρόμο της, (για δουλειές ή υποθέσεις) βλ. λ. δρόμος·
- μπήκε στο λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- μπήκε στο πετσί του, βλ. λ. πετσί·
- μπήκε στο πετσί του ρόλου του, (ιδίως για ηθοποιούς) βλ. λ. πετσί·
- μπήκε στο πλύσιμο, βλ. λ. πλύσιμο·
- μπήκε στο συρτάρι, βλ. λ. συρτάρι·
- μπήκε στο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, βλ. λ. νερό·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- όταν μπει η φτώχεια απ’ την πόρτα, βγαίνει ο έρωτας απ’ το παράθυρο, βλ. λ. φτώχεια·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, βλ. λ. μύγα·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο λάθος δεν μπαίνει φέσι, βλ. λ. φέσι·
- στον κώλο μου θα μπει! βλ. λ. κώλος·
- της θάλασσας τα ψάρια δεν μπαίνουν μόνα τους στον νταβά, βλ. λ. νταβάς1·
- τον διώχνεις απ’ τη μια πόρτα και μπαίνει απ’ την άλλη, βλ. λ. πόρτα·
- του μπαίνω ή του την μπαίνω, ενοχλώ, προκαλώ κάποιον με λόγια ή έργα με σκοπό να μαλώσω μαζί του, του συμπεριφέρομαι επιθετικά: «μην του μπαίνεις, γιατί είναι άγριος και θα τις φας || μόλις τον είδα του την μπήκα χωρίς να φοβηθώ το μπόι του»·
- του μπαίνω στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε, βλ. λ. χορός.

αμπέλι

αμπέλι, το, ουσ. [<μσν. ἀμπέλιν <αρχ. ἀμπέλιον, υποκορ. του ουσ. ἄμπελος], το αμπέλι. Υποκορ. αμπελάκι, το. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- αγάλια αγάλια φύτευε ο φρόνιμος αμπέλι, για να ολοκληρωθεί με επιτυχία μια δουλειά, χρειάζεται επιμονή και υπομονή: «δε χρειάζεται να βιάζεσαι, όταν στρώνεις μια δουλειά, γιατί αγάλια αγάλια φύτευε ο φρόνιμος αμπέλι»·
- αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου, επειδή το αμπέλι δεν κρατάει πολλά χρόνια, όπως η συκιά και πιο πολύ η ελιά, που, για το λόγο αυτό, έχουν και  μεγαλύτερη διάρκεια εκμετάλλευσης, για να έχει κανείς ωφέλεια από αυτό, θα πρέπει να το φυτέψει ο ίδιος·
- άφραγο αμπέλι, βλ. φρ. ξέφραγο αμπέλι·
- άφραγο αμπέλι ο καθένας το τρυγά, σε ένα χώρο που δε φυλάγεται, που δεν προστατεύεται, ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει: «μια και είναι τόσο απομονωμένη η αποθήκη σου, βάλε το βράδυ κανένα νυχτοφύλακα,  γιατί άφραγο αμπέλι ο καθένας το τρυγά»·
- δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου τ’ αμπέλι, βλ. λ. μπαμπάς1·
- δεν είν’ εδώ του παππού σου  τ’ αμπέλι, βλ. λ. παππούς·
- δεν μπαίνει ο ένας στ’ αμπέλια του άλλου, βλ. συνηθέστ. δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, λ. χωράφι·
- η Παναγιά στ’ αμπέλι κι εμείς στο βαρέλι, βλ. λ. Παναγιά·
- έφυγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. λ. σκυλί·
- μπαίνει σε ξένα αμπέλια, ασχολείται με πράγματα που είναι στη δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητα άλλου: «απ’ τη στιγμή που λείπει ο υπεύθυνος, ξέρω ότι δε θα σε βοηθήσει, γιατί δεν μπαίνει σε ξένα αμπέλια». Συνών. μπαίνει σε ξένα οικόπεδα / μπαίνει σε ξένα χωράφια, λ. χωράφι·
- μπαίνει στ’ αμπέλια μου, δραστηριοποιείται σε χώρο που ανήκει στη δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητά μου: «μπορεί να είμαι μαλακός κι ήσυχος άνθρωπος, αλλά όποιος μπαίνει στ’ αμπέλια μου το μετανιώνει πικρά». Συνών. μπαίνει στα οικόπεδά μου / μπαίνει στα χωράφια μου, λ. χωράφι·
- ξέφραγο αμπέλι, α. δουλειά, επιχείρηση ή σπίτι, όπου ο καθένας πηγαίνει και φεύγει όποια ώρα θέλει ή που κάνει ό,τι θέλει: «θέλω να μπει μια σειρά και μια τάξη σ’ αυτό το σπίτι, γιατί εδώ δεν είναι ξέφραγο αμπέλι». β. ασύδοτη ελευθερία, ανυπαρξία περιορισμού ή εξάρτησης, ιδίως σε ένα εργασιακό χώρο: «είχαν καταντήσει το εργοστάσιο ξέφραγο αμπέλι». (Λαϊκό τραγούδι: τον πρώτο και καλύτερο συνάντησα το Στράτο, το Στράτο τον Παγιουμτζή που λέγαμε Τεμπέλη και φύτευε το χόρτο του σε ξέφραγο αμπέλι).γ. χώρα όπου δε γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη, όπου δε φυλάγεται η ιδιοκτησία του πολίτη: «τα τελευταία χρόνια οι λαθρομετανάστες κατάντησαν την Ελλάδα ξέφραγο αμπέλι»·
- παλιό τ’ αμπέλι, λίγο το κρασί, ο ηλικιωμένος δεν είναι πολύ παραγωγικός: «έχω ένα συνταξιούχο στη δουλειά μου για διάφορες μικροδουλειές, αλλά μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι βρομάει τ’ άλλο. -Παλιό τ’ αμπέλι, φίλε μου, λίγο το κρασί»·  
- πήγε σαν τον σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. λ. σκυλί·
- σκοτώθηκε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. λ. σκυλί·
- τα καράβια θέλουν ναύτες και τ’ αμπέλια αμπελουργούς, βλ. λ. ναύτης·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. μπαμπάς1·
-τι είν’ εδώ, του παππού σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. μπαμπάς1· 
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου τ’ αμπέλι; βλ. λ. παππούς.

απομέσα

απομέσα, η, ουσ. [<από + μέσα], (στη γλώσσα της αργκό) α. η φυλακή: «πέρασαν τώρα τρία χρόνια που είναι στην απομέσα». β. η εσωτερική τσέπη, ιδίως του σακακιού: «πήρε το φάκελο και τον έχωσε στην απομέσα του σακακιού του»·
- βάζω στην απομέσα, α. φυλακίζω: «μετά την απολογία του τον έβαλαν στην απομέσα». β. κερδίζω πολλά χρήματα: «απ’ αυτή τη δουλειά έβαλα καλά λεφτά στην απομέσα». Από το ότι, όταν κουβαλάει κάποιος πολλά χρήματα επάνω του, για περισσότερη ασφάλεια τα βάζει στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του·
- μπαίνω στην απομέσα, φυλακίζομαι: «μια φορά μπήκε στην απομέσα και κατάλαβε τι θα πει ελευθερία»·
- ρίχνω στην απομέσα, βλ. φρ. βάζω στην απομέσα·
- ρίχνω στην απομέσα (κάτι), κρατώ στην κατοχή μου κάτι που δε μου ανήκει, κατακρατώ, οικειοποιούμαι κάτι: «του ’δωσα μερικά λεφτά να τα δώσει στον τάδε που τα είχε ανάγκη, κι αυτός τα ’ριξε στην απομέσα». 

αρχείο

αρχείο, το, ουσ. [<αρχ. αρχεῖον], το αρχείο·
- βάζω στο αρχείο, α. κλείνω μια υπόθεση, ιδίως δικαστική: «ο εισαγγελέας έβαλε στο αρχείο την υπόθεση της ανθρωποκτονίας». β. (ειρωνικά) διακόπτω ερωτικό ή φιλικό δεσμό: «την τάδε την έβαλα στο αρχείο εδώ και δυο μήνες»·
- μπήκε στο αρχείο, (για υποθέσεις) σταμάτησε για κάποιο λόγο κάθε σχετική έρευνα,  επεξεργασία ή διαδικασία: «οι προτάσεις μπήκαν στο αρχείο μέχρι την εκλογή του νέου διοικητικού συμβουλίου || η υπόθεση μπήκε στο αρχείο, γιατί ο εισαγγελέας δε βρήκε κάποιο στοιχείο, που να ενοχοποιεί τον φερόμενο ως δράστη»·
- στ’ αρχεία μας! (ειρωνικά) αντί του στ’ αρχίδια μας! (βλ. λ.). Έκφραση που πρωτακούστηκε το 1997, από τους πολιτικούς αντιπάλους, μετά την έκδοση των αρχείων του πρώην προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή.

αφτί

αφτί κ. αυτί, το, ουσ. [από τη συνεκφορά τα ωτία> ταουτία> τ’ αφτία> τ’ αφτί], το αφτί. 1. το μέρος του σκεύους από όπου μπορεί κανείς να το κρατήσει, η λαβή, το χερούλι: «έπιασε τη χύτρα απ’ τ’ αφτιά και την κατέβασε απ’ τη φωτιά». 2. στον πλ. τα αφτιά, (για εξώφυλλα βιβλίων) τα άκρα του εξωφύλλου που γυρίζουν προς τα μέσα: «στ’ αφτιά του βιβλίου υπήρχε η φωτογραφία και το βιογραφικό του συγγραφέα». Υποκορ. αφτάκι, το. (Ακολουθούν 151 φρ.)·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- αλλού τα μάτια, αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά, αλλού τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ανοίγω τ’ αφτιά μου, προσέχω πολύ αυτά που λέει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος μεγαλύτερος, ανοίγω τ’ αφτιά μου και δεν τον διακόπτω»·
- απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο, α. λέγεται για εκείνον που έκανε κάποιο σοβαρό παράπτωμα και πρέπει να λογοδοτήσει αμέσως στη δικαιοσύνη: «αφού όλοι ξέρουμε πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, τι καθόμαστε; Απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο». β. (γενικά) λέγεται για άμεση επιβολή τιμωρίας: «όποιος θα κάνει φασαρία, απ’ τ’ αφτί και στο δάσκαλο»·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα, ιδίως στις συμβουλές που μας απευθύνει κάποιος: «όση ώρα τον συμβούλευα, απ’ το ένα αφτί έμπαινε κι απ’ τ’ άλλο έβγαινε»· βλ. και φρ. μπαινάκης βγαινάκης·
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! βλ. λ. Θεός·
- από τ’ άλλο μου τ’ αφτί, δηλώνει πλήρη αδιαφορία στα λεγόμενα ή στις προτάσεις κάποιου. (Τραγούδι: μη μου κολλάς λοιπόν γιατί, κάθε κουβέντα περιττή, πινακωτή, πινακωτή, από τ’ άλλο μου τ’ αφτί). Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι: πινακωτή πινακωτή·
- αυτό είναι για τ’ αφτί, λέγεται για οτιδήποτε πρέπει να ειπωθεί με διακριτικότητα, με μυστικότητα, ιδίως όταν υπάρχουν και άλλοι μπροστά: «πόσες καπότες είπατε ότι θέλετε ν’ αγοράσετε; -Μην το φωνάζεις, ρε φίλε, αυτό είναι για τ’ αφτί || εντέλει, το κέρδισες εκείνο το λαχείο ή δεν το κέρδισες; -Αυτό είναι για τ’ αφτί, γιατί, αν το μάθουν μεσ’ στην παρέα, θα με ταράξουν στα δανεικά». Παρατηρείται και χειρονομία με την οποία ο δείκτης έρχεται κι ακουμπάει ελαφρά το αφτί·
- βάζει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- βάζω αφτί ή βάζω τ’ αφτί μου, βλ. φρ. στήνω αφτί·
- βουίζουν τ’ αφτιά μου, αισθάνομαι στιγμιαία ένα διαπεραστικό βόμβο: «μισό λεπτό να συνέλθω, γιατί βουίζουν τ’ αφτιά μου»· βλ. και φρ. ποιο αυτί μου βουίζει(;)·
- βούιξαν τ’ αφτιά μου, ένιωσα πολύ άσχημα, ύστερα από ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι, ιδίως ύστερα από δυνατό χαστούκι που δέχτηκα στο πρόσωπο: «μου άστραψε μια μπάτσα, που βούιξαν τ’ αφτιά μου»·
- βουλώνω τ’ αφτιά μου, δεν ακούω ή προσποιούμαι πως δεν ακούω αυτά που λέγονται για κάποιον ή και για μένα, ιδίως κακά: «ό,τι λένε για την αδερφή μου, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί ξέρω πως τη ζηλεύουν, επειδή είναι πολύ όμορφη || ό,τι και να λένε για μένα, βουλώνω τ’ αφτιά μου, γιατί από πίσω και για το βασιλιά λένε»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, έκφραση αγανακτισμένου ανθρώπου σε κάποιον που δεν ακούει αυτό που του λέει επίμονα: «γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια, μια ώρα σε φωνάζω και δε λες ν’ ακούσεις!»·
- γαμώ τ’ αφτιά σου τα πέτσινα, βλ. φρ. γαμώ τ’ αφτιά σου τα κλούβια·
- γελάνε και τ’ αφτιά του, είναι τόσο πολύ χαρούμενος, που δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του: «απ’ τη μέρα που πήρε ο γιος του το δίπλωμα του δικηγόρου, γελάνε και τ’ αφτιά του»·
- γιατί η γάτα έχει έν’ αφτί, επιθετική ή ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει με απορία γιατί (ενν. ενεργούμε με το συγκεκριμένο τρόπο) ή γιατί (ενν. του λέμε να ενεργήσει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο), όταν δε θέλουμε να δώσουμε περισσότερες επεξηγήσεις. Συνήθως η φρ. κλείνει με το γι’ αυτό·
- δε με γελούν τ’ αφτιά μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που ακούω, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος πως κάτι ακούω: «σου είπα πως άκουσα ένα θόρυβο, δε με γελούν τ’ αφτιά μου»·
- δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν άδειαζα να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου, α. αδιαφορώ για όλα, δε νοιάζομαι για τίποτα, μένω εντελώς απαθής: «ο κόσμος να χαλάσει, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». β. δε φοβάμαι διόλου: «όσο και ν’ αγριέψεις, δεν ιδρώνει τ’ αφτί μου». (Λαϊκό τραγούδι: μου κοπανάς κάθε φορά πως θα μ’ αφήσεις μόνη και σου το λέω καθαρά τ’ αφτί μου δεν ιδρώνει
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου(!)·
- δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου, δεν έχω εμπιστοσύνη στην ακοή μου, έχω προβληματική ακοή: «για πες μου τι λέει αυτός από απέναντι, γιατί εγώ δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «έλα να με δεις μια άλλη ώρα, γιατί τη στιγμή αυτή δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δεν ξέρω αν δουλεύουν οι άλλοι, πάντως εγώ δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου! έντονη απορία ή έκπληξη για κάτι απροσδόκητο που μας λένε, αρεστό ή μη: «ο τάδε αποφάσισε να παντρευτεί -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί αυτός ήταν κατά του γάμου! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, γιατί πριν από δυο ώρες ήμασταν μαζί!»·
- δίνω αφτί, βλ. συνηθέστ. στήνω αφτί·
- είμαι γεμάτος αφτιά, βλ. συνηθέστ. είμαι όλο(ς) αφτιά·
- είμαι μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι ως τ’ αφτιά·
- είμαι όλο(ς) αφτιά, είμαι έτοιμος να σε ακούσω προσεκτικά, σε ακούω προσεκτικά: «θέλω να σου πω κάτι. -Είμαι όλος αφτιά»·
- είμαι μέσα ως τ’ αφτιά, είμαι καταχρεωμένος: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί είμαι μέσα ως τ’ αφτιά». Είναι και φορές, που παρατηρείται χειρονομία με την οποία, το χέρι ή τα χέρια σηκώνονται και δείχνουν με τις εξωτερικές κόψεις των παλαμών, το σημείο των αφτιών. Συνών. είμαι μέσα ως τα μπούνια·
- είμαι χρεωμένος μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χρεωμένος ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι χωμένος μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. φρ. είμαι μέσα ως τ’ αφτιά·
- είμαι ως τ’ αφτιά, δεν μπορώ να κάνω άλλη υπομονή, δεν αντέχω άλλο: «πες του να σταματήσει το θόρυβο που κάνει, γιατί είμαι ως τ’ αφτιά»·
- είναι βαρύς στ’ αφτιά, είναι βαρήκοος: «μίλα πιο δυνατά, γιατί ο τύπος είναι βαρύς στ’ αφτιά»·
- είναι μουσικό αφτί, βλ. συνηθέστ. έχει μουσικό αφτί·
- είναι περήφανος στ’ αφτιά, α. (ειρωνικά) δεν ακούει καλά, είναι βαρήκοος: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί είναι περήφανος στ’ αφτιά». β. προσποιείται πως δεν ακούει, προσποιείται το βαρήκοο: «όταν του λέμε κάτι που δεν του συμφέρει, είναι περήφανος στ’ αφτιά»·
- είναι τ’ αφτί μου, μου μεταφέρει όλα όσα λέγονται κατά την απουσία μου από έναν χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός που βλέπεις είναι τ’ αφτί μου στη δουλειά, όταν λείπω απ’ το εργοστάσιο». Δε σημαίνει πως οπωσδήποτε το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καρφί, αλλά η φράση έχει περισσότερο την έννοια ότι το εν λόγω άτομο μεταφέρει στο αφεντικό του όλα τα κακώς κείμενα·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έκλεισαν τ’ αφτιά μου, με πονούν ή βουίζουν δυνατά, ιδίως ύστερα από διαφορά υψόμετρου: «μόλις τ’ αεροπλάνο πήρε ύψος, έκλεισαν τ’ αφτιά μου και δεν μπορούσα ν’ ακούσω τι μου ’λεγε ο διπλανός μου»·
- έσπασαν τ’ αφτιά μου, ενοχλήθηκα υπερβολικά, ιδίως από έντονο θόρυβο, ξεκουφάθηκα: «σταμάτα, επιτέλους, να μαρσάρεις τη μοτοσικλέτα σου, γιατί έσπασαν τ’ αφτιά μου»·
- έφτασε στ’ αφτιά μου, πληροφορήθηκα τυχαία: «δεν ξέρω πώς έφτασε στ’ αφτιά μου, όμως ξέρω πως υπαίτιος ήταν ο τάδε». Ακούγεται και έφτασε μέχρι τ’ αφτιά μου ή έφτασε ως τ’ αφτιά μου·
- έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, έφυγε από κάπου ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον μάλωσε άγρια ο διευθυντής του κι έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν τον μαλώσουμε, απομακρύνεται με κατεβασμένα τα αφτιά του. Συνών. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο·
- έφυγε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έφυγε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- έφυγε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- έχει ανοιχτά αφτιά, πρόκειται για άτομο που δέχεται με ευκολία να ακούσει, να μελετήσει οποιεσδήποτε προτάσεις, ιδίως τις προοδευτικές, τις προωθημένες: «οποιαδήποτε πρότασή σου μπορείς να την αναφέρεις στο νέο διευθυντή μας, γιατί είναι άνθρωπος που έχει ανοιχτά αφτιά»·   
- έχει αφτί, α. έχει μουσική αντίληψη: «ο τάδε πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει αφτί». β. έχει καλή ακοή: «απ’ ό,τι λέμε δεν του ξεφεύγει τίποτα, γιατί έχει αφτί»·
- έχει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- έχει γερό αφτί, έχει ισχυρή ακοή: «μπορεί κι ακούει και τον παραμικρό θόρυβο, γιατί έχει γερό αφτί»·
- έχει δυνατό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει καλό αφτί, βλ. φρ. έχει γερό αφτί·
- έχει μουσικό αφτί, μαθαίνει με μεγάλη ευκολία να παίζει κάποιο μουσικό κομμάτι ή μπορεί να ξεχωρίζει αμέσως κάποια φάλτσα νότα: «μια φορά ν’ ακούσει ένα κομμάτι, το παίζει αμέσως, γιατί έχει μουσικό αφτί || μπορεί και πιάνει αμέσως το φάλτσο, γιατί έχει μουσικό αφτί»·
- έχω αφτί, έχω μουσική αντίληψη: «δε μου ξεφεύγει ούτε ένα φάλτσο, γιατί εγώ έχω αφτί»·
- έχω γερό αφτί, έχω ισχυρή ακοή: «για προσπάθησε ν’ ακούσεις εσύ που έχεις γερό αφτί, τι φωνάζει αυτός από μακριά;»·
- έχω τ’ αφτιά μου, πάσχω, υποφέρω από τα αφτιά μου: «όταν κάνει πολύ κρύο, δε βγαίνω έξω, γιατί έχω τ’ αφτιά μου»·
- έχω τ’ αφτιά μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα·
- έχω τ’ αφτιά μου βουλωμένα ή έχω βουλωμένα τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. βουλώνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. έχω τ’ αφτιά μου κλειστά·
- έχω τ’ αφτιά μου κλειστά ή έχω κλειστά τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κλείνω τ’ αφτιά μου·
- έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα ή έχω τεντωμένα τ’ αφτιά μου, ακούω προσεχτικά αυτά που μου λέει κάποιος ή αυτά που λέγονται από κάποιον: «όταν σου μιλάει ο δάσκαλός σου να ’χεις τ’ αφτιά σου τεντωμένα και ν’ ακούς τι σου λέει || είχα τεντωμένα τ’ αφτιά μου κι άκουσα όλα όσα ειπώθηκαν». Από την εικόνα των ζώων που και στον παραμικρό ήχο τεντώνουν τα αφτιά τους για να ακούσουν καλά·
- η γκαμήλα δεν κουτσαίνει απ’ τ’ αφτί, βλ. λ. γκαμήλα·
- η μαρμελάδα είναι για το ψωμί κι όχι για τ’ αφτιά, βλ. λ. μαρμελάδα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα, ήρθε, επέστρεψε ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τον συγχώρεσε ο διευθυντής για τη βλακεία που έκανε κι ήρθε πάλι στη δουλειά με κατεβασμένα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν κάνει κάποια ζημιά και τον φωνάζουμε να έρθει κοντά μας, έρχεται έχοντας τα αφτιά του κατεβασμένα. Συνών. ήρθε με (το) κεφάλι κατεβασμένο·
- ήρθε με κρεμασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κρεμασμένα, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα τ’ αφτιά·
- ήρθε με πεσμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά πεσμένα, βλ. φρ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα· 
- ήρθε με ριγμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά ριγμένα, βλ. συνηθέστ. ήρθε με (τ’) αφτιά κατεβασμένα·
- ήρθε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά·
- θα σου βγάλω τ’ αφτί ή θα σου βγάλω τ’ αφτιά ή θα στα βγάλω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά: «αν ξανακάνεις αταξία, θα σου βγάλω τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά, έχω φάει πάρα πολύ, είμαι πολύ χορτάτος: «δεν μπορώ να βάλω στο στόμα μου ούτε μπουκιά, γιατί θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά». Λέγεται και για ποτό·
- θα σου δαγκάσω τ’ αφτί, (απειλητικά) θα σου φερθώ πολύ σκληρά: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σου δαγκάσω τ’ αφτί». Από το ότι παλιότερα, όταν κάποιος απατημένος ήθελε να εκδικηθεί τη γυναίκα του, για να μη χρησιμοποιήσει μαχαίρι και καταδικαστεί και για κατοχή όπλου και οπλοχρησία, έκοβε το αφτί της γυναίκας του με δάγκωμα, οπότε η καταδίκη του ήταν πολύ μικρότερη·
- θα σου κόψω τ’ αφτί ή θα σου κόψω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν βρίσεις ξανά τη μάνα μου, θα σου κόψω τ’ αφτί». Από το ότι, όταν παλιότερα μάλωναν δυο άντρες της πιάτσας με μαχαίρια, επιδίωξη του καθένα ήταν να κόψει το αφτί του αντιπάλου του, ώστε, στην περίπτωση που η υπόθεση φτάσει στα δικαστήρια, να υπάρξει μικρή καταδίκη·
- θα σου ξεριζώσω τ’ αφτί ή θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά, (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν μάθω πως ξαναγύρισες μεθυσμένος στο σπίτι, θα σου ξεριζώσω τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που με αυτόν τον τρόπο τιμωρούσε σκληρά τον άτακτο μαθητή·
- θα σου τραβήξω τ’ αφτί ή θα σου τραβήξω τ’ αφτιά ή θα στα τραβήξω τ’ αφτιά, βλ. φρ. θα σου βγάλω τ’ αφτί·
- θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του, πρέπει, του χρειάζεται να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό: «αφού συνεχίζει να κάνει κοπάνες, θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του». Συνών. θέλει σιάξιμο η γραβάτα του / θέλει σιάξιμο ο γιακάς του·
- θέλει τράβηγμα τ’ αφτί του, βλ. φρ. θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του·
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά, βλ. λ. τοίχος·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, βλ. λ. μάτι·
- καμπάνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κανένα αφτί, κανένας άνθρωπος: «κανένα αφτί δεν άκουσε παρόμοιες βρισιές»·
- κατεβάζω τ’ αφτιά ή κατεβάζω τ’ αφτιά μου, ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις απέδειξε ο άλλος πως αυτός ήταν που μας είχε καρφώσει, κατέβασε τ’ αφτιά του και δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί». Από την εικόνα του σκυλιού που, όταν τον μαλώσουν, κατεβάζει τ’ αφτιά του·
- κάτι άρπαξε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι έπιασε τ’ αφτί μου, βλ. φρ. κάτι πήρε τ’ αφτί μου·
- κάτι πήρε τ’ αφτί μου, άκουσα τυχαία κάτι για το θέμα που γίνεται λόγος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα, δεν έδωσα μεγάλη σημασία: «έμαθες για τη ληστεία που έγινε σήμερα το πρωί στην τάδε τράπεζα; -Κάτι πήρε τ’ αφτί μου || όπως ερχόμουν στο ραντεβού μας, κάτι πήρε τ’ αφτί μου για το δυστύχημα που έγινε, αλλά πώς και τι δεν ξέρω»·
- κλείνω τ’ αφτιά μου, α. αποφεύγω να ακούσω κάτι, όσο δελεαστικό και αν είναι, γιατί θεωρώ πως θα με βλάψει: «σήμερα στη ζωή υπάρχουν πολλές προκλήσεις, αλλά εγώ κλείνω τ’ αφτιά μου και προσπερνώ». Αναφορά στον Οδυσσέα, που, αφού πρώτα έκλεισε τα αφτιά των συντρόφων του με κερί, δέθηκε στο κατάρτι του καραβιού του, τη στιγμή που περνούσε από το νησί των Σειρήνων. β. δεν ανταποκρίνομαι, προσποιούμαι πως δεν ακούω ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου: «από μικρός έχω μάθει να κλείνω τ’ αφτιά μου, και τη βγάζω πάντα καθαρή». γ. δεν ανταποκρίνομαι στις παρακλήσεις κάποιου για βοήθεια, γιατί υποτίθεται πως δεν τις ακούω: «τον έκανα άγιο να με βοηθήσει, αλλά αυτός έκλεισε τ’ αφτιά του»·
- κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει, βλ. λ. κοιλιά·
- κοκκίνισε μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. κοκκίνισε ως τ’ αφτιά·
- κοκκίνισε ως τ’ αφτιά, καταντράπηκε: «μόλις έσκυψε και τη φίλησε μπροστά στους γονείς της, η κοπέλα κοκκίνισε ως τ’ αφτιά»·
- κουδούνισαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- κουφό του πονηρού τ’ αφτί, βλ. λ. πονηρός·
- κρεμώ τ’ αφτιά ή κρεμώ τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. κατεβάζω τ’ αφτιά·
- μαρμελάδα έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μαρμελάδα·
- μας ζάλισες τ’ αφτιά ή μου ζάλισες τ’ αφτιά, βλ. φρ. μας πήρες τ’ αφτιά·
- μας  πήρες τ’ αφτιά ή μου πήρες τ’ αφτιά, παρατήρηση σε κάποιον που μιλάει ασταμάτητα να πάψει επιτέλους να μιλάει, γιατί έγινε πολύ ενοχλητικός: «πάψε, ρε παιδάκι μου, αυτή τη λογοδιάρροια, γιατί μας ζάλισες τ’ αφτιά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με γεια τ’ αφτιά! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε λέει να ακούσει κάτι που του λέμε πολλές φορές: «πάλι δεν άκουσες αυτό που σου είπα; Με γεια τ’ αφτιά!»·
- μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά ή μου ζαλίζεις τ’ αφτιά, παράκληση σε κάποιον να πάψει να μιλάει, γιατί έγινε ενοχλητικός: «μη μας ζαλίζεις τ’ αφτιά με τα προβλήματα σου, γιατί έχω κι εγώ τα δικά μου». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μήπως πήρε τ’ αφτί σου, μήπως άκουσες τυχαία, μήπως έτυχε ν’ ακούσεις: «μήπως πήρε τ’ αφτί σου για τον επικείμενο ανασχηματισμό;». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τίποτα·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που ισχυρίζεται πως είναι ο μοναδικός που κατέχει κάποιο πράγμα, ενώ είναι γνωστό πως είναι ευρέως διαδομένο: «τέτοιο αυτοκίνητο δεν έχει άλλος. -Μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ·
- μου ζάλισε τ’ αφτιά, βλ. φρ. μου ’φαγε τ’ αφτιά·
- μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- μου πήρε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον παρατεταμένο θόρυβο που προξένησε, με ξεκούφανε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε τ’ αφτιά». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε τ’ αφτιά ο τάδε να μη μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε το κεφάλι·
- μου ’σπασε τ’ αφτιά, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από τον έντονο και παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε, με ξεκούφανε, μου ’σπασε τα τύμπανα: «είχε το ραδιόφωνό του στη διαπασών και μου ’σπασε τ’ αφτιά». β. (για θορύβους) ήταν πολύ δυνατός: «ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ, που μου ’σπασε τ’ αφτιά»·
- μου σφύριξε στ’ αφτί ή μου το σφύριξε στ’ αφτί, μου είπε, μου ψιθύρισε κάτι κρυφά: «ευτυχώς που ο τάδε μου το σφύριξε στ’ αφτί πως έρχονταν να με μπαγλαρώσουν και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: στης άσπρης τον αστερισμό ξέχασε κάθε γυρισμό, στην παγωμένη της τροχιά δεν έχει αγάπη ούτε σπλαχνιά, μου σφύριξε στ’ αφτί ένας μάγκας έξ’ απ’ το στέκι της μαρμάγκας
- μου ’φαγε τ’ αφτιά ή μου ’χει φάει τ’ αφτιά, α. μου επαναλάμβανε συνεχώς και επίμονα το ίδιο πράγμα: «μου ’φαγε τ’ αφτιά ο φίλος μου να διακόψω τις σχέσεις που είχα μαζί της, γιατί είχε μάθει πως δεν ήταν σόι γυναίκα». β. με ενόχλησε με τη φλυαρία του ή με τα επίμονα παρακάλια του για κάτι: «μ’ έφαγε τ’ αφτιά με την γκρίνια του || μ’ έφαγε τ’ αφτιά να του δώσω δανεικά»·
- μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί, μου έκανε κακή εντύπωση αυτό που άκουσα: «μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί που καθόταν και κατηγορούσε τον αδερφό του»·
- μπαμπάκια έχεις στ’ αφτιά σου; βλ. λ. μπαμπάκι·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί (κι ο διάκος στο κεφάλι ή κι ο διάκος στο ριζάφτι), βλ. λ. παπάς·
- να το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- να το κρεμάσεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. σκουλαρίκι·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, βλ. λ. λαγός·
- οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά, βλ. λ. γηρατειά·
- παίζει με τ’ αφτί, έμαθε να παίζει κάποιο μουσικό όργανο, χωρίς να διδαχθεί από δάσκαλο, παίζει εμπειρικά: «έχει κάποια δυσκολία ακόμα στο παίξιμο της κιθάρας, γιατί παίζει με τ’ αφτί»·
- παίρνω αφτί, κρυφακούω: «όταν συγκεντρωθούν, θα πάω να πάρω αφτί, για να ξέρουμε τι θα πούνε»·
- πέφτουν αφτιά, κάνει αφόρητο κρύο: «ντύσου καλά πριν βγεις, γιατί με την αλλαγή του καιρού πέφτουν αφτιά έξω». Συνών. πέφτουν μύτες·
- ποιο αφτί μου βουίζει; ερώτηση σε άτομο, τη στιγμή που βουίζει κάποιο απ’ τ’ αφτιά μας και υποτίθεται πως, αν το βρει, θα ακούσουμε μαζί κάποια είδηση, κάποιο νέο. Αν βουίζει το αριστερό μας αφτί, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία θα ακούσουμε κάτι κακό, αν βουίζει το δεξί, κάτι καλό·
- ποιο αφτί μου σφυρίζει; βλ. συνηθέστ. ποιο αφτί μου βουίζει(;)·
- ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει; λέγεται στην περίπτωση που αυτά που λέει ή συμβουλεύει κανείς σε κάποιον ή κάποιους δεν έχουν καμιά απήχηση: «εγώ πάντα τους έλεγα πως δεν ήταν σόι αυτός ο άνθρωπος, αλλά ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει;»·
- ρίχνω τ’ αφτιά μου, χάνω το θάρρος μου: «μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, έριξε τ’ αφτιά του ο δικός σου». Από την εικόνα του σκύλου που, όταν τον μαλώσουμε, ρίχνει τ’ αφτιά του κι απομακρύνεται · βλ. και φρ. κρεμώ τ’ αφτιά μου·
- στήνω αφτί, κρυφακούω: «έστειλα τον τάδε να στήσει αφτί, για να μάθουμε κι εμείς τι θα πούνε»·
- στήνω τ’ αφτί μου ή στήνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- στυλώνω τ’ αφτί μου ή στυλώνω τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. τεντώνω τ’ αφτί μου·
- σφυρίζουν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βουίζουν τ’ αφτιά μου·
- σφύριξαν τ’ αφτιά μου, βλ. συνηθέστ. βούιξαν τ’ αφτιά μου·
- τ’ άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που ειπώθηκε, γιατί ήμουν παρών: «δε θέλω ν’ αμφισβητείς αυτά που σου λέω, γιατί τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τι να σου πω άλλο ή το τι άλλο να σου πω·
- τ’ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου, μου είναι αδύνατο να πιστέψω αυτό που μου λέει κάποιος: «τ΄ ακούω και δεν το πιστεύουν τ’ αφτιά μου που μου λες πως ο τάδε έκανε μήνυση στον πατέρα του». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του·
- τεντώνω τ’ αφτί μου ή τεντώνω τ’ αφτιά μου, εντείνω την προσοχή μου για να ακούσω κάτι ή για να καταλάβω το είδος του θορύβου που ακούγεται: «τέντωσα τ’ αφτί μου, μήπως κι ακούσω κανέναν θόρυβο || τέντωσα τ’ αφτιά μου για να καταλάβω τι ήταν αυτό που ακουγόταν». Από την εικόνα των ζώων, που τεντώνουν τα αφτιά τους στην περίπτωση κάποιου θορύβου· βλ. και φρ. ανοίγω τ’ αφτιά μου·
- τι ακούν τ’ αφτιά μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό, που μας αναγγέλλουν ή που πληροφορούμαστε: «τι ακούν τ’ αφτιά μου, πάλι μάλωσες με τον αδερφό σου; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, άρχισες πάλι να μπεκροπίνεις; || τι ακούν τ’ αφτιά μου, σκέφτεσαι να μου κάνεις μήνυση; ||τι ακούν τ’ αφτιά μου, παντρεύεσαι τον άλλον μήνα;». Πολλές φορές, στην περίπτωση που πρόκειται για κάτι καλό, της φρ. προτάσσεται διπλό μπα· 
- το γαρούφαλο στ’ αφτί κι η κασίδα στην κορφή, βλ. λ. γαρούφαλο·
- το πήρε τ’ αφτί μου ή το ’χει πάρει τ’ αφτί μου, (αόριστα), το άκουσα: «δε θυμάμαι πού, αλλά κάπου το πήρε τ’ αφτί μου γι’ αυτή τη ληστεία στην τράπεζα»·
- τον άκουσα με τ’ αφτιά μου ή τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά, ήμουν παρών όταν είπε κάτι: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί τον άκουσα με τα ίδια μου τ’ αφτιά που έλεγε πως εσύ ήσουν ο αίτιος του καβγά»·
- του βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- του ’βγαλα τ’ αφτί ή του ’βγαλα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα παραδειγματικά: «για να μην ξανακάνει τη βλακεία που έκανε, του ’βγαλα τ’ αφτί». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ξερίζωσα τ’ αφτί ή του ξερίζωσα τ’ αφτιά, τον τιμώρησα αυστηρά: «επειδή μου ’ρθε πάλι σουρωμένος στο σπίτι, του ξερίζωσα τ’ αφτιά». Από την εικόνα του δασκάλου, που τιμωρούσε αυστηρά με αυτόν τον τρόπο τους άτακτους μαθητές του·
- του ’πεσαν τ’ αφτιά, α. ντροπιάστηκε, ταπεινώθηκε: «μόλις αποδείχτηκε πως μας έλεγε ψέματα, του ’πεσαν τ’ αφτιά». β. έχασε το θάρρος του, την έπαρση που είχε: «τη στιγμή που αγρίεψε ο άλλος, του ’πεσαν τ’ αφτιά του δικού σου και το βούλωσε»·
- του τις έδωσα στ’ αφτιά, βλ. συνηθέστ. του τις έριξα στ’ αφτιά·
- του τις έριξα στ’ αφτιά (ενν. τις μπάτσες, τις σφαλιάρες, τις μπουνιές), τον έδειρα άγρια, τον κατανίκησα: «μόλις πήγε να κάνει τον νταή, του τις έριξα στ’ αφτιά». Επίσης με την έννοια του κατανικώ λέγεται και σε περίπτωση παιχνιδιού: «παίξαμε τάβλι και του τις έριξα στ’ αφτιά». Πολλές φορές, για λόγους έμφασης, η φρ. κλείνει με το για να μάθει ή με το για να καταλάβει ή για να με θυμάται·
- του σφύριξα στ’ αφτί ή του το σφύριξα στ’ αφτί, τον πληροφόρησα, του είπα κάτι κρυφά και βιαστικά, ιδίως όταν υπήρχαν και άλλοι μπροστά: « την τελευταία στιγμή πρόλαβα και του το σφύριξα στ’ αφτί πως θέλανε να τον ξεγελάσουν, και γλίτωσε από ένα σωρό μπελάδες ο άνθρωπος»·
- του τράβηξα τ’ αφτί ή του τράβηξα τ’ αφτιά, βλ. φρ. του ’βγαλα τ’ αφτί·
- του ’φαγα τ’ αφτιά, α. του ζήτησα, τον παρακάλεσα για κάτι φορτικά: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μου δώσει δανεικά, ώσπου στο τέλος μου τα ’δωσε». β. τον συμβούλεψα επίμονα: «του ’φαγα τ’ αφτιά να μην κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά δε μ’ άκουσε κι έφαγε το κεφάλι του»·
- του χαϊδεύω τ’ αφτιά, του λέω πράγματα αρεστά, κολακευτικά, ακόμη και όταν η κατάσταση είναι σε βάρος του: «κανείς δεν τον βοήθησε πραγματικά, γιατί, αντί να τον συμβουλέψουν να βγει απ’ το αδιέξοδο,του χάιδευαν όλοι τ’ αφτιά || η κυβέρνηση δε χαϊδεύει τ’ αφτιά των πολιτών, αλλά παρουσιάζει την κατάσταση όπως πραγματικά είναι». (Τραγούδι: τα πόδια μου καήκανε σ’ αυτήν την ερημιά, η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα, τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά, μα απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια
- τσιτώνω τ’ αφτί μου ή τσιτώνω τ’ αφτιά μου, βλ. φρ. τεντώνω τ’ αφτιά μου·
- φέσι μέχρι τ’ αφτιά ή φέσι ως τ’ αφτιά, βλ. λ. φέσι·
- χαϊδεύω τ’ αφτιά του, βλ. φρ. του χαϊδεύω τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα μέχρι τ’ αφτιά, βλ. φρ. χρεώθηκα ως τ’ αφτιά·
- χρεώθηκα ως τ’ αφτιά, χρεώθηκα υπερβολικά: «με το γάμο της κόρης μου χρεώθηκα ως τ’ αφτιά».

γιατρός

γιατρός, ο, ουσ. [<μσν. γιατρός <αρχ. ἰατρός], ο γιατρός. 1α. (στη γλώσσα της αργκό) αξιοπρεπής πελάτης χαρτοπαιχτικής λέσχης: «ήρθε προχτές ένας γιατρός στη λέσχη μας, που έκανε σ’ όλους εντύπωση». β. (ειρωνικά) πελάτης χαρτοπαιχτικής λέσχης που χάνει συνέχεια, το κορόιδο: «κάνα δυο τρεις τέτοιοι γιατροί να μας έρθουν ακόμα και τα κονομήσαμε!». 2. οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε ανακουφίζει ή θεραπεύει τον ψυχικό πόνο: «αυτή η γυναίκα είναι ο γιατρός κάθε στενοχώριας μου || ο καλύτερος γιατρός για έναν αποτυχημένο έρωτα είναι ο χρόνος». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσε ήταν δικό της σε κάθε πόνο εγώ γιατρός της, με μια γυναίκα είπα να μπλέξω κι έπεσα έξω, έπεσα έξω). 3α. ως επφών. γιατρέ! φιλική ή τιμητική προσφώνηση σε οικείο άτομο ή σε άτομο που αναγνωρίζουμε την αξία του, την ανωτερότητά του και του δίνουμε το προβάδισμα: «περάστε γιατρέ να σας κεράσουμε κανένα ποτηράκι!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι γίνεται, ρε γιατρέ, πάλι χωρίς δουλειά έμεινες!». Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / αφεντικό! (3α, β) / γίγαντα! (4α, β) / δάσκαλε! (4α, β) / καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β) / μεγάλε! (9α, β) / ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β). Υποκορ. γιατρουδάκι το και γιατρουδάκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- από δικηγόρο νεαρό, κληρονομιά χαμένη, κι από νεαρό γιατρό, τάφοι γεμισμένοι, βλ. λ. νεαρός·
- γιατρό μη διαλέγεις φίλο σου, αλλά τον καλύτερο, σε θέματα υγείας δεν παίζει ρόλο η φιλία: «μπορεί να είσαι γιατρός και φίλος μου, αλλά, επειδή το πρόβλημά μου είναι πολύ σοβαρό, γιατρό μη διαλέγεις φίλο, αλλά τον καλύτερο»· 
- (δε) με πιάνουν γιατρό ή (δεν) πιάνομαι γιατρός, (δεν) εξαπατώμαι, (δεν) ξεγελιέμαι, (δεν) πέφτω θύμα εξαπάτησης για να χάνω όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «πιάστηκα γιατρός κι έδωσα ένα κάρο λεφτά για σκάρτο εμπόρευμα || ακόμα δεν το πήρες χαμπάρι πως κάθε βράδυ σε πιάνουν γιατρό και σε μαδάνε;». Συνών. (δε) με πιάνουν βιδέλο ή (δεν) πιάνομαι βιδέλο / (δε) με πιάνουν γιαγλή ή (δεν) πιάνομαι γιαγλής / (δε) με πιάνουν θύμα ή (δεν) πιάνομαι θύμα / (δε) με πιάνουν κορόιδο ή (δεν) πιάνομαι κορόιδο / (δε) με πιάνουν κότσο ή (δεν) πιάνομαι  κότσος / (δε) με πιάνουν μπαγλαμά ή (δεν) πιάνομαι μπαγλαμάς·
- δεν πα(ς) να σε δει κανένας (κάνας) γιατρός ή δεν πα(ς) να σε κοιτάξει κανένας (κάνας) γιατρός! λέγεται ειρωνικά σε κείνον που μας λέει ή μας ζητάει απίθανα πράγματα, που δεν είναι λογικός, που είναι παράλογος: «θέλεις να σου δώσω ένα εκατομμύριο; Δεν πα(ς) να σε κοιτάξει κανένας γιατρός!». Ο γιατρός που υποδεικνύεται στην προκειμένη περίπτωση είναι ο ψυχίατρος·
- είναι του γιατρού (ενν. του ψυχίατρου), (στη νεοαργκό) είναι εντελώς τρελός, είναι για τα σίδερα: «μη συνερίζεσαι τα λόγια του, γιατί είναι του γιατρού ο ταλαίπωρος»·
- έκλασε ο άρρωστος, χέστηκε ο γιατρός, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, λ. κώλος·
- ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, απομακρύνει από κοντά μας το γιατρό και, κατ’ επέκταση, την αρρώστια, αν τρώμε κάθε μέρα ένα μήλο, γιατί θεωρείται πολύ υγιεινό. Πολλές φορές, αντί για μήλο λέγεται η τροφή που θέλουμε να προβάλουμε (γάλα, γιαούρτι κτλ.) και με περιπαικτική διάθεση: ένας πούτσος την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα·
- κουράντε  γιατρός, ο γιατρός που κουράρει κάποιον άρρωστο, ο θεράποντας γιατρός: «ποιον έχεις κουράντε γιατρό;». Το κουράντε [<ιταλ. curante]· βλ. και λ. κουράνης·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, βλ. λ. κώλος·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. λ. κώλος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. λ. κώλος·
- ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι, ειρωνική έκφραση για να μειώσουμε τη σοβαρότητα κάποιου: «μην αντιλέγεις στα λεγόμενά του, γιατί ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι». Ο υποτιθέμενος γιατρός, εννοείται ότι είναι ο ψυχίατρος·
- ο Λέλος ο γιατρός! βλ. συνηθέστ. ο Μιμίκος ο γιατρός(!)·
- ο Μιμίκος ο γιατρός! ειρωνική απάντηση σε φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο, όταν χτυπάμε την πόρτα του σπιτιού του και ρωτάει, πριν ακόμα ανοίξει την πόρτα, ποιος είναι. Λέγεται με την έννοια ποιος ήθελες να είναι ή ποιος μπορεί να είναι. Συνών. ο γαλατάς! / ο γείτονας! / ο Λέλος ο γιατρός! / ο παπάς της ενορίας(!)·
- ο παθός, γιατρός, βλ. λ. παθός·
- ο χρόνος είναι ο καλύτερος  γιατρός, με το πέρασμα του χρόνου κάθε δυσάρεστο γεγονός, μεγάλος ερωτικός ή ψυχικός πόνος αμβλύνεται ή και ξεχνιέται: «κάποια μέρα θα ξεχάσεις την προδοσία αυτής της γυναίκας, γιατί ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός». Πρβλ.: πάντων ἰατρὸς τῶν ἀναγκαίων κακῶν χρόνος ἐστίν (Μένανδρος)·
- όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός, προτρεπτική έκφραση για συνεχή αερισμό των χώρων όπου ζει κανείς: «ν’ ανοίγεις καθημερινά τα παράθυρα του δωματίου σου, γιατί, όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός»·   
- ουδείς μωρότερος των γιατρών, αν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι, έκφραση που θέλει να δείξει την έπαρση που έχουν τα άτομα που ανήκουν σε αυτούς τους κλάδους, και που πολλές φορές φτάνει και μέχρι τη γελοιότητα. Από το ότι παλιότερα ο γιατρός και ο δάσκαλος (μαζί με τον παπά και τον χωροφύλακα), αποτελούσαν στις μικρές κοινωνίες (μικρές πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά) ξεχωριστά πρόσωπα, πράγμα που τους έκανε πολλές φορές να συμπεριφέρονται με έπαρση·
- παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις, βλ. λ. γυρεύω·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, βλ. λ. σπίτι·
- στο γιατρό σου και στο δικηγόρο σου να μη λες ποτέ σου ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
- στους γιατρούς να τα δώσεις! κατάρα υπό τύπο αστεϊσμού σε κάποιον που μας κέρδισε σημαντικό χρηματικό ποσό, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι, και που κυριολεκτούμε, όταν αντιληφθούμε πως μας το κέρδισε με δόλο. Είναι και φορές που ακούγεται απλώς στους γιατρούς! Συνών. στους δικηγόρους να τα δώσεις(!)·
- τον πιάνω γιατρό, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ και του κερδίζω όλα του τα χρήματα, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «τον έπιασα γιατρό και του ’φαγα τα λεφτά». Συνών. τον πιάνω βιδέλο / τον πιάνω γιαγλή / τον πιάνω θύμα / τον πιάνω κορόιδο / τον πιάνω κότσο / τον πιάνω μπαγλαμά.

γραμμή

γραμμή, η, ουσ. [<αρχ. γραμμή <γράφω], η γραμμή. 1. το όριο: «η ιδιοκτησία σου φτάνει μέχρι αυτή τη γραμμή». 2. η εξωτερική εμφάνιση, το παρουσιαστικό, η μορφή, το περίγραμμα ανθρώπινου σώματος ή πράγματος: «αυτή η γυναίκα έχει ωραία γραμμή || αυτό τ’ αυτοκίνητο έχει ωραία γραμμή». (Τραγούδι: είσαι παιδί μου πειρασμός, σεισμός, α για, για, για, για, στόμα, χαμόγελο, κορμί, γραμμή, α για, για, για για). Συνών. κοψιά (2) / σουλούπι. 3. σειρά ανθρώπων που βρίσκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό: «πήγα να βγάλω εισιτήρια για τον αγώνα, αλλά έφυγα, γιατί υπήρχε μια γραμμή εκατό μέτρα». 4. (για μεταφορικά μέσα) συγκεκριμένο δρομολόγιο που γίνεται πάνε έλα: «αυτή η γραμμή του αστικού μέχρι πού πάει;»· βλ. και φρ. της γραμμής. 5α. ως επιρρ., ίσια, κατευθείαν, χωρίς παρεκκλίσεις: «απ’ τη δουλειά πήγε γραμμή στο σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα μικρό βαρκάκι γραμμή για το νησάκι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά).β. διαδοχικά, στη σειρά: «στην προκυμαία, υπάρχουν γραμμή τα ουζερί του νησιού». 6α. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) μονάδα βάρους των ναρκωτικών, που χαρακτηρίζει και μια δόση, το γραμμάριο: «με το κυνήγι της αστυνομίας που γίνεται τον τελευταίο καιρό, δεν μπορείς να βρεις ούτε γραμμή στην πιάτσα». β. ναρκωτικό απλωμένο σε λεπτή γραμμή, για να το ρουφήξει ο χρήστης από τη μύτη: «άπλωσε τη γραμμή πάνω στο καθρεφτάκι του κι μ’ ένα γιουφ την πήρε με μια ρουφηξιά απ’ τη μύτη του». 7. ως επιφών. γραμμή! (στη ναυτική ορολογία) εντολή για σταθερή πορεία. (Ακολουθούν 70 φρ.)·
- άγονη γραμμή, ακτοπλοϊκή γραμμή που δεν αποφέρει κέρδος, γιατί δεν έχει μεγάλη επιβατική κίνηση επειδή συνδέει κάποιο κέντρο με μικρά και απομακρυσμένα νησιά και επιχορηγείται από το κράτος: «τα νησιά της άγονης γραμμής δεν έχουν αναπτυγμένο τουρισμό». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη χάθηκες νωρίς, σαν πλοίο άγονης γραμμής)·     
- ακολουθώ τη γραμμή μου, βλ. φρ. έχω τη γραμμή μου·
- άναψαν οι γραμμές, βλ. φρ. άναψαν τα τηλέφωνα, λ. τηλέφωνο·
- ανοίγω γραμμή, βλ. φρ. πιάνω γραμμή·
- ανοιχτή γραμμή (ενν. τηλεφωνική), ελεύθερη και άμεση τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ δυο ανθρώπων: «οι πρωθυπουργοί των δυο κρατών έχουν ανοιχτή γραμμή μεταξύ τους»·
- αφήνω τη γραμμή, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή·
- αφήνω τη γραμμή μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή μου·
- βάζω γραμμή, α. κατευθύνομαι: «μόλις τέλειωσα τη δουλειά μου, έβαλα γραμμή για το γνωστό μας στέκι». β. επιδιώκω συστηματικά να πετύχω κάτι: «έβαλε γραμμή για βουλευτής κι άρχισε τις περιοδείες του σ’ όλο το νομό || έβαλε γραμμή να πάρει το πτυχίο του και ξημεροβραδιάζεται στο διάβασμα»·
- βάζω κάποια γραμμή ή βάζω σε κάποια γραμμή, βλ. φρ. βάζω μια γραμμή·
- βάζω μια γραμμή ή βάζω σε μια γραμμή, α. νοικοκυρεύω, συγυρίζω, ιδίως έναν κλειστό χώρο: «επιτέλους, μπόρεσα κι έβαλα σε μια γραμμή το υπόγειο». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε μια γραμμή στην άστατη καρδιά σου). β. τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες, τις βάζω σε μια σειρά, σε μια τάξη: «απ’ τη μέρα που έβαλα τις υποθέσεις μου σε μια γραμμή, είμαι πιο ήρεμος». Συνών. βάζω μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα / βάζω μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά / βάζω μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη / βάζω σε μια σειρά και τάξη·
- βάζω στη γραμμή (κάποιους ή κάτι), βάζω, τοποθετώ κάποιους τον έναν πίσω από τον άλλον: «ο αξιωματικός έβαλε στη γραμμή τους στρατιώτες και τους οδήγησε στο πεδίο βολής || έβαλε στη γραμμή τα κιβώτια για να μπορέσει να τα μετρήσει ευκολότερα». Συνών. βάζω στην αράδα (κάποιους ή κάτι) / βάζω στη σειρά (κάποιους ή κάτι) / βάζω σε τάξη (κάποιους ή κάτι ή βάζω τάξη (σε κάποιους ή κάτι)·
- βγάζω γραμμή, βλ. λ. πιάνω γραμμή·
- βγαίνω απ’ τη γραμμή, βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα : «κάποια στιγμή βγήκα απ’ τη γραμμή για ν’ αγοράσω τσιγάρα απ’ το περίπτερο κι όταν επέστρεψα, δε μ’ άφηναν να ξαναπάρω τη θέση μου». Συνών. βγαίνω απ’ την αράδα / βγαίνω απ’ τη σειρά·  
- βγαίνω απ’ τη γραμμή μου, βγαίνω από τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, αποδιοργανώνομαι: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξα στα γλέντια, γι’ αυτό βγήκα λίγο απ’ τη γραμμή μου». Συνών. βγαίνω απ’ την αράδα μου / βγαίνω απ’ τη σειρά μου / βγαίνω απ’ την τάξη μου· βλ. και φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή·
- βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή, πρωτοστατώ δυναμικά σε διάφορους κοινωνικούς, πνευματικούς ή πολιτικούς αγώνες: «απ’ τα νεανικά μου χρόνια βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή, αγωνιζόμενος για μια καλύτερη κοινωνία»· βλ. και φρ. πολεμώ στην πρώτη γραμμή·
- γραμμή πλεύσεως, προδιαγεγραμμένο σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο θα ενεργήσει κάποιος: «σύμφωνα με τα δεδομένα, πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τη γραμμή πλεύσεως που ήδη σας έχω προτείνει». Από τη ναυτική ορολογία·
- γραμμή πυρός, πολεμικό μέτωπο, όπου διεξάγονται εχθροπραξίες: «στη γραμμή πυρός μάχονται επίλεκτες μονάδες»·
- δεν έχει γραμμή, δεν έχει οργάνωση, σύστημα, τάξη στη δουλειά του και γενικά στη ζωή του: «πώς να πάει μπροστά ο άνθρωπος, αφού δεν έχει γραμμή στη δουλειά του!». Συνών. δεν έχει αράδα / δεν έχει σειρά / δεν έχει τάξη·
- δεν προσέχει τη γραμμή της (του), δεν ενδιαφέρεται αν είναι λεπτή (λεπτός) ή παχιά (παχύς): «όσες φορές επιχείρησε να κάνει δίαιτα, δεν τα κατάφερε, κι έτσι, το πήρε απόφαση και δεν προσέχει πια τη γραμμή της»·  
- διακεκομμένη γραμμή, οδική σήμανση στη μέση του καταστρώματος του δρόμου που, εκτός του ότι οριοθετεί τα δυο αντίθετα ρεύματα κυκλοφορίας των τροχοφόρων, επιτρέπει και την προσπέραση: «όπου υπάρχει απόλυτη ορατότητα στην εθνική οδό, υπάρχει και διακεκομμένη γραμμή»·   
- δίνω γραμμή, α. υποδεικνύω τον τρόπο ενέργειας σε κάποιον ή κάποιους: «η κεντρική επιτροπή του κόμματος έδωσε γραμμή στους συνδικαλιστές για νέες απεργιακές κινητοποιήσεις». β. (για τηλεφωνήτριες ή τηλεφωνητές τηλεφωνικών κέντρων) συνδέω τηλεφωνικά κάποιον με άλλον: «επειδή δεν μπορούσα να πιάσω γραμμή απ’ το δωμάτιο του ξενοδοχείου, ζήτησα να μου δώσουν γραμμή απ’ το τηλεφωνικό κέντρο»·
- διπλή γραμμή ή διπλές γραμμές, οδική σήμανση στη μέση του καταστρώματος του δρόμου που, εκτός του ότι οριοθετεί τα δυο αντίθετα ρεύματα κυκλοφορίας των τροχοφόρων, απαγορεύει και την προσπέραση ή οδική σήμανση σε στροφή δρόμου μέσα σε κατοικημένη περιοχή που απαγορεύει τη στάση: «επειδή η εθνική οδός στα Τέμπη είναι πολύ στενή, έχει σ’ όλο το μήκος της διπλή γραμμή». (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω στάση σε μια διπλή γραμμή του δρόμου, πόσο κοστίζει μια παράβαση του νόμου
- είναι πιασμένη η γραμμή, βλ. φρ. μιλάει η γραμμή·
- είναι φορτωμένες οι γραμμές, υπάρχει έντονη τηλεφωνική επικοινωνία πολλών ταυτοχρόνως ανθρώπων μεταξύ τους, πράγμα που δυσκολεύει κάποιον να επικοινωνήσει με αυτόν που θέλει: «προσπαθώ ώρες να τον πιάσω, αλλά δεν μπορώ, γιατί είναι φορτωμένες οι γραμμές»·
- είναι φορτωμένη η γραμμή, βλ. συνηθέστ. μιλάει η γραμμή·
- έκλεισε η γραμμή, βλ. φρ. έπεσε η γραμμή·
- έπεσε γραμμή, έχει υποδειχθεί ο τρόπος ενέργειας σε κάποιον ή κάποιους, ιδίως από πολιτικό κόμμα: «έπεσε γραμμή απ’ το κόμμα στους συνδικαλιστές για νέες απεργιακές κινητοποιήσεις»·
- έπεσε η γραμμή, διακόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία με κάποιον λόγω στιγμιαίου προβλήματος του τηλεπικοινωνιακού δικτύου: «εκεί που μιλούσαμε, ξαφνικά έπεσε η γραμμή»·
- έπιασα γραμμή, πέτυχα να συνδεθώ τηλεφωνικά με κάποιον: «μόλις έπιασα γραμμή, του ανακοίνωσα την απόφασή μου ν’ αποσύρω την υποψηφιότητά μου για την προεδρία του συλλόγου μας»·
- έρχομαι γραμμή, πηγαίνω εκεί που με καλούν ή επιστρέφω στον προορισμό μου κατευθείαν, χωρίς παρεκκλίσεις: «μόλις με καλέσατε, ήρθα γραμμή ||  μόλις τέλειωσα τη δουλειά μου, ήρθα γραμμή στο σπίτι»·
- έχασα τη γραμμή μου, πάχυνα: «τον τελευταίο καιρό τρώω πολύ κι έχασα τη γραμμή μου»·
- έχει τη γραμμή του, είναι οικονομικά τακτοποιημένος, έχει αξιόλογο κοινωνικό κύκλο, είναι νοικοκυρεμένος: «δεν ζήτησε ποτέ του δανεικά λεφτά από κανέναν, γιατί έχει τη γραμμή του ο άνθρωπος!». Συνών. έχει την αράδα του / έχει τη σειρά του·
- έχω τη γραμμή μου, ενεργώ πάνω σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο, ακολουθώ το πρόγραμμά μου: «δε μ’ ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι, εγώ έχω τη γραμμή μου»·
- η γραμμή μετώπου, το στρατιωτικό μέτωπο: «όλοι οι μάχιμοι άντρες βρίσκονται στη γραμμή μετώπου»·
- η γραμμή της ζωής, (στη χειρομαντεία) σημάδι στο δέρμα της παλάμης σε μορφή γραμμής, που ανάλογα με το μήκος ή το πάχος της υποδηλώνει τη διάρκεια της ζωής του ατόμου: «η γραμμή της ζωής σου δείχνει πως θα ζήσεις πάνω από εκατό χρόνια!»·
- η γραμμή της καρδιάς, (στη χειρομαντεία) σημάδι στο δέρμα της παλάμης σε μορφή γραμμής, που ανάλογα με την κατεύθυνση και το σχήμα που δίνει, χαρακτηρίζει τη συναισθηματική ζωή του ατόμου: «η γραμμή της καρδιάς σου, δείχνει άστατη ερωτική ζωή»·  
- η πρώτη γραμμή, α. τα σύνορα κράτους και οι μάχιμοι άντρες που υπηρετούν εκεί: «πήρε μετάθεση για την πρώτη γραμμή || η πρώτη γραμμή έχει υψηλό φρόνημα». (Λαϊκό τραγούδι: η δοξασμένη Ελλάδα μας με κάλεσε κοντά της, εκεί στην πρώτη τη γραμμή με όλα τα παιδιά της)· βλ. και φρ. γραμμή πυρός. β. η περιοχή σπουδαίων, πολύ σημαντικών ιδίως γεγονότων: «οι δημοσιογράφοι ήταν στην πρώτη γραμμή για την ενημέρωση του κόσμου σχετικά με το φονικό τσουνάμι τα Χριστούγεννα του 2004 || από μικρό παιδί ήταν στην πρώτη γραμμή των δημοκρατικών αγώνων»·
- θερμή γραμμή, βλ. φρ. κόκκινη γραμμή·
- κίτρινη γραμμή, οδική σήμανση εντός των κατοικημένων περιοχών, δίπλα στα ρείθρα των πεζοδρομίων, που απαγορεύει εντελώς τη στάθμευση κάθε τροχοφόρου: «ακριβώς πάνω στη στροφή υπήρχε κίτρινη γραμμή, για να μπορούν να στρίβουν με άνεση τα λεωφορεία»·
- κόκκινη γραμμή, βλ. συνηθέστ. κόκκινο τηλέφωνο, λ. τηλέφωνο·
- κόπηκε η γραμμή, βλ. φρ. έπεσε η γραμμή·
- κρατώ σκληρή γραμμή, βλ. φρ. κρατώ σκληρή στάση, λ. στάση·
- κρατώ τη γραμμή μου, ενεργώ σύμφωνα με το σχέδιο που είχα προδιαγράψει: «εσείς δεν ξέρω τι θα κάνετε, πάντως εγώ, για να τελειώσω τη δουλειά, θα κρατήσω τη γραμμή μου»· βλ. και φρ. προσέχω τη γραμμή μου·
- μεθοριακή γραμμή, η μεθόριος, τα σύνορα ενός κράτους: «κάθε στρατεύσιμος, αν δεν είναι γιος βουλευτή ή υπουργού, είναι υποχρεωμένος να υπηρετήσει εννιά μήνες απ’ τη θητεία του στη μεθοριακή γραμμή»·
- μιλάει η γραμμή, είναι κατειλημμένο το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο: «προσπαθώ απ’ το πρωί να επικοινωνήσω τηλεφωνικά μαζί του, αλλά συνέχεια μιλάει η γραμμή»·
- μπαίνω σε κάποια γραμμή, βλ. φρ. μπαίνω σε μια γραμμή·
- μπαίνω σε μια γραμμή, α. τακτοποιώ, διευθετώ, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, την εργασία μου: «μόλις μπω σε μια αράδα, θα πάω ένα ταξιδάκι». β. αρχίζω να ζω ήρεμη ζωή: «ήταν άνθρωπος γλεντζές και ξενύχτης, αλλά απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, μπήκε σε μια γραμμή». Συνών. μπαίνω σε μια αράδα / μπαίνω σε μια σειρά / μπαίνω σε μια τάξη / μπαίνω σε μια σειρά και τάξη ·
- μπαίνω στη γραμμή, μπαίνω πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «μπήκα στη γραμμή για να βγάλω εισιτήριο». Συνών. μπαίνω στην αράδα / μπαίνω στη σειρά·
- μπήκε στη γραμμή (κάποιος), ενώ συνομιλούσα με κάποιον στο τηλέφωνο, συνδέθηκε και κάποιος άλλος στην ίδια τηλεφωνική γραμμή: «κι εκεί που μιλούσαμε για τα χθεσινά γεγονότα, ξαφνικά μπήκε στη γραμμή κάποιος, που ακούστηκε να βρίζει τη γυναίκα του»·
- ξεφεύγω απ’ τη γραμμή μου, βλ. φρ. βγαίνω απ΄ τη γραμμή μου·
- παίρνω γραμμή, α. πηγαίνω, επισκέπτομαι στη σειρά, διαδοχικά διάφορους ανθρώπους, διάφορους χώρους ή σημεία, διάφορα στέκια: «κάθε φορά που έχω οικονομικό πρόβλημα, παίρνω γραμμή τους φίλους μου για να με βοηθήσουν || κάθε βράδυ παίρνω γραμμή τα μπαράκια και τα κοπανάω». Συνών. παίρνω αράδα / παίρνω στη σειρά. β. ενεργώ σύμφωνα με τον τρόπο που μου υποδεικνύει κάποιος ή κάποιοι, ιδίως πολιτικό κόμμα: «αυτός δεν κάνει τίποτα, αν δεν πάρει πρώτα γραμμή απ’ το κόμμα του». γ. αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση: «ευτυχώς που πήρα γραμμή πως ήθελαν να με μπλέξουν σε μια ύποπτη δουλειά, και την κοπάνησα»·
- πάω γραμμή, κατευθύνομαι χωρίς παρεκκλίσεις προς ένα μέρος, προς ένα σημείο: «κάθε βράδυ που χωρίζουμε με την παρέα, πάω γραμμή στο σπίτι μου». (Λαϊκό τραγούδι: και γραμμή στο Μπόστον πάω γιατί πολύ τ’ αγαπάω, βρίσκω όλο  μερακλήδες ομορφάντρες ζεϊμπεκλήδες
- περνώ γραμμή, επιβάλλω συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας σε κάποιον ή κάποιους, ιδίως ως πολιτικό κόμμα: «η αντιπολίτευση δεν μπορεί να περάσει γραμμή στην κυβέρνηση σχετικά με το συνταξιοδοτικό»·
- περνώ τη γραμμή μου, επιβάλλω το δικό μου συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας σε κάποιον ή σε κάποιους, ιδίως ως πολιτικό κόμμα: «η αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να περάσει τη γραμμή της στην κυβέρνηση για το συνταξιοδοτικό»·
- πιάνω γραμμή, συνδέομαι τηλεφωνικώς με κάποιον: «μόλις κατάφερα να πιάσω γραμμή, του διαβίβασα όλα τα καθέκαστα»·
- πολεμώ στην πρώτη γραμμή, πολεμώ εκεί όπου διεξάγονται γενικευμένες εχθροπραξίες, πολεμώ στο μέτωπο: «στο αλβανικό μέτωπο ο πατέρας μου πολέμησε στην πρώτη γραμμή»· βλ. και φρ. βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή·
- προσέχω τη γραμμή μου, κάνω δίαιτα για να διατηρώ τη σιλουέτα μου: «απ’ τη μέρα που άρχισα να προσέχω τη γραμμή μου, νιώθω γενικά άλλος άνθρωπος»·
- πρώτης γραμμής, βλ. φρ. πρώτης τάξεως, λ. τάξη. (Λαϊκό τραγούδι: κιθάρες και μπουζούκια βιολιά πρώτης γραμμής κι ο Παπαϊωάννου στην πόρτα για νταής
- σε γενικές γραμμές, συνοπτικά, περιληπτικά: «πες μας σε γενικές γραμμές πώς έγινε το περιστατικό»·
- σε χοντρές γραμμές, χοντρικά, σε γενικές γραμμές: «σε χοντρές γραμμές κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- στέκομαι στη γραμμή, παίρνω θέση πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «στεκόμουν στη γραμμή μισή ώρα, μέχρι να φτάσω κι εγώ στα εκδοτήρια των εισιτηρίων». Συνών. στέκομαι στην αράδα / στέκομαι στη σειρά·
- της γραμμής, (για μεταφορικά μέσα) που εκτελεί πήγαινε έλα ένα συγκεκριμένο και προκαθορισμένο δρομολόγιο: «πήρε το πλοίο της γραμμής και πήγε στο νησί του». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’ταν δώδεκα του Μάρτη, μεσημέρι Κυριακής, τότε που ’φυγες στρατιώτης μ’ ένα τραίνο της γραμμής
- τον βγάζω απ’ τη γραμμή του, τον υποχρεώνω να ενεργεί διαφορετικά από ό,τι είχε προγραμματίσει, τον αποδιοργανώνω: «η δουλειά του πήγαινε μια χαρά, μέχρι που ήρθε ο άλλος και τον έβγαλε απ’ τη γραμμή του». Συνών. τον βγάζω απ’ την αράδα του / τον βγάζω απ’ τη σειρά του·
- του δίνω τη γραμμή, βλ. φρ. του περνώ τη γραμμή·
- του περνώ τη γραμμή, τον συνδέω τηλεφωνικά στο χώρο που μου υποδεικνύει: «επειδή δεν ήθελε ν’ ακούσει κανείς τη συνομιλία του με τη γυναίκα του, ζήτησε απ’ την τηλεφωνήτριά του να του περάσει τη γραμμή στο ιδιαίτερό του γραφείο»·
- του πήρα τη γραμμή, τον υποσκέλισα και στάθηκα πριν από αυτόν στη σειρά: «πετάχτηκε μέχρι το περίπτερο να πάρει τσιγάρα κι έτσι του πήρα τη γραμμή». Συνών. του πήρα την αράδα / του πήρα τη σειρά·
- του ’φαγα τη γραμμή, τον υποσκέλισα με πονηριά και στάθηκα πριν από αυτόν στη σειρά: «έπιασε κουβέντα μ’ έναν γνωστό του κι εγώ βρήκα την ευκαιρία και του ’φαγα τη γραμμή». Συνών. του ’φαγα την αράδα / του ’φαγα τη σειρά·
- τους βάζω σε κάποια γραμμή, βλ. φρ. τους βάζω σε μια γραμμή·
- τους βάζω σε μια γραμμή, οργανώνω μια ομάδα ανθρώπων έτσι ώστε να δουλεύουν πιο αποδοτικά, να παράγουν περισσότερο έργο: «στο εργοστάσιο επικρατούσε χάος, αλλά ο καινούριος διευθυντής τους έβαλε όλους σε μια γραμμή». Συνών. τους βάζω σε μια αράδα / τους βάζω σε μια σειρά / τους βάζω σε μια τάξη / τους βάζω σε μια σειρά και τάξη·
- τραβώ γραμμή, α. κατευθύνομαι χωρίς παρεκκλίσεις προς ένα μέρος: «απ’ το καφενείο τράβηξε γραμμή για το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: όσα βγάζω μου τα παίρνεις, βρε τσαχπίνα, και τραβάς γραμμή να παίξεις στα καζίνα). β. διαχωρίζω τη θέση μου από μια κοινή ενέργεια ή από την ενέργεια κάποιου: «επειδή δε συμφωνώ μαζί σας, εγώ τραβώ γραμμή κι εσείς κάν’ τε ό,τι θέλετε». γ. διαγράφω τις ενέργειες κάποιου, ιδίως τις κακές ή τις παράνομες: «επειδή καταλαβαίνω πως θέλεις να επανορθώσεις, τραβώ γραμμή σ’ όλες τις βλακείες σου και σου δίνω από δω και πέρα νέα ευκαιρία». δ. (για ηλεκτρολόγους) επεκτείνω το ηλεκτρικό δίκτυο σε ένα χώρο: «ζήτησα απ’ τον ηλεκτρολόγο, να τραβήξει μια γραμμή απ’ το σαλόνι στο μπαλκόνι»·
- φεύγω απ’ τη γραμμή, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή·
- φεύγω απ’ τη γραμμή μου, βλ. συνηθέστ. βγαίνω απ’ τη γραμμή μου·
- χάνω τη γραμμή μου, α. βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα και δεν μπορώ να επανακτήσω την ίδια θέση που είχα και προηγουμένως: «πετάχτηκα μέχρι την τουαλέτα κι έχασα τη γραμμή μου». β. χάνω τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι: «έμπλεξα με κάτι παλιόφιλους στα γλέντια και τα ξενύχτια κι έχασα τη γραμμή μου». Συνών. χάνω την αράδα μου / χάνω τη σειρά μου. γ. παχαίνω: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξα στο φαγητό κι έχασα τη γραμμή μου».

δαίμονας

δαίμονας, ο, ουσ. [<αρχ. δαίμων], ο δαίμονας. 1. πνεύμα του κακού και, κατ’ επέκταση, ο διάβολος, ο σατανάς: «έχει κυριευτεί απ’ το δαίμονα». 2. αυτός που σπρώχνει, που ωθεί κάποιον στην αμαρτία: «ήταν μια γυναικάρα, σωστός δαίμονας, που σε ξεσήκωνε με μια της ματιά». (Λαϊκό τραγούδι: τις νύχτες τις αόρατες εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί μου λέν’ οι δαίμονες σήκω και περιπάτει). 3. άνθρωπος πανέξυπνος, τετραπέρατος, αλλά και κακόβουλος, μοχθηρός: «δεν είναι μόνο που θα χάσεις την ησυχία σου, αν μπλέξεις μ’ αυτόν το δαίμονα, αλλά θα χάσεις και τα λεφτά σου». 4. αυτός που προκαλεί προβλήματα, που προξενεί ανησυχία με τη συμπεριφορά του: «μόλις σχολάσει το σχολείο, φωνάζουν όλοι οι μαθητές σαν τους δαίμονες και δε μας αφήνουν σε ησυχία». (Ακολουθούν 30 φρ.)·
- α στο δαίμονα ή άι στο δαίμονα! α. κατάρα με την οποία στέλνουμε κάποιον στο διάολο. β. ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής εκφράζει αμφισβήτηση ή έκπληξη για καλό ή για κακό: «ο τάδε αγόρασε βίλα στην εξοχή. -Άι στο δαίμονα, αυτός δεν είχε να φάει! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Άι στο δαίμονα, πριν λίγες ώρες ήμασταν μαζί!»· βλ. και φρ. άι στο διάβολο! λ. διάβολος·
- απειλεί θεούς και δαίμονες, βλ. λ. θεός·
- άσ’ τα να πάνε στο δαίμονα! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την κακή πορεία της εργασίας του σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς πας ή πώς πάει ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα και έχει την έννοια πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και ούτε υπάρχει περίπτωση να διορθωθούν. Συνών. άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! / άσ’ τα να πάνε στα κομμάτια! / άσ’ τα να πάνε στα τσακίδια! / άσ’ τα να πάνε στην οργή! / άσ’ τα να πάνε στο διάβολο! / άσ’ τα να πάνε στον κόρακα(!)·
- άσ’ το να πάει στο δαίμονα! μην το υπολογίζεις, βγάλ’ το από το νου σου, διάγραψέ το: «αφού βλέπεις πως το μηχάνημα είναι χαλασμένο, άσ’ το να πάει στο δαίμονα!». Συνών. άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ το να πάει στα κομμάτια! / άσ’ το να πάει στα τσακίδια! / άσ’ το να πάει στην οργή! / άσ’ το να πάει στο διάβολο! / άσ’ το να πάει στον κόρακα(!)·
- άσ’ τον να πάει στο δαίμονα! μην τον υπολογίζεις, αγνόησέ τον: «αφού σε πρόδωσε, άσ’ τον να πάει στο δαίμονα!». Συνών. ας’ τον να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ τον να πάει στα κομμάτια! / άσ’ τον να πάει στα τσακίδια! / άσ’ τον να πάει στην οργή! / άσ’ τον να πάει στο διάβολο! / άσ’ τον να πάει στον κόρακα(!)·
- βρίζει θεούς και δαίμονες, βλ. λ. θεός·
- είναι κακός δαίμονας, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει την ικανότητα να παρακινεί τους άλλους στο κακό: «είναι κακός δαίμονας αυτός που κάνεις παρέα και θα σε μπλέξει χωρίς να το καταλάβεις»·
- είναι ο κακός μου δαίμονας, δεν μπορώ ποτέ να αντιμετωπίσω με επιτυχία το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «σε οτιδήποτε έρχομαι αντιμέτωπος μ’ αυτόν τον άνθρωπο, σηκώνω τα χέρια μου, γιατί είναι ο κακός μου δαίμονας || αυτή η ομάδα είναι ο κακός μας δαίμονας και ποτέ δεν μπορούμε να τη νικήσουμε»·
- έχει το δαίμονα μέσα του, α. είναι άνθρωπος πανέξυπνος, δραστήριος, επινοητικός, εφευρετικός: «αυτό το παιδί θα προκόψει πολύ στη ζωή του, γιατί έχει το δαίμονα μέσα του». β. είναι άνθρωπος κακόβουλος, μοχθηρός: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί έχει το δαίμονα μέσα του και δεν κάνει καλό σε κανέναν». Συνών. έχει το διάβολο μέσα του / έχει το σατανά μέσα του·
- θηλυκός δαίμονας, γυναίκα πολύ έξυπνη, αλλά και πολύ μοχθηρή και ραδιούργα: «αν μπλέξεις μ’ αυτόν το θηλυκό δαίμονα, θα καταστρέψεις το σπίτι σου»·
- κατεβάζει θεούς και δαίμονες, βλ. λ. θεός·
- με πιάνουν οι δαίμονες, βλ. συνηθέστ. με πιάνουν τα δαιμόνια, λ. δαιμόνιο·
- μπήκε ο δαίμονας μέσα του, άρχισε ξαφνικά να συμπεριφέρεται εχθρικά ή παράλογα προς τους άλλους αλλά και προς τον ίδιο του τον εαυτό: «ήταν τόσο συνετό παιδί, όμως στα καλά καθούμενα, λες και μπήκε ο δαίμονας μέσα του, άρχισε να κάνει ένα σωρό τρελά πράγματα». Συνών. μπήκε ο διάβολος μέσα του·
- να με παρ’ ο δαίμονας! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει με τον εαυτό του: «να με παρ’ ο δαίμονας, όλο βλακείες κάνω!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να με πάρει. Συνών. να με πάρ’ η ευχή! / να με πάρ’ η οργή! / να με πάρ’ ο διάβολος! / να με πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να παρ’ ο δαίμονας! (γενικά) έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του: «να πάρ’ ο δαίμονας, τίποτα δε δουλεύει σωστά σ’ αυτή την επιχείρηση!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το φτου και πιο σπάνια το που, ενώ είναι φορές που ακούγεται και φτου, που και η φρ. κλείνει πάλι με το να πάρει. Συνών. να πάρ’ η ευχή! / να πάρ’ η οργή! / να πάρ’ ο διάβολος! / να πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να πας στο δαίμονα! δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου τι θα κάνεις, τι θα απογίνεις ή για το πού θα πας. Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε. Συνών. να πας στ’ ανάθεμα! / να πας στα τσακίδια! / να πας στο διάβολο! / να πας στον αγύριστο! / να πας στον εξαποδώ(!)· 
- να σε παρ’ ο δαίμονας! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει με κάποιον: «να σε παρ’ ο δαίμονας, σταμάτα επιτέλους αυτό το θόρυβο!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να σε πάρει. Συνών. να σε πάρ’ η ευχή! / να σε πάρ’ η οργή! / να σε πάρ’ ο διάβολος! / να πάρ’ ο κόρακας(!)·
- ο δαίμονας (δαίμων) του τυπογραφείου, το τυπογραφικό λάθος. Συνήθως αναφέρεται στο χώρο του Τύπου·
- οι δαίμονες της ασφάλτου, οδηγοί, ιδίως μοτοσικλετιστές, που αναπτύσσουν μεγάλη ταχύτητα και που γενικά οδηγούν παράτολμα: «απ’ όπου περνούν οι δαίμονες της ασφάλτου, αναστατώνουν τον κόσμο»·
- πού στο δαίμονα είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, χωρίς να γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στο δαίμονα είναι ο ηλεκτρολόγος, που κινδυνεύουνε να περάσουμε όλη τη νύχτα μέσ’ στο σκοτάδι! || πού στο δαίμονα είναι ο αναπτήρας μου και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσιγάρο μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο διάβολο είναι! / πού στο καλό είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού στο δαίμονα ήσουν! λέγεται απειλητικά ή επιτιμητικά σε άτομο που ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε, τη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στο δαίμονα ήσουν κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / πού στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο διάβολο ήσουν! / πού στο καλό ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού στο δαίμονα πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στο δαίμονα πήγε ο αναπτήρας μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο διάβολο πήγε! / πού στο καλό πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού στο δαίμονα πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στο δαίμονα πήγες και σε ψάχνω απ’ το πρωί!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο διάβολο πήγες! / πού στο καλό πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πώς στο δαίμονα! με ποιο τρόπο: «πώς στο δαίμονα ζουν μέσα σε τόση φτώχια, είν’ άξιο απορίας!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς στην ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο διάβολο! / πώς στο καλό! / πώς στον κόρακα(!)·
- τι στο δαίμονα! έκφραση εκνευρισμού ή δυσφορίας: «τι στο δαίμονα κάνει τόση ώρα και δεν έρχεται!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στην οργή! / τι στο διάβολο! / τι στο καλό! / τι στον κόρακα(!)·
- τι στο δαίμονα έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στο δαίμονα έγινε το στιλό μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στην οργή έγινε! / τι στο διάβολο έγινε! / τι στο καλό έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι στο δαίμονα έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στο δαίμονα έγινες και σε χρειάζομαι!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στην οργή έγινες! / τι στο διάβολο έγινες! / τι στο καλό έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!)·
- τι στο δαίμονα θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «σας ζητάει ο θυρωρός. -Τι στο δαίμονα θέλει;». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή θέλει; / τι στο διάβολο θέλει; / τι στο καλό θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι στο δαίμονα κάνεις! έκφραση απορίας για κάποιον που ασχολείται με πράγματα έξω από τις οδηγίες μας ή έξω από την ορθή διαδικασία ή εκτέλεση. Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο καλό κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- τον κυνηγάνε θεοί και δαίμονες, βλ. λ. θεός.

δημόσιος

δημόσιος, -α, -ο, επίθ. [<αρχ. δημόσιος], ο δημόσιος. 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο κράτος: «δημόσιες αρχές || δημόσιος υπάλληλος || δημόσια έργα». 2. που χρησιμοποιείται από το κοινό: «δημόσια λουτρά || δημόσιες τουαλέτες». 3. που απευθύνεται σε κόσμο, που γίνεται μπροστά σε κόσμο: «δημόσια θεάματα». 4. το αρσ. ως ουσ. ο δημόσιος, φαρδύς δρόμος, ιδίως αυτοκινητόδρομος, η δημοσιά: «αυτός ο χωματόδρομος σε βγάζει κατευθείαν στο δημόσιο». 5. το θηλ. ως ουσ. η δημόσια, γυναίκα κοινή, η πόρνη: «απ’ τη μέρα που τα ’μπλεξε με κείνη τη δημόσια, έγινε ρεζίλι των σκυλιών». 6. το ουδ. ως ουσ. το δημόσιο, το κράτος, οι κρατικές υπηρεσίες, που αποτελούν το όνειρο των περισσότερων Ελλήνων να προσληφθούν ως υπάλληλοι. Διάχυτη είναι η εντύπωση πως μεγάλος αριθμός των υπαλλήλων που υπηρετούν στο δημόσιο είναι ανάγωγοι, ανίκανοι, τεμπέληδες, λουφαδόροι και μικροαπατεώνες: «οι υπηρεσίες του δημοσίου χωλαίνουν σοβαρά». 7. Επίρρ. δημόσια και δημοσίως μπροστά σε κόσμο: «μίλησε δημόσια κατά της κυβέρνησης, χωρίς να φοβηθεί κανέναν || τον ξέχεσε δημοσίως κι ο άλλος δεν τόλμησε ν’ αρθρώσει κουβέντα. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άδεια μετά δημοσίων θεαμάτων, βλ. λ. άδεια·
- γίνομαι δημόσιο θέαμα, βλ. λ. θέαμα·
- δημόσια θεάματα, βλ. λ. θέαμα·
- δημόσια τάξη, βλ. λ. τάξη·
- δημόσιες σχέσεις, βλ. λ. σχέση·
- δημόσιος άντρας, βλ. λ. άντρας·
- δημόσιος κορβανάς, βλ. λ. κορβανάς·
- είναι δημόσιος κίνδυνος! βλ. λ. κίνδυνος·
- έξοδος μετά δημοσίων θεαμάτων, βλ. λ. έξοδος·
- μπαίνω στο δημόσιο, καταλαμβάνω μια θέση εργασίας σε υπηρεσία ή οργανισμό του δημοσίου: «απ’ τη μέρα που μπήκε στο δημόσιο, σώθηκε ο άνθρωπος»·
- τα δημόσια πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τον κάνω δημόσιο θέαμα, βλ. λ. θέαμα.

διάβολος

διάβολος κ. διάολος, ο, πλ. διάβολοι κ. διάολοι κ. διαβόλοι κ. διαόλοι, οι κ. διαβόλια κ. διαόλια, τα, ουσ. [<διάβολος (=συκοφάντης) <διαβάλλω], ο διάβολος. 1. άνθρωπος με σκοτεινές και κακές προθέσεις, ο δόλιος, ο ύπουλος, ο κακεντρεχής, ο  μοχθηρός, ο σατανικός, που μηχανορραφεί σε βάρος άλλων, που επιδιώκει το κακό τους, την καταστροφή τους: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν το διάβολο, κατάστρεψε τη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα την πάθω, όπως την έχουν πάθει όλοι, γιατί οι γυναίκες όλες είσαστε διαβόλοι). 2. άνθρωπος με οξυμμένη διάνοια, δραστηριότητα, πειθώ, ο πανέξυπνος, ο τετραπέρατος, ο καπάτσος, που πάντα βρίσκει τρόπο να ξεμπλέξει από κάποια δυσκολία: «είναι διάολος στη δουλειά του || είναι τόσο διάβολος, που πάντα βρίσκει τον τρόπο να πετύχει αυτό που επιδιώκει || αν θέλεις να τελειώσεις γρήγορα τη δουλειά σου, ανάθεσέ την στον τάδε, που είναι διάβολος». 3. πρόσωπο ή πράγμα που μας προκαλεί αναστάτωση, εκνευρισμό ή φθορά: «ήρθε πρωί πρωί στο σπίτι αυτός ο διάβολος ο κουνιάδος μου, κι ήθελε να κάνουμε κουβέντα για τα κληρονομικά || τι διάβολος είναι αυτός, που με ξεκουφαίνει τόση ώρα;». (Τραγούδι: όχι λέμε στην πρέζα, όχι σ’ αυτόν το διάολο, όχι λέμε στην πρέζα, όχι και στα σκληρά). 4α. ως επιφών. διάβολε! τέλος πάντων, επιτέλους: «διάβολε, κάνε μου τη χάρη να σταματήσεις αυτή τη γκρίνια!». β. έκφραση που δηλώνει μεγάλο θυμό ή εκνευρισμό: «διάβολε, πού ήσουν όλο το πρωί και σε χρειαζόμουν! || θα σταματήσεις, επιτέλους, διάβολε αυτή την γκρίνια;». Υποκορ. διαβολάκι, το κ. διαβολάκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 111 φρ.)·
- α στο διάβολο! ή άι στο διάβολο! α.  έκφραση αγανάκτησης ατόμου που συναντάει συνέχεια δυσκολίες στη δουλειά του ή γενικά που συναντάει δυσκολίες στη ζωή του: «άι στο διάβολο, όλα τα δύσκολα σε μένα θα τύχουν!». β. έκφραση ανακούφισης ατόμου που, επιτέλους, έφερε σε πέρας κάποια δύσκολη δουλειά ή που απαλλάχτηκε από κάποια δύσκολη δουλειά ή γενικά που πέρασαν οι δύσκολες μέρες και άρχισαν τα πράγματα στη ζωή του να του έρχονται ευνοϊκά: «άι στο διάβολο, τέλειωσα επιτέλους και μ’ αυτή τη γάγγραινα!». γ. ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής του ατόμου, εκφράζει έκπληξη ή αμφισβήτηση για καλό ή για κακό: «ο τάδε αγόρασε Μερσεντές. -Άι στο διάολο, αυτός μέχρι τα χτες δεν είχε να φάει! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Άι στο διάβολο, μέχρι πριν λίγο ήμασταν μαζί!». δ. έκφραση ειρωνείας σε κάποιον που μας λέει απίθανα ή απίστευτα πράγματα: «με παρακαλούσε η Μιμή Ντενίση να τα φτιάξει μαζί μου. -Άι στο διάβολο!». Πολλές φορές, στις δυο παραπάνω περιπτώσεις, της φρ. προτάσσεται το ε. ε.έκφραση δυσφορίας σε κάποιο ενοχλητικό άτομο με την έννοια να μας αφήσει ήσυχους, να πάψει να μας ενοχλεί, να φύγει, να ξεκουμπιστεί: «άι στο διάβολο, απάλλαξέ μας επιτέλους απ’ την παρουσία σου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου ή το ρε φίλε. στ. έκφραση εκνευρισμού και θυμού, ιδίως συχνή σε καβγάδες: «άι στο διάολο, που θα κάτσω ν’ ασχοληθώ κι άλλο μαζί σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε το βρε ή το μωρέ, και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το λέω ’γω. Συνών. α στην ευχή! ή άι στην ευχή!  / α στην οργή! ή άι στην οργή! / α στο δαίμονα! ή άι στο δαίμονα! / α στο καλό! ή άι στο καλό! / α στον κόρακα! ή άι στον κόρακα(!). Τέλος, κατάρα με την οποία στέλνουμε κάποιον στο διάβολο·
- αλλά βλέπεις ο διάβολος και του Μανόλη η σκούφια... ή αλλά βλέπεις ο διάβολος κι η σκούφια του Μιχάλη…, έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε κάποιο ατόπημά μας ή κάποια αποτυχία μας λόγω απροσδόκητων συμπτώσεων: «εγώ δεν είχα σκοπό ν’ απατήσω τη γυναίκα μου, αλλά βλέπεις ο διάβολος και του Μανόλη η σκούφια...», εννοείται με ξεγέλασαν και την απάτησα. Πρβλ.: ο διάβολος την έβαλε κι η σκούφια του Μιχάλη, προτού να κλείσει μια πληγή, να μου ανοίξει άλλη (Λαϊκό τραγούδι)·
- αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), αν παρ’ ελπίδα γίνουν όλα έτσι όπως τα θέλω, αν τελικά επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες μου, χωρίς να έχω προηγουμένως βάσιμες υποψίες ή ενδείξεις για κάτι τέτοιο: «αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του και μου πέσει το λαχείο, θα τρελαθώ στα ταξίδια». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε ·
- άνθρωπος του διαβόλου, βλ. λ. άνθρωπος·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, από έναν δύστροπο, από έναν κακότροπο, κακόπιστο άνθρωπο ό,τι μπορέσει να πάρει κανείς κέρδος είναι: «ό,τι και να σου δώσει αυτό το στραβόξυλο, πάρ’ το, γιατί απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, κέρδος είναι»·
- απ’ του διαβόλου την αυλή, μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί, απόφευγε τους κακούς, τους κακόπιστους ανθρώπους, και όταν ακόμα είσαι σίγουρος πως δεν μπορούν να σε βλάψουν: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους παλιοαλήτες, γιατί απ’ του διαβόλου την αυλή, μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί»·
- άσ’ τα να πάνε στο διάβολο! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή ή από την κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς πάει ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα και έχει την έννοια πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και ούτε υπάρχει περίπτωση να διορθωθούν. Συνών. άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! / άσ’ τα να πάνε στα κομμάτια! / άσ’ τα να πάνε στα τσακίδια! / άσ’ τα να πάνε στην οργή! / άσ’ τα να πάνε στο δαίμονα! / άσ’ τα να πάνε στον κόρακα(!)·
- άσ’ το να πάει στο διάβολο! μην το υπολογίζεις, βγάλ’ το από το νου σου, διάγραψέ το: «αφού βλέπεις πως το μηχάνημα δε λειτουργεί, άσ’ το να πάει στο διάβολο!». Συνών. άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ το να πάει στα κομμάτια! / άσ’ το να πάει στα τσακίδια! / άσ’ το να πάει στην οργή! / άσ’ το να πάει στο δαίμονα! / άσ’ το να πάει στον κόρακα(!)·
- άσ’ τον να πάει στο διάβολο! μην τον υπολογίζεις, αγνόησέ τον, άφησέ τον: «αφού βλέπεις πως είναι παλιάνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο διάβολο!». Συνών. άσ’ τον να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ τον να πάει στα κομμάτια! / άσ’ τον να πάει στα τσακίδια! / άσ’ τον να πάει στην οργή! / άσ’ τον να πάει στο δαίμονα! / άσ’ τον να πάει στον κόρακα(!)·
- βλέπω το διάβολό μου, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «από μικρό παιδί βλέπω το διάβολό μου κάθε μέρα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου / βλέπω του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. είδα το διάβολό μου·
- βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα, αυτή την ώρα που επικοινωνούμε (τηλέφωνο, αλληλογραφία), σου μιλώ (σου γράφω), από πολύ απομακρυσμένο προάστιο, από πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «δεν προλαβαίνω να ’ρθω τόσο γρήγορα, γιατί αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- βρίσκω το διάβολό μου, α. έχω να κάνω με άνθρωπο καταχθόνιο ή πανέξυπνο ή ασχολούμαι με πολύ δύσκολη δουλειά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, βρήκα το διάβολό μου, γιατί έχω συνέχεια προβλήματα μαζί του || μπλέχτηκα με μια δουλειά, που δεν την κάτεχα, και βρήκα το διάβολό μου. (Λαϊκό τραγούδι: μες την Αθήνα ξενυχτώ για σένα βρε μικρό μου και κάθε μέρα εγώ για σε, βρ’ αμάν, αμάν βρίσκω το διάβολό μου). β. καταταλαιπωρούμαι από κάποια κατάσταση ή σχέση, μπλέκομαι σε απρόσμενες δυσκολίες: «αποφάσισα να χτίσω κι εγώ ένα εξοχικό και βρήκα το διάβολό μου || έμπλεξα μ’ αυτή την τρελοπαντιέρα και βρήκα τον διάβολό μου»·
- δεν πάει στο διάβολο! δε νοιάζομαι, δεν ενδιαφέρομαι διόλου για κάποιον ή για κάτι: «αφού δεν ακούει τις συμβουλές σου, δεν πάει στο διάβολο! || αφού δεν ήταν δικό σου ο αναπτήρας, δεν πάει στο διάβολο!»·
- δεν πα(ς) στο διάβολο! α. δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου τι θα κάνεις ή τι θα απογίνεις ή πού θα πας: «όσον καιρό σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες πήγαιναν στου γάιδαρου τον κώλο, γι’ αυτό δεν πας στο διάβολο!». Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω. β. έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας απειλεί πως θα φύγει από το μέρος που βρισκόμαστε ή γενικά πως θα αποχωρήσει από κάπου: «αν επιμένεις περισσότερο στις θέσεις σου, εγώ θα φύγω. -Δεν πας στο διάβολο! || αν δε μου δώσεις τα λεφτά που θέλω, θα φύγω απ’ το συνεταιρισμό. -Δεν πας στο διάβολο!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το λέω ’γω, και είναι αρκετές φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. γ. άφησέ με ήσυχο, μη με σκοτίζεις, μη με ενοχλείς περισσότερο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε, βρε ή το μωρέ και κλείνει με το λέω ’γω, και είναι αρκετές φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. Τις πιο πολλές φορές, το τελικό σίγμα του ρ. δεν ακούγεται·
- δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ κάποιος άνθρωπος δείχνει όλη τη διάθεση να βάλει πρόγραμμα στη ζωή του και να συνετιστεί, εντούτοις, είναι πολλοί αυτοί που τον δελεάζουν και τον παρασύρουν στην άστατη ζωή: «το παιδί κάνει κάθε τόσο προσπάθειες να νοικοκυρευτεί, αλλά δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι, γιατί όλο και κάποιος απ’ την παλιοπαρέα του το παρασέρνει». Συνών. η πουτάνα θέλει να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει / κάνει η πούτσα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει·
- διαβόλοι και τριβόλοι, χαρακτηρίζει τους επικίνδυνους ανθρώπους, τα κακοποιά στοιχεία: «έμπλεξε στη ζωή του με διαβόλους και τριβόλους κι απορώ πώς γλίτωσε τη φυλακή!». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα το Γεράσιμο από το Αργοστόλι, που μου ’δωσαν παράσημο διαβόλοι και τριβόλοι πώς μ’ έμπλεξες κυρά μου, πώς μ’ έκανες κυρά να χάσω τα νερά μου και ν’ αράξω στη στεριά
- διαβόλοι, τριβόλοι, περιληπτική έννοια, που χρησιμοποιούμε για να συμπεριλάβουμε στο λόγο μας ανθρώπους διαφόρων τάξεων, ειδικοτήτων, εθνικοτήτων που συνοδεύουν, χωρίς να κατονομάζονται ακριβώς, αυτούς που έχουμε ήδη αναφέρει με το όνομα τους . Η περιληπτική έννοια εξηγείται, είτε γιατί η αναλυτική θα αποτελούσε πλεονασμό είτε γιατί δεν αξίζει τον κόπο είτε γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός της φράσης μας: «βέβαια, ήταν κι άλλοι μαζεμένοι στη δεξίωση, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, διαβόλοι, τριβόλοι || εκτός απ’ αυτούς που σας είπα, συναντήσαμε Γάλλους, Άγγλους, Πορτογάλους, διαβόλους, τριβόλους, δεν μπορέσαμε όμως να συνεννοηθούμε με κανέναν»· βλ. και φρ. διαβόλια τριβόλια, λ. διαβόλια·
- δικηγόρος του διαβόλου, α. λέγεται για κάποιον που αγωνίζεται να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενους ή σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις, ή που προσπαθεί να τους τα συμβιβάσει όσο πιο ανώδυνα γίνεται: «να δεις που στο τέλος όλοι θα τα βρουν μεταξύ τους κι όπως συμβαίνει πάντα, ο μόνος που θα βγει εκτεθειμένος θα είναι ο δικηγόρος του διαβόλου». β. αυτός που δεν υπηρετεί στην πραγματικότητα τη δικαιοσύνη και την αλήθεια αλλά το συμφέρον του, αυτός που διαστρεβλώνει τα γεγονότα, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα σοφιστικά και πειστικά για να υπερασπιστεί κάτι ή κάποιον: «αφού το βλέπεις ξεκάθαρα πως έχεις άδικο, γιατί συνεχίζεις να το παίζεις δικηγόρος του διαβόλου;» βλ. φρ. κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου·
- δουλειά του διαβόλου ή δουλειές του διαβόλου, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλε ο διάβολος την ουρά του, α. λέγεται σε περίπτωση ανεξήγητης αναστάτωσης ή ανεξήγητης διχόνοιας που προκαλείται, ιδίως σε μια παρέα ή οικογένεια, και που αποδίδεται στην παρέμβαση διαβολικών δυνάμεων, στο χτύπημα της ουράς του διαβόλου: «μα τι έγινε ξαφνικά και μπερδευτήκαμε όλοι έτσι στα καλά καθούμενα! Έβαλε ο διάβολος την ουρά του;». Από τη θρησκευτική εικονογραφία, όπου, συνήθως, η ουρά του διαβόλου παρουσιάζεται να καταλήγει σε αιχμή βέλους και υπονοείται ότι με το χτύπημά της, δημιούργησε αναστάτωση σε μια ομήγυρη ή στο άτομο που δέχτηκε το χτύπημά της. β. λέγεται για άτομο που αρχίζει ξαφνικά να ενεργεί παράλογα ή ερειστικά: «ξαφνικά, άλλαξε εντελώς στάση και συμπεριφορά απέναντί μας, λες κι έβαλε ο διάβολος την ουρά του». (Λαϊκό τραγούδι: έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του πάλι και σου πήρε τα μυαλά σου μέσα απ’ το κεφάλι). γ. η δουλειά ή η υπόθεση, ενώ περιμέναμε να εξελιχθεί ομαλά, ξαφνικά μας δημιουργεί προβλήματα (λες και παρενέβη ο διάβολος): «κι εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά, στράβωσε η δουλειά, λες κι έβαλε ο διάβολος την ουρά του»·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. φρ. έβαλε ο διάβολος την ουρά του. Εδώ γίνεται αναφορά στο κακό ποδαρικό (βλ. λ.)·
- είδα το διάβολό μου, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από του χάρου τα δόντια: «έπεσα με τ’ αυτοκίνητο πάνω στην κολόνα κι είδα το διάβολό μου». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου / είδα του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. βλέπω το διάβολό μου ·
- είμαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. φρ. βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα·
- είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα, μένει ή κατάγεται από πολύ απομακρυσμένο προάστιο, πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «αυτός είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα, πώς να ’ρθει εδώ; || ήρθε στην πόλη μας από μια χώρα που είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- είναι για το διάβολο πεσκέσι, το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ κακής ποιότητας: «αγόρασε μια τηλεόραση, που είναι για το διάβολο πεσκέσι». Πρόκειται δηλαδή για πράγμα που το προορίζουμε ως δώρο στο διάβολο, οπότε αποκλείεται να είναι καλής ποιότητας· βλ. και φρ. είναι του διαβόλου πεσκέσι·
- είναι διάβολος με κέρατα, είναι πολύ κακός, πολύ πανούργος και μοχθηρός: «σε συμβουλεύω να τον προσέχεις πολύ, γιατί είναι διάβολος με κέρατα και μπορεί να σου κάνει μεγάλη ζημιά»·
- είναι διάβολος στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι διάβολος σωστός ή είναι σωστός διάβολος, λέγεται για πολύ δραστήριο, για πολύ έξυπνο άτομο: «ό,τι δουλειά και να του αναθέσεις, την τελειώνει στο πι και φι, γιατί είναι διάβολος σωστός»· βλ. και φρ. είναι διάβολος με κέρατα·
- είναι διαβόλου γέννα, α. είναι δόλιος, καταχθόνιος, σατανικός, είναι άτομο που επιδιώκει πάντα το κακό του άλλου: «μην κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι διαβόλου γέννα και θα ’χεις μπλεξίματα». β. είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος, αλλά χρησιμοποιεί την εξυπνάδα του για να εξαπατά τους άλλους: «μην κάνεις συνεταιρισμό μαζί του, γιατί είναι διαβόλου γέννα και θα σε ρίξει»·
- είναι διαβόλου θηλυκό, βλ. λ. διαβολοθήλυκο·
- είναι διαβόλου κάλτσα, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα. Εδώ ίσως υπολανθάνει η εικόνα του παράνομου, ο οποίος κατά τη διάρκεια της δράσης του φοράει στο κεφάλι του μια νάιλον κάλτσα, που αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, για να μην μπορεί να αναγνωριστεί, προσδίνοντας παράλληλα σ’ αυτά και μια διαβολική όψη·
- είναι διαβόλου σπέρμα, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα·
- είναι διαβόλου σπορά, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα·
- είναι διαβόλου φύτρα, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα·
- είναι ο διάβολος μεταμορφωμένος, είναι πολύ κακός, πολύ μοχθηρός και μας παρουσιάζεται με ανθρώπινο παρουσιαστικό, για να πετύχει κάποιο σκοπό του σε βάρος μας: «μην πιστεύεις τα περί φιλίας και τα παρόμοια που σου λέει, γιατί είναι ο διάβολος μεταμορφωμένος και θα σου τη φέρει χωρίς να το καταλάβεις». Πολλές φορές το ο τονισμένο·
- είναι σκέτος διάβολος, έκφραση με την οποία δίνουμε έμφαση στις θετικές ή αρνητικές ικανότητες κάποιου: «είναι σκέτος διάβολος στις εμπορικές επιχειρήσεις || είναι σκέτος διάβολος στις απατεωνιές»·
- είναι του διαβόλου πεσκέσι, είναι πολύ ανήθικος, δόλιος και επικίνδυνος: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι του διαβόλου πεσκέσι και δε θα καταλάβεις πότε θα σου κάνει το κακό». Πρόκειται δηλαδή για άτομο που μας έκανε δώρο ο διάβολος, οπότε αποκλείεται να είναι καλός· βλ. και φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι·
- έρχομαι απ’ του διαβόλου τη μάνα, έρχομαι από πολύ απομακρυσμένο προάστιο, από πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «να κάτσω λίγο να ξεκουραστώ, γιατί έρχομαι απ’ του διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- έσπασε ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), α. μετά από καιρό αναμονής ή μετά από αλλεπάλληλες ατυχίες ή δυσκολίες, ήρθαν όλα έτσι όπως τα ήθελα ή όπως τα περίμενα, πέρασαν πια οι δυσκολίες: «μετά από τόσα κεσάτια, έσπασε ο διάβολος το πόδι του και πήρα εκείνη τη δουλειά». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται του ρ. και άλλοτε μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το επιτέλους. β. δε δημιουργήθηκε η νέα δυσκολία ή το νέο εμπόδιο που αναμενόταν, ή ξεπεράστηκε η δυσκολία ή το εμπόδιο που είχε προκύψει: «έσπασε ο διάβολος το πόδι του και δεν έπεσε κι η γέφυρα απ’ τις πλημμύρες || έσπασε ο διάβολος το πόδι του και του ’πεσε ο πυρετός». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται του ρ. και άλλοτε ακολουθεί το ρ. της φρ. το ευτυχώς·
- έτσι και σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. φρ. αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του)·
- έχει το διάβολο μέσα του, α. είναι ικανότατος, πανέξυπνος, τετραπέρατος, δαιμόνιος: «ό,τι δουλειά και να του αναθέσεις, την φέρνει σε πέρας, γιατί έχει το διάβολο μέσα του». β. είναι ανήσυχος, δεν μπορεί να παραμείνει άπραγος, θέλει πάντα να ασχολείται με κάτι, έχει ακατάβλητη ενεργητικότητα: «απ’ την ώρα που θα ξυπνήσει μέχρι αργά το βράδυ, όλο και με κάτι θέλει ν’ ασχολείται, γιατί έχει το διάβολο μέσα του». Συνών. έχει το δαίμονα μέσα του / έχει το σατανά μέσα του·
- η βδομάδα του διαβόλου, βλ. λ. διαβολοβδομάδα·
- η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι, βλ. λ. γυναίκα·
- η σκούφια του είναι γεμάτη διαβόλους, βλ. λ. σκούφια·
- θα σε πάρει ο διάβολος και θα σε σηκώσει! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα του συμπεριφερθούμε πολύ αυστηρά, πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά: «αν ξαναπιάσεις την οικογένειά μου στο στόμα σου, θα σε πάρει ο διάβολος και θα σε σηκώσει!»·
- θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα! θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά, όπως σου αξίζει: «αν ξανακάνεις αταξία, θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το που σε γένναγαν ή που σε γέννησαν ή που σε πέταγαν·
- θέλει ν’ αγιάσει, αλλά δεν τον αφήνουν οι διαβόλοι, βλ. φρ. δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ θέλουμε να κάνουμε ενάρετη ζωή, μας εμποδίζουν οι ισχυρές σεξουαλικές μας επιθυμίες·
- κάθομαι στου διαβόλου τη μάνα, το σπίτι μου βρίσκεται σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «δεν μπορούμε να τον επισκεφτούμε εύκολα, γιατί κάθεται στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- κάνω το δικηγόρο του διαβόλου, α. προσπαθώ να κρατήσω τις ισορροπίες ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενους ή ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις ή προσπαθώ να τους τα συμβιβάσω όσο πιο ανώδυνα γίνεται: «επιτέλους, βρείτε τα, ρε παιδιά, γιατί κουράστηκα τόσον καιρό να κάνω το δικηγόρο του διαβόλου». β. υπερασπίζομαι τα δικά μου συμφέροντα ή κάποιου άλλου, χωρίς να σημαίνει πως έχω πάντα δίκιο: «μια και πληρώνομαι απ’ την τάδε εταιρία, είμαι υποχρεωμένος να κάνω το δικηγόρου του διαβόλου κι ό,τι αποφασίσει το δικαστήριο». γ. παρεμβαίνω σε μια συζήτηση και υποστηρίζω μια άποψη που ανατρέπει τις ισορροπίες της κουβέντας, χωρίς να σημαίνει πως είναι απαραίτητα αυτή που υιοθετώ στη ζωή μου και γενικά, παίρνω θέση αντίθετη από αυτή που πιστεύω: «με συγχωρείτε, που θα κάνω το δικηγόρο του διαβόλου, αλλά γιατί δε σκέφτεστε μα τον βάλετε φυλακή;»·
- κάνω το συνήγορο του διαβόλου, βλ. φρ. κάνω το δικηγόρο του διαβόλου·
- μένω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. φρ. κάθομαι στου διαβόλου τη μάνα·
- μπήκε ο διάβολος μέσα του, άρχισε ξαφνικά να συμπεριφέρεται εχθρικά ή παράλογα προς τους άλλους, αλλά και προς τον εαυτό του: «ήταν τόσο συνετό παιδί και ξαφνικά άρχισε να κάνει ένα σωρό τρελά πράγματα, λες και μπήκε ο διάβολος μέσα του»·
- να με παρ’ ο διάβολος! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει με τον εαυτό του: «να με παρ’ ο διάβολος, όλο βλακείες κάνω!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να με πάρει. Συνών. να με πάρ’ η ευχή! / να με πάρ’ η οργή! / να με πάρ’ ο δαίμονας! / να με πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να πάρ’ ο διάβολος! (γενικά) έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του: «να παρ’ ο διάβολος, τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή μου!». (Λαϊκό τραγούδι: να πάρει ο διάβολος, κι απόψε πάλι τα ίδια, οι νοσταλγίες μου οι άρρωστες με ζώσανε σαν φίδια). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το φτου και πιο σπάνια το που, ενώ είναι φορές που ακούγεται και φτου, που και κλείνει πάλι με το να πάρει. Συνών. να πάρ’ η ευχή! / να πάρ’ η οργή! / να πάρ’ ο δαίμονας! / να πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να σε παρ’ ο διάβολος! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει με κάποιον: «να σε παρ’ ο διάβολος, σταμάτα, επιτέλους, αυτή την γκρίνια!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να σε πάρει. Συνών. να σε πάρ’ η ευχή! / να σε πάρ’ η οργή! / να σε πάρ’ ο δαίμονας! / να σε πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να πας στο διάβολο! α. δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου τι θα κάνεις, τι θα απογίνεις ή πού θα πας. Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω . Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε, και είναι φορές που, μετά το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε, ακούγεται για περισσότερη έμφαση και το κι ακόμα παραπέρα. β. λέγεται και ως κατάρα. (Λαϊκό τραγούδι: άιντα δε σε θέλω πια στο διάβολο να πας κι εσύ κι η μαμάκα σου κι ο πούστης π’ αγαπάς). Συνών. να πας στ’ ανάθεμα! / να πας στα κομμάτια! / να πας στα τσακίδια! / να πας στα τσακίδια! / να πας στον αγύριστο! / να πας στον εξαποδώ(!)·
- να πας στου διαβόλου τη μάνα! έκφραση τέλειας αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε, και είναι αρκετές φορές που, μετά το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε, ακούγεται για περισσότερη έμφαση και το κι ακόμα παραπέρα·
- ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί πουλούσε, λέγεται για τους παμπόνηρους, τους καπάτσους, που μπορούν να καταφέρνουν τα πάντα με την εξυπνάδα τους: «μα πώς χωρίς τίποτα τα καταφέρνει αυτός ο άνθρωπος να βγάζει λεφτά; -Ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί πουλούσε, αγόρι μου!»·
- ο διάβολος δε χαλάει τη φωλιά του, ο κακοποιός, ο παράνομος, ο εκτός νόμου άνθρωπος, δε βλάπτει αυτόν που τον βοηθάει, που τον υποθάλπει: «όλοι οι απατεώνες αλληλοϋποστηρίζονται, γιατί ο διάβολος δε χαλάει τη φωλιά του»·
- ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, όταν κάποιος δεν έχει κάτι συγκεκριμένο να κάνει, τότε ασχολείται με οτιδήποτε για να περάσει η ώρα του ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, κάνει ανοησίες, απερισκεψίες·
- ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε, λέγεται για εκείνους, που, όταν ήταν νέοι έκαναν έκλυτη ζωή και, μόλις γέρασαν, απαρνήθηκαν λόγω αδυναμίας τα εγκόσμια ή έγιναν υποχρεωτικά ευσεβείς: «όταν ήταν νέος οργίαζε, και τώρα που μεγάλωσε, τη βγάζει στο μπαλκόνι του. -Ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε || στα νιάτα του ήταν μέσα σ’ όλες τις ανωμαλίες, και τώρα που μεγάλωσε, δε φεύγει απ’ την εκκλησία. -Ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε»· βλ. και φρ. όταν γεράσει ο διάβολος, καλογερεύει·
- ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε, δηλώνει πως η γυναίκα είναι πολυμήχανη και σε συνδυασμό με την ομορφιά της γίνεται, πολλές φορές, επικίνδυνη: «εγώ δεν κάνω το μάγκα στη γυναίκα, κι όταν δημιουργείται κάποια διαφορά μεταξύ μας προσπαθώ με ήρεμο τρόπο να τα συμβιβάσω, γιατί ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε»·  
- ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, πρέπει να ενεργεί κανείς με μεγάλη υπευθυνότητα και σωφροσύνη, να επαγρυπνεί συνέχεια, γιατί δεν ξέρει πώς και πότε θα ξεσπάσει το κακό: «πρόσεχε να μελετήσεις καλά τα συμβόλαια, πριν τα υπογράψεις, γιατί ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια»·
- ο διάβολος να σκάσει! (ενν. εγώ θα το κάνω), οπωσδήποτε, το δίχως άλλο: «ο διάβολος να σκάσει, εγώ θα την παντρευτώ!»·
- ο διάβολος στα βουνά και τα έργα του στον κάμπο, λέγεται γι’ αυτούς που οργανώνουν παρασκηνιακά διάφορες σκευωρίες, διάφορες συνωμοσίες: «τον βλέπεις έτσι κύριο και ήρεμο άνθρωπο, αλλά κινείται μυστικά κι αθόρυβα κι είναι ο διάβολος στα βουνά και τα έργα του στον κάμπο»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όταν γεράσει ο διάβολος, καλογερεύει, ο έξυπνος άνθρωπος ζει φρόνιμα όταν αντιληφθεί πως εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις του: «άσε τα κοριτσόπουλα μπάρμπα Γιώργο, γιατί, όταν γεράσει ο διάβολος, καλογερεύει». Συνών. σαν γεράσει η αλεπού, γίνεται καλογριά· βλ. και φρ. ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, βλ. λ. Θεός·
- ούτε το διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις, βλ. φρ. απ’ του διαβόλου την αυλή μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί·
- πάει κατά διαβόλου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πάει στο διάβολο, είναι κάπως ανεκτό: «το να ’ρχεται κάθε τόσο και να τον βοηθάω, πάει στο διάβολο, αλλά να ’ναι κι αχάριστος από πάνω, ε, αυτό πάει πολύ!»·
- παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι, βλ. λ. παπάς·
- πάω κατά διαβόλου, α. βαδίζω προς την καταστροφή, χάνομαι, καταστρέφομαι ηθικά: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτή την παρέα, πάει κατά διαβόλου αυτό το παιδί». β. καταστρέφομαι οικονομικά, χρεοκοπώ: «όταν καταπιάστηκε με δουλειά που δεν τη γνώριζε, πήγε κατά διαβόλου». γ. τσακώνομαι διαρκώς με κάποιον, δεν ταιριάζουν τα χνότα μας, ερχόμαστε σε σύγκρουση: «από τότε που γύρισα απ’ τη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζα, πάμε κατά διαβόλου με τους γονείς μου»·
- πάω στου διαβόλου τη μάνα, έχω να κάνω πολύ μακρινή πορεία, μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου: «ξεκίνησα πολύ πρωί, γιατί έπρεπε να πάω στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της πορείας, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- πεταλώνει και το διάβολο, είναι ικανότατος, πανέξυπνος, πολύ καπάτσος: «δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πεταλώνει και το διάβολο»·
- πήγε στο διάβολο, α. έκφραση τέλειας αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε. β. έκφραση ανακούφισης για την αναχώρηση ύστερα από πολλή ώρα κάποιου ανεπιθύμητου προσώπου από το χώρο μας. Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Συνών. πήγε στ’ ανάθεμα! / πήγε στα κομμάτια! / πήγε στα τσακίδια / πήγε στα τσακίδια! / πήγε στον αγύριστο! / πήγε στον εξαποδώ(!)·
- πήγαινε στο διάβολο! βλ. φρ. άι στο διάβολο(!)·
- πούλησε (και) την ψυχή του στο διάβολο, βλ. λ. ψυχή·
- που να πάρ’ ο διάβολος και να με σηκώσει! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει βάλει με τον εαυτό του: «που να πάρ’ ο διάβολος και να με σηκώσει, όλο βλακείες κάνω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα·
- που να πάρ’ ο διάβολος και να σε σηκώσει! έκφραση εκνευρισμένου ή  αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει βάλει με κάποιον: «που να πάρ’ ο διάβολος και να σε σηκώσει, όλο μέσ’ στα πόδια μου μπλέκεσαι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πού στο διάβολο είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, χωρίς να γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στο διάβολο είναι ο υδραυλικός και τον περιμένω από το μεσημέρι! || πού στο διάβολο είναι το στιλό μου και δεν έχω να γράψω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο δαίμονα είναι! / πού στο καλό είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού στο διάβολο ήσουν! λέγεται επιτιμητικά ή απειλητικά σε άτομο που ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε τη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στο διάβολο ήσουν κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / που στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού στο καλό ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού στο διάβολο πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στο διάβολο πήγε το στιλό μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο καλό πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού στο διάβολο πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στο διάβολο πήγες και σ’ έψαχνα όλο το πρωί!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! / πού στο καλό πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πώς στο διάβολο! α. με ποιο τρόπο: «πώς στο διάβολο ζουν μέσα σε τόση φτώχεια, είναι άξιο απορίας!». β. (γενικά) έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στο διάβολο τα κατάφερες κι ήρθες με τέτοιο παλιόκαιρο!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς στην ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο καλό! / πώς στον κόρακα(!)·
- σκάει διάβολο ή σκάει και διάβολο, α. είναι ή γίνεται πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός με την επιμονή του για να πετύχει κάτι από κάποιον: «αν δεν του δώσεις αυτό που του ’ταξες, σκάει διάβολο μέχρι να το πετύχει». β. δυσκολεύεται πολύ να κατανοήσει κάτι που του λέμε, είναι πολύ αργόστροφος: «μέχρι να καταλάβει τι του λες, σκάει διάβολο»·
- σκάσε διάβολε! α. επιτέλους, πάψε να μιλάς: «σκάσε διάβολε, γιατί δεν αντέχω άλλο τη γκρίνια σου!». β. έκφραση αγανάκτησης από συνεχιζόμενο φτέρνισμα δικό μας ή διπλανού μας, που έχει γίνει πια ενοχλητικό, αλλά λέγεται και με εξορκιστική διάθεση·
- στο διάβολο! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο, με την έννοια να μας αφήσει ήσυχους, να πάψει να μας ενοχλεί, να φύγει, να ξεκουμπιστεί. Συνών. στ’ ανάθεμα! / στα κομμάτια! / στα τσακίδια(!)·
- στου διαβόλου τη μάνα, α. απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού μένεις ή πού πας και εννοεί μια πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο. β. απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου πού να πάω.Αν ο ερωτώμενος θέλει να επιτείνει το μέγεθος της αδιαφορίας του, τότε η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα ·
- τα γράφω όλα στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα όλα στου διαβόλου το κατάστιχο, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα. (Λαϊκό τραγούδι: στου διαβόλου τα ’γραψα όλα το κατάστιχο και γλεντώ τα νιάτα μου πριν με πιάσει λάστιχο). Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα στου διαβόλου το κατάστιχο (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «τζάμπα μιλάς, γιατί όσα λες τα γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τάζει της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι, βλ. λ. κερί·
- τι στο διάβολο! έκφραση εκνευρισμού ή δυσφορίας: «τι στο διάβολο κάνει τόση ώρα και δεν έρχεται». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στην οργή! / τι στο δαίμονα! / τι στο καλό! / τι στον κόρακα(!)·
- τι στο διάβολο έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στο διάβολο έγινε ο αναπτήρας μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στην οργή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο καλό έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι στο διάβολο έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στο διάβολο έγινες όλο το πρωί και σε χρειαζόμουν!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στην οργή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο καλό έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!)·
- τι στο διάβολο θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «σας ζητάει ο τάδε. -Τι στο διάβολο θέλει;». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή θέλει; / τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο καλό θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι στο διάβολο κάνεις! έκφραση απορίας για κάποιον που ασχολείται με πράγματα έξω από τις οδηγίες μας ή έξω από την ορθή διαδικασία ή εκτέλεση. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο καλό κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- το τρίγωνο του διαβόλου, βλ. λ. τρίγωνο·
- το ’φερε ο διάβολος, βλ. συνηθέστ. το ’φερε η κακιά ώρα, λ. ώρα·
- τον (το) αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι, λέγεται σε περίπτωση που ένα άτομο επιδιώκει με κάθε τρόπο να μην συναντήσει κάποιον ή που αποφεύγει συστηματικά μια κατάσταση λόγω υπερβολικής απέχθειας: «αν θα ’ναι κι ο τάδε, δε θα ’ρθει, γιατί τον αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι || έχει τόσο πολύ υποφέρει μέσα στα νοσοκομεία από διάφορες αρρώστιες που, όταν χρειαστεί να πάει επίσκεψη σε νοσοκομείο, το αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι». Από το ότι ο διάβολος, σύμφωνα με τη σχετική φιλολογία, αποφεύγει συστηματικά το λιβάνι, γιατί, καθώς αυτό έχει ένα χαρακτηριστικό άρωμα, χρησιμοποιείται σε διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις·
- τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «εσένα σ’ εκτιμώ βαθύτατα, αλλά τον φίλο σου τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι καθόλου: «αν σου είπε πως θέλει νε με δείρει, πες του πως τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο». Για συνών. βλ. φρ. τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τον έχω στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. φρ. τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο·
- τον καβαλίκεψαν οι διαβόλοι, άρχισε να συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα, τρελά, δαιμονισμένα: «εκεί που καθόμασταν ήσυχα και μιλούσαμε, ξαφνικά τον καβαλίκεψαν οι διαβόλοι και δεν άφησε τίποτα όρθιο μέσ’ στο μαγαζί»·
- τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε, α. τιμωρήθηκε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις τον έπιασαν να βάζει χέρι στο ταμείο, τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε». β. έπαθε μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά, καταστράφηκε οικονομικά: «έμπλεξε με κάτι απατεώνες για να κάνουν δήθεν κάτι δουλειές, και τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τον πατέρα ή με το τον πατέρα και τη μάνα. (Τραγούδι: ποιος ξέρει τώρα να μου πει ποιαν αποφράδα μέρα μας πήρε και μας σήκωσε ο διάολος τον πατέρα; Και οι δεσποτάδες νταχτιρντί και γύρω γύρω όλοι μπουκάραν οι Οθωμανοί και πήρανε την Πόλη
- τον πιάνει ο διάβολος, ενεργεί σαν τρελός, σαν δαιμονισμένος: «όταν τον πιάνει ο διάβολος, είναι να μην κάθεσαι κοντά του, γιατί δεν ξέρεις τι θα σου προκύψει»·
- τον έστειλα κατά διαβόλου, βλ. φρ. τον έστειλα στο διάβολο·
- τον έστειλα στο διάβολο, α. τον έδιωξα ύστερα από ακατάσχετο υβρεολόγιο, τον διαβολόστειλα: «μ’ είχε φέρει μέχρι δω πάνω με τις ανοησίες του, και τον έστειλα στο διάβολο». β. έπαψα να ενδιαφέρομαι για κάποιον, αδιαφορώ τελείως: «αφού δεν εννοούσε να βάλει μυαλό, τον έστειλα κι εγώ στο διάβολο». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της αδιαφορίας μας, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Συνών. τον έστειλα στ’ ανάθεμα / τον έστειλα στα τσακίδια·
- τον στέλνω στου διαβόλου τη μάνα, α. τον στέλνω σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο. β. (συνήθως για στρατιωτικούς ή δημόσιους υπαλλήλους) τον μεταθέτω σε κάποια πολύ μακρινή πόλη ή χωριό, του κάνω δυσμενή μετάθεση: «η υπηρεσία του τον έστειλε στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- τον (το) φοβάται, όπως ο διάβολος το λιβάνι, βλ. φρ. τον (το) αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι·
- του αγίου άναβε κερί και του διαβόλου δέκα, πρέπει να καλοπιάνει κανείς περισσότερο κάποιο επικίνδυνο άτομο, από το οποίο ενδέχεται να πάθει κάποιο κακό παρά ένα καλό και αγαθό άτομο: «αν είναι μούτρο, όπως λες, αυτός που νοίκιασε το διπλανό διαμέρισμα, για καλό και για κακό του αγίου άναβε κερί και του διαβόλου δέκα»·
- του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, τιμωρήθηκε πολύ σκληρά, όπως του άξιζε, παραδειγματικά: «μόλις τον έπιασε τ’ αφεντικό του να κάνει πάλι κοπάνα, του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το που τον γένναγαν ή το που τον γέννησαν ή το που τον πέταγαν·
- τραβώ το διάβολό μου, παιδεύομαι πάρα πολύ, καταταλαιπωρούμαι: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκα, τραβώ το διάβολό μου, γιατί η γυναίκα μου μου βγήκε πολύ γκρινιάρα || τράβηξα το διάβολό μου, μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: μες την ταβέρνα ξενυχτώ για σένα, βρε μικρό μου, και κάθε μέρα εγώ για σε τραβώ το διάβολό μου
- τρέχω στου διαβόλου τη μάνα, πηγαίνω σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «τρέχω στου διαβόλου τη μάνα για να πλασάρω το εμπόρευμα». Πολλές φορές, για να επιτείνει το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Η φρ. συνήθως λέγεται από εμπόρους ή πλασιέ·
- φτάνω στου διαβόλου τη μάνα, φτάνω σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «ξεκίνησε για ένα ταξιδάκι κι έφτασε στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Η φρ. συνήθως λέγεται από εμπόρους, πλασιέ ή ταξιδευτές.

δρόμος

δρόμος, ο, ουσ. [<αρχ. δρόμος (= τρέξιμο) <δραμεῖν, απαρέμφ. αόρ. β΄ του ρ. τρέχω], ο δρόμος. 1. η διάρκεια μιας πορείας: «στο δρόμο για το σπίτι του είπε όλα τα καθέκαστα». 2. η διαδρομή ανάμεσα σε δυο σημεία, η μετάβαση και η επιστροφή: «έκανα πολλούς δρόμους μέχρι να ολοκληρώσω τη μετακόμιση || μου ’μειναν ακόμη δυο δρόμοι για να μεταφέρω όλο το εμπόρευμα». 3. η διαδρομή που ακολουθεί κάποιος για να φτάσει στον προορισμό του: «μπέρδεψα το δρόμο κι άργησα να ’ρθω || δεν μπορώ να βρω το δρόμο για να ’ρθω στο σπίτι σου». 4. το τρέξιμο: «θέλησα να ’ρθω γρήγορα και λαχάνιασα απ’ το δρόμο». 5. ως επιφών. δρόμο! φύγε, φύγετε αμέσως, φύγε, φύγετε γρήγορα. 6. (για μουσική) μελωδικός τρόπος πάνω στον οποίο χτίζεται ένα κομμάτι.. Συνών. μακάμι. 7. (στη ναυτική γλώσσα) η ταχύτητα του πλοίου: «ο πλοίαρχος έδωσε εντολή για μισό δρόμο», δηλ. για ελάττωση της ταχύτητας. 8. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που διακινεί τα λαθραία: «είχα ένα κάρο πράμα στην καβάτζα, αλλά δεν πέρασε ο δρόμος να τα πάρει». Υποκορ. δρομάκος, ο κ. δρομάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 199 φρ.)·
- αγώνας δρόμου, βλ. λ. αγώνας·
- αλλάζουν οι δρόμοι μας, α. παίρνουμε διαφορετικές κατευθύνσεις: «μέχρι εδώ ήρθαμε μαζί, από δω και πέρα όμως αλλάζουν οι δρόμοι μας». β. χωρίζουμε, διαλύουμε τον ερωτικό ή το φιλικό δεσμό μας, ακολουθούμε διαφορετική πορεία στη ζωή μας: «μια και δεν μπορέσαμε να κάνουμε χωριό, αλλάζουν οι δρόμοι μας». (Λαϊκό τραγούδι: άκου πώς κλαίει ο μπαγλαμάς, δεν ήταν η χαρά για μας. Δάκρυ τα τέλια στάζουνε, οι δρόμοι μας αλλάζουνε
- αλλάζω δρόμο, α. ενεργώ, συμπεριφέρομαι διαφορετικά απ’ ό,τι προηγουμένως προς το καλό ή προς το κακό: «αν δεν αλλάξεις δρόμο, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή; Και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή;). Συνών. αλλάζω βιολί / αλλάζω σκοπό / αλλάζω τακτική. β.ενώ βαδίζω πάνω σε μια οδό, ξαφνικά, αλλάζω κατεύθυνση, επειδή είδα κάποιον, και, κατ’ επέκταση, αποφεύγω συστηματικά να συναντήσω κάποιο άτομο: «μόλις τον βλέπει, αλλάζει δρόμο, γιατί του χρωστάει ένα κάρο λεφτά»· βλ. και φρ. αλλάζω το δρόμο μου·
- αλλάζω το δρόμο μου, παρεκτρέπομαι ηθικά: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες, άλλαξε το δρόμο του αυτό το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή, και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να γίνεις στη ζωή αμαρτωλή
- αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο, δεν ασχολείται με κάτι, αν δεν έχει οικονομικά κίνητρα, οικονομικά οφέλη: «τις μεγάλες ιδέες τις αφήνει για τους ιδεολόγους, γιατί αυτός, αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο». Από την εικόνα του ιστιοφόρου, που δεν κινείται, όταν δεν πνέει αέρας· 
- αν έχασες το δρόμο σου, ή ρώτα ή γύρνα πίσω, αν αποτύχεις σε μια δουλειά, ή ζήτα τη συνδρομή κάποιου έμπειρου ή παράτησέ την για να έχεις λιγότερη ζημιά: «στις δουλειές σου πρέπει να είσαι αποφασιστικός κι αν έχασες το δρόμο σου, ή ρώτα ή γύρνα πίσω»·
- αν με φέρει ο δρόμος (μου), αν περάσω συμπτωματικά από κάποιο σημείο, από κάποιο μέρος: «αν με φέρει ο δρόμος απ’ τη γειτονιά σου, θα ’ρθω απ’ το σπίτι σου να σε δω»· 
- ανάμεσα στον ανήφορο και στον κατήφορο υπάρχει και ο ίσιος δρόμος, βλ. φρ. ο μέσος δρόμος·
- άνθρωπος του δρόμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω δρόμο, α. παραμερίζω δεξιά αριστερά το πλήθος, τα εμπόδια με τα χέρια μου και προχωρώ: «άνοιγε δρόμο μέσα στο συνωστισμό και προχωρούσε με κόπο || άνοιγε δρόμο ανάμεσα απ’ την πυκνή βλάστηση || άνοιγε δρόμο ανάμεσα απ’ τους εχθρούς και προχωρούσε». (Επαναστατικό τραγούδι: με το ντουφέκι μου στον ώμο σε πόλεις, κάμπους και βουνά, της λευτεριάς ανοίγω δρόμο, της στρώνω βάγια και περνά).β. δημιουργώ πέρασμα σε δύσβατη περιοχή: «μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι άνοιγε δρόμο ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση». γ. αναπτύσσω ταχύτητα, ιδίως με το αυτοκίνητο ή τη μοτοσικλέτα μου: «έξω απ’ την Κατερίνη άνοιξα δρόμο και σε λίγο ήμουν στη Θεσσαλονίκη»· βλ. και φρ. ανοίγω το δρόμο και του ανοίγω το δρόμο·
- ανοίγω νέους δρόμους, α. πρωτοτυπώ, πρωτοπορώ: «στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης υπήρξαν πολλοί άξιοι δάσκαλοι, που άνοιξαν νέους δρόμους στην Παιδεία». β. δημιουργώ νέες προοπτικές για πολλούς: «η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στα δυο κράτη άνοιξε νέους δρόμους στο εμπόριο»·
- ανοίγω το δρόμο, α. καθαρίζω το δρόμο από τα εμπόδια που είχε και τον παραδίδω πάλι στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα άνοιξαν το δρόμο απ’ τα χιόνια και η συγκοινωνία διεξάγεται ομαλά». β. (για πρόσωπα) είμαι πρωτοπόρος σε έναν τομέα, συμβάλλω στην πρόοδο, στην εξέλιξη, εγκαινιάζω μια νέα συμπεριφορά ή ανακαλύπτω πρώτος κάτι: «πολλοί άξιοι επιστήμονες άνοιξαν το δρόμο στο χώρο της ιατρικής επ’ ωφελεία του ανθρώπου». γ. ξεκαθαρίζω ένα πρόβλημα ή μια κατάσταση νωρίτερα από κάποιον άλλον, με αποτέλεσμα να επωφεληθεί αργότερα και αυτός: «ευτυχώς είχα μια μεγαλύτερη αδερφή, που έβγαινε τα βράδια μέχρι αργά, κι έτσι μου άνοιξε το δρόμο να ξενυχτώ κι εγώ || η αποδέσμευση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων άνοιξε το δρόμο σε πολλούς ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων, να κρατούν ανοιχτά τα μαγαζιά τους μέχρι τις πρωινές ώρες»·
- άνοιξε ο δρόμος, α. ελευθερώθηκε από την κυκλοφορία των οχημάτων, παρατηρείται αισθητά ομαλή κυκλοφορία των οχημάτων: «το πρωί που κατέβαινα στη δουλειά, στο δρόμο υπήρχε μποτιλιάρισμα, αλλά κατά τις δέκα, όπως μου είπαν, άνοιξε ο δρόμος». β. καθαρίστηκε από τα εμπόδια που είχαν προκύψει και παραδόθηκε πάλι στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα καθάρισαν τους βράχους που έπεσαν απ’ τη διπλανή πλαγιά κι έτσι άνοιξε ο δρόμος»·
- απόμεινε στους πέντε δρόμους, βλ. φρ. έμεινε στους πέντε δρόμους·
- απομένω στους πέντε δρόμους, βλ. φρ. είμαι στους πέντε δρόμους·
- αφήνω δρόμο, παραμερίζω: «τον είδα που ερχόταν βιαστικά, γι’ αυτό άφησα δρόμο να περάσει»·
- αφήνω στο δρόμο (κάποιον), εγκαταλείπω κάποιον αβοήθητο στο δρόμο: «άφησε στο δρόμο χτυπημένο άνθρωπο κι έφυγε»· βλ. και φρ. πετώ στο δρόμο·
- αφήνω στους πέντε δρόμους, εγκαταλείπω κάποιον, ιδίως την οικογένειά μου, χωρίς να έχει οικονομικούς πόρους, στέγη και προστασία: «άφησε την οικογένειά του στους πέντε δρόμους κι εξαφανίστηκε με μια γκόμενα». (Λαϊκό τραγούδι: έφυγες και με άφησες οχ, μέσα στους πέντε δρόμους· μάρτυρες έχω τους γειτόνους
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους ή αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βαδίζω στο δρόμο του Θεού ή βαδίζω το δρόμο του Θεού, ακολουθώ τη χριστιανική διδασκαλία: «είναι καλός και δίκαιος άνθρωπος κι από μικρός βαδίζει το δρόμο του Θεού»·
- βαδίζω στον ίσιο δρόμο ή βαδίζω τον ίσιο δρόμο, βλ. φρ. βαδίζω στον καλό δρόμο·
- βαδίζω στον κακό δρόμο ή βαδίζω τον κακό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον κακό ή βαδίζω το δρόμο τον κακό, ζω στην αλητεία, στην παρανομία, στη διαφθορά: «όποιος βαδίζει στο δρόμο τον κακό, δεν έχει καλό τέλος»·
- βαδίζω στον καλό δρόμο ή βαδίζω τον καλό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον καλό ή βαδίζω το δρόμο τον καλό, ζω σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες, είμαι νομοταγής: «ποτέ κανένας δε μ’ ενόχλησε, γιατί βαδίζω στο δρόμο τον καλό»·
- βγάζω στο δρόμο, βλ. συνηθέστ. βγάζω στο κλαρί, λ. κλαρί·
- βγάζω τ’ άπλυτά του στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
- βγαίνω απ’ το δρόμο, (για οδηγούς) εκτρέπομαι από την ομαλή πορεία μου: «κάποια στιγμή αφαιρέθηκα έτσι όπως οδηγούσα, και βγήκα απ’ το δρόμο»·
- βγαίνω απ’ το δρόμο μου, εκτρέπομαι από το πρόγραμμά μου: «απ’ τη μέρα που βγήκες απ’ το δρόμο σου, αντιμετωπίζεις συνέχεια προβλήματα»·
- βγαίνω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. φρ. φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού·
- βγαίνω απ’ τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι ηθικά ή παύω να είμαι νομοταγής: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με κάτι αλήτες, βγήκε απ’ τον ίσιο δρόμο»·
- βγαίνω στο δρόμο ή βγαίνω στους δρόμους, διαδηλώνω δυναμικά για κάποιο αίτημά μου ή διαδηλώνω την αντίθεσή μου σε κάτι: «η σκληρή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης έβγαλε στο δρόμο τους συνταξιούχους, που ζητούν αύξηση των συντάξεών τους || οι εγκληματικοί βομβαρδισμοί του Ν.Α.Τ.Ο. εναντίον των αμάχων στη Σερβία έβγαλαν στους δρόμους τον κόσμο, αξιώνοντας την κατάπαυση των αεροπορικών επιδρομών». (Επαναστατικό τραγούδι: παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους, γυναίκες και άντρες με όπλα στους ώμους
- βγαίνω στους δρόμους, περιπλανιέμαι στην πόλη. (Λαϊκό τραγούδι: πάλι μες τους δρόμους βγήκα για καινούρια γκόμενα, πάλι μόνο μου με βλέπω για τα βράδια τα επόμενα)· βλ. και φρ. βγαίνω στο δρόμο·
- βρίσκεται σε σωστό δρόμο ή βρίσκεται στο σωστό δρόμο, α. ακολουθεί σωστή τακτική, προκειμένου να δώσει λύση σε κάτι, να ανακαλύψει κάτι ή να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «ο ανακριτής βρίσκεται σε σωστό δρόμο, όσον αφορά την εξιχνίαση του εγκλήματος || ο αρχιτέκτονας με διαβεβαίωσε πως τα σχέδια βρίσκονται στο σωστό δρόμο». β. (για δουλειές ή υποθέσεις) εξελίσσεται σύμφωνα με το προδιαγεγραμμένο σχέδιο: «οι εργασίες βρίσκονται σε σωστό δρόμο»·
- βρίσκεται στο δρόμο, βλ. φρ. είναι στο δρόμο·
- βρίσκεται στο δρόμο για…, βλ. φρ. είναι στο δρόμο για(…)·
- βρίσκω δρόμο, βρίσκω διέξοδο: «αν δεν έβρισκα δρόμο ανάμεσα στους θάμνους, θα περιπλανιόμασταν ακόμα μέσα στο δάσος»·
- βρίσκω το δρόμο, προσανατολίζομαι, βρίσκω τη σωστή κατεύθυνση: «δεν μπορούσα να βρω το δρόμο μέσα στη νύχτα»·
- βρίσκω το δρόμο μου, α. μετά από ένα διάστημα στην αλητεία ή στην παρανομία, επανέρχομαι στο σωστό δρόμο, ομαλοποιώ τη ζωή μου: «απ’ τη μέρα που ξέκοψε από κείνη την παρέα, βρήκε πάλι το δρόμο του». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό, μη νοιάζεσαι τι κάνω. Εκεί που έφτασες δε φτάνω Κλειδώσου πίσω από την πόρτα κι εγώ το δρόμο μου θα βρω). β. κατασταλάζω επαγγελματικά: «μη στενοχωριέσαι για το γιο σου, νέος είναι ακόμα, θα βρει το δρόμο του»· βλ. και φρ. παίρνω το δρόμο μου·
- για το δρόμο, οτιδήποτε παίρνει κάποιος για να το χρησιμοποιήσει στη διάρκεια μιας διαδρομής, μιας πορείας: «η μητέρα του του ετοίμασε κάνα δυο σάντουιτς για το δρόμο». (Τραγούδι: το δισάκι του στον ώμο για το δρόμο για το δρόμο). Για τους ανθρώπους της νύχτας και ειδικά για τους μπαρόβιους, είναι γνωστό πως την ώρα που έφευγαν από τα μπαρ έπαιρναν μαζί τους και ένα ποτήρι με ουίσκι για να το πιουν κατά την πορεία τους για κάπου, ιδίως για το σπίτι τους·
- γυναίκα του δρόμου, βλ. λ. γυναίκα·
- γυρίζω στους δρόμους, περιπλανιέμαι άσκοπα εδώ κι εκεί και, κατ’ επέκταση, αλητεύω: «αντί να γυρίζεις όλη μέρα στους δρόμους, στρώσε τον κώλο σου κάτω να περάσεις κανένα μάθημα στο Πανεπιστήμιο!». (Λαϊκό τραγούδι: έρωτα φύγε από δω, με πλήγωσες και σου ζητώ ελεημοσύνη, ζητιάνος τώρα αληθινός γυρνώ στους δρόμους σαν τρελός και σαν χαμίνι
- γυρίζω στους πέντε δρόμους, είμαι εγκαταλελειμμένος από όλους, είμαι πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, τον ξέχασαν όλοι και γυρίζει στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: μάνα μου, γιατί να με γεννήσεις, βάσανα να νιώσω και στερήσεις, στην ψευτιά αυτού του κόσμου να ’μαι πάντα μοναχός μου, μέσ’ στους πέντε δρόμους να γυρνώ
- δε βρίσκονται τα λεφτά στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- δε βρίσκονται τα χρήματα στο δρόμο ή δε βρίσκονται στο δρόμο τα χρήματα, βλ. λ. χρήματα·
- δείχνω το δρόμο (σε κάποιον), α. πληροφορώ, κατατοπίζω κάποιον ποια διεύθυνση να ακολουθήσει για να φτάσει στον προορισμό του: «με σταμάτησε κάποιος άγνωστος και με παρακάλεσε να του δείξω το δρόμο για το σιδηροδρομικό σταθμό». β. επιχειρώ πρώτος κάτι καλό και δίνω το παράδειγμα σε άλλους που ακολουθούν να το επαναλάβουν: «η εθνική νέων με τη νίκη της, έδειξε το δρόμο στην εθνική ανδρών»· βλ. και φρ. χαράζω το δρόμο·
- δεν υπάρχει άλλος δρόμος, αναγκαστική εφαρμογή ή δράση λόγω έλλειψης εναλλακτικής λύσης: «πρέπει να καταλάβετε πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος, γιατί σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα σας ή μονοιάζετε και μοιράζεστε την περιουσία του ή, αν δε γίνει αυτό, την αφήνει σε κάποιο ίδρυμα. Διαλέγετε και παίρνετε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία, στην περίπτωσή μας όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος). Συνών. δεν υπάρχει άλλος τρόπος·
- δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο, βλ. λ. ψυχή·
- δουλεύει ο δρόμος, βρίσκεται στην κυκλοφορία: «τα νομαρχιακά μηχανήματα καθάρισαν τις πέτρες από τις κατολισθήσεις κι απ’ το μεσημέρι δουλεύει πάλι ο δρόμος»·
- δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, λέγεται για άτομο που βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση, σε συνεχή πορεία. (Λαϊκό τραγούδι: δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω σε βουνά και σε γκρεμνό. Κι όμως ζω και τυραννιέμαι στον δικό της τον καημό). Συνήθως χρησιμοποιείται κατά τη διήγηση παραμυθιού, και μάλιστα πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο·
- δρόμος μετ’ εμποδίων, προσπάθεια ή επιδίωξη που αντιμετωπίζει ή που αντιμετώπισε πολλά προβλήματα, πολλά εμπόδια: «κατάφερα να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι, αλλά ήταν για μένα δρόμος μετ’ εμποδίων». Από το ομώνυμο άθλημα, κατά το οποίο οι δρομείς διατρέχουν μια απόσταση υπερπηδώντας παράλληλα και κάποια εμπόδια·
- δρόμος χωρίς επιστροφή, κατάσταση που οδηγεί στη σίγουρη καταστροφή: «ο δρόμος των ναρκωτικών είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή»·
- δρόμος χωρίς τέλος, κατάσταση που διαιωνίζεται αρνητικά: «η χαρτοπαιξία είναι ένας δρόμος χωρίς τέλος»·
- δώσ’ το δρόμο! (για πράγματα) πέταξέ το, αχρήστευσέ το: «δώσ’ το δρόμο αυτό το ρολόι, που είναι απ’ τον καιρό του Νώε!»·
- δώσ’ τον (την) δρόμο! (για πρόσωπα) διώξ’ τον, διώξ’ την: «αφού είναι μεθύστακας, δώσ’ τον δρόμο! || αφού δεν ταιριάζετε δώσ’ την δρόμο!»·
- δώσ’ του δρόμο! φύγε, απομακρύνσου γρήγορα: «δώσ’ του δρόμο, γιατί έρχονται να σε πιάσουν!»·
- είμαι στο δρόμο, α. βρίσκομαι σε κίνηση, σε πορεία, βαδίζω σε κάποιον δρόμο, και, κατ’ επέκταση, έρχομαι, πηγαίνω: «δεν μπορούσα να σε ειδοποιήσω, γιατί ήμουν στο δρόμο || θα τα πούμε άλλη φορά, γιατί τώρα είμαι στο δρόμο για τη δουλειά». β. δεν έχω δουλειά, δεν έχω θέση εργασίας: «απ’ τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο, είμαι στο δρόμο». γ. δεν έχω σπίτι να μείνω μόνιμα: «μετά απ’ τους σεισμούς είμαι στο δρόμο, γιατί το σπίτι μου κρίθηκε κόκκινο και κοιμάμαι πότε στον έναν και πότε στον άλλον»·
- είμαι σε σωστό δρόμο ή είμαι στο σωστό δρόμο, βρίσκομαι στη σωστή πορεία για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού: «στην αρχή δυσκολεύτηκα λίγο, αλλά τώρα είμαι στο σωστό δρόμο και η υπόθεσή μου εξελίσσεται κανονικά»·
- είμαι στους πέντε δρόμους, είμαι εγκαταλελειμμένος από όλους και πάμφτωχος, είμαι χωρίς στέγη και προστασία: «έπεσαν έξω οι δουλειές μου, με χώρισε η γυναίκα μου, με ξέχασαν οι φίλοι μου και τώρα είμαι στους πέντε δρόμους»·
- είναι ανοιχτός ο δρόμος, α. δεν έχει εμπόδια, μπορεί κανείς να τον περάσει ελεύθερα, μπορεί κανείς να τον διαβεί άφοβα: «μόλις έστριψαν τη γωνία, το ’βαλαν στα πόδια, γιατί ήταν ανοιχτός ο δρόμος || τ’ αυτοκίνητα κινούνται ομαλά, γιατί είναι ανοιχτός ο δρόμος». β. υπάρχουν ευοίωνες προοπτικές, προβλέπεται καλή εξέλιξη: «τέλειωσε εσύ τις σπουδές και μην ανησυχείς, γιατί μετά είναι ανοιχτός ο δρόμος»·
- είναι από δρόμο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μόλις έχει επιστρέψει από κάπου μακριά, από κάποιο ταξίδι: «αφήστε τον άνθρωπο λίγο να ξεκουραστεί, γιατί είναι από δρόμο»·
- είναι για δρόμο, α.(για πρόσωπα) είναι έτοιμος να αναχωρήσει για κάπου: «είναι στο δωμάτιό του κι ετοιμάζει τη βαλίτσα του, γιατί είναι για δρόμο». β. έχω την πρόθεση να διώξω από κοντά μου το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «απ’ όλη την παρέα μας είναι για δρόμο ο τάδε, γιατί μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά»· βλ. και φρ. το ’χω για δρόμο·
- είναι γυαλί ο δρόμος ή ο δρόμος είναι γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- είναι ένας του δρόμου, (για άντρες) δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο διάστημα στο σπίτι του, του αρέσει να γυρίζει μέσα στους δρόμους, και, κατ’ επέκταση, είναι αλήτης: «τον τελευταίο καιρό τον βλέπω σπάνια, γιατί κάνει παρέα με τον τάδε, που είναι ένας του δρόμου»·
- είναι καθρέφτης ο δρόμος ή ο δρόμος είναι καθρέφτης, βλ. λ. καθρέφτης·
- είναι μια του δρόμου, (για γυναίκες) είναι πόρνη: «άφησε την τάδε, που είναι κορίτσι, από σπίτι και τα ’φτιαξε με κείνη την άλλη, που είναι μια του δρόμου»·
- είναι ο μόνος δρόμος, δεν υπάρχει άλλος τρόπος ενέργειας για την επίτευξη κάποιου σκοπού, αποτελεί μονόδρομο: «απεργία είναι ο μόνος δρόμος για την ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων μας». Πρβλ.: εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι, αντίσταση και πάλη (Εργατικό ή πολιτικό σύνθημα)·
- είναι στο δρόμο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έρχεται ή πηγαίνει κάπου: «θ’ αργήσει να ’ρθει ο τάδε; -Είναι στο δρόμο || θα πρέπει να φτάσει όπου να ’ναι, γιατί είναι στο δρόμο»·
- είναι στο δρόμο για…, πηγαίνει, κινείται προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση: «έφυγε πριν από ώρα απ’ το σπίτι και τώρα σίγουρα θα είναι στο δρόμο για τη Θεσσαλονίκη»·
- είναι τζάμι ο δρόμος ή ο δρόμος είναι τζάμι, βλ. λ. τζάμι·
- έμεινα στο δρόμο, (για οδηγούς αυτοκινήτων) σταμάτησα την πορεία μου υποχρεωτικά από μηχανική βλάβη του αυτοκινήτου μου ή από άλλη αιτία: «όπως ερχόμουνα απ’ τα Μουδανιά, έμεινα στο δρόμο από σαζμάν || έμεινα στο δρόμο από βενζίνα»·
- έμεινε στο δρόμο, (για αυτοκίνητα) έπαθε μηχανική βλάβη και ακινητοποιήθηκε: «μετά την πρώτη στροφή των Μουδανιών τ’ αμάξι μου έμεινε στο δρόμο από διαφορικό»·
- έμεινε στους πέντε δρόμους, έμεινε ολομόναχος, πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «κάποτε είχε λεφτά με ουρά, αλλά τα ’χασε όλα στα χαρτιά κι έμεινε στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: το βλέπει να γκρεμίζεται και η καρδιά του σκίζεται! Από φίλους παρανόμους, έμεινε στους πέντε δρόμους!)· βλ. και φρ. είμαι στους πέντε δρόμους·
- ένα τσιγάρο δρόμος, η απόσταση που διανύει κανείς, ιδίως με τα πόδια, και που διαρκεί όσο και το κάπνισμα ενός τσιγάρου: «δεν είναι μακριά, μπορώ να σου πω ότι είναι ένα τσιγάρο δρόμος»·
- ένας δρόμος μας χωρίζει ή μας χωρίζει ένας δρόμος, κατοικούμε στην ίδια γειτονιά, είμαστε γείτονες, τα σπίτια μας είναι αντικριστά: «μα και βέβαια τον ξέρω τον άνθρωπο, αφού μας χωρίζει ένας δρόμος»·
- έχω πολύ δρόμο ακόμα, βρίσκομαι ακόμα πολύ μακριά από τον προορισμό μου, χρειάζεται να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια ακόμα για την επίτευξη κάποιου σκοπού μου: «έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη || μέχρι τώρα τα πράγματα πάνε καλά, αλλά έχω πολύ δρόμο ακόμα για να πάρω το πτυχίο μου»·
- η δουλειά πήρε το δρόμο της, βλ. λ. δουλειά·
- κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- και πάρε και δρόμο! επιτείνει την έκφραση πάρε δρόμο! (βλ. φρ.). (Λαϊκό τραγούδι: δε σε θέλω, δε σε θέλω πια δε σ’ αγαπώ· δε σε θέλω, και πάρε και δρόμο,και τράβα στο καλό
- και στο δρόμο να τα βρεις, μέτρα τα ή και στο δρόμο να τα βρεις, μέτρησέ τα (ενν. τα λεφτά), (συμβουλευτικά) δεν πρέπει να φεύγεις χωρίς να μετρήσεις μπροστά του τα χρήματα που σου έδωσε κάποιος από κάποια συναλλαγή σας, γιατί, ως γνωστό, εκ της απομακρύνσεως εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται· βλ. και λ. ταμείο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- καινούριος δρόμος, το νέο ξεκίνημα, η νέα αρχή, ο νέος προσανατολισμός: «κατάλαβε πως με τις αλητείες δεν είχε προκοπή, γι’ αυτό ξεκίνησε έναν καινούριο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: το παρελθόν το πονηρό το βλέπω με τρόμο, θέλω να ζήσω να χαρώ σ’ έναν καινούριο δρόμο
- καλό δρόμο! ευχή σε κάποιον που αποχωρεί από κάπου για να πάει στο σπίτι του ή ευχή σε κάποιον που ξεκινάει για ταξίδι. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε ή άντε και·
- κατεβαίνω στο δρόμο ή κατεβαίνω στους δρόμους, βλ. φρ. βγαίνω στο δρόμο·
- κλείνω το δρόμο, τοποθετώ εμπόδιο ή παρεμβάλλομαι ως εμπόδιο στο δρόμο που βαδίζει κάποιος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τον διαβεί: «με τις κατολισθήσεις έπεσαν πολλά βράχια κι έκλεισαν το δρόμο για τρεις μέρες || έχουν κλείσει οι αστυνόμοι τους κεντρικούς δρόμους, γιατί περιμένουν επισήμους || οι στρατιώτες μας έκλεισαν το δρόμο στον εχθρό και σταμάτησαν την προέλασή του»· βλ. και φρ. του κλείνω το δρόμο·
- κόβω δρόμο, ακολουθώ συντομότερη πορεία για να φτάσω στον προορισμό μου: «άφησε τη δημοσιά κι έκοψε δρόμο μεσ’ απ’ το δάσος»·
- κόβω το δρόμο, βλ. φρ. κλείνω το δρόμο·
- μ’ άφησε δρόμους, με προσπέρασε και προηγείται κατά πολύ: «με τέτοια αυτοκινητάρα που έχει, πώς να μη μ’ αφήσει δρόμους!»·
- μ’ άφησε στο δρόμο, α. (για αυτοκίνητα) έπαθε μηχανική βλάβη, ακινητοποιήθηκε: «θα πάω τ’ αυτοκίνητο για σέρβις, γιατί προχτές, όπως γυρνούσα απ’ τα Μουδανιά, μ’ άφησε στο δρόμο». β. (για πρόσωπα) με εγκατέλειψε αβοήθητο: «έλεγε πως μ’ αγαπούσε, αλλά με την πρώτη δυσκολία μ’ άφησε στο δρόμο»· βλ. και φρ. αφήνω στο δρόμο (κάποιον)·
- μ’ έριξε στο δρόμο, με εγκατέλειψε και με άφησε αβοήθητο και άστεγο: «μόλις μου ’φαγε τα λεφτά μ’ έριξε στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ κι αν καταστράφηκα, θα ξαναγίνω πάλι. Κι αν τη ζωή μου χάλασα και μ’ έριξες στο δρόμο, σαν παλικάρι θα σταθώ στου χωρισμού τον πόνο
- μ’ έφαγαν οι δρόμοι, κουράστηκα υπερβολικά περπατώντας, ιδίως ψάχνοντας, να βρω κάποιον ή κάτι: «μ’ έφαγαν οι δρόμοι μέχρι να σε βρω || μ’ έφαγαν οι δρόμοι μέχρι να βρω τη διεύθυνσή σου». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθα προχτές με το Μηνά για να σ’ αλλάξω γνώμη, μα δεν σε βρήκα πουθενά και μ’ έφαγαν οι δρόμοι)· βλ. και φρ. με τρώνε οι δρόμοι·
- μ’ έφαγαν οι πέντε δρόμοι, επιτείνει της έννοια της παραπάνω φρ.: «μ’ έφαγαν οι πέντε δρόμοι, μέχρι να σε βρω». (Λαϊκό τραγούδι: έκανα λάθος και σου ζήτησα συγνώμη. Έκανα λάθος και μετάνιωσα πολύ. Γιατί μ’ αφήνεις να με φάν’ οι πέντε δρόμοι μη με κρατάς μακριά απ’ το φιλί
- μαζεύω απ’ το δρόμο (κάποιον ή κάτι), α. παρέχω σε κάποιον προστασία, στέγη και τα μέσα της διαβίωσής του: «αν δεν τον μάζευε ο φίλος του απ’ το δρόμο, όταν χρεοκόπησε, θα πέθαινε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι». (για γονείς) βρίσκω το παιδί μου που παίζει στο δρόμο και το φέρνω στο σπίτι: «επειδή βράδιασε, βγήκε να μαζέψει απ’ το δρόμο το γιο της». (Τραγούδι: ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω κι αν με γυρέψεις, είμαι ακόμα στην αλάνα, ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω, μη με μαζεύεις απ’ το δρόμο ακόμη μάνα).β. βρίσκω τυχαία κάτι στο δρόμο και το παίρνω: «όπως ερχόμουν, μάζεψα απ’ το δρόμο έναν αναπτήρα»·
- με πέταξαν στο δρόμο, με έδιωξαν απροκάλυπτα από τη δουλειά μου, από τη θέση εργασίας που κατείχα: «επειδή δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές του εργοστασίου, με πέταξαν στο δρόμο μαζί με δέκα άλλους»·
- με πέταξε στο δρόμο, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ή του καταστήματος που είχα με ενοίκιο, με έκανε εκβιαστικά έξωση: «απ’ τη στιγμή που δεν είχα να του δώσω την αύξηση που μου ζητούσε στο νοίκι, με πέταξε στο δρόμο»·
- με τρώνε οι δρόμοι, χάνω πολύτιμο χρόνο από κάτι, επειδή αναγκάζομαι να διανύω μεγάλες αποστάσεις: «η δουλειά μου βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση απ’ το σπίτι μου και, κάθε μέρα δουλειά σπίτι, με τρώνε οι δρόμοι»· βλ. και φρ. τον έφαγαν οι δρόμοι·
- με φέρνει ο δρόμος, περνώ συμπτωματικά, τυχαία από κάποιο σημείο, από κάποιο μέρος: «δε θέλω να ’χεις παράπονο, γιατί κάθε φορά που με φέρνει ο δρόμος απ’ τη γειτονιά σου, έρχομαι και σε βλέπω»·
- μεγαλώνω στους δρόμους, ζω χωρίς οικογενειακή φροντίδα και προστασία: «από μικρό παιδί μεγάλωσε στους δρόμους κι όμως έγινε μεγάλος και τρανός»·
- μένω στο δρόμο, α. βρίσκομαι χωρίς εργασία, χωρίς δουλειά: «πολύ θα μείνουν στο δρόμο με την οικονομική κρίση που έρχεται». β. δεν έχω μόνιμη κατοικία, μόνιμη στέγη: «μετά απ’ τους σεισμούς, μένω στο δρόμο, γιατί γκρεμίστηκε το σπίτι μου και κοιμάμαι πότε στη μάνα μου και πότε στον αδερφό μου»· βλ. και φρ. μ’ άφησε στο δρόμο·
- μένω στους δρόμους, βλ. φρ. μένω στους πέντε δρόμους·
- μένω στους πέντε δρόμους, μένω πάμφτωχος, χωρίς στέγη και προστασία: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, μένει στους πέντε δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: στους πέντε δρόμους έμεινα και σπίτι δε γνωρίζω. Μάνα μου που σε πίκρανα και σ’ είχα φαρμακώσει, τ’ ήσουν για μένα στη ζωή αργά το έχω νιώσει
- μην κόβεις το δάχτυλο που σου δείχνει το δρόμο, βλ. λ. δάχτυλο·
- μια τσιγάρα δρόμος, βλ. συνηθέστ. ένα τσιγάρο δρόμος·
- μπαίνω στο δρόμου μου, βλ. φρ. παίρνω το δρόμο μου·
- μπαμπάκι ο δρόμος σου! βλ. λ. μπαμπάκι·
- μπήκε σε σωστό δρόμο ή μπήκε στο σωστό δρόμο, βλ. φρ. βρίσκεται σε σωστό δρόμο·
- μπήκε στο δρόμο της, (για δουλειές ή υποθέσεις) μετά από ένα διάστημα δυσκολιών εξελίσσεται κανονικά, εξελίσσεται ομαλά: «στην αρχή είχα κάποια προβλήματα με τη δουλειά μου, αλλά τώρα μπήκε στο δρόμο της»·
- ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από τον τόπο ή από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε, και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις ό,τι ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι, μας είναι αδιάφορη η φυγή σου, η αποχώρησή σου·
- ο δρόμος που γελάει, χαρακτηρισμός παγωμένου δρόμου: «να φοβάσαι το δρόμο που γελάει και οδηγείς με μεγάλη προσοχή»·
- ο δρόμος της αγάπης, βλ. φρ. ο δρόμος του Θεού·
- ο δρόμος της αμαρτίας, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή που δε συμβαδίζει με τις επιταγές της χριστιανικής θρησκείας: «ο δρόμος της αμαρτίας οδηγεί στο πυρ το εξώτερο»·
- ο δρόμος της απωλείας, βλ. φρ. ο δρόμος της αμαρτίας·
- ο δρόμος της αρετής, η ηθική ως επιλογή ζωής: «πολλοί τον αναφέρουν, αλλά λίγοι είναι αυτοί που περπατούν το δρόμο της αρετής»·
- ο δρόμος της αρετής και της κακίας, ο δρόμος της ηθικής και της διαφθοράς ως δίλημμα στη ζωή του ανθρώπου. Από την ελληνική μυθολογία. Πρβλ.: μες στη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό, κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει (Λαϊκό τραγούδι)·
- ο δρόμος της ζωής, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή: «ο δρόμος της ζωής έχει πολλές δυσκολίες». (Λαϊκό τραγούδι: χαράματα γεννήθηκα, χαράματα πεθαίνω. Εδώ τελειώνει φαίνεται ο δρόμος της ζωής μου, ο στεναγμός, τα δάκρυα, το δράμα της ψυχής μου
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες, στη ζωή του κανείς δε γνωρίζει μόνο επιτυχίες: «πρέπει να φιλοσοφήσεις αυτή την αποτυχία σου, γιατί ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες»·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με άνθη, βλ. φρ. ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ρόδα, βλ. φρ. ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, στη ζωή του αντιμετωπίζει κανείς δυσκολίες, στενοχώριες: «πρέπει να ’σαι συγκεντρωμένος κι έτοιμος ν’ αντιμετωπίσεις τα χειρότερα, γιατί ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα»·
- ο δρόμος της κακίας, η ανηθικότητα ως επιλογή ζωής: «όσοι ακολουθούν το δρόμο της κακίας, δεν έχουν καλό τέλος»·
- ο δρόμος της καμήλας, βλ. λ. καμήλα·
- ο δρόμος της παρανομίας, η παρεκτροπή από τη νομιμότητα: «όσοι ακολουθούν το δρόμο της παρανομίας συνήθως δεν έχουν καλό τέλος»·
- ο δρόμος του Θεού, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή σύμφωνα με τις επιταγές της χριστιανικής θρησκείας: «ο δρόμος του Θεού, οδηγεί στην αιώνια ζωή»·
- ο δρόμος του κακού, η κακία ως επιλογή ζωής: «ο δρόμος του κακού είναι η κόλαση της επίγειας ζωής»·
- ο δρόμος του καλού, η καλοσύνη ως επιλογή ζωής: «ο δρόμος του καλού προσφέρει ευτυχία και γαλήνη σ’ αυτόν που τον ακολουθεί»·
- ο δύσκολος δρόμος, η πορεία του ανθρώπου στη ζωή με προβλήματα, με δυσχέρειες: «όταν βρισκόμουν στο δύσκολο δρόμο, κανείς δεν ήρθε να με βοηθήσει». (Λαϊκό τραγούδι: κάνε υπομονή και κράτα και στο δύσκολο το δρόμο με χαμόγελο περπάτα
- ο ίσιος δρόμος, ο τίμιος δρόμος της ζωής: «άφησε τις κακές παρέες του και ξαναμπήκε στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: είναι της μάνας τ’ όνομα αγάπη και λατρεία, ο ίσιος δρόμος στη ζωή, η ζεστασιά στα κρύα
- ο κακός δρόμος, η πορεία του ανθρώπου μέσα στην αλητεία, την παρανομία: «ο κακός δρόμος έχει καταστρέψει πολλούς ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: υπήρξα πάντα φίλος σου και πάντα σ’ αγαπούσα και στον κακό το δρόμο σου σε παρακολουθούσα
- ο καλός δρόμος, βλ. φρ. ο ίσιος δρόμος. (Λαϊκό τραγούδι: να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό για να ’σαι πάντα μες στο δρόμο τον καλό)·
- ο μεγάλος δρόμος, η κεντρική λεωφόρος ή η εθνική οδός: «στο τρίτο στενό, όπως πας, θα στρίψεις αριστερά και θα βγεις στο μεγάλο δρόμο || στο μεγάλο δρόμο τ’ αυτοκίνητα αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες». (Λαϊκό τραγούδι: βλέπω τις κούρσες να περνούν απ’ το μεγάλο δρόμο και συ το ξέρω πως γελάς με το δικό μου πόνο
- ο μέσος δρόμος, τακτική, δράση που αποφεύγει τις ακραίες καταστάσεις: «για να μην έχουμε συγκρούσεις, ενδείκνυται ο μέσος δρόμος»·
- ο παράνομος δρόμος, βλ. φρ. ο δρόμος της παρανομίας. (Λαϊκό τραγούδι: στους δρόμους τους παράνομους μαύρη μοίρα μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- ο στραβός δρόμος, α. η παρεκτροπή από τη νομιμότητα, η παρανομία, η αλητεία ως επιλογή ζωής: «στην κατάσταση που βρίσκεται, δεν μπορεί να καταλάβει πως είναι στο στραβό δρόμο, αργότερα θα χτυπάει το κεφάλι του». β. ο λανθασμένος τρόπος αντιμετώπισης ενός προβλήματος, η λανθασμένη στάση: «ξανασκέψου το θέμα κι άφησε το στραβό δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: πόσες φορές δεν μ’ έκανε το πείσμα σου να κλάψω, μα το στραβό το δρόμο σου δεν μπόρεσα ν’ αλλάξω
- ο τίμιος δρόμος, ο ενστερνισμός της τιμιότητας και της δικαιοσύνης στην πορεία της ζωής: «ο τίμιος δρόμος ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου»·
- ο τρίτος δρόμος, α. (ιδίως στην πολιτική) η εναλλακτική λύση, μια άλλη πολιτική επιλογή προς το σοσιαλισμό: «ο τρίτος δρόμος είναι η πιο σωστή επιλογή για την ομαλή μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό». β. (γενικά) η εναλλακτική λύση: «σίγουρα θα υπάρχει κάποιος τρίτος δρόμος για να λύσετε τις διαφορές σας»·
- όλοι οι δρόμοι οδηγούν (στη Ρώμη), λέγεται στην περίπτωση που, όποια διαδικασία και αν χρησιμοποιήσει κάποιος, θα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα: «επειδή δυσκόλεψαν τα πράγματα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην περικοπή των εξόδων || δεν έχουμε επιλογή ενέργειας, γιατί όπως βλέπετε, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». (Λαϊκό τραγούδι: πού να πάω, πού να πάω, πού να πάω, όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε σένα π’ αγαπάω). Αναφορά στην εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όταν η Ρώμη ήταν πρωτεύουσα του τότε γνωστού κόσμου·
- όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου, βλ. λ. νύφη·
- παιδί του δρόμου, το αλητόπαιδο: «σου το ’πα χίλιες φορές πως δε θέλω να κάνεις παρέα με παιδιά του δρόμου»·
- παίρνω άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο το δρόμο, βλ. συνηθέστ. παίρνω κακό δρόμο. (Λαϊκό τραγούδι: πήρες τον άσχημο το δρόμο τώρα πια, πήρες το δρόμο τον κακό τον κολασμένο. Της αμαρτίας πήρες την κατηφοριά που θα σε κάνει ένα κορμί δυστυχισμένο)·
- παίρνω δρόμο, φεύγω, α. αποχωρώ από ένα χώρο ή από μια συντροφιά: «παιδιά, εγώ παίρνω δρόμο, γιατί άργησα». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω δρόμο και δρομάκι κλαίγοντας στο γυρισμό κι έγινε πικρό φαρμάκι το κρασί τ’ αποψινό). β. φεύγω γρήγορα, το βάζω στα πόδια: «μόλις είδε να ’ρχονται οι αστυνομικοί, πήρε δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγαπώ -της λέω- και γελά, παίρνει δρόμο και δε μου μιλά).γ. απολύομαι, εκδιώκομαι από την εργασία μου: «σε προειδοποιώ πως, αν ξανακάνεις κοπάνα, θα πάρεις δρόμο». δ. (για ερωτική σχέση) διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό, φεύγω ή με διώχνει το ερωτικό μου ταίρι: «απ’ τη στιγμή που άρχισε να μου αντιμιλάει, πήρα δρόμο || ερωτεύτηκε κάποιον άλλον και πήρα δρόμο»·
- παίρνω ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο το δρόμο, βλ. φρ. παίρνω καλό δρόμο·
- παίρνω κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον κακό, καταλήγω να ζω στην αλητεία, στην παρανομία, στη διαφθορά: «έμπλεξε με τους αλήτες και πήρε τον κακό δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου ζητάς να φύγω χωρίς να το σκεφτώ, γιατί μπορεί να πάρω το δρόμο τον κακό
- παίρνω καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον καλό, επιλέγω να ζήσω σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες, να είμαι νομοταγής: «όποιος παίρνει τον καλό δρόμο, δεν έχει να φοβάται τίποτα»·
- παίρνω το δρόμο, κατευθύνομαι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση: «μόλις βγήκα απ’ το μπαράκι, πήρα το δρόμο για το σπίτι μου». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω το δρόμο δε σταματώ δε με χωράει πια πουθενά, στο ταβερνάκι για να καθίσω και η καρέκλα ζητάει λεφτά). Πολλές φορές, ιδίως σε διηγήσεις παραμυθιών, όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε μια μεγάλη πορεία που ξεκινάει ο ήρωας για να φτάσει κάπου, υπάρχει και ο εξής τύπος; Παίρνω το δρόμο το δρομί, δρομί το μονοπάτι·
- παίρνω το δρόμο μου, κατασταλάζω σε αυτό με το οποίο θέλω πραγματικά να ασχοληθώ επαγγελματικά στη ζωή μου και το θέτω σε ενέργεια: «τώρα που έμαθε τη δουλειά και πήρε το δρόμο του, είμαι ήσυχος γι’ αυτό το παιδί»·
- παίρνω το δρόμο πίσω, επιστρέφω: «μετά από πολλά χρόνια στην ξενιτιά, πήρε το δρόμο πίσω για την πατρίδα». (Λαϊκό τραγούδι: στο τζάκι της αγάπης μας, σκάλισε πριν να σβήσω, κι αν βρεις μια σπίθα μόνο μια, να καίει για μένα στη γωνιά, πάρε το δρόμο πίσω
- παίρνω τους δρόμους, α. περιπλανιέμαι μέσα στους δρόμους, ιδίως για να βρω κάποιον: «μόλις έφτασε στην πόλη του, πήρε τους δρόμους να βρει τους φίλους του». (Λαϊκό τραγούδι: πήρα τους δρόμους μια βραδιά και τους γνωστούς ρωτούσα για το κορίτσι μου που αγαπούσα στην Ελευσίνα μια φορά ). β. ξεκινώ μια περιπλάνηση, μια αναζήτηση χωρίς να ξέρω πού πάω ή τι ψάχνω, φεύγω από κάπου: «το δήλωσα καθαρά, θα πάρω τους δρόμους κι όπου με βγάλει η τύχη μου». γ. τρελαίνομαι: «μόλις έπιασε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του καλύτερού του φίλου, πήρε τους δρόμους»·
- πάνω στο δρόμο, εντελώς στην άκρη, πλάι στο δρόμο, πολύ κοντά στο δρόμο: «το σπίτι του βρίσκεται πάνω στο δρόμο και δεν μπορεί να κοιμηθεί απ’ τη φασαρία». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ακριβώς και παρατηρείται χειρονομία με την οποία, η παλάμη, κινείται με την κόψη της προς τα κάτω, δείχνοντας, υποτίθεται, το ακριβές σημείο·
- παράλληλοι δρόμοι, επαγγελματική, πολιτική ή άλλη πορεία που συμβαδίζει με τα ενδιαφέροντα κάποιου άλλου: « εμείς οι δυο πρέπει να συνεννοούμαστε και να υποστηριζόμαστε, γιατί βαδίζουμε σε παράλληλους δρόμους»· 
- πάρε δρόμο! (απειλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάρε δρόμο, γιατί θα φας μπάτσες!»·
- πατάει και τρέμει ο δρόμος, από όπου περνάει προκαλεί το δέος, γιατί είναι πολύ γενναίος: «αυτός, αγόρι μου, να φοβηθεί! Αυτός πατάει και τρέμει ο δρόμος». (Λαϊκό τραγούδι: μες τα Βουρλά κατσιρματζής, αντάμης και κοντραμπατζής και της Τουρκιάς ο τρόμος, καβάλα σε λιγνό φαρί το μάτι του θολό βαρύ πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος
- περαστικός δρόμος, δρόμος πολυσύχναστος: «το σπίτι μου είναι σ’ έναν περαστικό δρόμο και δεν μπορώ να βρω ησυχία»·
- πετώ στο δρόμο (κάποιον), α. κάνω σε κάποιον εκβιαστικά έξωση: «είναι τόσο σκληρός άνθρωπος, που, αν του καθυστερήσεις ένα μήνα το νοίκι, δεν το ’χει σε τίποτα να σε πετάξει στο δρόμο». β. αφήνω κάποιον χωρίς στέγη και οικονομική βοήθεια: «για μια πεταλουδίτσα της νύχτας, πέταξε στο δρόμο γυναίκα και παιδιά». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα κουρέλι πια σωστό, αφού με έχεις κάνει, στους πέντε δρόμους με πετάς κι άλλης κοιτάς φουστάνι).γ. (για χρήματα) τα κατασπαταλώ: «βρήκε λεφτά απ’ τον πατέρα του και τα πετάει στο δρόμο». δ. (για αντικείμενα ή μηχανήματα) το αχρηστεύω: «πέταξα στο δρόμο το ψυγείο μας κι αγόρασα καινούριο»·
- πήγε σαν το σκυλί στο δρόμο, βλ.λ. σκυλί·
- πήρε η γλώσσα του δρόμο, βλ. λ. γλώσσα·
- πήρε στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό το δρόμο, α. λέγεται για άνθρωπο που μπήκε στην παρανομία, που ζει στην αλητεία, στη διαφθορά: «από τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο, πήρε το στραβό δρόμο». β. (για υποθέσεις, δουλειές, επιχειρήσεις) πήρε δυσάρεστη τροπή, εξελίχθηκε άσχημα χωρίς να το περιμένουμε: «η υπόθεση ξεκίνησε σαν αστείο, αλλά πήρε στραβό δρόμο και τώρα θα λύσουμε τις διαφορές μας στα δικαστήρια || απ’ την αρχή φάνηκε πως η δουλειά πήρε το στραβό δρόμο και τώρα που ξυπνήσαμε δε γίνεται τίποτα»·
- πήρε το δρόμο της η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάνω τους δρόμους, περιπλανιέμαι ψάχνοντας να βρω κάποιον ή κάτι: «άργησε να γυρίσει η κόρη του στο σπίτι κι έπιασε τους δρόμους να τη βρει || έπιασα τους δρόμους να βρω ένα ανταλλακτικό για τ’ αυτοκίνητό μου, αλλά δεν το βρήκα πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: έφυγε έφυγε, έφυγε την έχω χάσει και γυρνώ και ρωτώ και τους δρόμους έχω πιάσει
- ποιος δρόμος σ’ έφερε…, έκφραση που δηλώνει πικρία ή απογοήτευση για τη συνάντηση που είχαμε κάποτε με το συνομιλητή μας, γιατί αυτή δεν είχε καλό αποτέλεσμα, καλή κατάληξη γι’ αυτόν: «μωρέ, φουκαρά μου, ποιος δρόμος σ’ έφερε στη ζωή μου και σε κατάστρεψα με τις οικονομικές συμβουλές μου». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος δρόμος σ’ έφερε στην αγκαλιά μου να κλάψεις και να πληγωθείς, μέσα στην άπονη, σκληρή καρδιά μου μονάχα δάκρυα θα βρεις).Συνών. ποιος αέρας σ’ έφερε(…)· 
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ; ποιος είναι ο λόγος που ήρθες; για ποιο λόγο ήρθες; Απευθύνεται σε άτομο που μας επισκέπτεται ξαφνικά και ύστερα από πολύ καιρό. Ο επιθ. προσδιορισμός καλός για να προκαταλάβουμε τον επισκέπτη μας πως η επίσκεψή του έχει καλό σκοπό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό και πιο σπάνια τριπλό μπα. Συνών. ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ(;)·    
- σέρνομαι στους δρόμους, κυκλοφορώ εξαθλιωμένος: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, σέρνεται στους δρόμους σαν τον τελευταίο αλήτη || κάθε βράδυ γίνεται τύφλα και σέρνεται στους δρόμους, μέχρι να βρει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: ψιλή βροχή, ψιλή βροχή κι εσύ κοιμάσαι μοναχή κι εγώ στους δρόμους σέρνομαι κι από τ’ αγιάζει δέρνομαι
- σπέρνει παιδιά στο δρόμο, βλ. λ. σπέρνω·
- στα μισά του δρόμου ή στου δρόμου τα μισά, στη μέση μιας διαδρομής ή μιας προσπάθειας: «ξεκίνησα για τη Χαλκιδική, αλλά στα μισά του δρόμου έμεινα από βενζίνη || η δουλειά ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, αλλά στα μισά του δρόμου άρχισαν τα προβλήματα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό ξεκινήσαμε κι οι δυο μας, μα στου δρόμου τα μισά σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά ξαφνικά από τον ουρανό μας
- στη μέση του δρόμου, σε ανοιχτό, σε υπαίθριο χώρο και μπροστά σε κόσμο: «τον έπιασε στη μέση του δρόμου και τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών»·
- στο δρόμο, καθώς πηγαίνω ή έρχομαι από κάπου: «γύρισα στο σπίτι, γιατί στο δρόμο για το γραφείο μου αντιλήφθηκα πως δεν είχα πάρει μαζί μου το πορτοφόλι». (Λαϊκό τραγούδι: έλα πιάσε με απ’ τον ώμο κι όπα πρώτα το δεξί, κι αν μου κουραστείς στο δρόμο θα σε βάλω σε ταξί
- τα λεφτά δε βρίσκονται στο δρόμο, βλ. λ. λεφτά·
- τα χρήματα δε βρίσκονται στο δρόμο, βλ. λ. χρήματα·
- την (τον) δίνω δρόμο, διακόπτω τον ερωτικό δεσμό που είχα μαζί της (του), την (τον) διώχνω: «αφού δεν έλεγε ν’ αφήσει την γκρίνια της, την έδωσα δρόμο κι ησύχασα || αφού δεν εννοούσε να κόψει το ποτό, τον έδωσα δρόμο και βρήκα την υγειά μου»·
- της δίνω δρόμο (ενν. της μοτοσικλέτας), αναπτύσσω ταχύτητα: «κάθε φορά που βγαίνω στην εθνική, της δίνω δρόμο»·
- το δίνω δρόμο, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) το αχρηστεύω, το πετώ, το πουλώ: «ήταν παλιό το ψυγείο μας και το ’δωσα δρόμο || ήταν τόσο παλιό τ’ αυτοκίνητό μου, που το ’δωσα δρόμο»·
- το παίρνει ο δρόμος, (για κτίσματα ή οικόπεδα) περνάει από αυτό η χάραξη κάποιου νέου δρόμου οπότε απαλλοτριώνεται: «είχα ένα σπιτάκι σε κείνη την περιοχή, αλλά το πήρε ο δρόμος». (Τραγούδι: τρεις φωνές στο σύρμα μου κι ένας τροχονόμος, κι ό,τι είχα κτήμα μου μου το παίρνει ο δρόμος)· 
- το ’χω για δρόμο, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) έχω την πρόθεση να το αχρηστεύσω, να το πετάξω ή να το πουλήσω: «αν θες μπορείς να πάρεις αυτό το κομοδίνο, γιατί το ’χω για δρόμο»·
- τον αφήνω δρόμους, τον ξεπερνώ κατά πολύ σε μια αναμέτρηση ταχύτητας είτε με τα πόδια είτε με το αυτοκίνητο: «θέλησε να παραβγούμε στο τρέξιμο και τον άφησα δρόμους || παραβγήκαμε με τ’ αυτοκίνητά μας και τον άφησα δρόμους»·
- τον βάζω στον ίσιο δρόμο, τον οδηγώ στον ηθικό, στον τίμιο δρόμο της ζωής, τον βγάζω από την παρανομία όπου ζει: «εσένα σε υπολογίζει, γι’ αυτό είσαι ο μόνος που μπορείς να τον τραβήξεις απ’ την αλητεία και να τον βάλεις στον ίσιο δρόμο»·
- τον βγάζω απ’ τον ίσιο δρόμο, τον κάνω να παρεκτραπεί ηθικά, τον οδηγώ στην παρανομία: «έμπλεξε με κάτι αλήτες και τον έβγαλαν απ’ τον ίσιο δρόμο»·
- τον βγάζω στο δρόμο, του κάνω έξωση από το διαμέρισμα ή το κατάστημα που του νοικιάζω: «επειδή ήταν κακοπληρωτής, τον έβγαλα στο δρόμο»·
- τον βρήκες το δρόμο; ειρωνική έκφραση σε άτομο, που μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα επιστρέφει στο σπίτι του·
- τον έφαγαν οι δρόμοι, καταστράφηκε, ιδίως από την άστατη ζωή που έκανε: «έμπλεξε στην αλητεία και τον έφαγαν οι δρόμοι». (Λαϊκό τραγούδι: να φύγεις πριν καταστραφείς, είναι νωρίς ακόμη, προτού να γίνεις θύμα μου, προτού σε φαν’ οι δρόμοι)· βλ. και φρ. τον τρώνε οι δρόμοι·
- τον πέταξε σαν σκυλί στο δρόμο ή τον πέταξε σαν το σκυλί στο δρόμο, βλ. λ. σκυλί·
- τον πετώ στο δρόμο, α. τον διώχνω, τον απολύω από την επιχείρησή μου, από τη δουλειά μου: «μόλις δει πως κάποιος εργάτης δεν του κάνει, τον πετάει στο δρόμο». β. του κάνω εκβιαστικά έξωση από το διαμέρισμα ή το κατάστημα που του νοικιάζω: «δεν του έδινε την αύξηση που του ζητούσε και τον πέταξε στο δρόμο»·
- τον τρώνε οι δρόμοι, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μετακινείται συνεχώς για λόγους δουλειάς, πράγμα που τον καταπονεί: «είναι πλασιέ και όλη τη μέρα τον τρώνε οι δρόμοι, για να μπορέσει να θρέψει την οικογένειά του»· βλ. και φρ. τον έφαγαν οι δρόμοι·
- τον φέρνω στον ίσιο δρόμο, τον βγάζω από την παρανομία και τον οδηγώ στον τίμιο δρόμο της ζωής: «χάλασε πολύ αυτό το παιδί και κανείς δεν μπορεί να τον φέρει στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί πονάς και βασανίζεσαι, κουτή, και προσπαθείς στον ίσιο δρόμο να με φέρεις,της αμαρτίας έχω πάρει το στρατί, γι’ αυτό για μένα άδικα μην υποφέρεις
- του ανοίγω το δρόμο, α. του προετοιμάζω το έδαφος για να επιτύχει κάτι: «ο πεθερός του του ανοίγει το δρόμο για να γίνει βουλευτής» β. τον βοηθάω να ξεπεράσει ένα πρόβλημα, τον βγάζω από τις δυσκολίες του: «αν δεν του άνοιγα εγώ το δρόμο να ξεφύγει, θα ήταν ακόμα στην πρέζα»·
- του αφήνω (το) δρόμο, παραμερίζω, πηγαίνω στην άκρη για να περάσει αυτός που με ακολουθεί, ιδίως με το αυτοκίνητό του: «μου αναβόσβηνε συνέχεια τα φώτα του για να περάσει, γι’ αυτό κι εγώ του άφησα το δρόμο»·
- του βγάζω τ’ άπλυτα στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
- του δίνω δρόμο (ενν. του αυτοκινήτου), αναπτύσσω ταχύτητα: «κάθε φορά που βγαίνω στην εθνική του δίνω δρόμο»·
- του δίνω δρόμο, φεύγω από κάπου με ταχύτητα: «μόλις είδα να ’ρχονται οι αστυνομικοί, του ’δωσα δρόμο»· - του κάνω δρόμο, παραμερίζω το πλήθος δεξιά αριστερά με τα χέρια μου για να περάσει κάποιος: «μπήκε μπροστά και του άνοιγε το δρόμο μέσ’ στο συνωστισμό»· βλ. και φρ. του αφήνω (το) δρόμο·
- του κλείνω το δρόμο, α. τον εμποδίζω, διακόπτω με το σώμα μου ή με κάποιο άλλο μέσο την πορεία του: «όταν οι αστυνομικοί έμαθαν πως ο δραπέτης κινούνταν με κλεμμένο αυτοκίνητο προς τη Θεσσαλονίκη, τοποθέτησαν μια νταλίκα πάνω στο οδόστρωμα και του ’κλεισαν το δρόμο || οι αγρότες, μόλις πληροφορήθηκαν πως κατέφθαναν οι αστυνομικοί με τις κλούβες, τοποθέτησαν πάνω στο οδόστρωμα κορμούς δέντρων και τους έκλεισαν το δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: κι ελόγου τους κι ελόγου μου μου κλείσανε το δρόμο μου και μου αντισταθήκαν, μα όμως δε ρωτήξανε το Σταύρακα πως θίξανε και στραπατσαριστήκαν). β. ενεργώ, επεμβαίνω ανασταλτικά στην εξέλιξη κάποιου, τον μπλοκάρω: «αυτό το πάθος του για τα χαρτιά, θα του κλείσει το δρόμο για το βουλευτιλίκι»·
- του κόβω το δρόμο, βλ. φρ. του κλείνω το δρόμο·
- τους βγάζω στο δρόμο, (ιδίως για οικογένεια) τους κάνω υποχρεωτικά έξωση:  «επειδή χρειαζόμουν το διαμέρισμα για την κόρη μου που παντρεύτηκε, τους έβγαλα στο δρόμο»·
- τους πετώ στο δρόμο, (ιδίως για οικογένεια) τους κάνω εκβιαστικά έξωση από το διαμέρισμα που τους νοικιάζω: «επειδή είχαν δυο σκυλιά μέσ’ στο διαμέρισμα και ξεσήκωναν όλη την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους, τους πέταξα στο δρόμο»·
- τραβώ το δρόμο μου, α. ακολουθώ το δικό μου τρόπο ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: μα εγώ το δρόμο μου τραβώ μ’ ένα παράπονο πικρό και λέω δεν πειράζει ). β. φεύγω από κάπου ή από κάποιον, διακόπτω μια σχέση, αρχίζω νέα ζωή: «διαρκώς την απειλούσε πως θα τραβήξει το δρόμο του || χώρισαν κι ο καθένας τράβηξε το δρόμο του». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις αλλάξει και μ’ έχεις κάψει· την προσβολή σου δε θα τη δεχτώ· δεν αντέχω, κυρά μου, δε βαστώ και το δρόμο μου τραβώ). γ. ασχολούμαι με την πρόοδο της δουλειάς μου ή των διάφορων υποθέσεών μου: «απ’ τη μέρα που ξέκοψε απ’ τις παλιοπαρέες, τραβάει το δρόμο του και προκόβει μια χαρά»·
- τρέχω στους δρόμους, βρίσκομαι σε διαρκές τρέξιμο αναζητώντας κάποιον ή κάτι: «απ’ το πρωί τρέχει ο καημένος στους δρόμους να βρει λεφτά για να καλύψει την επιταγή του || μόλις έμαθε πως ήρθε ο φίλος του στην πόλη μας, τρέχει στους δρόμους να τον βρει». (Λαϊκό τραγούδι: με πνίγει απόψε η μοναξιά και παίρνω σβάρνα τα καπηλειά· τρέχω στους δρόμους, εδώ κι εκεί, κανείς δεν ξέρει πού να ’σαι εσύ
- τριγυρνώ στους δρόμους, περιφέρομαι άσκοπα στους δρόμους: «επειδή δεν έχει δουλειά, όλη τη μέρα τριγυρνάει στους δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτες ξενυχτώ χωρίς ελπίδα, έρημος στους δρόμους τριγυρνώ,μπρος στου παραθύρου σου τη γρίλια τις θλιμμένες ώρες μου περνώ
- υπάρχει κι άλλος δρόμος, α. μπορούμε να ενεργήσουμε ή να δράσουμε με άλλο σύστημα, υπάρχει εναλλακτική λύση: «απ’ τη στιγμή που δεν τα συμφωνήσαμε, υπάρχει κι άλλος δρόμος να βρω το δίκιο μου». β. πολλές φορές, λέγεται με απειλητική διάθεση ή υπονοεί πως θα ενεργήσουμε με παράνομα ή αθέμιτα μέσα: «αν δε μου δώσεις τα λεφτά που μου χρωστάς, σου λέω να φυλάγεσαι, γιατί υπάρχει κι άλλος δρόμος». Συνών. υπάρχει κι άλλος τρόπος·
- φεύγω απ’ το δρόμο, (για οδηγούς), βλ. φρ. βγαίνω απ’ το δρόμο·
- φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού, απομακρύνομαι από τη χριστιανική διδασκαλία: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ εκείνον τον αλήτη, έφυγε απ’ το δρόμο του Θεού»·
- φεύγω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τον ίσιο δρόμο. (Λαϊκό τραγούδι: ξέφυγα, ξέφυγα από τον ίσιο δρόμο,σου ’δωσα μανούλα μου τον πιο μεγάλο πόνο)·
- χάνω το δρόμο (μου), α. αποπροσανατολίζομαι: «μπλέχτηκα μέσα σε κάτι στενάκια κι έχασα το δρόμο μου». β. βγαίνω από τη σωστή πορεία της ζωής μου: «με τόσα προβλήματα που είχε, πώς να μη χάσει το δρόμο του ο άνθρωπος!». (Λαϊκό τραγούδι: πού πας χωρίς αγάπη στη νύχτα στη βροχή, το δρόμο θα το χάσεις,καρδιά μου μοναχή
- χαράζω νέους δρόμους, βλ. φρ. ανοίγω νέους δρόμους·
- χαράζω το δρόμο, επιχειρώ πρώτος κάτι νέο, ενδιαφέρον, πρωτότυπο ή ριζοσπαστικό και με μιμούνται οι άλλοι, πρωτοπορώ: «εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Νοέμβρης»·
- χαράζω το δρόμο μου, προδιαγράφω ή αποφασίζω κάποια πορεία μου, ιδίως επαγγελματική: «απ’ τη στιγμή που μπήκε στην ιατρική σχολή, χάραξε το δρόμο του αυτό το παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: μα η βαριά μου η ειρκτή πολλά μ’ έχει διδάξει, έμαθα πώς να συγχωρώ, γι’ αυτό και δεν την τιμωρώ, ας φύγει και το δρόμο της μονάχη ας χαράξει
- χωρίζουν οι δρόμοι μας, α. ακολουθούμε διαφορετική πορεία στη ζωή μας, χωρίζουμε: «ένα διάστημα ζούσαμε χωρίς προβλήματα, αλλά απ’ τη μέρα που άρχισαν οι γκρίνιες χώρισαν οι δρόμοι μας». (Λαϊκό τραγούδι: με πλήγωσε ο χωρισμός κι ο πόνος έγινε καημός, οι δρόμοι μας χωρίσαν, τα μάτια μου δακρύσαν). β.διακόπτουμε αναγκαστικά μια φιλία ή μια συνεργασία: «κάποτε κάναμε πολλή παρέα, αλλά απ’ τη μέρα που εγκαταστάθηκε σ’ άλλη πόλη, χώρισαν οι δρόμοι μας». γ. ακολουθούμε ξεχωριστή οδική πορεία, γιατί έχουμε διαφορετικό προορισμό: «εγώ θέλω να πάω στη Νομαρχία, αλλά, αφού εσύ θέλεις να πας στο Δημαρχείο που είναι στην αντίθετη πλευρά χωρίζουν οι δρόμοι μας»·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! α. ευχή που δίνουμε σε κάποιον που ξεκινάει για ταξίδι ή που ξεκινάει κάποια δουλειά, με την έννοια να μη συναντήσει κανένα εμπόδιο στην πορεία του, να του έρθουν όλα εύκολα, όλα ευνοϊκά: «την Κυριακή λέω να πάω μέχρι το χωριό να δω τους συγγενείς μου. -Ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! || τον άλλο μήνα ξεκινάω μια καινούρια δουλειά. -Ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας απειλεί πως θα αποχωρήσει από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε ή από κάποια κοινή προσπάθεια, όταν μας είναι αδιάφορη η αποχώρησή του. Από το ότι το γυαλί έχει λεία επιφάνεια και δε συναντά κανένα εμπόδιο ή καμιά δυσκολία το άτομο που πορεύεται σε παρόμοιο δρόμο. Συνών. μπαμπάκι ο δρόμος σου!   

έμπα2

έμπα2, ρ. [προστακτ. του ρ. μπαίνω], έλα, προχώρησε σε ένα χώρο ή σε μια δραστηριότητα: «έμπα και μη φοβάσαι κανέναν, γιατί θα είμαστε κι εμείς μέσα στην αίθουσα || αφού το ξέρεις πως είναι στραβόξυλο ο καθηγητής, έμπα δυνατά στο διάβασμα»·
- έμπα! ή έμπα του! ενθαρρυντικό επιφών. σε κάποιον που αναμετριέται ή συναγωνίζεται κάποιον άλλον σωματικά ή πνευματικά· βλ. και λ. μπαίνω.

ζωή

ζωή, η, ουσ. [<αρχ. ζωή], η ζωή. 1. το σύνολο των γεγονότων που συμβαίνουν από τη γέννηση ως το θάνατο, ο τρόπος με τον οποίο περνάμε το βίο μας: «περνάει η ζωή και δεν το παίρνεις χαμπάρι || ήταν δύσκολη η ζωή στα χρόνια των παππούδων μας || με τη ζωή που έκανε, πάλι καλά που άντεξε και τόσο πολύ». 2. το περιβάλλον, οι εξωτερικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ο άνθρωπος ή ένας ζωντανός οργανισμός: «η ζωή στην Αθήνα έχει γίνει αφόρητη || προτιμώ τη ζωή στο χωριό || η ζωή του λυκόσκυλου σε διαμέρισμα είναι πολύ δύσκολη». 3. η ζωντάνια, η ζωτικότητα: «αυτός ο άνθρωπος είναι όλος ζωή και δύναμη». 4. η διάρκεια ενός αντικειμένου, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης, η οντότητα μιας αφηρημένης έννοιας: «η λογοτεχνική ζωή του τόπου || η ζωή της επιχείρησης εξαρτάται από τη σωστή διαχείριση του κεφαλαίου». Υποκορ. ζωίτσα κ. ζωούλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 229 φρ.)·
- αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια, βλ. λ. αγάπη·
- άδεια ζωή, ζωή χωρίς σκοπό, χωρίς ενδιαφέροντα: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, είναι άδεια η ζωή του»·
- ακούω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- ακούω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- αλλάζω ζωή, μεταβάλλω τη ζωή μου προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «ήταν πολύ αλήτης, αλλά, απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή τη γυναίκα, άλλαξε ζωή και συμμαζεύτηκε || ήταν απ’ τα καλύτερα παιδιά, αλλά, απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, άλλαξε ζωή και καταστράφηκε». (Τραγούδι: με τι χαρά με τι πνοή τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας. λάθος. Κι αλλάξαμε ζωή // αυτός που μου ’χε υποσχεθεί πως θα μ’ αλλάξει τη ζωή κι αυτός δεν είχε μες στα στήθια του ψυχή (Λαϊκό τραγούδι))·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, από το ότι και στις δυο αυτές περιπτώσεις βγαίνουν τόσα απρόβλεπτα έξοδα, που πολλές φορές, φέρνουν σε μεγάλη απόγνωση αυτόν που τις έχει αναλάβει·
- αρπάζω τη ζωή απ’ τα μαλλιά, αντιμετωπίζω δυναμικά, αποφασιστικά τη ζωή μου, ιδίως όταν αντιμετωπίζω δυσκολίες: «αν δεν άρπαζε τη ζωή απ’ τα μαλλιά μετά τη χρεοκοπία του, τώρα θα ήταν στα θυμαράκια»·
- άστατη ζωή, ζωή με ασυλλόγιστες νυχτερινές διασκεδάσεις ή με ασταθείς ερωτικούς δεσμούς: «η άστατη ζωή έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή του ατόμου». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ η ζωή μου άστατη,μ’ αρέσει η ελευθερία, σαν τους τσιγγάνους που δε ζουν στην ίδια πολιτεία
- αυτά έχει η ζωή, δηλώνει την άσχημη πλευρά της ζωής, τις αδικίες που γίνονται στη ζωή, χωρίς να μπορεί κανείς να επέμβει: «τόσο όμορφο παλικάρι και να είναι κουτσό! -Αυτά έχει η ζωή || ο ένας χέζεται στο τάλιρο κι ο άλλος δίπλα του δεν έχει να φάει! -Αυτά έχει η ζωή!». (Λαϊκό τραγούδι: στην ερημιά μου, φτωχή καρδιά μου, κράτα γερά κι εσύ με αναμνήσεις τώρα θα ζήσεις, αυτά έχει η ζωή)· βλ. και φρ. έτσι είναι η ζωή·
- αφαιρώ τη ζωή (κάποιου), τον σκοτώνω: «δεν έχει κανείς το δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή του άλλου || η αφαίρεση της ζωής κάποιου είναι κακουργηματική πράξη»·
- αφήνω τη ζωή, πεθαίνω: «άφησε τη ζωή σε βαθιά γεράματα». (Λαϊκό τραγούδι: έφτασε η κακιά στιγμή, για πάντα να σωπάσω, μα πριν ν’ αφήσω τη ζωή,μπουζούκι θα σε σπάσω
- βάζω στοίχημα τη ζωή μου ή βάζω στοίχημα την ίδια μου τη ζωή, βλ. φρ. στοιχηματίζω τη ζωή μου·
- βάζω τη ζωή μου ή βάζω την ίδια μου τη ζωή, είμαι τόσο σίγουρος για κάτι, που στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή: «βάζω τη ζωή μου πως αυτός μας κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- βαρέθηκα τη ζωή μου! έκφραση απηυδισμένου ατόμου από την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του: «απ’ το ένα στραβό στ’ άλλο, απ’ τη μια ατυχία στην άλλη, βαρέθηκα τη ζωή μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το μα το Θεό·
- βγαίνω στη ζωή, μπαίνω στη βιοπάλη: «έμεινε ορφανός στην παιδική ηλικία, γι’ αυτό βγήκε νωρίς στη ζωή»·
- βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, είναι ετοιμοθάνατος ή είναι στα πρόθυρα μεγάλης οικονομικής καταστροφής:  «είναι μια βδομάδα τώρα που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο οι γιατροί || μην πας να του ζητήσεις δανεικά, γιατί βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου»·
- βρίσκεται στο τέλος της ζωής του ή βρίσκεται στα τέλη της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- βρίσκεται στο τέρμα της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- βρίσκω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- γαϊδουρινό πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη, βλ. λ. πρόσωπο·
- γαμώ τη ζωή μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ τη ζωή μου, τίποτα δεν πάει καλά στη δουλειά μου!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ, π.χ. γαμώ τη ζωή μου γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- για ζωή και για θάνατο, βλ. συνηθέστ. για μια ζωή·
- για μια ζωή, λέγεται για αντικείμενο ή για κατάσταση που προβλέπεται να έχει μεγάλη διάρκεια, που δε θα χρειαστεί να το αλλάξουμε ή να το αναθεωρήσουμε ή που δε θα διαφοροποιηθεί όσο ζούμε: «το αγοράζεις τώρα ακριβό, αλλά θα το έχεις για μια ζωή || έχει τόσα λεφτά, που μπορεί να κάθεται χωρίς να δουλεύει για μια ζωή || η αγάπη μου για σένα θα είναι για μια ζωή»·
- για ολόκληρη ζωή, βλ. φρ. για μια ζωή·
- γλεντώ τη ζωή μου, την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις: «ό,τι βγάζει, τα τρώει, γιατί έχει μάθει να γλεντάει τη ζωή του. (Λαϊκό τραγούδι: άντε σαν πεθάνω τι θα πούνε, πέθανε κάποιο παιδί, πέθανε ένας λεβέντης που γλεντούσε τη ζωή
- γλυκιά ζωή, η περίφημη ντόλτσε βίτα  (βλ. λ.). (Λαϊκό τραγούδι: σε πλάνεψε η ντόλτσε βίτα, αυτή που λεν’ ζωή γλυκιά και κάθε μέρα κατεβαίνεις της κοινωνίας τα σκαλιά
- γνωρίζω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- γνωρίζω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- δε δείχνει σημεία ζωής ή δε δείχνει σημείο ζωής, βλ. λ. σημείο·
- δε δίνει σημεία ζωής ή δε δίνει σημείο ζωής, βλ. λ. σημείο·
- δε φτάνει μια ζωή, χρειάζεται αφάνταστα μεγάλο χρονικό διάστημα: «για να μπορέσει να ορθοποδήσει αυτή η επιχείρηση δε φτάνει μια ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: όλα τα σ’ αγαπώ, που έχουν ειπωθεί, θέλω να σου τα πω, όμως δε φτάνει μια ζωή
- δεν είναι αυτή ζωή! ή δεν είναι ζωή αυτή! έκφραση απογοήτευσης κάποιου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα το Θεό·
- δεν έχει ζωή, α. (για πρόσωπα) πρόκειται να πεθάνει, είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάσισαν πως δεν έχει ζωή». β. (για μηχανήματα) είναι εντελώς φθαρμένο, οπότε θεωρείται χωρίς μέλλον: «σκέφτομαι ν’ αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο, γιατί αυτό που έχω δεν έχει ζωή». γ. (για καταστάσεις) δεν έχει μεγάλη διάρκεια, βαδίζει προς το τέλος της: «έτσι όπως πάνε, δεν έχει ζωή η σχέση τους και σύντομα θα το διαλύσουν»·
- δεν έχει ζωή μέσα του, είναι πολύ μαλθακός, πολύ αδύναμος ή πολύ δειλός: «αφού δεν έχει ζωή μέσα του, πώς να μαλώσω μαζί του! || τρέξε, πήδησε κι εσύ μαζί με τ’ άλλα παιδιά, δεν έχεις ζωή μέσα σου;»·
- δίνω ζωή, α. δημιουργώ ζωντάνια, κέφι σε μια ομάδα ανθρώπων: «σε λίγο θα μας έπαιρνε ο ύπνος, αν δεν ερχόταν ο τάδε να δώσει ζωή στο πάρτι μας». β. (για γιατρούς) κάνω διάγνωση για παράταση ζωής σε ασθενή: «μετά την εξέταση που του ’κανε, του ’δωσε ένα χρόνο ζωή ακόμα». (Λαϊκό τραγούδι: με μια ματιά δίνεις ζωή, με μια ματιά σκοτώνεις, αν θες με ρίχνεις στη φωτιά, αν θέλεις με γλιτώνεις!
- δίνω και τη ζωή μου ή δίνω τη ζωή μου (για κάποιον ή για κάτι), α. αγαπώ υπερβολικά κάποιον: «δίνω τη ζωή μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο». β. κουράζομαι υπερβολικά, δυσκολεύομαι υπερβολικά για να αποκτήσω κάτι: «έδωσα τη ζωή μου για να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι». γ. λαχταρώ υπερβολικά να αποκτήσω κάτι: «δίνω και τη ζωή μου για να πάρω αυτό τ’ αυτοκίνητο». δ. δίνω τα πάντα, θυσιάζω, θυσιάζομαι: «δίνω τη ζωή μου για την πατρίδα». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’δινα και τη ζωή μου ακόμα, για να σε φίλαγα, νεράιδα μου, στο στόμα
- δίνω μάχη για τη ζωή ή δίνω τη μάχη για τη ζωή, βλ. λ. μάχη·
- δίνω τη ζωή μου για την πατρίδα, θυσιάζομαι για την πατρίδα: «στο έπος της Αλβανίας πολλοί Έλληνες έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα»·
- διπλή ζωή, η εκτός από τη συνηθισμένη, από την καθημερινή και κοινωνικά αποδεκτή, που έχει κρυφές δραστηριότητες, ιδίως παράνομες ή εξωσυζυγικές: «η διπλή ζωή του ανθρώπου αργά ή γρήγορα αποκαλύπτεται». (Λαϊκό τραγούδι: μες στη ζωή μου τη διπλή ζητώ μια λύση, γιατί ’ναι άβυσσος ο δρόμος που τραβώ, είναι μαρτύριο να σ’ αγκαλιάζει άλλος και γω για άλλονε, για άλλον, λαχταρώ)· 
- δυο πόρτες έχει η ζωή, βλ. λ. πόρτα·
- έβαλε τέλος στη ζωή του, αυτοκτόνησε: επειδή δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο την ντροπή, έβαλε τέλος στη ζωή του»·
- έβαλε τέρμα στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του. (Λαϊκό τραγούδι: σε παρακαλώ απόψε την ψυχή μου βρες και κόψε, πάρε την αναπνοή μου βάλε τέρμα στη ζωή μου
- έγινε η ζωή μου κόλαση, βλ. φρ. έγινε η ζωή μου μαύρη·
- έγινε η ζωή μου μαρτύριο, βλ. φρ. έγινε η ζωή μου μαύρη·
- έγινε η ζωή μου μαύρη, υποφέρω τα πάνδεινα: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές μου, έγινε η ζωή μου μαύρη»·
- έδωσε τέλος στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του·
- έδωσε τέρμα στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, διέτρεξα στιγμιαία θανάσιμο κίνδυνο: «ήταν τόσο σφοδρή η τράκα, που είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου». Από το ότι έχει αναφερθεί πως, όταν κάποιος αντιμετωπίζει στιγμιαία θανάσιμο κίνδυνο, βλέπει να ξετυλίγεται με κινηματογραφική ταχύτητα μπροστά στα μάτια του όλη του η ζωή·
- είδα το φως της ζωής, βλ. λ. φως·
- είναι γεμάτος ζωή, έχει ζωντάνια, δύναμη, ενεργητικότητα: «παρόλη την ηλικία του είναι γεμάτος ζωή»·
- είναι για δέκα ζωές (κάτι), α. είναι άφθονο, υπάρχει άφθονο: «το χρήμα που έχει αυτός ο άνθρωπος, είναι για δέκα ζωές». β. (για πράγματα ή μηχανήματα) είναι πάρα πολύ ανθεκτικό, είναι κατάγερο: «έκανα μια βιβλιοθήκη από μαόνι για δέκα ζωές || αγόρασα ένα μοτέρ για να τραβάει νερό, που είναι για δέκα ζωές»·
- είναι έργο ζωής, βλ. λ. έργο·
- είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου ή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, βλ. λ. ζήτημα·
- είναι η ζωή μου (κάποιος ή κάτι), αποτελεί ό,τι το πολυτιμότερο έχω: «αυτή η γυναίκα είναι η ζωή μου || αυτή η επιχείρηση είναι η ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι η ζωή μου,η αναπνοή μου, μ’ άναψες φωτιά μέσα στην καρδιά, δεν αντέχω πια
- είναι μεταξύ ζωής και θανάτου, βλ. φρ. βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου·
- είναι όλος ζωή, βλ. φρ. είναι γεμάτος ζωή·
- είναι στο τέλος της ζωής του ή είναι στα τέλη της ζωής του, είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως είναι στο τέλος της ζωής του»·
- είναι στο τέρμα της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, τα πράγματα στη ζωή μας δεν έρχονται πάντα όπως τα σχεδιάζουμε, όπως τα υπολογίζουμε: «όταν μπλέχτηκα με το εμπόριο είχα μεγάλα όνειρα, αλλά εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, γιατί δεν κατάφερα να προκόψω»·
- έπιασε το νόημα της ζωής, βλ. λ. νόημα·
- έρχομαι στη ζωή, γεννιέμαι: «κάθε λεπτό που περνάει, έρχεται στη ζωή κι ένα παιδί»·
- έτσι είναι η ζωή, αυτή είναι συνήθως η κατάσταση, αυτή είναι συνήθως η πραγματικότητα και δεν μπορούμε να την αλλάξουμε: «απ’ τη στιγμή που έτσι είναι η ζωή, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι είν’ η ζωή και πως να την αλλάξεις, άλλος κλαίει κι άλλος γελάει δηλαδή)· βλ. και φρ. αυτά έχει η ζωή·
- εφ’ όρου ζωής, βλ. φρ. για μια ζωή· βλ. και λ. όρος·
- έφαγε τη ζωή με το κουτάλι, α. είναι πολύπειρος λόγω των πολλών δοκιμασιών που πέρασε στη ζωή του: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξεπερνάει τις δυσκολίες που του τυχαίνουν, γιατί είναι άνθρωπος που έφαγε τη ζωή με το κουτάλι». β. γνώρισε όλες τις απολαύσεις της ζωής, ιδίως τις υλικές: «είναι μπουχτισμένος από γλέντια και διασκεδάσεις, γιατί έφαγε τη ζωή με το κουτάλι»·
- έφαγε τη ζωή του, α. την ανάλωσε για κάποιο σκοπό: «έφαγε τη ζωή του για να σπουδάσει αυτά τα παιδιά». β. την έζησε τζάμπα, ανώφελα, την κατάστρεψε: «έφαγε τη ζωή της κοντά του, γιατί αποδείχτηκε μεγάλο κάθαρμα»· 
- έφαγε το ξύλο της ζωής του, βλ. λ. ξύλο·
- έφεραν στη ζωή, (για ζευγάρια) δημιούργησαν ζωή, γέννησαν: «λίγο καιρό μετά το γάμο τους έφεραν στη ζωή ένα όμορφο κοριτσάκι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως κανέναν δε μισώ για ό,τι κι αν μου κάνουν, άλλοι με φέραν στη ζωή κι άλλοι θα με πεθάνουν)· βλ. και φρ. φέρνω στη ζωή·  
- έχασε τη ζωή του, πέθανε, ιδίως σκοτώθηκε: «έχασε τη ζωή του σ’ ένα τροχαίο δυστύχημα || έχασε τη ζωή του στον πόλεμο»·
- έχει διπλή ζωή, βλ. φρ. κάνει διπλή ζωή·
- έχει η ζωή γυρίσματα, α. τίποτα δε διαρκεί μόνιμα, τα δεδομένα μιας κατάστασης διαφοροποιούνται κατά τη διάρκεια της ζωής: «τώρα που είσαι πλούσιος να ρίχνεις κι από καμιά ματιά στους φτωχούς, γιατί έχει η ζωή γυρίσματα». β. λέγεται και ως απειλή από άτομο που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και δεν μπορεί να ενεργήσει δυναμικά εναντίον κάποιου, αλλά τον προειδοποιεί πως μόλις αποκτήσει τη δύναμη, τη δυνατότητα, θα του συμπεριφερθεί ανάλογα». (Λαϊκό τραγούδι: έχει η ζωή γυρίσματα, έχει και μονοπάτια, γκρεμίζουν φτωχοκάλυβα και χτίζονται παλάτια!). Συνών. έχει ο καιρός γυρίσματα·
- έχω πείρα της ζωής, βλ. λ. πείρα·
- ζει διπλή ζωή, βλ. φρ. κάνει διπλή ζωή·
- ζει σκυλίσια ζωή, βλ. φρ. κάνει σκυλίσια ζωή·
- ζει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- ζω ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. κάνω ζωή ανθρωπινή·
- ζω ζωή παραμυθένια, ζω μέσα σε πλούτο που ξεπερνά την πραγματικότητα: «είναι από πολύ πλούσιο σόι κι από μικρός ζει ζωή παραμυθένια»·
- ζω ζωή χαρισάμενη, βλ. φρ. περνώ ζωή χαρισάμενη·
- ζω ζωή χρυσή, ζω πάρα πολύ ευχάριστα και πλούσια, ζω μέσα στην ευτυχία: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, ζει ζωή χρυσή». (Τραγούδι: καθ’ ένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή
- ζω τη ζωή μου, την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις χωρίς να υπολογίζω τα έξοδα: «κάποτε δούλευε σαν το σκυλί, αλλά απ’ τη μέρα που τα κονόμησε, ζει τη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: ζήσε τη ζωή σου ζήσε και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι
- ζωή ανθρωπινή, αυτή που ζει κανείς καλά και χωρίς οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «χωρίς παράδες, δεν μπορεί να ζήσει κανείς ζωή ανθρωπινή»·
- ζωή είν’ αυτή! βλ. φρ. ζωή κι αυτή! (α)·
- ζωή είν’ αυτή Ζωίτσα μου ή θάνατος Θανάση μου! επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει μεγάλη απελπισία για τις δυσκολίες που παρουσιάζει η ζωή, όπου παράλληλα γίνεται και λογοπαίγνιο ανάμεσα στις λ. ζωή και Ζωίτσα (υποκορ. του κυρίου ονόματος Ζωή) και στις λ. θάνατος και Θανάσης (κύριο όνομα)·
- ζωή κι αυτή! α. επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει την απογοήτευσή μας για τη ζωή, γιατί μας παρουσιάζεται συνεχώς με δυσκολίες: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά. -Ζωή κι αυτή!». β. λέγεται και με θαυμαστική διάθεση και με κάποια διάθεση ζήλιας για τη ζωή κάποιου που είναι γεμάτη από ανέσεις και πλούτη: «γεννήθηκε και μεγάλωσε στα πούπουλα. -Ζωή κι αυτή!»·
- ζωή μου! χαϊδευτική προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο που δηλώνει αγάπη, στοργή, τρυφερότητα ή πόθο: «τι έχεις, ζωή μου, κι είσαι στενοχωρημένο! || πού θέλεις να σε πάω, ζωή μου, διακοπές το καλοκαίρι!»·
- ζωή να ’χεις! α. δίνεται ως ευχή σε άτομο που μας βοήθησε ή μας εξυπηρέτησε. β. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που περιμένει να του δοθεί κάτι ή να εξυπηρετηθεί από κάποιον, ιδίως κρατικό οργανισμό, και έχει την έννοια πως θα περιμένει πάρα πολύ: «περιμένω τη νομιμοποίηση του αυθαίρετου που έχω στη Χαλκιδική. -Ζωή να ’χεις!»·
- ζωή παραμυθένια, που η ευτυχία και ο πλούτος της ξεπερνούν την πραγματικότητα: «από μικρός λαχταρούσε μια ζωή παραμυθένια, αλλά πέθανε φτωχός και δυστυχισμένος»·
- ζωή σε λόγου μας! ευχή για μακροημέρευση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους όσοι παρευρίσκονται σε μια κηδεία. (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, ζωή σε λόγου μας, πάει κι ο Θοδωρής, είναι γιατί το έκοψε κι απ’ την ταβέρνα ξέκοψε, τον χάσαμε νωρίς
- ζωή σε λόγου σας! ευχή για μακροημέρευση σε στενούς συγγενείς εκλιπόντος·
- ζωή σε μας! βλ. φρ. ζωή σε λόγου μας(!)·
- ζωή σε σας! βλ. φρ. ζωή σε λόγου σας(!)·
- ζωή στα κατσικομούλαρά μας! λέγεται ειρωνικά για κάτι που συνέβη και δε μας προκαλεί την παραμικρή έκπληξη ή για κάτι που συνέβη και πιστεύουμε πως καλώς συνέβη. (Λαϊκό τραγούδι: ζωή στα κατσικομούλαρά μας,πέθανε ο Θύμιος, συμφορά μας. Μας άφησε γεια το δειλινό εκατόν δώδεκα χρονώ).
- ζωή της ζωής μου! προσφώνηση με την οποία δείχνουμε την απέραντη αγάπη, την απέραντη λατρεία στον ερωτικό μας σύντροφο. (Λαϊκό τραγούδι: φιλί μου, κορμί μου, ψυχή μου, φωτιά μου κι αγρύπνια μου, ζωή της ζωής μου, καρδιά μου, τρελά καρδιοχτύπια μου
- ζωή χαρισάμενη, ζωή ευχάριστη, χαρούμενη, χωρίς έγνοιες και σκοτούρες: «από μικρός λαχταρούσα μια ζωή χαρισάμενη, αλλά αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε». Από την καταληκτική φρ. του Αναστάσιμου Ύμνου ζωή χαρισάμενος, που ο απλός λαός, συσχέτισε με τη χαρά·
- ζωή χρυσή, ζωή πλούσια, ευτυχισμένη: «όλοι λαχταρούν μια χρυσή ζωή, πόσοι όμως μπορούν και τη ζουν!». (Λαϊκό τραγούδι: με ζουρνάδες και νταούλια και καλό κρασί κι όμορφα κορίτσια θέλω, να ζωή χρυσή)· 
- ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι, είναι απαραίτητο να βλέπουμε και την ευχάριστη πλευρά της ζωής: «ελάτε να το ρίξουμε έξω, ελάτε να γελάσουμε, γιατί ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι». Πρβλ.: βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος
- η αιώνια ζωή, η μεταθανάτιος ζωή, ιδίως στον Παράδεισο, ως απολαβή των ενάρετων ανθρώπων: «όσο ζούσε, όλη του η προσπάθεια ήταν να κερδίσει την αιώνια ζωή»·
- η άλλη ζωή, α. η μετά θάνατον ζωή, ο θάνατος. (Λαϊκό τραγούδι: στου κάτω κόσμου τα σκαλιά και στη ζωή την άλλη, θα σε γυρεύω να σε βρω να σ’ αγαπήσω πάλι). β. σύμφωνα με τις θεωρίες περί μετεμψύχωσης, το προηγούμενο στάδιο ζωής, όπου η ψυχή μας κατοικούσε σε άλλο σώμα ή και βρισκόταν σε άλλη έμβρυα κατάσταση: «εγώ στην άλλη ζωή θα πρέπει να ήμουν πρόβατο, γι’ αυτό είμαι τόσο θύμα»·
- η άνοιξη της ζωής, βλ. λ. άνοιξη·
- η αρένα της ζωής, βλ. λ. αρένα·
- η γραμμή της ζωής, βλ. λ. γραμμή·
- η εδώ ζωή, η ζωή που τώρα ζούμε, η επίγεια ζωή: «όλες οι αδικίες πληρώνονται στην εδώ ζωή»·
- η ζωή δεν είναι όνειρο, η ζωή είναι σκληρή, δύσκολη: «πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να προκόψεις, γιατί η ζωή δεν είναι όνειρο». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είναι όνειρο η ζωή, δεν είναι πανηγύρι. Απόψε που χωρίζουμε, είναι πικρό ποτήρι
- η ζωή είναι αλλού, α. άλλο είναι το νόημα της ζωής, αλλού βρίσκεται η ομορφιά της ζωής: «σκοτώνεσαι βλάκα μέρα νύχτα στη δουλειά, ενώ η ζωή είναι αλλού: γλέντια, ξενύχτια, γυναίκες, έι, ξύπνα!». β. το νόημα της ζωής βρίσκεται σε κάτι άλλο σοβαρότερο, ουσιαστικότερο: «άσε τα γλέντια και τα ξενύχτια, γιατί η ζωή είναι αλλού: η δημιουργία, η προσφορά στην κοινωνία, η οικογένεια!»·
- η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, η ζωή για άλλους είναι δύσκολη και για άλλους εύκολη, άλλος υποφέρει και άλλος βρίσκει τον τρόπο να περνάει ευχάριστα. Η λέξη αγγούρι με την οποία παραλληλίζεται η ζωή επιδέχεται δυο ερμηνείες. Σύμφωνα με την πρώτη, το αγγούρι εκλαμβάνεται με την πρώτη του έννοια, ως κηπευτικό, που άλλοι, όταν το τρώνε, νιώθουν δυσφορία στο στομάχι και άλλοι νιώθουν ευχαρίστηση από τη δροσιά του· με τη δεύτερη ερμηνεία, αγγούρι θεωρείται το πέος, και σημαίνει πως άλλοι, όταν υφίστανται τη σεξουαλική πράξη, υποφέρουν από τον πόνο και άλλοι την ευχαριστιούνται. Βέβαια, κάποιος άλλος μπορεί να δώσει άλλες ερμηνείες· βλ. και φρ. ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, λ. κόσμος·
- η ζωή κυλάει σαν νεράκι ή η ζωή κυλάει σαν το νεράκι, η ζωή φεύγει πολύ γρήγορα, χωρίς να το καταλάβουμε: «προσπάθησε να δημιουργήσεις κάτι τώρα που είσαι νέος, γιατί η ζωή κυλάει σαν νεράκι και κάποια μέρα θα ξυπνήσεις γέρος χωρίς να το καταλάβεις». (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή κυλάει σαν το νεράκι όπου μπαίνει μες τ’ αυλάκι. Και κυλάει, και κυλάει πίσω δεν ξαναγυρνάει)· 
- η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή ή η ζωή μου κρέμεται σε μια κλωστή, κινδυνεύει άμεσα: «αν δεν κάνω την εγχείρηση που μου υπέδειξαν οι γιατροί, η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή»·
- η ζωή μου κρέμεται από μια τρίχα ή η ζωή μου κρέμεται σε μια τρίχα, βλ. φρ. η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή·
- η ζωή μου χαμογελάει ή μου χαμογελάει η ζωή, οι δουλειές μου, οι υποθέσεις στη ζωή μου, μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό είμαι πολύ ικανοποιημένος, γιατί η ζωή μου χαμογελάει»·
- η ζωή να περνά, έκφραση που δηλώνει παθητικότητα ή αδιαφορία για τον τρόπο με την οποίο ζει κανείς τη ζωή του, έκφραση που δηλώνει παθητικότητα για την καθημερινότητά κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή να περνά
- η ζωή σου ο θάνατός μου ή ο θάνατός σου η ζωή μου, έκφραση που δηλώνει τη σκληρή ανταγωνιστική στάση ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας, δεν υπάρχει μεσαία λύση, ο ένας πρέπει να κερδίσει και ο άλλος να χάσει, η δική μου επιτυχία προϋποθέτει ή συνεπάγεται τη δική σου αποτυχία: «στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο δεν αντιγράφει κανείς, γιατί εκεί είναι ο θάνατος σου η ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή σου ο θάνατός μου, μέσα στην ψευτιά του κόσμου // ο θάνατός σου η ζωή μου συναντούσα, βασανιζόμουνα, εδάκρυζα, πονούσα, γιατί οι άνθρωποι σαν λύκοι καρτερούν
- η μεγάλη ζωή, η πλούσια σε υλικές απολαύσεις: «πολλοί λαχταρούν τη μεγάλη ζωή, λίγοι όμως μπορούν να τη ζήσουν»·
- η μέλλουσα ζωή, βλ. φρ. η άλλη ζωή·
- θα πάθεις την πλάκα της ζωής σου, βλ. λ. πλάκα·
- θερίζω ζωές, α. μακελεύω, εξολοθρεύω: «ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος θέρισε πολλές ζωές». β. (για επιδημικές νόσους) εξοντώνω μαζικά: «ο λοιμός θέρισε πολλές ζωές»·
- θυσιάζω τη ζωή μου, προσφέρω τη ζωή μου, σκοτώνομαι, ιδίως για κάποιο σκοπό, για κάποια ιδέα: «πολλά παλικάρια θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα»·
- καλή ζωή, κακιά διαθήκη, λέγεται σαν υπενθύμιση σε αυτούς που ξοδεύουν τα λεφτά τους σε γλέντια και διασκεδάσεις, χωρίς να νοιάζονται για τα γεράματά τους, ή για το αν θα αφήσουν κάποια περιουσία στους απογόνους τους·
- κάνει διπλή ζωή, εκτός από τη συνηθισμένη, την καθημερινή ζωή που είναι κοινωνικά αποδεκτή, έχει και κρυφές δραστηριότητες, ιδίως παράνομες ή εξωσυζυγικές: «ήταν ένας άνθρωπος αξιοσέβαστος και πέσαμε όλοι απ’ τα σύννεφα, όταν μάθαμε πως κάνει διπλή ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: αφού σου άρεσε διπλή ζωή να κάνεις, να καείς, να γίνεις στάχτη, να πεθάνεις!
- κάνει κλειστή ζωή, ζει αποτραβηγμένος από την κοινωνία, από την επικαιρότητα: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, κάνει κλειστή ζωή»·
- κάνει τρελή ζωή, ζει πολύ άστατα: «απ’ τη μέρα που χώρισε, κάνει τρελή ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: αν πεθάνω, από σένα θα πεθάνω κι αν θα σβήσω απ’ τον καημό μου θα χαθώ! Γιατί άρχισα τρελή ζωή να κάνω και στο δρόμο μου στραβά να περπατώ!
- κάνω άστατη ζωή, ζω με ασυλλόγιστες νυχτερινές διασκεδάσεις ή με ασταθείς ερωτικούς δεσμούς: «δεν τον θέλει κανένας για γαμπρό του, γιατί κάνει άστατη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν κάνω άστατη ζωή, δικός μου είναι λογαριασμός
- κάνω ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά·
- κάνω ζωή παραμυθένια, βλ. φρ. περνώ ζωή παραμυθένια·
- κάνω ζωή χαρισάμενη, βλ. φρ. περνώ ζωή χαρισάμενη·
- κάνω ζωή χρυσή, βλ. φρ. περνώ ζωή χρυσή·
- κάνω μαύρη ζωή, ζω με μεγάλα βάσανα, δυσκολίες, πίκρες, ταλαιπωρίες, φτώχεια και δυστυχία: «με πιάνει το παράπονο, γιατί όλοι χαίρονται τη ζωή τους και μόνο εγώ κάνω μαύρη ζωή». (Δημοτικό τραγούδι: μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες! Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε ολημερίς στον πόλεμο τη νύχτα καραούλι
- κάνω σκυλίσια ζωή, ζω σε απάνθρωπες συνθήκες, ζω με στερήσεις και βάσανα, υποφέρω αφάνταστα: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, κάνει σκυλίσια ζωή». Από την εικόνα του σκύλου, που δεν έχει αφεντικό και ως εκ τούτου δεν έχει μόνιμη κατοικία και εξασφαλισμένη τροφή και περιφέρεται χειμώνα καλοκαίρι στους δρόμους·
- κάνω τη ζωή μου, βλ. φρ. ζω τη ζωή μου·
- κάνω τη μεγάλη ζωή, ζω μέσα σε πλούτο και σε υλικές απολαύσεις: «κάποτε έκανε τη μεγάλη ζωή, ώσπου ξεκοκάλισε την περιουσία που βρήκε απ’ τον πατέρα του, και τώρα κάνει τράκες απ’ τον έναν και τον άλλον»·
- κερδίζω τη ζωή μου, πορίζομαι τα μέσα για τη συντήρησή μου: «έχω μάθει να κερδίζω τη ζωή μου κάνοντας ένα σωρό δουλειές»·
- κι ύστερα σου λένε σκυλίσια ζωή! στερεότυπη έκφραση, όταν βλέπουμε ή ακούμε ότι κάποιος φροντίζει υπέρμετρα το σκυλί του: «έχει το σκυλί του με τα μπιφτέκια του, με τις μπριζόλες του, με τα φρίσκις του, με τους γιατρούς του, κι ύστερα σου λένε σκυλίσια ζωή!». Το υπονοούμενο της φρ. είναι πως εμείς ως άνθρωποι ζούμε πολύ χειρότερα από το συγκεκριμένο σκυλί·  
- κόπηκε το νήμα της ζωής του, βλ. λ. νήμα·
- κόστος ζωής, βλ. λ. κόστος·
- λέει την ιστορία της ζωής του, βλ. λ. ιστορία·
- λύνω το πρόβλημα της ζωής μου, βλ. λ. πρόβλημα·
- μαύρη ζωή, ζωή γεμάτη δυσκολίες, πίκρες, κακουχίες, φτώχεια, δυστυχία: «κοντά σου πέρασα μαύρη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: στην ξενιτιά, στην ξενιτιά με σπαραγμό σε νοσταλγώ κάθε βραδιά. Βράδυ πρωί μαύρη ζωή μακριά σου ζω Μανταλένα, Μανταλένα δε σε ξεχνώ
- μαύρη σελίδα της ζωής, βλ. λ. σελίδα·
- μαύρισε η ζωή μου, βλ. φρ. κάνω μαύρη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: σε πήραν απ’ τα χέρια μου, κοντεύει κι άλλος χρόνος και τη ζωή μου μαύρισε της μοναξιάς ο πόνος)·
- μια ζωή, διαρκώς, συστηματικά, από πάντα: «μια ζωή χάνει τα λεφτά του στα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλεις, μου το είπες, μια ζωή το ίδιο λες και γυρνώ σαν τους αλήτες, που δεν ξέρουνε γιορτές)· βλ. και φρ. για μια ζωή·
- μια ζωή την έχουμε, τυπικό δείγμα της λαϊκής νεοελληνικής ιδεολογίας, μέσω της οποίας δικαιολογεί κάποιος την τάση που έχει να γευτεί τις χαρές της ζωής, να ζήσει ανέμελα. (Λαϊκό τραγούδι: μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντήσουμε
- μου ’κανε τη ζωή κόλαση ή μου ’κανε κόλαση τη ζωή, βλ. φρ. μου μαύρισε τη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις κάνει τη ζωή μου κόλαση, θα σου φύγω και θα φταις για όλα εσύ)·
- μου ’κανε τη ζωή μαύρη ή μου ’κανε μαύρη τη ζωή, βλ. φρ. μου μαύρισε τη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: νόμιζα κοντά σου πως θα βρω στοργή, πως θα μου γιατρέψεις κάθε μου πληγή, μα εσύ μου κάνεις μαύρη τη ζωή και αντί για μάννα με κερνάς χολή)·
- μου μαύρισε τη ζωή, με τη στάση του ή τη συμπεριφορά του απέναντί μου μου προξένησε πολλά βάσανα, πολλές ταλαιπωρίες, πολλές πίκρες και δυστυχίες: «μου μαύρισε τη ζωή αυτό το παιδί μέχρι να το σπουδάσω»·
- μου σμπαράλιασε τη ζωή, κατάστρεψε ανεπανόρθωτα τη ζωή μου: «εγώ τον είχα για τον καλύτερο φίλο μου κι αυτός μου σμπαράλιασε τη ζωή, γιατί πήγε και τα ’φτιαξε με τη γυναίκα μου»·
- μου ’τυχε στο ζάρι της ζωής, βλ. λ. ζάρι·
- μου ’φαγε τη ζωή ή μου ’χει φάει τη ζωή, μου κατέστρεψε, έφθειρε, εξάντλησε τη ζωή μου με τη στάση ή τη συμπεριφορά του απέναντί μου: «μου ’φαγε τη ζωή αυτό το παιδί μέχρι να το φέρω στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: πρόσεξε και συμμορφώσου, σου το λέω για καλό, μου ’χεις φάει τη ζωή μου, θα μου στρίψει το μυαλό
- μπαίνω στη ζωή, αρχίζω να δουλεύω για να εξασφαλίσω τα αναγκαία για τη συντήρησή μου, μπαίνω στη βιοπάλη: «τώρα τα βρίσκεις όλα έτοιμα απ’ τους γονείς σου, όταν μπεις όμως κι εσύ στη ζωή, τότε θα καταλάβεις τι εστί βερίκοκο!»·
- μπαίνω στη ζωή (κάποιου, κάποιας), α. συνδέομαι, ιδίως ερωτικά, με κάποιον (κάποια): «απ’ τη μέρα που μπήκε η τάδε στη ζωή του,έγινε το πιο φρόνιμο παιδί της παρέας μας || μπήκε στη ζωή του η τάδε και κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα». β. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις κάποιου ατόμου: «απ’ τη μέρα που μπήκε στη ζωή μου, μου δημιουργεί συνέχεια προβλήματα»·
- να μη χαρώ τη ζωή μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τη ζωή μου!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!) ·
- να πάθεις την πλάκα της ζωής σου, βλ. λ. πλάκα·
- να χαρείς τη ζωή σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «δώσε μου σε παρακαλώ αυτά τα λεφτά που μου χρειάζονται, να χαρείς τη ζωή σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέρω τη ζωή, έχω μεγάλη πείρα ιδίως των δυσκολιών που έχει η ζωή: «πριν κάνεις οτιδήποτε θέλω να με συμβουλεύεσαι, γιατί ξέρω τη ζωή καλύτερα απ’ τον καθένα»·
- ο δρόμος της ζωής, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ρόδα, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με άνθη, βλ. λ. δρόμος·
- ο (η) σύντροφος της ζωής, βλ. λ. σύντροφος·
- ο χειμώνας της ζωής, βλ. λ. χειμώνας·
- οι γκίνιες της ζωής, βλ. λ. γκίνια·
- οι κόποι μιας ζωής, βλ. λ. κόπος·
- οι ξέμπαρκοι της ζωής, βλ. λ. ξέμπαρκος·
- οι χαρές της ζωής, βλ. λ. χαρά·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, κάποτε όλοι πεθαίνουμε, είμαστε εφήμεροι, δεν είμαστε αθάνατοι: «όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, γι’ αυτό δε χρειάζονται τα μίση και τα πάθη». Λέγεται για να υπογραμμίσει τη ματαιότητα της ζωής, αλλά είναι και φορές που λέγεται σε αντιδιαστολή με την άλλη ζωή, που είναι αιώνια. Συνών. όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, βλ. λ. σπίτι·
- όπως τα φέρει η ζωή, όπως έρθουν οι περιστάσεις, όπως τα φέρει η τύχη: «αποφάσισε κι αυτός να παντρευτεί κι όπως τα φέρει η ζωή»·
- παθαίνω την πλάκα της ζωής μου, βλ. λ. πλάκα·
- παίζεται η ζωή μου, βλ. φρ. παίζω τη ζωή μου·
- παίζω τη ζωή μου, την εκθέτω σε μεγάλο κίνδυνο, την διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «ένας εργάτης οικοδομών παίζει κάθε μέρα τη ζωή του εκεί ψηλά στις σκαλωσιές». (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή μου έπαιξα με σένα, τη ζημιά σου πλήρωσα με αίμα
- παίζω τη ζωή μου κορόνα γράμματα, βλ. φρ. παίζω τη ζωή μου. Αναφορά στο τυχερό παιχνίδι κορόνα γράμματα· βλ. και λ. κορόνα·
- παίρνω τη ζωή (κάποιου), τον σκοτώνω, τον δολοφονώ: «έβγαλε το μαχαίρι του και μ’ ένα χτύπημα στην καρδιά του πήρε τη ζωή»·
- παίρνω τη ζωή μου (έτσι) όπως (μου) έρχεται, αντιμετωπίζω τις δύσκολες καταστάσεις που προκύπτουν με στωικότητα: «ο γιατρός με συμβούλεψε να μην έχω άγχος, γι’ αυτό παίρνω τη ζωή μου έτσι όπως έρχεται»·
- παίρνω τη ζωή μου λάθος, κάνω λανθασμένη, εσφαλμένη επιλογή, ακολουθώ λανθασμένο, εσφαλμένο δρόμο για να πετύχω στη ζωή μου: «όποιος παίρνει τη ζωή του λάθος, έρχεται δυστυχώς κάποια στιγμή που το πληρώνει ακριβά». (Τραγούδι: με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας· λάθος! κι αλλάξαμε ζωή
- πεζή ζωή, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που καθημερινά επαναλαμβάνεται μονότονα: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, ζει μια ήσυχη πεζή ζωή και είναι ευτυχισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα την πάθω όπως την έχουν πάθει όλοι, γιατί οι γυναίκες όλες είσαστε διαβόλοι, που μας τα κάνετ’ όλα ρόιδο στην πεζή μας τη ζωή, δε θα με γράψεις για κορόιδο την αυγή
- περνάει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- περνώ απ’ τη ζωή (κάποιου), γνωρίζω κάποιον και διαδραματίζω σοβαρό ρόλο στη ζωή του: «αν δεν περνούσε απ’ τη ζωή μου αυτή η γυναίκα, δε θα είχα γνωρίσει τον πραγματικό έρωτα». (Λαϊκό τραγούδι: να σ’ αγαπώ κουράστηκα, βαριά σε καταράστηκα· απ’ τη ζωή μου πέρασες, με τσάκισες με γέρασες
- περνώ ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά, λ. ανθρωπινός·
- περνώ ζωή και κότα ή την περνώ ζωή και κότα, ζω ξέγνοιαστα, πλουσιοπάροχα, χωρίς έγνοιες και φροντίδες: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, περνάει ζωή και κότα». Από το ότι παλιά το να τρώει κανείς συχνά κότα ήταν δείγμα πλούτου και καλοπέρασης. (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι δε θα ’χουμε ανάγκη από φώτα, θα την περνούμε μια χαρά ζωή και κότα, βρε θα κοιμόμαστε κι οι δυο απ’ τις εννιά να μη μας πιάνει ξεροβόρι παγωνιά
- περνώ ζωή παραμυθένια, ζω τόσο ευτυχισμένα και πλούσια, που η ζωή μου κυλά σαν να ζω σε παραμύθι: «οι δουλειές μου πηγαίνουν πάρα πολύ καλά, παντρεύτηκα και μια καλή γυναίκα, με την οποία έκανα και δυο παιδιά κι έτσι περνώ ζωή παραμυθένια»·
- περνώ ζωή πασαλίδικη, βλ. συνηθέστ. περνώ ζωή χρυσή·
- περνώ ζωή χαρισάμενη, ζω ζωή ευχάριστη, ξέγνοιαστη και ευτυχισμένη: «τον αγαπάει τόσο πολύ η γυναίκα του, που περνάει ζωή χαρισάμενη κοντά της»· βλ. και φρ. ζωή χαρισάμενη·
- περνώ ζωή χρυσή, ζω πλούσια και ευτυχισμένα. (Λαϊκό τραγούδι: ζωή χρυσή περνούσαμε τις νύχτες με φεγγάρι στης Σαλονίκης τις δροσιές μέσα στο Μπεξινάρι
- πικρή ζωή, ζωή με θλίψεις και στενοχώριες: «δε μπορώ ν’ αντέξω άλλο τέτοια πικρή ζωή»·
- πληρώνω με τη ζωή μου ή πληρώνω με την ίδια μου τη ζωή, θυσιάζομαι κυριολεκτικά ή μεταφορικά: «πλήρωσε με τη ζωή του για να σώσει τα παιδιά του μέσα απ’ το φλεγόμενο σπίτι || πλήρωσε με τη ζωή του για να σπουδάσει τα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: κλαίω τα βράδια στη θύμησή σου κι είναι το δάκρυ κατακλυσμός που ’χεις πληρώσει με τη ζωή σου να μην περάσει ο φασισμός
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, ανάλογα με τις πράξεις σου, τις ενέργειές σου είναι και οι απολαβές σου: «μην παραπονιέσαι που ζεις φτωχικά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, ποτέ δε θέλησες να δουλέψεις σκληρά στη ζωή σου και σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις»·
- σημαδεύω τη ζωή μου, πέφτω σε μεγάλο παράπτωμα που επενεργεί αρνητικά στην υπόλοιπη ζωή μου, συνδέω την ύπαρξη μου με κάτι συνήθως πολύ αρνητικό: «σημάδεψε τη ζωή του με την κατάχρηση που έκανε και τώρα δεν μπορεί να βρει πουθενά δουλειά»·
- σκόρπισε η ζωή μου, διαλύθηκε, καταστράφηκε: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου έχω την εντύπωση πως σκόρπισε η ζωή μου». (Τραγούδι: σκόρπισε η ζωή μου χάμου σαν το βότσαλο της άμμου
- σκυλίσια ζωή, πολύ σκληρή ζωή, μέσα σε κακουχίες, στερήσεις και απάνθρωπες συνθήκες: «όποιος δε γνώρισε τη σκυλίσια ζωή, δεν έμαθε τι εστί μεγάλος πόνος»·
- σμπαράλιασε η ζωή μου, καταστράφηκε ανεπανόρθωτα: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, σμπαράλιασε η ζωή μου»·
- στη ζωή και στο θάνατο, αιώνια, για πάντα, σε οποιαδήποτε περίσταση: «θα ’μαστε μαζί στη ζωή και στο θάνατο». Συνήθως δίνεται ως όρκος μεταξύ ερωτευμένων ή νεόνυμφων. (Λαϊκό τραγούδι: πες το ότι θα ’μαστε μαζί και στο θάνατο και στη ζωή
- στη ζωή μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «στη ζωή μου, ακριβώς έτσι όπως στα λέω έγιναν τα πράγματα»·
- στη ζωή της πεθεράς μου! όρκος που δίνεται χάριν αστεϊσμού, αλλά και για να παραδεχτεί ο συνομιλητής μας ότι λέει ψέματα. Από το ότι πολλοί άντρες δε διατηρούν καλές σχέσεις με τις πεθερές τους·
- στη ζωή των παιδιών μου! ισχυρότερος όρκος από τον παραπάνω·
- στο τέλος της ζωής του ή στα τέλη της ζωής του, λίγο πριν πεθάνει: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί στο τέλος της ζωής του, είδε όλα του τα παιδιά να είναι μονοιασμένα»·
- στοιχηματίζω τη ζωή μου ή στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «στοιχηματίζω τη ζωή μου πως θα ’ρθει να σου ζητήσει συγνώμη»·   
- τ’ αστροπελέκια της ζωής, βλ. λ. αστροπελέκι·
- τα λεφτά σου ή τη ζωή σου, βλ. λ. λεφτά·
- τα ναυάγια της ζωής, βλ. λ. ναυάγιο·
- τα χαστούκια της ζωής ή της ζωής τα χαστούκια, βλ. λ. χαστούκι·
- τερμάτισε τη ζωή του, α. αυτοκτόνησε: «επειδή δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο την κατακραυγή του κόσμου, τερμάτισε τη ζωή του πέφτοντας απ’ τη ταράτσα του σπιτιού του». β. (πιο σπάνια) πέθανε: «τερμάτισε τη ζωή του ανάμεσα στην οικογένειά του»·
- το τέλος της ζωής, βλ. λ. τέλος·
- το τέρμα της ζωής, βλ. λ. τέρμα·
- το σχολείο της ζωής, βλ. λ. σχολείο·
- το φθινόπωρο της ζωής, βλ. λ. φθινόπωρο·
- το φιλί της ζωής, βλ. λ. φιλί·
- τον έβγαλα απ’ τη ζωή μου, έπαψα να τον σκέφτομαι, έπαψα να ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν: «απ’ τη στιγμή που υπήρξε αχάριστος σε μένα, που τον βοήθησα αμέτρητες φορές, τον έβγαλα απ’ τη ζωή μου»·
- τον έφαγε η μεγάλη ζωή, τον κατάστρεψε οικονομικά η τάση που είχε να ζει σε πλούσιες υλικές απολαύσεις: «κάποτε ήταν πολύ πλούσιος, αλλά τον έφαγε η μεγάλη ζωή και τώρα ζει με δανεικά»·
- του αφαίρεσε τη ζωή, βλ. φρ. του πήρε τη ζωή·
- του θέρισε τη ζωή, τον σκότωσε, ιδίως σε τροχαίο δυστύχημα: «καθώς περνούσε κανονικά από τις διαβάσεις, έπεσε απάνω του ένας μεθυσμένος οδηγός και του θέρισε τη ζωή»·
- του ’κανα τη ζωή κόλαση, βλ. φρ. του ’κανα τη ζωή μαύρη. (Λαϊκό τραγούδι: έχεις κάνει τη ζωή μου κόλαση, θα σου φύγω και θα φταις για όλα εσύ)·
- του ’κανα τη ζωή μαρτύριο, βλ. φρ. του ’κανα τη ζωή μαύρη. (Λαϊκό τραγούδι: μονά ζυγά τα θες όλα δικά σου και με πληγώνεις με τα πείσματά σου, άλλα λες το βράδυ κι άλλα το πρωί, μαρτύριο μου έχεις κάνει τη ζωή
- του ’κανα τη ζωή μαύρη, τον βασάνισα, τον ταλαιπώρησα πάρα πολύ, του δυσκόλεψα τόσο πολύ τη ζωή, ώστε του έγινε αφόρητη: «επειδή ήταν τεμπέλης, τον πήρα στη δουλειά μου και του ’κανα τη ζωή μαύρη, μέχρι να μάθει να δουλεύει || είναι τόσο ζηλιάρα η γυναίκα του, που του ’κανε τη ζωή μαύρη με τις ζήλιες της». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σε βλέπω βροχερή στιγμή δεν ησυχάζω· μαύρη μου κάνεις τη ζωή και βαριαναστενάζω
- του ’κανα τη ζωή παϊτόνι, βλ. συνηθέστ. του ’κανα τη ζωή ποδήλατο·
- του ’κανα τη ζωή πατίνι, βλ. φρ. του ’κανα ζωή ποδήλατο·
- του ’κανα τη ζωή ποδήλατο, τον βασάνισα, τον ταλαιπώρησα πάρα πολύ: «του ’κανε τη ζωή ποδήλατο η γυναίκα του με την γκρίνια της». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει υπερβολική κούραση μετά από πολύωρη βόλτα με το ποδήλατό του·
- του ’κανα τη ζωή δύσκολη, του δημιούργησα απανωτά προβλήματα, ιδίως για λόγους εκδίκησης: «πολύ το ευχαριστήθηκα που του ’κανα τη ζωή δύσκολη, γιατί είναι καρφί της Ασφάλειας»·
- του κόβω το νήμα της ζωής, βλ. λ. νήμα·
- του κόστισε τη ζωή, είχε ως συνέπεια το θάνατό του: «το πάθος του για τα ναρκωτικά του κόστισε τη ζωή»·
- του πήρε τη ζωή, τον δολοφόνησε, τον σκότωσε, τον θανάτωσε: «τον βρήκε μέσα στο μπαράκι κι εκεί μπροστά στον κόσμο έβγαλε το πιστόλι του και με τρεις πιστολιές του πήρε τη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: φαίνεται μαραζώσανε το άμοιρο κορμί μου κι ο χάρος είν’ στα πρόθυρα να πάρει τη ζωή μου
- του ρίχνω τα μπινελίκια της ζωής του, βλ. λ. μπινελίκι·
- του ρίχνω τα πουστριλίκια της ζωής του, βλ. λ. πουστριλίκια·
- του στοίχισε τη ζωή, βλ. φρ. του κόστισε τη ζωή·
- του χάρισαν τη ζωή, (για θανατοποινίτες) δεν τον εκτέλεσαν, του έδωσαν χάρη: «λίγο καιρό πριν τον οδηγήσουν στο απόσπασμα, του χάρισαν τη ζωή». Ο πλ., επειδή η χάρη που δίνεται σε ένα θανατοποινίτη δεν εξαρτάται από ένα άτομο. Στη χώρα μας έχει καταργηθεί η ποινή του θανάτου·
- του χάρισε τη ζωή, δεν τον σκότωσε, ενώ θα μπορούσε: «την τελευταία στιγμή πέταξε μακριά το μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του και του χάρισε τη ζωή»·
- του χρωστώ τη ζωή μου, τον αναγνωρίζω ως σωτήρα μου, γιατί με έσωσε από βέβαιο θάνατο: «αυτόν το γιατρό που βλέπεις του χρωστώ τη ζωή μου»·
- τρίφτηκε στη ζωή, απόκτησε πείρα από τη συνεχή βιοπάλη: «από μικρός στην πιάτσα τρίφτηκε στη ζωή και τώρα δε τον ξεγελάει κανείς»·
- τρώω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- τρώω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- τρώω τη ζωή μου, φθείρομαι: «δεν το καταλαβαίνεις πως τρως τη ζωή σου μ’ αυτές τις ανοησίες που ασχολείσαι; || είναι πανέξυπνο παιδί κι απορώ πώς τρώει τη ζωή του μ’ αυτές τις παλιοπαρέες που έχει μπλέξει!»·
- φέρνω στη ζωή, (για γυναίκες) γεννώ: «αυτή η κοντούλα και μικροκαμωμένη που βλέπεις, έφερε στη ζωή εφτά παιδιά!»· βλ. και φρ. έφεραν στη ζωή·
- φεύγω απ’ τη ζωή, πεθαίνω: «έφυγε ευτυχισμένος απ’ τη ζωή του, γιατί είδε τα παιδιά του να προκόβουν». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι με πίκραναν πολύ τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή όλους τους συγχωράω
- χαίρομαι τη ζωή (μου), την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις ή με αυτά που με ευχαριστούν ιδιαίτερα: «δε βάζω ούτε δραχμή στην τράπεζα, γιατί με τα λεφτά που βγάζω χαίρομαι τη ζωή μου || όταν έχω λεύτερο καιρό χαίρομαι τη ζωή μου στο ύπαιθρο». (Τραγούδι: στη ζωή μας μια γυναίκα δε μας φτάνει, καπετάνιε τη ζωή για να χαρείς, ρίξε άγκυρα στο πρώτο το λιμάνι και καινούρια αγάπη κοίταξε να βρεις
- χαλώ τη ζωή μου, ενεργώ με τέτοιο τρόπο, που οδηγούμαι σε δύσκολες καταστάσεις, που οδηγούμαι στην καταστροφή μου: «δεν κατηγορώ κανένα, γιατί με τα ξενύχτια και τα μεθύσια μου χάλασα μονάχος τη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα μπορέσουν οι γονείς μας να μας χαλάσουν τη ζωή μας, θέλουν δε θέλουν θα μας βάλουν βέρα
- χάνω τη ζωή μου, πεθαίνω, σκοτώνομαι: «από την τάδε επιδημία έχασαν τη ζωή τους πολλοί άνθρωποι || στον τελευταίο σεισμό έχασαν τη ζωή τους πολλά άτομα». (Λαϊκό τραγούδι: μη με πληγώνεις και πονώ, άσε με για να γειάνω, καθημερινώς αισθάνομαι πως τη ζωή μου χάνω
- χάνω τη μάχη για τη ζωή, βλ. φρ. μάχη·
- χαραμίζω τη ζωή μου, ζω χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό, κάτι εποικοδομητικό, ζω ανώφελα και, κατ’ επέκταση, καταστρέφομαι: «οι φίλοι μου σπούδαζαν ή έστηναν δουλειές κι εγώ χαράμιζα τη ζωή μου σε γλέντια και ξενύχτια». (Λαϊκό τραγούδι: αραμπάς περνά με τη βλάμισσα που χαράμισα τη ζωή μου, με ρεστάρισε, στραπατσάρισε το τσαρδί μου).  

θέμα

θέμα, το, ουσ. [<αρχ. θέμα], το θέμα. 1. το ζήτημα, το αντικείμενο μιας συζήτησης, μιας έρευνας ή μιας εργασίας ή το ζήτημα που δίνεται προς ανάπτυξη στις εξετάσεις: «τι θέμα κουβεντιάζετε, ρε παιδιά; || ευτυχώς, είχα διαβάσει το θέμα που έπεσε στις εξετάσεις, κι έτσι έγραψα μια χαρά». 2. η ουσία ενός ζητήματος ή μιας υπόθεσης, ο επιδιωκόμενος σκοπός: «δε μ’ ενδιαφέρει που υπολογίζατε σε μένα, το θέμα είναι πως εγώ δεν μπορώ να  ’ρθω || πρέπει να βρούμε τρόπο να πείσουμε τον τάδε να χρηματοδοτήσει τη δουλειά, γιατί στο εξής αυτό είναι το θέμα». (Λαϊκό τραγούδι: το θέμα είναι να τη βρω κι από τα δύσκολα να βγω). (Ακολουθούν 41 φρ.)·
- αβανταδόρικο θέμα, θέμα, ζήτημα, υπόθεση που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, που προξενεί το ενδιαφέρον του πολύ κόσμου. Χρησιμοποιείται ιδίως στη δημοσιογραφία και στην τηλεόραση: «ο τάδε δημοσιογράφος ασχολείται μόνο με αβανταδόρικα θέματα || τον τελευταίο καιρό όλες οι τηλεοράσεις ασχολούνται με τους σεισμούς, γιατί είναι πολύ αβανταδόρικο θέμα»· 
- αλλάζει θέμα, οδηγεί τη συζήτηση αλλού, ιδίως όταν δεν τον συμφέρουν αυτά που λέγονται, αυτά που συζητούνται: «κάθε φορά που γίνεται λόγος για καταχρήσεις αλλάζει θέμα, γιατί κάποτε κι αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης στην οποία δούλευε»·
- αλλάζει το θέμα, υπάρχει διαφορά, διαφέρει, μεταβάλλεται η γνώμη που είχα σχηματίσει για κάποιον ή για κάτι ή η στάση που είχα κρατήσει, γιατί υπάρχουν νέα δεδομένα: «τώρα που έμαθα ποιος ήταν αυτός που με κατηγόρησε αλλάζει το θέμα και σε θεωρώ πάλι φίλο μου». Συνών. αλλάζει η υπόθεση / αλλάζει το ζήτημα / αλλάζει το πράγμα ή αλλάζουν τα πράγματα·
- (αυτό) είναι δικό μου θέμα, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνον εμένα: «αν χωρίσω ή όχι με τη γυναίκα μου, είναι δικό μου θέμα». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση αμέσως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπικό μου θέμα, βλ. φρ. (αυτό) είναι δικό μου θέμα·
- βάζω θέμα, βλ. φρ. βάζω ζήτημα, λ. ζήτημα·
- βάζω ένα θέμα στο τραπέζι, βλ. φρ. βάζω ένα ζήτημα στο τραπέζι, λ. ζήτημα·
- δε γεννάται θέμα, είναι ανάξιο λόγου, ανάξιο συζήτησης, δεν πρέπει διόλου να μας απασχολεί: «δε γεννάται θέμα για πέντε πενταροδεκάρες που έδωσα παραπάνω»·
- δε γίνεται θέμα, βλ. φρ. δε γεννάται θέμα·
- δεν είναι θέμα, βλ. φρ. δε γεννάται θέμα·
- δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «μήπως ξέρεις αν φορτώθηκαν οι παραγγελίες των πελατών; -Δεν είναι δικό μου θέμα». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «μπορείς να μου πεις πού θα βρω τόσα λεφτά μέχρι το τέλος του μηνός; -Δεν είναι δικό μου θέμα». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά / δεν είναι δική μου υπόθεση / δεν είναι δικό μου ζήτημα / δεν είναι δικό μου καπέλο / δεν είναι δικό μου πρόβλημα / δεν είναι δικός μου λογαριασμός·   
- δεν μπαίνει θέμα, βλ. συνηθέστ. δε γεννάται θέμα·
- δεν υπάρχει θέμα, βλ. φρ. δε γεννάται θέμα·
- δημιουργώ θέμα, βλ. φρ. δημιουργώ ζήτημα, λ. ζήτημα·
- δημιουργώ θέματα, βλ. φρ. δημιουργώ ζητήματα, λ. ζήτημα·
- διαφέρει το θέμα, βλ. φρ. αλλάζει το θέμα·
- δικό σου θέμα, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «τι να ψηφίσω στις εκλογές; -Δικό σου θέμα || σκοπεύω ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, εσύ τι λες; -Δικό σου θέμα». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός· βλ. και φρ. προσωπικό σου θέμα·
- έγινε θέμα, βλ. φρ. έγινε ζήτημα, λ. ζήτημα·
- έγινε το θέμα της ημέρας, συζητείται ευρέως κάποιο γεγονός, αποτελεί προσωρινά το κέντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης: «η αποκάλυψη από τον Τύπο για τις μίζες του τάδε υπουργού έγινε το θέμα της ημέρας»·
- είναι εκτός θέματος, α. δεν έχει αντιληφθεί το αντικείμενο, το θέμα της συζήτησης και λέει άλλα αντί άλλων: «σταμάτα να μιλάς, γιατί είσαι εκτός θέματος». β. (γενικά) δεν συντονίζεται στο κλίμα της παρέας: «μια ζωή εκτός θέματος θα είναι αυτό το παιδί και δεν μπορεί να στεριώσει σε μια παρέα». Αναφορά στο μάθημα της έκθεσης που δεν ανταποκρίνεται στο θέμα που δόθηκε, και συνεπώς βαθμολογείται με χαμηλό βαθμό·
- είναι θέμα χρόνου, βλ. φρ. είναι ζήτημα χρόνου, λ. ζήτημα·
- έκλεισε το θέμα, α. έκφραση με επιθετική διάθεση στην περίπτωση που δε θέλουμε να επανέλθουμε σε κάποιο θέμα ή γεγονός, επειδή έχουμε συνήθως αρνητική θέση ή άποψη: «τι θα γίνει, κύριε διευθυντά, με κείνη την αυξησούλα; -Έκλεισε το θέμα». Ταυτόχρονα παρατηρείται μια βιαστική αρνητική χειρονομία. Συνών. έκλεισε η συζήτηση. β. έκφραση που δηλώνει την επιτυχή ολοκλήρωση μιας προσπάθειας, μιας επιδίωξης: «την ανέλαβες τη δουλειά που μου ’λεγες; -Έκλεισε το θέμα»·
- έτσι έχει το θέμα, καταληκτική φρ. με την οποία κλείνει κάποιος της παρουσίαση μιας κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε: «να μην πιστέψετε ό,τι κι αν σας πουν, γιατί έτσι έχει το θέμα». Συνών. έτσι έχει η υπόθεση / έτσι έχει το ζήτημα / έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα·
- θέλει κουβέντα το θέμα ή το θέμα θέλει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει συζήτηση το θέμα ή το θέμα θέλει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- θέμα Σ.Ο.Σ., (για μαθητές, σπουδαστές) αναμενόμενο ζήτημα προς ανάπτυξη στις εξετάσεις, και για το λόγο αυτό, πολύ καλά διαβασμένο από τους μαθητές: «ευτυχώς έπεσαν θέματα Σ.Ο.Σ. και οι περισσότεροι μαθητές έγραψαν καλά»·
- καλύπτω το θέμα, το αναλύω διεξοδικά, το εκθέτω αναλυτικά: «ποιος κάλυψε το θέμα των ναρκωτικών;»·
- κάνω θέμα, θέτω σε συζήτηση κάποιο ζήτημα ή κάποια υπόθεση: «δεν πιστεύω να κάνεις θέμα στο διευθυντή που άργησα το πρωί μισή ωρίτσα!»· βλ. και φρ. το κάνω θέμα·
- κλείνω το θέμα, μιλώ τελευταίος για κάποιο θέμα που έχει τεθεί προς συζήτηση και το τελειώνω, το ολοκληρώνω: «ποιος θα κλείσει το θέμα της σημερινής μας συζήτησης;». Συνών. κλείνω τη συζήτηση·
- μη γίνει θέμα, βλ. φρ. μη δημιουργείς θέμα·
- μη δημιουργείς θέμα, μην προκαλείς πρόβλημα, μην προκαλείς διένεξη, μη δίνεις συνέχεια σε κάτι δυσάρεστο: «μη δημιουργείς θέμα χωρίς σπουδαίο λόγο». Συνών. μη δημιουργείς ζήτημα / μη δημιουργείς πρόβλημα·
- μην κάνεις θέμα, βλ. φρ. μη δημιουργείς θέμα·
- πετιέμαι απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. φρ. πηδώ απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο·
- πηδώ απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, συνεχώς αλλάζω αντικείμενο λόγου, δεν υπάρχει συνοχή σε αυτά που λέω: «στο τέλος μας μπέρδεψε όλους, γιατί συνέχεια πηδούσε απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο»·
- πιάνω ένα θέμα, θίγω ένα ζήτημα, επιλέγω να ασχοληθώ με ένα ζήτημα: «κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας έπιασε ο τάδε ένα θέμα για τα ναρκωτικά || πιάσε ένα θέμα να κουβεντιάσουμε»·
- πιάνω θέμα, (για μαθητές, σπουδαστές) μαντεύω τι ζήτημα θα δοθεί προς ανάπτυξη στις εξετάσεις και το διαβάζω πάρα πολύ καλά: «δίναμε το μάθημα της Ιστορίας κι έπιασα θέμα»·  
- προσωπικό σου θέμα, βλ. φρ. δικό σου θέμα·
- σηκώνει κουβέντα το θέμα ή το θέμα σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει συζήτηση το θέμα ή το θέμα σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- στήνει θέματα, δημιουργεί, κατασκευάζει διάφορες εκρηκτικές καταστάσεις για να γίνεται λόγος γύρω από το όνομά του, για να διαφημιστεί: «η τάδε τραγουδίστρια, κάθε τόσο στήνει θέματα στα παράθυρα της τηλεόρασης για διαφημιστικούς λόγους»·
- το κάνω ολόκληρο θέμα, δίνω σοβαρές διαστάσεις σε ένα επουσιώδες γεγονός, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός καλό ή κακό, το μεγαλοποιώ: «μια φορά του αρνήθηκα κάτι και το ’κανε ολόκληρο θέμα || του κέρασα τα ούζα που ήπιαμε και το ’κανε ολόκληρο θέμα». Συνών. το κάνω ολόκληρη κουβέντα / το κάνω ολόκληρη συζήτηση / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι· βλ. και φρ. κάνω θέμα·
- φλέγον θέμα, σπουδαίο, επίκαιρο γεγονός που απασχολεί έντονα την κοινή γνώμη: «το φλέγον θέμα των τελευταίων ημερών είναι η αναγγελία των πρόωρων εκλογών».

καβαλάρης

καβαλάρης, ο, θηλ. καβαλάρισσα, ουσ. [<μσν. καβαλάρις <καβαλάριος <λατιν. caballarius], ο καβαλάρης. 1. άντρας που είναι ικανός να επιβάλλει τη σεξουαλική πράξη, ο επιβήτορας: «στα νιάτα του ήταν ο καλύτερος καβαλάρης της παρέας μας». 2. (για τάβλι) το επιπλέον πούλι που βάζει ο παίχτης πάνω σε πιασμένο αντίπαλο πούλι ή πάνω σε δική του πόρτα, για να μπορεί να χτυπήσει νέο πούλι του αντιπάλου του, χωρίς να ξεπλακώσει: «πρέπει να ’χεις το νου σου, να βάζεις και κανέναν καβαλάρη, γιατί πάντα είναι χρήσιμος». Συνών. χωροφύλακας· 
- είμαι καβαλάρης, βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση, κυριαρχώ στο χώρο μου: «θα πάρω μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, μόνο αν βρω τον τρόπο να ’μαι καβαλάρης || μέσα στο σπίτι μου είμαι καβαλάρης». (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ ένα λεβεντόπαιδο του λιμανιού βαρκάρης και πριν με πάρεις μάθε το πώς θα ’μαι καβαλάρης)· 
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, η γυναίκα θέλει άξιο σύζυγο και με ισχυρή προσωπικότητα για να την καθοδηγεί, όπως και το άλογο θέλει έμπειρο αναβάτη: «μην αφήνεις λάσκα τη γυναίκα σου, γιατί η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη»·
- μαύρος καβαλάρης, α. ο χάρος: «όλους μας θα ’ρθει κάποια μέρα να μας πάρει ο μαύρος καβαλάρης». β. προσωνυμία το στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα: «τα μόνα στρατεύματα που υποχώρησαν οργανωμένα κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήταν του μαύρου καβαλάρη»·
- μοναχικός καβαλάρης, λέγεται για άτομο που πορεύεται στη ζωή του μοναχό: «έτσι μοναχικός καβαλάρης που είναι, δεν ξέρουμε και πολλά για τη ζωή του»·
- μπαίνω καβαλάρης, εισβάλλω σε ένα χώρο με υπεροπτικό ύφος, αδιαφορώντας για την κατάσταση που επικρατεί και χωρίς να συμμετέχω στις κοινές εργασίες: «μην υπολογίζεις σ’ αυτόν, γιατί θα μπει καβαλάρης και θα φύγει χωρίς ν’ ασχοληθεί καθόλου με τίποτα». Από την εικόνα του καβαλάρη που περνάει από κάπου με αγέρωχο ύφος.

κάγκελο

κάγκελο, το, ουσ. [<μτγν. κάγκελον <λατιν. cancellum], το κάγκελο. 1. γυναίκα ψηλή και κοκαλιάρα, αλλά όχι και απαραίτητα άσχημη: «έχει γλυκό προσωπάκι, αλλά κατά τ’ άλλα είναι κάγκελο». 2. υποτιμητική αναφορά σε γυναίκα, χωρίς να είναι απαραίτητα κοκαλιάρα ή άσχημη: «δεν πάω πουθενά μ’ αυτό το κάγκελο». 3. στον πλ. τα κάγκελα, (στη γλώσσα της αργκό) τα κάγκελα του κελιού και, κατ’ επέκταση, η φυλακή: «είναι δυο χρόνια στα κάγκελα». (Λαϊκό τραγούδι: και πίσω από τα κάγκελα σαπίζει το κορμί μου κι όλη τη νύχτα ακούγονται οι αναστεναγμοί μου). Συνών. αλυσίδες (3) / μπουζού (3) / σίδερα (4) / στενή (2) / στρουγκού / φρέσκο / χάψη / ψειρού. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- αφήνω κάγκελο, αφήνω κάποιον άφωνο, άναυδο από ζωηρή έκπληξη ή απορία, είτε με τη συμπεριφορά μου είτε με κάτι που του λέω ή του δείχνω: «την ώρα που έμπαιναν μέσα οι επίσημοι, τράβηξε ένα ρέψιμο και μας άφησε κάγκελο || μόλις του ζήτησε τα δανεικά που του χρειαζόταν, έβγαλε και του τα ’δωσε αμέσως και τον άφησε κάγκελο»·
- έγινε της ιεροδούλου το κάγκελο, βλ. λ. ιερόδουλος·
- έγινε της πουτάνας το κάγκελο, βλ. λ. πουτάνα·
- θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο, βλ. λ. πουτάνα·
- και τα μυαλά στα κάγκελα, βλ. λ. μυαλό·
- μασάω κάγκελα, βλ. συνηθέστ. μασάω σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- μένω κάγκελο, ακινητοποιούμαι,μένω άφωνος, άναυδος από ζωηρή έκπληξη ή απορία για εντελώς απροσδόκητο λόγο ή συμβάν: «όταν τον είδα να χτυπάει τον πατέρα του, έμεινα κάγκελο || μόλις σηκώθηκε κι άρχισε να τους βρίζει όλους, έμεινα κάγκελο»·
- μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο ή σηκώθηκε η τρίχα μου κάγκελο, βλ. λ. τρίχα·
- μπαίνω στα κάγκελα, μπαίνω στη φυλακή, φυλακίζομαι: «θα ζήσω τίμια ζωή, γιατί δεν αντέχω να μπω πάλι στα κάγκελα»·
- τον βάζω στα κάγκελα, βλ. φρ. τον ρίχνω στα κάγκελα·
- τον ρίχνω στα κάγκελα, τον φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, τον έριξαν στα κάγκελα»·
- τρώω κάγκελα, βλ. συνηθέστ. τρώω σίδερα, λ. σίδερο.

καλόγερος

καλόγερος κ. καλόγηρος, ο, ουσ. [<μσν. καλόγερος <μτγν. καλόγηρος], ο καλόγερος. 1. αυτός που ζει απομονωμένος από τον κόσμο, από την κοινωνική ζωή: «δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί τα μούντζωσε όλα κι έγινε καλόγερος». 2. αυτός που έμεινε άγαμος και που γενικά δεν έχει σχέσεις με γυναίκες: «είχε το νου του συνέχεια στη δουλειά κι έμεινε καλόγερος στη ζωή του». Από το ότι ο καλόγερος δεν επιτρέπεται να παντρεύεται. 3. σπυρί με απόστημα, ιδίως αυτό που βγαίνει στο σβέρκο: «έχω βγάλει έναν καλόγερο στο σβέρκο και δεν μπορώ να γυρίσω το κεφάλι μου». Συνών. βγαλτό. 4. ειδικό έπιπλο όπου κρεμάμε τα ρούχα: «μόλις μπήκε στο σπίτι, έβγαλε το σακάκι του και το κρέμασε στον καλόγερο». Υποκορ. καλογεράκι, το. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- αδειανός καλόγερος τ’ αρχίδια του έλυε κι έδενε, όταν κάποιος δεν έχει να κάνει κάτι συγκεκριμένο, κάτι ουσιαστικό και ωφέλιμο, τότε ασχολείται με διάφορες ανοησίες μόνο και μόνο για να περάσει την ώρα του, ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, απερίσκεπτα. Συνών. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του / δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε / δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης·
- αδειανός καλόγερος ψύλλους εμουνούχιζε, βλ. φρ. αδειανός καλόγερος τ’ αρχίδια του έλυε κι έδενε·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. λ. δουλειά·
- ζει σαν καλόγερος, ζει εντελώς μοναχική ζωή: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, ζει σαν καλόγερος». Αναφορά στο μοναστικό βίο του καλόγερου·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- μπήκε ο καλόγερος στο τσουκάλι, λέγεται ειρωνικά για φαγητό που κάηκε: «αντί να ’χει το μυαλό της στην κουζίνα, ήταν συνέχεια καρφωμένη μπροστά στην τηλεόραση, ώσπου, στο τέλος, μπήκε ο καλόγερος στο τσουκάλι». Παρομοίωση του καμένου φαγητού με τη μαύρη ενδυμασία του καλόγερου·
- ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε, βλ. λ. διάβολος·
- ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή, προβάλλει και την πιο απίθανη δικαιολογία, προκειμένου να πετύχει το σκοπό του: «όταν θέλει να πετύχει κάτι σου λέει τα πιο απίθανα πράγματα, αλλά κι ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή». Από το ότι η Σαρακοστή είναι περίοδος νηστείας που διαρκεί σαράντα μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Συνών. βαφτίζει το κρέας ψάρι·
- ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει, βλ. λ. Θεός·
- το μοναστήρι να ’ν’ καλά κι από καλογέρους! βλ. λ. μοναστήρι·
- χόλιασε ο καλόγερος κι έκαψε τα ράσα του, ο άνθρωπος πάνω στο θυμό του, στα νεύρα του, μπορεί να κάνει κακό και στον ίδιο του τον εαυτό: «και τι κατάλαβε που πάνω στα νεύρα του χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο; Χόλιασε ο καλόγερος κι έκαψε τα ράσα του».

καλός

καλός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. καλός], καλός. 1. που είναι αγαθός, φιλικός, σπλαχνικός, αγαπητός, δίκαιος, καλοκάγαθος, τίμιος: «καλός άνθρωπος || καλή γυναίκα». 2α. επιτείνει το θετικό ή αρνητικό χαρακτηρισμό ενός ανθρώπου: «καλός πατέρας || καλό παιδί || καλή παρέα || καλός πούστης || καλή πουτάνα || καλό κουμάσι || τι να σου πω, καλό φίλο διάλεξες!». (Λαϊκό τραγούδι: σαν καλή, καλή κυρία το ’σκασε στην ευκαιρία κι όλο πόζα και στολίδια βγήκε σ’ άλλα κεραμίδια). β. επιτείνει τα θετικά ενός ανθρώπου ή ενός αντικειμένου: «καλός μάστορας || καλός μηχανικός || καλός ποδοσφαιριστής || καλός καλλιτέχνης || δε μου βγήκε καλό το καινούργιο πλυντήριο». 3. (για καταστάσεις ή αντιδράσεις) επιτείνει το σημείο το οποίο συμφωνεί με τις προσδοκίες μας ή τις εκπληρώνει: «του ’δωσα ένα καλό χαστούκι, που είδε τον ουρανό σφοντύλι || πήρε μια καλή αύξηση και μπόρεσε να βουλώσει κάτι τρύπες». 4. (σε ευχές) αίσιος, ευνοϊκός: «να ’χεις καλό δρόμο || να ’χεις καλά γεράματα || να ’χει καλό τέλος η προσπάθειά σου». 5. το αρσ. ως ουσ. ο καλός, ηθοποιός που έχει ειδικευτεί να ενσαρκώνει ρόλους καλών ηρώων: «ο ηθοποιός Νίκος Περγιάλης, υπήρξε ο καλός του ελληνικού κινηματογράφου». 6. το αρσ. ως ουσ. ο καλός (μαζί με τις αντωνυμίες μου, σου, του, της) ο σύζυγος, ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος: «ήρθε η τάδε με τον καλό της». (Δημοτικό τραγούδι: τάκου τάκου ο αργαλειός μου να σου κι έρχεται ο καλός μου). 7. το θηλ. ως ουσ. η καλή, ηθοποιός που έχει ειδικευτεί να ενσαρκώνει ρόλους καλών ηρωίδων: «η καλή του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου υπήρξε η Ελένη Ζαφειρίου». 8. το θηλ. ως ουσ. η καλή (μαζί με τις αντων. μου, σου, του) η σύζυγος, η ερωμένη, η φιλενάδα: «πήρε την καλή του κι έφυγαν για το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: και στ’ ορκίζομαι, καλή μου, να το θυμηθείς πως απόψε όλη νύχτα δε θα κοιμηθείς). 9α. το θηλ. ως ουσ. η καλή, η εμφανίσιμη, η εξωτερική επιφάνεια υφάσματος: «πάνω στη βιασύνη του δε φόρεσε το πουλόβερ του απ’ την καλή». β. η τελευταία αναμέτρηση σε ένα παιχνίδι, που το αποτέλεσμα ακυρώνει κάθε προηγούμενο και δεν αμφισβητείται από κανέναν από τους αντιπάλους: «υπάρχει μεγάλη αγωνία σ’ όλους και τα στοιχήματα πέφτουν βροχή, γιατί θα παίξουν στο τάβλι την καλή». 10α. το ουδ. ως ουσ. το καλό, η καλή πράξη: «δεν περνάει μέρα, που να μην κάνει το καλό». β. ό,τι είναι ευχάριστο, συμφέρον ή ωφέλιμο: «με τα λόγια όλοι θέλουν το καλό του τόπου μας!». γ. το καθαρογραμμένο αντίγραφο προχειρογραμμένου πρωτοτύπου: «αν καθαρόγραψες το συμβόλαιο, φέρε μου το καλό να το υπογράψω». δ. το επίσημο τετράδιο εργασιών μαθητή: «έλυσα πρώτα τις ασκήσεις στο πρόχειρο και τώρα θα τις περάσω στο καλό». Συνών. καθαρό (7α, β). 11. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα καλά, τα υλικά αγαθά. (Λαϊκό τραγούδι: τα καλά όλου του κόσμου είναι δικά μου, αφού έχω την αγάπη μου κοντά μου). 12α. το ουδ. ως ουσ. το καλό, ρούχο που το χρησιμοποιούμε ως επίσημο και που, λόγω φτώχειας, δεν έχουμε δεύτερο για αλλαγή: «έχει ένα καλό πουκάμισοκαι το προσέχει σαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: που δεν έχουν δεκάρα στην τσάντα, που ’χουν ένα φουστάνι καλό,που ’ν’ ο πόνος τους άγρυπνος πάντα κι έχουν βλέμμα πικρό και δειλό).β. (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των) το ρούχο που θεωρούμε ξεχωριστό, που το έχουμε αδυναμία: «ξεχώρισε και φόρεσε το καλό του πουκάμισο, αυτό που έχει την εντύπωση πως τον ομορφαίνει». 13.στον πλ. ως ουσ. τα καλά (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των) τα επίσημα ρούχα: «φόρεσε τα καλά του και πήγε στο χορό || το βράδυ θα ’ρθετε όλοι με τα καλά σας». 14α. η κλητ. καλέ! ως επιφών. δηλώνει παράκληση, απορία, θαυμασμό ή ειρωνεία: «καλέ, βοήθησέ με λίγο! || καλέ, τι ’ν’ αυτά που λες! || πώς μεγάλωσες, καλέ!». (Λαϊκό τραγούδι: σιγά, καλέ, σιγά αμαξά την άμαξα, γιατί είναι μέσα η βλάμισσα).β. η κλητ. καλέ, προσφώνηση σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «καλέ, ποιον δρόμο πρέπει να πάρω για να βγω στο Βαρδάρι;». γ. πολλές φορές, προηγείται του ονόματος, δηλώνοντας παράκληση ή δυσφορία: «καλέ Γιώργο, φέρε μου  ένα ποτήρι νερό || καλέ Νίκο, πάψε να κάνεις φασαρία». δ. λέγεται και αντί ονόματος που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το αναφέρουμε: «να πάρω, καλέ, για λίγο τ’ αυτοκίνητό σου για να πεταχτώ μέχρι το σπίτι;». (Λαϊκό τραγούδι: και να της πω τα μυστικά που έχω στην καρδιά μου ότι η κόρη σου, καλέ,θα γίνει πια δικιά μου). 15. με άρθρο καλέ, ο, η (μαζί με τις αντων. μου, σου, του, της) (στη γλώσσα της αργκό) ο ερωμένος, η ερωμένη, ο γκόμενος, η γκόμενα: «την είδα να σουλατσάρει με τον καλέ της στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’σαι ντερβίσης μου εσύ κι εγώ θα ’μαι καλέ σου και θα σ’ ανάβω, μάγκα μου, εγώ το ναργιλέ σου). 16α. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο καλά! έκφραση αμφισβήτησης για κάτι που μας λένε: «όλο το βράδυ ήμουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. -Καλά!». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο. Αρκετές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία αδιαφορίας ή από χειρονομία, που επιβάλλει στο συνομιλητή μας να πάψει να μιλάει άλλο. β. με παρατεταμένο το άλφα καλάαα! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, που όταν συνοδεύεται από κούνημα του κεφαλιού επιτείνει την απειλή: «δεν έχω να σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω, τι θα μου κάνεις δηλαδή -Καλάαα!». 18. διατυπώνει δυσμενή ή μειωτική κρίση για κάποιον ή για κάτι: «καλό φίλο έχεις! || καλή γυναίκα διάλεξες! || καλό αυτοκίνητο αγόρασες!». Συνήθως άλλες φορές προτάσσεται και άλλες ακολουθεί το τι να σου πω ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ. Συνών. ωραίος (4). 19α. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο καλό!θαυμαστικό επιφώνημα για κάτι που μας λένε ή για κάτι που μας δείχνουν: «κάποια στιγμή σηκώθηκε ο τάδε και τον μαύρισε στο ξύλο. -Καλό! || σ’ αρέσει το καινούριο αυτοκίνητο που αγόρασα; -Καλό!»· βλ. και φρ. καλό ε! β. ως επιφών. στο ουδ. χωρίς άρθρο με παρατεταμένο το όμικρον καλόοοο! θαυμαστικό επιφώνημα για κάτι που μας λένε ή μας δείχνουν ή όταν εκφέρουμε τη γνώμη μας για κάτι που μας εντυπωσίασε πολύ: «σ’ αρέσει το καινούριο μου αυτοκίνητο; -Καλόοο! || ήταν καλό το έργο που είδες; -Καλόοο!». Επίρρ. καλά, α. ευχάριστα, ωραία, συμπαθητικά: «όλοι περάσαμε καλά στην εκδρομή». β. καλώς (βλ. λ.). Υποκορ. καλούλης, -α, -ι κ. καλούλικος, -η κ. -ια, -ο. (Ακολουθούν 657 φρ.)·
- α εσύ είσαι καλός! έκφραση έκπληξης , απορίας ή δυσφορίας για άτομο που λέει ή υποστηρίζει άλλα από αυτά που έλεγε ή υποστήριζε προηγουμένως, ή που αναιρεί ξαφνικά τα συμφωνηθέντα·
- α καλάααα!…, α. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει κάτι με την εντύπωση πως μας μεταφέρει κάποιο νέο, ενώ στην πραγματικότητα μας είναι ήδη γνωστό από άλλη πηγή. β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον, που, ενώ φοβόμαστε πως θα μας πει κάτι που δε μας συμφέρει μας λέει κάτι που είναι εντελώς άσχετο με τους φόβους μας·
- α στο καλό σου! ή άι στο καλό! α. ευχετική έκφραση, ιδίως σε άτομο, που μας έκανε να γελάσουμε με κάτι που μας είπε ή με κάτι που έκανε μόνο και μόνο για να γελάσουμε. Συνήθως συνοδεύεται από χαριεντισμό χτυπώντας τον ελαφρά στο στήθος του με το ένα ή και με τα δυο μας χέρια. β. έκφραση απορίας ή αγανάκτησης: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Άι στο καλό, αυτός δεν έχει να φάει! || άι στο καλό, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια!»· βλ. και φρ. άι στο διάβολο! λ. διάβολος·
- άι στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- ακούγεται καλά (κάποιος), α. είναι καλά στην υγεία του: «όχι μόνο ακούγεται καλά, αλλά λυγίζει και σίδερα». β. είναι ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιος: «έχεις δει εσύ κάποιον που ακούγεται καλά, να μην είναι ευπρόσδεκτος σε κάθε παρέα;»·
- ακούω καλά; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που μας λέει κάποιος: «ακούω καλά, θέλεις να χωρίσουμε;»·
- ακούω καλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στο καλό, ρε παιδάκι μου, να κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω! || άμε στο καλό σου, γιατί αν σε πιάσω στα χέρια μου θα φας το ξύλο της χρονιάς σου!». Συνών. άμε στη δουλειά σου(!)· βλ. και φρ. στο καλό(!)·  
- αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, βλ. λ. δουλειά·
- αν θες (θέλεις) να τα ’χουμε καλά, έκφραση με την οποία θέτουμε προϋποθέσεις για μια καλή σχέση με κάποιον: «αν θες να τα ’χουμε καλά, θέλω να είσαι ειλικρινής μαζί μου». Είναι και φορές που η φρ., ακολουθεί τις προϋποθέσεις που τίθενται, ενώ άλλες φορές αυτές οι προϋποθέσεις προτάσσονται: «θέλω να ’ρχεσαι στην ώρα σου, να μην κάνεις κοπάνα απ’ τη δουλειά και να ’σαι ευγενικός με τους πελάτες, αν θες να τα ’χουμε καλά || αν θες να τα ’χουμε καλά, πρέπει να τηρείς τους κανόνες της επιχείρησης». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα με όπως σε κοιτώ και την καρδιά μου πάρ’ τη κι αν θες να τα ’χουμε καλά,να μη με λες μπερμπάντη
- άναψε η κουβέντα για τα καλά, βλ. λ. κουβέντα·
- άναψε η συζήτηση για τα καλά, βλ. λ. συζήτηση·
- άνθρωπος του καλού κόσμου, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος του κάτσε καλά, βλ. λ. άνθρωπος·
- άντε καλά! ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος με την έννοια μην κουράζεσαι να με πείσεις, μην κουράζεσαι να μας πείσεις, σε πιστεύω, σε πιστεύουμε: «όλο το βράδυ όλες οι γυναίκες με γυρόφερναν σαν τρελές, κι έτσι να έκανα το δαχτυλάκι μου, θα ’πεφταν όλες στα πόδια μου. -Άντε καλά!». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται με αλλεπάλληλα ελαφρά χτυπηματάκια με την παλάμη στη ράχη του συνομιλητή·
- άντε καλέ! α. ειρωνική αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος: «άντε καλέ, που θέλεις να πιστέψω τέτοιες μπαρούφες! || άντε καλέ, που η τάδε είναι η ομορφότερη της παρέας! || άντε καλέ, που τον πίστεψες πως θα σε πάρει μαζί του!». β. ειρωνική επιφωνηματική έκφραση σε θηλυπρεπή που τον βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·  
- άντε στο καλό! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που ξεκινάει για κάπου: «άντε στο καλό και να μου φιλήσεις τους δικούς σου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το παιδί μου ή το παιδάκι μου όταν η ευχή δίνεται από ηλικιωμένο άτομο. β. απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στο καλό, πριν με πιάσουν τα νεύρα και σε πλακώσω στο ξύλο!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό, κόψε, στρίβε και άντε στο καλό!).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τ’ ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα, βλ. λ. Παναγιώταινα·
- απ’ την καλή καρδιά μου ή απ’ την καλή μου την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, βλ. λ. διάβολος·
- απ’ το καλό, (για προϊόντα) από αυτό που είναι καλής ποιότητας: «θέλω να μου βάλεις ένα κιλό τυρί, αλλά απ’ το καλό || βάλε μου να πιω ένα ουισκάκι, αλλά απ’ το καλό». (Λαϊκό τραγούδι: Μεμέτη μου, Μεμέτη μου, με σε περνώ το ντέρτι μου, φουμάρω μαύρο απ’ το καλό εγώ μαζί με τη Μαριώ
- άρχισε τα καλά (του τάδε), λέγεται ειρωνικά ή και με δυσαρέσκεια ή δυσφορία για κάποιον που μιμείται την κακή συμπεριφορά ή ακολουθεί τις κακές συνήθειες κάποιου: «άρχισε τα καλά του πατέρα του κι αυτός και μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο || άρχισε τα καλά του πατέρα του κι αυτός και μπεκροπίνει || άρχισε κι αυτός τα καλά του φίλου του και χαρτοπαίζει»·
- ας είν’ καλά…, έκφραση με την οποία αδιαφορούμε για το κακό ή το δυσάρεστο που πάθαμε και δείχνουμε όλη την προτίμησή μας σε αυτό που αναφέρουμε: «δε με νοιάζει που έχασα τα λεφτά, ας είν’ καλά η υγεία μου»·  
- ας είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει, ευχετική έκφραση, ιδίως για οικείο άτομο, να είναι καλά στην υγεία του και ας κάνει απρέπειες: «πάλι η γιαγιά σου τα ’βαλε χωρίς λόγο με τη γειτόνισσα. -Ας είν’ καλά η Κοντύλω μας κι ας κλάνει»·
- ας είν’ καλά το γινάτι σου! βλ. λ. γινάτι·
- ας είν’ καλά το πείσμα σου! βλ. λ. πείσμα·
- ας είσαι καλά, έκφραση ευχαριστίας σε άτομο που μας βοήθησε: «ας είσαι καλά, φιλαράκι μου, γιατί χωρίς τη βοήθειά σου δε θα κατάφερνα να ξεπεράσω τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμουν»·
- ας είσαι καλά που…, ειρωνική έκφραση ή έκφραση παράπονου σε άτομο που δε φέρθηκε καλά απέναντί μας, ιδίως που δε μας βοήθησε, ενώ θα μπορούσε να μας βοηθήσει: «τι έμαθα, ήσουν στο νοσοκομείο; -Ας είσαι καλά που ήρθες να με δεις || είναι αλήθεια πως έχασες εκείνη τη δουλειά; -Ας είσαι καλά που με βοήθησες να την πάρω»·
- ας κάνει καλά μόνος του, ας βρει τρόπο μόνος του να συνεχίσει μια δουλειά, μια υπόθεση ή να βγει από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται: «όσο μπορούσα να τον βοηθήσω, τον βοήθησα, από δω και πέρα όμως ας κάνει καλά μόνος του»·
- ας τα λέμε καλά, περίπου καλά, σχετικά καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα·
- άσ’ τα να πάνε στο καλό! ηπιότερη έκφραση του άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! Συνών. άσ’ τα να πάνε στην ευχή(!)·
- άσ’ το να πάει στο καλό! ηπιότερη έκφραση του άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! Συνών. άσ’ το να πάει στην ευχή(!)·
- άσ’ τον να πάει στο καλό! α. μην τον απασχολείς άλλο, άφησέ τον στην ησυχία του: «αφού ξέρεις πως δε συμμετείχε στον καβγά ο άνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο καλό!». β. (συμβουλευτικά ή απαξιωτικά για ενοχλητικό ή εριστικό άτομο) μην κάνεις φασαρία και ασ’ τον να φύγει, να ξεκουμπιστεί: «αφού βλέπεις πως είναι ξεροκέφαλος ο άνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο καλό!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το του Θεού ή του Θεού και της Παναγίας. Συνών. άσ’ τον να πάει στην ευχή(!)·
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, βλ. λ. Αύγουστος·
- αυτός (εσύ) και τα καλά του (σου), αρνητική έκφραση σε κάποιον ή για κάτι, που παρά τα υποτιθέμενα καλά που μπορεί να έχει ή να κρύβει, εντούτοις μας είναι ανεπιθύμητος. (Δημοτικό τραγούδι: αχ, πανάθεμά σε ξενιτιά, τζιβαέρι μου, εσύ και τα καλά σου, σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη)· 
- αχ καλέ! α. θαυμαστικό επιφώνημα εν είδει ταχταρίσματος σε λατρευτό μας πρόσωπο. Συνήθως το καλέ επαναλαμβανόμενο: «αχ, καλέ καλέ τι όμορφο παιδάκι που έχω εγώ!». Συνοδεύεται από χάδια στα μαλλιά ή από ελαφρά τσιμπηματάκια στα μάγουλα. β. ειρωνικό επιφώνημα σε πούστη, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας· βλ. και φρ. καλέ άντες(!)·
- βαδίζω στον καλό δρόμο ή βασίζω τον καλό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον καλό ή βαδίζω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- βάζω τα καλά μου, ντύνομαι με τα επίσημα ρούχα μου: «κάθε Κυριακή, βάζω τα καλά μου και πηγαίνω στην εκκλησία»·
- βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- βάλ’ το καλά στο νου σου! βλ. λ. νους·
- βγάζει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγήκε σε καλό, (γενικά) ενέργεια ή προσπάθεια εξελίχθηκε θετικά: «αποθήκευε ο κόσμος συνεχώς τρόφιμα κι εντέλει βγήκε σε καλό, γιατί σε λίγο καιρό υπήρξαν θεαματικές ανατιμήσεις»· 
- βλέπω καλά; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «ρε παιδιά, βλέπω καλά; Κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βρε άντε στο καλό! ή ρε άντε στο καλό! απειλητική έκφραση με την οποία υποδεικνύουμε σε κάποιον να φύγει από κοντά μας, γιατί μας έχει γίνει πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός, ή για να μην του κάνουμε κάποιο κακό: «βρε άντε στο καλό, που επιμένεις να πεις κι εσύ τη γνώμη σου! || ρε άντε στο καλό μη σε πλακώσω στο ξύλο!». (Λαϊκό τραγούδι: ρε Γιάννη, άντε στρίβε, ρε άντε στο καλό, γιατί αν σε γραπώσω σου παίρνω το λαιμό). Συνήθως παρατηρείται χειρονομία με το χέρι να τινάζεται με διεύθυνση προς τα μπρος και πλάγια. Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το παιδάκι μου ή το άνθρωπέ μου·  
- βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου! έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έμεινε αμετάπειστο παρά τις συνεχείς μας προσπάθειες να το κάνουμε να αλλάξει γνώμη για κάτι: «βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τον είχα με τις ώρες για ν’ αποσύρει τη μήνυση, αυτός όμως εκεί, τίποτα!»·
- βρέθηκε σε καλή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) βλ. λ.μέρα·
- βρίσκεται σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- βρίσκεται σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- βρίσκομαι σε καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- βρίσκομαι στις καλές μου, βλ. φρ. είμαι στις καλές μου·
- βρίσκω τον παλιό καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός· 
- βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια, βλ. λ. ψάρι·
- γελάει καλά, όποιος γελάει τελευταίος ή γελάει καλά, που γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
- για καλά, βλ. φρ. για τα καλά·
- για καλή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- για καλό, α. λόγος ή ενέργεια που γίνεται με καλή πρόθεση: «εγώ το ’πα για καλό || εγώ το ’κανα για καλό». β. λέγεται και για να δηλώσει πως κάνουμε κάτι από προνοητικότητα: «πήρα για καλό μαζί μου και την ομπρέλα μου». (Λαϊκό τραγούδι: τις φιλινάδες να προσέχεις για καλό, είναι ζηλιάρες θέλουν πάντα το κακό)· βλ. και φρ. για καλό και για κακό·
- για καλό ήρθες; έκφραση που επιβεβαιώνει τις υποψίες μας πως η επίσκεψη κάποιου ατόμου θα μας στενοχωρήσει: «ήρθα να μου δώσεις κάτι δανεικά. -Για καλό ήρθες; || ήρθα να μου δώσεις τα δανεικά που μου χρωστάς. -Για καλό ήρθες; ». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ, είπα κι εγώ·
- για καλό και για κακό, α. για κάθε ενδεχόμενο: «επειδή ο καιρός είναι άστατος, πήρε για καλό και για κακό μαζί του και την ομπρέλα». Θυμηθείτε το διαφημιστικό σλόγκαν Ασφαλιστικής Εταιρείας: «για καλό και για κακό Ασπίς - Πρόνοια». β. λέγεται και για να δηλώσει πως κάνουμε κάτι από προνοητικότητα: «επειδή υπάρχουν πολλά κλεφτρόνια στη γειτονιά, έβαλε για καλό και για κακό έναν συναγερμό στο σπίτι του»·
- για καλό μου (σου, του, της κ.λπ.) ή για δικό μου (σου, του, της κ.λπ.) καλό ή για καλό δικό μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. φρ. για το καλό μου (σου, του, της κ.λ.π.). (Λαϊκό τραγούδι: άλλαξε αν θέλεις, για καλό σου, τακτική, θα είσ’ αιτία που θα πάω φυλακή // μη με πάρεις στο λαιμό σου, άκου για καλό δικό σου, θέλω, φως μου, να σε παντρευτώ, θέλω να νοικοκυρευτώ )·
- για να ’χουμε και καλό ρώτημα ή για να ’χουμε καλό ρώτημα, βλ. λ. ρώτημα·
- για τα καλά, α. πολύ ικανοποιητικά: «ματσώθηκα για τα καλά». β. υπερβολικά: «έφαγα για τα καλά || εξαντλήθηκα για τα καλά». γ. απόλυτα, εντελώς, τελείως: «βολεύτηκα για τα καλά στο δημόσιο». δ. ολοκληρωτικά: «μαλώσαμε για τα καλά και δε θα του ξαναμιλήσω». (Λαϊκό τραγούδι: ομορφούλη και μορτάκι, σου το πήραν το μικράκι, ομορφούλη και μορτάκι, σου το πήραν το μικρό για τα καλά
- για το καλό, λέγεται για τη δικαιολόγηση χειρονομίας ή πράξης που γίνεται εθιμοτυπικά: «μια κι ήρθε στο σπίτι μου, του τράταρα ένα ουζάκι έτσι για το καλό || αφού μου ’φερε καλά νέα το παιδί, του ’δωσα κι εγώ ένα χαρτζιλικάκι για το καλό»·
- για το καλό μου (σου, του, της κ.λ.π.) ή για το δικό μου (σου, του, της κ.λπ.) καλό ή για το καλό το δικό μου (σου, του, της κ.λπ.), για προσωπικό μου (σου, του, της κ.λπ) όφελος, για την προκοπή μου (σου, του, της κ.λπ): «ξέρω πως, ό,τι κάνεις, το κάνεις για το καλό μου και σ’ ευχαριστώ». (Λαϊκό τραγούδι: πολλές φορές σου μίλησα εγώ, για το καλό σου, κι ας ήμουνα το θύμα σου το πρώτο το δικό σου // βάλε μυαλό για το δικό σου το καλό. Άλλαξε γνώμη, άλλαξε και στο τσαρδί σου άραξε
- για το καλό του χρόνου, βλ. λ. χρόνος·
- γίνομαι καλά, γιατρεύομαι, θεραπεύομαι: «είχα ένα πρόβλημα με την υγεία μου, αλλά, έπειτα απ’ τη θεραπεία που έκανα, έγινα καλά»·
- γίνομαι καλός, συμπεριφέρομαι ήπια, με καλοσύνη: «όσο σκληρός κι αν λένε πως είμαι στη δουλειά μου, όταν βλέπω πως όλοι δουλεύουν κανονικά, γίνομαι καλός»·
- γράφ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράφ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- γράφω στο καλό, βλ. φρ. γράφω στο καθαρό, λ. καθαρός·
- δε βγαίνει σε καλό (κάτι), δεν έχει καλή κατάληξη: «η γκρίνια δε βγαίνει σε καλό». (Λαϊκό τραγούδι: εμείς οι δυο μας πρέπει να ζούμε αγαπημένοι· το γρι-γρι-γρι να πάψεις και σε καλό δε βγαίνει
- δε βλέπω καλό, δε βοηθιέμαι, δεν ευεργετούμαι: «τώρα που έπεσα οικονομικά, δε βλέπω καλό από κανέναν
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- δε γίνεται καλά με τίποτα, α. (για πρόσωπα) έχει πολλά αρνητικά, δε διορθώνεται με τίποτα  ή έχει μεγάλο πάθος σε κάτι, ιδίως όχι καλό, και δεν υπάρχει προοπτική καλυτέρευσής του: «είναι τόσο τρελός, που δε γίνεται καλά με τίποτα || είναι τόσο μεγάλος γυναικάς, που δε γίνεται καλά με τίποτα || είναι τόσο μανιώδης χαρτοπαίχτης, που δε γίνεται καλά με τίποτα». β. (για μηχανήματα) έχει ανεπανόρθωτη βλάβη, είναι πια άχρηστο: «έφαγε τέτοια τράκα τ’ αυτοκίνητο, που δε γίνεται καλά με τίποτα»·
- δε θα (σου) βγει σε καλό, η ενέργεια, η πράξη, όπως γίνεται ή όπως έγινε, θα έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος σου: «αυτή η κατάληψη του εργοστασίου που ετοιμάζετε, δε θα σας βγει σε καλό || δε θα σου βγει σε καλό που αντιμιλάς το διευθυντή σου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα σου βγούνε σε καλό όλ’ αυτά που κάνεις, αλανιάρικο, κοίταξε να μαζευτείς και μυαλό να βάνεις, παιχνιδιάρικο  
- δε θα τα πάμε καλά, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα υπάρξουν δυσάρεστες συνέπειες σε βάρος του, επειδή συνεχίζει να ενεργεί αντίθετα προς τα συμφέροντά μας ή επειδή, παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις μας, συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός: «αν συνεχίσεις να βάζεις εμπόδια στη δουλειά μου, δε θα τα πάμε καλά || αν, παρά τις συστάσεις μου, συνεχίσεις να ενοχλείς την αδερφή μου, δε θα τα πάμε καλά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθόλου και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το στο λέω·
- δε θα ’χουμε καλά ξεμπερδέματα, βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- δε λέει (μια, καμιά) καλή κουβέντα για κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε λέει (έναν, κάναν, κανέναν) καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δε μας τα λες καλά, έκφραση αμφισβήτησης, δυσφορίας στα λεγόμενα κάποιου, που δεν είναι αυτά που θέλαμε ή που περιμέναμε να ακούσουμε: «δε μας τα λες καλά, γιατί εγώ ξέρω πως αλλιώς έγιναν τα πράγματα || μια και σε βρήκα, δώσε μου εκείνα τα δανεικά που μου χρωστάς. -Δε μας τα λες καλά, γιατί γι’ άλλο πράγμα συναντηθήκαμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δε με βλέπω καλά, α.  έκφραση επίγνωσης για την τιμωρία που με περιμένει: «αν μάθει ο διευθυντής πως έκανα πάλι κοπάνα, δε με βλέπω καλά». β. έκφραση επίγνωσης για την κακή πορεία της υγείας μου: «τον τελευταίο καιρό δε με βλέπω καλά, γι’ αυτό πρέπει να πάω να με δει ο γιατρός μου»· βλ. και φρ. δε σε βλέπω καλά·
- δε μου ’ρχεται καλά να…, έχω δυσκολίες, έχω αναστολές να συμπεριφερθώ ή να ενεργήσω με το συγκεκριμένο τρόπο, γιατί δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει με την ψυχοσύνθεσή μου, με τη φιλοσοφία μου ή την κατάστασή μου: «δε μου ’ρχεται καλά να πάω μαζί τους στο γλέντι, γιατί πριν δυο μήνες πέθανε ο πατέρας μου || δε μου ’ρχεται καλά να τα βάλω με γέρο άνθρωπο || δε μου ’ρχεται καλά να μην του κάνω παρέα, επειδή είναι φτωχός»·
- δε μου στέκει καλά ή δε μου στέκεται καλά, (για είδη ένδυσης) δεν εφαρμόζει καλά επάνω μου είτε γιατί είναι κακοραμμένο είτε γιατί δεν είναι στα μέτρα μου: «το σακάκι δε μου στέκεται καλά στους ώμους»·
- δε μου φέρθηκε καλά, μου συμπεριφέρθηκε ανάρμοστα ή δε με βοήθησε: «πήγα να του ζητήσω κάτι πληροφορίες για τη δουλειά και δε μου φέρθηκε καλά, γιατί μ’ έβαλε τις φωνές || είμαι πικραμένος μαζί του, γιατί, όταν ζήτησα τη βοήθειά του, δε μου φέρθηκε καλά»·
- δε σε βλέπω καλά, α. η εργασιακή σου θέση είναι επισφαλής ή πρόκειται να σου συμβεί κάποιο κακό για κάποια πράξη ή ενέργειά σου: «αν μάθει ο διευθυντής για το έλλειμμα που υπάρχει στο ταμείο, δε σε βλέπω καλά || αν μάθει ο αδερφός της ότι τα ’χεις μαζί της, δε σε βλέπω καλά». β. από την κακή όψη του προσώπου σου, αντιλαμβάνομαι πως έχεις πρόβλημα υγείας: «να πας να σε κοιτάξει κανένας γιατρός, γιατί τον τελευταίο καιρό δε σε βλέπω καλά»· βλ. και φρ. δε με βλέπω καλά·
- δε στέκει καλά ή δε στέκεται καλά, α. δεν είναι καλά στην υγεία του ή δεν έχει σώας τας φρένας του: «απ’ την όψη του προσώπου του κατάλαβα πως δε στέκει καλά ο τάδε || μη τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί δεν στέκει καλά». β. δε βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση: «μη του ζητήσεις ούτε ευρώ, γιατί απ’ ότι ξέρω δε στέκεται καλά»· βλ. και φρ. στέκει καλά·
- δε στέκει καλά στα μυαλά του ή δε στέκεται καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δε χρωστάει καλό σε κανέναν ή καλό δε χρωστάει σε κανέναν ή σε κανέναν δε χρωστάει καλό, δεν έχει ανεπτυγμένο το αίσθημα της αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας, είναι ανάλγητος, σκληρόκαρδος: «όσο και να ’χεις ανάγκη, δε σε βοηθάει, γιατί δε χρωστάει καλό σε κανέναν». (Τραγούδι: και γράφ’ τον κόσμο στα παλιά σου τα παπούτσια κι έλα κράτα με σφιχτά καλό κανένας δε χρωστά
- δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα για κανέναν, λ. κουβέντα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο για κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δείχνω τον καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- δεν ακούγομαι καλά, α. έχω κάποια κρυφή στενοχώρια, που όμως γίνεται αντιληπτή στους άλλους από τον τρόπο της ομιλίας μου: «όσο και να θέλει να προσποιηθεί τον χαρούμενο, εγώ που τον ξέρω χρόνια καταλαβαίνω πως δεν ακούγεται καλά». β. δε βρίσκομαι καλά στην υγεία μου: «πρέπει να πάω στο γιατρό, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν ακούγομαι καλά»·
- δεν είδα καλό από κανέναν, όλοι μου συμπεριφέρθηκαν εχθρικά ή αδιάφορα, δεν είχα τη βοήθεια κανενός: «όταν μου ’τυχαν κάτι αναποδιές, δεν είδα καλό από κανέναν»·
- δεν είδα μια καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- δεν είμαι καλά, είμαι άρρωστος: «έκανα δυο βδομάδες στο νοσοκομείο, γιατί δεν ήμουν καλά»·
- δεν είμαστε καλά! έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε ή για κάτι που βλέπουμε: «έμαθα πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Δεν είμαστε καλά, πριν μια ώρα ήμασταν μαζί! || δεν είμαστε καλά, πάλι σουρωμένος είσαι!». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθόλου. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν είναι για καλό, λέγεται για κάτι που μπορεί να αποβεί σε βάρος μας, που προμηνύει κάτι κακό: «να ξέρεις πως αυτό το υπονοούμενο που πέταξε δεν είναι για καλό». (Λαϊκό τραγούδι: να ’χαμε τι να ’χαμε δυο αμπάρια να ’χαμε για να ρίχνουμε τ’ αγόρια τ’ άτιμα τα μεσοφόρια που δεν είναι για καλό. Τζουμ τριαλαρό
- δεν είναι δήθεν και καλά, βλ. λ. δήθεν·
- δεν είναι καλά πράγματα αυτά, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν είναι καλά στα γνωστικά του, βλ. λ. γνωστικός·
- δεν είναι καλά στα λογικά του, βλ. λ. λογικός·
- δεν είναι καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν είναι στα καλά του, δεν ελέγχει τη συμπεριφορά του, ενεργεί χωρίς σκέψη, παράλογα και, κατ’ επέκταση, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «μην κάνεις πολλά αστεία μαζί του, γιατί δεν είναι στα καλά του ο άνθρωπος!». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα μυαλά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- δεν είσαι καλά! έκφραση απορίας ή έκπληξης για άτομο που μας ζητάει ή μας λέει παράλογα, παράδοξα πράγματα: «δεν είσαι καλά που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη! || δεν είσαι καλά που θα πας κολυμπώντας στο άλλο νησί!»·
- δεν είσαι με τα καλά σου! βλ. φρ. δεν είσαι καλά(!)· 
- δεν έρχονται καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν ήρθε για καλό, λέγεται για κάποιον που η παρουσία του σε ένα χώρο προμηνύει καβγά, φασαρία: «απ’ τη στιγμή που έμαθε πως τον κατηγόρησες κι ήρθε στο μπαράκι που συχνάζεις, να ξέρεις πως δεν ήρθε για καλό»·
- δεν κάνει καλό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- δεν πάει καλά, α. (για πρόσωπα) πάσχει πνευματικά, έχει διανοητικό πρόβλημα: «μην τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί δεν πάει καλά». β. έχει οικονομικές δυσκολίες: «μη ζητάς απ’ αυτόν δανεικά, γιατί τον τελευταίο καιρό δεν πάει καλά». γ. (για δουλειές, επιχειρήσεις) δεν αποδίδει: «έχει μια βιοτεχνία εσωρούχων, αλλά τον τελευταίο καιρό δεν πάει καλά και προβληματίζεται αν θα την κρατήσει». δ. (για μηχανήματα) παρουσιάζει προβλήματα ως προς τη λειτουργία του: «προχτές έβγαλα τ’ αυτοκίνητο απ’ το συνεργείο, αλλά πάλι δεν πάει καλά»·
- δεν παίρνει με το καλό, αντιμετωπίζεται μόνο δυναμικά με λόγια ή με έργα: «πρέπει να του ρίξεις κανένα βρισίδι, γιατί δεν παίρνει με το καλό || πρέπει να τον τραβήξεις ένα χέρι ξύλο, γιατί δεν παίρνει με το καλό»·
- δεν πάμε καλά, (γενικά) η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική ζωή παρουσιάζει προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, είναι δυσοίωνη ή εγκυμονεί κινδύνους: «τον τελευταίο καιρό μ’ όλη αυτή την αναταραχή που υπάρχει στα εργατικά συνδικάτα, δεν πάμε καλά || απ’ τη μέρα που ξέσπασε ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, δεν πάμε καλά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. για περισσότερη έμφαση ακολουθεί το καθόλου·
- δεν πάνε καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν πας καλά! έκφραση απορίας προς κάποιον που μας ζητάει απίθανα πράγματα: «δεν πας καλά που θα σου δανείσω δέκα εκατομμύρια, επειδή είσαι γνωστός του φίλου μου!». Συνήθως μετά το ρ. ακολουθεί το καθόλου και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- δεν πας καλά, α. δεν είναι η σωστή πορεία, η σωστή κατεύθυνση, δεν είναι ο σωστός δρόμος αυτός που ακολουθείς για να φτάσεις στον προορισμό σου: «δεν πας καλά απ’ αυτόν το δρόμο για το Βαρδάρι». β. δεν είναι ο σωστός, ο ενδεδειγμένος τρόπος αυτός με τον οποίο ενεργείς για να φέρεις σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεσή σου: «δεν πας καλά, αν θέλεις να πάρεις το δάνειο που σου χρειάζεται»·  
- δεν πατάς γερά, βλ. λ. γερός·
- δεν πατάς καλά, βλ. φρ. δεν πατάς γερά·
- δεν περπατάς καλά, δεν ενεργείς, δε συμπεριφέρεσαι σωστά, έντιμα: «απ’ τη μέρα που έμπλεξες μ’ αυτή την παλιοπαρέα, δεν περπατάς καλά». Συνών. περπατάς στραβά·
- δεν τα πάμε καλά, α. δεν υπάρχει αρμονική σχέση μεταξύ μας: «όπου να ’ναι θα χωρίσω με τη γυναίκα μου, γιατί δεν τα πάμε καλά». β. έχουμε διαφορές, έχουμε προηγούμενα, δεν είμαστε μονοιασμένοι: «αν έρθει κι ο τάδε, εγώ δεν έρχομαι, γιατί δεν τα πάμε καλά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση ακολουθεί το καθόλου·
- δεν τα πάω καλά με..., α. δεν έχω καλή σχέση με κάποιον ή με κάτι: «δεν τα πάω καλά με τον τάδε, γιατί είναι κουτσομπόλης || δεν τα πάω καλά με το κάπνισμα || δεν τα πάω καλά με το ποτό». β. δε συνηθίζω κάτι: «δεν τα πάω καλά με τις εκδρομές»·
- δεν τα ’χουμε καλά, έχουμε διαφορές, έχουμε προηγούμενα, δεν είμαστε μονοιασμένοι: «δεν τα ’χουμε καλά, γι’ αυτό και δε μιλιόμαστε»·
- δεν το βλέπω καλά, (για αντικείμενα) δε βρίσκεται τοποθετημένο σε σίγουρη θέση και υπάρχει φόβος να πάθει κάποια βλάβη: «δεν το βλέπω καλά το κάδρο, όπως το κρέμασες στον τοίχο σε τόσο μικρό καρφάκι || πάρε από δω το βάζο, γιατί δεν το βλέπω καλά»·
- δεν το ’πιασα καλά! ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι παράλογο: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για να κάνω ένα ταξίδι στο εξωτερικό; -Δεν το ’πιασα καλά!»· βλ. και φρ. α. δεν το ’πιασα καλά. β. δεν το ’πιασα! λ. πιάνω·
- δεν το ’πιασα καλά, δεν κατάλαβα καλά τι ακριβώς μου είπες, επανάλαβε αυτό που είπες, γιατί δεν το άκουσα ή δεν το κατάλαβα καλά: «πέρασε απ’ το μπαράκι ο αδερφός σου και ρωτούσε για σένα. -Δεν το ’πιασα καλά»· βλ. και φρ. δεν το ’πιασα καλά(!)·  
- δεν το ’χω σε καλό, το θεωρώ κακό οιωνό: «δεν το ’χω σε καλό, όταν βλέπω το πρωί μαύρη γάτα»·
- δεν τον βλέπω καλά, έχω την εντύπωση πως δεν είναι καλά στην υγεία του ή πως δεν είναι σε καλή οικονομική κατάσταση: «τον τελευταίο καιρό δεν τον βλέπω καλά, γιατί όλο βήχει || μην πας να του ζητήσεις δανεικά, γιατί μετά τη ζημιά που έπαθε στο χρηματιστήριο δεν τον βλέπω καλά»·
- δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους, βλ. λ. δέντρο·
- δίνω το καλό παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- δουλεύω καλά, έχω ικανοποιητική πελατεία, είμαι ευχαριστημένος από την εμπορική κίνηση που κάνω στο μαγαζί μου: «δεν ξέρω οι άλλοι πώς δουλεύουν, πάντως εγώ δουλεύω καλά»·
- ε καλάααα! έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε κάποιον που μας ρωτάει, αν κατορθώσαμε να φέρουμε σε πέρας κάτι που επιδιώκαμε, και μάλιστα δηλώνει πως το κατορθώσαμε με μεγάλη ευκολία: «τι έγινε ρε με την τάδε, την έριξες; -Ε καλάααα! || τι έγινε με τη δουλειά που είχες αναλάβει, την τέλειωσες; -Ε καλάααα!». Συνήθως παρατηρείται χαμόγελο επιτυχίας, που πολλές φορές συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να κάνει αόριστους κύκλους στο ύψος του στήθους·
- έγιναν όλα καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- έγιναν όλα καλά κι όσια, βλ. λ. όσιος·
- έγινε και κάτσε καλά ή έγινε το κάτσε καλά, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα μπουζούκια, έγινε και κάτσε καλά μέσα στο κέντρο» β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή πιάστηκαν οι δυο παρέες στα χέρια κι έγινε το κάτσε καλά». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «μπροστά στα εκδοτήρια των εισιτηρίων, έγινε το κάτσε καλά απ’ τον κόσμο για ένα εισιτήριο, γιατί σε λίγο άρχιζε το ματς». Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- εγώ να ’μαι καλά που… ή να ’μαι εγώ καλά  που… ή να ’μαι καλά εγώ που..., δηλώνει την άμεση συμμετοχή ή ενέργειά μας για την επίτευξη κάποιου σκοπού ή για την αποφυγή κάποιας ανεπιθύμητης κατάστασης σε βάρος του συνομιλητή μας ή σε βάρος κάποιου, σε μένα οφείλεται που…: «εγώ να ’μαι καλά που μίλησα στο διευθυντή, γιατί αλλιώς δε θα την έπαιρνε τη δουλειά || να ’μαι εγώ καλά που τον παρακάλεσα και απέσυρε τη μήνυση που είχε σε βάρος σου || να ’μαι καλά εγώ που σε βοήθησα, γιατί αλλιώς δε τη γλίτωνες τη φυλακή». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·   
- έδεσε για καλά ή έδεσε για τα καλά, α. (για πρόσωπα) σταθεροποιήθηκε, τακτοποιήθηκε απόλυτα, ιδίως σε κάποια θέση εργασίας: «βολεύτηκε στην τράπεζα κι έδεσε για τα καλά». β. επισκέφτηκε κάποιον σε ένα χώρο και παρέμεινε πολύ περισσότερο από το επιτρεπτό όριο: «ήρθε στο γραφείο μου να πιει έναν καφέ κι έδεσε για καλά». γ. εγκαταστάθηκε μόνιμα σε ένα τόπο: «ήρθε στη Θεσσαλονίκη για δουλειές, και επειδή του άρεσε η πόλη, έδεσε για καλά». δ. (για δουλειές ή υποθέσεις) ύστερα από τις κατάλληλες ενέργειες σταθεροποιήθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα: «μετά το δάνειο που πήρα η δουλειά έδεσε για τα καλά»·
- εδώ οι καλές οι πίπες! βλ. λ. πίπα·
- εδώ το καλό κουλούρι! βλ. λ. κουλούρι·
- εδώ το καλό το γάλα! βλ. λ. γάλα·
- εδώ το καλό το πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είδα καλό (από κάποιον), μου συμπεριφέρθηκε κάποιος με ενδιαφέρον, με αγάπη, με βοήθησε: «στις αναποδιές που μου ’τυχαν, μόνο απ’ τον τάδε είδα καλό»·
- είδες καλά; έλεγξες προσεκτικά(;): «είδες καλά αν τα κλειδιά είναι στο γραφείο μου; || είδες καλά αν κλείδωσα την πόρτα;»·
- είμαι απ’ τους καλούς ή είμαι με τους καλούς, είμαι άνθρωπος του νόμου, είμαι αστυνομικός: «πάψε να φοβάσαι, γιατί είμαι απ’ τους καλούς». Πέρασε σε κοινή χρήση από τα αστυνομικά έργα·
- είμαι καλά, έχω καλή υγεία, είμαι υγιής: «πριν από καιρό είχα κάτι προβλήματα με την καρδιά μου, αλλά τώρα είμαι καλά». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι καλά, καρδιά μου. Μη μου ανησυχείς. Εγώ, δεν πέφτω χάμου για να με λυπηθείς
- είμαι με τα καλά μου, είμαι ντυμένος με την επίσημη ενδυμασία μου, με τα επίσημα ρούχα μου: «δεν μπορώ να φορτωθώ αυτό το βρομοτσούβαλο, γιατί βλέπεις πως είμαι με τα καλά μου»· βλ. και φρ. είμαι στα καλά μου·
- είμαι σε καλή κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι σε καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είμαι στα καλά μου, βρίσκομαι σε καλή διανοητική κατάσταση, σκέφτομαι λογικά: «μα και βέβαια είμαι στα καλά μου που θέλω πίσω τα λεφτά που σου δάνεισα»· βλ. και φρ. είμαι στις καλές μου·
- είμαι στις καλές μου, είμαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση, είμαι ευδιάθετος, έχω κέφια: «έχουν καταλάβει πως, όταν είμαι στις καλές μου, δεν μπορώ ν’ αρνηθώ τίποτα, κι έρχονται και μου ζητούν τα πιο απίθανα πράγματα»·
- είναι άνθρωπος καλής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι από καλή οικογένεια, βλ. λ. οικογένεια·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- είναι καλή η κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι καλή η κατάστασή του, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι καλή (η) μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- είναι καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, βλ. λ. καρδιά·
- είναι καλής οικογενείας, βλ. λ. οικογένεια·
- είναι καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι καλό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είναι καλό ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
- είναι καλός μέχρι βλακείας, βλ. λ. βλακεία·
- είναι μέσ’ στην καλή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- είναι σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές! βλ. λ. φωνή·
- είσαι με τα καλά σου! ή είσαι στα καλά σου! έκφραση αμφισβήτησης για την καλή ψυχολογική ή για την ορθή διανοητική κατάσταση του ατόμου στο οποίο απευθύνεται: «είσαι στα καλά σου, που θέλεις να κάνεις το γύρο του κόσμου με τα πόδια!»· βλ. και φρ. τι λες άνθρωπέ μου; λ. άνθρωπος·
- είχε καλή γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε καλό τέλος, βλ. λ. τέλος
- έκανε την καλή του, πλούτισε νόμιμα ή παράνομα: «δούλεψε σκληρά στην ξενιτιά, ώσπου έκανε την καλή του και γύρισε στο χωριό του || μπλέχτηκε στην εισαγωγή κάποιον λαθραίων τσιγάρων, έκανε την καλή του κι αποσύρθηκε»· βλ. και φρ. έπιασε την καλή·
- έλα στα καλά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «έλα στα καλά σου, που θέλεις χωρίς δραχμή να μου αρχίσεις επιχειρήσεις». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα μυαλά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έμαθε καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- έξω φτώχεια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έπιασε τα καλά (του τάδε), βλ. συνηθέστ. άρχισε τα καλά (του τάδε)·
- έπιασε την καλή, πλούτισε από παράνομη ιδίως δραστηριότητα: «έμπλεξε με διάφορες σκοτεινές δουλειές της νύχτας κι έπιασε την καλή»· βλ. και φρ. έκανε την καλή του·
- έφυγε μια και καλή, έφυγε για πάντα από έναν τόπο: «παντρεύτηκε στο εξωτερικό κι έφυγε μια και καλή απ’ την Ελλάδα»·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχει και τα καλά του, δεν έχει μόνο ελαττώματα αλλά έχει και προτερήματα: «δεν μπορούμε να τον απορρίψουμε εντελώς αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει και τα καλά του»·
- έχει και την καλή πλευρά του ή έχει και τις καλές πλευρές του ή έχει και την καλή του πλευρά ή έχει και τις καλές του πλευρές, βλ. λ.πλευρά·
- έχει καλή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει καλή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καλή μάσα ή έχει καλές μάσες, βλ. λ. μάσα·
- έχει καλή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- έχει καλή φήμη, βλ. λ. φήμη·
- έχει καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει καλό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει καλό κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- έχει καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει καλό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει καλό πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. λ. πόδι·
- έχει καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχει καλό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει καλούς τρόπους, βλ. λ. τρόπος·
- έχει όλα τα καλά του, έχει αφθονία υλικών αγαθών, ευημερεί: «από μικρό παιδί έχει όλα τα καλά του, γιατί κατάγεται από πλούσια οικογένεια». (Τραγούδι: ο κυρ Μέντιος με την γκρίζα την ουρά δε συνήθιζε καπίστρι να φορά, είχε όλα τα καλά του και τα γαϊδουράγκαθά του, τα ξινά και πονηρά
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, το άτομο, η κατάσταση ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, έχει και τις θετικές και τις αρνητικές του πλευρές: «αυτός ο άνθρωπος έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, γιατί, όταν είναι στα κέφια του δε χαλάει σε κανέναν χατίρι, όταν όμως έχει στα νεύρα του, δε δίνει τ’ αγγέλου του νερό || αυτή η λιτότητα έχει τα καλά της, έχει και τα κακά της, γιατί, ενώ περνάμε τώρα δύσκολα, θα ’ρθει καιρός που θα τρώμε με χρυσά κουτάλια || είναι σπουδαίο αυτοκίνητο, δε λέω, αλλά έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, γιατί μπορείς να ταξιδεύεις άνετα και με ασφάλεια, αλλά από βενζίνη καίει όσο τρία αυτοκίνητα μαζί»·
- έχει τα καλά (του τάδε), βρίσκεται στην ίδια δυσάρεστη κατάσταση με τον τάδε ή πάσχει από την ίδια αρρώστια που πάσχει και ο τάδε: «τι έχει ο Θανάσης κι είναι στενοχωρημένος; -Έχει τα καλά του Πέτρου, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, θα χωρίσει κι αυτός με τη γυναίκα του || τι έχει ο Θανάσης και τρέχει όλο στους γιατρούς; -Έχει τα καλά του Πέτρου, γιατί και σ’ αυτόν παρουσιάστηκε σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά»·       
- έχει τα καλά του κόσμου ή έχει του κόσμου τα καλά, βλ. λ. κόσμος·
- έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, βλ. λ. μαρτυρία·
- έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές ή έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του, βλ. λ. στιγμή·
- έχει το καλό ότι…, το άτομο, η κατάσταση ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το προτέρημα, το πλεονέκτημα ότι…, που απαλύνει κάποιο ελάττωμα που αναφέραμε: «μπορεί να πίνει, αλλά έχει το καλό ότι, όταν πίνει, δεν οδηγεί || μπορεί να περνάμε περίοδο λιτότητας, αλλά αυτή η λιτότητα έχει το καλό ότι θα φέρει την ευημερία || μπορεί να είναι μεγάλο αυτοκίνητο, αλλά έχει το καλό ότι δεν καίει πολύ»·
- εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, βλ. λ. εχθρός·
- έχω καλές βάσεις, βλ. λ. βάση·
- έχω καλή διάθεση ή έχω καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχω καλή πρόθεση ή έχω καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω καλό σεφτέ, βλ. λ. σεφτές·
- έχω όλη την καλή διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- έχω όλη την καλή πρόθεση, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω τις καλές μου, βλ. φρ. είμαι στις καλές μου·
- ζω καλά, ζω χωρίς στερήσεις, καλοζώ: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, ζω καλά»·
- η καλή γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, βλ. λ. δουλειά·
- η καλή κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, βλ. λ. μέρα·
- η καλή μεριά, (για υφάσματα), βλ. λ. μεριά·
- η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά, βλ. λ. νοικοκύρης·
- η καλή σου! αναφέρεται μειωτικά για κάποια που ούτε καν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά της: «ήρθε η καλή σου απρόσκλητη και μας έκανε άνω κάτω!»·
- η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει, βλ. λ. άντρας·
- η νύχτα δε βγάζει σε καλό, βλ. λ. νύχτα·
- η παλιά καλή εποχή! βλ. λ. εποχή·
- η ώρα η καλή! βλ. λ. ώρα·
- ήρθα με καλή διάθεση ή ήρθα με καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθα με καλή πρόθεση ή ήρθα με καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε μια και καλή, εγκαταστάθηκε μόνιμα σε έναν τόπο: «του άρεσε τόσο πολύ η Θεσσαλονίκη, που ήρθε μια και καλή»·
- θα γίνει και κάτσε καλά ή θα γίνει το κάτσε καλά, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν εξακολουθήσεις να κάνεις φασαρία, θα γίνει το κάτσε καλά». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «πάμε στο γάμο του τάδε, γιατί απ’ ό,τι λένε θα γίνει και κάτσε καλά». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα κάνω καλά εγώ, θα αναλάβω προσωπικά το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, θα αναλάβω, θα επωμισθώ την ευθύνη: «όσο για τα λεφτά που πρέπει να δοθούν, μη στενοχωριέσαι, γιατί θα κάνω καλά εγώ || αν φέρει αντιρρήσεις ο διευθυντής, θα κάνω καλά εγώ»·
- θα σε κάνω καλά, απειλητική έκφραση σε κάποιον με την έννοια του ξυλοδαρμού: «μόλις γυρίσουμε στο σπίτι, παλιόπαιδο, θα σε κάνω καλά»·
- θα τον κάνω καλά εγώ, α. θα αναλάβω προσωπικά το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «εσύ κοίτα να καταφέρεις τον δείνα· τον τάδε θα τον κάνω καλά εγώ». β. θα αναλάβω προσωπικά την τιμωρία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «αν φοβάσαι να τα βάλεις μαζί του, άσ’ τον, γιατί θα τον κάνω καλά εγώ»·
- θα φας καλά! α. ειρωνική έκφραση σε άτομο που έχει την εντύπωση πως μπορεί να πετύχει κάτι, πως μπορεί να κερδίσει κάτι, ιδίως πως μπορεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με κάποια γυναίκα: «πήγαινε να της κάνεις πρόταση να τα φτιάξεις μαζί της και θα φας καλά!». β. (απειλητικά) θα σε διορθώσω, θα σε τιμωρήσω σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «γύρνα το βράδυ στο σπίτι και θα φας καλά!»·
- θέλω το καλό του, ενδιαφέρομαι για την πρόοδό του, για την προκοπή του: «είναι πολύ καλό παιδί, γι’ αυτό θέλω το καλό του»·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- κάθε εμπόδιο για καλό ή κάθε εμπόδιο σε καλό, βλ. λ. εμπόδιο·
- κάθεσαι καλά; έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε ψυχολογικά κάποιον, στον οποίο πρόκειται να ανακοινώσουμε κάτι το συνταρακτικό. Η προειδοποίηση αυτή γίνεται τροποντινά για να μην πέσει κάτω από την έκπληξη που θα νιώσει· βλ. και φρ. κρατιέσαι καλά(;)·
- κάθεσαι καλά στην καρέκλα σου; βλ. λ. καρέκλα·
- κάθισε καλά, βλ. φρ. κάτσε καλά·
- κάθομαι καλά, δεν κάνω αταξίες, είμαι φρόνιμος: «όποιος δεν κάθεται καλά, θα τρώει ξύλο»· βλ. και φρ. κάτσε καλά·
- κάθομαι καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, βλ. λ. ζω·
- και καλά, α. δήθεν, τάχα: «τα πάντα βρίσκονταν σε διάλυση και προσπαθούσε να με πείσει ότι και καλά δεν υπήρχε πρόβλημα». β. δηλώνει απαξίωση, άρνηση ή δυσφορία για κάτι το οποίο θεωρούν πως είναι η μόνη επιδίωξή μας: «ναι μωρέ, νομίζεις και καλά πως δεν μπορώ να κάνω χωρίς εσένα». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω πλούτη και καλά μ’ αρέσει η φτώχεια κι η εργατιά κι αν παντρευτώ με τον καιρό θέλω εργάτη για να βρω
- και καλά μουνιά στους πούτσους μας! ή και καλό μουνί στον πούτσο μας! βλ. λ. μουνί·
- και κάτσε καλά! α. έκφραση υπερβολής για κάτι καλό που συνέβη: «στην εκδρομή περάσαμε και κάτσε καλά!», δηλ. περάσαμε πάρα πολύ όμορφα, πάρα πολύ ευχάριστα. β. έκφραση υπερβολής για κάτι κακό που συνέβη: «περάσαμε μια ταλαιπωρία και κάτσε καλά!», δηλ. καταταλαιπωρηθήκαμε. Συνών. και γαμώ!·
- και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα, βλ. λ. δεχούμενα·
- καλά… (ακολουθεί χρονικός προσδιορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει, αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε έτσι, καλά Χριστούγεννα θα τελειώσουμε τη δουλειά»· βλ. και φρ. καλές… και καλό(…)·
- καλά αποτελέσματα! βλ. λ. αποτέλεσμα·
- καλά γεράματα! βλ. λ. γεράματα·
- καλά δεξίματα! βλ. λ. δέξιμο·
- καλά θα κάνεις να…, α. πρέπει, επιβάλλεται να…: «καλά θα κάνεις να προσέχεις αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί δεν είναι καλός άνθρωπος || καλά θα κάνεις να πας να χαιρετήσεις το νέο διευθυντή, γιατί έτσι είναι το πρέπον». β. λέγεται και υπό τύπον απειλής: «καλά θα κάνεις να πάψεις να ενοχλείς την κόρη μου»·
- καλά και…, βλ. φρ. καλά που(…)·
- καλά και άγια, βλ. λ. άγιος·
- καλά και περίκαλα, βλ. φρ. καλά κι ολόκαλα·
- καλά και όσια, βλ. λ. όσιος·
- καλά και σώνει, βλ. φρ. σώνει και καλά. (Λαϊκό τραγούδι: τι θες τα σούρτα φέρτα μπρος στο σπίτι της, καλά και σώνει πας να μπεις στη μύτη της
- καλά! καλά! έκφραση αμφισβήτησης ή ειρωνείας στα λεγόμενα κάποιου: «το πρωί έπινα καφέ με τον τάδε υπουργό. -Καλά! καλά!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία αδιαφορίας ή από χειρονομία που με αλλεπάλληλο κούνημα της παλάμης μας προς το μέρος του συνομιλητή μας του επιβάλλουμε να πάψει να μιλάει άλλο ·
- καλά καλά, εντελώς, α. τελείως: «θέλω να τελειώσεις πρώτα καλά καλά τη δουλειά σου, κι ύστερα έλα να κουβεντιάσουμε || έφαγε καλά καλά στο σπίτι κι ύστερα ξεκίνησε για τη νυχτερινή διασκέδασή του». β. πριν ακόμη: «ακόμη δεν έμαθε καλά καλά τι πάει να πει ζωή και θέλει παντρειά». γ. πάρα πολύ καλά: «πέρασες καλά στο πάρτι; -Καλά καλά»·
- καλά καλά δεν…, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως, μόλις κάναμε ή έγινε κάτι, επακολούθησε και κάτι άλλο: «καλά καλά δεν μπήκα το πρωί στο γραφείο μου κι ήρθε ο τάδε να μου ζητήσει δανεικά || καλά καλά δεν ήρθε απ’ το εξωτερικό κι αναγκάστηκε να φύγει αμέσως»· 
- καλά κάνω, α. έκφραση βεβαιότητας για την ορθότητα των ενεργειών μου στην ερώτηση απορίας κάποιου τι κάνεις; (με την έννοια, γιατί ενεργείς με αυτόν τον τρόπο;) ή έκφραση αδιαφορίας στην ίδια ερώτηση, με την έννοια να μη σε ενδιαφέρει πώς ενεργώ: «μα τι κάνεις, δε γίνεται έτσι η δουλειά. -Καλά κάνω || έτσι όπως χειρίζεσαι το θέμα θ’ αποτύχεις. -Καλά κάνω». β. έκφραση αδιαφορίας  για τον κακό χαρακτηρισμό που μας απευθύνει κάποιος: «είσαι μεγάλος τζαναμπέτης. -Καλά κάνω || είσαι μεγάλος απατεώνας. -Καλά κάνω || είσαι μεγάλο κορόιδο. -Καλά κάνω»·
- καλά κέρδη! βλ. λ. κέρδος·
- καλά κι ολόκαλα, πάρα πολύ καλά. Συνήθως δίνεται ως απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει αν είμαστε καλά στην υγεία μας ή αν πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας·
- καλά κρασιά! βλ. λ. κρασί·
- καλά λέει! βλ. λ. λέω·
- καλά λέει ή καλά τα λέει, βλ. λ. λέω·
- καλά μας τα λες! με τα λόγια φαίνεται εύκολο να πραγματοποιηθεί αυτό που κουβεντιάζουμε, αλλά σίγουρα στην πράξη είναι διαφορετικά: «καλά μας τα λες! Αλλά χωρίς λεφτά σε πληροφορώ πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα!»·
- καλά μυαλά! βλ. λ. μυαλό·
- καλά ’ν’ τα φαρδομάνικα, μα τα φορούν οι δεσποτάδες, βλ. λ. φαρδομάνικο·
- καλά να πάθει! ή καλά να τα πάθει! έκφραση ικανοποίησης με χαιρέκακη ή εκδικητική διάθεση για άτομο που απέτυχε σε κάποια προσπάθειά του ή που έπαθε κάτι κακό: «το ’μαθες που ο τάδε τράκαρε με τ’ αυτοκίνητό του; -Καλά να πάθει, γιατί δε μου το ’δωσε τότε που του το ζήτησα! || το ’μαθες πως ο τάδε βάρεσε κανόνι; -Καλά να πάθει, γιατί, όταν του ζήτησα κάποτε να με βοηθήσει, μου ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ωχ που δηλώνει την ικανοποίηση και συνοδεύεται από κίνηση, με την οποία η παλάμη σέρνεται ελαφρά στο στήθος από το λαιμό προς την κοιλιά ή συνοδεύεται από κίνηση, με την οποία ο αντίχειρας, ο δείκτης και το μεγάλο δάχτυλο ενωμένα στις άκρες τους κινούνται μπροστά στο στήθος από πάνω προς τα κάτω. Αρκετές φορές, παράλληλα με την κίνηση ακούγεται και ο ήχος ελαφριού φιλιού·
- καλά να πάθω ή καλά να τα πάθω, από τη στιγμή που δεν άκουσα κάποιον ή κάποιους που με συμβούλευαν να μην ασχοληθώ με κάποια συγκεκριμένη υπόθεση ή εργασία, τώραπου απέτυχα, ας υποστώ τις συνέπειες. (Λαϊκό τραγούδι: καλά να πάθω, για να δω τώρα ποιος μ’ αγαπάει και ποιος στα μπατιρήματα την πόρτα μου χτυπάει
- καλά να ’σαι! α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνει κάποιος τα λόγια του συνομιλητή του, που έχουν αρνητική σημασία για κάποιον ή για κάτι, σίγουρα: «αυτός, με τις παλιοπαρέες που έμπλεξε, σίγουρα μια μέρα θα καταλήξει στη φυλακή. -Καλά να ’σαι! || είναι τόσο σαπιοκάραβο που όπου να ’ναι θα βουλιάξει. -Καλά να ’σαι!». β. χωρίς καμιά αμφιβολία, με πλήρη βεβαιότητα: «είσαι σίγουρος πως θα ’ρθει στην ώρα του; -Καλά να ’σαι, γιατί του είπα πως θα ’ναι κι η τάδε που τη γουστάρει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ω παρατεταμένο. Συνών. όπως σε βλέπω και με βλέπεις·
- καλά νιάτα, κακά γεράματα, βλ. λ. γεράματα·  
- καλά ντε! έκφραση δυσφορίας σε κάποιον που απαιτεί πιεστικά να κάνουμε κάτι: «στο ’πα χίλιες φορές πως μέχρι το βράδυ θέλω να τελειώσεις τη δουλειά. -Καλά ντε!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μη βαράς ή τι βαράς ή με το μη σπρώχνεις ή τι σπρώχνεις·
- καλά ξεμπερδέματα! βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- καλά ξετελέματα βλ. λ. ξετέλεμα·
- καλά ξυπνητούρια! βλ. λ. ξυπνητούρια·
- καλά πάμε! απογοητευτική διαπίστωση για την πορεία κάποιας εργασίας, διαδικασίας ή υπόθεσης, που δεν εξελίσσεται καθόλου ικανοποιητικά: «μας ακύρωσαν όλες τις παραγγελίες. -Καλά πάμε! || η τράπεζα απέρριψε το δάνειο που ζητήσαμε. -Καλά πάμε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μάλιστα ή το ωραία·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του γαμάω! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας! βλ. λ. πάπας·
- καλά που…, ευτυχώς που…: «είχα μείνει χωρίς λεφτά και καλά που ’ρθε ο τάδε και γλίτωσα το ρεζίλεμα»·
- καλά που το μυρίστηκα, ευτυχώς που το προαισθάνθηκα, που το πρόβλεψα, που το υποπτεύθηκα, ιδίως κάτι κακό: «καλά που το μυρίστηκα πως θα γινόταν φασαρία και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: καλά που την ανθίστηκα τη μόρτικια τη φτιάξη και το μπεγλέρι στο τσαρδί το είχα μπουζουριάσει
- καλά σαράντα! βλ. λ. σαράντα·
- καλά σημάδια ή καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- καλά στερνά! βλ. λ. στερνό·
- καλά στέφανα! βλ. λ. στέφανο·
- καλά στεφανώματα! βλ. λ. στεφανώματα·
- καλά τέλη! βλ. λ. τέλος·
- καλά του ’κανες! έκφραση ικανοποίησης για τη δίκαιη τιμωρία ατόμου από κάποιον: «αφού ενοχλούσε όλον τον κόσμο, καλά του ’κανες και τον πλάκωσες στο ξύλο!». Συνήθως μετά τη φρ. ακούγονται διάφοροι χαρακτηρισμοί όπως του αλήτη, του παλιάνθρωπου (κ.ά.)·
- καλά τώρα! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «η κόρη του τάδε παντρεύεται τον τάδε εργοστασιάρχη. -Καλά τώρα, αυτή είναι κακάσχημη! || ο τάδε μου είπε πως θα χτίσει μια βίλα στη Χαλκιδική. -Καλά τώρα, αυτός με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια!»·  
- καλά Χριστούγεννα!  ειρωνική έκφραση σε κάποιον που, επιτέλους, μετά από καιρό αποφάσισε να ενδιαφερθεί για κάτι, που ή έχει ήδη τελειώσει ή έχει προχωρήσει αρκετά από κάποιον άλλον: «τι γίνεται με κείνη τη δουλειά, θα μου τη δώσετε; -Καλά Χριστούγεννα!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα ή το τώρα που ξύπνησες·
- καλέ άντε(ς)! α. ειρωνική άρνηση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι: «αν μου δώσεις εκατό χιλιάδες σήμερα, σε μια βδομάδα θα σου επιστρέψω διακόσιες. -Καλέ άντες!». β. ειρωνικό πείραγμα σε πούστη, που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Συνήθως συνοδεύεται από τίναγμα του κεφαλιού προς τα πίσω και πλάγια, με την παλάμη του ενός χεριού να κάνει μια περιστροφική κίνηση μπροστά στο πρόσωπο και την παλάμη του άλλου χεριού να ακουμπάει διπλωμένη πλάγια στη μέση, τρόπος με τον οποίο μιμούνται οι πούστηδες τις γυναίκες, ή συνοδεύεται από ένα ξεφώνημα που και αυτό μιμείται τη γυναίκα·
- καλέ, αφού δε φυσάει, γιατί κουνιέσαι; βλ. λ. κουνιέμαι·
- καλέ μου άνθρωπε! βλ. λ. άνθρωπος·
- καλέ σώπα! βλ. λ. σώπα·
- καλέ τι μας λες! ή καλέ τι μας λέτε! βλ. λ. λέω·
- καλές… (ακολουθεί χρονική ένδειξη, ώρα), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε ότι αυτό που συμβαίνει θα διαρκέσει, θα παραταθεί αρκετή ακόμη ώρα: «έτσι όπως δουλεύουμε, καλές εφτά θα τελειώσουμε || με την καθυστέρηση που είχαμε, καλές δέκα θα φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη»· βλ. και φρ. καλά… και καλό(…)·
- καλές γιορτές! βλ. λ. γιορτή·
- καλές διακοπές! βλ. λ. διακοπή·
- καλές τέχνες, βλ. λ. τέχνη·
- καλή… (ακολουθεί χρονικός καθορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει, αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε με τόσο αργό ρυθμό, καλή Πρωτοχρονιά θα παραδώσουμε τη δουλειά»· 
- καλή ανάπαυση! βλ. λ. ανάπαυση·
- καλή Ανάσταση! βλ. λ. Ανάσταση·
- καλή ανάρρωση! βλ. λ. ανάρρωση·
- καλή αντάμωση! ή καλές αντάμωσες! βλ. λ. αντάμωση·
- καλή αρχή! βλ. λ. αρχή·
- καλή αρχή και καλό τέλος! βλ. λ. αρχή·
- καλή αυριανή! (ενν. ημέρα), βλ. λ. αυριανός·
- καλή βδομάδα! βλ. λ. βδομάδα·
- καλή διαμονή! βλ. λ. διαμονή·
- καλή διασκέδαση! βλ. λ. διασκέδαση·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! βλ. λ. δουλειά·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. λ. δουλειά·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- καλή εξήγηση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών), βλ. λ. εξήγηση·
- καλή επιτυχία! βλ. λ. επιτυχία·
- καλή ευκολία! βλ. λ. ευκολία·
- καλή ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- καλή ζωή, κακιά διαθήκη, βλ. λ. ζωή·
- καλή ησυχία! βλ. λ. ησυχία·
- καλή καρδιά! βλ. λ. καρδιά·
- καλή καρδιά και λίγη γνώση, βλ. λ. καρδιά·
- καλή κοινωνία! βλ. λ. κοινωνία·
- καλή κυρία! βλ. λ. κυρία·
- καλή λευτεριά! βλ. λ. λευτεριά·
- καλή μοίρα! βλ. λ. μοίρα·
- καλή όρεξη! βλ. λ. όρεξη·
- καλή παρηγοριά! βλ. λ. παρηγοριά·
- καλή πάστα, βλ. λ. πάστα·
- καλή πατρίδα! βλ. λ. πατρίδα·
- καλή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- καλή πράξη, βλ. λ. πράξη·
- καλή ’σαι και του λόγου σου! βλ. λ. λόγου·
- καλή Σαρακοστή! βλ. λ. σαρακοστή·
- καλή σου μέρα! βλ. λ. μέρα·
- καλή σου νύχτα! βλ. λ. νύχτα·
- καλή τη πίστει, βλ. λ. πίστη·
- καλή του ώρα! βλ. λ. ώρα·
- καλή τύχη! βλ. λ. τύχη·
- καλή φάση, βλ. λ. φάση·
- καλή φώτιση! βλ. λ. φώτιση·
- καλή χρονιά! βλ. λ. χρονιά·
- καλή χωσιά! βλ. λ. χωσιά·
- καλή ψαριά! βλ. λ. ψαριά·
- καλή ψυχή! βλ. λ. ψυχή·
- καλή ώρα σαν..., βλ. λ. ώρα·
- καλή ώρα (σαν και τώρα), βλ. λ. ώρα·
- καλής οικογενείας, βλ. λ. οικογένεια·
- καλό… (ακολουθεί χρονικός καθορισμός), έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε πως αυτό που συμβαίνει , αυτό με το οποίο είμαστε καταπιασμένοι, θα παραταθεί μέχρι το χρόνο που αναφερόμαστε: «αν συνεχίσουμε να δουλεύουμε μ’ αυτό το ρυθμό, καλό καλοκαίρι θα τελειώσουμε τη δουλειά»· βλ. και φρ. καλά… και καλές… και καλή(…)·
- καλό ακούγεται, έκφραση με την οποία επικροτούμε αρχικά την πρόταση του συνομιλητή μας, χωρίς όμως να θεωρούμε δεδομένη την αποδοχή μας ή τη συμμετοχή μας: «με τα λεφτά που θα ρίξεις, αν θελήσεις να συνεταιριστείς μαζί μου, θα μπορέσουμε να κατακλείσουμε την αγορά με αυτό το είδος που έχει μεγάλη ζήτηση. -Καλό ακούγεται»· βλ. και φρ. ακούγεται καλά (κάποιος)·
- καλό, ε! έκφραση αυτοθαυμασμού, όταν θεωρούμε πως αυτό που είπαμε ήταν πολύ πετυχημένο, ή έκφραση με την οποία επιζητούμε την επιβεβαίωση του συνομιλητή μας σε αυτό που είπαμε και που το θεωρούμε πολύ πετυχημένο·
- καλό αλλά λίγο, λέγεται για προσφορά που είναι ανεπαρκής ή μέτρια, ιδίως για φαγητό: «ότι φάγαμε ήταν καλό αλλά λίγο || σ’ άρεσε το φαγητό; -Καλό αλλά λίγο»·
- καλό βόλι! βλ. λ. βόλι·
- καλό βράδυ! βλ. λ. βράδυ·
- καλό δρόμο! βλ. λ. δρόμος·
- καλό είναι να υπάρχει, λέγεται για αγορά πράγματος, που μπορεί, όταν το αγοράζουμε, να μη μας είναι απαραίτητο, ενδέχεται όμως κάποτε να μας χρειαστεί: «πάρ’ το τώρα που το βρήκες σε καλή τιμή, γιατί καλό είναι να υπάρχει σ’ ένα σπίτι»·
- καλό ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- καλό και τούτο! βλ. φρ. καλό κι αυτό(!)·
- καλό καλοκαίρι! βλ. λ. καλοκαίρι·
- καλό κατευόδιο! βλ. λ. κατευόδιο·
- καλό κεφάλι! βλ. λ. κεφάλι·
- καλό κι αυτό! έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράλογο που μας ζητάει ή που μας λέει κάποιος: «θέλεις να σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη, καλό κι αυτό!»·
- καλό κορίτσι, βλ. λ. κορίτσι·
- καλό κουμάσι και του λόγου σου! βλ. λ. κουμάσι·
- καλό λέει! (γενικά) πάρα πολύ καλό: «ήταν καλό το φαγητό; -Καλό λέει! || ήταν καλό το έργο; -Καλό λέει!»·
- καλό μεσημέρι! βλ. λ. μεσημέρι·
- καλό μεσημέριασμα! βλ. λ. μεσημέριασμα·
- καλό μήνα! βλ. λ. μήνας·
- καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- καλό ξημέρωμα! βλ. λ. ξημέρωμα·
- καλό παιδί, βλ. λ. παιδί·
- καλό παιδί, αλλά χάλασε στη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- καλό παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- καλό Πάσχα! βλ. λ. Πάσχα·
- καλό ποδαρικό, βλ. λ. ποδαρικό·
- καλό ριζικό, βλ. λ. ριζικό·
- καλό στέριωμα! βλ. λ. στέριωμα·
- καλό ταξίδι! ή καλό σου ταξίδι! βλ. λ. ταξίδι·
- καλό τέλος! βλ. λ. τέλος·
- καλό τυχερό! βλ. λ. τυχερό·
- καλό υπόλοιπο! βλ. λ. υπόλοιπο·
- καλό φάρμακο, βλ. λ. φάρμακο·
- καλό χειμώνα! βλ. λ. χειμώνας·
- καλό χερικό, βλ. λ. χερικό·
- καλό(ν) ύπνο! βλ. λ. ύπνος·
- καλός αλλά λίγος, λέγεται για κάποιον που γενικά είναι ανεπαρκής, είναι μέτριος: «καλός είναι ο φίλος σου, αλλά λίγος || καλός μηχανικός αλλά λίγος || καλός συγγραφέας αλλά λίγος»·
- καλός Αμερικάνος είναι ο νεκρός Αμερικάνος, βλ. λ. Αμερικανός·
- καλός είναι και τούτος! έκφραση απορίας ή έκπληξης για άτομο που μας ζητά παράλογα, παράδοξα πράγματα: «θέλει τόσα λεφτά χωρίς να μου υπογράψει μια απόδειξη; Καλός είναι και τούτος!». Πολλές φορές, συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά, σαν να ψάχνει ο ομιλών να δει κάποιον για να του δείξει, υποτίθεται, το άτομο στο οποίο αναφέρεται· βλ. και φρ. καλός είναι κι αυτός(!)·
- καλός είναι κι αυτός! λέγεται με δυσαρέσκεια για άτομο που δεν αποδείχτηκε καλό, που δεν αποδείχτηκε εντάξει: «καλά, όταν είχες ανάγκη δε σε βοήθησε ούτε ο φίλος σου; -Καλός είναι κι αυτός!»· βλ. και φρ. καλός είναι και τούτος(!)·
- καλός είσαι και του λόγου σου! βλ. λ. λόγου·
- καλός κι άγιος, βλ. λ. άγιος·
- καλός κι άγιος… (ακολουθεί κύριο όνομα) αλλά…, βλ. λ. άγιος·
- καλός κι όσιος, βλ. λ. όσιος·
- καλός και τούτος! βλ. φρ. καλός είναι και τούτος(!)·
- καλός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- καλός κι αυτός! βλ. φρ. καλός είναι κι αυτός(!)·
- καλός κύριος! βλ. λ. κύριος·
- καλός μαλάκας και του λόγου σου! βλ. λ. μαλάκας·
- καλός μπάτσος είναι ο νεκρός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα, βλ. λ. γάτα·
- καλός πολίτης! βλ. λ. πολίτης·
- καλού κακού, για κάθε πιθανή περίπτωση ή περίσταση, για κάθε ενδεχόμενο: «επειδή ο καιρός είναι άστατος, πήρα καλού κακού και το παλτό μαζί μου»·
- καλούς απογόνους! βλ. λ. απόγονος·
- καλούς κληρονόμους! βλ. λ. κληρονόμος·
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνε καλά, ενδιαφέρσου, ενεργοποιήσου, βρες τη λύση: «όσο μπορούσα να σε βοηθήσω σε βοήθησα, από δω και πέρα κάνε καλά». Πολλές φορές, άλλοτε μετά το ρ. της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακούγεται το εσύ·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, βλ. λ. παιδί·
- κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό, βλ. λ. γιαλός·
- κάνει καλή παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνουν καλό ζευγάρι, βλ. λ. ζευγάρι·
- κάνω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω καλές σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω καλή αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω καλή αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω καλό, ενεργώ ευεργετικά στην υγεία, ωφελώ: «τα θαλάσσια μπάνια κάνουν καλό»· (γενικά) επενεργώ ευεργετικά: «αυτός ο άνθρωπος κάνει καλό σε όλους»·
- κάνω την καλή ή την κάνω την καλή, βλ. φρ. πιάνω την καλή ή την πιάνω την καλή. (Λαϊκό τραγούδι: ρουλέτα είναι η ζωή και τσόχα η κοινωνία, άλλος την κάνει την καλή κι άλλος δεν έχει μία
- κάνω το καλό, ενεργώ ευεργετικά, επ’ ωφελεία: «όταν μπορώ, κάνω το καλό σ’ όποιον έχει ανάγκη». (Λαϊκό τραγούδι: χάρε μου, σε παρακαλώ, αν θέλεις, κάμε το καλό· ένα κορμί που λιώνει θ’ αναπάψεις – πια δε βαστώ, πια δε βαστώ
- κάνω τον καλό, προσποιούμαι τον καλό: «εμένα μη μου κάνεις τον καλό, γιατί ξέρω τι κουμάσι είσαι»·
- κατά καλή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- κατά τ’ άλλα καλά, βλ. λ. άλλος·
- κάτσε καλά! α. (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) μη συμπεριφέρεσαι ανάρμοστα, άστοχα, μην κάνεις φασαρία, μην ατακτείς: «κάτσε καλά, γιατί θα φας ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, κάτσε καλά, θα σ’ αφήσουν ταπί κυρ Αντρέα πι και φι, βάλε μυαλά κι έχεις παιδιά). Ακούστηκε πολύ ως σύνθημα κατά του υπουργού Παιδείας Γεράσιμου Αρσένη στη διάρκεια των μαθητικών διαδηλώσεων κατά της μεταρρυθμιστικής πολιτικής του στην Παιδεία: κάτσε καλά, κάτσε καλά, Γεράσιμε, Γεράσιμε, κάτσε καλά(!). β.(για πολλούς) κάτσετε καλά! (Λαϊκό τραγούδι: όμορφα τους μιλήσανε στο καπηλειό του Ντάλα – α! ρε μάγκες, κάτσετε καλά αχ, σαν τα παιδιά τα άλλα)·  
- κι εσύ και το καλό σου, απαξιωτική έκφραση σε κάποιον ή σε κάτι και με ό,τι άλλο καλό συνεπάγεται η επαφή μας μαζί του: «επειδή είσαι πλούσιος, έχεις την εντύπωση ότι μπορείς να μας κάνεις ό,τι θέλεις, ε άντε λοιπόν κι εσύ και το καλό σου». (Δημοτικό τραγούδι: αχ παναθεμά σε, ξενιτιά, τζιβαέρι μου, κι εσύ και το καλό σου,σιγανά, σιγανά, σιγανά πατάω στη γη
- κι ο χορός καλά κρατεί, βλ. λ. χορός·
- κόβω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κοιμάται του καλού καιρού, βλ. λ. καιρός·
- κοίτα καλά, α. πρόσεχε, πρόσεξε: «κοίτα καλά, γιατί με τις παλιοπαρέες που έμπλεξες θα το φας το κεφάλι σου». β. έλεγξε προσεκτικά: «κοίτα καλά αν ξέχασα τα κλειδιά στο γραφείο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Νικολή, κοίτα καλά μη μας κάναν ζούλα το λουλά, μη μας πήραν το καλάμι κι απομείνουμε χαρμάνι
- κοίταξε καλά! απειλητική έκφραση σε άτομο που συμπεριφέρεται με τρόπο που μας ενοχλεί ή μας θίγει: «κοίταξε καλά, γιατί αν ξανακάνεις φασαρία, θα σε πετάξω έξω απ’ την τάξη! || κοίταξε καλά, γιατί αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες!»·
- κρατήσου καλά! βλ. φρ. κρατιέσαι καλά(;)·
- κρατιέμαι καλά, α. έχω πολλά χρήματα: «όσο κρατιέμαι καλά, δεν έχω την ανάγκη κανενός». β. είμαι πολύ καλά στην υγεία μου: «παρ’ όλη την ηλικία μου κρατιέμαι καλά»·
- κρατιέσαι καλά; έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε ψυχολογικά κάποιον στον οποίο πρόκειται να του ανακοινώσουμε κάτι το συνταρακτικό. Η προειδοποίηση αυτή γίνεται τροποντινά για να μην πέσει κάτω από την έκπληξη που θα νιώσει· βλ. και φρ. κάθεσαι καλά(;)·
- λέγε τα καλά να ’ρχονται καλά, ευχετική απάντηση ατόμου στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα· βλ. και λ. καλομελετώ·
- λέω καλά λόγια (για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- λίγα και καλά, βλ. λ. λίγος·
- λίγα λόγια και καλά, βλ. λ. λόγος·
- λίγα χρόνια και καλά, βλ. λ. χρόνος·
- μα καλά..., εισάγει έκφραση απορίας: «μα καλά, έχεις σκοπό να τα βάλεις μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο! || μα καλά, θα διαλύσεις την οικογένειά σου γι’ αυτή την παρδαλή;»·
- μα τι στο καλό! έκφραση έκπληξης ή απορίας για κάτι αρνητικό που διαρκεί: «μα τι στο καλό, πάλι όχι είπε! || μα τι στο καλό, ακόμη δεν ήρθε! || μα τι στο καλό, πάλι βρέχει! || μα το στο καλό, πάλι μεθυσμένος είσαι!»·
- με καλή παρέα και στην Κόλαση, βλ. λ. παρέα·
- με καλή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- με το καλό! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που αρχίζει να ασχολείται επαγγελματικά με κάτι ή που έχει την πρόθεση να ασχοληθεί επαγγελματικά με κάτι, ή σε κάποιον που μας αναφέρει πως σε λίγο καιρό περιμένει να εξελιχθεί κάτι επ’ ωφελεία του: «αύριο κάνω τα εγκαίνια του μαγαζιού μου. -Με το καλό! || σκέφτομαι να επεκτείνω τη δουλειά μου. -Με το καλό! || σ’ ένα μήνα απολύεται ο γιος μου απ’ το στρατό. -Με το καλό!». β. ευχετική έκφραση σε κάποιον που μας ανακοινώνει πως φεύγει για ταξίδι ή πως πρόκειται να ταξιδέψει: «φεύγω για Ρόδο και τρέχω να προλάβω τ’ αεροπλάνο. -Με το καλό! || την άλλη βδομάδα θα πάω στην Αθήνα για μια δουλειά. -Με το καλό!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό, με ήπιο τρόπο, ήρεμα: «προσπάθησα να τον συμβουλέψω με το καλό, γιατί είναι πολύ νευρικό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: με το καλό δεν πιάνεσαι, με το κακό σε πήρα, με τα μυαλά που κυβερνάς, πάλι θα μείνεις χήρα
- με το καλό μου (ενν. χέρι ή πόδι), λέγεται στην περίπτωση που χρησιμοποιούμε το δεξί χέρι ή πόδι, αν είμαστε δεξιόχειρες, ή το αριστερό χέρι ή πόδι, αν είμαστε αριστερόχειρες: «σημάδεψα προσεκτικά κι έριξα την πέτρα με το καλό μου || έστησα την μπάλα και την κλότσησα με το καλό μου»·
- με το καλό να γυρίσεις! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για ταξίδι ή για μακροχρόνια απουσία: «πήγαινε τώρα στο στρατό να υπηρετήσεις τη θητεία σου και με το καλό να γυρίσεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό να μας μπει και με το καλό να μας βγει, ευχή με διάθεση αστεϊσμού που ανταλλάσσουν δυο άτομα μεταξύ του την πρωτοχρονιά ή την πρώτη του μηνός, με την έννοια ο χρόνος ή ο μήνας που μπαίνει να περάσει χωρίς προβλήματα·
- με το καλό να πας! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για κάπου ή που έχει την πρόθεση να αναχωρήσει για κάπου: «όταν τελειώσω το στρατιωτικό μου, θα πάω στη Γερμανία να συνεχίσω τις σπουδές μου. -Με το καλό να πας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- με το καλό να πας και με το καλό να γυρίσεις! ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για ταξίδι. Πρβλ.: σαν πας στην Καλαμάτα και ’ρθεις με το καλό, φέρε μου ένα μαντίλι να δέσω στο λαιμό (Δημοτικό τραγούδι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- μήπως δε βλέπω καλά; βλ. φρ. βλέπω καλά(;)·
- μια και καλή, α. οριστικά, τελειωτικά: «θέλω να ξεμπερδεύω μια και καλή μαζί σου». (Τραγούδι: κι έτσι ξαφνικά, όπως θα μπαίνει η άνοιξη μια και καλή θα σε ξεγράψω). β. (για ενέργεια) με μια προσπάθεια, σε μια προσπάθεια: «έριξε στο στόχο του και πέτυχε μια και καλή». γ. συνεχόμενα, όχι τμηματικά: «σήκωσε το ποτήρι του κι ήπιε μια και καλή το ουίσκι»· βλ. και φρ. μια κι έξω, λ. έξω·
- μιλώ καλά; βλ. φρ. τα λέω καλά (;)·
- μόνο καλά, βλ. φρ. πάντα καλά·
- μου βγήκε σε καλό, η επιλογή που έκανα εξελίχθηκε υπέρ εμού, επ’ ωφελεία μου: «πήρα μέρος στο συνεταιρισμό τους με μισή καρδιά, αλλά στο τέλος μου βγήκε σε καλό, γιατί η δουλειά πήγε περίφημα»·
- μπα σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ.) έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι αρνητικό ή ενοχλητικό που επαναλαμβάνεται από κάποιον ή από κάτι, και που δεν μπορούμε να ανεχτούμε άλλο: «μπα σε καλό μου, πώς κάνω τέτοια λάθη! || μπα σε καλό σου, πάλι μεθυσμένος είσαι! || μπα σε καλό του, πάλι έμεινε χωρίς λεφτά! || μπα σε καλό σου, πάλι εσύ θα πληρώσεις! || μπα σε καλό του, πάλι έχει δυνατά την τηλεόρασή του!»· βλ. και φρ. σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ)·
- να λείπει κι αυτό(ς) και τα καλά του ή να λείπει κι αυτό(ς) και το καλό του, έκφραση με την οποία δηλώνουμε την αρνητική μας στάση ή τοποθέτηση για κάποιον ή για κάτι: «αν δε φέρνεις αντιρρήσεις σ’ αυτό που σου λέει, δε θα σ’ αφήσει ποτέ αβοήθητο. -Να λείπει κι αυτός και το καλό του, που θα χάσω την ανεξαρτησία μου || αν δεν έχεις λεφτά, θα σ’ αγοράσω εγώ τ’ αυτοκίνητο. -Να λείπει κι αυτό το καλό του, γιατί δε θέλω να σκοτωθώ»·
- ναι καλά! βλ. φρ. καλά τώρα(!)·
- να μη δεις καλό, είδος κατάρας, με την έννοια να μην προκόψεις στη ζωή σου·
- … νάν’ καλά, ευχετική έκφραση σε κάποιον ή σε κάτι που μας βοηθάει, μας συμπαραστέκεται ή μας κάνει χαρούμενους ή ευτυχισμένους για κάτι: «αγόρασε ό,τι θέλεις, κούκλα μου, τα λεφτά νάν’ καλά || η υγεία νάν’ καλά κι από λεφτά δουλεύεις και τ΄ αποκτάς || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, νάν’ καλά ο φίλος του που τον περιμάζεψε». (Λαϊκό τραγούδι: χόρεψε βλάμισσα καλά, το πορτοφόλι νάν’ καλά, στα μπουζούκια σ’ έχω φέρει για να σπάσουμε νταλγκά
- να πας στο καλό! α. ευχετική έκφραση κατά την αναχώρηση κάποιου: «αφού ήρθε η ώρα να φύγεις, να πας στο καλό!». (Λαϊκό τραγούδι: μες στα μάτια κοίταξέ με τελευταία πια φορά. Στο καλό να πας, καλή μου, πάντα να περνάς καλά). β. έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας λέει πως θα φύγει, και μας είναι αδιάφορη η αποχώρησή του·
- να ’σαι καλά! α. φιλοφρονητική απάντηση στο ευχαριστώ που μας λέει κάποιος ύστερα από την εξυπηρέτηση που του κάναμε. β. ευχή σε κάποιον για υγεία. (Λαϊκό τραγούδι: καλημέρα, τι κάνεις, να ’σαι πάντα καλά
- να ’σαι καλά που…, α. έκφραση με την οποία επιβραβεύουμε την κίνηση ή την ενέργεια κάποιου, με την έννοια ευτυχώς που…: «να ’σαι καλά που με βοήθησες, γιατί αλλιώς δε θα τη γλίτωνα τη φυλακή». β. λέγεται και με αρνητική διάθεση: «έμαθα πως ήσουν άρρωστος. -Να ’σαι καλά που ήρθες και με είδες!»·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, με δεκαοχτώ βελέντζες, βλ. λ. βελέντζα·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. λ. μύγα·
- ναι και καλά, βλ. φρ. σώνει και καλά·
- ντε και καλά, βλ. φρ. σώνει και καλά. (Λαϊκό τραγούδι: θα στο πούνε κι οι γειτόνοι, τι σου φταίει το παιδί, θέλεις ντε καλά σώνει να πεθάνει δηλαδή
- ξεμπέρδεψα μια και καλή μαζί του, βλ. λ. ξεμπερδεύω·
- ξέρει καλά το ρόλο του, βλ. λ. ρόλος·
- ξεσήκωσε τα καλά (του τάδε), βλ. φρ. άρχισε τα καλά (του τάδε)·
- ο αχ καλέ, βλ. λ. αχ·
- ο δρόμος του καλού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός πάντα το καλό, βλ. λ. Θεός·
- ο καλός δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- ο καλός καλό δεν έχει, τον έντιμο άνθρωπο δεν τον αφήνουν να προκόψει στη ζωή του: «κοίτα να συμπεριφερθείς ανάλογα σ’ αυτούς που σ’ εχθρεύονται, γιατί ο καλός καλό δεν έχει». (Λαϊκό τραγούδι: ο καλός, ο καλός καλό δεν έχει, μόνος στο σκοτάδι τρέχει. Της καρδιάς, της καρδιάς του το χρυσάφι, το πουλάνε στο σαράφη
- ο καλός καραβοκύρης στην ανεμοζάλη φαίνεται, βλ. λ. καραβοκύρης·
- ο καλός κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- ο καλός ο γείτονας είναι κι απ’ τον αδελφό σου πιο καλός, βλ. λ. γείτονας·
- ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, βλ. λ. καπετάνιος·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, βλ. λ. λόγος·
- ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο καλός σου, αναφέρεται μειωτικά για κάποιον του οποίου το όνομα ούτε καν θέλουμε να αναφέρουμε: «ήρθε πρωί πρωί ο καλός σου και μου ζητούσε πάλι δανεικά»·
- ο παλιός καλός καιρός, βλ. λ. καιρός·
- ο ποντικός περνά καλά στην τρύπα του, βλ. λ. ποντικός·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, βλ. λ. λογαριασμός·
- οι παλιές καλές μέρες! βλ. λ. μέρα·
- όλα καλά ή όλα καλά κι όλα ωραία, βλ. λ. όλος·
- όλα καλά, όλα ανθηρά, βλ. λ. όλος·
- όλα τα καλά, όλα τα υλικά αγαθά: «κουβαλάει στο σπίτι του όλα τα καλά». (Λαϊκό τραγούδι: ρεμπέτη κι αν αγάπησες, καθόλου μη σε νοιάζει, θα έχεις όλα τα καλά εκείνα που σου τάζει
- όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- όλο καλά, βλ. φρ. πάντα καλά·
- όλοι οι καλοί μαζί κι ο ψωριάρης χώρια, βλ. λ. ψωριάρης·
- όλος ο καλός ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει, βλ. λ. κέρατο·
- όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, βλ. λ. βαθύς·
- όταν με το καλό…, δηλώνει τον ερχομό κάποιας περιόδου που θα έρθει φυσιολογικά: «όταν με το καλό τελειώσεις το Λύκειο, θα σε στείλω για σπουδές στο εξωτερικό». Ακούγεται και σε περίπτωση θανάτου: «όταν με το καλό πεθάνω, όλη η περιουσία μου θα γίνει δική σου», δηλ. όταν πεθάνω φυσιολογικά, πλήρης ημερών·
- όψη, θρέψη καλή, βλ. λ. όψη·
- πάει καλά! α. δηλώνει συμφωνία ή αποδοχή των λόγων κάποιου: «αφού λες πως σε μια βδομάδα θα μου επιστρέψεις τα λεφτά που μου χρωστάς, πάει καλά!». β. έκφραση που δηλώνει δυσφορία και αφήνει υπονοούμενο για περαιτέρω δυσμενή εξέλιξη: «δε θέλεις να μου πληρώσεις αυτά που μου χρωστάς; Πάει καλά!»·
- πάει καλά, (για ασθενείς) η υγεία του εξελίσσεται ομαλά, βρίσκεται στο στάδιο της ανάρρωσης: «πήγα στο νοσοκομείο να δω το φίλο μου και διαπίστωσα πως πάει καλά»· βλ. και φρ. πάμε καλά·
- πάει καλά; α. έχει σώας τας φρένας του; είναι καλά στα μυαλά του (;): «πάει καλά, ο άνθρωπος, που θέλει να πάει με τα πόδια στην Αθήνα;». β. έκφραση με την οποία θέλουμε να σιγουρέψουμε την ακρίβεια της ώρας που μας λέει κάποιος που τον ρωτήσαμε τι ώρα είναι ή τι ώρα έχεις: «φίλε, τι ώρα έχεις; -Δώδεκα. -Πάει καλά;»· βλ. και φρ. πας καλά(;)·
- παίρνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- πάλι καλά που…, α. έκφραση ανακούφισης ή ικανοποίησης, που δηλώνει πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν γίνει χειρότερα από ό,τι έγιναν: «τρακάραμε μ’ ένα αυτοκίνητο που ερχόταν απ’ την αντίθεση κατεύθυνση, αλλά πάλι καλά που δε σκοτωθήκαμε». β. δηλώνει και ειρωνεία: «δηλαδή, αν δε συμφωνήσεις μ’ αυτά που γράφονται στο συμβόλαιο, δε θα το υπογράψεις; -Πάλι καλά που το κατάλαβες»·
- πάμε καλά, ικανοποιητική διαπίστωση για την πορεία εργασίας, διαδικασίας, υπόθεσης ή γενικά των πραγμάτων που μπορούν να απασχολούν έναν άνθρωπο. Γνωστή και η φρ. του Κωνσταντίνου Καραμανλή έξω πάμε καλά. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. πάει καλά·
- πάντα καλά, ευχή σε άτομο, που στην ερώτηση πώς πας ή πώς τα πας ή πώς περνάς ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα, απαντάει καλά·
- πάνω στον καλό ύπνο ή πάνω στον καλό τον ύπνο ή πάνω στον ύπνο τον καλό, βλ. λ. ύπνος·
- πας καλά; α. έκφραση απορίας ή δυσφορίας για τις ανοησίες ή τις παράλογες απαιτήσεις του συνομιλητή μας: «πας καλά που πιστεύεις πως αν πέσεις απ’ τον έβδομο όροφο δε θα πάθεις τίποτα; || πας καλά που γι’ αυτά τα μερεμέτια που έκανες στο σπίτι μου, θέλεις να σου πληρώσω ένα εκατομμύριο;». Μερικές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. β. έκφραση με την οποία θέλουμε να σιγουρέψουμε την ακρίβεια της ώρας που μας λέει κάποιος που τον ρωτήσαμε τι ώρα είναι ή τι ώρα έχεις: «φιλαράκι, τι ώρα έχεις; -Δέκα. -Πας καλά;». Συνών. πας σωστά(;)· βλ. και φρ. πάει καλά (;)· 
- πας καλά με το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πατώ καλά, βλ. φρ. πατώ γερά, λ. γερός·
- πάω καλά, η υγεία μου, τα οικονομικά μου και γενικά η ζωή μου εξελίσσεται καλά, ομαλά: «κάποτε είχα προβλήματα, αλλά τώρα πάω καλά»·
- πάω καλά; α. είναι σωστή η πορεία, η κατεύθυνσή μου, είναι σωστός ο δρόμος που ακολουθώ για να φτάσω στον προορισμό μου(;): «πάω καλά για το Λευκό Πύργο;». β. είναι σωστός, είναι ενδεδειγμένος ο τρόπος με τον οποίο ενεργώ για να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που ξέρεις, πάω καλά για να πάρω το δάνειο ή μήπως χρειάζεται να κάνω κάτι διαφορετικό;»·
- περνώ καλά ή την περνώ καλά, ζω καλά, ευχάριστα: «δεν έχω παράπονο απ’ τη ζωή μου, γιατί περνώ καλά». (Λαϊκό τραγούδι: τέτοιον άντρα έχω βρει, μάνα μ’, να με παντρευτεί και θα την περνώ καλά μες τα χάδια τα πολλά
- περνώ στο καλό, βλ. φρ. περνώ στο καθαρό, λ. καθαρός·
- περπατώ καλά, συμπεριφέρομαι σωστά, έντιμα: «μάθε να περπατάς καλά, αν θέλεις να προκόψεις στη ζωή σου». (Λαϊκό τραγούδι: αν δε μου το αποδείξει πως περπάτησε καλά, όσο και να είμαι ιππότης θα τιμωρηθεί σκληρά
- περπατώ καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες κανέναν καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πέφτω σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πήγαινε στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- πιάνει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- πιάνω την καλή ή την πιάνω την καλή, πλουτίζω, ιδίως ανέλπιστα ή ραγδαία, εκμεταλλευόμενος διάφορες ευνοϊκές καταστάσεις: «μόλις βγήκε το κόμμα του, με δυο τρεις καλές δουλειές που πήρε, έπιασε την καλή». (Λαϊκό τραγούδι: έπαιξα ζάρια κι έχασα όλη τη σιρμαγιά μου· πήγα να πιάσω την καλή κι έμεινα ρέστος και ταπί κι έχασα τα λεφτά μου
- πιαστήκαμε για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- πιάστηκαν για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- πιάστηκε για τα καλά, βλ. λ. πιάνομαι·
- ποιο καλό; έκφραση αμφισβήτησης στην αναφορά κάποιου ότι μας προέκυψε κάτι καλό: «αφού τον βοήθησες όλο και κάτι καλό θα έκανε για σένα. -Ποιο καλό; Ούτε τα ναύλα δε μου ’δωσε για να γυρίσω πίσω»·
- ποιο το καλό; έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι δεν είχαμε την ανάλογη ευνοϊκή αντιμετώπιση την οποία περιμέναμε ή απαιτούσαμε από κάποιον: «εγώ έγινα θυσία να τον εξυπηρετήσω και ποιο το καλό; Όταν ζήτησα κάποτε τη βοήθειά του έκανε πως δε μας ήξερε»·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός δρόμος σε φέρνει εδώ; βλ. λ. δρόμος·
- πότε με το καλό; έκφραση ενδιαφέροντος για το συγκεκριμένο χρόνο, όταν μας αναγγέλλει κάποιος αόριστα πως θα επιχειρήσει κάτι ή πως περιμένει να του συμβεί κάποιο ευχάριστο γεγονός: «σκοπεύω να παντρευτώ. -Πότε με το καλό; || σκοπεύω ν’ ανοίξω ένα μπαράκι. -Πότε με το καλό; || σήμερα μου τηλεφώνησε ο γιος μου πως θα ’ρθει απ’ το εξωτερικό. -Πότε με το καλό;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πού στο καλό είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, αλλά δε γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στο καλό είναι ο υδραυλικός και τον περιμένω απ’ το μεσημέρι! || πού στο καλό είναι ο αναπτήρας μου και δεν μπορώ ν’ ανάψω το τσιγάρο μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο δαίμονα είναι! / πού στο διάβολο είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού στο καλό ήσουν! λέγεται επιτιμητικά ή απειλητικά σε άτομο που ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε στη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στο καλό ήσουν κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / πού στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού στο διάβολο ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού στο καλό πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στο καλό πήγε ο χαρτοφύλακάς μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο διάβολο πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού στο καλό πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στο καλό πήγες και σε ψάχνω απ’ το πρωί!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! / πού στο διάβολο πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- πώς στο καλό! α. με ποιο τρόπο: «πώς στο καλό ζουν μέσα σε τόση φτώχεια!». β. (γενικά) έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στο καλό έδειρε αυτόν τον άντρακλα!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς την ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο διάβολο! / πώς στον κόρακα(!)·
- ρε, κανένας (κάνας) καλόοοος! επιφωνηματική έκφραση ή έκφραση απελπισίας στην περίπτωση που αντιμετωπίζει κάποιος συνεχώς άτομα που συμπεριφέρονται παράλογα ή που δε συμπεριφέρονται με τιμιότητα·
- ρίχνω καλά λεφτά (για κάτι ή κάπου), βλ. λ. λεφτά·
- σαν δε μας τα λες καλά! ή σαν να μη μας τα λες καλά! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου. Λέγεται και με κάποια ειρωνική διάθεση: «μου φαίνεται σαν να μη μας τα λες καλά, γιατί, σύμφωνα με τα λεγόμενα του τάδε, τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά»·
- σαν καλά (να) μ’ ακούγεται! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως αρχικά μας  ικανοποιεί, μας ενδιαφέρει αυτό που μας λέει, που μας προτείνει κάποιος, γιατί έχουμε την εντύπωση πως θα εξελιχθεί προς όφελός μας: «για πες μου περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτή τη δουλειά, γιατί σαν καλά μ’ ακούγεται!»·
- σαν καλά (να) μας τα λες! έκφραση με την οποία δείχνουμε πως αρχίζουμε να αποδεχόμαστε, να συμφωνούμε με τα λεγόμενα κάποιου, που αρχικά είχαμε αμφιβολίες ή δισταγμούς: «τώρα που το καλοσκέφτομαι, έχω την εντύπωση πως σαν καλά μας τα λες!»·
- σαν τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- σε καλή μεριά! βλ. λ. μεριά·
- σε καλή τιμή, βλ. λ. τιμή·
- σε καλό μου! (σου! του! της! κ.λπ.), α. έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας για κάτι που κάναμε, ενώ δεν έπρεπε ή δε θέλαμε να το κάνουμε: «σε καλό μου, πώς μπόρεσα κι αντιμίλησα στον πατέρα μου! || σε καλό σου, ήταν διαγωγή αυτή! || πώς σε καλό του, είπε τέτοιο λόγο για σένα!». (Λαϊκό τραγούδι: σε καλό μου, Παναγιά μου, πούλησα τον μπαγλαμά μου). β. έκφραση που δηλώνει ευχάριστη έκπληξη για κάτι που λέμε ή μας λένε και που το θεωρούμε ευχάριστο, διασκεδαστικό ή ευρηματικό. γ. ευχετική έκφραση από εμάς τους ίδιους για τον εαυτό μας, επειδή φταρνιστήκαμε, ή σε άτομο που φταρνίστηκε, με την έννοια να έχουμε καλή υγεία, γιατί το φτάρνισμα θεωρείται πρόδρομος κρυολογήματος. Παλαιότερα όμως η ευχετική αυτή έκφραση δινόταν και για το λόγο ότι επικρατούσε η αντίληψη πως κατά τη διάρκεια του φταρνίσματος έβγαιναν ή έμπαιναν διάφορα κακοποιά πνεύματα στον άνθρωπο που είτε με τον ένα τρόπο (βγαίνοντας) είτε με τον άλλο (μπαίνοντας) θα του έκαναν κακό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα. Συνών. γεια μου! (σου! του! της!) / γείτσες(!)·
- σε καλό να μας βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγει το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- σε καλό να μου βγει!  α. ευχή που δίνει κάποιος στον εαυτό του, όταν αντιμετωπίζει διάφορες καταστάσεις, που από τον πολύ κόσμο θεωρούνται διφορούμενα σημάδια. Τέτοιες καταστάσεις που επιδέχονται ευχετική παρέμβαση εκ μέρους μας είναι: όταν μας τρώει (= φαγουρίζει) η δεξιά μας παλάμη, γιατί υπάρχει η αντίληψη, πως θα δώσουμε λεφτά ή πως θα φάμε ξύλο· βλ. και φρ. με τρώει η παλάμη μου, λ. παλάμη. β.  όταν παίζει το ματοτσίνορό μας, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως θα δούμε κάποιο άτομο (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι να δούμε άτομο που είναι της αρεσκείας μας ή άτομο με το οποίο δεν έχουμε δοσοληψίες). γ. όταν φταρνιζόμαστε συνεχώς, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως κάποιος μας θυμάται (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι το άτομο που μας θυμάται να είναι της αρεσκείας μας ή άτομο με το οποίο δεν έχουμε δοσοληψίες). δ. όταν βουίζει το αριστερό μας αφτί, γιατί η αντίληψη είναι πως θα ακούσουμε κάτι κακό· βλ. και φρ. ποιο αφτί μου βουίζει; λ αφτί. ε. όταν μας φαγουρίζει η μύτη ή όταν χασμουριόμαστε συνεχώς, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως κάποιος μας κακομελετάει. στ. όταν γελάμε υπερβολικά, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως θα μας προκύψει μια μεγάλη στενοχώρια, πως δηλ., θα μας βγει ξινό το γέλιο (η ευχή στην προκειμένη περίπτωση είναι να αποφύγουμε κάτι δυσάρεστο). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ ή το αχ Θεέ μου·
- σε καλό σου! ή στο καλό σου! α. έκφραση συμπάθειας σε άτομο που μας διασκεδάζει με τα λόγια του ή με τη συμπεριφορά του: «στο καλό σου, πάλι μ’ έκανες και γέλασα!». β. έκφραση αγανάκτησης σε άτομο που μας ενοχλεί συστηματικά με τα λόγια του ή με τη συμπεριφορά του: «στο καλό σου, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια!». Και στις δυο περιπτώσεις, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το μπα·
- σκέψου καλά! ή σκέψου το καλά! (προειδοποιητικά ή συμβουλευτικά) πρόσεξε πολύ, πριν αποφασίσεις: «σκέψου καλά, πριν κάνεις αυτόν το συνεταιρισμό μαζί του! || σκέψου το καλά, πριν πάρεις την απόφαση να διακόψεις τις σπουδές σου»· βλ. και φρ. μπα σε καλό σου(!)·
- στα καλά, απόλυτα, εντελώς, τελείως: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος μάλωσαν στα καλά». (Λαϊκό τραγούδι: στη Δραπετσώνα θα ’ρθω ένα βραδάκι και θα μεθύσω με ούζα στα καλά, θα τραγουδήσω ν’ ακούσεις τι μεράκι τι πόνο έχω για σένα στην καρδιά)· βλ. και φρ. για τα καλά·
- στα καλά καθούμενα ή στα καλά του καθούμενου ή στα καλά του καθουμένου ή στα καλά των καθουμένων, α. εντελώς αναπάντεχα, εντελώς απρόβλεπτα: «κι εκεί που ήμασταν ξαπλαρωμένοι στην αμμουδιά και κάναμε ηλιοθεραπεία, στα καλά καθούμενα μαύρισε ο ουρανός κι άρχισε να βρέχει!». β. χωρίς σοβαρή αφορμή, χωρίς σοβαρό λόγο: «ήρθε στα καλά καθούμενα κι άρχισε να φωνάζει και να μας απειλεί πως θα μας δείρει». (Λαϊκό τραγούδι: τι σου ’φταιξα αχ, Γιάννη μου, τη στάμνα να μου σπάσεις και στα καλά καθούμενα φωτιά να μου ανάψεις)· βλ. και λ. καθούμενος·
- στέκει καλά ή στέκεται καλά, είναι καλά στην υγεία του ή βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση: «παρ’ όλα τα χρόνια του στέκεται καλά || είχε κάτι δυσκολίες στη δουλειά του, αλλά τώρα στέκεται πάλι καλά»·
- στην αναβροχιά καλό (είν’) και το χαλάζι, βλ. λ. αναβροχιά·
- στο καλό! α. ευχή ως απάντηση στο αντίο που μας λέει κάποιο άτομο τη στιγμή που φεύγει, και συνοδεύεται από διάφορες χειρονομίες. Ιδιαίτερα, όταν αυτός που φεύγει, ιδίως για ταξίδι, και έχει ήδη απομακρυνθεί, τότε ακολουθούν χειρονομίες, όπως ανέμισμα μαντιλιού στον αέρα, σήκωμα της παλάμης που κινείται ρυθμικά δεξιά αριστερά σκίζοντας με τις κόψεις της τον αέρα ή σήκωμα της παλάμης με τα δάχτυλα να κινούνται αλλεπάλληλα όλα μαζί ή με τα δάχτυλα (δείκτη και μεσαίο) να σχηματίζουν V, που είναι το σήμα της νίκης. (Λαϊκό τραγούδι: στο καλό καημέ μου πικρέ κι αγαπημένε, και μην κλάψεις για μένα ποτέ, οι άντρες δεν κλαίνε, δεν κλαίνε). β. αποχαιρετισμός ανακούφισης σε άτομο του οποίου η παρουσία του μας είναι ανεπιθύμητη, ή ειρωνικός αποχαιρετισμός σε άτομο του οποίου η αναχώρησή του μας είναι αδιάφορη. (Λαϊκό τραγούδι: αν θες να φύγεις, στο καλό,εγώ δε σε κρατάω, για μένα κάποιος θα βρεθεί, χαμένος δε θα πάω // μη χτυπιέσαι και κάνεις σαν τρελή· έφυγε και πάει το πουλί· δεν αλλάζω τώρα πια μυαλό, φύγε, στρίψε, και άντε στο καλό
- στο καλό και με τη νίκη! βλ. λ. νίκη·
- στο καλό και να μας γράφεις! α. αποχαιρετισμός ανακούφισης σε άτομο του οποίου η παρουσία του μας ήταν ανεπιθύμητη, ή ειρωνικός αποχαιρετισμός σε άτομο του οποίου η αναχώρησή του μας είναι αδιάφορη. β. αποχαιρετισμός με διάθεση αστεϊσμού, από τη στιγμή που, το άτομο που φεύγει, δεν πάει μακριά ή που θα το ξαναδούμε σε σύντομο χρονικό διάστημα·
- στο καλό κι απ’ το πεζοδρόμιο! βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- στο λέω για καλό σου, σε προειδοποιώ για το συμφέρον σου: «πάψε να κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, στο λέω για καλό σου». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι κορίτσι ανήλικο, στο λέω για καλό σου και βάλτο στο μυαλό σου· φωτιά μου βάζεις στην καρδιά κι είμαι πατέρας με παιδιά
- στον παλιό καλό καιρό! βλ. λ. καιρός·
- σύρε στο καλό! βλ. φρ. άντε στο καλό(!)·
- σώνει και καλά, με το ζόρι, αναγκαστικά, ετσιθελικά: «ήρθε πρωί πρωί και σώνει και καλά ήθελε να του δώσω δανεικά». Αρκετές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τη γροθιά του ενός χεριού να χτυπάει ρυθμικά μέσα στην ανοιχτή παλάμη του άλλου χεριού. (Λαϊκό τραγούδι: δυο πονηροί μου κάναν μπλόκο στης γκόμενας το μαχαλά και μου πουλάγαν νταηλίκι να φύγω σώνει και καλά
- τα καλά και συμφέροντα, βλ. λ. συμφέρον·
- τα καλά κόποις κτώνται, βλ. λ. κόπος·
- τα καλά όλου του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. γουρούνι·
- τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, βλ. λ. Γιάννης·
- τα καλά του επαγγέλματος, βλ. λ. επάγγελμα·
- τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- τα λέω καλά; έκφραση με την οποία κλείνει ο ομιλητής την κουβέντα του, σαν να ζητάει από το συνομιλητή του να επιβεβαιώσει την ορθότητα των λόγων του: «κάνε τα πάντα να χωρίσεις την κόρη σου απ’ αυτόν τον αλήτη, γιατί, έτσι πωρωμένος που είναι, θα τη βγάλει στο καλντερίμι. Τα λέω καλά;»·
- τα παλιά καλά χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- τα πάμε καλά, οι σχέσεις μας είναι αρμονικές: «δεν έχω κανένα παράπονο απ’ το συνέταιρό μου, γιατί απ’ την αρχή του συνεταιρισμού μας τα πάμε καλά»·
- τα πάω καλά με…, έχω καλή σχέση με κάποιον ή με κάτι: «τα πάω καλά με τον τάδε, γιατί είναι καλό παιδί || τα πάω καλά με το ποτό κι αν δεν πιω το βράδυ τα ουισκάκια μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ»·
- τα πήγε καλά, αντεπεξήλθε με επιτυχία σε κάποια δουλειά, υπόθεση ή ενέργειά του ή σε κάτι που του αναθέσαμε να διεκπεραιώσει: «τα πήγε καλά με την καινούρια του δουλειά || τα πήγε καλά στις εξετάσεις που έδωσε || τα πήγε καλά με την υπόθεση που του ανέθεσα»·
- τα πράγματα δεν πάνε καλά, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τα ’χουμε καλά, βλ. φρ. τα πάμε καλά·
- τα χρόνια του Αβραάμ και τα καλά του Ισαάκ, βλ. λ. Αβραάμ·
- τέλος καλό, όλα καλά, βλ. λ. τέλος·
- την έπαθα για καλά ή την έπαθα για τα καλά, βλ. φρ. την πάτησα για καλά. (Λαϊκό τραγούδι: φοβάμαι μήπως τηνε πάθω για καλά, κι απ’ την αγάπη μη μου στρίψουν τα μυαλά 
- την πάτησα για καλά ή την πάτησα για τα καλά, α. έπαθα ολοκληρωτική καταστροφή, βρίσκομαι σε αδιέξοδο: «μπλέχτηκα με δουλειά που δεν την ήξερα και την πάτησα για τα καλά». β. ερωτεύτηκα παράφορα: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την πάτησα για τα καλά μαζί της»·
- την ποτίζω καλά, βλ. λ. ποτίζω·
- την ταΐζω καλά, βλ. λ. ταΐζω·
- τι καλά! έκφραση ικανοποίησης για κάτι που μας είναι πολύ αρεστό: «θα είναι και ο τάδε το βράδυ στην παρέα μας. -Τι καλά! || μου είπε ο τάδε να σου δώσω αυτό το ποσό. -Τι καλά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το αχ·
- τι καλά, καλάθια! βλ. λ. καλάθι·
- τι καλά, καλάμια! βλ. λ. καλάμι·
- τι λες καλέ! βλ. λ. λέω·
- τι στο καλό! α. έκφραση που δηλώνει εκνευρισμό ή δυσφορία: «τι στο καλό θέλει τέτοια ώρα μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα!». β. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να κάνει κάτι που θεωρούμε πως του είναι εύκολο ή όταν θέλουμε να του δώσουμε θάρρος να κάνει κάτι που θέλει αλλά διστάζει: «τι στο καλό, δεν μπορείς να πηδήξεις αυτό το μικρό χαντάκι! || εσύ έχεις κάνει τόσα και τόσα και τώρα, τι στο καλό, κωλώνεις σ’ αυτό το τιποτένιο!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στην οργή! / τι στο δαίμονα! / τι στο διάβολο! / τι στον κόρακα(!)·
- τι στο καλό έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στο καλό έγινε το στιλό μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στην οργή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο διάβολο έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι στο καλό έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στο καλό έγινες τώρα που σε χρειάζομαι!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στην οργή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο διάβολο έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!) ·
- τι στο καλό έπαθε; α. έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για τη συμπεριφορά κάποιου ατόμου, που, πολλές φορές, μας είναι ακατανόητη: «τι στο καλό έπαθε ο τάδε και μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο;». β. (για μηχανήματα) έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας για κακή λειτουργία ή για βλάβη, που, πολλές φορές, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «τι στο καλό έπαθε και σβήνει κάθε τόσο η μηχανή;»·
- τι στο καλό ήθελα και… ή τι στο καλό ήθελα να…, έκφραση με την οποία δείχνουμε  πως μετανιώσαμε γι’ αυτό που δηλώνει το ρ. που ακολουθεί: «τι στο καλό ήθελα να μιλήσω και παρεξηγήθηκα! || τι στο καλό ήθελα να τον φωνάξω στην παρέα μας, αφού ήξερα πως είναι καβγατζής! || τι στο καλό ήθελα και πήγα, αφού ήμουν σίγουρος πως δε θα περνούσα καλά!»·
- τι στο καλό θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «σας ζητάει ο τάδε. -Τι στο καλό θέλει πρωί πρωί». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή θέλει; / τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο διάβολο θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι στο καλό κάνεις! επιφωνηματική έκφραση απορίας σε κάποιον που ασχολείται με πράγματα που είναι έξω από τις οδηγίες μας ή από την ορθή διαδικασία. Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο διάβολο κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- τι ωφελεί ο καλός καραβοκύρης, σαν δεν έχει καλούς ναύτες; βλ. λ. καραβοκύρης·
- το δέκα το καλό, βλ. λ. δέκα·
- το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, βλ. λ. γνώση·
- το δύο το καλό, βλ. λ. δύο·
- το καλό είναι που… ή το καλό είναι πως… ή το καλό είναι ότι, α. το ευχάριστο σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση είναι που…, είναι πως…, είναι ότι: «το καλό είναι που, ενώ ο καιρός ήταν χάλια, ξαφνικά άρχισε ν’ ανοίγει || το καλό είναι πως μια τυχαία συνάντηση εξελίχθηκε σε μεγάλη φιλία || το καλό είναι ότι, κάθε φορά που συναντάω τον τάδε, διασκεδάζω αφάνταστα». β. λέγεται και με αρνητική ή ειρωνική διάθεση: «το καλό είναι ότι, αντί να μου επιστρέψει τα λεφτά που μου χρωστούσε, ήρθε και μου ζητούσε πάλι δανεικά»·
- το καλό μου (ενν. χέρι ή πόδι), το δεξί χέρι ή πόδι του δεξιόχειρα ή το αριστερό χέρι ή πόδι του αριστερόχειρα: «σήκωσα το καλό μου και του άστραψα μια μπάτσα || σήκωσα το καλό μου και του κοπάνησα μια κλοτσιά»·
- το καλό να λέγεται, α. πρέπει να παραδεχόμαστε κάτι που είναι καλό, που έχει αξία: «τ’ αυτοκίνητό σου είναι πολύ πιο καλό απ’ το δικό μου, το καλό να λέγεται». β. λέγεται και στην περίπτωση που τρώμε κάποιο πολύ νόστιμο φαγητό. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. το σωστό να λέγεται, λ. σωστός κ. το ωραίο να λέγεται, λ. ωραίος·
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το καλό που σου θέλω, α. έκφραση με την οποία προειδοποιούμε κάποιον από ενδιαφέρον να προσέχει τις ενέργειές του: «το καλό που σου θέλω, μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας». β. απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον να αλλάξει τακτική απέναντί μας, γιατί θα υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του: «το καλό που σου θέλω, πάψε να ενοχλείς την κόρη μου, γιατί θα σε σαπίσω στο ξύλο»·
- το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, βλ. λ. πουλί·
- το καλό τ’ αρνί, απ’ το κοπάδι δεν το χωρίζουν, βλ. λ. αρνί·
- το καλό τ’ αρνί από δυο μάνες βυζαίνει, βλ. λ. αρνί·
- το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται, βλ. λ. όνομα·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, βλ. λ. άλογο·
- το καλό το δέντρο, όσο μεγαλώνει, τόσο πλαταίνει ο ίσκιος του, βλ. λ. δέντρο·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το καλό το πόδι ή το καλό πόδι, βλ. λ. πόδι·
- το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, βλ. λ. πράγμα·
- το καλό το χέρι ή το καλό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- το ’μαθε καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ’μαθε καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το μοναστήρι να ’ν’ καλά (κι από καλογέρους!), βλ. λ. μοναστήρι·
- το ξέρει καλά το μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- το ξέρει καλά το ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- το παίζουν ο κακός κι ο καλός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- το πιο καλό σαπούνι γίνεται απ’ το κουμμούνι, βλ. λ. σαπούνι·
- το χαρτί και το μελάνι, τον καλό γαμπρό τον κάνει, βλ. λ. γαμπρός·
- το ’χω για καλό ή το ’χω σε καλό, θεωρώ πως είναι καλόςοιωνός κάτι: «το ’χω για καλό όταν δω στον ουρανό να πετάει άσπρο περιστέρι»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βρήκα σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον βρήκα σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον γνωρίζω απ’ την καλή, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή·
- τον γνωρίζω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη·
- τον έκανα καλά, τον θεράπευσα: «γύρισε σ’ ένα σωρό γιατρούς και μόνο εγώ μπόρεσα και τον έκανα καλά»· βλ. και φρ. τον κάνω καλά·
- τον έμαθα απ’ την καλή, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή·
- τον έμαθα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. φρ. τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη·
- τον έπιασα με το καλό, βλ. φρ. τον πήρα με το καλό·
- τον έπιασα με το καλό, τον έπιασα με το κακό, βλ. φρ. τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό·
- τον κάνω καλά, τον τιθασεύω, τον υποτάσσω, τον νικώ, του επιβάλλομαι: «είναι τόσο άτακτος, που μόνο εσύ μπορείς να τον κάνεις καλά || τον κάνω καλά και μ’ ένα χέρι»· βλ. και φρ. τον έκανα καλά·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον κάνω καλά με το μικρό μου δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον ξέρω απ’ την καλή, γνωρίζω καλά το χαρακτήρα του, ιδίως από την αρνητική πλευρά: «έλα σε μένα να σου πω τι καπνό φουμάρει αυτός ο τύπος, γιατί τον ξέρω απ’ την καλή». (Λαϊκό τραγούδι: όρκο μου κάνανε πολλές για μάνα και πατέρα, μα ’γω σας ξέρω απ’ την καλή και μην κουράζεσαι, κι εσύ που μας ορκίζεσαι, θα φύγεις κάποια μέρα). Αναφορά  στην εξωτερική πλευρά του υφάσματος·
- τον ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, γνωρίζω πάρα πολύ καλά το χαρακτήρα του, ιδίως από την αρνητική του πλευρά: «πάμε να ρωτήσουμε τον τάδε γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον ξέρει απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη». Αναφορά στην εξωτερική και τη μέσα πλευρά του υφάσματος·
- τον παλιό καλό καιρό, βλ. λ. καιρός·
- τον πέτυχα σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον πέτυχα σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι βλ. λ. μάτι·
- τον πήρα με το καλό, του συμπεριφέρθηκα με ήπιο, με ευγενικό τρόπο: «τον πήρα με το καλό κι άρχισα να τον συμβουλεύω»·
- τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, δοκίμασα όλες τις τακτικές, όλους τους τρόπους: «τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, αλλά αυτός δεν έλεγε ν’ αλλάξει γνώμη»·
- τον στόλισε για τα καλά, τον καθύβρισε: «τον τσάκωσε ο διευθυντής του να κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά του και τον στόλισε για τα καλά»·
- τόσο καλά! α. θαυμαστική έκφραση σε κάποιον που μας διηγείται αναλυτικά κάποια επιτυχία του ή ευτυχισμένη στιγμή του: «έμειναν όλοι ενθουσιασμένοι και στο τέλος ένας ένας ήρθαν και μου σφίξανε το χέρι. -Τόσο καλά! || δε θα ξαναπεράσω τόσο όμορφο καλοκαίρι, όπως πέρασα φέτος μ’ αυτή τη γυναίκα. -Τόσο καλά!». β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει αναλυτικά κάποια αποτυχία ή δυστυχία του: «πλημμύρισε το υπόγειο, έγινε βραχυκύκλωμα απ’ τα νερά κι όσες παραγγελίες έστειλα μου τις επέστρεψαν ως απαράδεκτες. -Τόσο καλά!». Και στις δυο περιπτώσεις, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, βλ. λ. Αβραάμ·
- του δίνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- του καλού καιρού, βλ. λ. καιρός·
- του ’στριψε για καλά ή του ’στριψε για τα καλά, συμπεριφέρεται εντελώς παράλογα, τρελάθηκε οριστικά: «απ’ τη μέρα που του ’στριψε για καλά, δεν ξέρουμε πώς να του συμπεριφερθούμε || του ’στριψε για τα καλά και τον έκλεισαν στο τρελάδικο»·
- του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, του μίλησα απερίφραστα, χωρίς υπεκφυγές, του μίλησα ντόμπρα και σταράτα ή με συμβουλευτική ή ελεγκτική διάθεση: «τον κάλεσα στο γραφείο μου και του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, για να μην έχει ψευδαισθήσεις». Αναφορά στην εξωτερική και μέσα πλευρά του υφάσματος·
- του τα ’πα μια και καλή, του μίλησα αυστηρά και εφ’ όλης της ύλης: «του τα ’πα μια και καλή για να μην επανέρχομαι στο ίδιο θέμα»·
- του τα ’ψαλα απ’ την καλή, τον επέπληξα αυστηρά, τον κατσάδιασα: «του τα ’ψαλα απ’ την καλή μήπως και βάλει μυαλό, αλλά αυτός πέρα βρέχει»·
- τράβα στο καλό! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: δε σε θέλω, δε σε θέλω πια, δε σ’ αγαπώ· δε σε θέλω, και πάρε και δρόμο, και τράβα στο καλό
- τρώω καλά, α. έχω συνέχεια ερωτικές κατακτήσεις και απολαμβάνω το σεξ: «έχω μπει σε μια παρέα από γυναίκες και τρώω καλά». β. αποκομίζω αρκετά κέρδη από μια δουλειά, από μια επιχείρηση: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και τρώει καλά»·
- τσακώνω την καλή ή την τσακώνω την καλή, βλ. φρ. πιάνω την καλή. (Λαϊκό τραγούδι: θα ρίξω πάλι μια ζαριά, ίσως τα οικονομήσω, ή θα τσακώσω την καλή ή όλα θα τ’ αφήσω
- των αγίων τα καλά, βλ. λ. άγιος·
- υγεία και καλή καρδιά! βλ. λ. υγεία·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φέρομαι καλά, συμπεριφέρομαι όπως αρμόζει, με καλοσύνη: «όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση, μόνο ο τάδε μου φέρθηκε καλά». (Λαϊκό τραγούδι: πότε μου φέρεσαι καλά,πότε τα κάνεις χάλια, πότε μας κάνεις το βαρύ και θέλεις παρακάλια
- φέρομαι καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- φορώ τα καλά μου, φορώ τα επίσημα ρούχα μου: «κάθε Κυριακή φορώ τα καλά μου και πηγαίνω στην εκκλησία». (Τραγούδι: του παραδείσου τα παιδιά πίνουν τα βράδια τσικουδιά φοράνε τα καλά τους. Ρίχνουν ευχές, ρίχνουν φωνές σε συνειδήσεις ταπεινές του μήκους και του πλάτους
- χαίρω καλής φήμης, βλ. λ. φήμη·
- χειρονομία καλής θελήσεως, βλ. λ. χειρονομία·
- χίλιοι καλοί χωράνε, βλ. λ. χίλιοι·
- χρόνια καλά! βλ. λ. χρόνος·
- ώρα καλή! βλ. λ. ώρα·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, βλ. λ. ώρα·
- ώρα σου καλή! βλ. λ. ώρα·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! βλ. λ. δρόμος.

καλούπι

καλούπι, το, ουσ. [<τουρκ. kalip <αραβ. qālip <ελλην. καλάπους], το καλούπι. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι, (για πρόσωπα ή πράγματα) μοιάζουν απόλυτα μεταξύ τους: «δεν είναι αδέρφια, κι όμως δείχνουν σαν να βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι || δυο διαφορετικές μάρκες αυτοκινήτων, κι όμως, όταν τα βλέπεις από μακριά, νομίζεις πως βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι»·
- βρίσκεται στα καλούπια (κάτι), βλ. φρ. είναι στα καλούπια (κάτι)·
- δεν μπαίνω σε καλούπι ή δεν μπαίνω σε καλούπια, είμαι άτομο που δεν μπορεί κανείς να περιορίσει τον τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης ή έκφρασής μου: «είναι τόσο ατίθασο πλάσμα, που και στη δικτατορία δεν μπήκε σε καλούπια»·
- είναι απ’ το ίδιο καλούπι, βλ. φρ. βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι·
- είναι κομμένοι απ’ το ίδιο καλούπι, βλ. φρ. βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι·
- είναι στα καλούπια (κάτι), μόλις ξεκινάει, μόλις αρχίζει να πραγματοποιείται, να κατασκευάζεται κάτι: «δεν ξέρω αν θα πάει καλά η δουλειά, γιατί είναι ακόμη στα καλούπια || το σπίτι είναι ακόμη στα καλούπια». Συνών. είναι στα σκαριά (κάτι)·
- έχω στα καλούπια (κάτι), σχεδιάζω, καταστρώνω, προετοιμάζω κάτι, έχω στα σκαριά: «έχω στα καλούπια μια δουλειά, αλλά δεν ξέρω πώς να την ξεκινήσω, γιατί δεν υπάρχει το χρήμα». Συνών. έχω στα σκαριά (κάτι)·
- μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι μοναδικός σε ομορφιά ή σε ικανότητα να κάνει κάτι ή είναι μοναδικό στο είδος του: «έχει μια κόρη αυτός που βλέπεις που, μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι || είναι τόσο καλός μηχανικός, που μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι || είναι σπουδαίο αυτοκίνητο και μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι». Συνών. έναν (μια) έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε·
- μου ’ρθε καλούπι, (για υποθέσεις ή καταστάσεις) όπως διαμορφώθηκε, με συμφέρει απόλυτα: «ο χωρισμός του μου ’ρθε καλούπι, γιατί από καιρό λιγουρευόμουν τη γυναίκα του». Συνών. μου ’ρθε αλφάδι / μου ’ρθε γάντι / μου ’ρθε καπάκι / μου ’ρθε κουστούμι / μου ’ρθε κουτί / μου ’ρθε λαχείο· βλ. και φρ. μου ’ρχεται καλούπι·
- μου ’ρχεται καλούπι, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) εφαρμόζει ακριβώς στο σώμα μου, μου ταιριάζει απόλυτα: «το παντελόνι μου ’ρχεται καλούπι || τα παπούτσια μου ’ρχονται καλούπι». Συνών. μου ’ρχεται αλφάδι / μου ’ρχεται γάντι / μου ’ρχεται κουστούμι / μου ’ρχεται κουτί· βλ. και φρ. μου ’ρθε καλούπι·
- μπαίνω στο καλούπι, α. περιορίζουν τον τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης ή έκφρασής μου: «τον καιρό της δικτατορίας οι πιο πολλοί μπήκαν στο καλούπι». β. υποχρεώνομαι, εξαναγκάζομαι να δουλέψω, να αφήσω τις παλιές κακές συνήθειές μου και να ζήσω με συνέπεια και τάξη: «μόνο σαν παντρεύτηκε, τ’ αποφάσισε να μπει στο καλούπι»·
- τη βάζω στο καλούπι, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, ιδίως την ξεπαρθενεύω: «αυτή που βλέπεις, την έβαλα στο καλούπι από τότε που ήταν ακόμη μαθήτρια». Από την εικόνα του τσαγκάρη που βάζει το στενό παπούτσι σε ειδικό καλούπι για να ανοίξει·
- τον βάζω στο καλούπι, α. του περιορίζω τον τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης ή έκφρασής του: «ήρθε η δικτατορία και μας έβαλε όλους στο καλούπι». β. τον υποχρεώνω, τον εξαναγκάζω να δουλέψει, να αφήσει τις παλιές κακές του συνήθειες και να ζήσει με συνέπεια και τάξη: «μόνο αυτή η γυναίκα μπόρεσε να τον βάλει στο καλούπι».

κανάλι

κανάλι, το, ουσ. [<λατιν. canalis], το κανάλι. 1. αυλάκι, διώρυγα: «το κανάλι του Σουέζ». 2. ο δίαυλος τηλεπικοινωνιών και μέσων μαζικής ενημέρωσης: «τον τελευταίο καιρό έχουν δημιουργηθεί ένα σωρό κανάλια στην τηλεόραση». 3. τρόπος επικοινωνίας ή διοχέτευσης πληροφοριών: «επειδή δε βρέθηκε ένα κανάλι επικοινωνίας μεταξύ κυβέρνησης και απεργών, οι απεργίες θα συνεχιστούν·
- αλλάζω κανάλι, αλλάζω τηλεοπτικό σταθμό: «όταν δε μ’ αρέσει κάποιο πρόγραμμα, παίρνω το τηλεκοντρόλ στο χέρι κι αλλάζω κανάλι»·
- βγάζω μεγάλο κανάλι, (στη γλώσσα της φυλακής) εκτίω μεγάλη ποινή: «θα κάνω καιρό ν’ αποφυλακιστώ, γιατί βγάζω μεγάλο κανάλι»·
- μπαίνω σε κανάλι, α. αντιμετωπίζω δυσκολίες, ιδίως επαγγελματικές και πιο σπάνια υγείας : «έχω μπει σ’ ένα κανάλι και δεν ξέρω πού θα με βγάλει». β. βρίσκω πηγή κέρδους ή άλλων ωφελημάτων: «μπήκα σ’ ένα απίθανο κανάλι και τα κονομάω μια χαρά»·
- περνώ δύσκολο κανάλι, βλ. φρ. περνώ μεγάλο κανάλι·
- περνώ μεγάλο κανάλι, αντιμετωπίζω μεγάλες δυσκολίες, ιδίως οικονομικές: «μη μου ζητάς ούτε δραχμή, γιατί περνώ μεγάλο κανάλι».

καρδιά

καρδιά, η, ουσ. [<μσν. καρδιά <αρχ. καρδία], η καρδιά. 1. η έδρα των συναισθημάτων και των επιθυμιών του ανθρώπου: «ήθελε να τη χωρίσει, άλλα όμως του έλεγε η καρδιά του». 2. το εσωτερικό μέρος λαχανικού ή φρούτου: «η καρδιά του μαρουλιού || η καρδιά του καρπουζιού». 3. το κέντρο μιας σπουδαίας δραστηριότητας: «η καρδιά της επιχείρησης είναι το λογιστήριο || βρισκόμαστε στην καρδιά της αγοράς της πόλης μας». 4. η ακμή μιας πράξης: «βρισκόμαστε στην καρδιά του πολέμου». Υποκορ. καρδούλα κ. καρδουλίτσα, η. Μεγεθ. καρδάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 272 φρ.)·
- άγγιξε στην καρδιά μου ή άγγιξε την καρδιά μου, με συγκίνησε βαθύτατα: «άγγιξε στην καρδιά μου η χειρονομία που έκανες, όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση || τα λόγια του άγγιξαν την καρδιά μου και τον βοήθησα»·
- αδούλωτη καρδιά, χαρακτηρισμός ατόμου που δεν ανέχεται τη σκλαβιά: «μόλις έσπασε το μέτωπο, οι άντρες με τις αδούλωτες καρδιές ανέβηκαν στα βουνά και οργάνωσαν αντάρτικο κατά του κατακτητή»·
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, δε συμβαδίζει το συναίσθημα με τη λογική: «δεν ξέρω ποια απόφαση να πάρω γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι φίλος μου και άλλο λέει η καρδιά κι άλλο το μυαλό»·
- άλλο το πρόσωπο, άλλο η καρδιά, βλ. λ. πρόσωπο·
- ανάβω καρδιές, εμπνέω έρωτα, προξενώ ερωτικό πόθο: «είναι τέτοια γυναικάρα που απ’ όπου κι αν περάσει, ανάβει καρδιές». Συνών. ανάβω φωτιές·
- αναστέναξε η καρδιά μου, ένιωσα πολύ μεγάλη λύπη, στενοχωρήθηκα πολύ: «αναστέναξε η καρδιά μου μόλις αντίκρισα την κατάντια του»·
- άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου, βλ. λ. γιαγκίνι·
- άναψε η καρδιά μου, ένιωσα δυνατό έρωτα, ένιωσα μεγάλο ερωτικό πόθο: «μόλις την είδα, άναψε η καρδιά μου»·
- άνθρωπος με καρδιά, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος χωρίς καρδιά, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγει η καρδιά μου, έρχομαι σε πολύ καλή ψυχική διάθεση, χαίρομαι πολύ: «μόλις βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, ανοίγει η καρδιά μου, γιατί είναι μεγάλος καλαμπουρτζής»·
- ανοίγω την καρδιά μου (σε κάποιον), εκμυστηρεύομαι σε κάποιον τους φόβους μου, τις ανησυχίες μου, τα όνειρά μου: «δεν μπορείς ν’ ανοίγεις την καρδιά σου στον καθένα και να λες τον πόνο σου || ανοίγω την καρδιά μου μόνο στο φίλο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στου φτωχού το σπίτι θα ’βρεις όλα τα καλά κι αν ανοίξεις την καρδιά σου θα βρεις και παρηγοριά
- άντεξε καρδιά μου! βλ. συνηθέστ. βάστα καρδιά μου(!)·
- αντέχει η καρδιά σου; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου(;)·
- αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. φρ. βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- άντρας με καρδιά, βλ. λ. άντρας·
- απ’ τα βάθη της καρδιάς μου ή απ’ το βάθος της καρδιάς μου, με απόλυτη ειλικρίνεια, ολόψυχα, ολόθερμα: «σου εύχομαι απ’ τα βάθη της καρδιάς μου να προκόψεις στη ζωή σου»·
- απ’ την καρδιά μου, βλ. φρ. απ’ τα βάθη της καρδιάς μου·
- απ’ την καλή καρδιά μου ή απ’ την καλή μου την καρδιά, λέγεται για κάτι καλό που κάναμε σε κάποιον λόγω των καλών αισθημάτων μας: «εγώ απ’ την καλή μου την καρδιά θέλησα να τον βοηθήσω και βρέθηκα μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβω». (Λαϊκό τραγούδι: για μένα το καλό παιδί που πάντα τα λεφτά μου τα χάλαγα για πάρτη σας απ’ την καλή καρδιά μου
- άπιστη καρδιά, χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί ερωτικά, που δεν μπορεί να κάνει μαζί του σίγουρο ερωτικό δεσμό: «μα πήγες κι εσύ να κάνεις δεσμό μ’ αυτή την άπιστη καρδιά! Από τη μια θα φεύγεις εσύ, κι από την άλλη αυτή». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά, στην άπιστη καρδιά ποτέ μη δίνεις βάση, γιατί θε να ’ρθει μια βραδιά που θα σε ξεγελάσει
- από καρδιάς, ολόψυχα, ολόθερμα: «του ευχήθηκα από καρδιάς να πάει καλά στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: δε βρίσκω τόπο να σταθώ και στέκι για ν’ αράξω, να κάτσω ολομόναχος κι από καρδιάς να κλάψω
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, δίνεται ως αίνιγμα. Η απάντηση είναι η αγάπη, ο έρωτας και αναφέρεται στη σταδιακή έλξη και εξέλιξη της ερωτικής συμπεριφοράς των δυο φύλων·
- άπονη καρδιά, βλ. φρ. έχει άπονη καρδιά. (Λαϊκό τραγούδι: αφού με διώχνεις, φεύγω απόψε πληγωμένη, χωρίς να κλάψω και χωρίς να πω μιλιά, κι ο μαύρος δρόμος στη ζωή με περιμένει, γιατί αγάπησα μια άπονη καρδιά
- αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει, εκφράζομαι ή ενεργώ καθοδηγούμενος από τα συναισθήματά μου: «όταν αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει, κάνω συχνά λάθη»·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- βαραίνει την καρδιά μου, βλ. φρ. μου βαραίνει την καρδιά·
- βαστά η καρδιά σου; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου(;)·
- βαστά η καρδιά σου να…; έχεις το θάρρος, το κουράγιο, το σθένος, τη δύναμη να…(;): «βαστά η καρδιά σου να τα βάλεις μαζί μου;»· βλ. και φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- βάστα καρδιά μου! έκφραση με την οποία προτρέπουμε τον εαυτό μας να κάνουμε υπομονή, κουράγιο στις δύσκολες καταστάσεις που περνάμε: «βάστα καρδιά μου κι αύριο όλα θα ’ναι καλύτερα!»·
- βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασ’ η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- γέλασα με την καρδιά μου, ξεκαρδίστηκα: «ήταν τόσο πετυχημένο τ’ ανέκδοτο που μου είπε, που γέλασα με την καρδιά μου»·
- για να γίνει η καρδιά σου, για να χαρείς, για να ευχαριστηθείς: «αφού το θέλεις τόσο πολύ, θα τον τραβήξω ένα χέρι ξύλο μόνο και μόνο για να γίνει η καρδιά σου». (Λαϊκό τραγούδι: όλους, ενόρκους- δικαστές, τους πλάνεψε η εμορφιά σου και με δικάζουν ισόβια για να γενεί η καρδιά σου
- δε βαστά η καρδιά μου, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου, λ. ψυχή
- δε βαστά η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δε βαστά η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δε μου κάνει καρδιά να…, δεν έχω τη διάθεση, την όρεξη, είμαι εντελώς απρόθυμος: «επειδή έχω πένθος, δε μου κάνει καρδιά να ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια || επειδή περνώ τόσο ωραία, δε μου κάνει καρδιά να φύγω»·
- δεν αντέχει η καρδιά μου, δεν μπορώ να υποστώ διάφορες συγκινήσεις ή στενοχώριες, γιατί πάσχω από τη καρδιά μου, γιατί είμαι καρδιακός: «αποφεύγω τις έντονες συγκινήσεις, γιατί δεν αντέχει η καρδιά μου || πρόσεχε πώς θα του μεταφέρεις τα κακά νέα, γιατί δεν αντέχει η καρδιά του»· βλ. και φρ. δεν το αντέχει η καρδιά μου να(…)·
- δεν αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν αντέχει η ψυχή μου να…, λ. ψυχή
- δεν έχει καρδιά, είναι άπονος, άσπλαχνος, σκληρόκαρδος: «μην περιμένεις συμπόνια απ’ τον τάδε, γιατί δεν έχει καρδιά»·
- δεν το αντέχει η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν το αντέχει η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δεν το βαστά η καρδιά μου να…, βλ. φρ. δεν το βαστά η ψυχή μου να…, λ. ψυχή·
- δίνω και την καρδιά μου (για κάποιον ή για κάτι), δίνω τα πάντα: «όταν κάποιος είναι καλό παιδί, δίνω και την καρδιά μου για να τον εξυπηρετήσω». (Λαϊκό τραγούδι: χασάπης είμαι ζηλευτός, εντάξει σ’ όλα, φίνος, κι όποιος εντάξει μου φερθεί και την καρδιά μου δίνω
- δίνω την καρδιά μου (σε κάποιον, σε κάποια), τον (την) ερωτεύομαι, συνάπτω μαζί του (της) ερωτικό δεσμό: «από μικρή έδωσε της καρδιά της σ’ έναν άντρα και πέρασε μαζί του ολόκληρη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: δώσε την καρδιά σου σ’ όποιον αγαπάς κι άσε με εμένα, μην καρδιοχτυπάς
- δίνω το κλειδί της καρδιάς μου (σε κάποιον, σε κάποια), βλ. λ. κλειδί·
- έγινε η καρδιά μου καρβουνιάρικο, βλ. φρ. μαύρισε η καρδιά μου·
- έγινε η καρδιά μου κομμάτια, ένιωσα πολύ μεγάλη στενοχώρια, λυπήθηκα πάρα πολύ: «έγινε η καρδιά μου κομμάτια, μόλις πληροφορήθηκα το θάνατο του πατέρα σου»·
- έγινε η καρδιά μου μπαξές, βλ. φρ. έγινε η καρδιά μου περιβόλι·
- έγινε η καρδιά μου περιβόλι, α. αισθάνθηκα μεγάλη ψυχική ευφορία, καταχάρηκα: «μόλις είδα μετά από τόσα χρόνια τον αδερφό μου, έγινε η καρδιά μου περιβόλι». β. (ειρωνικά) αισθάνθηκα μεγάλη ψυχική δυσφορία, απογοητεύτηκα: «μόλις μου έδειξαν το εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας, έγινε η καρδιά μου περιβόλι»·
- είδε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασ’ η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- είναι ανοιχτή καρδιά, βλ. συνηθέστ. είναι έξω καρδιά·
- είναι έξω καρδιά, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, είναι μεγάλος γλεντζές: «χαίρεσαι να κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι έξω καρδιά»·
- είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα ή η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα, είναι πολύ άπονος, πολύ άσπλαχνος, είναι ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος: «δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να νιώσει τον πόνο σου, γιατί η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα». (Λαϊκό τραγούδι: τι έχεις μάνα δυστυχισμένη κι όλο το Χάρο παρακαλείς, είν’ η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα κι ό,τι κι αν κάνεις, δεν τον συγκινείς
- είναι κακιά καρδιά, βλ. φρ. έχει κακιά καρδιά·
- είναι καλή καρδιά, βλ. λ. έχει καλή καρδιά·
- είναι καλής καρδιάς άνθρωπος, είναι καλός, καλόκαρδος, καλόψυχος: «δε σου χαλάει ποτέ χατίρι, γιατί είναι καλής καρδιάς άνθρωπος»·
- είναι μαύρη η καρδιά μου ή η καρδιά μου είναι μαύρη, είμαι πολύ απελπισμένος, πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, είναι μαύρη η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: να χορέψω μες τη ζάλη όμορφα και ταπεινά, η καρδιά μου είναι μαύρη απ’ τα τόσα βάσανα
- είναι μεγάλη καρδιά, βλ. συνηθέστ. έχει μεγάλη καρδιά·
- είναι ο εκλεκτός (η εκλεκτή) της καρδιάς μου, είναι το πρόσωπο που ξεχώρισα και που αγαπώ, που είμαι ερωτευμένος μαζί του: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα είναι ο εκλεκτός της καρδιάς μου»·
- είναι ο κλέφτης (η κλέφτρα) της καρδιάς μου, είναι το πρόσωπο που με έκανε να το αγαπήσω, να το ερωτευτώ: «αυτή η γυναίκα είναι η κλέφτρα της καρδιάς μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είσαι εσύ γυναίκα άστατη και ψεύτρα κι αν έχεις γίνει τώρα της καρδιάς μου η κλέφτρα
- είναι χρυσή καρδιά, βλ. φρ. έχει χρυσή καρδιά. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι και να μου ’χει κάνει είναι μια καρδιά χρυσή, γύρνα πάλι σαν και πρώτα και αγάπα το και συ. Καλέ μου το παιδί
- είναι χωρίς καρδιά, είναι άκαρδος, σκληρόκαρδος: «δεν τον έχω άξιο ν’ αγαπήσει ποτέ του, γιατί είναι χωρίς καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είναι όλες όπως λεν χωρίς καρδιά, εμείς που έχουμε καρδιά τις αγαπάμε
- εκ βάθους καρδίας, βλ. φρ. απ’ τα βάθη της καρδιάς μου·
- έκλεισε η καρδιά μου ή έχει κλείσει η καρδιά μου, έπαψα να αγαπώ ή δε θέλω, δεν επιδιώκω να ξαναγαπήσω: «μετά απ’ το τελευταίο χουνέρι που έπαθα απ’ τη γυναίκα μου, έκλεισε η καρδιά μου και δε θα ξανακάνω δεσμό». (Λαϊκό τραγούδι: τι να σε κάνω αφού πια δε σ’ αγαπώ, τώρα που ήρθες έχει κλείσει η καρδιά μου, πηγαίνω μ’ άλλες και τα πίνω και γλεντώ, έχουν στερέψει τα παλιά τα δάκρυά μου
- ελαφρά τη καρδία, χωρίς σκέψη, απερίσκεπτα: «πέταξε ένα λόγο ελαφρά τη καρδία και μας έκανε άνω κάτω || πήρε την απόφασή του ελαφρά τη καρδία κι έχασε ένα κάρο λεφτά»· βλ. και φρ. μ’ ελαφριά καρδιά·
- έξω φτώχια και καλή καρδιά! βλ. λ. φτώχεια·
- έπαθε συγκοπή καρδιάς ή έπαθε συγκοπή καρδίας, βλ. λ. συγκοπή·
- έσπασε η καρδιά μου, α. κατατρόμαξα, φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να τραβάει μαχαίρι, έσπασε η καρδιά μου». β. έχασα την αρχική συμπάθεια ή εκτίμηση που είχα για κάποιο άτομο, χάλασε ο δεσμός που μας ένωνε: «μετά απ’ όλα όσα είπες για μένα, έσπασε η καρδιά μου και δε θέλω να σε ξαναδώ»·
- έφυγε απ’ την καρδιά του ή έφυγε από καρδιά, βλ. συνηθέστ. πήγε απ’ την καρδιά του·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της, φοβήθηκα, τρόμαξα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να ορμάει πάνω μου με το μαχαίρι, έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της». Από την εικόνα του ατόμου που η καρδιά του πάλλεται έντονα, όταν διατρέχει κάποιον σοβαρό κίνδυνο·
- έφυγε η καρδιά μου απ’ τον τόπο της, βλ. φρ. έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της·
- έχει ανοιχτή καρδιά, είναι ανοιχτόκαρδος, καλόκαρδος, εύθυμος: «κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας ο τάδε, γίνεται το σώσε, γιατί έχει ανοιχτή καρδιά και μας παρασέρνει κι εμάς με το κέφι του»·
- έχει άπονη καρδιά, είναι άσπλαχνος, σκληρόκαρδος: «δε συμπαραστέκεται κανέναν στον πόνο του, γιατί έχει άπονη καρδιά»·
- έχει άστατη καρδιά, δεν είναι σταθερός στα αισθηματικά του: «μην υπολογίζεις στο δεσμό σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει άστατη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: καρδιά, στην άστατη καρδιά ποτέ μη δίνεις βάση, γιατί θε να ’ρθει μια βραδιά που θα ξεγελάσει
- έχει ατσαλένια καρδιά, είναι πολύ ανθεκτικός, πολύ σκληρός: «όταν αποφασίζει κάτι, όσο κοπιαστικό και να ’ναι, δε λέει να κάνει πίσω με τίποτα, γιατί έχει ατσαλένια καρδιά»·
- έχει γενναία καρδιά, είναι γενναίος, θαρραλέος: «δεν τον τρομάζει τίποτα, γιατί έχει γενναία καρδιά»·
- έχει γερή καρδιά, είναι ανθεκτικός στις στενοχώριες και στα βάσανα, στις δυσκολίες της ζωής: «ό,τι πόνο έχω πηγαίνω και τον εκμυστηρεύομαι στον τάδε γιατί έχει γερή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: φίλε μου αν έχεις γερή καρδιά κάτσε ν’ ακούσεις μια συμφορά
- έχει καθαρή καρδιά ή έχει καρδιά καθαρή, συμπεριφέρεται με ειλικρίνεια, είναι αγνός, τίμιος: «πάντα δίνω βάση στα λόγια του, γιατί έχει καθαρή καρδιά κι αποκλείεται να λέει ψέματα». (Λαϊκό τραγούδι: αν με αγαπάς στ’ αλήθεια, αγαπούλα μου γλυκιά, μη διστάζεις που με βλέπεις με τη φόρμα την παλιά, αν δουλεύω στη μουτζούρα έχω καθαρή καρδιά).Ίσως από το εκκλησιαστικό: καρδίαν καθαράν κτήσων εν εμοί ο Θεός(…)·
- έχει κακιά καρδιά, είναι κακός, μοχθηρός: «χαίρεται με τον πόνο τ’ αλλουνού, γιατί έχει κακιά καρδιά»·
- έχει καλή καρδιά, είναι καλός, καλόκαρδος, ευγενικός, έχει καλά αισθήματα: «είναι πολύ αγαπητός στην παρέα του, γιατί έχει καλή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κρατάτε με το ίσο για να σας τραγουδήσω έξω ντέρτια, βρε παιδιά, κι αν δεν έχουμε όλοι γεμάτο πορτοφόλι έχουμε καλή καρδιά
- έχει καρδιά, α. είναι ανδρείος, τολμηρός, άφοβος: «ο μόνος που έχει καρδιά απ’ την παρέα σας είναι ο τάδε, γιατί όλοι οι άλλοι είστε κλάνες». β. είναι ευαίσθητος, καλόκαρδος, σπλαχνικός, μεγαλόκαρδος: «μην τον βλέπεις έτσι απότομο και ξεγελιέσαι, γιατί έχει καρδιά ο άνθρωπος, είναι καλό παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη, μη μου μιλάς με μάσκα, γιατί κι εγώ έχω καρδιά,τι κι αν φορώ τραγιάσκα)· βλ. και φρ. έχω καρδιά·
- έχει καρδιά αγκινάρα, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, μεγαλόκαρδος, είναι έξω καρδιά: «αυτό το παλικάρι δεν το ’χω δει ποτέ μου στενοχωρημένο, γιατί έχει καρδιά αγκινάρα»·
- έχει καρδιά αμπάρι, είναι πολύ καλόκαρδος, καλοσυνάτος: «είναι ανεκτίμητος άνθρωπος, γιατί έχει καρδιά αμπάρι»· βλ. και φρ. έχει πλούσια καρδιά·
- έχει καρδιά από ατσάλι ή έχει καρδιά ατσάλι, βλ. φρ. έχει ατσαλένια καρδιά·
- έχει καρδιά από μάρμαρο ή έχει καρδιά μάρμαρο, βλ. φρ. η καρδιά του είναι από μάρμαρο·  
- έχει καρδιά από πέτρα ή έχει καρδιά πέτρα, βλ. φρ. έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα·
- έχει καρδιά λιονταριού, είναι πολύ γενναίος, πολύ θαρραλέος, είναι άφοβος: «δε φοβάται το παραμικρό, γιατί έχει καρδιά λιονταριού»·
- έχει καρδιά μάλαμα, είναι πολύ καλός, πολύ καλόκαρδος, πολύ καλοσυνάτος: «ο τάδε είναι ο αγαπημένος της παρέας μας, γιατί έχει καρδιά μάλαμα»·
- έχει καρδιά μικρού παιδιού, είναι άκακος, αθώος: «αποκλείεται αυτός ο άνθρωπος να ’πε κακό για σένα, γιατί έχει καρδιά μικρού παιδιού»·
- έχει καρδιά μπαξέ, βλ. φρ. έχει καρδιά περιβόλι·
- έχει καρδιά περιβόλι, είναι πολύ ανοιχτόκαρδος, πολύ καλόκαρδος: «ο ένας του ο γιος είναι στραβόξυλο, ο άλλος όμως έχει καρδιά περβόλι»·
- έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, βλ. φρ. είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα·
- έχει κρύα καρδιά, είναι άπονος, σκληρόκαρδος, ασυγκίνητος: «με τέτοια κρύα καρδιά μου έχει, πώς θέλεις να νιώσει τον πόνο σου;». (Λαϊκό τραγούδι: πάνω στην κρύα σου καρδιά χωρίς καιρό να χάσω, έριξα πάλι μια ζαριά κι έφερα δύο κι άσο
- έχει καρδιά λαγού, βλ. λ. λαγός·
- έχει μαράζι στην καρδιά, έχει ερωτικό πόνο, υποφέρει ερωτικά: «δεν έχει μάτια για άλλη γυναίκα, γιατί έχει μαράζι στην καρδιά για την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: το μαράζι της καρδιάς μου, θα το διώχνει ο μπαγλαμάς μου
- έχει μαύρη καρδιά, είναι πολύ κακός, πολύ μοχθηρός, δεν έχει διόλου ανθρώπινα αισθήματα: «έχει τόσο μαύρη καρδιά αυτός ο άνθρωπος, που δεν ξέρει τι πάει να πει καλό στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο πουκάμισο θα βρω μαύρο σαν την καρδιά σου, για να ταιριάζει η φορεσιά στα βάσανά μου τα βαριά όπου τραβώ κοντά σου
- έχει μεγάλη καρδιά, είναι πολύ καλόκαρδος, πολύ ευσπλαχνικός, πολύ μεγαλόκαρδος: «αν του ζητήσεις συγνώμη, θα σε συγχωρέσει, γιατί έχει μεγάλη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- έχει παιδική καρδιά, είναι καλόβολος, αθώος: «όπου και να πάει, είναι καλοδεχούμενος, γιατί έχει παιδική καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ ένα τραπέζι ανέβαινε και τα κουβέρνα έριχνε, τον αγαπούσαν τα παιδιά γιατ’ είχε παιδική καρδιά
- έχει πέτρινη καρδιά, βλ. φρ. έχει καρδιά από πέτρα·
- έχει πληγή στην καρδιά, βλ. λ. πληγή·
- έχει πλούσια καρδιά, είναι πολύ γενναιόδωρος: «αυτός ο άνθρωπος είναι η χαρά της παρέας μας, γιατί έχει πλούσια καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι φτωχός, μα έχω πλούσια καρδιά και την αγάπη μου μην την περιφρονήσεις, είμαι φτωχός, μα στη δική μου αγκαλιά πίκρες και δάκρυα ποτέ δε θα γνωρίσεις
- έχει πονετική καρδιά, είναι ευσπλαχνικός, ευαίσθητος: «βοηθάει όλο τον κόσμο, γιατί έχει πονετική καρδιά»·
- έχει σκληρή καρδιά, είναι άπονος, σκληρόκαρδος: «δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο σου αυτός ο άνθρωπος, γιατί έχει σκληρή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: κατηγορώ τον άνθρωπο με τη σκληρή καρδιά του,τη συμφορά του αλλουνού την έχει για χαρά του
- έχει σκοτεινή καρδιά, βλ. συνηθέστ. έχει μαύρη καρδιά·
- έχει φαρμάκι στην καρδιά, βλ. λ. φαρμάκι·
- έχει χρυσή καρδιά, είναι πολύ καλόκαρδος, μεγαλόκαρδος: «δε χαλάει χατίρι σε κανέναν φίλο του, γιατί έχει χρυσή καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: υπάρχουν και καλά παιδιά στην κοινωνία μέσα, που έχουνε χρυσή καρδιά αισθήματα και μπέσα
- έχω (ένα) αγκάθι στην καρδιά, βλ. λ. αγκάθι·
- έχω γιαγκίνι στην καρδιά, βλ. λ. γιαγκίνι·
- έχω ένα βάρος στην καρδιά, βλ. λ. βάρος·
- έχω καρδιά ή έχω την καρδιά μου, πάσχω, υποφέρω από την καρδιά μου, είμαι καρδιακός: «ο γιατρός μου απαγόρεψε το τσιγάρο, γιατί έχω καρδιά || δεν πρέπει να πίνω και να ξενυχτώ, γιατί έχω την καρδιά μου·
- έχω λάβρα στην καρδιά, βλ. λ. λάβρα·
- έχω πίκρα στην καρδιά, βλ. λ. πίκρα·
- έχω στην καρδιά μου (κάποιον), βλ. φρ. τον έχω (μέσ’) στην καρδιά μου. (Νησιώτικο τραγούδι: λυγαριά λυγαριά εσένα έχω στην καρδιά, λυγαριά λυγαριά θα σε κλέψω μια βραδιά
- ζητά η καρδιά μου ή η καρδιά μου ζητά, βλ. συνηθέστ. λαχταρά η καρδιά μου·
- η γραμμή της καρδιάς, βλ. λ. γραμμή·
- η καρδιά του είναι από μάρμαρο ή η καρδιά του είναι μάρμαρο, είναι σκληρός, ασυγκίνητος: «δε συναισθάνεται τον πόνο κανενός, γιατί η καρδιά του είναι από μάρμαρο»·
- η καρδιά του είναι από πέτρα ή η καρδιά του είναι πέτρα, βλ. φρ. είναι η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα·
- η καρδιά μου κάνει τικ τακ ή η καρδιά μου κάνει τίκι τακ, α. είμαι ερωτευμένος: «η καρδιά μου κάνει τικ τακ γι’ αυτή τη γυναίκα». (Τραγούδι: τικ τακ, τίκι τίκι τακ κάνει η καρδιά μου,σαν σε βλέπω). β. κατέχομαι από έντονη ανησυχία, αγωνιώ πολύ για κάτι, καρδιοχτυπώ: «δεν μπορεί να καταλάβει το παλιόπαιδο πως η καρδιά μου κάνει τικ τακ, κάθε φορά που καβαλάει τη μηχανή του και τρέχει σαν τρελό!»·
- η καρδιά μου πάει να σπάσει ή πάει να σπάσει η καρδιά μου, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική αναστάτωση από μεγάλη χαρά ή μεγάλο φόβο: «η καρδιά μου πάει να σπάσει, όταν κρατώ μέσα στην αγκαλιά μου τα παιδιά μου || πάει να σπάσει η καρδιά μου, κάθε φορά που μου τυχαίνει να περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο»·
- η καρδιά μου πήγε να σπάσει, βλ. φρ. πήγε να σπάσει η καρδιά μου· 
- η καρδιά μου το ξέρει! βλ. συνηθέστ. η καρδούλα μου το ξέρει! λ. καρδούλα·
- η καρδιά του προβλήματος (της υπόθεσης) το κέντρο, το σημαντικότερο σημείο, η ουσία: «η καρδιά του προβλήματος είναι πως δεν έχουμε λεφτά να συνεχίσουμε τη δουλειά κι όλα τ’ άλλα τ’ ακούω βερεσέ»·
- ήρθε η καρδιά μου στη θέση της, συνήλθα ύστερα από μεγάλη αγωνία, από μεγάλο φόβο ή τρόμο που είχα νιώσει, έπαψα πια να ανησυχώ, έπαψα να φοβάμαι, αναθάρρησα: «μόλις είδα να συγκρατούν οι άλλοι τον αγριάνθρωπο που ήθελε να με δείρει, ήρθε η καρδιά μου στη θέση της». Από την εικόνα του ατόμου που η καρδιά του βρίσκει πάλι τους κανονικούς της παλμούς, μόλις περάσει ο κίνδυνος που το απειλούσε·
- ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- θεωρία επισκόπου και καρδία (καρδιά) μυλωνά, βλ. λ. θεωρία·
- καίγεται η καρδιά μου, α. πονώ, υποφέρω, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «όταν τον βλέπω να τριγυρίζει μεθυσμένος στους δρόμους, καίγεται η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν καθίσεις για να φας, για μέτρα τα παιδιά σου, σου λείπει το μικρότερο και καίγετ’ η καρδιά σου). β. νιώθω έντονο ερωτικό πόθο: «καίγεται η καρδιά μου, κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: πότε θες να ’ρθεις να σου πω πως καίγεται η καρδιά μου,μ’ ένα φιλάκι σου γλυκό να σβήσεις τη φωτιά μου
- καίω καρδιές, εμπνέω έρωτα, προξενώ ερωτικό πόθο, έχω μεγάλες ερωτικές επιτυχίες: «έκαψες καρδιές πάλι χτες βράδυ στο χορό»·
- καλή καρδιά! α. έκφραση αισιοδοξίας στην περίπτωση που ζητάμε από κάποιον κάτι και αυτός αρνείται να ανταποκριθεί: «δεν πειράζει, ρε φίλε, που δε μας βοήθησες, καλή καρδιά!». β. (γενικά) έκφραση αισιοδοξίας. (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά, τη γλυκιά μανούλα μας στο στόμα τη φιλάμε και έξω φτώχεια και καλή καρδιά)· βλ. και φρ. υγεία και καλή καρδιά! λ. υγεία·
- καλή καρδιά και λίγη γνώση, ο καλός, ο καλοκάγαθος άνθρωπος είναι αφελής: «καλύτερα καλή καρδιά και λίγη γνώση παρά να κατέχω όλη τη σοφία του κόσμου και να ’μαι κακόψυχος»·
- κάλλιο κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά, βλ. λ. πουγκί·
- κάνει κρα η καρδιά μου, επιθυμώ, λαχταρώ κάτι πάρα πολύ: «κάνει κρα η καρδιά μου γι’ αυτή τη γυναίκα || κάνει κρα η καρδιά μου να πάω κι εγώ το καλοκαίρι να παραθερίσω στη Χαλκιδική»·
- κάνω καρδιά, α. υπομένω, ιδίως κάποιο ψυχικό πόνο: «μπορεί να ’χασες τον πατέρα σου, αλλά κάνε καρδιά, γιατί έχεις να μεγαλώσεις τα παιδιά σου». β. γίνομαι καρδιακός: «πώς να μην κάνω καρδιά με τόσες στενοχώριες που περνώ κάθε μέρα!»·
- κάνω πέτρα την καρδιά μου ή κάνω την καρδιά μου πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- καρδιά μου! προσφώνηση τρυφερότητας και αγάπης σε αγαπημένο μας πρόσωπο. (Λαϊκό τραγούδι: που πας χωρίς αγάπη στη νύχτα στη βροχή, το δρόμο θα τον χάσεις, καρδιά μου μοναχή
- καρδιά παραπονιάρα, έκφραση που χαρακτηρίζει το παραπονιάρικο άτομο, τον παραπονιάρη: «έλα δω ρε, καρδιά παραπονιάρα, που έχεις την εντύπωση πως όλο σ’ αδικούνε!». (Λαϊκό τραγούδι: ποια λύπη σε βαραίνει βαριά κι αφόρητη, καρδιά παραπονιάρα κι απαρηγόρητη
- κερδίζω την καρδιά (κάποιου), α. αποκτώ τη συμπάθεια κάποιου, γίνομαι αγαπητός σε κάποιον: «απ’ τη μέρα που γνωριστήκαμε, κέρδισε την καρδιά μου κι από τότε σχεδόν κάθε μέρα είμαστε μαζί». β. κάνω κάποιον να με αγαπήσει: «όταν την παντρεύτηκα, δεν την αγαπούσα τη γυναίκα μου, αλλά με τον καιρό κέρδισε την καρδιά μου, γιατί αποδείχτηκε πολύ εντάξει σύζυγος»·
- κλαίει η καρδιά μου, νιώθω μεγάλη θλίψη, μεγάλη στενοχώρια: «κλαίει η καρδιά μου, απ’ τη μέρα που έμαθα πως ο φίλος μου έμπλεξε με τα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε ηλιοβασίλεμα δεν ξέρω τι μου φταίει, με παίρνει το παράπονο και η καρδιά μου κλαίει
- κλέβω καρδιές, (γενικά) είμαι άτομο που προκαλώ τη συμπάθεια, τον έρωτα, είμαι άτομο που μ’ ερωτεύονται: «έκλεψες πάλι καρδιές, χτες βράδυ στον χορό»·
- κλοτσάει η καρδιά μου, α. έχω έντονο καρδιοχτύπι από ταραχή ή αγωνία: «όσο περνούσε η ώρα και δεν ερχόταν το παιδί μου, άρχισε να κλοτσάει η καρδιά μου». β. νιώθω έντονο καρδιοχτύπι από κάτι ξαφνικό και αναπάντεχο που βλέπω: «μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερού του φίλου, άρχισε να κλοτσάει η καρδιά μου». γ. έχω καρδιακά προβλήματα: «πρέπει να πάω στο γιατρό, γιατί τον τελευταίο καιρό πολύ κλοτσάει η καρδιά μου»·
- κράτα καρδιά μου! βλ. φρ. βάστα καρδιά μου(!)·
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, ο ερωτευμένος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, δεν μπορεί να κρυφτεί, γιατί από την ένταση και την αγωνία που νιώθει για το αγαπημένο του πρόσωπο, τα χέρια του είναι κρύα. Η διαπίστωση αυτή γίνεται κατά τη διάρκεια χειραψίας και γίνεται συνήθως αντικείμενο πειράγματος: «από πού κατάλαβα πως είσαι ερωτευμένος; Δεν άκουσες που λένε κρύα χέρια, ζεστή καρδιά;»· βλ. και φρ. κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, λ. χέρι·
- κρύωσε η καρδιά μου, έχασα τον αρχικό ενθουσιασμό που είχα για κάποιον ή για κάτι, ψυχράθηκα: «όταν τον γνώρισα, ήθελα πάρα πολύ να κάνω παρέα μαζί του, αλλά, μόλις έμαθα πως είναι μπλεγμένος με τα ναρκωτικά, κρύωσε η καρδιά μου και σταμάτησα να τον συναναστρέφομαι || στην αρχή ήθελα ν’ αγοράσω το τάδε αυτοκίνητο, γιατί μου άρεσε πολύ, αλλά, όταν έμαθα τα μειονεκτήματα που έχει, κρύωσε η καρδιά μου και πήρα αυτό που έχω τώρα»·
- λαχταρά η καρδιά μου ή η καρδιά μου λαχταρά, επιθυμώ έντονα να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «πώς λαχταρά η καρδιά μου να ξαπλώσω ένα βράδυ μ’ αυτή τη γυναίκα! || και μένα λαχταρά η καρδιά μου ένα ταξιδάκι». (Λαϊκό τραγούδι: Θεέ μου, τη δεύτερη φορά που θα ’ρθω για να ζήσω, όσο η καρδιά κι αν λαχταρά, δε θα ξαναγαπήσω
- λαχτάρησε η καρδιά μου, τρόμαξα ή φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να πετάγεται απ’ τη γωνία μπροστά μου, λαχτάρησε η καρδιά μου»·
- λόγια της καρδιάς, βλ. λ. λόγος·
- μ’ άναψε φωτιά στην καρδιά, βλ. λ. φωτιά·
- μ’ έβγαλε απ’ την καρδιά του, έπαψε να με συμπαθεί, να με αγαπάει: «του αντιμίλησα πολύ άσχημα μπροστά στους δικούς του, γι’ αυτό κι αυτός μ’ έβγαλε απ’ την καρδιά του»·
- μ’ ελαφριά καρδιά, α. που δε βαρύνεται από στενοχώρια, τύψη ή ενοχή, με ήσυχη συνείδηση: «πώς μπορεί να έχει διώξει το παιδί του απ’ το σπίτι και να κοιμάται μ’ ελαφριά καρδιά! || κάνει πάντοτε το σωστό, γι’ αυτό κοιμάται μ’ ελαφριά καρδιά». β. χωρίς ανησυχία ή φόβο για τυχόν κακές συνέπειες: «απ’ τη στιγμή που είναι τίμιος άνθρωπος, ό,τι κάνει, το κάνει μ’ ελαφριά καρδιά»·
- μ’ έπιασε η καρδιά μου, βλ. φρ. πιάστηκε η καρδιά μου·
- ματώνει η καρδιά μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, λυπάμαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «όταν βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, ματώνει η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, να μπορούσα αγάπη μου να σ’ είχα εδώ κοντά μου, αυτή τη θλιβερή βραδιά ματώνει η καρδιά μου
- μαύρισε η καρδιά μου, απελπίστηκα, ταλαιπωρήθηκα, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μαύρισε η καρδιά μου, μέχρι να μεγαλώσω αυτά τα παιδιά || μαύρισε η καρδιά μου, όταν τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν το σβησμένο κάρβουνο μαύρισε η καρδιά μου απ’ τα πολλά τα βάσανα κι από τα δάκρυά μου
- μαχαιριά στην καρδιά, βλ. λ. μαχαιριά·
- με βαριά καρδιά, α. χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, σχεδόν με το ζόρι, με κρύα καρδιά: «θα σε βοηθήσω, αλλά με βαριά καρδιά, γιατί είσαι αχάριστος άνθρωπος». β. με μεγάλη στενοχώρια, με ψυχική οδύνη: «μόλις γύρισε απ’ τα νεκροταφεία, κλείστηκε με βαριά καρδιά στο δωμάτιό του κι έκλαψε πικρά». (Λαϊκό τραγούδι: αφού το θες τούτη τη βραδιά με βαριά καρδιά και καημό μεγάλο, αγάπη μου, σου αφήνω γεια αφού τώρα πια δε με θέλεις άλλο
- με καρδιά, α. με σθένος, με θάρρος: «αντιμετώπισε με καρδιά όλες τις κατηγόριες σε βάρος του». (Λαϊκό τραγούδι: γεροντάκι κοτσανάτο όλο έρωτα γεμάτο, γεροντάκι με καρδιά όλο τέχνη και φωτιά). β. ευσπλαχνικό, που να αγαπάει: «μετά από τόσες ατυχίες στον έρωτα, βρήκε επιτέλους μια γυναίκα με καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θα βρω μια άλλη με καρδιά, να ξέρει ν’ αγαπάει και μες στις στεναχώριες μου να με παρηγοράει)· βλ. και φρ. με την καρδιά μου·
- με κρύα καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς όρεξη, με βαριά καρδιά: «τον βοήθησα, αλλά με κρύα καρδιά, γιατί δεν έχει ιδέα τι θα πει ευχαριστώ»·
- με μια ψυχή και μια καρδιά, βλ. λ. ψυχή·
- με μισή καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση: «του ’δωσα τα δανεικά που μου ζήτησε, αλλά με μισή καρδιά, γιατί δεν ξέρω αν θα τα ξαναπάρω πίσω». (Τραγούδι: το φιλί τι να το κάνεις με μισή καρδιά, όσο κι αν πονάω, φτάνει, δε σε θέλω πια
- με όλη μου την καρδιά ή με όλη την καρδιά μου, με όλη μου την ευχαρίστηση, εγκάρδια, ολόθερμα, ολόψυχα: «ξεκίνα τη δουλειά που σκέφτεσαι κι εγώ θα σε βοηθήσω με όλη μου την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγάπησα με όλη την καρδιά μου κι σ’ έντυσα μες τα μεταξωτά. Τώρα όμως σου πέρασε ο πόνος και να φύγεις θέλεις μακριά!)· βλ. και φρ. με την καρδιά μου·
- με την καρδιά μου, α. δηλώνει ένταση ή υπερβολή: «γέλασα με την καρδιά μου || ήπια με την καρδιά μου || χόρεψα με την καρδιά μου || τραγούδησα με την καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πλούσια ήταν τα ελέη τους, τα γλέντια κι η χαρά τους, εμένα μ’ αγαπήσανε όλοι με την καρδιά τους). β. με καλή πρόθεση, με ευχαρίστηση: «θέλω να το πάρεις χωρίς ενδοιασμούς αυτό το ρολόι, γιατί σου το δίνω με την καρδιά μου». γ. με δύναμη θέλησης: «όλη τη μέρα αγωνίζομαι με την καρδιά μου για να πετύχω τους στόχους που έχω βάλει»· βλ. και φρ. με καρδιά·
- με τι καρδιά; λέγεται στην περίπτωση που κάποιος δε συναισθάνεται ή προσποιείται πως δε συναισθάνεται τη βαρύτητα κάποιας ενέργειάς του σε βάρος μας ή σε βάρος κάποιου, και συμπεριφέρεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα: «με τι καρδιά θα τον πετάξεις χειμωνιάτικα μέσα στους δρόμους, επειδή δε σου πλήρωσε δυο νοίκια; || με τι καρδιά μου ζητάς βοήθεια, απ’ τη στιγμή που μέχρι χτες με κατηγορούσες;». (Λαϊκό τραγούδι: με τι καρδιά ξαναγύρισες συγνώμη να μου ζητήσεις
- με τι καρδιά να…! λέγεται στην περίπτωση που για κάποιο λόγο δεν έχουμε τη διάθεση ή την άνεση να κάνουμε αυτό που μας λέει κάποιος: «με τι καρδιά να τον βοηθήσω, που μέχρι τώρα ούτε μια φορά δε μου είπε ούτ’ ένα ευχαριστώ! || με τι καρδιά να του ζητήσω δανεικά, αφού δεν του επέστρεψα ακόμη εκείνα που του είχα πάρει!»· βλ. και φρ. με τι μούτρα να…! λ. μούτρο·   
- με το χέρι στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- μεγάλη καρδιά, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι καλόψυχο, ανοιχτόκαρδο και με ευγενικά αισθήματα. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί έχω χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη
- μη μου χαλάς την καρδιά, (παρακλητικά) μη με στενοχωρείς, κάνε μου το χατίρι: «θέλω να ’ρθεις κι εσύ μαζί μου, μη μου χαλάς την καρδιά». (Τραγούδι: πάμε μια βόλτα στο Φαληράκι, μη μου χαλάσεις την καρδιά κι όταν σου δίνω κανένα φιλάκι θα ’ναι σαν όνειρο η βραδιά)·   
- μη χαλάς την καρδιά σου, μη στενοχωριέσαι, μην κακοκαρδίζεσαι: «μη χαλάς την καρδιά σου για ψύλλου πήδημα!». (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. -Κάντε μάγκες τη δουλειά σας, μη χαλάτε την καρδιά σας
- μιλά η καρδιά μου, αποφασίζω, ενεργώ με βάση το συναίσθημα: «δεν μπορώ να σου πω πως ο φίλος μου έχει άδικο, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση μιλά η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αντέχω, δε βαστάω, δεν μπορώ να μοιράζεις την καρδιά σου και στους δυο. Ή εμένα ή τον άλλον να κρατήσει και ν’ αφήσεις την καρδιά σου να μιλήσει
- μιλάει στην καρδιά μου, α. (για πρόσωπα) μου είναι πολύ αρεστός, με συγκινεί πάρα πολύ ερωτικά: «χαίρομαι να κάνω παρέα μαζί του, γιατί μιλάει στην καρδιά μου αυτός ο άνθρωπος || απ’ την πρώτη στιγμή αυτή η γυναίκα μίλησε στην καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ μου μιλάς στην καρδιά μου και θέλω να γίνεις δικιά μου).β. (για πράγματα) είναι της αρεσκείας μου: «αυτό τ’ αυτοκίνητο θα τ’ αγοράσω οπωσδήποτε, γιατί μιλάει στην καρδιά μου». γ. λέγεται για οτιδήποτε μας συγκινεί πάρα πολύ: «είδα ένα έργο που μίλησε στην καρδιά μου». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ίσια ή το κατευθείαν. Συνών. μιλάει στην ψυχή μου·
- μου άνοιξε την καρδιά! (ειρωνικά) με τα λόγια ή τις πράξεις του μου δημιούργησε στενοχώριες, προβλήματα: «μου άνοιξε την καρδιά μ’ αυτά τα μαντάτα που μου ’φερε!»· 
- μου άνοιξε την καρδιά, με χαροποίησε με αυτά που μου είπε ή έκανε για μένα: «ήμουν στενοχωρημένος, αλλά ευτυχώς μου ’φερε καλά νέα και μου άνοιξε την καρδιά || μου άνοιξε την καρδιά με τα λεφτά που μου έδωσε, γιατί μπόρεσα και κάλυψα την επιταγή μου»·
- μου βαραίνει την καρδιά, νιώθω ψυχική δυσφορία, νιώθω μεγάλη στενοχώρια: «μου βαραίνει την καρδιά το αίσθημα εγκατάλειψης που νιώθω»· βλ. και φρ. το ’χω βάρος στην καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά γαρίφαλο, βλ. φρ. μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο·
- μου ’κανε την καρδιά καρβουνιάρικο, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά κομμάτια, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο: «μου αντιμίλησε τόσο άσχημα, που μου ’κανε την καρδιά κομμάτια». (Λαϊκό τραγούδι: αχ παιχνιδιάρα πάψε πλέον τα γινάτια και μη μου κάνεις την καρδούλα μου κομμάτια
- μου ’κανε την καρδιά μαύρη, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά μπαξέ, βλ. φρ. μου ’κανε την καρδιά περιβόλι· 
- μου ’κανε την καρδιά περιβόλι, α. με χαροποίησε πάρα πολύ: «μόλις μου ανακοίνωσε τα ευχάριστα νέα, μου ’κανε την καρδιά περιβόλι». β. (ειρωνικά) μου προξένησε μεγάλη δυσαρέσκεια, με απογοήτευσε: «μόλις μου ανακοίνωσε τα δυσάρεστα νέα, μου ’κανε την καρδιά περιβόλι»·
- μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο, α. με χαροποίησε υπερβολικά: «μόλις με πληροφόρησε πως ο γιος μου πέτυχε στο πανεπιστήμιο, μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο». Από την εικόνα του τριαντάφυλλου, που προξενεί ευφορία στην ψυχή. β. (ειρωνικά) μου προξένησε μεγάλη στενοχώρια, με απογοήτευσε: «μόλις μου ανακοίνωσε την αποτυχία του γιου μου, μου ’κανε στην καρδιά τριαντάφυλλο»·
- μου ’καψε την καρδιά ή μου ’χει κάψει την καρδιά, τον (την) ερωτεύτηκα παράφορα: «απ’ την πρώτη στιγμή που την είδα, μου ’καψε την καρδιά και δεν μπορώ να ησυχάσω». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, μ’ έκαψες μες την καρδιά και δε βρίσκω γιατρειά)· 
- μου κατάκτησε την καρδιά, βλ. φρ. μου πήρε την καρδιά·
- μου ’κλεψε την καρδιά ή μου ’χει κλέψει την καρδιά, με καταγοήτευσε, τον (την) ερωτεύτηκα: «τη γνώρισα στο χορό του συλλόγου μας και, μετά το χορό που χόρεψα μαζί της, κατάλαβα πως μου ’χε κλέψει την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χει κλέψει, μου ’χει κλέψει, μου ’χει κλέψει την καρδιά η Μαρίνα, η Μαρίνα, η Σαλονικιά
- μου μάτωσε την καρδιά, μου προξένησε έντονο ψυχικό πόνο, με τραυμάτισε ψυχικά: «τα σκληρά του λόγια μου μάτωσαν την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέλνεις πίσω τα κλειδιά και μου ματώνεις την καρδιά
- μου μαύρισε την καρδιά, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε την καρδιά αυτό το παιδί μέχρι να το μεγαλώσω!»·
- μου ξερίζωσε την καρδιά, μου προξένησε αβάσταχτο πόνο, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «τον είδα να σέρνεται πάλι μεθυσμένος μέσα στους δρόμους και μου ξερίζωσε την καρδιά»·
- μου ξεσκίζει την καρδιά, με στενοχωρεί πάρα πολύ, μου προξενεί αβάσταχτο πόνο: «μου ξεσκίζει την καρδιά που δεν εννοεί να καταλάβει πως αυτές οι παρέες θα τον καταστρέψουν»·
- μου πήρε την καρδιά ή μου ’χει πάρει την καρδιά, με καταγοήτευσε, τον (την) συμπάθησα πολύ, τον (την) ερωτεύτηκα: «μου πήρε την καρδιά αυτός ο άνθρωπος με τους ευγενικούς του τρόπους || απ’ την πρώτη στιγμή που την είδα, μου ’χει πάρει την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς να με ρωτήσεις μου επήρες την καρδιά μελαχρινό, λυπήσου, δώσ’ μου παρηγοριά // μου ’χει πάρει, μου ’χει πάρει, μου ’χει πάρει την καρδιά, η Μαρία, η Μαρία η Σαλονικιά
- μου πλήγωσε την καρδιά, μου προξένησε ψυχικό πόνο: «η αχαρακτήριστη στάση σου μου πλήγωσε την καρδιά || απέρριψε την ερωτική πρόταση που της έκανα και μου πλήγωσε την καρδιά»·
- μου ράγισε την καρδιά, α. διατάραξε ανεπανόρθωτα με τη στάση του τον έρωτα που ένιωθα γι’ αυτόν (αυτήν): «δεν έχω διάθεση να την ξανασυναντήσω, γιατί με τα τελευταία της καμώματα μου ράγισε την καρδιά». β. με λύπησε, με στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου ράγισε την καρδιά με τις αηδίες που κάθισε κι είπε για μένα!»·     
- μου σκίζει την καρδιά, βλ. φρ. μου ξεσκίζει την καρδιά·
- μου τρύπησε την καρδιά, μου προξένησε πολύ δυσάρεστο συναίσθημα: «με τρύπησε την καρδιά αυτός ο άνθρωπος με την κατάντια του»·
- μου τρώει την καρδιά, κάποιος ή κάτι με φθείρει ψυχικά ή σωματικά: «κάθε μέρα μου τρώει την καρδιά αυτό το παιδί με τις αταξίες του || μου τρώει την καρδιά η αποτυχία του γιου μου να μπει στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: άσε με να σε φιλήσω, ίσως βρω τη γιατρειά για να βγάλω το σαράκι που μου τρώει την καρδιά
- μου φαρμάκωσε την καρδιά, μου προξένησε μεγάλη πικρία, μεγάλη στενοχώρια: «μου μίλησε τόσο άσχημα, που μου φαρμάκωσε την καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια ορφανά μες την ίδια γειτονιά μη φαρμακώνεις άλλο την καρδιά
- μου ’χει κάνει μαύρη την καρδιά, βλ. φρ. μου μαύρισε την καρδιά·
- μπήκε στην καρδιά μου, βλ. φρ. τον έβαλα στην καρδιά μου. (Λαϊκό τραγούδι: πού με βρήκες, πού σε βρήκα; στην καρδιά σου μέσα μπήκα κι έγινε καβγάς μεγάλος, γιατί ήταν μέσα άλλος
- ξεριζώνεται η καρδιά μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, θλίβομαι πάρα πολύ: «όπως τον είδα να χτυπιέται πάνω στο μνήμα του πατέρα του, ξεριζώθηκε η καρδιά μου»·
- ξεσκίζεται η καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «ξεσκίζεται η καρδιά μου, κάθε φορά που τον βλέπω μεθυσμένο»·
- ξύπνησε η καρδιά του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ένιωσε ερωτικό σκίρτημα: «νέος καθώς ήταν, ξύπνησε η καρδιά του, μόλις την αντίκρισε». (Τραγούδι: αλητάκι μπατιράκι, κι αν ξυπνήσει η καρδιά,δε θα βάλουμε μεράκι, έξω φτώχεια, βρε παιδιά
- όσο αντέχει η καρδιά σου, βλ. φρ. όσο βαστά η καρδιά σου·
- όσο βαστά η καρδιά σου, βλ. φρ. όσο βαστά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- όσο θα χτυπά η καρδιά μου, σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου: «όσο θα χτυπά η καρδιά μου, εγώ θα σ’ αγαπώ»·
- όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά, είναι φορές που ενώ είμαστε στενοχωρημένοι, είμαστε παράλληλα και υποχρεωμένοι να δείχνουμε ευχαριστημένοι, χαμογελαστοί, χαρούμενοι: «οι ηθοποιοί πολλές φορές βρίσκονται σε πολλή δύσκολη θέση, γιατί όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά»· βλ. και φρ. γέλα παλιάτσο! λ. παλιάτσος·
- ό,τι ζητά η καρδιά σου, βλ. συνηθέστ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά, οτιδήποτε σε βασανίζει, σε στενοχωρεί, σε πικραίνει: «μην τα κρατάς μέσα σου κι ό,τι έχεις στην καρδιά να μου του λες για να ξαλαφρώνεις». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά να μου το λες μικρό μου κι όχι να κάθεσαι να κλαις, παραπονιάρικό μου
- ό,τι λαχταρά η καρδιά σου, α. λέγεται για αφθονία υλικών αγαθών: «σήμερα στην αγορά θα βρεις ό,τι λαχταρά η καρδιά σου». β. λέγεται για μεγάλη ελευθερία κινήσεων ή επιλογών: «αν έρθεις μαζί μου, θα μπορείς να κάνεις ό,τι λαχταρά η καρδιά σου»·
- ό,τι ποθεί η καρδιά σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον με την έννοια να αποκτήσει ή να πραγματοποίηση αυτό που επιθυμεί πολύ· βλ. και φρ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- ό,τι τραβά η καρδιά σου, βλ. φρ. ό,τι λαχταρά η καρδιά σου·
- παίζει με δυο καρδιές, έχει ταυτόχρονα δυο ερωτικούς συντρόφους: «όταν έμαθε πως παίζει με δυο καρδιές, τον διαβολόστειλε». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με μάσκα εσύ μιλούσες κι ήθελες να ’χεις δυο αγκαλιές, μα πού το βρήκες αυτό γραμμένο εσύ να παίζεις με δυο καρδιές). Συνών. έχει δυο αγκαλιές·
- παίρνω την καρδιά του (της), κατακτώ κάποιον ή κάποια: «είναι τόσο όμορφη, που όποιον πει καλημέρα παίρνει την καρδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: οι άντρες όλοι θέλουνε να πάρουν την καρδιά σου, αφού εσύ τους προκαλείς με τα φερσίματά σου
- πέτρινη καρδιά, χαρακτηρίζει το άτομο που δεν αισθάνεται συμπόνια, οίκτο για κανέναν: «δεν περίμενα βοήθεια από μια πέτρινη καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα πέτρινη καρδιά αυτό το μαύρο δείλι έβαψα με το αίμα μου το άσπρο μου μαντήλι
- πετά η καρδιά μου, βλ. λ. λαχταρά η καρδιά μου·
- πέτρωσε η καρδιά του, έχει γίνει πολύ σκληρός, έπαψε να αισθάνεται συμπόνια ή οίκτο για τον συνάνθρωπό του ή είναι κλεισμένος στον εαυτό του, δεν αφήνει να φανούν οι ευαισθησίες του, τα συναισθήματά του: «απ’ τον καιρό που τον ξεγέλασε ο καλύτερος φίλος του και του ’φαγε ένα μεγάλο ποσό, πέτρωσε η καρδιά του και δεν εμπιστεύεται κανέναν || απ’ τη μέρα που έχασε την οικογένειά του σε δυστύχημα, πέτρωσε η καρδιά του κι αποτραβήχτηκε απ’ όλους»·
- πήγε απ’ την καρδιά του ή πήγε από καρδιά, πέθανε από πάθηση της καρδιάς του, συνήθως πέθανε από έμφραγμα: «φαινόταν τόσο υγιής άνθρωπος κι όμως πήγε απ’ την καρδιά του»·
- πήγε η καρδιά μου να σπάσει ή πήγε να σπάσει η καρδιά μου, κυριεύτηκα από μεγάλη αγωνία ή από μεγάλο φόβο: «όταν έμαθα για τις ταραχές που ξέσπασαν στο κέντρο της πόλης, πήγε η καρδιά να σπάσει, μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου στο σπίτι || πήγε να σπάσει η καρδιά μου, μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι του»·
- πήγε η καρδιά μου στη θέση της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της·
- πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη, βλ. φρ. πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη, βλ. λ. ψυχή·
- πήγε η καρδιά μου στην κωλοτσέπη, φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, πήγε η καρδιά μου στην κωλοτσέπη»·
- πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. φρ. ήρθε η καρδιά μου στη θέση της·
- πιάστηκε η καρδιά μου, βλ. συνηθέστ. πιάστηκε η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- πώς αντέχει η καρδιά σου; βλ. φρ. πώς βαστά η καρδιά σου(;)·
- πώς βαστά η καρδιά σου; έκφραση απορίας που μας απευθύνει κάποιος που ξέρει πως πάσχουμε από την καρδιά μας και βλέπει να υποφέρουμε από διάφορες έντονες καταστάσεις: «αμάν, ρε παιδάκι μου, πώς βαστά η καρδιά σου με τόσες στενοχώριες;». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ που μ’ αγαπούσες ήμουνα η χαρά σου τώρα πώς βαστάει η καρδιά σου και μου λες το γεια σου;)·βλ. και φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να… (α)·
- πώς το αντέχει η καρδιά σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- πώς το βαστά η καρδιά σου να…; α. έκφραση που μας απευθύνει κάποιος με απορία, όταν επικείμενη ενέργειά μας εναντίον κάποιου θα έχει σοβαρό αντίκτυπο σε βάρος του: «πώς το βαστά η καρδιά σου να τον πετάξεις χειμωνιάτικα έξω απ’ το σπίτι για δυο νοίκια που σου χρωστάει;». β. έκφραση απορίας, όταν ενεργεί κάποιος σε βάρος μας κι εμείς δεν αντιδρούμε δυναμικά εναντίον του: «πώς το βαστά η καρδιά σου να σου βρίζει τόση ώρα τη μάνα και να μην τον σπας στο ξύλο;»·
- πώς το μπορεί η καρδιά σου να…; βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- ραγίζεται η καρδιά μου, νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι πάρα πολύ: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, ραγίζεται η καρδιά μου, κάθε φορά που τη σκέφτομαι». (Λαϊκό τραγούδι: στα βάθη της Ανατολής, στη μαύρη ξενιτιά μου, όταν ακούω μπιρ Αλλάχ, ραγίζεται η καρδιά μου
- ράγισε η καρδιά μου, α. ένιωσα μεγάλη στενοχώρια, αισθάνθηκα μεγάλη θλίψη, λυπήθηκα πάρα πολύ: «όταν τον είδα να σέρνεται μεθυσμένος μέσα στο δρόμο, ράγισε η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ενός λεπτού σιγή για μια καρδιά που ράγισε, σαν αϊτό στη γη μια αγάπη τον φυλάκισε). β. έχασα την αρχική συμπάθεια ή εκτίμηση που είχα για κάποιο πρόσωπο: «απ’ τη στιγμή που έμαθα πως είναι μπλεγμένος με τα ναρκωτικά, ράγισε η καρδιά μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο και ξέκοψα απ’ την παρέα του»·
- σκίζεται η καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «σκίζεται η καρδιά μου σαν βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου». (Λαϊκό τραγούδι: το βλέπει να γκρεμίζεται και η καρδιά του σκίζεται· από φίλους παρανόμους έμεινε στους πέντε δρόμους
- σκληρή καρδιά, χαρακτηρίζει τον άπονο, το σκληρόκαρδο: «από τέτοια σκληρή καρδιά μην περιμένεις ούτε συμπαράσταση, ούτε άλλη βοήθεια». (Τραγούδι: σκληρή καρδιά, γιατί να σ’ αγαπήσω, ψεύτρα με γέλασες στο λέω και πονώ
- σπάραξε η καρδιά μου, ένιωσα μεγάλο ψυχικό πόνο: «όταν τον είδα να κλαίει σαν μικρό παιδί πάνω στο φέρετρο του πατέρα του, σπάραξε η καρδιά μου»·
- σπαρταρά η καρδιά μου, ποθώ, λαχταρώ έντονα κάποιον ή κάτι: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα, σπαρταρά η καρδιά μου || σπαρταρά η καρδιά μου για ταξίδια»·
- σπαρτάρισε η καρδιά μου, α. κατατρόμαξα: «μόλις έφυγε τ’ αυτοκίνητο απ’ το δρόμο, σπαρτάρισε η καρδιά μου». β. ένιωσα έντονη χαρά ή συγκίνηση: «μόλις μου είπαν πως κέρδισα το λαχείο, σπαρτάρισε η καρδιά μου || καθώς αντίκρισα τέτοια ομορφιά, σπαρτάρισε η καρδιά μου». Από το ότι, όταν διατρέχει κανείς κάποιο κίνδυνο ή όταν νιώθει κάποια μεγάλη συγκίνηση, τότε πάλλεται έντονα η καρδιά του και οι παλμοί της παρομοιάζονται με το σπαρτάρισμα του ψαριού·
- στάζει η καρδιά μου αίμα, είμαι πολύ στενοχωρημένος, βασανίζομαι από δυσβάσταχτο ψυχικό πόνο. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν γελάω, είναι ψέμα, στάζει η καρδιά μου αίμα)·
- σταμάτησε η καρδιά του ή σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του, πέθανε: «ένα ήρεμο βράδυ του χειμώνα σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του, αφού πρώτα πρόλαβε και είδε την προκοπή των παιδιών του»·
- στην καρδιά της άνοιξης (του καλοκαιριού, του φθινοπώρου, του χειμώνα), ακριβώς στο μέσο της άνοιξης (του καλοκαιριού, του φθινοπώρου, του χειμώνα): «βρισκόμαστε στην καρδιά της άνοιξης κι όλη η φύση φοράει την πολύχρωμη φορεσιά της || κάνει φοβερό κρύο, γιατί βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα». Είναι και φορές που της φρ. προτάσσεται το μέσα·
- σφίγγεται η καρδιά μου, α. κυριεύομαι από συναισθήματα οίκτου, θλίψης, λύπης: «σφίγγεται η καρδιά μου, κάθε φορά που σκέφτομαι πώς κατάντησε αυτός ο άνθρωπος!». β. φοβάμαι πάρα πολύ: «κάθε φορά που περνάω βράδυ έξω από νεκροταφείο, σφίγγεται η καρδιά μου»·
- σφίγγω την καρδιά μου, υπομένω αγόγγυστα κάποιον ψυχικό πόνο, κάνω υπομονή, προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος: «όλα τα στοιχεία ήταν σε βάρος μου, αλλά έσφιξα την καρδιά μου και περίμενα να λάμψει η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω την καρδιά να σφίξω, πέτρα πίσω μου να ρίξω και να φύγω
- τα φύλλα της καρδιάς, βλ. λ. φύλλο·
- τα χείλη δείχνουν, αλλά η καρδιά δε δείχνει, λέγεται στην περίπτωση που τα λόγια ενός ατόμου δε συμβαδίζουν με τα αισθήματά του: «μην πιστεύεις που σου λέει πως σ’ αγαπά, γιατί, απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω, τα χείλη δείχνουν, αλλά η καρδιά δε δείχνει»·
- την έχει βασίλισσα στην καρδιά του, βλ. λ. βασιλιάς·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, πολλές φορές με τα λόγια που λέμε, επηρεάζουμε τα συναισθήματα κάποιου για κάποιον: «να εκφέρεις με περίσκεψη τη γνώμη σου για κάποιον και να θυμάσαι πως της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί»· 
- το αντέχει η καρδιά σου να…! βλ. φρ. πώς το αντέχει η καρδιά σου να…(;)·
- το βαστά η καρδιά σου να…! βλ. φρ. πώς το βαστά η καρδιά σου να…(;)·
- το λέει η καρδιά του, είναι άφοβος, τολμηρός, ανδρείος, γενναίος: «δε φοβάται να τα βάλει με κανέναν, γιατί το λέει η καρδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: Μήτσο, ήσουν παλικάρι και με την μεγάλη χάρη· άσπρα τώρα τα μαλλιά σου, μα το λέει η καρδιά σου
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, πολλές φορές ο έρωτας ξεκινάει από την ωραία εμφάνιση και έπειτα επηρεάζει το αίσθημα: «ήταν τόσο όμορφη που μόλις την είδε ένιωσε κεραυνοβόλο έρωτα γιατί, το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά»· βλ. και φρ. από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει·
- το χέρι της καρδιάς, βλ. λ. χέρι·
- το ’χω βάρος στην καρδιά μου, βλ. λ. βάρος·
- τον έβαλα στην καρδιά μου, τον συμπάθησα πάρα πολύ, τον αγάπησα: «είναι πολύ καλός άνθρωπος κι απ’ την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας τον έβαλα στην καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα σε συλλογίζομαι, ντερβίση αμαξά μου, είσαι κουρνάζος, μάγκα μου, σ’ έβαλα στην καρδιά μου
- τον έβγαλα απ’ την καρδιά μου, έπαψα να τον αγαπώ, να τον συμπαθώ: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον έβγαλα απ’ την καρδιά μου»·
- τον έκλεισα στην καρδιά μου, βλ. φρ. τον έβαλα στην καρδιά μου·
- τον έχω (μέσ’) στην καρδιά μου, τον συμπαθώ πάρα πολύ, τον αγαπώ πολύ: «είναι τόσο καλός και τόσο ευχάριστος, που τον έχω μέσ’ στην καρδιά μου απ’ τη μέρα που τον γνώρισα». (Λαϊκό τραγούδι: έγιναν γκρίζα τα μαλλιά κι ακόμα σ’ έχω στην καρδιά μου
- τον πονά η καρδιά μου, ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν, πάσχω, υποφέρω, όταν του συμβαίνει κάτι κακό: «δικός μου άνθρωπος είναι και τον πονά η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, βρε Σοκιανή, Κουσαδιανή, η καρδιά μου σε πονεί
- τον σιχάθηκε η καρδιά μου, με αηδίασε με τη συμπεριφορά του: «είναι τόσο αισχρός άνθρωπος, που τον σιχάθηκε η καρδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: φύγε, γέρο, από κοντά μου, σε σιχάθηκε η καρδιά μου
- τον χαίρεται η καρδιά μου, βλ. φρ. τον χαίρεται η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- του άγγιξα στην καρδιά ή του άγγιξα την καρδιά, τον συγκίνησα βαθύτατα: «είμαι σίγουρος πως του άγγιξα την καρδιά με τη βοήθεια που του πρόσφερα»·
- του άνοιξα την καρδιά, τον έφερα σε καλή ψυχική διάθεση, τον χαροποίησα: «ήταν στενοχωρημένος, αλλά, μόλις του ανήγγειλα πως είχε εγκριθεί το δάνειό του, του άνοιξα την καρδιά || με δυο απανωτά πετυχημένα ανέκδοτα που του είπα, του άνοιξα την καρδιά»· 
- του άνοιξα  την καρδιά μου, του εκμυστηρεύτηκα τους πόθους μου, τα όνειρά μου ή τις ανησυχίες μου: «επειδή τον εμπιστεύομαι  απόλυτα, του άνοιξα την καρδιά μου»·
- του άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο, του εκμυστηρεύτηκα τα πάντα σχετικά με μένα: «μου ενέπνευσε τέτοια εμπιστοσύνη, που του άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο»·
- του ’δωσα το αίμα της καρδιάς μου, βλ. λ. αίμα·
- του κόβω την καρδιά, βλ. συνηθέστ. του κόβω το αίμα, λ. αίμα·
- του ξερίζωσα την καρδιά, που προξένησα μεγάλη στενοχώρια, μεγάλη θλίψη, μεγάλο πόνο: «μόλις του αποκάλυψα πως η κόρη του τα ’χει μπλέξει μ’ έναν αλήτη, του ξερίζωσα την καρδιά»·
- του σπάω την καρδιά, τον κατατρομάζω, τον αιφνιδιάζω και του προκαλώ αναστάτωση, φόβο: «του ’σπασα την καρδιά, μόλις πετάχτηκα ξαφνικά μπροστά του μέσ’ στο σκοτάδι»·
- του τσάκισα την καρδιά, τον στενοχώρησα πάρα πολύ: «τον αποπήρα μπροστά στους γονείς του και του τσάκισα την καρδιά, γιατί καταντροπιάστηκε»·
- τραβά η καρδιά μου, βλ. φρ. λαχταρά η καρδιά μου·
- τραγούδια της καρδιάς, βλ. λ. τραγούδι·
- τρέμει η καρδιά μου, ανησυχώ, φοβάμαι πάρα πολύ μήπως συμβεί κάτι κακό: «τρέμει η καρδιά μου κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου στο σπίτι || τρέμει η καρδιά μου μήπως γίνει κανένας πόλεμος»·
- τρέχει η καρδιά μου αίμα, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο: «κάθε φορά που βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, τρέχει η καρδιά μου αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: σκοτεινιάζει κι όλο βρέχει· αίμ’ απ’ την καρδιά μου τρέχει· δίχως αγκαλιά και χάδι πέφτω απ’ τη γη στον Άδη
- τσακίζει η καρδιά μου, στενοχωριέμαι πάρα πολύ, θλίβομαι: «κάθε φορά που βλέπω τα χάλια αυτού του παιδιού, τσακίζει η καρδιά μου»·
- υγεία και καλή καρδιά! βλ. λ. υγεία·
- φαρμακώνεται η καρδιά μου, νιώθω έντονη ψυχική πίκρα: «φαρμακώνεται η καρδιά μου σαν βλέπω νέα παιδιά να κυλούν στα ναρκωτικά»·
- χαίρεται η καρδιά μου, νιώθω μεγάλη χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη: «χαίρεται η καρδιά μου όταν βλέπω την εγγονούλα μου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σε θέλω πέδιλο να μου φοράς, κυρά μου, για να σε βλέπω, κούκλα μου, να χαίρετ’ η καρδιά μου
- χαλάσαμε τις καρδιές μας, λογοφέραμε, μαλώσαμε, ψυχραθήκαμε: «πες ο ένας πες ο άλλος και για ένα πείσμα της στιγμής, χαλάσαμε τις καρδιές μας». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα ’ρθω πια στην Κοκκινιά, καμωματού ξανθειά μου, γιατί με τα αδέρφια σου χάλασα την καρδιά μου
- χάλασε η καρδιά μου, έχασα το κέφι μου, τη διάθεσή μου, στενοχωρήθηκα: «δε θα ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια, γιατί χάλασε η καρδιά μου μ’ αυτές τις ανοησίες που είπε ο τάδε για μένα». (Λαϊκό τραγούδι: λαχταρώ να σ’ αγκαλιάσω και το νου μου ας το χάσω, έλα πάμε στον οντά μου, ναι μάτια μου, να σε σφίξω να σε λιώσω κι ό,τι έχω να στο δώσω, μη χαλάσεις την καρδιά μου,ναι μάτια μου
- χαλώ την καρδιά μου, θλίβομαι, στενοχωριέμαι: «δεν χαλώ την καρδιά για ψύλλου πήδημα». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν μου πεις, του κάκου, τα μυαλά μου δε γυρνάς, τράβα, φύγε μακριά μου, την καρδιά σου μη χαλάς
- … χτυπά η καρδιά…, βρίσκεται το κέντρο, είναι ο πυρήνας: «στην Αθήνα χτυπά η καρδιά της Ελλάδας || στη Θεσσαλονίκη χτυπούσε κάποτε η καρδιά του μπάσκετ || στο χρηματιστήριο χτυπά η καρδιά της οικονομίας μιας χώρας»·
- χτυπά η καρδιά μου, α. είμαι ερωτευμένος: «όλοι το ’χουν καταλάβει πως χτυπά η καρδιά μου για την τάδε». β. κατέχομαι, βασανίζομαι από έντονη ανησυχία, αγωνιώ πολύ για κάτι, καρδιοχτυπώ: «δεν μπορεί να καταλάβει πώς χτυπά η καρδιά μου, κάθε φορά που καβαλάει τη μηχανή του και τρέχει σαν τρελός!»·
- χωρίς καρδιά, χωρίς προθυμία, χωρίς ευχαρίστηση, χωρίς διάθεση, σχεδόν με το ζόρι: «τον κάλεσε ο άλλος να συμβιβαστούν, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς μπορεί να γίνει, γιατί πήγε χωρίς καρδιά»·
- ψυχράθηκαν οι καρδιές μας, βλ. συνηθέστ. χαλάσαμε τις καρδιές μας.

καρφί

καρφί, το, ουσ. [<μσν. καρφίν <μτγν. καρφίον, υποκορ. του αρχ. κάρφος], το καρφί. 1. (στη γλώσσα της αργκό) ο προδότης, ο σπιούνος, ο καταδότης, ο χαφιές της Ασφάλειας: «αν μάθω ποιος είναι το καρφί, να ξέρει πως θα ’χει κακά ξεμπερδέματα μαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: της ζήτησαν να γίνει του Τσάκαλου καρφί, μα κείνη λέει όχι με βροντερή φωνή). Συνών. καρφής / πρόκα (1) / πρόκας / σπιούνος (1) / χαφιές (1). 2. ο πούτσος, το πέος, ιδίως όταν βρίσκεται σε στύση. Στη βρισιά κάποιου γαμώ την αδερφή σου η στερεότυπη απάντηση ήταν: εγώ δεν έχω αδερφή, έχω όμως ένα καρφί, που γαμάει τη δικιά σου την αδερφή. 3. χοντροκομμένος και προσβλητικός υπαινιγμός, προσβλητικό υπονοούμενο, καθώς και το άτομο που χρησιμοποιεί τέτοιον υπαινιγμό ή τέτοιο υπονοούμενο: «εμένα τα καρφιά δε μ’ αρέσουν κι αν έχεις κάτι εναντίον μου, να μου το πεις στα ίσα || ο τάδε είναι το μεγαλύτερο καρφί της παρέας μας». Συνών. πρόκα (2). 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το χασίσι: «μόλις πήρε το καρφί του, την έκανε για το γρένι του». 5. (για βόλεϊ) δυνατή και σχεδόν κατακόρυφη βολή της μπάλας στην αντίπαλη περιοχή: «το αμυντικό μπλοκ των παιχτών μας εξουδετέρωσε το καρφί των αντιπάλων». Υποκορ. καρφάκι κ. καρφούδι, το. (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- βγάζει καρφί, (για δρόμους) οδηγεί κατευθείαν, ίσια, χωρίς καμιά παρέκκλιση: «απ’ το την πλατεία Βαρδαρίου η Εγνατία οδός βγάζει καρφί στο χώρο της Έκθεσης Θεσσαλονίκης»· βλ. και φρ. πάει καρφί·
- για το καρφί χάνει το πέταλο, λέγεται για άτομο, ιδίως φιλάργυρο, που για να μην υποβληθεί σε μια μικρή δαπάνη, παθαίνει αργότερα πολύ μεγαλύτερη ζημιά, οπότε αναγκάζεται να πληρώσει πολλά περισσότερα: «δεν επισκεύαζε τ’ αυτοκίνητό του, όταν είχε μικροπροβλήματα, για να μη δώσει πέντε φράγκα. Αλλά έτσι είναι αυτός ο άνθρωπος, γιατί απ’ την τσιγκουνιά του για το καρφί χάνει το πέταλο και τώρα τραβάει τα μαλλιά του, γιατί θέλει άλλαγμα η μηχανή». Συνών. για το δέντρο χάνει το δάσος·
- γύφτικα καρφιά, που είναι κοντά, τριγωνικά και με πυραμοειδές κεφάλι: «ό,τι καρφώνεται με γύφτικα καρφιά, αντέχει μια ζωή»·
- δε μου καίγεται καρφί (καρφάκι) ή καρφί (καρφάκι) δε μου καίγεται, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει διόλου, αδιαφορώ τελείως για κάποιον ή για κάτι: «δε μου καίγεται καρφί τι θα κάνεις || καρφάκι δε μου καίγεται για το αν μπορέσεις να τα βγάλεις πέρα με τη δουλειά σου || καρφί δε μου καίγεται που δεν έχω κι εγώ αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα στη ζωή σου να προσέχεις, για γυναίκα μη σου καίγεται καρφί κι αν με κάποια θα τα μπλέξεις, να σκεφτείς πώς θα ξεμπλέξεις μη σε στείλει καμιά μέρα φυλακή
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι στα καρφιά, βλ. φρ. κάθομαι στα καρφιά·
- έπεσε καρφί, συντελέστηκε προδοσία: «από κάποιον έπεσε καρφί και τους μπαγλάρωσαν την ώρα που παραλάμβαναν τα λαθραία»·
- έχει καρφιά η καρέκλα του, δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα ήσυχος σε μια θέση, κινείται διαρκώς: «συνεχώς σηκώνεται και πηγαίνει πέρα δώθε, λες κι έχει καρφιά η καρέκλα του». Ίσως από την ικανότητα του φακίρη να κάθεται ή να ξαπλώνει γυμνός πάνω σε καρφιά, ικανότητα που δεν έχει ο περί ου ο λόγος. Συνών. έχει αγκάθια ο κώλος του / έχει σκουλήκια ο κώλος του·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. έχει καρφιά η καρέκλα του·
- έχω ένα καρφί στην καρδιά, νιώθω συνεχώς μια πίκρα, ένα ψυχικό πόνο για κάτι: «έχω ένα καρφί στην καρδιά, γιατί ο γιος μου απέτυχε στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: κι η θύμησή σου τη νύχτα αυτή μες την καρδιά μου είναι καρφί
- κάθομαι στα καρφιά, ανυπομονώ έντονα: «έμαθε πως έρχεται ο γιος του απ’ το στρατό με άδεια και κάθεται στα καρφιά, μέχρι να τον συναντήσει». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάνω·
- καρφιά έχει η καρέκλα σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε άτομο που δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα ήσυχο σε μια θέση, που κινείται διαρκώς: «τι έχεις και πας κάθε τόσο πέρα δώθε, ρε παιδάκι μου, καρφιά έχ’ η καρέκλα σου;». Συνών. αγκάθια έχει ο κώλος σου; / σκουλήκια έχει ο κώλος σου (;)·
- καρφιά έχει η καρέκλα του, βλ. φρ. έχει καρφιά η καρέκλα του·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. συνηθέστ. καρφιά έχ’ η καρέκλα σου(;)·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. καρφιά έχ’ η καρέκλα του·
- κόβω καρφιά, τουρτουρίζω από το κρύο, ιδίως από τον παγωμένο αέρα που με χτυπάει: «σε περίμενα μια ώρα στη γωνία κι έκοβα καρφιά»·
- μια στο καρφί και μια στο πέταλο, κατηγόριες και παινέματα διαδοχικά ή λέγοντας άλλα τη μια φορά κι άλλα την άλλη για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «και για να μην πάρει κανείς αέρα, ήταν συνέχεια μια στο καρφί και μια στο πέταλο»·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), προκαλώ τη ζήλια του: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, μπαίνω καρφί στο μάτι καθενός». (Λαϊκό τραγούδι: μα πεθάνεις, να πεθάνεις, να πεθάνεις με τα νάζια και τα κόλπα που μου κάνεις. Δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω, και στο μάτι σου γυαλί - καρφί θα μπαίνω). Από την επί του όρους ομιλία του Χριστού: κάρφος ὀφθαλμῶν τοῦ ἀδελφοῦ σου, όπου όμως γίνεται παρανόηση, γιατί κάρφος σημαίνει αχυράκι κι όχι καρφί. Συνών. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου) / μπαίνω στο μάτι (κάποιου)·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, βλ. λ. σπίτι·
- πάει καρφί, (για πρόσωπα) πάει κατευθείαν: «μόλις του ζητάει κάτι η γυναίκα του, πάει καρφί και της το αγοράζει»· βλ. και φρ. βγάζει καρφί·
- πετώ καρφί ή πετώ καρφιά ή πετώ τα καρφιά μου, α. κάνω ενοχλητικές παρατηρήσεις σε κάποιον, ιδίως μπροστά σε κόσμο, του απευθύνω προσβλητικούς υπαινιγμούς, προσβλητικά υπονοούμενα: «σου είπα χίλιες φορές πως δε θέλω να μου πετάς καρφιά μπροστά στον κόσμο». β. μιλώ με υπονοούμενα σε κάποιον, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε να καταλάβει ακριβώς τι εννοώ για να εκνευριστεί ή για να ανησυχήσει: «μόλις κατάλαβε το καρφί που του πέταξε, κατέβασε το κεφάλι του κι έφυγε»·
- ρίχνω καρφί ή ρίχνω καρφιά ή ρίχνω τα καρφιά μου, βλ. φρ. πετώ καρφί·
- τα κάνω γυαλιά καρφιά, βλ. λ. γυαλί·
- το τελευταίο καρφί στο φέρετρο, λέγεται για ό,τι ολοκληρώνει μια καταστροφή, το τελειωτικό χτύπημα: «από καιρό δεν πήγαινε καλά η δουλειά του και η τελευταία απεργία των υπαλλήλων του ήταν γι’ αυτόν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο»·
- του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο, βλ. λ. φτωχός.

κόπος

κόπος, ο, πλ. κόποι, οι κ. κόπια, τα, ουσ. [<αρχ. κόπος <κόπτω]. 1. η μεγάλη σωματική ή πνευματική προσπάθεια που καταβάλλεται για την επίτευξη κάποιου σκοπού, καθώς και η κούραση που προέρχεται από την προσπάθεια αυτή: «είχε πολύ κόπο αυτή η δουλειά || αγόρασα με μεγάλο κόπο αυτό το σπιτάκι για να βάλω μέσα την οικογένειά μου || χωρίς κόπο δεν προκόβει κανείς στη ζωή του || χρειάστηκε πολύς κόπος για να γραφεί το λεξικό που κρατάτε στα χέρια σας». 2. η αμοιβή για την προσπάθεια που κατέβαλε κάποιος να φέρει σε πέρας κάποια συγκεκριμένη εργασία: «μόλις τέλειωσα τη δουλειά του, πήγε να μου φάει τον κόπο μου || δε θα επιτρέψω σε κανέναν να μου φάει τους κόπους της δουλειάς μου || δε χαρίζω σε κανέναν τα κόπια μου». (Χριστουγεννιάτικα κάλαντα: ανοίξτε τα κουτάκια σας τα κατακλειδωμένα και δώσ’ τε μας τον κόπο μας να πάμε σ’ άλλη πόρτα). (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- άβουλος ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. λ. νους·
- άδικος κόπος, βλ. φρ. χαμένος κόπος·
- αν δε σου κάνει κόπο ή αν δε σας κάνει κόπο, παρακλητική έκφραση για εξυπηρέτηση: «μια και πας στο περίπτερο, αν δε σου κάνει κόπο, πάρε και για μένα ένα πακέτο τσιγάρα»·
- αξίζει τον κόπο, δεν είναι άσκοπο, δεν είναι μάταιο: «άξιζε τον κόπο που τους συμφιλιώσαμε, γιατί τώρα ζούνε ευτυχισμένοι»·
- άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. λ. νους·
- για τον κόπο σου, παροχή που δίνεται σε κάποιον ως αμοιβή εργασίας: «πάρε τόσα λεφτά για τον κόπο σου || πόσα θέλετε για τον κόπο σας;»·
- δεν αξίζει τον κόπο, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι ανάξιο(ς) λόγου, ασήμαντο(ς), τιποτένιο(ς): «δεν αξίζει τον κόπο ν’ ασχολείσαι άλλο μ’ αυτόν τον αλήτη || δεν αξίζει τον κόπο να στενοχωριέσαι που έχασες έναν κοινό αναπτήρα»·
- είναι κόπου άξιο, αξίζει κανείς να ασχοληθεί με αυτό που γίνεται λόγος: «είναι κόπου άξιο να προσπαθήσουμε να τους μονοιάσουμε, γιατί είναι καλά παιδιά»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, βλ. λ. δουλειά·
- κάνεις τον κόπο να…; (με παρακλητική διάθεση) μπορείς να…(;): «κάνεις τον κόπο, μια κι είσαι όρθιος, να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό; || κάνεις τον κόπο να φωνάξεις απ’ το σπίτι τον αδερφό μου;»·
- κάνω τον κόπο, βλ. φρ. μπαίνω στον κόπο·
- μάταιος κόπος, βλ. φρ. χαμένος κόπος·
- με κόπο, με συνεχή προσπάθεια και δυσκολία: «όλη αυτή η περιουσία που βλέπεις, έγινε με κόπο»·
- με κόπους και με βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
- μετά πολλών κόπων και βασάνων, βλ. λ. βάσανο·
- μου κάνει κόπο, μου προκαλεί κούραση, ταλαιπωρία: «εσένα αν σ’ αρέσει, πήγαινε, πάντως εμένα μου κάνει κόπο να τρέχω για ορειβασία πάνω στα κατσάβραχα»·
- μπαίνω στον κόπο, δέχομαι να καταβάλω κάποια προσπάθεια για ένα σκοπό, δέχομαι να προσπαθήσω για κάτι: «μπες στον κόπο, σε παρακαλώ, να με βοηθήσεις να μεταφέρω αυτό το μπαούλο μέχρι τη στάση των ταξί! || δεν μπαίνει στον κόπο ούτε καν να σκεφτεί!»·
- οι κόποι μιας ζωής, όλα όσα έχει κερδίσει κάποιος με την εργασία του κατά τη διάρκεια της ζωής του: «άφησε τους κόπους μιας ζωής σ’ ένα ορφανοτροφείο, γιατί δεν είχε οικογένεια»·
- πάνε οι κόποι μου χαμένοι ή πάνε χαμένοι οι κόποι μου, ενήργησα ή προσπάθησα άσκοπα, μάταια, ανώφελα: «προσπάθησε να κάνει μια δική του δουλειά, αλλά πάνε οι κόποι του χαμένοι, γιατί απέτυχε || προσπάθησα να τον τραβήξω απ’ τον κακό δρόμο, αλλά πάνε οι κόποι μου χαμένοι». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα του μπελά και σε μπελά με βάζεις, χαμένοι πάν’ οι κόποι μου, -ρε τ’ είν’ αυτά;- μυαλό πια δεν αλλάζεις
- σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι, βλ. λ. γουρούνι·
- τα καλά κόποις κτώνται, τα αγαθά ή η επιτυχία στη ζωή αποκτιούνται ύστερα από κόπο: «πρέπει να δουλέψεις σκληρά, αν θέλεις να μην σου λείψει τίποτα, γιατί τα καλά κόποις κτώνται || για να γίνεις γιατρός χρειάζεται σκληρό διάβασμα, γιατί τα καλά κόποις κτώνται»·
- τζάμπα κόπος, βλ. φρ. χαμένος κόπος·
- τι κάνει ο κόπος σου; πόσα χρήματα ζητάς για την εργασία που μου πρόσφερες(;)·
- τον βάζω σε κόπο, τον υποβάλλω σε κούραση, σε ταλαιπωρία: «μην τον βάζεις σε κόπο, δε βλέπεις που είναι γέρος άνθρωπος;»·
- του ’μεινε ο κόπος διάφορο, η προσπάθειά του δεν είχε επιτυχή έκβαση: «πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις να στήσει την επιχείρηση που λαχταρούσε, αλλά στο τέλος του ’μεινε ο κόπος διάφορο»·
- χαμένος κόπος, ενέργεια ή προσπάθεια άσκοπη, μάταιη, ανώφελη: «προσπάθησα να τον συνετίσω, αλλά χαμένος κόπος, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι».(Λαϊκό τραγούδι: εμένα φίλε δε με τουμπάρει αυτός ο τρόπος, μην επιμένεις, χαμένα λόγια, χαμένος κόπος).

κουνούπι

κουνούπι, το, ουσ. [<μσν. κουνούπιν <μτγν. κωνώπιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κώνωψ], το κουνούπι. 1. άνθρωπος πολύ ενοχλητικός: «πάμε να φύγουμε, γιατί, αν μας κολλήσει αυτό το κουνούπι, δε θα μπορούμε να το ξεκολλήσουμε από κοντά μας». Από το ότι δεν μπορούμε να απαλλαγούμε εύκολα από το κουνούπι, καθώς και από το ότι το τσίμπημά του προκαλεί φαγούρα. 2. άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «εσύ, κοτζάμ γιατρός, μπορείς να μου πεις γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτό το κουνούπι;»·
- αφήνει να περάσει ο ελέφαντας και δείχνει το κουνούπι, προβάλλει κάτι το ασήμαντο, ενώ παραβλέπει συνειδητά κάτι πολύ σπουδαίο: «η αντιπολίτευση θέλοντας να μειώσει τη δημιουργική πορεία της κυβέρνησης, αφήνει να περάσει ο ελέφαντας και δείχνει το κουνούπι»·
- βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι απ’ το κουνούπι ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν περνάει κουνούπι, δεν περνάει κανείς, είναι εντελώς αδύνατη η πρόσβαση, η διέλευση (καθ’ υπερβολή) ακόμη και για τα κουνούπια που είναι πολύ μικρά: «ο κλοιός της αστυνομίας ήταν τόσο ασφυκτικός, που δεν περνούσε κουνούπι χωρίς έλεγχο»·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βλ. λ. μύγα·
- και το κουνούπι μπαίνει στη μύτη, πολλές φορές και οι αδύναμοι μπορούν να κάνουν έντονη την παρουσία τους, μπορούν να πάρουν εκδίκηση από άλλους που είναι ισχυρότεροί τους: «μην επαναπαύεσαι με την εντύπωση πως, επειδή είναι αδύναμος δε μπορεί να σου κάνει τίποτα για το κακό που του έκανες γιατί, δεν πρέπει να σου διαφεύγει πως, και το κουνούπι μπαίνει στη μύτη»·
- μου μπαίνει σαν κουνούπι στη μύτη, είναι πολύ ενοχλητικός, ενεργεί προκλητικά σε βάρος μου: «πες του να μη μου μπαίνει σαν κουνούπι στη μύτη, γιατί θα τον σαπίσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου κολλάς και μη μου μπαίνεις σαν κουνούπι μες τη μύτη, αν θες να τα ’χουμε καλά, μη μου κολλάς, γιατί, στο λέω, θα με χάσεις απ’ το σπίτι). Από τη δυσάρεστη θέση που βρίσκεται κάποιος, όταν μπει ένα κουνούπι στη μύτη του·
- τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι, είμαι κατά πολύ ανώτερός του ή ισχυρότερός του και ως εκ τούτου δεν τον υπολογίζω διόλου, απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του. Από το ότι, το κουνούπι είναι πάρα πολύ μικρό σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα / τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι·
- τον έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι, τον κατανίκησε, τον διέλυσε: «τον έπιασε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν το κουνούπι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει το κουνούπι με την παλάμη του. Συνών. τον έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα / τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι.

κρέας

κρέας, το, ουσ. [<αρχ. κρέας], το κρέας. 1. άνθρωπος χοντρός, αργοκίνητος: «κουνήσου, ρε κρέας, γιατί θα χάσουμε το τρένο!». 2. άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτό το κρέας». 3. το πέος, ο πούτσος: «το κρέας του ξεχώριζε αμέσως απ’ το στενό παντελόνι που φορούσε». 4. εκστομίζεται και ως βρισιά σε άντρα ή και γυναίκα: «άντε πάρε δρόμο από δω, ρε κρέας!». 5. στον πλ. τα κρέατα, οι παχιές σάρκες χοντρού άντρα, ιδίως χοντρής γυναίκας, που αποκαλύπτονται από το τολμηρό ντύσιμό της: «μόλις είδα τα κρέατά της, μου κόπηκε κάθε διάθεση για έρωτα». Τέλος, στα πολύ δύσκολα προπολεμικά και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μόνο όταν η οικογένεια μαγείρευε κρέας έλεγε πως έχει φαγητό. Υποκορ. κρεατάκι, το. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- ακόμη λέει το κρέας τσιτσί, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας,  θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη λέει το κρέας τσιτσί και θέλει να μας κάνει το δάσκαλο!». Το ότι λέει το κρέας τσιτσί παραπέμπει αμέσως στη νηπιακή ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- άσπρα κρέατα, το κρέας των ψαριών και των πουλερικών σε αντιδιαστολή με τα κόκκινα κρέατα: «η υγεία μας απαιτεί πολλά άσπρα κρέατα»·
- βάζει κρέας στον κώλο του, λέγεται ιδίως για άντρα που δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, πρόκειται για άτομο ανάξιο λόγου, ασήμαντο, τιποτένιο: «πώς να δώσεις βάση στα λόγια του, αφού βάζει κρέας στον κώλο του». Συνών. βάζει τη βάρκα στο λιμάνι·
- βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας ή βάλε μυαλό να μη σου βάλω κρέας, βλ. λ. μυαλό·
- βαφτίζει το κρέας ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- δε βάζει κρέας απάνω του, δεν παχαίνει, δεν μπορεί να παχαίνει, παρά το πολύ φαγητό που καταναλώνει: «όσο και να τρώει αυτό το παιδί, δε βάζει κρέας απάνω του, γιατί όλη τη μέρα τρέχει στους δρόμους»·
- δεν παίρνει κρέας απάνω του, βλ. φρ. δε βάζει κρέας απάνω του·
- δεν πιάνει κρέας απάνω του, βλ. φρ. δε βάζει κρέας απάνω του·
- είναι ένα κρεβάτι κρέας, βλ. λ. κρεβάτι·
- είναι ένα μάτσο κρέας, βλ. φρ. είναι ένα κρεβάτι κρέας·
- είναι νύχι και κρέας, βλ. λ. νύχι·
- θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας, δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα, δεν έχεις τη δυνατότητα να μου κάνεις κακό: «μην έχεις την εντύπωση πως μ’ αυτά που λες σε φοβάμαι, γιατί θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας». Από το ότι έτσι ή αλλιώς τα μούτρα είναι από κρέας, οπότε δεν μπορεί να κάνει κανείς κάτι παραπάνω· 
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, (ειρωνικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν δε καθίσεις φρόνιμα, θα σου βάλω κρέας στον κώλο, στο λέω»·
- θα σου κάνω τα μούτρα κρέας, (απειλητικά) θα σε χτυπήσω πολύ άγρια και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά: «αν ξαναγυρίσεις μεθυσμένος στο σπίτι, θα σου κάνω τα μούτρα κρέας»·
- κόκκινα κρέατα, το κρέας των μοσχαριών και των βοδιών σε αντιδιαστολή με τα άσπρα κρέατα: «τα κόκκινα κρέατα είναι απαραίτητα για τον οργανισμό του ανθρώπου, γιατί έχουν πρωτεΐνες»· 
- κρέας μπαίνει, κρέας βγαίνει, το ζουμί κέρδος μένει, α. έκφραση που λέγεται υπό τύπον αστεϊσμού σε άτομο που υποτίθεται πως του προτείνουμε να του επιβάλουμε τη σεξουαλική πράξη, με την έννοια πως όχι μόνο δεν πρέπει να φοβάται αλλά πως θα βρεθεί και ωφελημένος. β. έκφραση που λέγεται ειρωνικά σε άτομο που περνάει δύσκολες καταστάσεις με την έννοια πως ακόμη και από τα χειρότερα μπορεί να υπάρξει κάποια ωφέλεια·
- σαν το νύχι με το κρέας, βλ. λ. νύχι·
- του ’κανα τα μούτρα (τη μάπα, τη μούρη) από κρέας, δεν μπόρεσα να του κάνω κάποιο κακό: «όσο κι αν προσπάθησα να τον μειώσω μπροστά στους άλλους, του ’κανα τα μούτρα από κρέας, γιατί αποδείχτηκε πολύ αναίσθητος»·
- του ’κανα τα μούτρα (τη μάπα, τη μούρη) κρέας, α. τον χτύπησα άγρια και του προξένησα πολλές πληγές στο πρόσωπο από τα χτυπήματα που του κατάφερα: «του ’δωσε τέτοιο ξύλο του φουκαρά, που του ’κανε τα μούτρα κρέας». β. τον κατατρόπωσα, τον εκμηδένισα σε μια διαλογική συζήτηση: «πήγε να τα βάλει με τον τάδε, που είναι εγκυκλοπαιδικά μορφωμένος και του ’κανε τα μούτρα κρέας»·
- τρώει τα κρέατά του, είναι πολύ εκνευρισμένος, είναι εκτός εαυτού: «μην πας να του ζητήσεις τίποτα, γιατί αυτή τη στιγμή τρώει τα κρέατά του». Συνών. τρώει τα μανίκια του / τρώει τις σάρκες του.

κυκλοφορία

κυκλοφορία, η, ουσ. [<αρχ. κυκλοφορία (= κυκλική κίνηση)], η κυκλοφορία. 1. η κίνηση των ανθρώπων, ιδίως των αυτοκινήτων στους δρόμους: «άργησα να ’ρθω, γιατί είχε μεγάλη κυκλοφορία». 2. η διάδοση: «η κυκλοφορία τέτοιων φημών μόνο κακό μπορεί να κάνει στο εμπόριο». 3. η συναλλαγή, το πάρε δώσε, η διακίνηση ενός εμπορεύματος στα πλαίσια ενός κυκλώματος: «η κυκλοφορία του χρήματος || είναι αλήθεια πως η κυκλοφορία των ναρκωτικών ξεκινάει απ’ τα σχολεία; || απ’ τη μέρα που εξαπλώθηκε η τηλεόραση, έπεσε η κυκλοφορία των εφημερίδων»·
- αριθμός κυκλοφορίας, βλ. λ. αριθμός·
- βάζω στην κυκλοφορία, (για εμπορεύματα) βλ. φρ. ρίχνω στην κυκλοφορία·
- βγάζω απ’ την κυκλοφορία, α. (για εμπορεύματα) αποσύρω από την αγορά: «επειδή δεν είχε ζήτηση αυτό το είδος, το ’βγαλα απ’ την κυκλοφορία». β. (στη γλώσσα της αργκό για πρόσωπα) εξουδετερώνω, συλλαμβάνω κάποιον: «μόνο ο τάδε αστυνομικός κατάφερε να βγάλει απ’ την κυκλοφορία τον επικίνδυνο κακοποιό». γ. σκοτώνω, φονεύω: «δεν μπορείς να βγάζεις απ’ την κυκλοφορία όποιον υποπτεύεσαι πως τα ρίχνει στη γυναίκα σου». Συνών. βγάζω απ’ τη μέση (β)·
- βγαίνω απ’ την κυκλοφορία, (στη γλώσσα της αργκό) αποχωρώ από την ενεργό δράση, ιδίως από την παρανομία: «κάποτε ήταν ο πρώτος μπουκαδόρος, αλλά, επειδή τον πήραν τα χρόνια, βγήκε απ’ την κυκλοφορία»·
- βγαίνω στην (σε) κυκλοφορία, (στη γλώσσα της αργκό) αρχίζω να συμμετέχω ενεργά σε μια διαδικασία ή κατάσταση και γνωρίζω από κοντά τις δυσκολίες της: «όσοι είναι έξω απ’ το χορό, δεν ξέρουν τι λένε, γιατί μόνο όταν βγεις στην κυκλοφορία γνωρίζεις από κοντά τα πράγματα και τι δυσκολίες έχουν»·
- είναι εκτός κυκλοφορίας, (στη γλώσσα της αργκό) έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση, ιδίως από την παρανομία: «έχει εξαφανιστεί απ’ την πιάτσα, γιατί από καιρό είναι εκτός κυκλοφορίας»·
- η κυκλοφορία της μπάλας, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) λέγεται στην περίπτωση που οι παίχτες της ίδιας ομάδας ανταλλάσσουν μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού πολλές πάσας, που κάνουν ομαδικό παιχνίδι, που παίζουν ομαδικά: «ο νέος προπονητής είναι υπέρ της κυκλοφορίας της μπάλας»·
- μπαίνω στην (σε) κυκλοφορία, βλ. φρ. βγαίνω στην (σε) κυκλοφορία·
- ρίχνω στην κυκλοφορία, (για εμπορεύματα) το διακινώ, το θέτω προς πώληση: «μόλις έριξα στην κυκλοφορία το νέο προϊόν, έγινε ανάρπαστο || οι έμποροι ναρκωτικών είναι έτοιμοι να ρίξουν στην κυκλοφορία ένα νέο ναρκωτικό»·
- τον βγάζω απ’ την κυκλοφορία, (στη γλώσσα της αργκό) τον δολοφονώ, τον σκοτώνω: «επειδή μας κάρφωσε στην Ασφάλεια, τον βγάλαμε απ’ την κυκλοφορία». Συνών. τον βγάζω απ’ τη μέση (β).

κώλος

κώλος, ο, ουσ. [<μσν. κῶλος <αρχ. επίθ. κῶλον (ενν. έντερον)]. 1. οι γλουτοί, τα πισινά, τα κωλομέρια, τα κωλομάγουλα: «όπως περνούσε από δίπλα της, της έδωσε μια τσιμπιά στον κώλο». 2. ο πρωκτός: «όταν είμαι δυσκοίλιος, με πονάει ο κώλος μου». 3. τα νώτα: «του γύρισε τον κώλο του κι έφυγε». 4. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω πάρε δώσε με κάτι κώλους σαν και σένα». 5. απευθύνεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση: «ναι, ρε κώλε, κάτι μας είπες τώρα! || έλα δω, ρε κώλε, γιατί με κατηγόρησες;». 6. το πίσω μέρος του παντελονιού που εφάπτεται στους γλουτούς: «πήγαινε ν’ αλλάξεις παντελόνι, γιατί αυτό που φοράς, τρύπησε ο κώλος του». 7. άνθρωπος με πρόσωπο άσχημο ή όμορφο, ανάλογα με τη σεξουαλική διάθεση εκείνου που το λέει: «ήταν άσχημος σαν κώλος», λέει ένας συνηθισμένος άνθρωπος, γιατί στο νου του ο κώλος είναι το σημείο αποβολής των ακαθαρσιών, των περιττωμάτων του ανθρώπινου οργανισμού, ενώ ένας σοδομιστής που ο κώλος είναι το σημείο εκτόνωσης, ικανοποίησης της σεξουαλικής του ορμής, θα πει: «ήταν όμορφος σαν κώλος». Στη δεύτερη περίπτωση η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του χεριού ενωμένα στις άκρες τους να έρχονται στα χείλη και, μόλις δεχτούν ένα ρουφηχτό και ηχηρό φιλί, το χέρι να τινάζεται μπροστά και λίγο προς τα πάνω και τα δάχτυλα να ανοίγουν ελευθερώνοντας την παλάμη. 8. για το άτομο που έχει αδικαιολόγητη υπεροπτική συμπεριφορά και επιδεικνύει προσποιητή ανδρεία, λέγονται και οι παρακάτω φράσεις: μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος επεισόδιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι. Από τα παιδιά της δεκαετίας του 1950 και λιγότερο του 1960 άκουγα που απάγγειλαν χάριν αστεϊσμού στην παρέα ή εν χορώ το παρακάτω ποιηματάκι: ο Γιώργος (ή όποιο άλλο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε ένα δεκάρι, και το δεκάρι το ’δωσε και πήρε μια κουτάλα και πήγε στον απόπατο να φάει φασουλάδα. (Ακολουθούν 262 φρ.)·
- αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- αν βαστάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου βαστάει ο κώλος έλα, αν τολμάς, αν έχεις το θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ για ν’ αποκτήσεις τα καλά που ονειρεύεσαι, γιατί είναι γνωστό πως στη ζωή, αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δεν τελειώνει η δουλειά·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- αν κρατάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου κρατάει ο κώλος, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- άναψε ο κώλος μου, α. βρίσκομαι για πολλή ώρα καθισμένος στην ίδια θέση: «άντε, ρε παιδιά, πάμε και καμιά βόλτα, γιατί άναψε ο κώλος μου να κάθομαι τόσες ώρες σ’ αυτή την καρέκλα!». β. κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «άναψε ο κώλος μου να τρέχω απ’ το πρωί από γραφείο σε γραφείο για να μαζέψω όλες τις υπογραφές»· βλ. και φρ. πήρε ο κώλος μου φωτιά·
- άνοιξε ο κώλος μου, α. έχω μεγάλη τύχη, μου έρχονται όλα πολύ ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, άνοιξε ο κώλος μου». β. κερδίζω ασταμάτητα σε χαρτοπαίγνιο: «απ’ τη στιγμή που κάθισε αυτός ο τύπος δίπλα μου, μου ’φερε τόσο γούρι, που άνοιξε ο κώλος μου»·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, εξουθενώθηκα από την κούραση, από την προσπάθεια που κατέβαλα: «μια στιγμή να καθίσω λιγάκι, γιατί άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο απ’ τη μετακόμιση»·
- απ’ τον κώλο ως το μουνί ή απ’ το μουνί ως τον κώλο, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια πάρα πολύ μικρή, κοντινή απόσταση: «το σπίτι μου απ’ το σημείο που βρισκόμαστε είναι απ’ τον κώλο ως το μουνί και θα πάρουμε ταξί!». Πρβλ.: απ’ τη ζωή ως το θάνατο είν’ ένα μονοπάτι κι από τον κώλο ως το μουνί δυο δάχτυλα και κάτι·
- άσ’ αυτά του κώλου! ειρωνική αμφισβήτηση ή απόρριψη των προτάσεων κάποιου, γιατί θεωρούμε πως μας λέει ψέματα ή γιατί αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «αν μου δανείσεις σήμερα ένα εκατομμύριο, σε δυο μέρες θα σου το επιστρέψω διπλό. -Άσ’ αυτά του κώλου!». Συνών. άσ’ αυτά τα σάπια(!)· 
- άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί, βλ. λ. πόρος·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιδιώκει να μας προκαλέσει ή να μας υποβαθμίσει επιδεικνύοντάς μας τα λεφτά του. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που προσπαθεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό, με κάποια λεφτά. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση. γ. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. φρ. αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, α. επιθετική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που, μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποιο δημόσιο έγγραφο·
- βάζει κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζω κώλο, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω κώλο πως θα γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σας τα λέω». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό, ιδίως πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα, να αφήσει να χρησιμοποιήσουν τον κώλο του όπως οι άλλοι θέλουν·
- βάλ’ το στον κώλο σου! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, βλ. λ. φωτιά· 
- βγήκαν τα σκατά να κοροϊδέψουν τον κώλο, βλ. λ. σκατά·
- βελόνες έχει ο κώλος σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- βλέπει κι ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. έχει και στον κώλο μάτια·
- βλέπω του κώλου μου την τρύπα, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω του κώλου μου την τρύπα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου· βλ. και φρ. είδα του κώλου μου την τρύπα·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- βρήκε μπόλικη μυτζήθρα ο γύφτος κι άλειψε και στον κώλο του, βλ. λ. γύφτος·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί, έκφραση αδιαφορίας προς το άτομο που μας πληροφορεί για τις απειλές που εκτοξεύει κάποιος εναντίον μας, και έχει την έννοια πως δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα: «ο τάδε λέει πως, αν σε συναντήσει, θα σε σπάσει στο ξύλο. -Γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί»·
- γαμώ τον κώλο μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον κώλο μου γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τον κώλο σου! ή σου γαμώ τον κώλο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τον κώλο σου, ασχολείσαι συνέχεια με μένα! || σου γαμώ τον κώλο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς να πάρεις άδεια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- για να σφίγγουν οι κώλοι ή για να σφίξουν οι κώλοι, λέγεται στην περίπτωση που κάποια ενέργεια γίνεται για εκφοβισμό: «κάθε τόσο βάζει δεξιά αριστερά τις φωνές για να σφίγγουν οι κώλοι»·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- γίναμε κώλος, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «πιάσαμε κουβέντα για τα πολιτικά και γίναμε κώλος»·
- γλείφω κώλο, α. έκφραση με την οποία θέλουμε να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε: «γλείφω κώλο, αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα λέω. β. επιθυμώ να αποκτήσω κάτι πάρα πολύ: «γλείφω κώλο για να πάρω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει τον κώλο κάποιου·
- γλείφω κώλους, ταπεινώνομαι σε διάφορους για να πετύχω κάτι: «τον τελευταίο καιρό γλείφω κώλους για να διορίσω το γιο μου στο δημόσιο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει διάφορους κώλους·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, βλ. λ. γυναίκα·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. λ. γαμιέμαι· 
- δεν αγαπάει παρά τον κώλο του, βλ. φρ. κοιτάζει μόνο τον κώλο του·
- δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «έχω ένα μικρό σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- δεν έχει κώλο για κάθισμα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «δεν μπορεί να μείνει μια στιγμή ήσυχος, γιατί δεν έχει κώλο για κάθισμα, κι όλο με κάτι θέλει να καταγίνεται»·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του ή δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν κάθεται στον κώλο του, είναι πολύ εργατικός, πολύ δραστήριος: «απ’ το πρωί που θα ξυπνήσει μέχρι να βραδιάσει, δεν κάθεται στον κώλο του»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω  τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω πολλή και συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν του βαστάει ο κώλος! δεν έχει το θάρρος, τη δύναμη να αναμετρηθεί με κάποιον: «μην τον ακούς που λέει πως, αν τον συναντήσει, θα τον δείρει, γιατί δεν του βαστάει ο κώλος!»·
- δίνω κώλο, επιθυμώ τόσο πολύ να πετύχω ή να αποκτήσω κάτι, που μπορώ να κάνω και πράγματα μειωτικά για τον εαυτό μου: «δίνω κώλο για μια θέση στο δημόσιο || δίνω κώλο για ν’ αποκτήσω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, βλ. λ. κεφάλι·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο (ενν. από το καθισιό), δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω ασύστολα: «τον τελευταίο καιρό έχω τέτοια σπαρίλα, που έβγαλε ο κώλος μου κάλο»·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να περπατήσουμε λίγο, γιατί έβγαλε ο κώλος μου κάλο όλη τη μέρα καθισμένος πίσω απ’ το γραφείο». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μην καθυστερήσω λεπτό): «σ’ ένα μήνα δίνει εξετάσεις κι έβγαλε ο κώλος του κάλο απ’ το διάβασμα»·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή μου: «είσαι πολύ μικρός για να με ξεγελάσεις, γιατί, εμένα που με βλέπεις, έβγαλε ο κώλος μου μαλλί τόσα χρόνια στην πιάτσα». Από το ότι το άτομο που έχει τρίχες (μαλλί) στον κώλο του, είναι και μεγάλο στην ηλικία, πράγμα που παραπέμπει στην πείρα που θα έχει αποκτήσει· βλ. και φρ. μάλλιασε ο κώλος μου·
- έγινα κώλος, λερώθηκα πάρα πολύ: «θέλησα να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό μου κι έγινα κώλος με τα λάδια και τα γράσα». Από την εικόνα του ατόμου που τα έκανε απάνω του·
- έγινε κώλος, (για μηχανήματα)έπαθε μεγάλη ζημιά, καταστράφηκε: «έφαγε τέτοιο τράκο τ’ αυτοκίνητο, που έγινε κώλος»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έγινε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- έγινε σαν της μαϊμούς τον κώλο, βλ. λ. μαϊμού·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. λ. δουλειά·
- εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κανείς το παράπονό του για απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του, ή στην περίπτωση που το αποκλείουν χωρίς λόγο από μια διαδικασία, από μια ομαδική εκδήλωση ή και μοιρασιά: «γιατί, ρε παιδιά, να μην έρθω μαζί στην εκδρομή, εγώ από κώλο βγήκα; || εμείς από κώλο βγήκαμε, ρε παιδιά, και δε μου δίνεται και μένα κάτι απ’ την μπάζα που κάναμε;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κανείς κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω κι εγώ εκδρομή, εμείς από κώλο βγήκαμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για το άτομό του. Συνών. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι) / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; / εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. λ. καζάνι·
- είδα του κώλου μου την τρύπα, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «κάναμε τέτοια τράκα, που είδα του κώλου μου την τρύπα». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου · βλ. και φρ. βλέπω του κώλου μου την τρύπα·
- είδε η μαϊμού τον κώλο της και φοβήθηκε, βλ. λ. μαϊμού·
- είμαι με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- είναι για τον κώλο μου πεσκέσι ή είναι του κώλου μου πεσκέσι, βλ. φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι, βλ. λ. διάβολος·
- είναι κώλος ακάθιστος, δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση, είναι αεικίνητος: «δεν μπορείς να τον περιορίσεις πουθενά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι κώλος ακάθιστος»·
- είναι κώλος και βρακί, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, είναι πάντα μαζί, είναι αχώριστοι, είναι στενά συνδεδεμένοι, είναι πολύ φίλοι: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι κώλος και βρακί»·
- είναι κώλος ξεβράκωτος, α. είναι πάρα πολύ φτωχός: «δεν τον θέλουν στην παρέα τους τα πλουσιόπαιδα, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος». β. λέει, διαδίδει ό,τι του εμπιστεύεται κάποιος, δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό: «μην κάνεις το λάθος και του εμπιστευτείς κάποιο μυστικό, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος και θα το μάθουν οι πάντες»·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- έκανα κώλο τη δουλειά ή έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έκανε ο κώλος μου πίου πίου, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, ευχάριστη ή δυσάρεστη: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, έκανε ο κώλος μου πίου πίου || έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να οδηγεί τέτοια αυτοκινητάρα!». β. εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να βρίζει γέρο άνθρωπο και τον σακάτεψα στο ξύλο». γ. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, έκανε ο κώλος μου πίου πίου και το ’βαλα αμέσως στα πόδια»· 
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, λ. κεφάλι·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου λόγω του εκκωφαντικού ήχου της εξάτμισης μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου, και απευθύνεται στον κάτοχο του τροχοφόρου. Συνών. έτσι να κάνει η σούφρα σου·
- έφυγε με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- έχει αγκάθια ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει βελόνες ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει έναν κώλο να! είναι πολύ τυχερός: «δεν παίζει κανείς χαρτιά μαζί του, γιατί έχει ένα κώλο να και δεν αφήνει τον άλλο να πάρει ούτε χαρτωσιά». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα και το δείκτη του κάθε χεριού να έρχονται και να εφάπτονται στις άκρες τους σχηματίζοντας ένα κύκλο, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξουν το μέγεθος του ανοίγματος του κώλου·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. φρ. έχει ένα κώλο να! Και στη φρ. αυτή, παρατηρείται η παραπάνω χειρονομία·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει και στον κώλο μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «πού να ξεφύγεις απ’ αυτόν! Αυτός έχει και στον κώλο μάτια!»·
- έχει σκουλήκια ο κώλο του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχεις κώλο; έχεις το θάρρος, τολμάς(;):«έχεις κώλο να τα βάλεις μαζί του;»·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω κώλο, α. έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα κώλο, θα σκοτωνόμουν μετά από τέτοια τράκα». β. έχω θάρρος, τολμώ: «μόνο αυτός έχει κώλο να τα βάλει μαζί του»·
- έχω κώλο εγώ! απευθύνεται ειρωνικά ή κοροϊδευτικά σε κάποιον με την έννοια, έχω μυαλό. Συνοδεύεται πάντα με αλλεπάλληλα χτυπήματα του δείκτη στο μέρος του μυαλού·
- έχω τσιβί στον κώλο μου, βλ. λ. τσιβί·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, χειρονακτική εργασία που για να τη φέρει κάποιος σε πέρας πρέπει να καταβάλλει πολύ κόπο, πολλή κούραση, να υπερβάλλει τις δυνάμεις του: «μη μου λες ότι κουράζεσαι στο γραφείο σου και δες εμένα που δουλεύω στα χωράφια, γιατί η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
- θα δούμε τον κώλο σου! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ειρωνεύεται για κάποια αποτυχία μας, με την έννοια να επιχείρηση την ίδια ή κάποια παρόμοια προσπάθεια για να δούμε αν θα μπορέσει να τα καταφέρει: «εγώ αυτό μπόρεσα να κάνω, αυτό έκανα. Όταν φτάσει και σένα η σειρά σου θα δούμε τον κώλο σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσένα· 
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σ’ ανοίξω τον κώλο, να το ξέρεις»·
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, βλ. λ. κρέας·
- θα σου βάλω τσιτσί στον κώλο, βλ. λ. τσιτσί·
- θα σου κόψω τον κώλο, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς κακό λόγο για μένα, θα σου κόψω τον κώλο || αν ξαναπατήσεις το πόδι σου σ’ αυτό το μέρος, θα σου κόψω τον κώλο»·
- θα σου φύγει ο κώλος, α. θα νιώσεις πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, θα εξουθενωθείς: «μην πας να δουλέψεις σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί θα σου φύγει ο κώλος». β. θα νιώσεις τέτοια έκπληξη, που δε θα μπορείς να αρθρώσεις κουβέντα: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα, που αν τη δεις, θα σου φύγει ο κώλος». Συνών. θα σου φύγει το καφάσι / θα σου φύγει το κλαπέτο / θα σου φύγει ο πάτος·
- θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. φρ. θα στα χώσω στον κώλο σου·
- θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), απειλητική έκφραση σε κάποιον που επιμένει να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό ή να μας επιδεικνύει τα λεφτά του: «πάρ’ τα μπροστά απ’ τα μάτια μου, γιατί θα στα χώσω στον κώλο σου»·
- θα στο βάλω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς), βλ. φρ. θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς)·
- θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς) απειλητική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, η οικονομική κατάσταση προβλέπεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο: «με τη νέα κατάσταση που επικρατεί στην αγορά, θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι». Από την εικόνα του ατόμου που ο πρωκτός του είναι πολύ στενός, που είναι δυσκοίλιος, επειδή δεν έχει χρήματα να αγοράσει τροφή, οπότε δεν ενεργείται·
- θέλει κώλο, α. απαιτείται πολύ θάρρος, μεγάλη τόλμη: «θέλει κώλο για να τα βάλει κανείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο». β. απαιτείται πολύς κόπος: «θέλει κώλο αυτή η δουλειά για να την τελειώσεις»·
- θρέφει κώλο ή θρέφει κώλους, (ειρωνικά) δεν κάνει απολύτως τίποτα, τεμπελιάζει: «έχει έναν πλούσιο φίλο που τον χαρτζιλικώνει, κι αυτός θρέφει κώλο»·
- ίδρωσε ο κώλος μου, α. κουράστηκα υπερβολικά: «ίδρωσε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω τη δουλειά». β. κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση: «θα κάνω μια βόλτα, γιατί ίδρωσε ο κώλος μου να κάθομαι στην καρέκλα»·
- κάθομαι στον κώλο μου, δεν επεμβαίνω, δεν ανακατεύομαι, μένω στη θέση μου: «όταν βλέπω τους άλλους να μαλώνουν, κάθομαι στον κώλο μου»·
- κακό σπυρί στον κώλο σου, βλ. λ. σπυρί·
- κάν’ τα μασούρι και βαλ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. μασούρι·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει κώλο ή κάνει κώλους, βλ. συνηθέστ. θρέφει κώλο·
- κάνουν αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. συνηθέστ. κάνουν αλλαξοκωλιά, λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνω κώλο ή κάνω κώλους, παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι φαΐ και ύπνο έκανα κώλους»·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- κάτσε στον κώλο σου! (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μην επεμβαίνεις, μην ανακατεύεσαι, μην ενδιαφέρεσαι: «κάτσε στον κώλο σου, γιατί θα τις φας! || κάτσε στον κώλο σου, που στενοχωριέσαι τι θα κάνει αυτό το παλιοτόμαρο!». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες επιτάσσεται το μωρέ ή το ρε·
- κοιτάζει τον κώλο του ή κοιτάζει μόνο τον κώλο του ή κοιτάζει όλο τον κώλο του, είναι πολύ εγωιστής και ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον, για την προσωπική του ευχαρίστηση: «είναι άνθρωπος που δε νοιάζεται για κανέναν και πάντα κοιτάζει μόνο τον κώλο του»·
- κοιτάζω τον κώλο μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «δε με ενδιαφέρουν τα κοινά, κοιτάζω τον κώλο μου και περνώ μια χαρά». Συνών. κοιτάζω την κοιλιά μου / κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω το συμφέρον μου·
- κουνάει τον κώλο της, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά της, λ. ουρά·
- κουνάει τον κώλο του, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά του, λ. ουρά·
- κόψε τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει, δε νοιάζομαι απολύτως τι θα κάνεις, για να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι ή για να πετύχεις κάτι: «αχ, Θεέ μου, με ποιο τρόπο θα μπορέσω να γλιτώσω τη φυλακή; -Κόψε τον κώλο σου! || πώς θα μπορέσω να μαζέψω τόσα λεφτά που μου ζητάς; -Κόψε τον κώλο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου(!)·
- κώλο κώλο ή κώλο με κώλο, (για τσούγκρισμα αβγών) με το πλατύτερο μέρος τους: «τσουγκρίσαμε τ’ αβγά μας κώλο με κώλο και μου το ’σπασε». Αντίθ. μύτη μύτη ή μύτη με μύτη·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, αυτός που κλάνει, δεν έχει την ανάγκη γιατρού: «μην το μαλώνεις το παιδί που έκλασε, γιατί κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος». Από το ότι, μετά από κάποια σοβαρή εγχείρηση, από τα πρώτα που ενδιαφέρεται ο θεράποντας γιατρός του εγχειρισμένου είναι αν έκλασε, πράγμα που δείχνει πως ο οργανισμός άρχισε να επανέρχεται στην ομαλή λειτουργία του μετά από το σοκ της εγχείρησης·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, οι κακές συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα: «από μικρός έμαθε να βρίζει σαν λιμενεργάτης κι έχει ακόμα κοτζάμ άντρας το ίδιο χούι. -Κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει»·
- λόγια του κώλου, βλ. λ. λόγια·
- μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, ας γίνει οποιοδήποτε κακό, αρκεί να μη βλάψει εμάς: «ε ρε, πόσος κόσμος σκοτώνεται στο Ιράκ! -Μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου, δε θέλω να έχω καμιά ανάμειξη στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, γιατί υποπτεύομαι πως είναι παράνομη και πως θα έχω συνέπειες, αν αποκαλυφθεί: «εσείς κάντε ό,τι θέλετε, όσο για μένα, μακριά απ’ τον κώλο μου»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είν’ και τόσο, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε έστω και κατ’ ελάχιστον το κακό που αναφέρει κάποιος. Λέγεται με παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα να δείχνει επάνω στο δείκτη μια πολύ μικρή έκταση. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας μπει όπου θέλει, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε το κακό που αναφέρει κάποιος, αδιαφορώντας ποιος θα το υποστεί. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μάλλιασε ο κώλος μου (ενν. από το να κάθεται), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να κάνουμε καμιά βόλτα, γιατί μάλλιασε ο κώλος μου να κάθομαι τόση ώρα σ’ αυτό το μπαράκι». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μη καθυστερήσω λεπτό): «σίγουρα θα πετύχω στο πανεπιστήμιο, γιατί όλο το καλοκαίρι μάλλιασε ο κώλος μου απ’ το διάβασμα»· βλ. και φρ. έβγαλε ο κώλος μου μαλλί·   
- μάστορας είναι και της κατσίκας ο κώλος που φτιάχνει τα κομπολόγια, βλ. λ. μάστορας·
- με κώλο; έκφραση απορίας ή δυσφορίας από άτομο που του προτείνουμε να αγοράσει κάτι, ενώ αυτό δεν έχει καθόλου χρήματα: «γιατί δεν αγοράζεις κι εσύ ένα αυτοκίνητο; -Με κώλο;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το με τι·
- με τον κώλο μιλάμε! μιλώ πολύ σοβαρά, σοβαρολογώ: «να πιστέψω πως θα με εξυπηρετήσεις; -Με τον κώλο μιλάμε!», δηλ. και βέβαια θα σε εξυπηρετήσω. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα τι τώρα·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις, αν δε διαμορφώσουμε το χαρακτήρα του ανθρώπου από τη μικρή του ηλικία, δε θα μπορέσουμε όταν αυτός μεγαλώσει: «τώρα που έγινε ολόκληρος άντρας, δε θα μπορέσεις να το συμμορφώσεις, γιατί μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις». Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να με συμβουλεύει να χωρίσω τη γυναίκα μου, επειδή πήγε σινεμά με τη φιλενάδα της! -Μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές·
- μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου που τον θεωρούμε εντελώς ανάξιο, εντελώς τιποτένιο·
- μου βγαίνει ο κώλος, α. κουράζομαι υπερβολικά, εξαντλούμαι από επίμονη εργασία ή προσπάθεια: «μου βγήκε ο κώλος μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». β. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει ο κώλος για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), κατακουράζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω κάθε μέρα για να ταΐσω πέντε στόματα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου γύρισε τον κώλο του, έπαψε να με συναναστρέφεται, με περιφρόνησε: «όσο ήμουν πλούσιος, έτρεχε σαν σκυλάκι από πίσω μου και τώρα, που ξέπεσα, μου γύρισε τον κώλο του»·
- μου μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- μου ’πεσε ο κώλος, ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μέχρι να κουβαλήσω το εμπόρευμα απ’ το πεζοδρόμιο στην αποθήκη, μου ’πεσε ο κώλος»· βλ. και φρ. μου ’φυγε ο κώλος·
- μου πιάνουν τον κώλο, α. με εξαπατούν, με κοροϊδεύουν: «τον θεωρούσα αγαθό άνθρωπο, αλλά στο τέλος μου ’πιασε τον κώλο». β. με υποχρεώνουν να πληρώσω για αγορά ή διασκέδαση ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «είχε ωραίο πρόγραμμα το μαγαζί, αλλά στο τέλος μου ’πιασαν τον κώλο»·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου ’φυγε ο κώλος,. α. ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μου ’φυγε ο κώλος απ’ τις συνεχείς εμπορικές αποτυχίες μου || μου ’φυγε ο κώλος μέχρι να τελειώσω τη μετακόμιση». β. ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, που δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις τον είδα να περπατάει αγκαζέ με την τάδε ηθοποιό, μου ’φυγε ο κώλος». Συνών. μου ’φυγε το καφάσι / μου ’φυγε το κλαπέτο / μου ’φυγε ο πάτος·
- να, κάνει ο κώλος σου! βλ. φρ. να, κάνει το κωλαράκι σου(!) λ. κωλαράκι·
- να κόψεις τον κώλο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει με ποιο τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου, να μου φέρεις τα λεφτά που σου δάνεισα, γιατί μου χρειάζονται!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε τον κώλο σου(!)·
- να το βάλεις στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- να το χώσεις τον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς) βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- ξύνει τον κώλο του, α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός, αντί να μας βοηθήσει, μας βλέπει και ξύνει τον κώλο του». β. εκδηλώνεται, συμπεριφέρεται άπρεπα ή χωρίς σεβασμό στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε να σε βοηθήσουμε κι εσύ, απ’ την ώρα που μας είδες, ξύνεις τον κώλο σου». Συνών. ξύνει τ’ αρχίδια του·
- ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς σήμερα, γιατί ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο και σέρνει για καβγά». Από το ότι έχει παρατηρηθεί πως, όταν κάποιος ξυπνά κακόκεφος, παίρνει για ένα μικρό διάστημα μια στάση πάνω στο κρεβάτι του που μοιάζει κάπως με τη στάση που παίρνουν οι μωαμεθανοί όταν προσεύχονται και φαίνεται πως ο κώλος τους είναι πεταγμένος ψηλά. Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε από λάθος πλευρά / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος, έκφραση επιδοκιμασίας, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα με πολύ ωραία οπίσθια·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, λέγεται ειρωνικά για άτομο που έχει την εντύπωση πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε ειδήμων σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη·
- ο κώλος σου πονάει; γιατί ενδιαφέρεσαι ή γιατί δυσανασχετείς(;): «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Ο κώλος σου πονάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί, εσένα. Συνών. η κοιλιά σου πονάει(;)·
- ο κώλος σου τσούζει; βλ. φρ. ο κώλος σου πονάει(;)·
- ο κώλος τ’ αβγού, το πλατύτερο μέρος του αβγού: «ο κώλος τ’ αβγού του μετά από τόσα τσουγκρίσματα, εξακολουθούσε να είναι άσπαστος»·
- ο κώλος της βελόνας, βλ. φρ. το μάτι της βελόνας, λ. βελόνα·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, ο ανάγωγος παντού και πάντα συμπεριφέρεται με τον ίδιο ανάγωγο τρόπο: «μην παρεξηγιέσαι που ρεύτηκε μπροστά σου, γιατί ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει»·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους ή ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. λ. ύπνος·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, έκφραση υπέρμετρου φιλοτομαρισμού, που φανερώνει προσήλωση στις υλικές απολαύσεις, στην ικανοποίηση των σαρκικών επιθυμιών, ακόμη και με βιαστικές ενέργειες λόγω της μικρής διάρκειας της ζωής: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Πρβλ.: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε. (Λαϊκό τραγούδι)·
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανάξια ή τιποτένια άτομα, που προσπαθούν να φανούν ανώτεροι από εμάς ή που οι συγκυρίες της ζωής τους ανέδειξαν χωρίς να το αξίζουν: «όταν πρωτόρθαν στην πόλη μας μας, παρακαλούσαν για δουλειά, ύστερα μπλέχτηκαν με τα κόμματα και τώρα οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- παίρνω κώλο, ενεργώ σεξουαλικά ως κολομπαράς: «μακριά τα παιδιά σας απ’ αυτό το σκατόμουτρο, γιατί παίρνει κώλο»·
- παίρνω τον κώλο μου, ενεργοποιούμαι: «να τον δεις εσύ για πότε πήρε τον κώλο του κι άρχισε να δουλεύει, μόλις έμαθε πως θ’ ανέθεταν σε άλλον τη δουλειά!»·
- παίρνω τον κώλο μου και φεύγω, (ειρωνικά) φεύγω ντροπιασμένος: «μόλις τον κατσάδιασαν, πήρε τον κώλο του κι έφυγε με σκυμμένο κεφάλι»·
- πάρε τον κώλο σου, α. παραμέρισε, κάθισε, κάνε  λίγο πιο πέρα: «πάρε τον κώλο σου να καθίσω κι εγώ λιγάκι». β. κινήσου πιο γρήγορα, βιάσου: «άντε, πάρε τον κώλο σου, γιατί δε θα φτάσουμε ποτέ έτσι όπως πάμε»·
- πάρε τον κώλο σου και πάμε, προτροπή σε κάποιον για αναχώρηση, για αποχώρηση από κάποιο μέρος: «απ’ ό,τι βλέπω δε μας σηκώνει το κλίμα, γι’ αυτό πάρε τον κώλο σου και πάμε»·
- πάω κώλο κώλο, ενεργώ ύστερα από ώριμη σκέψη, γιατί σκέφτομαι τις συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας: «όποια δουλειά κι αν αναλάβω, πάω κώλο κώλο κι ας αργήσω και λίγο παραπάνω»·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, πολλές φορές, πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πολύ μεγάλο κακό σε ένα σύνολο: «ήμασταν κι εμείς όλο χαρά, που στην πόλη μας θα γινόταν η μεγάλη καλλιτεχνική έκθεση, όμως πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, γιατί οι διοργανωτές τα ’καναν μούσκεμα και μας ρεζίλεψαν»·
- πετάει κώλο, (στη γλώσσα των μηχανόβιων ή των οδηγών αγωνιστικών αυτοκινήτων) το μειονέκτημα μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου να γλιστράει ο πίσω τροχός ή οι πίσω τροχοί προς το έξω μέρος της στροφής: «στις στροφές κόβω ταχύτητα, γιατί πετάει κώλο»·
- πετώ κώλο ή πετώ κώλους, χοντραίνω, παχαίνω, ιδίως στην περιφέρειά μου: «πρέπει να κάνω δίαιτα, γιατί άρχισα να πετώ κώλους»·
- πήρε ο κώλος μου φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος μου, κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «έπρεπε να καλύψω μια επιταγή και πήρε ο κώλος μου φωτιά απ’ τον έναν στον άλλον, μέχρι να βρω τα λεφτά»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, α. απόκτησε θάρρος, οικειότητα: «του φερθήκαμε φιλικά και πήρε ο κώλος του αέρα». β. ενθουσιάστηκε από κάποια επιτυχία του και νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «επειδή πήγε κάπως καλά η δουλειά που έκανε, πήρε ο κώλος του αέρα και θέλει να χτίσει εργοστάσιο»·
- πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο, είναι πάρα πολύ τυχερός: «ό,τι δουλειά να κάνει αυτός ο άνθρωπος πετυχαίνει, γιατί πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο»·
- πιάστηκε ο κώλος μου, μούδιασε ύστερα από πολύωρο καθισιό στην ίδια θέση: «κάθομαι δυο ώρες συνέχεια σ’ αυτή τη θέση και πιάστηκε ο κώλος μου»·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
- που να χτυπάς τον κώλο σου! ή που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω! ή που να χτυπάς τον κώλο σου καταγής! κατηγορηματική έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας: «που να χτυπάς τον κώλο σου, δε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρειάζονται! || δε θα ’ρθω να σε βοηθήσω, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το όσο θες ή το όσο θέλεις·
- προσέχω τον κώλο μου, βλ. φρ. φυλάω τον κώλο μου·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που απόκτησε αδικαιολόγητα θάρρος, οικειότητα: «για κάτσε καλά, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που λόγω κάποιας πρόσφατης επιτυχίας του νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «κοίτα τη δουλειά σου που πάει καλά κι άσε τα μεγάλα ανοίγματα, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». Συνήθως, άλλοτε μετά το αέρα της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·     
- σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. δεκανίκι·
- σκίζω κώλους, έχω μεγάλες επιτυχίες: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, σκίζω κώλους»·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- στήνω κώλο, κάνω σοβαρές υποχωρήσεις, δίνω υπερβολικά ανταλλάγματα για να πετύχω κάτι: «έστησα κώλο στο διευθυντή για να πάρω την υπογραφή του»· βλ. και φρ. δίνω κώλο·
- στοιχηματίζω τον κώλο μου, είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: «στοιχηματίζω τον κώλο μου πως θα ’ρθει και θα σου ζητήσει συγνώμη». Από το ότι είναι πολύ υποτιμητικό σε έναν άντρα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη αν χάσει το στοίχημα·
- στον κώλο μου θα μπει! αδιαφορώ για την κακή ή άστοχη ενέργεια κάποιου, από τη στιγμή που οι συνέπειες θα είναι αποκλειστικά σε βάρος του: «τι με νοιάζει αν παρακινεί τους άλλους να κάνουν κοπάνα, στον κώλο μου θα μπει!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το σάματις. Το υπονοούμενο είναι το πέος·
- στρώνω κώλο, α. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «κάθε Σαββατοκύριακο στρώνω κώλο στο σπίτι και το φχαριστιέμαι». β. παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι καθισιό, φαγητό και ύπνο, έστρωσα κώλο»·
- στρώνω τον κώλο μου, ασχολούμαι επίμονα με κάτι, συγκεντρώνω όλες τις δυνάμεις μου, όλη την ενεργητικότητά μου για να πετύχω κάτι: «κάθε φορά που έχω εξετάσεις, στρώνω τον κώλο μου στο διάβασμα»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- σφίξε τον κώλο σου, προτροπή σε κάποιον να προσπαθήσει πολύ, προκειμένου να πετύχει κάτι: «αφού θέλεις τόσο πολύ να πάρεις το πτυχίο σου, σφίξε τον κώλο σου»·
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, βλ. λ. όνομα·
- τα θέλει ο κώλος σου! βλ. συνηθέστ. τα θέλει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- τα ’κανε σαν τον κώλο του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τον κώλο του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να κάνει κάτι σχέδια και τα ’κανε σαν τον κώλο του»·
- τα κάνω κώλο(ς) αποτυχαίνω εντελώς σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «είπα να βοηθήσω κι εγώ, αλλά τα ’κανα κώλο»·
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, βλ. λ. βρακί·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου, της θειας σου) ο κώλος, α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «της γιαγιάς σου ο κώλος, που έγιναν τα πράγματα έτσι». β. εκστομίζεται και ως βρισιά·
- τι λέει ο κώλος σου! βλ. φρ. τι λέει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- το ’κανα κώλο(ς), (για μηχανήματα) το κατάστρεψα: «μου ’δωσε τ’ αυτοκίνητό του για μια μέρα και το ’κανα κώλος»·
- το κάνει απ’ τον κώλο, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη ή συνηθίζει να δέχεται τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «δεν το περίμενε κανένας πως τέτοιος άντρας θα μπορούσε να το κάνει απ’ τον κώλο || το κάνει απ’ τον κώλο, γιατί κρατάει την παρθενιά της για την τιμή του αντρού της». β. ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, συνηθίζει να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να το κάνει απ’ τον κώλο»·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου ή τις γνώσεις του είναι και τα έργα του: «πρόσεξε ποιους θα διαλέξεις για συνεργάτες σου, γιατί τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει»·
- τον κώλο μου μυρίστε! ειρωνική, κοροϊδευτική ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει με το ορίστε επειδή δεν άκουσε ή δεν κατάλαβε κάτι που του είπαμε·
- τον κώλο σου κάτω να χτυπάς! ή τον κώλο σου να χτυπάς κάτω! βλ. φρ. που να χτυπάς τον κώλο σου(!)·
- τον (την, το) παίρνει από τον κώλο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «αν είναι δυνατόν ένα τόσο ωραίο παιδί να τον παίρνει απ’ τον κώλο! || δεν τον νοιάζει αν είναι ασχημούλα η γυναίκα, αρκεί να τον παίρνει απ’ τον κώλο»·
- τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού ή τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο, τον καταξεφτίλισε: «τον είχε μεγάλο άχτι και μόλις τον συνάντησε τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού»·
- τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, βλ. λ. Τούρκος·
- τον τρώει ο κώλος (του), α. του έχει γίνει έμμονη ιδέα να κάνει κάτι που υπάρχει περίπτωση να έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος του: «κέρδισε κάτι λεφτά στο λαχείο και τον τρώει ο κώλος του να πάει να παίξει στο καζίνο». β. με τον τρόπο που ενεργεί ή συμπεριφέρεται, είναι σαν να επιδιώκει να πάθει κάτι κακό: «πες του να καθίσει φρόνιμα και να πάψει να μ’ ενοχλεί, γιατί τον τρώει ο κώλος του». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- του άνοιξα τον κώλο, του επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον ξευτέλισα, τον τιμώρησα σκληρά: «δεν είναι τόσο άντρας όσο νομίζεις, γιατί προχθές βράδυ του άνοιξα τον κώλο || τον είχα τόσο άχτι, που με την πρώτη ευκαιρία του άνοιξα τον κώλο»·
- του βάζω νέφτι στον κώλο, βλ. λ. νέφτι·
- του βγάζω τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο, λ. πάτος·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), λ. πάτος·
- του γαμώ τον κώλο, α. τον κατεξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τον κώλο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε τον κώλο || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον κώλο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του έσκισε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του ξέσκισε τον κώλο·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, βλ. λ. γυναίκα·
- του ’κανα τον κώλο να! βλ. συνηθέστ. φρ. του ’κανα τη σούφρα να! λ. σούφρα·
- του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι, του επέβαλα αλλεπάλληλες φορές τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον καταβασάνισα, τον καταταλαιπώρησα: «του ανέθεσα την πιο δύσκολη δουλειά του εργοστασίου και του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι»·
- του κόβω τον κώλο, τον τιμωρώ σκληρά, παραδειγματικά: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του ’κοψε κι αυτός τον κώλο για να μάθει άλλη φορά ν’ ακούει»·
- του κώλου, (για πράγματα ή θεάματα) που δεν έχει καθόλου αξία, ποιότητα, που είναι ελεεινό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο του κώλου || είδαμε ένα έργο του κώλου»·
- του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του κώλου τα εννιάμερα! αηδίες, ανοησίες, βλακείες: «αυτά που λες είναι του κώλου τα εννιάμερα!»·
- του (της) ξέσκισε τον κώλο, α. του (της) επέβαλε βίαια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις έμαθε ο διευθυντής του πως έκανε πάλι κοπάνα, του ξέσκισε τον κώλο». β. τον (την) καταξεφτίλισε: «επειδή έμαθε πως συνέχεια τον κατηγορούσε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του ξέσκισε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. του (της) ξέσκισε τα βάρδουλα / του (της) ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα / του (της) ξέσκισε τον πάτο·
- του ’πιασα τον κώλο, α. τον εξαπάτησα, τον κορόιδεψα: «περνιόταν για έξυπνος, αλλά του ’πιασα τον κώλο κι ησύχασε». β. τον υποχρέωσα να πληρώσει για αγορά ή για διασκέδαση, που του πρόσφερα, ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «ήρθε στο μαγαζί να διασκεδάσει ο τάδε βιομήχανος με την παρέα του κι όταν μου ζήτησε το λογαριασμό, του ’πιασα τον κώλο»·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- τους ξεσκίσαμε τον κώλο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ξεσκίσαμε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία  με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. τους ξεσκίσαμε τα βάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τα κωλοβάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τον πάτο·
- τους σκίσαμε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. τους ξεσκίσαμε τον κώλο·
- τρίβω τον κώλο μου, αδιαφορώ, δε με νοιάζει: «εμείς προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να σε βολέψουμε σε κάποια δουλειά κι εσύ τρίβεις τον κώλο του»·
- τσούζει ο κώλος μου, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω: «έτσουξε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! λέγεται για κάποιον που έχει το μυαλό του συνέχεια στο φαγητό, που είναι μεγάλος φαγάς: «δεν κάνει άλλη δουλειά όλη τη μέρα παρά φάε στόμα, χέσε κώλο!»·
- φιλώ κώλους, βλ. συνηθέστ. φιλώ κατουρημένες ποδιές, λ. ποδιά·
- φυλάω τον κώλο μου, προσέχω πάρα πολύ, παίρνω τα κατάλληλα μέτρα για να μην πάθω κάτι κακό: «να δεις πώς φυλάει τον κώλο του, απ’ τη μέρα που του την έφερε ο καλύτερος φίλος του!»·
- χέζει με ξένο κώλο, ενεργεί με τη βοήθεια αλλουνού: «δεν είναι άξιος άνθρωπος, γιατί χέζει με ξένο κώλο»·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο, πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- χώσ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με ένα ποσό ή που μας επιδεικνύει τα λεφτά του. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση·
- χώσ’ το στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. β. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο πράγμα·
- ως και τον κώλο μου γάμησα, έχω άπειρες εμπειρίες στη ζωή μου: «εμένα μη μου κάνεις τον έξυπνο, γιατί στην ηλικία που βρίσκομαι, αγόρι μου, ως και τον κώλο μου γάμησα».

λεπτομέρεια

λεπτομέρεια, η, ουσ. [<μτγν. λεπτομέρεια], η λεπτομέρεια·
- κολλώ σε λεπτομέρειες ή κολλώ στις λεπτομέρειες, χάνω τον καιρό μου ασχολούμενος με τα επουσιώδη στοιχεία μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «εδώ υπάρχουν σοβαρά προβλήματα να συζητήσουμε κι εσύ κολλάς σε λεπτομέρειες»·
- με κάθε λεπτομέρεια, αναλυτικά, διεξοδικά, πλήρως: «του υπέδειξα με κάθε λεπτομέρεια πώς έπρεπε να ενεργήσει»·
- μπαίνω σε λεπτομέρειες ή μπαίνω στις λεπτομέρειες, αρχίζω να ασχολούμαι επίμονα με τα επουσιώδη στοιχεία κάποιας δουλειάς ή κάποιας υπόθεσης: «τα πράγματα είναι ολοκάθαρα και θα ’ναι χάσιμο χρόνου να μπούμε στις λεπτομέρειες || μη μπαίνεις σε λεπτομέρειες, πες μόνο τα βασικά του θέματος»·
- χάνομαι σε λεπτομέρειες ή χάνομαι στις λεπτομέρειες, βλ. φρ. κολλώ σε λεπτομέρειες·
- ως την τελευταία λεπτομέρεια, διεξοδικά, λεπτομερειακά: «μελετήσαμε τη δουλειά ως την τελευταία λεπτομέρεια»· βλ. φρ. με κάθε λεπτομέρεια.

λογαριασμός

λογαριασμός, ουσ. [<μσν. λογαριασμός <λογαριάζω], ο λογαριασμός. (Ακολουθούν 70 φρ.)·
- ανοίγω λογαριασμό, α. αρχίζω να έχω οικονομικές δοσοληψίες, οικονομικό αλισβερίσι με κάποιον: «απ’ τη μέρα που άνοιξα λογαριασμό με τον τάδε, έχω συνεχώς προβλήματα». β. καταθέτω ένα χρηματικό ποσό σε κάποια τράπεζα: «άνοιξα λογαριασμό στην τάδε τράπεζα για να μην έχω τα χρήματα στο ταμείο μου»· βλ. και φρ. ανοίγω λογαριασμούς·
- ανοίγω λογαριασμούς, δημιουργώ έχθρα με κάποιον, δημιουργώ κακό προηγούμενο: «απ’ τη στιγμή που άνοιξες λογαριασμούς μαζί του, πρέπει να προσέχεις, γιατί είναι πολύ εκδικητικός άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: ωραία την περνάγαμε, φίνα κι αγαπημένα κι εσύ αγάπαγες πολύ κι εγώ τρελά εσένα! Μα γρήγορα λογαριασμούς μου άνοιξες, μπαμπέσα, κι ένα δεφτέρι που κρατώ, τα γράφει όλα μέσα)· βλ. και φρ. ανοίγω λογαριασμό·
- ανοιχτοί λογαριασμοί, οι κοινωνικές εκκρεμότητες, οι διαμάχες μεταξύ δυο ή περισσότερων ανθρώπων που διατηρούνται στην επικαιρότητα: «στην παρέα μας λύνουμε κάθε διαφορά για να μη διατηρούνται ανοιχτοί λογαριασμοί»·
- ανοιχτός λογαριασμός, ο αλληλόχρεος, ο τρεχούμενος λογαριασμός: «αγόρασε ό,τι θέλεις και μην πληρώσεις, γιατί έχω με τον πατέρα σου του ανοιχτό λογαριασμό»·
- (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «το τι θα κάνω με τη δουλειά μου, είναι δικός μου λογαριασμός». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν κάνω άστατη ζωή, δικός μου είναι λογαριασμός). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα·
- (αυτό) είναι προσωπικός μου λογαριασμός, βλ. φρ. (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- αφήνω ανοιχτό λογαριασμό (με κάποιον), ή αφήνω ανοιχτούς λογαριασμούς (με κάποιον), διατηρώ σε εκκρεμότητα κοινωνικές διαφορές, διαμάχες ή υποθέσεις με κάποιον: «έχω σκοπό να φύγω απ’ αυτή την πόλη και δε θ’ αφήσω ανοιχτό λογαριασμό με κανέναν». (Τραγούδι: κολλημένη μαζί σου σε αλήτη δεσμό μεταξύ μας αφήσαμε ανοιχτό λογαριασμό 
- βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή βάζω σε λογαριασμό, α.τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω, ιδίως οικονομικές: «τώρα που έβαλα σ’ έναν λογαριασμό τα οικονομικά μου, μπορώ να πάω κι εγώ ένα ταξιδάκι». β. διευθετώ, τακτοποιώ ένα χώρο: «αν δε βάλεις πρώτα σε λογαριασμό το δωμάτιό σου, δεν έχει να πας πουθενά»· βλ. και φρ. τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό·
- βάζω στο λογαριασμό (κάποιον ή κάτι), υπολογίζω, συνυπολογίζω: «βάλε στο λογαριασμό κι εμένα για να πληρώσω το μερίδιό μου || θα βάλω στο λογαριασμό και το κουκλάκι που κρατάτε;»·
- βαστώ (το) λογαριασμό, βλ. φρ. κρατώ (το) λογαριασμό·
- βγαίνω απ’ το λογαριασμό (μου), παρασύρομαι σε έξοδα, βγαίνω από το οικονομικό μου πρόγραμμα: «πριν από μια βδομάδα πάντρεψα την κόρη μου και βγήκα απ’ το λογαριασμό μου»·
- βρίσκω λογαριασμό, διευθετώ, ρυθμίζω μια υπόθεση: «ήταν πολύ μπερδεμένα τα πράγματα, αλλά ρώτα από δω, ρώτα από κει, στο τέλος βρήκα λογαριασμό»·
- για λογαριασμό (κάποιου), λέγεται όταν ενεργώ ως αντιπρόσωπος κάποιου ή για το συμφέρον κάποιου: «θα υπογράψω για λογαριασμό του τάδε || εργάζεται για λογαριασμό κάποιας ξένης δύναμης»·
- για λογαριασμό μου, α. για μένα: «εγώ μιλώ μόνο για λογαριασμό μου». β. για δικό μου όφελος: «θέλω να μου πεις τι θα ’χω για λογαριασμό μου αν τελειώσω πιο νωρίς τη δουλειά»·
- δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν ή δε δίνει σε κανέναν λογαριασμό, α. κάνει ό,τι θέλει, ό,τι του αρέσει, ενεργεί αυθαίρετα χωρίς να υπολογίζει κανέναν: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν». β. δε λογοδοτεί σε κανέναν για τις πράξεις του: «απ’ τη στιγμή που είναι το αφεντικό της επιχείρησης, δε δίνει σε κανέναν λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα θα τα πίνω και λογαριασμό δε δίνω!). Πρβλ.: δεν παίρνεις λογαριασμό, δε δίνεις λογαριασμό (Διαφημιστικό σλόγκαν εταιρίας κινητής τηλεφωνίας)·
- δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δικός μου λογαριασμός να ελέγχω, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ για αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «πες του κανέναν καλό λόγο μήπως και συμμορφωθεί. -Δεν είναι δικός μου λογαριασμός». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημά ή δεν είναι πρόβλημά μου·
- δικός σου λογαριασμός, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου ζήτημα, αποτελεί προσωπική σου υπόθεση: «πώς θα μπορέσω να ’βρω τόσο γρήγορα τα λεφτά που μου ζητάς; -Δικός σου λογαριασμός». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα·  
- δίνω λογαριασμό (σε κάποιον), λογοδοτώ: «θα ’ρθει κάποτε η μέρα, που θα δώσεις λογαριασμό για τις πράξεις σου». (Λαϊκό τραγούδι: όλους τους δήθεν άσ’ τους να λένε, λογαριασμό δε θα τους δώσω πια ξανά, έχω βαδίσει δρόμους που καίνε κι έχω περάσει ανηφόρες και στενά
- δίνω το λογαριασμό (σε κάποιον), αποδίδω ταμείο σε κάποιον: «δε μου ’δωσες ακόμη το λογαριασμό της ημέρας»·
- είναι λογαριασμός, είναι υπολογίσιμο, είναι σημαντικό κάτι: «στη θέση που βρίσκομαι, ακόμη και η παραμικρή βοήθειά σου είναι λογαριασμός για μένα || το να ξοδεύει κανείς εκατό χιλιάδες στα μπουζούκια, βεβαίως και είναι λογαριασμός»·
- εισπράττω το λογαριασμό, αναγκάζομαι να υποστώ τις συνέπειες για κακή ενέργεια άλλου: «δεν αντέχω άλλο να εισπράττω το λογαριασμό για δικές σου ανοησίες»·
- ενήμερος λογαριασμός, βλ. λ. ενήμερος·
- έρχομαι σε λογαριασμό, τακτοποιούμαι οικονομικά και γενικά η ζωή μου κυλάει ομαλά: «τώρα που ήρθα σε λογαριασμό, μπορώ κι εγώ να ξεκουραστώ λιγάκι || κάθε φορά που έρχομαι σε λογαριασμό, όλο και κάτι στραβό μου συμβαίνει κι αρχίζουν πάλι τα τραβήγματα»·
- έχω ανοιχτούς λογαριασμούς (με κάποιον), έχω κοινωνικές εκκρεμότητες, κοινωνικές διαφορές και διαμάχες, έχω εκκρεμείς υποθέσεις με κάποιον: «αν είναι και ο τάδε στο πάρτι, εγώ δε θα ’ρθω γιατί έχω ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του»·
- έχω παλιούς λογαριασμούς (με κάποιον), έχω παλιές διαφορές, παλιές διαμάχες με κάποιον: «αν έρθει ο τάδε εγώ δεν έρχομαι, γιατί έχουμε παλιούς λογαριασμούς»·
- έχω λογαριασμό, α. έχω κάπου κατατεθειμένα χρήματα στο όνομά μου: «μόνο στην τάδε τράπεζα έχω λογαριασμό». β. έχω αλληλόχρεη οικονομική συνεργασία με κάποιον: «ψώνισε ό,τι θέλεις απ’ το μαγαζί του, αλλά μην πληρώσεις, γιατί έχω λογαριασμό μαζί του»·
- ζητώ λογαριασμό (από κάποιον), απαιτώ από κάποιον να λογοδοτήσει: «τώρα κάνε ό,τι θέλεις, αλλά θα ’ρθει κάποια στιγμή που θα σου ζητήσω λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: αυτό το κόλπο συχνά το παίζεις δεν θα κρατήσει πολύ καιρό, γιατί το θύμα, όταν ξυπνήσει, θα σου ζητήσει λογαριασμό
- κανονίζω τους λογαριασμούς μου, βλ. φρ. κλείνω τους λογαριασμούς μου·
- κάνω λάθος λογαριασμό, βλ. λ. λάθος·
- κάνω λογαριασμό, σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω, λογαριάζω: «κάνω λογαριασμό να πάω ένα ταξιδάκι μόλις τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- κάνω λογαριασμό χωρίς (δίχως) τον ξενοδόχο, βλ. λ. ξενοδόχος·
- κάνω λογαριασμούς του μπακάλη, βλ. λ. μπακάλης·
- κάνω μπακαλίστικους λογαριασμούς, βλ. λ. μπακαλίστικος·
- κάνω το λογαριασμό, ελέγχω λίστα με αριθμούς για να βρω ή για να επαληθεύσω το γινόμενο: «όταν είναι να πληρώσω κάτι, πρώτα κάνω το λογαριασμό κι έπειτα πληρώνω»·
- κάνω το λογαριασμό μου, υπολογίζω τα έξοδα ή τις ενέργειες που έχω τη δυνατότητα να κάνω: «πριν ξεκινήσω για κάτι, πρώτα κάνω το λογαριασμό μου»·
- κίνηση λογαριασμού, α. οι καταθέσεις και οι αναλήψεις από έναν τραπεζικό λογαριασμό: «μήπως έχεις κανένα πρόβλημα και τον τελευταίο καιρό δεν παρουσιάζεις κίνηση λογαριασμού;». β. η ξεχρέωση και η εκ νέου χρέωση κάποιου τραπεζικού λογαριασμού: «η κίνηση λογαριασμού δείχνει πως ο πελάτης βρίσκεται σε κάποια εργασιακή δραστηριότητα»·
- κινώ το λογαριασμό, α. κάνω καταθέσεις και αναλήψεις από κάποιον τραπεζικό λογαριασμό: «όταν κινείς το λογαριασμό, έχεις άλλο πρόσωπο στην τράπεζα». β. ξεχρεώνω και χρεώνω εκ νέου κάποιο τραπεζικό λογαριασμό: «όταν η τράπεζα βλέπει ότι κινείς το λογαριασμό, μπορεί να σε βοηθήσει πιο εύκολα»· 
- κλείνω λογαριασμό, ελέγχω τι χρωστώ ή τι μου χρωστάει κάποιος: «είναι καιρός πια να κλείσουμε λογαριασμό γιατί, όσο τον αφήνουμε, υπάρχει φόβος να μην μπορούμε να βγάλουμε άκρη»· βλ. και φρ. κλείνω το λογαριασμό·
- κλείνω το λογαριασμό, α. πληρώνω το χρηματικό ποσό που χρωστώ ή πληρώνομαι από κάποιον το χρηματικό ποσό που μου χρωστάει: «απ’ τη στιγμή που κλείσαμε αυτόν το λογαριασμό, μπορούμε ν’ ανοίξουμε έναν καινούριο». β. παίρνω όλο το χρηματικό ποσό που είχα κατατεθειμένο σε μια τράπεζα: «έκλεισα το λογαριασμό με την τάδε τράπεζα κι άρχισα να συνεργάζομαι με μια άλλη»· βλ. και φρ. κλείνω λογαριασμό·
- κλείνω τους λογαριασμούς μου, α. διευθετώ, τακτοποιώ οικονομικές ή ταμειακές μου εκκρεμότητες: «πρέπει να κλείσω τους λογαριασμούς μου, γιατί την άλλη βδομάδα θα λείψω στο εξωτερικό». β. διευθετώ, τακτοποιώ διάφορες κοινωνικές μου εκκρεμότητες: «απ’ τη στιγμή που κλείσαμε τους λογαριασμούς μας, αρχίσαμε να κάνουμε πάλι παρέα»·
- κλειστός λογαριασμός, χρηματικό ποσό που καταθέτουμε στην τράπεζα με προθεσμία ανάληψης: «όταν έχεις κάποιο ποσό σε κλειστό λογαριασμό, τότε παίρνεις μεγαλύτερο τόκο»·
- κοινός λογαριασμός, τραπεζικός λογαριασμός όπου δικαιούχοι είναι δυο ή και περισσότερα άτομα: «έχω έναν κοινό λογαριασμό με τη γυναίκα μου στην τάδε τράπεζα»·
- κρατώ (το) λογαριασμό, α. καταγράφω έσοδα και έξοδα, διαχειρίζομαι χρήματα: «ποιος απ’ όλους κρατούσε το λογαριασμό της επιχείρησης τον τελευταίο καιρό;». β. παρακολουθώ, καταγράφω προσεκτικά τις ενέργειές μου ή τις ενέργειες κάποιου: «ξέρουμε ανά πάσα στιγμή τι έκανε και τι είπε, γιατί κρατούσα λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: αν κράταγα λογαριασμό με πόσες τα ’χω φτιάξει μέχρι διακόσια αριθμό, μπράβο μου! μπορεί και να ’χω φτάσει
- λογαριασμό θα σου δώσω; δεν υπάρχει κανένας λόγος να σου πω πώς θα ενεργήσω ή γιατί ενεργώ με αυτόν το συγκεκριμένο τρόπο: «εγώ θα κάνω αυτό που νομίζω σωστό, λογαριασμό θα σου δώσω;»·
- λογαριασμοί του μπακάλη, βλ. λ. μπακάλης·
- λογαριασμός κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- λογαριασμός όψεως, τραπεζικός λογαριασμός, από τον οποίο ο καταθέτης μπορεί να κάνει ανάληψη χρήματα, όποτε θέλει: «έχω δημιουργήσει ένα λογαριασμό όψεως, στην τάδε τράπεζα, για τις άμεσες ανάγκες μου»·
- λυπάμαι για λογαριασμό του, δηλώνει τη λύπη ή την απογοήτευσή μου για τις απαράδεκτες ενέργειες κάποιου, ενώ θα έπρεπε να ντρέπεται ο ίδιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω ή το κρίμα·
- μπαίνω σε λογαριασμό ή μπαίνω σ’ έναν λογαριασμό ή μπαίνω σε κάποιον λογαριασμό, μπαίνω σε μια σειρά και τάξη, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, νοικοκυρεύομαι, συμμορφώνομαι: «μόλις παντρεύτηκε, άφησε τα ξενύχτια και μπήκε σ’ έναν λογαριασμό»·
- μπακαλίστικοι λογαριασμοί, βλ. λ. μπακαλίστικος·
- ντρέπομαι για λογαριασμό του, δηλώνει πως ντρέπομαι για τις απαράδεκτες ενέργειες κάποιου, ενώ θα έπρεπε να ντρέπεται ο ίδιος. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω ή το κρίμα·
- ξεκαθάρισμα λογαριασμών, βλ. λ. ξεκαθάρισμα·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, η τίμια οικονομική συναλλαγή, η σωστή συμπεριφορά, η σωστή εξήγηση είναι αυτή που δεν επιτρέπει ή που απομακρύνει τις παρεξηγήσεις·
- παγώνω το λογαριασμό, δεν πραγματοποιώ καμιά κίνηση του τραπεζικού μου λογαριασμού: «μέχρι να βρω μια σίγουρη επένδυση, πάγωσα το λογαριασμό που είχα στην τάδε τράπεζα»·   
- παλιοί λογαριασμοί, οι κοινωνικές εκκρεμότητες, οι κοινωνικές διαφορές και διαμάχες, οι εκκρεμείς υποθέσεις που υπάρχουν πριν από πολύ καιρό: «οι παλιοί λογαριασμοί μεταξύ τους στέκουν εμπόδιο στην αναθέρμανση της φιλίας τους»·
- παραφουσκωμένος λογαριασμός, που είναι κατά πολύ περισσότερος από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «περάσαμε ωραία στο κέντρο, αλλά στο τέλος μαλώσαμε, γιατί μας έφεραν παραφουσκωμένο λογαριασμό»·
- παραφουσκώνω το λογαριασμό, τον παρουσιάζω κατά πολύ περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «δεν ξαναπάμε σ’ εκείνο το κέντρο γιατί πάντα παραφουσκώνει το λογαριασμό»·
- περασμένος λογαριασμός, α. που έχει καταχωρηθεί κανονικά στα λογιστικά βιβλία επιχείρησης: «θέλω να ελέγξεις τα βιβλία για να δεις αν είναι περασμένος αυτός ο λογαριασμός». β. που ανήκει στο παρελθόν, που έχει λήξει ή διευθετηθεί: «ό,τι έκανες, είναι περασμένος λογαριασμός, κοίτα από εδώ και μπρος να συμπεριφερθείς σωστά»·
- πέφτω έξω στους λογαριασμούς μου, λογαριάζω, υπολογίζω λανθασμένα: «υπολόγιζα να τελειώσω μέχρι το τέλους του μηνός τη δουλειά που είχα αναλάβει και να φύγω με την οικογένειά μου ένα ταξιδάκι, αλλά έπεσα έξω στους λογαριασμούς μου, γιατί δεν τέλειωσε η δουλειά»·   
- το άνοιγμα λογαριασμού, βλ. λ. άνοιγμα·
- τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή τον βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή τον βάζω σε λογαριασμό, του διευθετώ, του τακτοποιώ τη ζωή του, τον νοικοκυρεύω, τον συμμορφώνω: «ο γιος του ήταν πολύ άτυχος στις διάφορες δουλειές του, αλλά απ’ τη στιγμή που ο πατέρας του τον έβαλε σ’ έναν λογαριασμό, ησύχασε το κεφάλι του || του βρήκε ένα καλό κορίτσι και τον έβαλε σε λογαριασμό»· βλ. και φρ. βάζω σ’ έναν λογαριασμό·
- τον τάραξα στο λογαριασμό, τον έβαλα να πληρώσει πολύ περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «όταν το γκαρσόνι κατάλαβε πως ήταν μεθυσμένος, τον τάραξε στο λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν μου πει κανείς πως  μ’ αγαπά πληρώνει τρεις φορές τη μια οκά του βάζω μέσα στο κρασί νερό και τον ταράζω στο λογαριασμό
- τον φέρνω σ’ έναν λογαριασμό ή τον φέρνω σε κάποιον λογαριασμό ή τον φέρνω σε λογαριασμό, α. τον συνετίζω, τον σωφρονίζω, τον συμμορφώνω: «μόνο εσύ μπορείς να τον φέρεις σε κάποιον λογαριασμό, γιατί σε υπολογίζει και σε σέβεται». β. τον νικώ: «εκτός από σένα, δεν μπορεί κανένας άλλος να τον φέρει σε λογαριασμό γιατί είναι δυνατό παιδί»·
- τρεχούμενος λογαριασμός, α. ο αλληλόχρεος, ο ανοιχτός λογαριασμός: «ό,τι ψωνίσεις απ’ τον τάδε, πες του να τα χρεώσει σε μένα, γιατί έχουμε τρεχούμενο λογαριασμό». β. τραπεζικός λογαριασμός στον οποίο ανάλογα με τις ανάγκες μου καταθέτω ή κάνω αναλήψεις: «έχω έναν τρεχούμενο λογαριασμό στην τάδε τράπεζα, για τις άμεσες ανάγκες της δουλειάς μου»·
- φέρνω σ’ έναν λογαριασμό ή φέρνω σε κάποιον λογαριασμό ή φέρνω σε λογαριασμό, διευθετώ, τακτοποιώ μια μπερδεμένη δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «ήταν πολύ χάλια η επιχείρηση, αλλά κατάφερα να τη φέρω σ’ έναν λογαριασμό || όπως έκανες τη δουλειά, δε θα μπορέσει κανένας να τη φέρει σε λογαριασμό»· βλ. και φρ. τον φέρνω σε λογαριασμό·
- φουσκωμένος λογαριασμός, που είναι περισσότερος από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «στο τέλος μας έφεραν φουσκωμένο λογαριασμό»·
- φουσκώνω το λογαριασμό, τον παρουσιάζω περισσότερο από τον κανονικό, από τον πραγματικό: «πρόσεχε το τάδε μαγαζί, γιατί φουσκώνουν το λογαριασμό»·
- χάνω το λογαριασμό, δεν ξέρω τι μου γίνεται, μπερδεύομαι, αποδιοργανώνομαι: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που έχασα το λογαριασμό». (Λαϊκό τραγούδι: κι από τον πολύ συλλογισμό, έχασε το λογαριασμό
- χοντρός λογαριασμός, που είναι μεγάλος, υπέρογκος: «χτες βράδυ, όλα τα παιδιά της παρέας ήμασταν στο κέφι και κάναμε χοντρό λογαριασμό στα μπουζούκια».

λουκέτο

λουκέτο, το, ουσ. [<ιταλ. louccheto < αρχ. γερμαν. lok], το λουκέτο·
- βάζω λουκέτο, α. κλείνω οριστικά μια δουλειά ή επιχείρηση, πέφτω έξω, χρεοκοπώ: «δεν είχε το μυαλό του στη δουλειά, γι’ αυτό κι έβαλε λουκέτο». β. διακόπτω προσωρινά τη λειτουργία ενός μαγαζιού, μιας επιχείρησης: «η Αστυνομία έβαλε λουκέτο στο μαγαζί, γιατί δεν πληρούσε τους όρους ασφαλείας»· 
- βάλε λουκέτο (ενν. στο στόμα σου), (απειλητικά ή συμβουλευτικά) πάψε να μιλάς, μη μιλάς: «βάλε λουκέτο, ρε παιδάκι μου, γιατί μας πήρες το κεφάλι με την πολυλογία σου! || βάλε λουκέτο, όταν μιλάει αυτός ο άνθρωπος, γιατί ξέρει πιο πολλά από σένα»·
- έχει λουκέτο στο στόμα του, δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, δε μιλάει καθόλου: «δεν έχω ακούσει ακόμη τη φωνή του, γιατί έχει λουκέτο στο στόμα του»·
- μπήκε λουκέτο, (για μαγαζιά ή επιχειρήσεις) έκλεισε οριστικά, χρεοκόπησε: «ήταν μεγάλη επιχείρηση, αλλά από διάφορους κακούς χειρισμούς μπήκε λουκέτο»·
- πάω για λουκέτο, οδηγούμαι σε χρεοκοπία: «πώς να μην πάει για λουκέτο, αφού έχει συνέχεια το μυαλό στα γλέντια και στα ξενύχτια;».

λούκι

λούκι, το, ουσ. [<τουρκ. oluk]. 1. ο νεροσωλήνας, η υδρορροή: «άλλαξε όλα τα λούκια της στέγης, γιατί σάπισαν». 2. (για υγρά) λέγεται για να δηλώσει συνεχή ροή, καθώς και την κοίτη που δημιουργείται από τη ροή αυτή: «έσπασαν οι σωλήνες της ύδρευσης και τα νερά έκαναν λούκι μέχρι να φτάσουν στον υπόνομο». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν η μοίρα μας ταράζει στα χαστούκια κι αν στα μάγουλα το δάκρυ κάνει λούκια). 3. σύμπτωση πολλών δύσκολων καταστάσεων που επαναλαμβάνονται. (Τραγούδι: μπανάκι μανάκι, κουράγιο και τελειώνουνε τα λούκια,μανάκι
- είμαι σε λούκι ή είμαι στο λούκι, βλ. φρ. περνώ λούκι·
- είναι λούκι η δουλειά ή η δουλειά είναι λούκι, βλ. λ. δουλειά·
- μπαίνω σε κακό λούκι, αντιμετωπίζω πολύ δύσκολη κατάσταση ή κατάσταση που μπορεί να αποβεί σε βάρος μου με οδυνηρές επιπτώσεις: «μπήκα σε κακό λούκι με τη δουλειά που ανέλαβα, γιατί έχω συνεχώς προβλήματα || ο γιατρός είδε κάτι σκιές στα πνευμόνια μου και μου φαίνεται πως μπήκα σε κακό λούκι»·
- μπαίνω στο λούκι, α. προσαρμόζομαι στην κατάσταση που επικρατεί, αν και δε μου είναι αρεστή, συμβιβάζομαι με την κατάσταση που επικρατεί: «αφού η οικονομία δεν πάει καλά, μπήκα κι εγώ στο λούκι και κάνω οικονομίες». β. αντιμετωπίζω δυσκολίες, στενοχώριες, βάσανα: «τον παντρέψαμε κι αυτόν, για να μη μείνει γεροντοπαλίκαρο, και μπήκε στο λούκι»·
- ξεβουλώνω τα λούκια, επιβάλλω στη σεξουαλική πράξη, ιδίως έπειτα από πολύ καιρό αναγκαστικής αποχής: «η πρώτη του δουλειά, μόλις βγήκε απ’ τη φυλακή, ήταν να πάει να ξεβουλώσει τα λούκια». Από παρομοίωση του πέους με το λούκι·
- περνώ λούκι, περνώ δύσκολες καταστάσεις που επαναλαμβάνονται: «τον τελευταίο καιρό περνώ τέτοιο λούκι, που δε με πιάνει ύπνος»·
- περνώ χοντρό λούκι, περνώ πολύ δύσκολες καταστάσεις που επαναλαμβάνονται: «τον τελευταίο καιρό δεν πάνε καθόλου καλά οι δουλειές μου, γι’ αυτό περνώ χοντρό λούκι». Συνών. περνώ χοντρά γαζιά / περνώ χοντρά λέκια·
- πέφτω σε λούκι, αντιμετωπίζω δύσκολη κατάσταση: «έπεσα σ’ ένα λούκι και δεν ξέρω πώς θα ξεμπλέξω»·
- πέφτω σε χοντρό λούκι, αντιμετωπίζω πολύ δύσκολη κατάσταση: «έχω πέσει σε χοντρό λούκι με τη δουλειά κι έχω χάσει τον ύπνο μου»·
- τον βάζω σε λούκι ή τον βάζω στο λούκι, τον αναγκάζω να επαναλαμβάνει κάτι δυσάρεστο γι’ αυτόν: «απ’ τη μέρα που του ’μαθε τα ναρκωτικά ο παλιοαλήτης, τον έβαλε στο λούκι».

λύκος

λύκος, ο, θηλ. λύκαινα, η (βλ. λ.), ουσ. [<αρχ. λύκος], ο λύκος. 1α. το λυκόσκυλο: «επειδή το σπίτι του βρίσκεται σε μια ερημική τοποθεσία, έχει πάρει έναν λύκο για να το φυλάει». β. άνθρωπος άπληστος, άρπαγας, σκληρός: «μην κάνεις συνεταιρισμό μ’ αυτόν το λύκο, γιατί θα σε γδάρει». 2. ο επικρουστήρας παλιών πυροβόλων όπλων, ο κόκορας: «σήκωσε το λύκο και σημάδεψε». 3. επώδυνη μακροχρόνια δερματοπάθεια, που διαβρώνει τους ιστούς του δέρματος: «είχε ένα πρόβλημα με το δέρμα του κι όταν ο δερματολόγος διέγνωσε λύκο, πανικοβλήθηκε ο φουκαράς». 4. γενική ονομασία διάφορων παρασιτικών φυτών: «κάθε τόσο καθαρίζει το λύκο απ’ τον κήπο του, γιατί μπορεί και να του πνίξουν τα φυτά». 5. (στη γλώσσα της φυλακής) ο κρατούμενος που υπολογίζεται ως αρχηγός: «μόλις μπαίνει ο λύκος μέσα στο θάλαμο, όλοι στέκονται σούζα». (Ακολουθούν 52 φρ.)·
- άι στο λύκο! βλ. φρ. άι στον κόρακα! λ. κόρακας·
- απ’ τα μετρημένα τρώει ο λύκος ή ο λύκος απ’ τα μετρημένα τρώει, λέγεται γι’ αυτούς που έχουν την εντύπωση πως με την υπερβολική προφύλαξη της περιουσίας τους αποφεύγουν το ενδεχόμενο κλοπής ή σφετερισμού της: «αν θέλω να σε κλέψω, φίλε μου, θα σε κλέψω, γιατί πρέπει να ξέρεις πως απ’ τα μετρημένα τρώει ο λύκος»·
- αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- αρνί που φεύγει απ’ το κοπάδι (απ’ τη στάνη, απ’ το μαντρί), το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- αυτός που υπομένει, το λύκο διαφεντεύει, αυτός που ξέρει να έχει υπομονή, με τον καιρό επιβάλλεται και σε άτομο που μπορεί να είναι και ισχυρότερό του: «κράτα τα νεύρα σου και τους θυμούς σου γιατί, αυτός που υπομένει, το λύκο διαφεντεύει»·
- άφησαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, βλ. συνηθέστ. έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- γλίτωσα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα·
- γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα, διέφυγα από μεγάλο, από θανάσιμο κίνδυνο: «την τελευταία στιγμή πετάχτηκα έξω απ’ τ’ αυτοκίνητο, που έπεσε στο γκρεμό, και γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα»·
- έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, λέγεται στην περίπτωση που αναθέτουν τη φύλαξη κάποιων πραγμάτων σε άτομο αναξιόπιστο. Συνών. έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες·
- είχαμε σκύλο κι εβόηθα το λύκο, λέγεται για εκείνους τους φίλους που ενώ έχουμε τη σιγουριά πως μας είναι πιστοί, στην πραγματικότητα μας προδίνουν και συμμαχούν με τους εχθρούς μας: «εγώ του εμπιστευόμουν όλα τα μυστικά της δουλειάς μου κι αυτός πήγαινε και τα μετέφερε στον ανταγωνιστή μου, και μέχρι να καταλάβω πως είχαμε σκύλο κι εβόηθα το λύκο, έπαθα μεγάλη ζημιά». Ο πλ. και όταν μιλάμε μόνο για τον εαυτό μας· 
- έπεσα στου λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. έπεσα στου λύκου το στόμα·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, διέτρεξα σοβαρότατο, θανάσιμο κίνδυνο: «αν ήξερα πως θα ’πεφτα στου λύκου το στόμα, δε θ’ αποφάσιζα να πάω μ’ αυτούς τους ορειβάτες!»·
- θέλει και τα πρόβατα σωστά και το λύκο χορτάτο, βλ. λ. πρόβατο·
- θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι, λέγεται για τους αχάριστους, που βλάπτουν τους ευεργέτες τους: «όσες φορές είχε ανάγκη, τον βοηθούσε, αλλ’ αυτός, αντί για ευχαριστώ, ψευδομαρτύρησε σε βάρος του στο δικαστήριο. -Θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι». Συνών. φύλαξε φίδι το χειμώνα να σε δαγκώσει το καλοκαίρι·
- και τα πρόβατα σωστά και ο λύκος χορτάτος, βλ. λ. πρόβατο·
- κάποιος λύκος θα ψόφησε, α. λέγεται με απορία στην περίπτωση που κάποιος ενεργεί αντίθετα προς τις συνήθειές του: «μπορεί να μη δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, όμως εμένα τα δανεικά που του ζήτησα μου τα ’δωσε αμέσως. -Κάποιος λύκος θα ψόφησε, γιατί αυτός είναι μεγάλος τσιγκούνης». β. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που έρχεται ξαφνικά να μας επισκεφτεί ύστερα από πάρα πολύ καιρό: «βρε βρε, κάποιος λύκος θα ψόφησε για να ’ρθεις να με δεις». Συνών. κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε·
- λύκος με μορφή προβάτου, λέγεται για σκληρό, για αιμοβόρο άτομο, που μας ξεγελάει με το παρουσιαστικό του, γιατί έχει καλοκάγαθο πρόσωπο: «μην σε ξεγελάνε τα ευγενικά του χαρακτηριστικά, γιατί είναι λύκος με μορφή προβάτου»·
- λύκος μεταμφιεσμένος σε πρόβατο, βλ. φρ. λύκος με μορφή προβάτου·
- λύκος στα πρόβατα, έκφραση με την οποία τονίζουμε τις επιπτώσεις που έχει κανείς, όταν λέει συνεχώς ψέματα: «επειδή μας λέει συνεχώς ψέματα δεν τον πιστέψαμε, όταν μας είπε μια φορά αλήθεια και την έπαθε όπως με το λύκος στα πρόβατα, γιατί δεν τον βοηθήσαμε». Αναφορά σε μύθο του Αισώπου·   
- μ’ έστειλαν στου λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα·
- μ’ έστειλαν στου λύκου το στόμα, αντιμετώπισα μεγάλο, θανάσιμο κίνδυνο: «αν ήξερα πως θα μ’ έστελναν στου λύκου το στόμα, θα καθόμουν στ’ αβγά μου»·
- μαύρος λύκος να σε φάει! είδος κατάρας·
- με τ’ αρνί είσαι ή με το λύκο; με ποιανού το μέρος είσαι, με του αδύνατου ή του δυνατού, με το μέρος του καλού ή του κακού(;): «ξέχνα για λίγο το συμφέρον σου και θέλω να μου μιλήσεις με το χέρι στην καρδιά. Με τ’ αρνί είσαι ή με το λύκο;»·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μπήκα στου λύκου το στόμα, διέτρεξα σοβαρότατο, θανάσιμο κίνδυνο: «είμαι δασοπυροσβέστης και δεν ξέρεις πόσες φορές, πέρσι με τις πυρκαγιές, μπήκα στου λύκου το στόμα»·
- να σε φάει ο λύκος! είδος κατάρας, που λέγεται χάριν αστεϊσμού. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα που·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- ο λύκος γούνα αλλάζει, ο λύκος δεν αλλάζει, βλ. φρ. ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε, μηδέ την κεφαλή του·
- ο λύκος γούνα αλλάζει, το χούι δεν τ’ αλλάζει, βλ. φρ. ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε, μηδέ την κεφαλή του·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, δηλώνει πως περισσότερα κατορθώνει κανείς με την εξυπνάδα, την πονηριά, παρά με τη σωματική δύναμη: «ο άλλος ήταν πολύ πιο δυνατός, αλλά του ’κανε ένα τσαλιμάκι ο δικός σου και τον ξάπλωσε κάτω. -Ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη»·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του ή ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το πετσί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του, το ήθος ή ο κακός χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει με τα χρόνια·
- ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες, λέγεται για τους ισχυρούς, τους έξυπνους ή τους πλεονέκτες, που δε μένουν ικανοποιημένοι με μικρά οφέλη: «για να μου εγκρίνει το δάνειο, ήθελε το τριάντα τοις εκατό ο αθεόφοβος. -Ο λύκος με μύγες δε χορταίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. η αλεπού με ακρίδες δε χορταίνει ή η αλεπού δε χορταίνει με ακρίδες·  
- ο λύκος, όταν γερνάει, γίνεται των σκυλιών ο μασκαράς, όταν ο ισχυρός χάσει τη δύναμή του γίνεται περίγελος στο περιβάλλον του: «κάποτε τον έτρεμαν αλλά, τώρα που ξέπεσε τον κοροϊδεύουν όλοι γιατί, ο λύκος όταν γερνάει, γίνεται των σκυλιών ο μασκαράς»·
- ο λύκος στη γειτονιά του αρνί δεν αρπάζει, πολλοί άνθρωποι επιδεικνύουν καλή συμπεριφορά στο άμεσό τους περιβάλλον : «είναι πολύ αλήτης άνθρωπος αλλά, στη γειτονιά μας κάνει την αθώα περιστερά γιατί, βλέπεις, ο λύκος στη γειτονιά του αρνί δεν αρπάζει»·
- ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται, ο παράνομος, ο κακός ή ο φαύλος χαίρεται σε περίοδο κοινωνικής αναστάτωσης ή αναταραχής, γιατί τότε ευνοούνται ευκολότερα τα παράνομα σχέδια του ή οι άνομες επιδιώξεις του: «παρακαλάει να μην μπορέσει κανένα κόμμα να κάνει κυβέρνηση, γιατί χτίζει κάπου ένα αυθαίρετο κι ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται»·
- ο λύκος στην ανεμοζάλη χαίρεται, βλ. συνηθέστ. ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται·
- ο λύκος τρίχα αλλάζει, τη γνώμη δεν αλλάζει, βλ. φρ. ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε, μηδέ την κεφαλή του·
- οι λύκοι θέλουν πρόβατα, οι έξυπνοι, οι επιτήδειοι ή οι κακοί αναζητούν αφελείς ή αγαθούς ανθρώπους για να τους εκμεταλλευτούν: «μην μπλέξεις με τους ανθρώπους της πιάτσας, γιατί οι λύκοι θέλουν πρόβατα»·
- όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- όταν δεις λύκου αχνάρια, έχε το νου σου στα πρόβατα, πάντα πριν από ένα κακό ή μια αποτυχία, υπάρχουν σημάδια που μας προειδοποιούν για τον επερχόμενο κίνδυνο»·
- πεινώ σαν λύκος ή πεινώ σαν το λύκο, πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου γρήγορα να φάω, γιατί πεινώ σαν λύκος». Από το ότι ο λύκος δε βρίσκει εύκολα τροφή·
- πέρασα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. πέρασα απ’ του λύκου το στόμα·
- πέρασα απ’ του λύκου το στόμα, διέτρεξα σοβαρότατο, θανάσιμο κίνδυνο: «ήταν τόσο δυνατή η τράκα, που πέρασα απ’ του λύκου το στόμα»·
- περιμένει σαν λύκος, είναι άπληστος, άρπαγας, σκληρός: «πηγαίνει στους χώρους που γίνονται πλειστηριασμοί και περιμένει σαν λύκος ν’ αρπάξει την ευκαιρία». (Λαϊκό τραγούδι: ο θάνατός σου η ζωή μου συναντούσα, βασανιζόμουνα, εδάκρυζα, πονούσα γιατί οι άνθρωποι σαν λύκοι καρτερούν
- πέφτω στον πρώτο λύκο, (στη γλώσσα της αργκό) χάνω ξαφνικά χρήματα, παθαίνω αναπάντεχη ζημιά: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, μόλις κερδίσεις μερικά λεφτά, πέφτεις στον πρώτο λύκο και δε σου μένει πάλι φράγκο»·
- σώθηκα απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα·
- σώθηκα απ’ του λύκου το στόμα, βλ. φρ. γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα·
- τα μετρημένα πρόβατα, ο λύκος δεν τα τρώει, όταν κάνουμε σωστούς λογαριασμός δεν υπάρχει περίπτωση να έχουμε καμιά απώλεια: «να προσέχεις καλά το βιος σου, να ελέγχεις κάθε τόσο το έχει σου για να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο γιατί, τα μετρημένα πρόβατα, ο λύκος δεν τα τρώει»·
- το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος, βλ. λ. μισιακός·
- τρώει σαν λύκος ή τρώει σαν το λύκο, είναι αχόρταγος, αδηφάγος: «μην πάρετε και τον τάδε στο γεύμα, γιατί τρώει σαν λύκος και δε θα προλάβετε να φάτε τίποτα». Από το ότι ο λύκος που βρίσκει δύσκολα τροφή, όταν τη βρίσκει, τρώει με μεγάλη λαιμαργία. Συνών. τρώει σαν βόδι / τρώει σαν δράκος / τρώει σαν φίδι·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

μαγγανοπήγαδο

μαγγανοπήγαδο, το, ουσ., βλ. λ. μαγκανοπήγαδο.

μακαρίτης

μακαρίτης, ο, θηλ. μακαρίτισσα, η, ουσ. [<αρχ. μακαρίτης], αυτός που έχει πεθάνει. Λέγεται συνήθως με συμπάθεια, γιατί όποιος πεθαίνει, γλιτώνει από τα βάσανα της ζωής: «η τελευταία επιθυμία του μακαρίτη ήταν να ’ναι τα παιδιά του πάντα αγαπημένα». (Λαϊκό τραγούδι: σα ζούσε ο μακαρίτης μες στης ζωής του το βίο ό,τι έβλεπε στον κόσμο το ’γραφε στο βιβλίο
- έγινε μακαρίτης, πέθανε: «δε μένει πια σ’ αυτό το σπίτι ο τάδε που ζητάς, γιατί έγινε μακαρίτης πριν από πολύ καιρό»·
- ήταν κοντός (ψηλός, χοντρός, αδύνατος) ο μακαρίτης! ειρωνικός υπαινιγμός σε κάποιον που φοράει ρούχο εντελώς έξω από τα μέτρα του και το υπονοούμενο είναι πως το πήρε από κάποιον που πέθανε: «ρε συ, ήταν κοντός ο μακαρίτης και τα μανίκια του σακακιού σου ’ρχονται στους αγκώνες! || ήταν ψηλός ο μακαρίτης και τα μπατζάκια σου έρχονται πάνω απ’ τους αστραγάλους σου!»·
- κάλλιο δειλός, παρά μακαρίτης, δηλώνει την αξία της ζωής: «για ψύλλου πήδημα δεν κάνω παλικαριές γιατί, κάλλιο δειλός, παρά μακαρίτης»·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, λέγεται ειρωνικά για τη χήρα εκείνη που, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από το θάνατο του άντρα της, δημιούργησε ερωτικό δεσμό. (Λαϊκό τραγούδι: μια χήρα είχε ορκιστεί στο πρώτο της στεφάνι, αλλά δεν έμεινε πιστή στον όρκο που είχε κάνει. Στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι).

μάτι

μάτι, το, ουσ. [μσν. μάτιν <ὀμμάτιον, υποκορ. του ουσ. ὄμμα], το μάτι. 1. το μάτιασμα, η βασκανία: «πάντα φοράει γαλάζια χάντρα, γιατί φοβάται το μάτι». 2. στρογγυλή επιφάνεια της ηλεκτρικής κουζίνας, όπου διοχετεύεται ηλεκτρισμός και πάνω στην οποία τοποθετείται το σκεύος για το μαγείρεμα: «στο ένα μάτι έβραζε η μητέρα μου τα μακαρόνια και στ’ άλλο είχε την κατσαρόλα με τον κιμά || ξέχασε το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας ανοιχτό και παραλίγο να παίρναμε φωτιά». 3. ο κόμπος πάνω στην επιφάνεια του βλαστού ή του κορμού, πάνω στο οποίο γίνεται το μπόλιασμα: «τα δέντρα πέταξαν μάτια». 4. (στη γλώσσα της αργκό) το μπανιστήρι: «τρελαίνεται για μάτι». Συνών. γρίλια. 5. συνήθως στον πλ. τα μάτια, η όραση: «μόνο άμα χάσεις τα μάτια σου, μπορείς να καταλάβεις έναν τυφλό». Υποκορ. ματάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- αβγά μάτια, βλ. λ. αβγό·
- αγκαλιάζω με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. αγκαλιάζω με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- ακολουθώ με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. ακολουθώ με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, λέγεται ειρωνικά, όταν συγκρίνονται δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια
- αλληθώρισε το μάτι μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, λέγεται στην περίπτωση που δέχεται κάποιος πολύ ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο από κάποιον: «του ’δωσε τέτοιο χαστούκι, που τι να σου πω! Αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά»· βλ. και φρ. αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, λ. παπάς·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. Αμερικανός·
- ανέβηκε στα μάτια μου, νιώθω περισσότερη εκτίμηση για το άτομο που γίνεται λόγος, ιδίως ύστερα από κάποια σωστή πράξη ή ενέργειά του της οποίας είμαι αποδέκτης: «μ’ αυτόν τον καλό λόγο που είπε για μένα, ανέβηκε στα μάτια μου || μ’ αυτή τη χειρονομία που έκανε για πάρτη μου, ανέβηκε στα μάτια μου»·
- ανοίγουν τα μάτια μου, μορφώνομαι, διαφωτίζομαι: «ότι μου πέφτει στο χέρι, το διαβάζω για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου || απ’ τη μέρα που άρχισα να κάνω ταξίδια, άνοιξαν τα μάτια μου»·
- ανοίγω τα μάτια μου, α. γεννιέμαι: «άνοιξα τα μάτια μου μια μέρα του Αυγούστου». β. ανοίγω τα βλέφαρά μου, ξυπνώ: «μόλις άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου το στοργικό βλέμμα της μητέρας μου»· βλ. και φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. φρ. πρωτάνοιξε τα μάτια του·
- άνοιξε τα μάτια σου! α. (συμβουλευτικά) πρόσεχε καλά ή καλύτερα, πρόσεξε: «εκεί που θα πας, άνοιξε τα μάτια σου μην κάνεις καμιά ανοησία!». (Λαϊκό τραγούδι: γελάστηκα, γελάστηκα δεν ήξερα τι κρύβεις στη μαύρη σου ψυχή. Έπρεπε τα μάτια μου ν’ ανοίξω απ’ την αρχή, προτού να πληγωθώ). β. (συμβουλευτικά) να είσαι προσεκτικός: «στη δουλειά που θα πας άνοιξε τα μάτια σου για να τη μάθεις!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- απ’ τα μάτια του φαίνεται, γίνεται κάτι αμέσως αντιληπτό, γίνεται ολοφάνερο κάτι από την έκφραση των ματιών του: «απ’ τα μάτια του φαίνεται πως νιώθει άσχημα ο άνθρωπος σ’ αυτό το χώρο, δεν το καταλαβαίνεις; || απ’ τα μάτια του φαίνεται πως είναι ερωτευμένος μαζί της»·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα, λέγεται για πούστη, που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί επίσημα, αλλά το πάθος του γίνεται αντιληπτό από την έκφραση των ματιών του: «πες του να μη μας κάνει τον άντρα, γιατί από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα». Από την εικόνα του πούστη, που ρίχνει κλεφτές ματιές στα γεννητικά όργανα του άντρα για να μαντέψει το μέγεθός τους, ανάλογα με το πόσο φουσκώνει το παντελόνι στο επίμαχο σημείο·
- από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- ας βγάλουν τα μάτια τους, βλ. φρ. δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους(!)·
- άστραψε το μάτι του, α. είδε κάτι που τον εντυπωσίασε πάρα πολύ: «μόλις με είδε να περνώ έξω απ’ το μπαράκι με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άστραψε το μάτι του || ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις την είδε άστραψε το μάτι του». β. νευρίασε πάρα πολύ, έφτασε στα όρια της παράκρουσης: «όταν είδε τους αλήτες να χτυπούν γέρο άνθρωπο, άστραψε το μάτι του και χωρίς να σκεφτεί όρμησε απάνω τους». γ. ξαφνικά, βρήκε τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε: «βρισκόταν σε αδιέξοδο και δεν ήξερε τι να κάνει, ώσπου κάποια στιγμή άστραψε το μάτι του κι ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του»·
- βάζω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·
- βάζω στο μάτι, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι: «έβαλε στο μάτι την κόρη του μπακάλη τους || ό,τι βάζει στο μάτι αργά ή γρήγορα πάει και τ’ αγοράζει». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθ’ ο χάρος και δε θα του ξεφύγεις, κόρη μου γλυκιά, γιατί σ’ έβαλε στο μάτι τούτη τη βραδιά)· βλ. και φρ. έχω στο μάτι·
- βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από μεγάλη εξάντληση και νύστα: «μόλις γύρισε το βράδυ απ’ τη δουλειά και κάθισε για λίγο στον καναπέ, βασίλεψαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: βασίλεψαν τα μάτια μου απ’ τα γλυκά σου χάδια και τ’ όνειρο στα σύννεφα με πέταξε ψηλά
- βάσκανο μάτι, που προξενεί κακό όποιον βλέπει, που βασκαίνει, που ματιάζει: «φαίνεται μ’ είδε βάσκανο μάτι και δεν μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά!»·
- βγάζει μάτι, α. είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά επιπλέον επεξήγηση: «μα δεν καταλαβαίνεις ότι θέλει να σε καταστρέψει; Εδώ βγάζει μάτι η πρόθεσή του». β. (για πράγματα) είναι τόσο εντυπωσιακό λόγω κατασκευής ή μεγέθους, που είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο: «φορούσε μια παρδαλή γραβάτα, που έβγαζε μάτι || είχε κάτι βυζάρες, που έβγαζαν μάτι». γ. είναι εξόφθαλμο: «αυτό το νερώ με ωμέγα, βγάζει μάτι»·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. φρ. βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- βγάζω τα μάτια μου, α. επιδίδομαι στη σεξουαλική πράξη με τον ερωτικό μου σύντροφο: «είναι δυο ώρες κλεισμένοι στο δωμάτιο και βγάζουν τα μάτια τους». β. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου σε κάποια εργασία, όπου απαιτούνται λεπτοί και επιδέξιοι χειρισμοί: «όλοι οι ρολογάδες βγάζουν τα μάτια τους με τη δουλειά που κάνουν». γ. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου, ιδίως όταν προσπαθώ να διαβάσω μικρά ή κακογραμμένα γράμματα ή όταν διαβάζω χωρίς ικανοποιητικό φωτισμό: «στα χρόνια μας βγάζαμε τα μάτια μας, όταν διαβάζαμε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως της γκαζόλαμπας»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, με τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις μου, γίνομαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο, είναι σαν να βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια»·
- βγάλε τα μάτια σου, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που μας ρωτάει απεγνωσμένα τώρα τι θα κάνω; ή τώρα τι να κάνω(;)·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με νέα θεώρηση καλύτερη ή χειρότερη από ό,τι προηγουμένως: «ήμουν κουμπωμένος απέναντί του, αλλά αφού με υποστήριξε, τώρα βλέπω μ’ άλλο μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω αρνητικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει η μούρη του || βλέπω με κακό μάτι αυτόν το συνεταιρισμό που θέλεις να κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω θετικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με καλό μάτι τον δεσμό που έχει η κόρη μου || αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως βλέπω με καλό μάτι όλη αυτή τη διαφημιστική καμπάνια που κάνεις για την επιχείρησή σου»·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλέπω κάποιον ή κάτι προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα μιλούσε με τον άλλον, έκανα τον αδιάφορο και τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου»·
- βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα, βρίσκομαι στο κέντρο επικίνδυνης κατάστασης, βρίσκομαι σε δεινή θέση βαλλόμενος ή κατηγορούμενος από όλες τις πλευρές: «στην προσπάθειά του να κουκουλώσει την παρανομία του συναδέλφου του, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα κι άρχισε να δέχεται επιθέσεις από τους πάντες». Η ερμηνεία αυτή που επικράτησε είναι εσφαλμένη ίσως από το ότι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κυριαρχεί στη σκέψη μας είναι η καταστροφική δύναμη του κυκλώνα, πράγμα που συνηγορεί στην επικράτηση της εσφαλμένης ερμηνείας. Η ορθή ερμηνεία  είναι διανύω περίοδο γαλήνης, ηρεμίας, αφού στο μάτι (= στο κέντρο) του κυκλώνα, επικρατεί γαλήνη, ηρεμία·
- για να του βγει το μάτι, για να νιώσει μεγάλη στενοχώρια, που δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα σε βάρος μου σύμφωνα με την επιθυμία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «παρακαλούσε να μην μπω στο πανεπιστήμιο, αλλά εγώ μπήκα για να του βγει το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·  
- για τα δικά σου μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες, τον έκαμα κομμάτια
- για τα δυο σου μάτια, για τη χάρη σου, για την αφεντιά σου: «και βέβαια ήρθα για δουλειά, τι νόμισες, για τα δυο σου μάτια ήρθα;». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες· θα σπάσω πιάτα για τα δυο σου μάτια). Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- για τα μάτια ή για τα μαύρα μάτια ή για τα μαύρα τα μάτια, βλ. φρ. για τα μάτια του κόσμου·
- για τα μάτια του κόσμου, α. απλώς για να τηρηθούν τα προσχήματα: «τουλάχιστον, για τα μάτια του κόσμου, έπρεπε να τον χαιρετήσεις κι εσύ». β. για επίδειξη: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκίνητο για τα μάτια του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: για τα μάτια του κόσμου, πώς μπορείς και παντρεύεσαι φως μου
- για τα μαύρα σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για τα ωραία σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για το κακό το μάτι, για την αποτροπή της βασκανίας, κατά της βασκανίας: «φοράει πάντα μια χάντρα θαλασσιά, για το κακό το μάτι»·
- γλυκά μου μάτια! προσφώνηση τρυφερότητας που επιτείνει το μάτια μου! (βλ. φρ.).(Τραγούδι: γλυκά μου μάτια αγαπημένα ίσως μια μέρα σας ξαναδώ)·
- γυαλίζει το μάτι του, α. είναι πολύ εκνευρισμένος, βρίσκεται στα πρόθυρα της παράκρουσης: «σε συμβουλεύω να μην του πεις κουβέντα, γιατί γυαλίζει το μάτι του». Από την εικόνα του τρελού που, όταν βρίσκεται σε κρίση, τα μάτια του γυαλίζουν. β. βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης στέρησης, μεγάλης φτώχειας: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, γυαλίζει το μάτι του». γ. έχει υψηλό πυρετό: «για βάλε θερμόμετρο στο παιδί να δούμε τι πυρετό έχει, γιατί γυαλίζει το μάτι του»·
- γυαλίζει το μάτι μου απ’ τη πείνα ή το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα, λ. πείνα·
- γυάλινο μάτι, ψεύτικο μάτι που είναι καμωμένο από γυαλί, από πορσελάνη: «έχασε σ’ ένα δυστύχημα το δεξί του μάτι κι από τότε έχει γυάλινο μάτι»· 
- δε βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), δεν έχω επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται: «επειδή δεν έβλεπε με κακό μάτι το δεσμό της κόρης του, έκανε τα στραβά μάτια»·
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), έχω σοβαρές επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται, τόσο μάλιστα, ώστε να διάκειμαι εχθρικά: «αν θέλεις τη γνώμη μου, δε βλέπω με καλό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό πρόσεχε || δεν έβλεπε με καλό μάτι το δεσμό της κόρης του, γι’ αυτό έπιασε το λεγάμενο και του ζήτησε να χωρίσουν»·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, τον αποστρέφομαι, τον αντιπαθώ πάρα πολύ: «είναι τόσο αχάριστος άνθρωπος, που δε θέλω να τον δω στα μάτια μου»·
- δε με γελούν τα μάτια μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που βλέπω: «είναι ο τάδε, δε με γελούν τα μάτια μου || δε με γελούν τα μάτια μου, γιατί είμαι σίγουρος πως είσαι ο τάδε»·
- δε με πιάνει το μάτι, δε βασκαίνομαι, δε ματιάζομαι: «δεν έχω φόβο στους γαλανομάτηδες, γιατί δε με πιάνει το μάτι»·
- δε μου γεμίζει το μάτι (κάποιος ή κάτι), δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη, έχω επιφυλάξεις: «δε μου γεμίζει το μάτι ο τύπος που κάνεις παρέα || δε μου γεμίζει το μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (από κάτι), είναι επίμονα προσηλωμένος σε κάτι: «ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ το βιβλίο || ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, είναι πολύ ντροπαλός: «το μεγάλο του παιδί είναι πολύ ατίθασο, αλλά το μικρότερο δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη γη || αποκλείεται να σε κοίταξε αυτή η γυναίκα πονηρά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δε σηκώνει τα μάτια της απ’ τη γη»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. φρ. δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, δε με κοιτάζει, ιδίως από ντροπή ή από φόβο: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, δε σηκώνει τα μάτια του να με δει»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει(ς), α. υπάρχει αφθονία υλικών αγαθών σε ένα χώρο: «άνοιξε ένα καινούριο σούπερ μάρκετ κι έχει τόσα πολλά είδη που δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπεις». β. υπάρχει ωραιότατη θέα που σου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση: «αν ανεβείς στην κορυφή του λόφου, δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει την ομορφιά του κάμπου»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να τον (τη) βλέπει(ς), είναι πάρα πολύ όμορφος: «είναι μια γυναικάρα, που δε χορταίνει το μάτι σου να τη βλέπεις»·
- δε χορταίνει το μάτι του, είναι ανικανοποίητος, είναι άπληστος: «όσα και να του δώσεις, δε χορταίνει το μάτι αυτού του ανθρώπου»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), ενδιαφέρεται μόνο για τον ερωτικό του σύντροφο, μόνο για το άτομο που αγαπάει: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, δεν έχει μάτια γι’ άλλη». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι που αγαπάω το κοιτάζουνε πολλοί, μα αυτό δεν έχει μάτια άλλον άντρα για να δει)· 
- δεν έχω μάτια να τον δω, α. ντρέπομαι να τον αντικρίσω, ντρέπομαι να τον συναντήσω, γιατί είμαι εκτεθειμένος απέναντί του: «κάποια στιγμή κατηγόρησα την αδερφή του χωρίς λόγο και τώρα δεν έχω μάτια να τον δω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω μάτια να σε δω καρδιά να σου μιλήσω, πέσαν τα χέρια μου νεκρά και πώς να σε κρατήσω).β. δεν καταδέχομαι, απαξιώ να τον συναντήσω: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, δεν έχω μάτια να τον δω»·
- δεν κλείνω μάτι, α. δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες. (Λαϊκό τραγούδι: τις νύχτες τις αόρατες εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί μου λένε οι δαίμονες σήκω και περιπάτει). β. αγρυπνώ από ανησυχία ή από έμμονες ιδέες: «δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα, γιατί περίμενα τα παιδιά μου να γυρίσουν απ’ την εκδρομή τους»·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις υποθέσεις, ιδίως για τις φιλονικίες, για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας μας. -Δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους!»·
- δεν πιστεύω στα μάτια μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τα μάτια μου(!)·
- δεν τ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου, παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή, κάτι: «απ’ την ώρα που πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο απέναντι, δεν τ’ άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν το πιάνει το μάτι σου, δεν μπορείς να το δεις, να το εντοπίσεις με γυμνό μάτι: «είναι ένα τόσο δα ζουζουνάκι, που δεν το πιάνει το μάτι σου χωρίς μεγεθυντικό φακό»·
- δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! επιφωνηματική έκφραση απορίας ή θαυμασμού για κάτι που βλέπουμε, ενώ δεν περιμέναμε να το δούμε: «εσύ, κοτζάμ παλικάρι, να χτυπάς μικρό παιδί, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! || μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα τέλειωσες ολόκληρη οικοδομή, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου!»·
- δεν τον αφήνω απ’ τα μάτια μου, τον παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή: «θα σου πω λεπτομερώς πού πήγε και τι έκανε, μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, γιατί δεν τον άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν τον είδε μάτι, δεν τον αντιλήφθηκε κανείς: «ο κλέφτης άδειασε το ταμείο κι ενώ το μαγαζί είχε ένα σωρό κόσμο, δεν τον είδε μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα θα ’ρθω, κούκλα μου, από τους γειτόνους, μάτι για να μη με δει μάτια μου και φως μου
- δεν τον πιάνει το μάτι, δε βασκαίνεται, δε ματιάζεται: «ειρωνεύεται όλους αυτούς που φοβούνται το μάτιασμα, γιατί αυτόν δεν τον πιάνει το μάτι»·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, α. δεν μπορείς να τον θεωρήσεις αξιόλογο, δεν τον υπολογίζεις βλέποντας την εξωτερική του εμφάνιση, δεν είναι πραγματικά αυτός που δείχνει: «έτσι όπως γυρίζει μ’ αυτά τα παλιόρουχα, δεν τον πιάνει το μάτι σου για πλούσιο». β. (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός (που υποτίθεται πως δεν μπορείς να τον εντοπίσεις): «προσέχω να μην τον πατήσω, γιατί δεν τον πιάνει το μάτι σου»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι, βλ. λ. άνθρωπος·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, το ενδιαφέρον σου για μένα θα σου το ανταποδώσω στο διπλάσιο·
- διαβάζω στα μάτια του (της) (κάτι), αντιλαμβάνομαι, ξεχωρίζω τα συναισθήματα από τα οποία είναι κυριευμένος κάποιος (κάποια) από την έκφραση των ματιών του: «διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ την αγαπάει || διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ τη μισεί || διαβάζω στα μάτια του πόσο άσχημα νιώθει σ’ αυτό το χώρο»·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία για να…: «δίνω το ένα μου μάτι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου μάτι για ν’ αποκτήσω κι εγώ τέτοιο αυτοκίνητο»·   
- έγινε το μάτι του να! α. πρήστηκε πολύ, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα: «έφαγε μια γροθιά απ’ τον τάδε κι έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη, κυρτή προς τα έξω, να έρχεται σε μια μικρή απόσταση από το μάτι, θέλοντας να καθορίσει το μέγεθος του πρηξίματος. β. ένιωσε έντονη έκπληξη: «μόλις με είδε να διασχίζω με την αυτοκινητάρα μου τους δρόμους της γειτονιάς μας, έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν ευμεγέθη κύκλο, υπονοώντας το άνοιγμα του ματιού·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είδα το χάρο με τα μάτια μου, βλ. λ. χάρος·
- είδαν πολλά τα μάτια μου, πέρασα πολλές δυσκολίες στη ζωή μου, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσω πολλές και διάφορες εμπειρίες: «εμένα να με συμβουλεύεσαι, γιατί είδαν πολλά τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: πολλά είδαν τα μάτια μου κι έχω περάσει μπόρες, μονάχος μου που γύριζα μέσα σε ξένες χώρες
- είμαι αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- είμαι όλο(ς) μάτια, παρατηρώ κάποιον ή κάτι με πολύ μεγάλη προσοχή: «είμαι όλος μάτια, κάθε φορά που περνάει αυτή η γυναικάρα έξω απ’ το μαγαζί μου || όταν μου δείχνει πώς γίνεται κάτι, είμαι όλος μάτια»·
- είναι το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει να συμβαίνουν κατά την απουσία μου σε ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός ο άνθρωπος που βλέπεις, είναι το μάτι μου, όσο διάστημα λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει και ακούει να συμβαίνουν και να λέγονται κατά την απουσία μου από ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «τον πληρώνω κάτι παραπάνω, αλλά έχω το κεφάλι μου ήσυχο, γιατί είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου, όσον καιρό λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, λέγεται ειρωνικά για εκείνους τους ελαφρόμυαλους, που επιτέλους κατάλαβαν ποιο είναι το συμφέρον τους: «επιτέλους, έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια και σταμάτησες αυτή η δουλειά που ξεκίνησες, γιατί κατάλαβες πως θα σε καταστρέψει»· 
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- έμεινε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. αφαιρέθηκα κοιτάζοντάς το(ν) επίμονα: «όπως τον κοίταζα, έμεινε το μάτι μου». β. (για πράγματα) με εντυπωσίασε τόσο πολύ που θέλω να το αποκτήσω: «έμεινε το μάτι μου σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- έμεινε το μάτι του, με ζηλεύει για κάποιο απόκτημά μου: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, έμεινε το μάτι του»·
- ένα τρίτο μάτι, άτομο που δεν έχει σχέση με κάποια υπόθεση, όπως δυο ενδιαφερόμενοι ή δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, πράγμα που καθιστά αμερόληπτη τη γνώμη του ή την άποψή του σχετικά με αυτή: «ίσως, αν έβλεπε την υπόθεση ένα τρίτο μάτι, θα μπορούσε να μας δώσει μια πιο ξεκάθαρη γνώμη»·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- έπεσε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), είδα, ιδίως τυχαία, κάποιον ή κάτι: «όπως ερχόμουν, έπεσε το μάτι μου στον τάδε || όπως έβλεπα τη βιτρίνα, έπεσε το μάτι μου σ’ ένα πανέμορφο δαχτυλίδι»·
- έφυγε με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει αχόρταγο μάτι, βλ. φρ. δε χορταίνει το μάτι του·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. συνηθέστ. έχει κακό μάτι·
- έχει γερό μάτι, έχει πολύ καλή όραση ή έχει την ικανότητα να εκτιμάει την πραγματική αξία ενός ανθρώπου ή πράγματος: «μπορεί να διαβάσει την εφημερίδα του από δυο μέτρα απόσταση, γιατί έχει γερό μάτι || ο τάδε, που έχει γερό μάτι, μου είπε πως αυτός που κάνεις παρέα, δε θα πρέπει να ’ναι καλός άνθρωπος || στην αγορά τ’ αυτοκινήτου μου θα πάρω και τον τάδε μαζί μου, γιατί έχει γερό μάτι»·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. έχει γερό μάτι·
- έχει και πίσω μάτια, βλ. φρ. έχει και στην πλάτη μάτια·
- έχει και στην πλάτη μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «έτσι να κάνεις λίγο, το παίρνει αμέσως μυρουδιά, γιατί έχει και στην πλάτη μάτια». Πρβλ.: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα, μα πιο πολύ το μάτι που έβλεπε απ’ την πλάτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- έχει και στον κώλο μάτια, βλ. λ. κώλος·
- έχει κακό μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «μόλις μ’ είδε ο τάδε, έπεσα κι έσπασα το πόδι μου, γιατί έχει κακό μάτι»·
- έχει καλό μάτι, βλ. φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «δε θέλω να δει ο τάδε το καινούριο μου αυτοκίνητο, γιατί έχει μάτι και σίγουρα όλο και κάπου θα τρακάρω»· βλ. και φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει τα μάτια του παντού, αντιλαμβάνεται, παρακολουθεί τα πάντα, γιατί είναι πολύ προσεκτικός ή καχύποπτος: «από κείνη τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, έχει τα μάτια του παντού»·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, α. επιδιώκει διακαώς να βρει την ευκαιρία να βγει από το σπίτι, να ξεπορτίσει: «ξέρει πως στο μπαράκι την περιμένει ο γκόμενός της κι αυτή έχει το μάτι όλο στην πόρτα». β. αδημονεί να φανεί, να επιστρέψει κάποιος στο σπίτι: «μόλις περάσει λίγο η ώρα, έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα και δεν ησυχάζει αν δε δει τα παιδιά του να επιστρέφουν στο σπίτι»·
- έχει τρύπιο μάτι, είναι εντελώς ανικανοποίητος: «όταν ο άνθρωπος έχει τρύπιο μάτι, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί με τίποτα»·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. φρ. είδαν πολλά τα μάτια μου·
- έχω στο μάτι, α. λαχταρώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «από καιρό έχω στο μάτι αυτή τη γυναίκα || από καιρό έχω στο μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: τόσο καιρό σ’ έχω στο μάτι, γιατί είσαι ένα γερό κομμάτι). β. εποφθαλμιώ: «έχω στο μάτι τη θέση του διευθυντή μας»· βλ. και φρ. τον έχω στο μάτι·
- έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, προσέχω πολύ: «όταν ξεκινώ κάτι καινούριο, έχω τα μάτια μου ανοιχτά μέχρι να βάλω το νερό στ’ αυλάκι»·
- έχω τα μάτια μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, α. δεν προσέχω: «πώς να μη σε κλέψουν, απ’ τη στιγμή που έχεις τα μάτια σου κλειστά!». β. προσποιούμαι πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου: «όση ώρα είχα τα μάτια μου κλειστά, δε δούλεψε ούτε ένας εργάτης»·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα (δεκατέσσερα, είκοσι τέσσερα), είμαι πάρα πολύ προσεκτικός στις ενέργειές μου ή στις συναναστροφές μου: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, πρέπει να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα για να μην μπλέξεις πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: αν έχεις μάτια τέσσερα, στάσου στο δεκατέσσερα
- έχω το μάτι μου όλο..., επιδιώκω συστηματικά κάτι: «έχω το μάτι μου όλο στα ταξίδια || απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, έχει το μάτι του όλο στα γλέντια || τα μικρά παιδιά έχουν το μάτι τους όλο στο παιχνίδι»·
- ζυγιάζω με το μάτι, εκτιμώ, υπολογίζω νοερά έπειτα από προσεκτική παρατήρηση τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης: «είναι πολύ έμπειρος στη ζωή κι ό,τι ζυγιάζει με το μάτι, πέφτει πάντα μέσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά· βλ. και φρ. με το μάτι·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, όσα κάνει κανείς τη νύχτα ακούγονται, ενώ όσα κάνει τη μέρα φαίνονται: «τίποτα δε μένει κρυφό, αγόρι μου και πρέπει να μάθεις να περπατάς καλά στη ζωή σου, γιατί η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια»·  
- η πραμάτεια θέλει μάτια, όταν αγοράζει κανείς κάτι, ιδίως από πλανόδιο πωλητή, πρέπει να είναι προσεκτικός: «να μην ψωνίζεις καβάλα, γιατί η πραμάτεια θέλει μάτια»·
- ήταν σκόνη στα μάτια, βλ. συνηθέστ. ήταν στάχτη στα μάτια·
- ήταν στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, δηλώνει αδιαφορία ή και μοιρολατρία για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή προσπάθειας: «είναι πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου πρώτη, αγάπη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια, κι όπου με βγάλει
- θα μου βγει απ’ τα μάτια, έχω πιει πάρα πολύ: «δεν μπορώ να πιω γουλιά περισσότερο, γιατί θα μου βγει απ’ τα μάτια». Από παρομοίωση του ποτού με τα δάκρυα·
- θα σου βγάλω το μάτι, θα σου προξενήσω μεγάλη ζημιά, θα σε εκδικηθώ: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σου βγάλω το μάτι». Από την εικόνα των ατόμων του υπόκοσμου που, όταν σε μια μονομαχία με μαχαίρια έπεφτε ο ένας από τους δυο νεκρός, ο νικητής ή έγλειφε το μαχαίρι του με το αίμα του αντιπάλου του ή του έβγαζε το μάτι και το ρουφούσε εξού και η φρ. θα σου πιω το μάτι και θα σου ρουφήξω το μάτι και θα σου φάω το μάτι·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. φρ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θα σου ρουφήξω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου πιω το μάτι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θόλωσε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μάτι του, δεν αντέχει πια, ήρθε σε απόγνωση και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να ενεργήσει, ή ενεργεί καταστροφικά σε βάρος του ή σε βάρος άλλου: «θόλωσε το μάτι του απ’ τα προβλήματα που τον βασανίζουν και δεν ξέρει τι κάνει || όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον άντρα, θόλωσε το μάτι του και τους σκότωσε και τους δυο με το πιστόλι του»·
- … και μ’ ένα μάτι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε περήφανα πως ταυτιζόμαστε απόλυτα με αυτό που μόλις προαναφέραμε: «Πόντιος και μ’ ένα μάτι || Θεσσαλονικιός και μ’ ένα μάτι || Παοκτσής και μ’ ένα μάτι || δημοκράτης και μ’ ένα μάτι»· βλ. και λ. Αμερικανός·
- ... και τα μάτια σου, δηλώνει πως πρέπει να δείξει μεγάλη προσοχή, μεγάλη φροντίδα κάποιος σε αυτό που μόλις του προαναφέραμε: «θα πεταχτώ μέχρι τον μπακάλη, γι’ αυτό το παιδί και τα μάτια σου || όσο θα λείπουμε, το σπίτι και τα μάτια σου»·
- κακό μάτι, το μάτι που βασκαίνει: «τέτοιο κακό μάτι, πρώτη φορά συνάντησα σε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα ή καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, είναι προτιμότερο να πάθει κανείς ένα κακό έστω και μεγάλο παρά να αποκτήσει κακή φήμη: «για να πάρεις μια θέση σ’ αυτή την επιχείρηση, πρέπει να είσαι άμεμπτος, γι’ αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα». Πρβλ.: ο κουρσάτος φίλος σου θα σ’ αφήσει γρήγορα και θα μείνεις κι απ’ τους δυο τότε αμανάτι, θα ’σαι πια για κλάματα κι όπως λέν’ τα γράμματα, πριν σου βγει το όνομα, πιο καλά το μάτι (Λαϊκό τραγούδι)·
- καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα δω) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα διώ) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα ιδώ), ειρωνική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε άτομο που έχουμε καιρό να το δούμε·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. φρ. μαύρα μάτια κάναμε·
- κανένα μάτι, κανένας άνθρωπος: «κανένα μάτι δεν είδε παρόμοια ομορφιά». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω μάτι, παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το να κάνει κανείς μάτι είναι μια ικανοποίηση, αλλά και ένα βίτσιο»· βλ. και φρ. κάνω ματάκι, λ. ματάκι·
- κάνω μαύρα μάτια (να δω κάποιον), αισθάνομαι έντονα την έλλειψη κάποιου προσώπου: «πού χάθηκες, ρε παιδάκι μου, έκανα μαύρα μάτια να σε δω!»·
- κάνω τα γλυκά μάτια, α. ερωτοτροπώ: «πάλι κάνεις τα γλυκά μάτια στην τάδε;». β. επιθυμώ πάρα πολύ να αποκτήσω κάτι: «εδώ και χρόνια κάνω τα γλυκά μάτια σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- κάνω τα στραβά μάτια, α. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω, συμπεριφέρομαι ανεκτικά, με επιείκεια: «κακόμαθε το παιδί, γιατί ο πατέρας του κάνει τα στραβά μάτια στις αταξίες του». β. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν αντιλαμβάνομαι τις ερωτικές ιδίως επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «κάθε μήνα η αδερφή του αλλάζει γκόμενο κι αυτός κάνει τα στραβά μάτια»·
- κάνω το μάτι, ξεματιάζω: «έχει απομείνει μια γιαγιά στο χωριό μας που ξέρει να κάνει το μάτι»·
- καρφώνω στα μάτια (κάποιον), κοιτάζω επίμονα κάποιον στα μάτια: «στάθηκα απέναντί της και την κάρφωσα στα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μάγκας τη ζυγώνει και στα μάτια την καρφώνει. Χωρίς κουβέντες πια πολλές μαζί τα πίναμε που λες
- καρφώνω τα μάτια μου (σε κάποιον ή σε κάτι), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα: «μόλις κάθισε η γυναίκα στο τραπεζάκι, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω της || μόλις είδα τ’ αυτοκίνητο, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω του»·
- κατεβάζω τα μάτια ή κατεβάζω τα μάτια μου, κοιτώ προς τα κάτω από σεβασμό, ντροπή ή υποταγή: «όταν μου μιλάει ο παππούς μου, κατεβάζω τα μάτια και τον ακούω προσεκτικά || κατέβασα τα μάτια μου, μόλις αποκαλύφθηκε το ψέμα μου || μπροστά στ’ αφεντικό του κατεβάζει τα μάτια του»·
- κατέβηκε στα μάτια μου, βλ. φρ. έπεσε στα μάτια μου·
- κάτι άρπαξε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι έπιασε το μάτι μου, βλ. λ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι μπήκε στο μάτι μου, κλασική δικαιολογία όταν δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι δακρύσαμε για κάτι που είδαμε ή θυμηθήκαμε και συγκινηθήκαμε, αλλά το αποδίδουμε σε κάποια μικρή ακαθαρσία που μπήκε και ερέθισε το μάτι μας·
- κάτι πήρε το μάτι μου, κάτι είδα τυχαία από το συμβάν που μου αναφέρει κάποιος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα: «είδες το δυστύχημα που έγινε στη γωνία; -Κάτι πήρε το μάτι μου, αλλά δεν έδωσα περισσότερη σημασία»·
- κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, ένα σπουδαίο ζήτημα ή ένα μυστικό πρέπει να προσέχουμε πώς τα λέμε, γιατί μπορεί να ακούσει κάποιος και ας μη φαίνεται: «πρόσεχε μη σ’ ακούσουν πώς μιλάς γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια»·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. κι όπου με βγάλει η άκρη, λ. άκρη·
- κλέβει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- κλείνουν τα μάτια μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πέφτω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα μάτια μου»·
- κλείνω τα μάτια ή κλείνω τα μάτια μου, α. κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου, εθελοτυφλώ: «μέχρι πότε θα κλείνω τα μάτια μου στις αταξίες σου!». β. κοιμάμαι: «δε θυμάμαι τι ώρα χτες βράδυ έκλεισα τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν κοιμάται ο δυστυχής, κανείς μην τον ξυπνήσει, ξεχνάει τα πάντα ο άνθρωπος τα μάτια του σαν κλείσει). γ. πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κλείσουμε τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή, τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω)· βλ. και φρ. του κλείνω τα μάτια·
- κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, πεθαίνω: «όταν θα κλείσω τα μάτια μου μια για πάντα, θέλω να με θάψετε στη Θεσσαλονίκη»·
- κόβει το μάτι του, α. έχει δυνατή όραση: «για δες εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι γράφει εκεί πέρα;». β. έχει παρατηρητικότητα ή έχει ορθή κρίση: «εσένα που κόβει το μάτι σου, μήπως πρόσεξες τι χρώμα είχε τ’ αυτοκίνητο που πέρασε; || για πες μου εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;»·
- κόβω το μάτι, ξεματιάζω: «ήταν για θάνατο, αν δεν πήγαινε στην τάδε να του κόψει το μάτι»·
- κοιμάται μ’ ανοιχτά μάτια ή κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, το άτομο για το ποίο γίνεται λόγος, μπορεί κανείς να το ξεγελάσει με μεγάλη ευκολία, είναι κουτό, ανόητο, βλάκας: «μην τον εμπιστευτείς καμιά σοβαρή δουλειά, γιατί κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά και θα τον ξεγελάσουν με το πρώτο»·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, κοιμάται πολύ ελαφρά, ιδίως γιατί υποπτεύεται κάποιον κίνδυνο: «απ’ τη μέρα που άνοιξε δοσοληψίες με την αστυνομία, κάθε βράδυ κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό»·
- κοίτα με στα μάτια ή κοίταξέ με στα μάτια, έκφραση που απευθύνουμε στο συνομιλητή μας, όταν περιμένουμε την απάντησή του σε κάποια ερώτηση που του θέσαμε, και η έννοια είναι πως περιμένουμε να μας πει την αλήθεια, γιατί έχει παρατηρηθεί πως, όποιος λέει ψέματα, αποφεύγει να δει κατάματα το συνομιλητή του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου πού δίνεις το γλυκό το θερμό το φιλί σου, δεν είχες μυστικά από μένα θυμήσου, για κοίτα με στα μάτια λοιπόν). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και πες μου την αλήθεια·  
- κοιτάζει με γυάλινα μάτια, κοιτάζει ανέκφραστος: «είναι άνθρωπος σκληρός και ψυχρός και κοιτάζει με γυάλινα μάτια τους συνανθρώπους του»·
- κοιτάζονται στα μάτια, το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ ερωτευμένο: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, κοιτάζονται στα μάτια»·
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. φρ. βλέπω με την άκρη του ματιού μου·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. φρ. δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο·
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
- κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά ή κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- κρατώ τα μάτια μου κλειστά ή κρατώ κλειστά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- μ’ ένα δεύτερο μάτι, βλ. συνηθέστ. με μια δεύτερη ματιά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, α. με βάσκανε, με μάτιασε: «μ’ έφαγε με τα μάτια του, μόλις μ’ είδε μέσα στο καινούριο μου αυτοκίνητο και λίγο παρακάτω τράκαρα». β. κάρφωσε απροκάλυπτα το βλέμμα του επάνω μου και με κοίταζε αδιάκοπα και εξεταστικά, συνήθως με ερωτική διάθεση: «μόλις μπήκα μέσα, μ’ έφαγε με τα μάτια της μέχρι την ώρα που έφυγα»·
- μ’ έχει στο μάτι, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος δε με συμπαθεί και για το λόγο αυτό δεν είναι ακριβοδίκαιος μαζί μου: «ποτέ του δε μου έχει δώσει δίκιο, γιατί μ’ έχει στο μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: τον ένα λέγανε Κωστή, τον άλλονε Σταμάτη· τους γύρευαν από καιρό αχ, τους είχανε στο μάτι). Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών για κάποιον καθηγητή τους, όταν τους βαθμολογεί με όχι καλό βαθμό·
- μάτι να μη σε πιάσει, ευχή σε κάποιον για την αποτροπή βασκανίας, ματιάσματος: «όπου και να πας, παιδάκι μου, μάτι να μη σε πιάσει»·  
- μάτι νερού, βλ. λ. νερό·
- μάτια γλυκά μου μάτια μου τωνε ματιών μου μάτια ή μάτια γλυκά μου μάτια μου των οματιών μου μάτια, έκφραση απέραντης τρυφερότητας που απευθύνουμε σε κάποιο άτομο·
- μάτια μου! α. προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «μήπως σε στενοχώρησα, μάτια μου! || πετάξου, μάτια μου, μέχρι το σπίτι και πες στη γυναίκα μου πως θ’ αργήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις, μάτια μου,που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα). β. ειρωνική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, μάτια μου, που θα σηκωθώ για να καθίσεις εσύ!». (Λαϊκό τραγούδι: ανάποδα μετράς κι όλα τα δίκια, μάτια μου,για σένα τα κρατάς
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ο μακροχρόνιος αποχωρισμός δυο ανθρώπων έχει ως μοιραία κατάληξη τη λησμονιά. (Λαϊκό τραγούδι: μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται κι όλα ξεχνιούνται, αχ όλα ξεχνιούνται
- μαύρα μάτια κάναμε (να δω ή να δούμε κάποιον), είναι πολύς καιρός που δε σε είδα, που δε σε είδαμε: «βρε, καλώς το παιδί, μαύρα μάτια κάναμε για να σε δούμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μαύρισε το μάτι μου, επιθυμώ έντονα κάτι που το έχω στερηθεί πάρα πολύ: «μαύρισε το μάτι μου για ένα τρικούβερτο γλέντι όπως παλιά || μαύρισε το μάτι μου για ένα καλό ψάρι || μαύρισε το μάτι μου για μια καλή κουβέντα»·
- μαύρισε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- με γεια τα μάτια! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε βλέπει κάτι που του δείχνουμε επίμονα, ιδίως από κάποια απόσταση: «ούτε τώρα βλέπεις τη βάρκα στο πέλαγος; Ε, τι να σου πω, ρε παιδάκι μου, με γεια τα μάτια!»·
- με γυμνό μάτι, που δε χρειάζεται κανείς τη βοήθεια οποιουδήποτε οπτικού οργάνου για να δει κάτι: «ήταν τόσο φωτεινό τ’ αστέρι, που μπορούσε να το δει κανείς με γυμνό μάτι»·
- με δεμένα μάτια ή με δεμένα τα μάτια ή με τα μάτια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «το κάνω με δεμένα μάτια || τον νικώ με δεμένα τα μάτια»·
- με κλειστά μάτια ή με κλειστά τα μάτια ή με τα μάτια κλειστά, α. με πολύ μεγάλη ευκολία: «αυτόν που μου λες, τον νικώ με κλειστά μάτια || αυτό που μου λες, το κάνω με κλειστά τα μάτια». β. χωρίς εξέταση, χωρίς έλεγχο: «τ’ αγόρασε με κλειστά μάτια και την πάτησε». γ. με απόλυτη σιγουριά, με απόλυτη εμπιστοσύνη: «αυτόν τον άνθρωπο, τον εμπιστεύομαι με κλειστά τα μάτια»·
- με πειράζει στα μάτια, (ιδίως για φωτισμό) μου προκαλεί πρόβλημα στην όραση: «δεν μπορώ να βγω το καλοκαίρι έξω χωρίς γυαλιά, γιατί ο ήλιος με πειράζει στα μάτια»·
- με πιάνει το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε φορά που θα φορέσω καινούριο ρούχο, με πιάνει το μάτι και το λερώνω ή το σκίζω». (Λαϊκό τραγούδι: το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη, να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι
- με τα μάτια μου ή με τα ίδια μου τα μάτια, εγώ ο ίδιος, είμαι αυτόπτης μάρτυρας, έχω άμεση αντίληψη κάποιου γεγονότος: «δεν μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη, γιατί σου λέω πως το είδα με τα ίδια μου τα μάτια»·
- με τι μάτια να τον δω, βλ. φρ. δεν έχω μάτια να τον δω·
- με το μάτι, χωρίς μέτρημα ή ζύγισμα, κατ’ εκτίμηση: «με το μάτι υπολογίζω πως θα πρέπει να ’ναι πάνω από δέκα κιλά»·
- μένει το κακό μάτι ή μένει το κακό το μάτι, βλ. φρ. μένει το μάτι του κόσμου·
- μένει το μάτι του κόσμου, μένει η ζηλοφθονία για κάτι καλό που συμβαίνει, που τυχαίνει σε κάποιον: «μην επιδεικνύεις τα λεφτά σου, γιατί μένει το μάτι του κόσμου»·
- μένω μ’ ανοιχτά μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια μου ή μένω με τα μάτια ανοιχτά ή μένω με τα μάτια μου ανοιχτά, εκπλήσσομαι έντονα με αυτό που μου λέει ή που μου δείχνει κάποιος: «έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο || μόλις μου είπε πως σκέφτεται να χωρίσει, έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, γιατί αυτός ήταν τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του»·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. μπροστά στα μάτια μου·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- μη με δει κανένα μάτι, μη με δει, αντιληφθεί κάποιος άνθρωπος: «θα ’ρθω μόλις σκοτεινιάσει, για να μη με δει κανένα μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι μη μας δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί
- μήπως με γελούν τα μάτια μου; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «μήπως με γελούν τα μάτια μου, ρε παιδιά; Έχω πράγματι τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- μήπως πήρε το μάτι σου, μήπως είδες τυχαία, μήπως έτυχε να δεις: «μήπως πήρε το μάτι σου τον αναπτήρα μου; || μήπως πήρε το μάτι σου τον τάδε στη συγκέντρωση;»·   
- μικρό είναι το μάτι σου! α. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως κάτι που έχουμε ή που του δείχνουμε είναι μικρό, άχρηστο ή χωρίς καθόλου αξία. β. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν μπορούμε να φέρουμε σε πέρας κάτι·
- μικρός, (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, α. ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν έχουμε την εμπειρία της ερωτικής πράξης. β. (ειδικά για άντρα) ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως δεν είμαστε άξιοι να επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη, επειδή έχουμε μικρό πέος, πράγμα για το οποίο, βέβαια, έχουμε εντελώς αντίθετη γνώμη, όχι ως προς το μέγεθος, αλλά ως προς την ικανότητα. Συνών. τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια. Πρβλ. οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ· βλ. και φρ. μικρό είναι το μάτι σου(!)·
- μιλάνε με τα μάτια, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος συνεννοούνται από απόσταση κάνοντας νοήματα με τα μάτια ή συνεννοούνται αθόρυβα ή ξέρει τόσο καλά ο ένας τον άλλον, που συνεννοούνται με μια ματιά: «πάντοτε κάνουν την ίδια κίνηση, γιατί μιλάνε με τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: η σιωπή είναι χρυσός, θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς
- μιλάνε τα μάτια του, α. είναι πολύ εκφραστικός, δεν μπορεί να κρύψει αυτό που νιώθει: «όσο και να προσπαθήσει να κρύψει κάτι, δεν μπορεί, γιατί μιλάνε τα μάτια του || υποστηρίζει πως δεν είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά μιλάνε τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ! Σαμιωτίτσα μου τρελή, τα μάτια σου μιλούνε πως άλλονε κοιτάζουνε και με μένανε γελούνε). β. δείχνει τον εσωτερικό του κόσμο, τον χαρακτήρα του από την έκφραση των ματιών του: «αποκλείεται να ’ναι κακός άνθρωπος, γιατί μιλάνε τα μάτια του τι ακριβώς είναι»·
- μολύβι για τα μάτια, βλ. λ. μολύβι·
- μου ανοίγουν τα μάτια, με διαφωτίζουν για κάτι που είχα άγνοια, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «αν δε μου άνοιγαν τα μάτια οι φίλοι μου, δε θα μάθαινα πως η γυναίκα μου είχε γκόμενο»·
- μου άστραψε στο μάτι, βλ. συνηθέστ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μου ’βγαλε το μάτι, μου προξένησε μεγάλη ζημιά, ηθική ή υλική: «πίστευα πως, επειδή ήταν φίλος μου, θα με βοηθούσε, αλλά αυτός μου ’βγαλε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές συμπόνεσα την ξένη δυστυχία, πληρώθηκα αχάριστα, μου γύρισαν την πλάτη κι αν δεν τους επρολάβαινα, θα μου ’βγαζαν το μάτι
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω ή μου βγήκαν τα μάτια απ’ όξω, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη βλέποντας κάτι, δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπα: «επειδή ξέρω πόσο φτωχός είναι, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα, μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω». β. κοίταζα επίμονα κάτι που με είχε εντυπωσιάσει πολύ, που δε χόρταινα να βλέπω: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω να κοιτάζω». Η σκηνή αυτή είναι αγαπημένη στους σκιτσογράφους, καθώς και στους δημιουργούς ηρώων των κινούμενων σχεδίων που σχεδιάζουν τους βολβούς των ματιών να πετάγονται προς τα έξω με ελατήρια·   
- μου βγήκαν τα μάτια σαν λουκουμάδες, βλ. φρ. μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω. Από παρομοίωση του βολβού των ματιών με το λουκουμά·
- μου γυάλισε στο μάτι, (για πρόσωπα ή πράγματα) με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεχτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μου γυάλισε στο μάτι το σπίτι του κι έμεινα να το χαζεύω με τις ώρες || μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο, μου γυάλισε στο μάτι κι αποφάσισα να το αγοράσω κι εγώ || μου γυάλισε στο μάτι αυτή η γυναίκα και θα την κάνω δική μου οπωσδήποτε»·
- μου γύρισε το μάτι, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα, βγήκα εκτός εαυτού και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να χτυπάει τον πατέρα του, μου γύρισε το μάτι και τον έσπασα στο ξύλο»·
- μου μπήκε στο μάτι, α. μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ προκλητικός: «τον είχα προειδοποιήσει να καθίσει ήσυχα, αλλά αυτός μου μπήκε στο μάτι, γι’ αυτό κι εγώ τον πλάκωσε στο ξύλο». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει άσχημα, όταν μπει κάποια ακαθαρσία ή σκόνη στο μάτι του. β. (για πρόσωπα ή πράγματα)με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεκτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μόλις είδα την ομορφιά και τα κάλλη της, μου γυάλισε στο μάτι || αυτό τ’ αυτοκίνητο πολύ μου γυάλισε στο μάτι κι οπωσδήποτε θα τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει άλλος στον Περαία τέτοια γκόμενα ωραία· κάνει μπαμ όπου κι αν βγαίνει σ’ ολονών τα μάτια μπαίνει)· βλ. και φρ. του μπαίνω στο μάτι·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, βλ. λ. χολή·
- μου χτύπησε άσχημα στο μάτι, μου έκανε κακή εντύπωση η ενέργεια κάποιου: «μου χτύπησε άσχημα στο μάτι η χειρονομία που έκανες, τη στιγμή που περνούσε εκείνη η γυναίκα από δίπλα σου»·
- μου χτύπησε στο μάτι, βλ. φρ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. αγκάθι·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. καρφί·
- μπαίνω στο μάτι (κάποιου), προκαλώ τη ζήλια του: «αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο και κάθε τόσο περνώ μπροστά απ’ το σπίτι του για να μπαίνω στο μάτι του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ θε να γλεντάω για το ινάτι σου και μ’ άλλη θα περνάω, να μπω στο μάτι σου). Συνών. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου) / μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- μπροστά απ’ τα μάτια μου, ενώ το πρόσεχα, ενώ το κοιτούσα: «ακούμπησα για λίγο το δεματάκι που κρατούσα στο τραπέζι και μου το ’κλεψαν μπροστά απ’ τα μάτια μου»·
- μπροστά στα μάτια μου, α. ακριβώς μπροστά μου: «η τράκα έγινε μπροστά στα μάτια μου». β. παρουσία μου: «το συμβόλαιο υπογράφηκε απ’ τους δυο ενδιαφερομένους μπροστά στα μάτια μου»·
- … να δουν τα μάτια σου! δηλώνει πως υπάρχει σε μεγάλη αφθονία αυτό που μόλις προαναφέρεται: «έχει λεφτά ο τάδε; -Λεφτά να δουν τα μάτια σου! || έχει καμιά γκόμενα ο τάδε; -Γκόμενες να δουν τα μάτια σου! || υπάρχουν γυναίκες εκεί που θα πάμε; -Γυναίκες να δουν τα μάτια σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εσύ·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας για κάτι που δεν πιστεύουμε ή δεν πιστεύαμε πως θα μπορούσε να γίνει και που περιμένουμε πια να γίνουν και άλλα στη συνέχεια: «ήρθαν τα παλιόπαιδα, στάθηκαν μπροστά μου και χωρίς καμιά ντροπή άρχισαν να φιλιούνται. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας απ’ τη σημερινή νεολαία! || έβγαλαν, λέει, ένα τηλέφωνο, που μπορείς να βλέπεις αυτόν που σου τηλεφωνεί. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
 - να, έγινε το μάτι του! ένιωσε μεγάλη έκπληξη: «μόλις μ’ είδε αγκαλιά με την τάδε, να, έγινε το μάτι του!». Συνοδεύεται συνήθως από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν μπροστά στο στήθος υπερμεγέθη κύκλο, χωρίς να ενώνονται τα δάχτυλα στις άκρες τους·
- να, κάνει το μάτι του! ποθεί έντονα να αποκτήσει κάτι, γιατί το στερείται τελείως: «μόλις δει κανένα καινούριο αυτοκίνητο, να, κάνει το μάτι του!». Συνοδεύεται από την αμέσως παραπάνω χειρονομία·
- να μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! λέγεται με αυτοσαρκασμό από άτομο που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας·
- να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι!». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- να μη σε δουν τα μάτια μου! είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις·
- να μη σε πιάσει μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί στα ξένα που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε πιάσει μάτι!»·
- να μη χαρώ τα μάτια μου! όρκος που δίνομαι σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τα μάτια μου». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να στα μάτια μου! έκφραση δυσαρέσκειας που στρέφεται κατά του εαυτού μας για πράξη που δεν έπρεπε να την κάνουμε ή που μετανιώσαμε γι’ αυτήν: «να στα μάτια μου, που πήγα και τον βοήθησα ο βλάκας! || να στα μάτια μου, που αγόρασα αυτή την τηλεόραση!». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλο αυτομούντζωμα·
- να στα μάτια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μούντζωσε και που συνοδεύεται με αντίστοιχη χειρονομία·
- να, το μάτι του γαρίδα! βλ. φρ. να, κάνει το μάτι του(!)·
- να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!), ευχετική έκφραση σε κάποιον, για να μας βοηθήσει ή να μας εξυπηρετήσει σε κάτι ή να προσέχει να μη του συμβεί κάτι: «να χαρείς τα μάτια σου τα δυο, δώσε μου τα λεφτά που μου χρειάζονται! || εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να χαρείς τα μάτια σου μην μπλέξεις με τους αλήτες!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα νιάτα σου! / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέπεσε στα μάτια μου, έπαυσα να εκτιμώ κάποιον λόγω κακής συμπεριφοράς του: «απ’ τη στιγμή που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, ξέπεσε στα μάτια μου»·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, βλ. λ. θυμός·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, το πράγμα είναι προφανές: «όποιος έχει μάτια, βλέπει το λόγο για τον οποίο αγαπάει τη γυναίκα του». (Κρητική μαντινάδα: εμέ το λέει η καρδούλα μου κι όποιος έχει μάτια, βλέπει, άλλοι αγαπούν με την καρδιά και άλλοι με την τσέπη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το νομίζεις πως ή το μήπως νομίζεις πως·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, είδος κατάρας, που τη λέμε για να προλάβουμε κάποιον, που έχουμε την εντύπωση πως ετοιμάζεται να μας κακολογήσει·
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, όσο (θα) βρίσκομαι στη ζωή: «όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, θα είσαι υπό την προστασία μου»·
- όσο παίρνει το μάτι σου, ως εκεί που βλέπεις, ως εκεί που μπορείς να δεις: «όσο παίρνει το μάτι σου, τα χωράφια είναι του παππού μου»·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια, είναι ευθύς, ειλικρινής και σίγουρος για αυτά που μας λέει: «τον εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια»·
- παίζει το μάτι μου, σε ένα από τα μάτια μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν παίζει το αριστερό μου μάτι, θα μου συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα κάτι κακό ή θα δω κάποιον ανεπιθύμητο και αν παίζει το δεξί, θα μου συμβεί κάτι καλό ή θα δω κάποιον που επιθυμώ·
- παίζει το μάτι του (της), α. ερευνά επίμονα με το βλέμμα του (της) να εντοπίσει γυναικεία (αντρική) παρουσία, ερωτοτροπεί με γυναίκα (με άντρα): «μόλις έγινε παλικαράκι, άρχισε να παίζει το μάτι του || μπορεί να είναι παντρεμένη, αλλά παίζει το μάτι της». β. είναι πολύ έξυπνος: «αυτός θα προκόψει γρήγορα στη ζωή του, γιατί παίζει το μάτι του»·
- παίρνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το καλοκαίρι κάθομαι στο μπαλκόνι και παίρνω μάτι ένα ζευγαράκι που πηδιέται με τα παράθυρα ανοιχτά στην απέναντι πολυκατοικία». (Τραγούδι: μια ψυχή που ’ναι να βγει και κάνει κράτει με τα δόντια, με τα νύχια, με το νου που αντέχει κι ακόμα παίρνει μάτι μπανιστήρι στην αυλή του διπλανού μωρέ παιδιά!). β. (γενικά) κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ: «καθόταν σ’ ένα παγκάκι της παραλίας κι έπαιρνε μάτι τον κόσμο που έκανε βόλτα»· βλ. και φρ. κάνω μάτι·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, νιώθω έντονη απελπισία και απομακρύνομαι από έναν κύκλο ανθρώπων. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου να φύγω, να φύγω κι απ’ τον κόσμο να χαθώ
- παίρνω το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε τόσο τρέχει απ’ τη μια ξεματιάστρα στην άλλη, γιατί παίρνει εύκολα το μάτι»·
- παρά μάτι, παραλίγο: «πέταξε μια πέτρα και παρά μάτι θα με χτυπούσε»·
- πετάει το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. παίζει το μάτι μου·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, μειώνομαι ηθικά μπροστά του, πέφτω στην υπόληψη κάποιου: «δεν ζήτησα δανεικά απ’ αυτόν, γιατί δεν ήθελα να πέσω στα μάτια του»·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, μειώνομαι ηθικά στη κοινωνία: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, γιατί πέφτεις στα μάτια του κόσμου»·
- πήγε από μάτι ή πήγε από κακό μάτι, πέθανε από μάτιασμα: «πέθανε ξαφνικά και λένε πως πήγε από κακό μάτι»·
- ποιο μάτι μου παίζει; ερώτηση σε κάποιον να βρει ποιανού ματιού μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν το βρει, υποτίθεται πως θα δούμε μαζί κάτι καλό ή κακό·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος τυφλός δε θέλει το φως του(!)·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πού να κλείσω μάτι! δεν μπόρεσα στιγμή να κοιμηθώ, γιατί με απασχολούσε σοβαρότατο πρόβλημα: «όλο το βράδυ στριφογυρνούσε ένα κουνούπι πάνω απ’ το κεφάλι μου και πού να κλείσω μάτι! || δεν είχα συμπληρώσει τα λεφτά της επιταγής κι όλο το βράδυ πού να κλείσω μάτι! || οι διπλανοί μου αρραβώνιαζαν την κόρη τους και πού να κλείσω μάτι απ’ τις φωνές και τα τραγούδια τους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι!
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ενώ ήμουν ακόμη ζαλισμένος από τον ύπνο, ενώ ακόμη δεν είχα ξυπνήσει εντελώς, ενώ χουζούρευα ακόμη στο κρεβάτι: «είμαι πολύ θυμωμένος μαζί του, γιατί, πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ήρθε και μου ζητούσε δανεικά»·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, για να θέλει κανείς να φάει κάποιο φαγητό, θα πρέπει να παρουσιαστεί αυτό με εντυπωσιακό τρόπο, θα πρέπει να είναι καλά σερβιρισμένο: «όσο και να πεινώ, αν δεν είναι σωστά σερβιρισμένο το φαγητό δεν τρώω, γιατί πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι»·
- πρωτάνοιξε τα μάτια του, γεννήθηκε: «πρωτάνοιξε τα μάτια του μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- ρίχνω κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή ρίχνω τα μάτια μου κάτω, κατεβάζω το βλέμμα μου από σεβασμό, ντροπή ή ενοχή: «κάθε φορά που μου μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, ρίχνω κάτω τα μάτια μου και τον ακούω προσεκτικά || κάθε φορά που έχω τη φωλιά μου λερωμένη και μου μιλούν γι’ αυτό το θέμα, ρίχνω τα μάτια μου κάτω και δε βγάζω λέξη»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
- στα μάτια μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε. (Λαϊκό τραγούδι: στα μάτια μου στ’ ορκίζομαι στα δύο πως χωρίζουμε, στα κοφτερά λεπίδια σου, στα μάτια και στα φρύδια σου).Από το ότι τα μάτια, είναι από τα πολυτιμότερα όργανα του ανθρώπινου σώματος και κανείς δε θα ήθελε να τα χάσει·
- στέγνωσαν τα μάτια μου, έκλαψα τόσο πολύ που τα μάτια μου δεν μπορούν να βγάλουν άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου στέγνωσαν τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που πονώ, να κλάψω δεν μπορώ. Τα στήθια μου ματώσανε, τα μάτια μου στεγνώσανε,να κλάψω δεν μπορώ
- στέρεψαν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. στέρεψαν τα δάκρυά μου, λ. δάκρυ·
- στήνω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·  
- στήνω τα μάτια μου ή στήνω το μάτι μου, βλέπω, παρακολουθώ προσεκτικά, επίμονα: «στήσε καλά τα μάτια σου να δεις ποιος θα μπει και ποιος θα βγει απ’ την αίθουσα»·
- στυλώνω τα μάτια μου (σε κάποιον, κάπου ή σε κάτι), βλ. φρ. στυλώνω το βλέμμα μου·
- σφαλίζω τα μάτια ή σφαλίζω τα μάτια μου, βλ. φρ. κλείνω τα μάτια·
- τ’ άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, μου το έκλεψαν αστραπιαία και χωρίς να το αντιληφθώ, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω από το βλέμμα μου: «ακούμπησα εδώ τα πράγματά μου για να ξεκουραστώ λιγάκι, και τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου»·
- τ’ άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τα μάτια γαρίδα! προτρεπτική έκφραση σε άτομο να είναι προσεκτικός, ιδίως σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «εκεί που θα πας τα μάτια γαρίδα μήπως και καταλάβεις τι σκοπεύουν να κάνουν με τη δουλειά που μας ενδιαφέρει»·
- τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής, από τα μάτια του ανθρώπου μπορεί να καταλάβει κανείς το ποιόν του: «μόλις δει κάποιον στα μάτια, καταλαβαίνει αμέσως τι καπνό φουμάρει, γιατί τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής»·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. συνηθέστ. τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής·
- τα μάτια σου ανοιχτά, προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός σε αυτά που λέει ή κάνει ο ίδιος ή σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος ή κάποιοι: «όταν βρεθείς στον κύκλο τους, τα μάτια σου ανοιχτά, γιατί είναι πολύ παράξενοι άνθρωποι || μόλις συναντηθούν, τα μάτια σου ανοιχτά για να μάθουμε τι θα πουν»·
- τα μάτια σου γαρίδα, βλ. φρ. τα μάτια σου τέσσερα·
- τα μάτια σου τέσσερα (δεκατέσσερα, εικοσιτέσσερα), προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός. (Λαϊκό τραγούδι: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν σπίθες·
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν αστραπές, είναι πολύ οργισμένος (πράγμα που φαίνεται από την αγριότητα του βλέμματός του): «τα μάτια του πετούσαν αστραπές, μόλις έμαθε ποιος τον κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν σπίθες, νιώθει μεγάλο εκνευρισμό, είναι πολύ θυμωμένος, νιώθει μεγάλο μίσος για κάποιον ή για κάτι: «κάθε φορά που βλέπει αυτόν τον άνθρωπο, τα μάτια του πετούν σπίθες, γιατί ξέρει πως συνέχεια τον κατηγορεί»·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, κατέχεται από έντονο ψυχικό συναίσθημα: «κάθε φορά που τη βλέπει να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, τα μάτια του πετούν φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην Καλλίπολη μια κούκλα και ζηλιάρα -τα δυο ματάκια της πάντα πετούν φωτιές- δεν ξέρω πώς με πλάνεψε η κακιά γκρινιάρα, με τα παιχνίδια και τις τόσες μαργιολιές)·βλ. και φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τέντωσε τα μάτια του, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από απορία ή έκπληξη, βλέποντας κάποιον ή κάτι: «μόλις μ’ είδε με τι γυναίκα κυκλοφορούσα, τέντωσε τα μάτια του και με πήρε από πίσω»·
- τη γδύνω με τα μάτια (μου), την κοιτάζω επίμονα, λεπτομερειακά και με προκλητικό βλέμμα εξετάζω το κορμί της: «απ’ όπου και αν περάσει αυτή η γυναικάρα, τη γδύνουν οι άντρες με τα μάτια»·
- την έχω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, μου αρέσει πάρα πολύ και ψάχνω την ευκαιρία ή επιδιώκω να βρω την κατάλληλη στιγμή να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την έχω βάλει στο μάτι αυτή τη γυναίκα»·
- την τρώω με τα μάτια, την κοιτάζω επίμονα και απροκάλυπτα, γιατί την ποθώ πολύ: «όση ώρα καθόταν απέναντί μου, την έτρωγα με τα μάτια»·
- της γκούρλωσα τα μάτια, της επέβαλα βίαια τη σεξουαλική πράξη: «ήταν πολύ σεξουλιάρα γυναίκα κι όλο το βράδυ στη γκαρσονιέρα της γκούρλωσα τα μάτια»·
- της γύρισα τα μάτια ανάποδα, την έκανα να φτάσει σε έντονη σεξουαλική ηδονή: «δεν έβρισκε τον κατάλληλο άντρα κι όταν ξαπλώσαμε, της γύρισα τα μάτια ανάποδα». Από το ότι, πολλές φορές, όταν η γυναίκα φτάνει σε έντονη σεξουαλική κορύφωση, τα μάτια της καλύπτονται από το ασπράδι τους·
- της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω ή της έβγαλα τα μάτια απ’ όξω, βλ. φρ. της πέταξα τα μάτια απ’ έξω·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. φρ. της (του) κλείνω (το) μάτι·
- της (του) κλείνω πονηρά το μάτι, α. της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει ως με ενδιαφέρει ερωτικά: «μόλις ο αδερφός της αντιλήφθηκε πως ο άλλος της έκλεισε πονηρά το μάτι, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σακάτεψε στο ξύλο». β. λέω, αναφέρω, ανακοινώνω κάτι επιλήψιμο ή παράνομο στην ομήγυρη και του γνέφω με τρόπο, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου, για να του δώσω να καταλάβει πως γνωρίζω ότι είναι και αυτός συμμέτοχος, συνένοχος: «επειδή γνώριζα πως συμμετείχε κι αυτός στην κομπίνα με τις προμήθειες, όταν αναφέρθηκα σ’ αυτή του ’κλεισα πονηρά το μάτι»·
- της (του) κλείνω (το) μάτι, της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει πως με ενδιαφέρει: «μόλις κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι, άρχισα να της κλείνει το μάτι για να καταλάβει τις προθέσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αβγά κάθε πρωί έφερνε στο παζάρι· τα ’δινε ακριβά, τα ’δινε και για χάρη· σ’ όποιον της μιλούσε κάτι έκλεινε και το μάτι
- της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω ή της πέταξα τα μάτια απ’ όξω, της επέβαλα βίαια τη  σεξουαλική πράξη: «μου ’κανε τη δύσκολη, αλλά όταν κλειστήκαμε στο δωμάτιο, της πέταξα τα μάτια απ’ όξω»·
- τι βλέπουν τα μάτια μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό που βλέπουμε ή μας δείχνουν: «τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μεθυσμένος είσαι; || τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μαλώνεις μέσα στους δρόμους; || τι βλέπουν τα μάτια μου, αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο;». Στην τελευταία περίπτωση, που πρόκειται για κάτι καλό, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται διπλό μπα·
- τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. φρ. να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας(!)·
- το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω εντελώς, το αχρηστεύω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα και το ’βγαλε τα μάτια». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει μάτια και δεν μπορεί να κινηθεί μοναχό του·
- το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου, νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι καλό ή κακό που βλέπω: «κοτζάμ μαντράχαλος και χτυπάς μικρό παιδί, το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν, άλλαξε η αντιμετώπιση μου για κάτι είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, το εξετάζω πια από διαφορετική σκοπιά: «τώρα που μου λες πως ο συνεταίρος σου έχει πολλά λεφτά, το βλέπω μ’ άλλο μάτι και δεν έχω καμιά αντίρρηση γι’ αυτόν το συνεταιρισμό || απ’ τη στιγμή που μου λες πως ο συνεταίρος σου δεν έχει δραχμή, τώρα το βλέπω μ’ άλλο μάτι και σε συμβουλεύω να μη συνεταιριστείς μαζί του»·
- το βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω μ’ άλλο μάτι·
- το βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσο για τη συγχώνευση των δυο εταιρειών, το βλέπω με κακό μάτι»·
- το βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσον αφορά την επέκταση της εταιρείας σου, το βλέπω με καλό μάτι»·
- το βλέπω με ψυχρό μάτι, εξετάζω, κρίνω κάτι με πλήρη αντικειμενικότητα, χωρίς να υπεισέρχεται το συναίσθημα: «επειδή είναι αδερφός σου, δεν μπορείς να κρίνεις αμερόληπτα τις ενέργειές του, εγώ όμως, που είμαι ουδέτερος, το βλέπω με ψυχρό μάτι και μπορώ να σου πω πως ενήργησε λάθος»·  
- το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το είδα με τα μάτια μου ή το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο γεγονός: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί, ό,τι σου λέω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει, πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, είναι πολύ αλλήθωρος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιόν σου λέω, γιατί το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση»·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια ή το κάνω με τα μάτια κλειστά, φέρνω σε πέρας με πολύ μεγάλη ευκολία αυτό που μου αναθέτουν: «θέλω να μου αναθέσεις κάτι πιο δύσκολο, γιατί αυτό το κάνω με κλειστά μάτια»·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μάτι μου αλληθώρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι σου γαρίδα, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) να προσέχεις πολύ, να είσαι πολύ προσεκτικός: «εκεί που θα πας, το μάτι σου γαρίδα, γιατί υπάρχουν πολλοί απατεώνες». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ έξυπνη η γειτόνισσα κι η κόρη της ατσίδα και να ’χεις, για να μην μπλεχτείς, το μάτι σου γαρίδα
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο (ενν. γαμώ), έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου, που δείχνει επίμονα κάτι σε κάποιον και αυτός δεν μπορεί να το δει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο, δε βλέπεις κοτζάμ φορτηγό αυτοκίνητο;»·
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δεν έχει επίγνωση της πραγματικότητας ή σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μπορεί να μας ξεγελάσει ή που κατά την αντίληψή μας επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, φίλε μου, γιατί δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα! || το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, αν νομίζεις πως θα υπογράψω εγώ τέτοιο συμβόλαιο»·
- το μάτι σου το κλούβιο! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «το μάτι σου το κλούβιο, που έγιναν έτσι τα πράγματα!»·
- το μάτι της βελόνας, η τρύπα από την οποία περνάμε την κλωστή: «πέρασε την κλωστή απ’ το μάτι της βελόνας κι έκανε στην άκρη της ένα μικρό κόμπο»·
- το μάτι της θάλασσας, η δίνη, η ρουφήχτρα: «τον τράβηξε το μάτι της θάλασσας και πνίγηκε»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του είναι γαρίδα, προσέχει πάρα πολύ σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος που είναι πιο έμπειρος απ’ αυτόν, το μάτι του είναι γαρίδα»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του έμεινε γαρίδα, έμεινε άυπνος: «είχαν πάρτι στο διπλανό διαμέρισμα κι όλο το βράδυ το μάτι του έμεινε γαρίδα απ’ τις μουσικές και τα τραγούδια τους»·
- το μάτι του έγινε γαρίδα, βλ. φρ. να, το μάτι του, γαρίδα(!)·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με κακό μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με καλό μάτι·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήρε το μάτι μου (κάτι), το διέκρινα, το αντιλήφθηκα, ιδίως καθώς ήταν ανακατωμένο με διάφορα άλλα αντικείμενα: «να πάρει η ευχή, τώρα το πήρε το μάτι μου το κλειδί!»·
- το προσέχω σαν τα μάτια μου ή το προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το φυλάω σαν τα μάτια μου ή το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το ’χασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «τ’ αυτοκίνητο απομακρύνθηκε στο βάθος του δρόμου και σε λίγο το ’χασα απ’ τα μάτια μου»·
- το ’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω απ’ την αντίληψή μου, ξαφνικά κάποιος μου το πήρε χωρίς να το αντιληφθώ ή κάπου παράπεσε: «τώρα είχα το στιλό εδώ μπροστά μου και το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. το ’χασα απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χω σαν τα μάτια μου ή το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, θεωρώ κάτι πολύ ξεχωριστό, πολυτιμότατο γι’ αυτό και το προσέχω πάρα πολύ: «αυτό το κηροπήγιο είναι οικογενειακό μας κειμήλιο, γι’ αυτό το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: φύλαγε την ομορφιά σου σαν τα μάτια σου τα δυο, μην τυχόν καεί η καρδιά σου από μάτι πονηρό
- τον ανέβασε στα μάτια μου, η σωστή ενέργειά του, της οποίας ήμουν αποδέκτης, με έκανε να νιώθω περισσότερη εκτίμηση, για το άτομό του: «η κίνησή του να με υποστηρίξει, τον ανέβασε στα μάτια μου»·
- τον αφήνω με τα μάτια ανοιχτά ή τον αφήνω μ’ ανοιχτά τα μάτια, λέω ή δείχνω σε κάποιον κάτι που τον εκπλήσσει έντονα: «μόλις του ’πα πως κέρδισα στο λαχείο ένα εκατομμύριο ευρώ, τον άφησα με τα μάτια ανοιχτά»·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. φρ. τον έχω στο μάτι·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια ή τον βλέπει στα μάτια, τον λατρεύει, τον υπεραγαπά και πραγματοποιεί κάθε επιθυμία του: «έχει μια γυναίκα και όμορφη και πλούσια και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον βλέπει και μέσ’ στα μάτια»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, επιτείνει την αμέσως πιο πάνω φράση. (Λαϊκό τραγούδι: σκουπίδι με κατάντησες, κουρέλι πια του δρόμου, εγώ που πάντα σ’ έβλεπα στα μάτια σαν Θεό μου
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, από κάποια πράξη ή ενέργεια του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, άλλαξε η εκτίμηση που το είχα είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με υπερασπίστηκε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι || απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τώρα·
- τον βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω μ’ άλλο μάτι· 
- τον βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον αντιπαθώ, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στον διευθυντή μου, τον βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον συμπαθώ: «είναι πολύ σωστός τύπος και τον βλέπω πάντα με καλό μάτι»·
- τον βλέπω με μισό μάτι, δεν τον συμπαθώ διόλου, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω με μισό μάτι»·
- τον είδα με τα μάτια μου ή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας κάποιου: «ήταν και ο τάδε στη δεξίωση σου λέω, αφού τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- τον έκοψε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. τον πήρε το μάτι μου·
- τον έριξε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- τον έχασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «σε λίγο τον κατάπιε η νύχτα και τον έχασα απ’ τα μάτια μου || στη πρώτη στροφή τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- τον έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ τον παρακολουθούσα συνέχεια, έχασα ξαφνικά την οπτική επαφή που είχα μαζί του, εξαφανίστηκε: «μέχρι ν’ ανάψω ένα τσιγάρο τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. τον έχασα απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχω όλο στα μάτια μου ή τον έχω συνέχεια στα μάτια μου, πεθύμησα, λαχτάρησα πάρα πολύ να δω κάποιον και τον σκέφτομαι πολύ, τον σκέφτομαι συνέχεια: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω συνέχεια στα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το όλο ή το συνέχεια, ακολουθεί το μπροστά·
- τον (την) έχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) έχω σαν τα μάτια μου τα δυο, τον (την)  προσέχω ως το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής μου, τον (την) υπεραγαπώ: «τον μικρό αδερφό μου τον έχω σαν τα μάτια μου || αγαπώ τόσο πολύ τη γυναίκα μου, που την έχω σαν τα μάτια μου τα δυο»·
- τον έχω στο μάτι, τον εχθρεύομαι, περιμένω την κατάλληλη στιγμή να του ανταποδώσω το κακό που μου έχει κάνει: «αυτόν τον τύπο τον έχω στο μάτι, γιατί κάποτε με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- τον ζυγιάζω με το μάτι, τον παρατηρώ προσεκτικά για να μαντέψω το ποιόν του, τις προθέσεις του ή τη δυναμικότητά του: «καθόταν με τις ώρες και τον ζύγιαζε με το μάτι, μήπως και καταλάβει τι καπνό φουμάρει || επειδή είχε βάλει σκοπό να μαλώσει μαζί του, τον ζύγιαζε με το μάτι για να καταλάβει πόσο δυνατός είναι»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια ή τον κοιτάζει στα μάτια, βλ. φρ. τον βλέπει μέσ’ στα μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: έχει καρδιά λεβέντικη τ’ αγόρι π’ αγαπάω και το παλιόπαιδο στα μάτια το κοιτάω
- τον κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω με μισό μάτι·
- τον κοιτάζω στα μάτια, βλ. φρ. τον κοιτάζω κατάματα, λ. κατάματα·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με επιφύλαξη ή με δυσμένεια: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον πήρα με κακό μάτι»·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με συμπάθεια ή με ευμένεια: «είναι συμπαθέστατο παιδί και τον πήρα με καλό μάτι»·
- τον πήρε το μάτι μου, τον διέκρινα, τον εντόπισα, αντιλήφθηκα από μακριά ή ανάμεσα σε πλήθος: «κάποια στιγμή τον πήρε το μάτι μου που κουβέντιαζε με τον τάδε». (Τραγούδι: μη μιλάς και μη κουνιέσαι, δείξε σοβαρότητα, μη μας πάρει κάνα μάτι και ζητούν ταυτότητα
- τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- τον φοβήθηκε το μάτι μου, α. ήταν πολύ εκνευρισμένος, ήταν εκτός εαυτού και ενεργούσε παράλογα: «είχε τέτοια νεύρα, που, μόλις τον είδα, τον φοβήθηκε το μάτι μου». β. επιδόθηκε σε κάτι μετά μανίας: «όταν άρχισε να δουλεύει, τον φοβήθηκε το μάτι μου»·
- τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου ή τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- του ανοίγω τα μάτια, τον ενημερώνω, τον διαφωτίζω για πράγματα που έπρεπε να ξέρει, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού προσώπου: «αν δεν του άνοιγα τα μάτια, δε θα μάθαινε ακόμα για τα κατορθώματα της κόρης του»·
- του βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου για μια βόλτα κι αυτός του ’βγαλε τα μάτια»·
- του βούλωσα το μάτι, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο μάτι και του το έπρηξα: «όπως παλεύαμε, βρήκα κάποια στιγμή την ευκαιρία και του βούλωσα το μάτι»·
- του γέμισα το μάτι, τον χτύπησα στο μάτι, ιδίως με τη γροθιά μου και του το έπρηξα: «του ’δωσα ξαφνικά μια γροθιά και του γέμισα το μάτι»·
- του γκούρλωσα το μάτι, του το έπρηξα ύστερα από χτύπημα με τη γροθιά μου: «του ’δωσα κατά λάθος μια γροθιά και του γκούρλωσα το μάτι»·
- του είμαι αγκάθι στο μάτι, βλ. λ. αγκάθι·
- του είμαι καρφί στο μάτι, βλ. λ. καρφί·
- του κάνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος τις σεξουαλικές επιδόσεις του: «όση ώρα είχε την γκόμενά του στην γκαρσονιέρα και την πήδαγε, του ’κανα μάτι». Πολλές φορές, το μπανιστήρι αυτό γινόταν σε συνεννόηση με τον εραστή, ο οποίος ήθελε να επιδείξει σε κάποιον ή σε κάποιους τις σεξουαλικές του ικανότητες, κάτι που ήταν και που είναι διαδεδομένο μεταξύ των νεαρών, γιατί νιώθουν πιο άντρες. β. του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα να ’ρχεται η γυναίκα του, του ’κανα μάτι για να διώξει την γκόμενά του»·  
- του κλείνω τα μάτια, του συμπαραστέκομαι στις τελευταίες στιγμές της ζωής του: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί είχε δίπλα του το γιο του που του ’κλεισε τα μάτια»·
- του κλείνω τα μάτια μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω το στόμα μια για πάντα, λ. στόμα·
- του κλείνω (το) μάτι, του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα τον αστυνομικό, του ’κλεισα μάτι να προσέχει»·     
- του μπαίνω στο μάτι, προκαλώ τη ζήλια του, το φθόνο του, γιατί δεν μπορεί να αντέξει τις επιτυχίες μου: «απ’ τη μέρα που πήρα το πτυχίο του δικηγόρου, του μπήκα στο μάτι και δεν τον πιάνει ύπνος»· βλ. και φρ. του μπαίνω καρφί στο μάτι και μου μπήκε στο μάτι·
- του πατώ μάτι, βλ. φρ. του κάνω μάτι·
- του ρίχνω στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- του σφαλίζω τα μάτια, βλ. φρ. του κλείνω τα μάτια·
- του ’φαγα το μάτι, α. του προξένησα μεγάλη ζημιά, τον κακοποίησα άγρια, τον εξουδετέρωσα: «τον άρπαξε στα χέρια του και του ’φαγε το μάτι». β. του έβγαλα το μάτι: «πέταξα μια πέτρα και, χωρίς να το θέλω, του ’φαγα το μάτι του φουκαρά»·
- τρίβω τα μάτια μου, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, χαίρομαι από κάποιο ευχάριστο θέαμα ή απρόσμενη κατάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό το ευχάριστο που βλέπω: «είχε τέτοια ομορφιά, που, μόλις την είδα, άρχισα να τρίβω τα μάτια μου || η ξαφνική αλλαγή αυτού του παιδιού προς το καλύτερο μας έκανε όλους να τρίβουμε τα μάτια μας»·
- τρώω με τα μάτια (μου), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα, γιατί λαχταρώ να το(ν) αποκτήσω: «μόλις κάθισε απέναντί μου κι έφερε το ’να της πόδι πάνω στ’ άλλο, άρχισα να την τρώω με τα μάτια μου || αν δεις πώς τρώει με τα μάτια του το καινούριο μου αυτοκίνητο, θα τον λυπηθεί η ψυχή σου!»·
- φαίνεται απ’ τα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φαίνεται στα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, λέγεται για κάτι που μας είναι πολύ επιθυμητό, αλλά το απολαμβάνουμε μόνο με το βλέμμα μας: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα με τρελαίνει. -Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο»·
- φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, λέγεται στην περίπτωση που μας αναθέτουν κάτι παρά τη θέλησή μας, και το κάνουμε βιαστικά και πρόχειρα για να απαλλαγούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε από αυτό: «θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, αλλά όχι φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, γιατί πρέπει να γίνει πολύ προσεγμένα»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- χαίρεται το μάτι σου να βλέπει(ς), νιώθεις μεγάλη ευχαρίστηση στη θέα κάποιου ατόμου ή κάποιου πράγματος: «χαίρεται το μάτι σου να βλέπει τέτοια ομορφιά || απ’ την κορυφή του λόφου, χαίρεται το μάτι σου να βλέπεις τον καταπράσινο κάμπο»·
- χαμηλώνω τα μάτια ή χαμηλώνω τα μάτια μου, κατευθύνω, ρίχνω το βλέμμα μου προς τα κάτω, ιδίως από ντροπή ή ενοχή: «όταν ο τάδε της ζήτησε να χορέψουν, αυτή χαμήλωσε τα μάτια || μόλις ο τάδε αποκάλυψε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος, αυτός χαμήλωσε τα μάτια του και δεν είπε κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: μη χαμηλώνεις τα μάτια στο χώμα, γλυκιά μου αγάπη, συγνώμη μη ζητάς
- χάσου απ’ τα μάτια μου! επιθετική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να φύγει, να εξαφανιστεί από μπροστά μας, γιατί είμαστε πολύ δυσαρεστημένοι ή εκνευρισμένοι μαζί του·
- χτυπώ στο μάτι, είμαι πολύ εντυπωσιακός και κινώ αμέσως την προσοχή, το ενδιαφέρον κάποιου ή κάποιων: «όταν κυκλοφορείς με τέτοια αυτοκινητάρα, χτυπάς αμέσως στο μάτι || με τέτοιο ντύσιμο δεν μπορείς να περάσεις απαρατήρητος, γιατί χτυπάς στο μάτι»·
- χύνω το μάτι (κάποιου), του το βγάζω: «δεν τον πρόσεξα που περνούσε από δίπλα μου κι όπως γύρισα απότομα με τη βέργα στο χέρι, του έχυσα το μάτι»·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, έως εκείνο το σημείο που μπορεί να δει κανείς από το σημείο που στέκεται, έως τον ορίζοντα: «ως εκεί που φτάνει το μάτι σου μέσα στον κάμπο, είναι ιδιοκτησία του παππού μου»·
- ωχ, το μάτι μου! ειρωνικό επιφώνημα που απευθύνεται σε κάποιον που λέει μεγάλες ανοησίες ή που τερατολογεί: «προχτές το βράδυ έτρωγα παρέα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας . -Ωχ, το μάτι μου!». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία με την παλάμη να κλείνει το μάτι σαν να δέχτηκε κάποιο χτύπημα. Συνών. ωχ, το βάζο!

μέρα

μέρα, η, ουσ. [<μσν. μέρα <αρχ. ἡμέρα], η μέρα· βλ. και λ. ημέρα. (Ακολουθούν 120 φρ.)·
- άγιες μέρες, οι μεγάλες γιορτές, ιδίως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα: «τέτοιες άγιες μέρες που είναι, πρέπει να δώσετε τα χέρια σας και ν’ αγαπήσετε πάλι»·
- ανάποδη μέρα, που στη διάρκειά της συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «σήμερα ήταν πολύ ανάποδη μέρα, γιατί απ’ το πρωί όλα μου πήγαιναν στραβά κι ανάποδα»·
- απ’ τη μέρα που βγήκε η συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο ή απ’ τη μέρα που βγήκε το συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που μας ζητάει συγνώμη, κάθε φορά που κάνει κάτι σε βάρος μας, ιδίως από απροσεξία του·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «μέχρι χτες μου ορκιζόταν πως θα κόψει το τσιγάρο κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τον ξανάπιασα να καπνίζει || άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τα κονόμησε»·
- απ’ τη νύχτα ως τη μέρα, κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου: «σκοτώνεται στη δουλειά απ’ τη νύχτα ως τη μέρα για να τα φέρει βόλτα»·
- από μέρα σε μέρα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς όμως να μπορώ να προσδιορίσω το πότε: «τον περιμένω να ’ρθει από μέρα σε μέρα»· βλ. και φρ. μέρα με τη μέρα·
- αύριο άλλος ήλιος, άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- βρήκες μέρα! ή βρήκες τη μέρα! έκφραση που ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής μας δηλώνει απογοήτευση, στενοχώρια ή δυσφορία για κάποιον που κάνει ή που μας ζητάει κάτι, και που δηλώνει έμμεσα την άρνησή μας: «σήμερα που γιορτάζω βρήκες τη μέρα να μου χαλάσεις την καρδιά! || βρήκες τη μέρα που πληρώνω το προσωπικό μου να μου ζητήσεις δανεικά! || βρήκες μέρα να μου ζητήσεις τ’ αυτοκίνητο! Δε βλέπεις που ετοιμάζομαι για ταξίδι;». (Λαϊκό τραγούδι: βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα το στεφάνι να πατήσεις, βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα να με απατήσεις). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το τώρα μάλιστα και πολλές φορές, κλείνει με το κι εσύ·
- βρέθηκε σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. βρέθηκε σε κακή μέρα·
- βρέθηκε σε κακή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) δεν απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «χάσαμε μέσ’ απ’ τα χέρια μας το παιχνίδι, γιατί η ομάδα μας βρέθηκε σε κακή μέρα»·
- βρέθηκε σε καλή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «η ομάδα μας βρέθηκε σε καλή μέρα και κατατρόπωσε την αντίπαλη ομάδα»·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- βρίσκομαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε κακή μέρα·
- βρίσκομαι σε καλή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε καλή μέρα·
- για κάθε μέρα, για καθημερινή χρήση: «αγόρασα ένα μπλου τζιν για κάθε μέρα»·  
- δε βλέπω άσπρη μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα και για το λόγο αυτό δε χαίρομαι, δε νιώθω ευτυχισμένος, είμαι πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε βλέπω άσπρη μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βλέπω άσπρη μέρα, δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο ούτε για καλημέρα
- δε γνωρίζω άσπρη μέρα, βλ. φρ. δε βλέπω άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ποτέ δε γνώρισα μια άσπρη μέρα και δε με φίλησε ποτέ μητέρα, καλάμι έρημο είμαι στον κάμπο που πάει κι έρχεται με τον αέρα
- δεν είδα μια καλή μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου δύσκολες καταστάσεις: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκα, δεν είδα μια καλή μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: του ’χεις καμωμένη τη ζωή μαρτύριο και καλή μια μέρα πια δεν έχει δει, άστατη, κακούργα, το ’χεις μαραζώσει. Έχει δίκιο το παιδί!
- δεν είναι κάθε μέρα Λαμπρή ή κάθε μέρα Λαμπρή είναι; βλ. συνηθέστ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·  
- δεν είναι κάθε μέρα Πασχαλιά ή κάθε μέρα Πασχαλιά είναι; βλ. φρ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·
- δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού ή κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού είναι; α. τα καλά ή τα ευχάριστα πράγματα δε συμβαίνουν τακτικά στη ζωή μας: «κέρδισε μια φορά το λαχείο και περιμένει να το ξανακερδίσει. -Δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού». β. ειρωνική παρατήρηση ή ξέσπασμα θυμού σε κάποιον που, επειδή κάποτε τον βοηθήσαμε ή τον εξυπηρετήσαμε, έχει την απαίτηση ή μας γίνεται φορτικός για νέες εξυπηρετήσεις·
- διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν μπορούν να συγκριθούν, γιατί ο ένας είναι πολύ ανώτερος από τον άλλον ή γιατί είναι εντελώς ανόμοια: «δυο παιδιά που βγήκαν απ’ την ίδια κοιλιά κι όμως διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα || δεν μπορούν να συγκριθούν τ’ αυτοκίνητά μας, αφού βλέπεις πως διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα»·
- έγινε η νύχτα μέρα, φωταγωγήθηκε άπλετα ένα νυχτερινό τοπίο: «μόλις άναψαν οι προβολείς του γηπέδου, έγινε η νύχτα μέρα»·
- εδώ και μέρες ή εδώ και τόσες μέρες, πριν από αρκετές μέρες: «εδώ και μέρες τον είδα τυχαία στο δρόμο και μου ’πε, όταν σε δω, να σου δώσω χαιρετίσματα || εδώ και τόσες μέρες τον ψάχνω και δεν μπορώ να τον βρω»· βλ. και φρ. μέρες τώρα·
- είδα φως και μέρα, βλ. λ. φως·
- είμαι σ’ άσχημη μέρα, είμαι πολύ εκνευρισμένος, στενοχωρημένος, προβληματισμένος: «δεν έχω όρεξη για κουβέντα, γιατί είμαι σ’ άσχημη μέρα»·
- είμαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- είμαι σε καλή μέρα, είμαι χαρούμενος, ευδιάθετος: «τώρα που είμαι σε καλή μέρα, ευχαρίστως να κουβεντιάσουμε ό,τι θέλεις»·
- είναι άσχημη μέρα ή είναι άσχημη η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι η μέρα μου, λέγεται στην περίπτωση που έχουμε αλλεπάλληλες επιτυχίες ή αποτυχίες μέσα στην ίδια μέρα: «φαίνεται πως είναι η μέρα μου να κερδίζω || απ’ ό,τι βλέπω δεν είναι η μέρα μου, γιατί τίποτα δε μου πάει καλά». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες φορές κλείνει τη φρ. το σήμερα·
- είναι κακή μέρα ή είναι κακή η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι καλή μέρα ή είναι καλή η μέρα, βλ. φρ. είναι καλός καιρός, λ. καιρός·
- είναι λίγες οι μέρες του ή λίγες είν’ οι μέρες του, πρόκειται να πεθάνει από μέρα σε μέρα: «οι γιατροί το ’παν καθαρά πως είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι με τις μέρες του, έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, τις λόξες του, πρόκειται για άτομο κυκλοθυμικό: «αν θέλεις να σου τελειώσει αμέσως τη δουλειά σου, θα πρέπει να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή, γιατί είναι με τις μέρες του». Συνών. είναι με τα φεγγάρια του / είναι με τις νότες του / είναι με τις ώρες του· 
- είναι μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι μέρες να… ή είναι μέρες τώρα να…, βλ. φρ. έχει μέρες να(…)·
- είναι μέρες που… ή είναι μέρες τώρα που…, βλ. φρ. έχει μέρες που(…)·
- είναι μετρημένες οι μέρες του ή μετρημένες είναι οι μέρες του, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι στις μέρες της, (για έγκυες) έφτασε ο καιρός να γεννήσει, όπου να ’ναι γεννάει: «την πήγε στην κλινική ο άντρας της, γιατί είναι στις μέρες της»·
- είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή θέλησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή κίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- έκανε τη νύχτα μέρα, βλ. φρ. έγινε η νύχτα μέρα·
- έφεξε η μέρα ή έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε η μέρα, ξεκίνησε για τη δουλειά του»·
- έχασα τις μέρες, δεν ξέρω ποια μέρα είναι αυτή που διανύουμε: «για πες μου, σε παρακαλώ, τι μέρα έχουμε σήμερα, γιατί έχασα τις μέρες»·
- έχει μέρες να… ή έχει μέρες τώρα να…, λέγεται για κάτι που έχει αρκετό καιρό να γίνει: «έχει μέρες να φανεί || έχει μέρες τώρα να φανεί || έχει μέρες να φάει»·
- έχει μέρες που… ή έχει μέρες τώρα που…, λέγεται για κάτι που συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει: «έχει μέρες που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε και δεν μπορεί να τον συναντήσει || έχει μέρες τώρα που σκέφτομαι να του τηλεφωνήσω κι όλο κάτι συμβαίνει και το αναβάλλω»·
- έχει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι με τις μέρες του·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, α. διαπίστωση για τη θετική εξέλιξη μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας ευνοϊκά σημάδια. β. επαλήθευση κακής πρόβλεψης για την πορεία μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας σημάδια, που δεν είναι ευνοϊκά. Περισσότερο στη δεύτερη περίπτωση, πολλές φορές προτάσσεται της φρ. το εμ· βλ. και φρ. το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, λ. πουλί·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάθε μέρα, όλες τις μέρες, συνεχώς, χωρίς διακοπή: «σκέφτεται να χωρίσει, γιατί κάθε μέρα μαλώνει με τη γυναίκα του»·
- κάθε μέρα είναι αύριο, βλ. λ. αύριο·
- κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, έχω την εντύπωση πως είναι ατέλειωτη, πως περνάει πολύ δύσκολα λόγω πολλών και δυσεπίλυτων προβλημάτων: «όταν φεύγουν τα παιδιά μου πολυήμερη εκδρομή, κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, γιατί γίνονται τόσα δυστυχήματα στους δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα για μένα θα ’ναι χρόνος, θα με τρώει του χωρισμού ο πόνος!
- καλή σου μέρα! βλ. λ. καλημέρα·
- κάνει τη νύχτα μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- κάνει τη νύχτα μέρα και τη μέρα νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- κι αύριο μέρα είναι, βλ. λ. αύριο·
- κούφια μέρα, που κατά τη διάρκειά της μένει κανείς άπραγος, δεν κάνει τίποτα, χωρίς αυτό να δηλώνει πως είναι τεμπέλης: «μου ’τυχε τόσο κούφια μέρα σήμερα που δεν έκανα τίποτα»·
- λες κι όλη τη μέρα τα ξύνω (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. ξύνω·
- λες κι όλη τη μέρα το ξύνω (ενν. το μουνί μου), βλ. λ. ξύνω·
- λίγες να ’ν’ οι μέρες σου, είδος κατάρας σε κάποιον να πεθάνει πολύ γρήγορα·
- μ’ έπιασε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- μ’ έχει από μέρα σε μέρα, αναβάλλει συνεχώς να ανταποκριθεί σε μια απαίτησή μου: «ενώ ήταν να μου δώσει πριν από καιρό τα λεφτά που μου χρωστούσε, με πηγαίνει από μέρα σε μέρα || είναι να βάλει μια υπογραφή για να κλείσουν τα συμβόλαια και με πηγαίνει από μέρα σε μέρα»·
- μαύρη μέρα, μέρα πού πέρασε μέσα στη δυστυχία: «πέρασα ακόμα μια μαύρη μέρα σήμερα, χωρίς να γελάσουν τα χείλη μου». (Λαϊκό τραγούδι: μη βλαστημάς την ξενιτιά κι ας είδες μαύρες μέρες, γιατί εκεί έχουν παιδιά κι άλλες πολλές μητέρες
- με βρήκε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- με πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- με πήρε η μέρα, ξημερώθηκα: «διασκέδαζα όλο το βράδυ στα μπουζούκια, μέχρι που με πήρε η μέρα»·
- με ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- μέρα με τη μέρα ή μέρα τη μέρα, με την πάροδο του χρόνου, προοδευτικά: «μέρα με τη μέρα άρχισε να την αγαπάει και πιο πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: μόνο εγώ γεννήθηκα αμαρτωλός στον κόσμο και μέρα τη μέρα χάνεται ο ήλιος από μπρος μου)· βλ. και φρ. από μέρα σε μέρα·
- μέρα μεσημέρι, α. στο καταμεσήμερο: «ήρθε να με επισκεφτεί μέρα μεσημέρι και δε μ’ άφησε να κοιμηθώ». β. μπροστά στα μάτια όλων, μπροστά στον κόσμο: «η ληστεία της τράπεζας έγινε μέρα μεσημέρι και δεν πήρε κανένας μυρουδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις, κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, καθώς περνάει ο καιρός, με την πάροδο του χρόνου: «είχαμε την ελπίδα πως κάποτε θα διορθώνονταν τα πράγματα, αλλά μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει και τα προβλήματα παραμένουν». (Λαϊκό τραγούδι: μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, η ζωή νερό κυλάει κι όποιος σοβαρά την πάρει αδικοχαμένος πάει
- μέρα νύχτα ή νύχτα μέρα, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «δουλεύει μέρα νύχτα σαν το σκυλί». (Λαϊκό τραγούδι: τη μια φορά με σφάζεις, την άλλη μ’ αγκαλιάζεις, κοντά σου μέρα νύχτα λιώνω, πονώ και μαραζώνω // μαύρο θα φορέσεις το φουστάνι, αν θα δεις αλλού στεφάνι, ένα βλάμη, αίσθημα ζητάω, νύχτα μέρα ψάχνω να το βρω
- μέρα παρά μέρα, κάθε δεύτερη μέρα: «έρχεται για επιθεώρηση μέρα παρά μέρα»·
- μέρα που βρήκες! ή μέρα που τη βρήκες! βλ. φρ. βρήκες μέρα(!)·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, βλ. λ. χαρά·
- μέρες και μέρες, πάρα πολλές μέρες: «μέρες και μέρες περίμενα να μου τηλεφωνήσεις»·
- μέρες τώρα… ή πάνε μέρες τώρα που…, πριν από καιρό: «μέρες τώρα σου τηλεφωνώ και δεν απαντάει κανένας στο σπίτι σου || πάνε μέρες τώρα που σε ειδοποίησα να ’ρθεις να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας κι εσύ κάνεις το κορόιδο»· βλ. και φρ. εδώ και μέρες·
- μέσα σε μια μέρα, εντελώς απρόσμενα, ξαφνικά και με ραγδαία εξέλιξη: «μέσα σε μια μέρα έχασε όλη την περιουσία του»·
- μετράει μέρες, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- μετράει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι μετρημένες οι μέρες του·
- μετράω μέρες ή μετράω τις μέρες, (ιδίως στη γλώσσα του στρατού) βρίσκομαι πολύ κοντά στη μέρα της απόλυσής μου: «σε πόσον καιρό απολύεσαι; -Μετράω μέρες». (Λαϊκό τραγούδι: και στο Πέραμα αντίκρυ τρώνε ψάρια απ’ το δίχτυ, πίνουν ούζο, κάνουν τρέλες μα εγώ μετρώ τις μέρες)· βλ. και φρ. μετράει μέρες·
- μετράω τις μέρες, ανυπομονώ να περάσει ο καιρός: «στο τέλος του μηνός θα πάω διακοπές στην Κρήτη και μετράω τις μέρες || μετράω τις μέρες να περάσουν αυτές οι διακοπές, γιατί έχω σκυλοβαρεθεί»· βλ. και φρ. μετράω μέρες·  
- μια μέρα, κάποτε στο παρελθόν ή στο μέλλον: «θυμάσαι μια μέρα που είχαμε συναντηθεί στην παραλία; || μια μέρα θα λάμψει η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό δε δίνω βάση στα λόγια τα δικά σου, γιατί θα σου περάσει μια μέρα ο νταλγκάς σου
- μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. κλέφτης·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- να δούμε η μέρα τι θα βγάλει ή να δούμε τι θα βγάλει η μέρα, λέγεται στην περίπτωση που δε γνωρίζουμε την έκβαση μιας υπόθεσης ή κατάστασης η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη: «οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και να δούμε τι θα βγάλει η μέρα»·
- να μη δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσες απ’ τα νιάτα μου το πήρες, τώρα με διώχνεις για να πάρεις μια με λίρες, σε καταριέμαι, όπου πας κι όπου βρεθείς, μια άσπρη μέρα στη ζωή σου να μη δεις)·
- να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα, είδος κατάρας σε κάποιον να μην αξιωθεί να περάσει τη ζωή του χωρίς δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα»·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, βλ. λ. άνθρωπος·
- να μη φτάσεις να δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα·
- ξοδεύω τη μέρα μου, βλ. φρ. περνώ τη μέρα μου·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρομάνε, βλ. λ. μουσαφίρης·
- οι γόνιμες μέρες (ειδικά για γυναίκες, αλλά και για άλλους ζώντες οργανισμούς), βλ. λ. γόνιμος·
- οι δύσκολες μέρες (του μήνα), (για γυναίκες) η χρονική περίοδος κάθε μηνός που κρατάνε τα έμμηνα, η περίοδος της γυναίκας: «κάθε φορά που βρίσκεται στις δύσκολες μέρες, είναι όλο γκρίνια || όταν η γυναίκα μου βρίσκεται στις δύσκολες μέρες του μήνα, έχει μια αυξημένη νευρικότητα»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- οι μέρες είναι πονηρές, η χρονική περίοδος που διερχόμαστε δεν εμπνέει σιγουριά, είναι γεμάτη από κινδύνους λόγω της ρευστής πολιτικής ή οικονομικής κατάστασης που επικρατεί: «μην ξανοίγεσαι στη δουλειά σου, γιατί οι μέρες είναι πονηρές». Πρβλ.: βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. (Παύλου Προς Εφεσίους ε΄ 15-16)·  
- οι παλιές καλές μέρες! αναφορά με διάθεση νοσταλγίας, ιδίως από τους ηλικιωμένους, σε παλιότερες χρονικές περιόδους, που υπήρχε αφθονία υλικών αγαθών και ευτυχία: «η κοινωνία μας σήμερα έγινε σκληρή κι απάνθρωπη, ενώ τις παλιές καλές μέρες όλα ήταν όμορφα κι ωραία!»·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, δεν υπάρχουν καλές ή κακές μέρες, άτυχες ή τυχερές: «μερικοί προληπτικοί έχουν την Τρίτη για γρουσούζα μέρα, όμως όλες οι μέρες είναι του Θεού»·
- όποιος βαριέται να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει ή όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει, λέγεται για άτομα που, όταν τεμπελιάζουν να κάνουν κάτι σοβαρό, αργοπορούν χωρίς λόγο ασχολούμενοι με επουσιώδη πράγματα·
- παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, βλ. λ. παπάς·
- περνώ μαύρες μέρες, περνώ περίοδο μεγάλων δυσκολιών, έχω πολλές στενοχώριες: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, περνώ μαύρες μέρες»·
- περνώ τη μέρα μου, τη χρησιμοποιώ με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν συγκεκριμένο σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, περνώ τη μέρα μου διαβάζοντας || όταν έχω λεύτερο χρόνο, περνώ τη μέρα μου κάνοντας διάφορα μερεμέτια στο σπίτι»·
- στραβή μέρα, βλ. φρ. ανάποδη μέρα·
- σώθηκαν οι μέρες του, είναι ετοιμοθάνατος: «ο γιατρός το ’πε καθαρά πως σώθηκαν οι μέρες του»·
- τέλειωσαν οι μέρες του, βλ. φρ. σώθηκαν οι μέρες του·
- τη μέρα που δεν έχει αύριο, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- τη νύχτα την κάνει μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- την κακή και την ψυχρή σου μέρα! είδος κατάρας·
- την κακή του τη μέρα! έκφραση έντονης αμφισβήτησης με επιθετική διάθεση στα λεγόμενα κάποιου: «να του πεις την κακή του τη μέρα, που δε θα πάρω φέτος άδεια!»·  
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, βλ. λ. νύχτα·
- τι μέρα κι αυτή! βλ. φρ. τι μέρα κι η σημερινή(!)·
- τι μέρα κι η σημερινή! έκφραση με την οποία επιτείνουμε τα ευχάριστα, τα δυσάρεστα ή τα ανιαρά συμβάντα της μέρας που περνάμε ή που περάσαμε: «το πρωί μου τηλεφώνησε ένας δικηγόρος για μια κληρονομιά, στη δουλειά πήρα την προαγωγή μου και το μεσημέρι μου ανακοίνωσε ξαφνικά η κόρη μου πως παντρεύεται. Τι μέρα κι η σημερινή! || Τι μέρα κι η σημερινή! Μου πήρε ο γερανός τ’ αυτοκίνητο, ο διευθυντής στη δουλειά μου ’κοψε την άδεια, φεύγοντας απ’ το γραφείο μου στραμπούλιξα το πόδι μου κι ακόμη δε νύχτωσε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ Θεέ μου ή η φρ. κλείνει με το Θεέ μου·
- τις τελευταίες μέρες, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «τις τελευταίες μέρες δεν έχει καθόλου δουλειά». Συνών. τον τελευταίο καιρό·
- το θαύμα κρατάει τρεις μέρες, βλ. λ. θαύμα·
- το πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- το ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- τόσες μέρες ή τόσες μέρες τώρα, βλ. φρ. εδώ και μέρες·
- τρώω τη μέρα μου, βλ. φρ. χάνω τη μέρα μου·
- χάνω τη μέρα μου, την περνώ χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό ή αποδοτικό: «σήμερα έμπλεξα μ’ έναν παλιόφιλο και καθώς πιάσαμε την κουβέντα για τα παλιά, έφτασε το μεσημέρι κι έχασα τη μέρα μου»·
- χρονιάρα μέρα, μεγάλη γιορτή, συνήθως θρησκευτική: «ήρθε Πασχαλιάτικα, χρονιάρα μέρα, και μου ζητούσε δανεικά»·
- χρονιάρες μέρες, συνεχόμενες μεγάλες γιορτές, συνήθως θρησκευτικές, όπως είναι τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα: «τις χρονιάρες μέρες όλη η οικογένεια μαζεύεται στο σπίτι».

μέσα

μέσα, επίρρ. [<μσν. μέσα, πλ. ουδ. του μέσος], μέσα. 1. στο εσωτερικό, προς το εσωτερικό: «είναι κανείς μέσα στο σπίτι;». 2. κατά τη διάρκεια: «μέσα στην επόμενη βδομάδα». 3. δηλώνει συμφωνία, αποδοχή: «θέλεις να πάρεις μέρος κι εσύ σ’ αυτή τη δουλειά; -Μέσα. || είσαι για μια ποκίτσα; -Μέσα. || πάμε να πιούμε ένα ουζάκι; -Μέσα» 4. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) καταφατική δήλωση παίχτη ότι παίρνει μέρος ή ότι συνεχίζει το παιχνίδι: «ποντάρω άλλες πέντε χιλιάδες. -Μέσα».5.  με άρθρο και συνοδευόμενο από τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, κ.λπ., το, τα μέσα μου, τα σπλάχνα μου (σου, του, της κ.λπ.). (Λαϊκό τραγούδι: να ’ξερες πώς σπαράζουν τα μέσα μου για σένα που στέκεσαι μακριά μου και λόγο δε μου λες).6. ως ουσ. το μέσα, το εσωτερικό μέρος: «απ’ έξω φαίνεται καλό το σπίτι, αλλά να δούμε τι λέει και το μέσα». (Ακολουθούν 190 φρ.)·
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα, βλ. λ. κούκλα·
- απ’ έξω μπέλα μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα, βλ. λ. κατσίβελος·
- απ’ έξω φιγούρα κι από μέσα λιγούρα, βλ. λ. φιγούρα·
- απέξω κι από μέσα, (για πρόσωπα ή πράγματα) από όπου και αν το εξετάσει κανείς, από όλες τις πλευρές: «απέξω κι από μέσα αυτός ο άνθρωπος, δεν τρώγεται με τίποτα || αυτό τ’ αυτοκίνητο απέξω κι από μέσα είναι κούκλα». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω δει γυναίκα που να ’χει λίγη μπέσα· γυναίκες είστε όλες κι απέξω κι από μέσα)· βλ. και φρ. μέσα έξω·
- από μέσα, α. εσωτερικά: «χρειάζονται μόνο εξωτερικά μερεμέτια, γιατί από μέσα είναι μια χαρά το σπίτι». β. (για ρούχα) κατάσαρκα: «το καλοκαίρι δε φορώ φανελάκι από μέσα»·   
- από μέσα άνεση κι απ’ έξω εμφάνιση, βλ. λ. άνεση·
- από μέσα κοιμάσαι ή απ’ έξω; βλ. λ. κοιμάμαι·
- από μέσα μου (σου, του, της κ.λπ.), βλ. φρ. μέσα μου (σου, του, της κ.λπ)·
- ασημένιο είναι το κλουβί, μα έχει μέσα κουκουβάγια, βλ. λ. κουκουβάγια·
- αφήνω μεσ’ στη μέση, βλ. λ. μέση·
- βάζω μέσα, α. εισάγω κάποιον ή κάτι σε έναν κλειστό χώρο: «βάλε μέσα στο σπίτι το παιδί || θα βάλω μέσα στο γκαράζ τ’ αυτοκίνητο μου». β. (για τάβλι ή για ορισμένα είδη χαρτοπαιγνίου) βλ. φρ. μπαίνω μέσα· βλ. και φρ. τον βάζω μέσα· 
- βάλτ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο μουνί, στον κώλο, τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), προτροπή από γυναίκα σε άντρα να προβεί στη σεξουαλική πράξη: «βάλ’ τον, επιτέλους, μέσα, γιατί δεν αντέχω άλλο!»·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο βρακί, στο παντελόνι, τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), προτροπή σε άντρα να κρύψει το πέος του (μέσα στο βρακί του, στο παντελόνι του): «βάλ’ τον μέσα ρε, που χωρίς ντροπή τον έβγαλες μπροστά στον κόσμο για να κατουρήσεις!»·
- βάλ’ τον πάλι μέσ’ στη γυάλα, βλ. λ. γυάλα·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- βγάζω τα μέσα μου ή βγάζω το μέσα μου, α. κάνω ακατάσχετο εμετό: «με πιάνει τόσο πολύ η θάλασσα, που, κάθε φορά που ταξιδεύω με καράβι, βγάζω τα μέσα μου». β. μιλώ με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς για να κατηγορήσω ή για να μειώσω κάποιον: «κάθε φορά που μιλάει για τον τάδε, βγάζει τα μέσα του». Από την εικόνα του ατόμου που κάνει ακατάσχετο εμετό. Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το στομάχι προς το στόμα, υπονοώντας την εκκένωση του στομάχου. Συνών. βγάζω τ’ άντερά μου / βγάζω τα σπλάχνα μου / βγάζω τα σωθικά μου / βγάζω το στομάχι μου·
- βράζω από μέσα μου, είμαι πολύ αγανακτισμένος, πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός εαυτού, αλλά προσπαθώ να μη δείξω την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι: «μη μου μιλάς καθόλου, γιατί βράζω από μέσα μου με τις ανοησίες που ακούω να λέει για το φίλο μου»·
- βρίζω μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- βρίσκομαι μέσα στο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- γράφ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- γυρίζω το μέσα έξω, (για ρούχα) μετατρέπω την εσωτερική πλευρά σε εξωτερική. Αυτό γινόταν συνήθως στα παλιότερα χρόνια λόγω οικονομίας ή φτώχειας, από τη στιγμή που η φθορά κατέστρεφε εξωτερικά το ρούχο (παντελόνι, φουστάνι, σακάκι), ενώ η εσωτερική του ήταν σε καλύτερη κατάσταση·
- δε βάζει τη γλώσσα μέσα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δεν αναπνέει την κιμωλία μέσα στην τάξη, βλ. λ. κιμωλία·
- δεν είμαι μέσα στο κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν έχει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- δεν έχει ζωή μέσα του, βλ. λ. ζωή·
- δεν έχει τσαγανό μέσα του, βλ. λ. τσαγανός·
- δεν έχει χολή μέσα του, βλ. λ. χολή·
- δεν έχει ψυχή μέσα του, βλ. λ. ψυχή·
- δεν έχεις τσαγανό μέσα σου; βλ. λ. τσαγανός·
- δεν έχεις χολή μέσα σου; βλ. λ. χολή·
- δεν έχεις ψυχή μέσα σου; βλ. λ. ψυχή· 
- δεν κυλάει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- δεν τρέχει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
- διαβάζω από μέσα μου, διαβάζω νοερά: «καθόταν ήσυχος σε μια γωνιά και διάβαζε από μέσα του ένα μυθιστόρημα»·
- δοκάρι και μέσα (ενν. πάει η μπάλα), βλ. λ. δοκάρι·
- είμαι μέσα, α. όχι μόνο δεν έχω κέρδη ως επιχείρηση ή ως επιχειρηματίας, αλλά είμαι και ζημιωμένος: «τον τελευταίο καιρό με την αναδουλειά που υπάρχει, είμαι συνέχεια μέσα». β. δέχομαι να πάρω κι εγώ μέρος σε αυτό που πρόκειται να γίνει από κάποιον ή από κάποιους: «αν μου γίνει κι εμένα η πρόταση να πάρω μέρος στη δουλειά που ετοιμάζουν, είμαι μέσα». γ. συμφωνώ, δέχομαι την πρόκληση ή την πρόσκληση κάποιου ή κάποιων για κάτι: «όποτε θέλει ν’ αναμετρηθούμε, είμαι μέσα». δ. μπαίνω στο πνεύμα, στο νόημα, καταλαβαίνω, εννοώ: «μην κουράζεσαι να μου εξηγήσεις την υπόθεση, γιατί είμαι μέσα». ε. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) όχι μόνο δεν έχω κέρδος, αλλά είμαι και ζημιωμένος, χαμένος: «απ’ την αρχή του παιχνιδιού είμαι συνέχεια μέσα»·
- είμαι μέσα για μέσα, α. είμαι ολοκληρωτικά ζημιωμένος: «απ’ την καινούρια δουλειά που έκανα, είμαι μέσα για μέσα». β. δέχομαι με όλη τη καλή μου διάθεση να συμμετάσχω κάπου: «θα τσοντάρεις στο ρεφενέ για να μαζέψουμε αυτό το ποσό; -Είμαι μέσα για μέσα»·
- είμαι μέσα μέχρι τ’ αφτιά ή είμαι μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι μέσα μέχρι τα μπούνια ή είμαι μέσα ως τα μπούνια, βλ. λ. μπούνια·
- είμαι μέσα μέχρι το λαιμό ή είμαι μέσα ως το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- είμαι μέσα στα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- είμαι μέσα στο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τ’ αφτιά ή είμαι χωμένος μέσα ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι τα μπούνια ή είμαι χωμένος μέσα ως τα μπούνια, βλ. λ. μπούνια·
- είμαι χωμένος μέσα μέχρι το λαιμό ή είμαι χωμένος μέσα ως το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- είναι κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- είναι κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- είναι μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- είναι μέσ’ στη φασουλάδα (κάποιος), βλ. λ. φασουλάδα·
- είναι μέσ’ στην καλή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι μέσ’ στην τρελή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι μέσα και κοιτάζει απέξω (απόξω), λέγεται ειρωνικά για κάποιον που είναι φυλακισμένος: «κάθε φορά που τον συμβούλευα, μου ’λεγε να μην ενδιαφέρομαι για τις δουλειές του, αλλά τώρα είναι μέσα και κοιτάζει απέξω»·
- είναι μέσα σ’ όλα, είναι πολύξερος, γνώρισε όλα τα είδη των σχέσεων και των καταστάσεων, δεν υπάρχει πράγμα που να μην το ξέρει, που να μην το γνωρίζει: «κάθε μου απορία μου τη λύνει ο τάδε, που είναι μέσα σ’ όλα». (Τραγούδι: με φωνάζουνε τζίνι, το τζίνι, γιατί σ’ όλα είμαι μέσα // σε όλα μέσα είσαι, παντού μπερδεύεσαι κι όλο έξω πέφτεις, δε συμμαζεύεσαι
- είναι μέσα στη φύση του, βλ. λ. φύση·
- είναι στα μέσα και στα έξω, α. είναι πανταχού παρών σε μια επιχείρηση ή οργανισμό, παίρνει ενεργά μέρος σε κάθε διαδικασία ή δραστηριότητα, κατέχει εμπιστευτική θέση: «αν θέλεις να βρεις δουλειά σ’ αυτό το εργοστάσιο, πλησίασε τον τάδε, γιατί αυτός είναι στα μέσα και στα έξω». β. έχει πολλές και ισχυρές διασυνδέσεις: «αν θέλεις να πάρει μετάθεση ο γιος σου, πλησίασε τον τάδε που είναι στα μέσα και στα έξω»·
- είσαι μέσα, βλ. φρ. μέσα είσαι·
- εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην κοιλιά της μάνας σου ή εννιά μήνες σ’ είχε η μάνα σου μέσ’ στην κοιλιά της, βλ. λ. κοιλιά·
- έπεσα μέσα, πέτυχα απόλυτα σε κάποια πρόβλεψή μου: «έπεσα μέσα στ’ αποτελέσματα των εκλογών»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- έπεσε μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- έχει το δαίμονα μέσα του, βλ. λ. δαίμονας·
- έχει το διάβολο μέσα του, βλ. λ. διάβολος·
- έχει το σατανά μέσα του, βλ. λ. σατανάς·
- έχει μέσ’ στη φλέβα του (κάτι), βλ. λ. φλέβα·
- έχει μέσ’ στο αίμα του (κάτι), βλ. λ. αίμα·
- έχει τσαγανό μέσα του, βλ. λ. τσαγανός·
- ζει κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους ή ζει τη ζωή του μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- η λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα θα είναι, βλ. λ. λίρα·
- η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν, βλ. λ. χήρα·
- θα μπού-με μέ-σα! (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ) απειλητική ιαχή για βιαιοπραγίες των οπαδών εκείνης της ομάδας, οι οποίοι βλέπουν ή θεωρούν πως η ομάδα τους αδικείται από το διαιτητή ή τους διαιτητές·
- θα σε βρω και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτείς, βλ. λ. βόδι·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- κάθομαι μέσα, δε βγαίνω από το σπίτι μου: «επειδή είχε πονοκέφαλο, κάθισε μέσα»·
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- κατά μέσα μεριά, στο εσωτερικό, προς το εσωτερικό: «κατέβηκε στο υπόγειο κι άρχισε να ψάχνει κατά μέσα μεριά για να βρει το παλιό κάδρο»·
- κάτι έσπασε μέσα μου, έχω πάψει να νιώθω τα ίδια αισθήματα αγάπης ή εκτίμησης για κάποιο άτομο, λόγω της αλλαγής της συμπεριφοράς του προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως χαρτοπαίζει, κάτι έσπασε μέσα μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- κάτι με τρώει μέσα μου, έχω έντονη ανησυχία ή σοβαρές αμφιβολίες για κάποιον ή για κάτι: «όσο περνούσε η ώρα και δεν ερχόταν, κάτι μ’ έτρωγε μέσα μου, μήπως του συνέβη κάποιο κακό || κάτι με τρώει μέσα μου πως δεν είναι αυτό που δείχνει αυτός ο άνθρωπος»·
- κάτι μου λέει μέσα μου, έχω μια ενδόμυχη σκέψη, μια ενδόμυχη πίστη, έχω ένα προαίσθημα: «κάτι μου λέει μέσα μου, πως θα πετύχω στις εξετάσεις || κάτι μου λέει μέσα μου πως θα την πατήσουμε»·
- κλειδώθηκα μέσα, βλ. φρ. κλείστηκα μέσα·
- κλείστηκα μέσα, δε βγαίνω από το σπίτι μου, ιδίως για αρκετό χρονικό διάστημα: «επειδή είχα εξετάσεις, κλείστηκα μέσα κι έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα»·
- κλείστηκε μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- κολυμπάει μέσα στα ρούχα του, βλ. λ. ρούχο·
- κρατώ μέσα μου (κάτι), βλ. φρ. κρύβω μέσα μου (κάτι)·
- κρύβω μέσα μου (κάτι), δεν εκδηλώνω, δεν εξωτερικεύω τα συναισθήματά μου ή αυτά που σκοπεύω ή ονειρεύομαι να πραγματοποιήσω: «μέρες τώρα είναι σκεφτικός και κανείς δεν ξέρει τι κρύβει μέσα του». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το βαθιά·  
- λέω μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- λέω μέσα μου ή λέω από μέσα μου, μονολογώ, σκέφτομαι: «καθόμουν με τις ώρες κι έλεγα από μέσα μου σαν τι τάχα να του συμβαίνει αυτού του ανθρώπου κι είναι τόσο στενοχωρημένος!». (Τραγούδι: μια φορά στη Σενεγάλη με στριμώξανε δυο Γάλλοι κι αστράψαν τα μαχαίρια τους για χάρη μου. Είπα μέσα μου η γυναίκα δεν πά’ να ’ναι κι άλλοι δέκα ακριβά θα το πουλήσω το τομάρι μου
- ματώνουν τα μέσα μου ή ματώνει το μέσα μου, νιώθω έντονο ψυχικό πόνο, λυπάμαι υπερβολικά: «ματώνουν τα μέσα μου, κάθε φορά που βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου»·
- μαύρισαν τα μέσα μου ή μαύρισε το μέσα μου, ταλαιπωρήθηκα, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ: «μαύρισαν τα μέσα μου, μέχρι να καταφέρω να βάλω μυαλό σ’ αυτό το παιδί»·
- με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα, βλ. λ. φυλακή·
- μένω μέσα, βλ. φρ. κάθομαι μέσα·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- μέσ’ στο νερό, βλ. λ. νερό·
- μέσα είσαι, το βρήκες, το εννόησες, το κατάλαβες, είναι ακριβώς αυτό που λες, σωστά σκέφτηκες, αποφάσισες ή ενήργησες: «δηλαδή, απ’ ό,τι μου λες, κι αν κατάλαβα καλά, ο τάδε είναι το καρφί. -Μέσα είσαι || αν τον δω, θα τον σπάσω στο ξύλο, γιατί είναι μεγάλο κωλόπαιδο. -Μέσα είσαι»·
- μέσα για μέσα, α. ολοκληρωτικά: «θα με βοηθήσεις να βγω από τη δύσκολη θέση που βρίσκομαι; -Μέσα για μέσα». β. με όλη την καλή μου διάθεση: «θα τσοντάρεις να μαζέψουμε αυτό το ποσό; -Μέσα για μέσα»·
- μέσα έξω, α. περίπου, κατά προσέγγιση: «μέσα έξω έτσι έγιναν τα πράγματα». Συνών. πάνω κάτω. β.και από τις δυο πλευρές, και αυτή που είναι εσωτερικά και αυτή που είναι εξωτερικά: «το σπίτι θέλει βάψιμο μέσα έξω»· βλ. και φρ. απέξω κι από μέσα·
- μέσα μου (σου, του, της κ.λπ.), ενδόμυχα: «είχαν μαλώσει πολύ άγρια, αλλά μέσα μου πίστευα πως γρήγορα θα μόνοιαζαν || όλοι τον κατηγορούσαν, αλλά μέσα μου πίστευα πως ήταν αθώος»·
- μέσα σε μια μέρα, βλ. λ. μέρα·
- μέσα σε μια νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- μέσα στα όρια, βλ. λ. όριο·
- μέσα στην αυλή μου ή μέσα στην ίδια μου τη αυλή, βλ. λ. αυλή·
- μέσα στο μήνα, βλ. λ. μήνας·
- μέσα στο στόμα μου το ’χω, βλ. λ. στόμα·
- μέσα στο χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- μιλώ μέσα μου ή μιλώ από μέσα μου, βλ. φρ. λέω μέσα μου·
- μιλώ μέσ’ απ’ τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου γυρίζει τα μέσα μου ή μου γυρίζει το μέσα μου, μου είναι πολύ αντιπαθητικός, μου προκαλεί μεγάλη αηδία: «μόλις βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, μου γυρίζει το μέσα μου». Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία με το χέρι να κάνει κύκλους μπροστά στο στομάχι, υπονοώντας στομαχική διαταραχή με επακόλουθο τον εμετό, ή συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το στομάχι προς το στόμα, υπονοώντας την κένωση του στομάχου. Συνών. μου γυρίζει τ’ άντερα / μου γυρίζει τα σπλάχνα / μου γυρίζει τα σωθικά / μου γυρίζει το στομάχι·
- μου γύρισαν τα μέσα μου ή μου γύρισε το μέσα μου, ένιωσα έντονη τάση για εμετό, ένιωσα έντονη αηδία ή έκανα ακατάσχετο εμετό: «μόλις έφτασα στο τόπο του δυστυχήματος, είδα τα κορμιά σκορπισμένα πάνω στην άσφαλτο και μου γύρισαν τα μέσα μου». Συνών. μου γύρισαν τ’ άντερα / μου γύρισαν τα σπλάχνα / μου γύρισαν τα σωθικά / μου γύρισε το στομάχι·
- μου έδωσε της ελιάς τα μέσα και του καρυδιού τ’ απ’ έξω, βλ. λ. ελιά·
- μου μάτωσε τα μέσα μου ή μου μάτωσε το μέσα μου ή μου ’χει ματώσει τα μέσα μου ή μου ’χει ματώσει το μέσα μου, μου προξένησε πολύ μεγάλο ψυχικό πόνο, με λύπησε πάρα πολύ: «εγώ πίστευα πως ήταν φίλος μου, αλλά μου μάτωσε τα μέσα μου, όταν πήρε το μέρος του αντιπάλου μου»· 
- μου μαύρισε τα μέσα μου ή μου μαύρισε το μέσα μου ή μου ’χε μαυρίσει τα μέσα μου ή μου ’χει μαυρίσει το μέσα μου, με στενοχώρησε, με ταλαιπώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε τα μέσα αυτό το παιδί, μέχρι να το κάνω άνθρωπο». Συνών. μου μαύρισε τα σπλάχνα / μου μαύρισε τα σωθικά / μου μαύρισε τα τζιέρια·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε τα μέσα μου ή μου ’φαγε το μέσα μου ή μου ’χει φάει τα μέσα μου ή μου ’χει φάει το μέσα μου, με έφθειρε σωματικά ή ψυχικά: «μου ’φαγε τα μέσα μου αυτή η αρρώστια || αυτό το παιδί, μου ’φαγε το μέσα μου με τις αταξίες του». Συνών. μου ’φαγε τα σπλάχνα / μου ’φαγε τα σωθικά·
- μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. ευκαιρία·
- μπαίνει μέσ’ στα όλα, βλ. συνηθέστ. χώνεται μέσ’ στα όλα·
- μπαίνει μέσα σ’ όλα, βλ. συνηθέστ. χώνεται μέσα σ’ όλα·
- μπαίνω μέσα, α. όχι μόνο δεν έχω κέρδος ως επιχείρηση ή ως επιχειρηματίας, αλλά είμαι και ζημιωμένος: «τον τελευταίο καιρό με την αναδουλειά που υπάρχει στη αγορά, μπαίνω συνέχεια μέσα». β. φυλακίζομαι: «με τα χρέη που δημιούργησε αυτός ο άνθρωπος θα μπει σίγουρα μέσα». γ. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) χάνω συνέχεια: «μ’ αυτό το κωλόχαρτο που μου ’ρχεται, μπαίνω συνέχεια μέσα». δ. (για ορισμένα είδη χαρτοπαιγνίου) δε συγκεντρώνω τους απαραίτητους πόντους και ο αντίπαλος κερδίζει όλους τους πόντους: «είναι η δεύτερη συνεχόμενη φορά που μπαίνω μέσα» ε. (για τάβλι) συγκεντρώνω όλα τα πούλια μου στην περιοχή μου, οπότε μπορώ να αρχίσω να τα μαζεύω: «όταν εγώ άρχισα να μαζεύω, αυτός ακόμη δεν είχε μπει μέσα»·
- μπερδεύεται μέσ’ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- μπήκε μέσα με τα τσαρούχια, βλ. λ. τσαρούχι·
- μπήκε ο δαίμονας μέσα του, βλ. λ. δαίμονας·
- μπήκε ο διάβολος μέσα του, βλ. λ. διάβολος·
- μπήκε ο πειρασμός μέσα μου, βλ. λ. πειρασμός·
- μπλέκει μέσ’ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- να ’χεις την ευχή μου μέσ’ απ’ το βρακί μου, βλ. λ. ευχή·
- να χέσω μέσα! έκφραση εκνευρισμένου ή απογοητευμένου ανθρώπου για τις συνεχείς δυσκολίες που παρουσιάζονται σε μια δουλειά ή υπόθεση . Συνήθως η φρ. ξανακλείνει με το να χέσω: «να χέσω μέσα να χέσω, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!»·
- ξυπνάει μέσα μου το ζώο ή ξυπνάει το ζώο μέσα μου, βλ. λ. ζώο·
- ξύπνησε μέσα μου το ζώο ή ξύπνησε το ζώο μέσα μου,  βλ. λ. ζώο·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- ορμάει μέσα σ’ όλα, σε καμιά περίπτωση δε διστάζει να ενεργήσει, δεν κωλώνει μπροστά σε τίποτε: «από μικρός έτσι τολμηρός ήτανε, ορμάει μέσα σ’ όλα χωρίς να φοβάται»·
- πάω μέσα, φυλακίζομαι: «δεν μπλέκω σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί δεν έχω σκοπό να πάω μέσα»·
- περνάει τη ζωή του μέσα σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- πέφτω μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- πέφτω μέσα, πετυχαίνω απόλυτα στην πρόβλεψή μου: «τις πιο πολλές φορές που μου ζήτησαν τη γνώμη μου για κάποιο άτομο, έπεσα μέσα». Συνών. πέφτω διάνα·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- πλέει μέσα στα ρούχα του, βλ. λ. ρούχο·
- πρέπει να το ’χεις μέσα σου να…, πρέπει κάτι, καλό ή κακό, να είναι έμφυτο ή να το θέλεις πάρα πολύ για να το ακολουθήσεις, να το πετύχεις: «πρέπει να το ’χεις μέσα σου να γίνεις καλλιτέχνης || πρέπει να το ’χεις μέσα να γίνεις απατεώνας»· βλ. και φρ. πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να…, λ. άνθρωπος·
- στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχυρώνα, βλ. λ. βελόνα·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τα κεφάλια μέσα! βλ. λ. κεφάλι·
- τα κρατώ μέσα μου, δεν αποκαλύπτω, δεν κοινολογώ, δεν εκμυστηρεύομαι τα όσα με βασανίζουν, με στενοχωρούν, με πικραίνουν: «τη χαρά μου τη δείχνω σε όλους, αλλά ό,τι με βασανίζουν τα κρατώ μέσα μου για να μη στενοχωρώ και τους άλλους»·
- τα λέω μέσ’ στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- τη βγάζω μέσα, μένω στο σπίτι: «κάθε φορά που δεν έχω λεφτά, τη βγάζω μέσα || χτες ήμουν λίγο αδιάθετος και την έβγαλα μέσα»·
- τη βρίσκω μέσα, παθαίνω ζημιά από κάποιον ή από κάτι, τη στιγμή που δεν το περιμένω, ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι και υφίσταμαι τις συνέπειες: «είχα την εντύπωση πως ήταν τίμιος άνθρωπος, αλλά τη βρήκα μέσα, γιατί μ’ έριξε στη μοιρασιά». Το υπονοούμενο στη φρ. είναι η πούτσα, η ψωλή και συνοδεύεται αρκετές φορές από χειρονομία με το μεσαίο δάχτυλο, λυγισμένο προς τη μέσα πλευρά της παλάμης και σε οριζόντια θέση από το έδαφος, να κάνει δυο τρεις παλινδρομικές κινήσεις, υπονοώντας την επιβολή της σεξουαλικής πράξης, ενώ άλλες φορές η θέση του λυγισμένου δαχτύλου είναι κάθετα προς το έδαφος αποδίδοντας πιο παραστατικά με τις παλινδρομικές του κινήσεις την επιβολή της σεξουαλικής πράξης·
- της τον (την, το) βάζω μέσα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί) ή της τον (την, το) χώνω μέσα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού την είχε όλο το απόγευμα στο δωμάτιο, σίγουρα της τον έβαλε μέσα»·
- το κρατώ μέσα μου, α. δεν κοινολογώ κάτι, το κρατώ μυστικό: «θα σου πω κάτι, αλλά θέλω να το κρατήσεις μέσα σου». β. δεν εκδηλώνω κάποιο συναίσθημά μου ή την πρόθεσή μου να κάνω σε κάποιον κακό: «ήταν πολύ απογοητευμένος από τη συμπεριφορά του τάδε, αλλά το κρατούσε μέσα του || έμαθε πως τον είχε κατηγορήσει, αλλά το κρατούσε μέσα του και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να τον εκδικηθεί»·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το σκέφτηκα από μέσα μου, σκέφτηκα κάτι χωρίς να το εκφράσω, το συλλογίστηκα: «εγώ δεν είπα ότι είναι απατεώνας, αλλά, για να σου πω την αλήθεια, το σκέφτηκα από μέσα μου»·
- το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το ’χει μέσ’ στη φλέβα του, βλ. λ. φλέβα·
- το ’χει μέσ’ στο αίμα του, βλ. λ. αίμα·
- το ’χει μέσα του, (για καλό ή για κακό) του είναι έμφυτο: «το ’χει μέσα του αυτός ο άνθρωπος να καταπιάνεται μόνο με μεγάλες δουλειές || μην το πιστεύεις, γιατί το ’χει μέσα του να λέει ψέματα || από μικρό παιδί το ’χει μέσα του να βοηθάει τους άλλους»·
- τον βάζω μέσα, προκαλώ τη χρεοκοπία του: «τον έβαλες μέσα τον άνθρωπο με τις οικονομικές συμβουλές που του ’δινες»· βλ. και φρ. τον χώνω μέσα·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον έκλεισε μέσα, έκανε τις κατάλληλες ενέργειες, ώστε να τον φυλακίσει: «πήρε τόσο κατάκαρδα την κατάχρηση που του ’κανε ο φίλος του, που τον έκλεισε μέσα»·
- τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον (την, το) έχω μέσα μου (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, είμαι πολύ πιεσμένος από μια δύσκολη υπόθεση ή κατάσταση: «του δάνεισα όλες τις οικονομίες μου και τώρα τον έχω μέσα μου, γιατί δε λέει να μου επιστρέψει τα λεφτά». Από την εικόνα του ατόμου που υφίσταται αναγκαστικά τη σεξουαλική πράξη·
- τον έχω μέσ’ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- τον έχω μέσ’ στην καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- τον έχω στα μέσα και στα έξω, τον έχω διορίσει σε εμπιστευτική, σε καίρια θέση της επιχείρησής μου: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβα τι αετός είναι, τον έχω στα μέσα και στα έξω της δουλειάς μου»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον πήγαν μέσα, βλ. φρ. τον πήραν μέσα·
- τον πήραν μέσα, α. τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην Ασφάλεια ή σε κάποιο αστυνομικό τμήμα: «τον έπιασαν να πυρπολεί αυτοκίνητα με γκαζάκια και τον πήραν μέσα». β. τον φυλάκισαν: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, τον πήραν μέσα»·
- τον ρίχνω μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τον χώνω μέσα, κάνω τις κατάλληλες ενέργειες  για να τον φυλακίσω: «αφού δεν του ’δινε τα λεφτά που του χρωστούσε, τον έχωσε μέσα»·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του Φλεβάρη το χιόνι, είναι στο τηγάνι μέσα, βλ. λ. Φλεβάρης·
- φτου μέσ’ στη σκουληκομυρμηγκότρυπα! βλ. λ. σκουληκομυρμηγκότρυπα·
- φυλάω μέσα μου (κάτι), βλ. φρ. κρύβω μέσα μου (κάτι)·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- χέσε μέσα! δεν έχει νόημα, δεν αξίζει τον κόπο: «χέσε μέσα, μωρέ, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι γι’ αυτό το παλιόπαιδο!»· βλ. και φρ. χέσε μέσα Παντελή(!)·
- χέσε μέσα Παντελή! η δουλειά, η υπόθεση, η σχέση ή η κατάσταση έχει πάρει οριστικά το στραβό δρόμο χωρίς να επιδέχεται καλυτέρευση: «όπως έχουν γίνει τώρα τα πράγματα, χέσε μέσα Παντελή!»·
- χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι! βλ. φρ. χέσε μέσα Παντελή(!). Το δεύτερο τμήμα της φρ. περισσότερο για ομοιοκαταληξία·
- χώνεται μέσ’ στα όλα, δε διστάζει να ενεργήσει αποφασιστικά ακόμη και όταν δεν είναι καλά προετοιμασμένος, είναι παράτολμος, ριψοκίνδυνος: «μόνο να υποψιαστεί πως μπορεί να κερδίσει από κάποια δουλειά, χώνεται μέσ’ στα όλα || όταν δει κάποιους να μαλώνουν, χώνεται μέσ’ στα όλα χωρίς να υπολογίζει τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: με φωνάζαν θαλασσόλυκο Νικόλα, γιατί ήμουν στις φουρτούνες μέσ’ στα όλα,γιατί είχα μια λεβέντικη καρδιά
- χώνεται μέσα σ’ όλα, ανακατεύεται, επεμβαίνει παντού, ιδίως σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «στο ’πα χίλιες φορές, μη χώνεσαι μέσα σ’ όλα, γιατί στο τέλος γίνεσαι πολύ ενοχλητικός».

μοναστήρι

μοναστήρι κ. μαναστήρι, το, ουσ. [<μτγν. μοναστήριον, ουδ. του επιθ. μοναστήριος], το μοναστήρι. Υποκορ. μοναστηράκι, το·
- κλείνομαι σε μοναστήρι, (και για τα δυο φύλα, ιδίως για γυναίκα) ακολουθώ το μοναστικό βίο: «είχε μια έντονη ερωτική απογοήτευση, γι’ αυτό κλείστηκε σε μοναστήρι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν βγει στο παραθύρι πώς φοβάμαι μη με δείρει και κλειστώ σε μοναστήρι // για σένα όλα τα ’δωσα, μ’ όλον τον κόσμο μάλωσα. Σε μοναστήρι θα κλειστώ μαζί σου πια να μην μπλεχτώ
- μπαίνω σε μοναστήρι, γίνομαι καλόγερος, καλόγρια, μοναχός, μοναχή καλογερεύω: «απελπίστηκε απ’ τους ανθρώπους και μπήκε σε μοναστήρι». (Λαϊκό τραγούδι: καλόγρια θε να γινώ, να μπω σε μοναστήρι και ν’ αρνηθώ για πάντα πια, ψεύτη ντουνιά, πόρτα και παραθύρι
- το μοναστήρι να ’ν’ καλά (κι από καλογέρους!), λέγεται στην περίπτωση που α. αρνείται κάποιος να αγοράσει το εμπόρευμα που του προσφέρουμε, γιατί μπορούμε να το διαθέσουμε με μεγάλη ευκολία σε άλλους, που θέλουν να το αγοράσουν. β. όταν αρνείται κάποιος να μας βοηθήσει, ενώ η βοήθεια που του ζητάμε, μας προσφέρεται πρόθυμα από άλλους. γ. αρνείται μια γυναίκα να συνάψει μαζί μας ερωτικές σχέσεις, τη στιγμή που υπάρχει μεγάλη προσφορά γυναικών. (Λαϊκό τραγούδι: μην κάνεις έτσι, φίλε μου, τώρα για μια γυναίκα· το μοναστήρι να ’ναι καλά και θα ’βρεις άλλες δέκα).Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να! και παρατηρείται κίνηση κατά την οποία τα δάχτυλα ανοιγοκλείνουν αλλεπάλληλες φορές ακουμπώντας στις άκρες τους, υπονοώντας στο συνομιλητή το πλήθος.

μπότα

μπότα, η, ουσ. [<μσν. μπότα <γαλλ. botte], η μπότα. 1. ειδικό εξάρτημα της γκρανκάσας, που χρησιμοποιείται με το πόδι: «κάποια στιγμή μπερδεύτηκε το πόδι του και δεν ακούστηκαν δυο χτύποι της μπότας». 2. κατάσταση που μας καταπιέζει αφόρητα: «η εφτάχρονη χουντική μπότα». (Λαϊκό τραγούδι: η μπότα του καταχτητή παντού τη φρίκη απλώνει κι όπου πατεί κι όπου πατεί χορτάρι δε φυτρώνει
- γερμανική μπότα, βλ. λ. γερμανικός·
- μπαίνω κάτω απ’ την μπότα (κάποιου), α. υποδουλώνομαι, υποτάσσομαι στη βούληση κάποιου: «ο λαός μπήκε κάτω απ’ την μπότα του κατακτητή». β. κάνω τα κέφια κάποιου: «εγώ, όση ανάγκη και να ’χω, δεν πρόκειται να μπω κάτω απ’ την μπότα κανενός».

μύγα

μύγα, η, ουσ. [<μσν. μύγα <αρχ. μυῖα], η μύγα. Υποκορ. μυγούλα, η και μυγάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- βαράω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- βγάζει (κι) απ’ τη μύγα ξίγκι, είναι πολύ τσιγκούνης: «αυτός βγάζει κι απ’ τη μύγα ξίγκι κι εσύ έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσει δανεικά!»·
- δε δέχεται μύγα στο σπαθί του, α. δεν ανέχεται καμιά αντιλογία, καμιά αντίρρηση ή καμιά παρατήρηση, είναι απόλυτος: «όταν πάρει μιαν απόφαση, δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». β. είναι πολύ ευέξαπτος: «πρόσεχε τα λόγια και τις χειρονομίες σου μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε δέχεται μύγα στο σπαθί του». Πρβλ.: μύγα στο σπαθί μου δεν αγγίζει, φύγε κι άσε με, δε με φοβίζεις την περηφάνια μου, δεν την πατάω και σαν κειμήλιο θα την κρατάω (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, βλ. φρ. δε δέχεται μύγα στο σπαθί του·
- δεν περνάει μύγα, βλ. λ. συνηθέστ. δεν περνάει κουνούπι, λ. κουνούπι·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει, λέγεται γι’ αυτούς που αν και είναι εντελώς ανίκανοι, εντούτοις πετυχαίνουν στη ζωή τους: «μωρέ, ντιπ κούτσουρο αυτός ο άνθρωπος κι όμως, έκανε η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει»·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο χωρίς ιδιαίτερη αξία, που απόκτησε κάποια μικρή οικονομική δύναμη ή κοινωνική επιρροή και συμπεριφέρεται με έπαρση: «απ’ τη μέρα που κέρδισε μερικά λεφτουδάκια, μας έγινε ακατάδεχτος. -Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα·
- έπεσαν σαν τις μύγες στα σκατά, βλ. φρ. πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά·
- έπεφταν σαν μύγες ή έπεφταν σαν τις μύγες, βλ. φρ. πέθαιναν σαν μύγες. (Εβραίικο τραγούδι: σαν τα ζουρλά μας ντύσανε με μπλε και άσπρες ρίγες. Κι από τον καημό τ’ αδέλφια μας έπεφταν σαν τις μύγες
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- έχει τη μύγα, βλ. φρ. όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, (απειλητικά) α. θα γίνει μεγάλη καταστροφή, μεγάλος χαλασμός: «αν κοροϊδέψεις ξανά το φίλο μου, θα ’ρθω με την παρέα μου στο μαγαζί σου και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». β. θα επιβληθούν αυστηρότατες ποινές, θα συμβούν συνταρακτικά γεγονότα: «αν δεν αρχίσετε να δουλεύετε όπως πρέπει, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι». γ. θα καταβληθούν υπέρμετροι κόποι, υπεράνθρωπες προσπάθειες: «όταν αναλάβω εγώ τη διεύθυνση του εργοστασίου, θα διώξω όλους τους κοπανατζήδες και θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, μέχρι να ορθοποδήσει πάλι η επιχείρηση». δ. είναι και φορές που η φρ. χρησιμοποιείται για προσδοκώμενη ευχάριστη κατάσταση: «ε, ρε, αν ξαναμαζευτεί, όπως παλιά, η παρέα μας και πάμε στα μπουζούκια, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι»·
- κάνει τη μύγα ελέφαντα, βλ. λ. ελέφαντας·
- κολλώ σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι, προσκολλούμαι σε κάποιον και του γίνομαι  φορτικός, δεν ξεκολλώ από κοντά του: «απ’ την ώρα που με συνάντησε, κόλλησε σαν τη μύγα μέσ’ στο μέλι και δεν ξεκόλλησε από κοντά μου μέχρι αργά τα μεσάνυχτα». Η έκφραση δεν έχει σχέση με την προσκόλληση σε κάποιον για την αποκόμιση κάποιας υλικής ωφέλειας, αλλά περισσότερο για συντροφιά·
- κυνηγώ μύγες, βλ. συνηθέστ. σκοτώνω μύγες·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω, δεν υπολογίζω διόλου αυτά που μου λέει ή που με συμβουλεύει κάποιος: «δεν πρέπει τώρα να παραπονιέσαι, γιατί, όταν εγώ σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες έμπαιναν στου γάιδαρου τον κώλο»·
- μου ’γινε μύγα τσε τσε, βλ. λ. τσε τσε·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, αυτό που δεν μπορείς να πετύχεις χρησιμοποιώντας βία, προσπάθησε με ήπιο, με μαλακό τρόπο: «αφού δεν μπορείς να τον συμμορφώσεις με το άγριο, προσπάθησε με το καλό, γιατί μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι»·
- μύγα σε τσίμπησε; έκφραση απορίας ή ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που, ξαφνικά και χωρίς προφανή λόγο ή αιτία, αρχίζει να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα: «τι φωνάζεις, ρε παιδάκι μου, στα καλά καθούμενα, μύγα σε τσίμπησε;». Από την εικόνα αρκετών ζώων που, όταν τα τσιμπούν μύγες, ταράζονται και αντιδρούν είτε αναταράζοντας νευρικά το δέρμα τους είτε κλοτσώντας·
- να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, είδος κατάρας, με την έννοια να ταλαιπωρηθείς· βλ. και φρ. τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- ντουφεκάω μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες·
- ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, αποτελεί χτυπητή αντίθεση με τον περίγυρό του, αποτελεί έντονη παραφωνία, πράγμα που γίνεται αμέσως αντιληπτό: «ήταν όλοι τους με σμόκιν και κουστούμια, κι όπως είχε πάει αυτός με τα ρούχα της δουλειάς, ξεχώριζε σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα». Συνών. ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο ζυμάρι / ξεχωρίζει σαν την τρίχα στο προζύμι·
- ο λύκος με μύγες δε χορταίνει ή ο λύκος δε χορταίνει με μύγες, βλ. λ. λύκος·
- όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται, όποιος δεν είναι εντελώς αθώος ή αμέτοχος σε κάποια παρανομία ή παρατυπία, με τον παραμικρό υπαινιγμό επάνω σε αυτό το θέμα έχει την εντύπωση πως τον υποπτεύονται κι εμφανίζεται ως θιγμένος: «κάθε φορά που γίνεται λόγος μπροστά του για τη ληστεία της τράπεζας κάνει πως θυμώνει, γιατί όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται»·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, δεν μπόρεσες να καταλάβεις τις ψευτιές που σου έλεγα κι έτσι, εννοείται, ξεγελάστηκες και βγήκες χαμένος: «να μην παραπονιέσαι τώρα που έχασες τα λεφτά σου γιατί, όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες»·   
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. λ. πόδι·
- ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει, η κακιά έξη του ανθρώπου, δύσκολα αποβάλλεται: «μου έχει ορκιστεί χίλιες φορές πως θα κόψει το χαρτί, αλλά συνεχίζει να ξημεροβραδιάζεται στις λέσχες, γιατί ό,τι και να την κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει»·  
- πέθαιναν σαν μύγες ή πέθαιναν σαν τις μύγες, οι άνθρωποι πέθαιναν ομαδικά σε μια περιοχή και σε μεγάλο αριθμό, ιδίως βίαια ή από επιδημική ασθένεια: «στον τελευταίο πόλεμο οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες || κάποτε η ελονοσία ήταν πολύ επικίνδυνη αρρώστια κι οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες». Από την εικόνα τις εξόντωσης των μυγών με εντομοκτόνο. Συνών. πέθαιναν σαν κοτόπουλα ή πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, πήρε ή κέρδισε κάτι εντελώς ελάχιστο, σχεδόν τίποτα, τίποτα: «οι άλλοι πήραν κανονικά το μερίδιό τους κι αυτός, επειδή είναι ανόητος, πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση κοινού, παρατηρήθηκε κοσμοσυρροή: «μόλις έμαθαν πως η είσοδος ήταν ελεύθερη πλάκωσαν όλοι σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα»·
- πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά, παρατηρήθηκε αθρόα συγκέντρωση ατόμων με κάποια συγγενική σχέση μεταξύ τους με σκοπό την αποκόμιση οφέλους ή κέρδους: «μόλις πέθανε ο γέρος, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι συγγενείς του για την περιουσία του || μόλις ανέλαβε το κόμμα τους την εξουσία, πλάκωσαν σαν τις μύγες στα σκατά οι υμέτεροι για να τα κονομήσουν». Από το ότι στις ακαθαρσίες ανθρώπων ή ζώων, παρατηρείται αθρόα συγκέντρωση μυγών·
- σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα (ενν. ξεχωρίζει), βλ. φρ. ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα·
- σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει, λέγεται για τους έξυπνους, για τους ικανούς ανθρώπους που δεν μπορεί κανείς να τους ξεγελάσει, που δηλαδή δε χάφτουν μύγες: «είσαι πολύ μικρός για να ξεγελάσεις αυτόν τον άνθρωπο γιατί, σε κλεισμένο στόμα μύγα δεν μπαίνει»·
- σκοτώνω μύγες, α. δεν έχω δουλειά, δεν παρατηρείται προσέλευση πελατών στο μαγαζί μου, έχω κεσάτια: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί όλο το μήνα σκοτώνει μύγες». (Τραγούδι: Αύγουστο μήνα στη Σαλαμίνα σκοτώνω μύγες. Κι εσύ μαικήνα τα χρόνια εκείνα πες μου πού πήγες).β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εμείς πνιγόμασταν στη δουλειά κι αυτός σκότωνε μύγες». Από την εικόνα του ατόμου που, επειδή δεν έχει να κάνει κάτι καλύτερο, κυνηγάει και σκοτώνει τις μύγες·
- το μήνα που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. συνηθέστ. τον Αύγουστο που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες, λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που μας ρωτάει να μάθει πότε θα του επιστρέψουμε κάτι, ιδίως τα λεφτά που του χρωστάμε, ή πότε θα πραγματοποιήσουμε κάποια υπόσχεση που του δώσαμε και υπονοούμε ένα πολύ μακρινό χρονικό διάστημα: «πότε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω; Τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες || τα λεφτά που του δάνεισες θα τα πάρεις τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες». Συνών. με τ’ αγελαδοκούρεμα ή στ’ αγελαδοκούρεμα / με τ’ αλώνια ή στ’ αλώνια / ε τα καπνά ή στα καπνά / με τα κουκούλια ή στα κουκούλια / με τα μπαμπάκια ή στα μπαμπάκια· βλ. και φρ. να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες·
- τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα, είμαι κατά πολύ ανώτερός του ή ισχυρότερός του και για το λόγο αυτό δεν τον υπολογίζω διόλου, απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του: «απαξιώ να συγκριθώ μαζί του, γιατί τον βλέπω σαν τη μύγα». Από το ότι η μύγα είναι πάρα πολύ μικρή σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι / τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι·
- τον έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, τον κατανίκησε με μεγάλη ευχέρεια: «κάποια στιγμή τον άρπαξε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν τη μύγα». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει τη μύγα χτυπώντας τη με την παλάμη του. Συνών. τον έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι / τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι·
- τον έπιασε μύγα, βλ. συνηθέστ. τον τσίμπησε μύγα·
- τον τσίμπησε μύγα, άρχισεξαφνικά να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, παράξενα, οργίστηκε, εκνευρίστηκε χωρίς προφανή λόγο ή αιτία: «εκεί που μιλούσαμε μια χαρά, άρχισε να τα σπάζει όλα λες και τον τσίμπησε μύγα». Πολλές φορές, ως είδος μύγας αναφέρονται η αλογόμυγα και η τσε τσε·
- χάφτει μύγες, α. δεν κάνει τίποτα, είναι αργόσχολος, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμασταν στη δουλειά κι αυτός μας έβλεπε κι έχαφτε μύγες». β. είναι εύπιστος, είναι αφελής, ιδίως λόγω απειρίας: «ό,τι του λέει ο καθένας, το κάνει, γιατί χάφτει μύγες ο άνθρωπος». (Παιδικό τραγούδι: σας δίνουμ’ ένα ναύτη που όλο μύγες χάφτει
- χτυπώ μύγες, βλ. φρ. σκοτώνω μύγες.

νερό

νερό κ. νιρό, το, ουσ. [<πρώιμο μσν. νερόν <μτγν. νηρόν <αρχ. επίθ. νεαρόν ὕδωρ (= φρέσκο νερό)], το νερό. 1. το νερό της βροχής, η βροχή: «τ’ απόγευμα έριξε τόσο νερό, που έπνιξε την πόλη». Πρβλ.: αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα. 2. η επανάληψη του ξεπλύματος ενός ρούχου μετά το πλύσιμό του με σαπούνι ή απορρυπαντικό: «επειδή το πουκάμισο ήταν πολύ λερωμένο το ’κανε δυο νερά». 3. το υγρό που μαζεύεται σε κάποιο σημείο του σώματος από παθολογικά αίτια: «η πληγή του άρχισε να μαζεύει νερό». 4. (για φαγητά) που περιέχουν πολύ περισσότερο νερό ή άλλο υγρό από το κανονικό, το νερομπούλι: «η φασουλάδα ήταν σκέτο νερό». 5α. στον πλ. τα νερά, κυματοειδείς αποχρώσεις σε μάρμαρο, κρύσταλλο ή ξύλο: «τα νερά του ξύλου ήταν εμφανέστατα || τα νερά του μάρμαρου σου έδιναν την εντύπωση πως σχημάτιζαν διάφορες μορφές». β. το αυλάκι που αφήνει πίσω του το σκάφος που πλέει: «κάθε τόσο βουτούσαν οι γλάροι μέσα στα νερά που άφηνε πίσω του το καράβι». γ. λέγεται για θάλασσα ή για τμήμα θάλασσας, ή για ποσότητα νερού ποταμού ή λίμνης: «το πρωί το καράβι μπήκε στα νερά της πατρίδας μας || τα νερά του Αιγαίου || τα νερά του ποταμού πλημμύρισαν τον κάμπο». Υποκορ. νεράκι κ, νιράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 119 φρ.)·
- άγνωστα νερά, περιοχές ή καταστάσεις που δε γνωρίζουμε, στις οποίες δεν ξέρουμε πώς να ενεργήσουμε ή να συμπεριφερθούμε: «δεν μπορούσα να συμπεριφερθώ με άνεση, γιατί βρισκόμουν σε άγνωστα νερά». (Λαϊκό τραγούδι: ξεκινάμε πάμε μακριά, σ’ άλλους τόπους σ’ άγνωστα νερά). Από τη ναυτική ορολογία·
- αθάνατο νερό, βλ. λ. αθάνατος·
- ακόμη λέει το νερό μπου, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «δε βλέπει που ακόμη λέει το νερό μπου, θέλει να μου υποδείξει πώς θα επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητο!». Από το ότι το μπου παραπέμπει στη νηπιακή ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, οι ανοιξιάτικες βροχές είναι πολύ χρήσιμες στη γεωργία·  
- ανοίγω το νερό ή ανοίγω τα νερά, παρέχω νερό σε μια περιοχή που βρίσκεται σε αρδευτικά κανάλια: «οι υπεύθυνοι άνοιξαν τα νερά για να ποτίσουν οι αγρότες τον κάμπο»·
- ανοίγω το νερό, ανοίγω τη βρύση ή το διακόπτη του δικτύου της ύδρευσης για να τρέξει το νερό: «τώρα που επιδιόρθωσα τη βλάβη, μπορείς ν’ ανοίξεις το νερό»·
- απότομα νερά, (για θάλασσες, ποταμούς, λίμνες) αυτά που βαθαίνουν απότομα και υπάρχει περίπτωση να κινδυνέψει να πνιγεί κάποιος: «πρόσεχε εκείνο το σημείο, γιατί υπάρχουν απότομα νερά»· 
- αρμενίζω σε βαθιά νερά, (στη γλώσσα της αργκό) μπλέκομαι σε δουλειές, καταστάσεις ή υποθέσεις που είναι πέρα από τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «από τον καιρό που άρχισε ν’ αρμενίζει σε βαθιά νερά, έχει ένα  σωρό προβλήματα»·
- αρμυρό νερό, το νερό της θάλασσας σε αντιδιαστολή με το νερό των ποταμών και των λιμνών που είναι γλυκό: «κατάπιε πολλούς λεβέντες τ’ αρμυρό νερό». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, σαν πεθάνω στο καράβι, ρίξτε με μες το γιαλό, άντε, να με φάνε τα μαύρα τα ψάρια και το αρμυρό νερό
- βάζω νερό στο κρασί μου, α. μετριάζω το θυμό μου, την οργή μου, καλμάρω τα νεύρα μου: «αν δεν έβαζα νερό στο κρασί μου, θα είχαμε γίνει βίδες». Από την εικόνα του ατόμου που βάζει νερό στο κρασί του για να μετριάσει τη δύναμη του αλκοόλ. β. μετριάζω, περιορίζω τις αξιώσεις μου, τις απαιτήσεις μου: «λέω να βάλω λίγο νερό στο κρασί μου για να μπορέσουμε να κλείσουμε τη συμφωνία»·
- βάζω το νερό στ’ αυλάκι, α. τακτοποιώ με επιτυχία τις υποθέσεις μου: «τώρα που έβαλα το νερό στο αυλάκι, μπορώ να πάω κι εγώ διακοπές». β. δημιουργώ τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επαγγελματική ή την οικονομική  μου αποκατάσταση: «τώρα που πήρα κι εγώ το πτυχίο του μηχανικού, έβαλα το νερό στ’ αυλάκι»·
- βγάζω νερό, αντλώ: «έφερα το κατάλληλο μηχάνημα για να βγάλω νερό στο χωράφι»·
- βγαίνω απ’ τα νερά μου, βρίσκομαι έξω από το γνωστό περιβάλλον μου και ενεργώ αμήχανα, απερίσκεπτα ή φοβισμένα: «κάθε φορά που βγαίνω απ’ τα νερά μου, νιώθω σαν μηδενικό». Από την εικόνα του ψαριού που τινάζεται στη στεριά και σπαρταράει τρομαγμένο, ή από την εικόνα του πλοίου που χάνει τη ρότα του και πλέει χωρίς να ξέρει πού πάει·
- βλέπω νερό στην αυλή μου, έχω κάποιο όφελος, κάποια ωφέλεια: «όλη μου τη ζωή δούλεψα σκληρά και μόνο τον τελευταίο καιρό βλέπω νερό στην αυλή μου || τώρα που βγήκε το κόμμα μας, θα δούμε νερό στην αυλή μας»·
- γλυκό νερό, το νερό των ποταμών και των λιμνών σε αντιδιαστολή με το νερό της θάλασσας που είναι αρμυρό·
- γράφει στο νερό και σπέρνει στη λίμνη, βλ. λ. λίμνη·
- δε δίνει του αγίου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό, βλ. λ. άγιος·
- δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, βλ. λ. άγγελος·
- δεν είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν έχει ιδέα για το νερό που κύλησε στ’ αυλάκι, βλ. λ. ιδέα·
- δεν παίρνει άλλο νερό, η δουλειά ή η υπόθεση δεν μπορεί να μεταβληθεί περαιτέρω προς όφελός μας: «ό,τι κάναμε, κάναμε, γι’ αυτό πρέπει να σταματήσουμε, γιατί δεν παίρνει άλλο νερό η υπόθεση». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει τη δυνατότητα να βάλει περισσότερο νερό στο κρασί του, γιατί ήδη έχει βάλει αρκετό·
- έγινε μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- είμαι έξω απ’ τα νερά μου, βλ. συνηθέστ. βγαίνω απ’ τα νερά μου·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ένα νερό, ένα ποτήρι νερό: «σε παρακαλώ, μου δίνει ένα νερό;». (Δημοτικό τραγούδι: ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο να πιω
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι, βλ. λ. άγγελος·
- έρχομαι στα νερά του, βλ. συνηθέστ. πάω με τα νερά του. (Λαϊκό τραγούδι: άντε λοιπόν, άντε, κυρά μου, να πεις στη μάνα σου τη μπλου, πες της να ’ρθει με τα νερά μου κι να μη ξηγιέται φλου, ω, μάμυ μπλου
- έσπασαν τα νερά της, (για έγκυες γυναίκες) έφτασε η ώρα του τοκετού ή άρχισε η διαδικασία του τοκετού: «την ώρα που την έβαζαν στο χειρουργείο, έσπασαν τα νερά της και η γέννα είχε ομαλή εξέλιξη»·
- έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό, οι προσπάθειές του, ο αγώνας του, για κάποιον λόγο δεν απέδωσε την τελευταία στιγμή τα αναμενόμενα οφέλη, ωφελήματα·
- έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό, βλ. φρ. έφτασε στη βρύση και δεν ήπιε νερό·
- έχει η θάλασσα νερό; ή έχει νερό η θάλασσα; βλ. λ. θάλασσα·
- έχει νερό στις φλέβες του, βλ. φρ. τρέχει νερό στις φλέβες του·
- η βάρκα κάνει νερά, βλ. λ. βάρκα·
- η δουλειά κάνει νερά, βλ. λ. δουλειά·
- η δουλειά σηκώνει νερό, βλ. λ. δουλειά·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό ή η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. λ. κότα·
- η υπόθεση σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- ήπιε τ’ αμίλητο νερό, βλ. λ. αμίλητο νερό·
- θα δεις απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- θα κουβαλάω νερό με το κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα, θα περάσει πολύς καιρός ακόμα για να γίνει, να πραγματοποιηθεί κάτι: «φέτος μπήκε στο πανεπιστήμιο και θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα μέχρι να πάρει το πτυχίο του στο χέρι»·
- θα πούμε το νερό νεράκι, θα έχουμε σοβαρή έλλειψη νερού: «αν συνεχιστεί αυτή η ανομβρία, θα πούμε το νερό νεράκι»·
- θολώνω τα νερά, προκαλώ σύγχυση για να καλύψω κάποια πράξη ή ενέργειά μου, ιδίως παράνομη: «όταν θέλει να κάνει κάποια κομπίνα, είναι μάνα στο να θολώνει τα νερά». (Λαϊκό τραγούδι: θολώνεις τα νερά, θολώνεις τα νερά, μα δε με ξεγελάς, στο λέω καθαρά).Από την εικόνα της σουπιάς, που, όταν βρίσκεται σε κίνδυνο, αφήνει πίσω της μελάνι για να ξεφύγει από το διώκτη της. Συνών. αμολάω μελάνι (β)·
- ίσα βάρκα, ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- κανόνι νερού, βλ. λ. κανόνι·
- κάνω μακροβούτι σε θολά νερά, βλ. λ. μακροβούτι·
- κάνω μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- κάνω νερά, α. προσπαθώ να ενεργήσω ή ενεργώ διαφορετικά από ότι υποσχέθηκα, δεν κρατώ το λόγο μου: «μου είχε υποσχεθεί πως θα με βοηθήσει, αλλά την τελευταία στιγμή έκανε νερά». (Λαϊκό τραγούδι: μα ο γιατρός κάνει νερά, γιατί δεν έχει τυχερά, ο θάνατος είν’ έξοδο κι ο Τζακ σε αδιέξοδο). Από την εικόνα της βάρκας που κάνει νερά και δεν έχει καμιά σταθερότητα ή κινδυνεύει να βουλιάξει. β. δεν είμαι πιστός στην επίσημη ερωτική μου σχέση, στον επίσημο ερωτικό μου δεσμό ή στο γάμο μου, τσιλημπουρδίζω: «δεν υπάρχει σήμερα κανένας άντρας που να μην κάνει νερά στη γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: μου το ’παν στο φλιτζάνι, καλέ, μου το ’παν στα χαρτιά, πως η καρδιά σου κάνει στον έρωτα νερά). γ. (για μηχανήματα) παρουσιάζω προβλήματα στη λειτουργία μου, χρειάζομαι επισκευή ή είμαι για πέταμα: «τις τελευταίες μέρες μου κάνει νερά το αυτοκίνητο και πρέπει να το πάω στο μηχανικό»·
- κάνω νερό, έχω ευκοιλιότητα: «όταν είμαι κρυωμένος κάνω νερό κάθε φορά που ενεργούμαι»·
- κάνω το νερό μου, κατουρώ, αφοδεύω: «πρέπει να πάω στην τουαλέτα, γιατί θέλω να κάνω το νερό μου»·
- κόβω το νερό, διακόπτω την παροχή του: «λόγο των έργων που γίνονται στην τάδε περιοχή, ο Ο.Υ.Θ. έκοψε το νερό»·
- κουβαλάει κρασί και πίνει νερό, λέγεται γι’ αυτούς που δεν αμείβονται ικανοποιητικά από την εργασία που προσφέρουν σε κάποιον: «έτσι κορόιδο θα είναι μια ζωή, γιατί κουβαλάει κρασί και πίνει νερό»·
- κουβαλάει νερό με το κοφίνι, βλ. λ. κοφίνι·
- κουβαλώ νερό στο μύλο του, βλ. φρ. ρίχνω νερό στο μύλο του·
- μάγκας του γλυκού νερού, βλ. λ. μάγκας·
- μάτι νερού, βλ. λ. νερομάνα·
- με το κόσκινο, δεν κουβαλιέται το νερό, βλ. λ. κόσκινο·
- μέσ’ στο νερό, σιγουρότατα: «μπορεί να πουληθεί πεντακόσια ευρώ μέσ’ στο νερό || είσαι σίγουρος πως θα ’ρθει κι ο τάδε; -Μέσ’ στο νερό»·
- μήπως έχει κάτι το νερό; ή μήπως έχει το νερό κάτι; α. λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε κάποιο τόπο και που συχνά πυκνά επανερχόμαστε σε αυτόν: «μήπως έχει κάτι το νερό και δεν μπορώ να ξεχάσω αυτή την πόλη;». Πρβλ.: Θεσσαλονίκη μου, αρχόντισσα μεγάλη, η πιο περήφανη πατρίδα του ντουνιά, Θεσσαλονίκη είσαι μάγισσα μεγάλη κι απ’ το νερό σου όποιος πιει δεν σε ξεχνά! (Λαϊκό τραγούδι). β. λέγεται στην περίπτωση που σε κάποιο τόπο, σε κάποια περιοχή, συμβαίνουν συχνά διάφορες καταστάσεις, καλές ή κακές, που δε συμβαίνουν σε άλλους τόπους, σε άλλες περιοχές ή που συμβαίνουν πολύ σπάνια: «μήπως έχει κάτι το νερό στη Μύκονο και όλοι ερωτεύονται με το πρώτο; || στην Κρήτη και η πιο μικρή προσβολή ξεπλένεται με αίμα. -Μήπως έχει το νερό κάτι;». Συνών. στο κρύο το νερό·
- μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, βλ. λ. σταγόνα·
- μου πάει νερό, α. έχω έντονη διάρροια: «κάθε φορά που κάθομαι σε ρεύμα, μέσα σε λίγη ώρα μου πάει νερό». Συνών. μου πάει ζουμί (α) / μου πάει τσίρλα (α). β. φοβάμαι πάρα πολύ, τρομοκρατούμαι: «μα και βέβαια μου πάει νερό να τα βάλω μ’ αυτόν το γίγαντα || κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, μου πάει νερό». Συνών. μου πάει έξι κι ένα ή μου πάει έξι και μία / μου πάει ζουμί (β) / μου πάει πέντε πέντε / μου πάει ριπιτίδι / μου πάει τρεις και δέκα ή μου πάει τρεις και μία ή μου πάει τρεις τριανταμία / μου πάει τσίρλα (β)·
- μπήκε το νερό στ’ αυλάκι, η δουλειά, η υπόθεση που με απασχολούσε, ύστερα από πολλούς κόπους και προσπάθειες μπήκε στο σωστό δρόμο και ακολουθεί τη φυσική της εξέλιξη: «είχα πολλά προβλήματα με την δουλειά, αλλά τώρα που μπήκε το νερό στ’ αυλάκι μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος»·
- νερό κι αλάτι (ενν. να γίνουν όσα πικρά λόγια ανταλλάξαμε), έκφραση που δηλώνει αποδοχή πρότασης για συμφιλίωση: «τι λες τώρα, θα δώσουμε τα χέρια να φιλιώσουμε; -Νερό κι αλάτι». Από το ότι το νερό λιώνει το αλάτι, εικόνα που επεκτείνεται στο λιώσιμο κάθε ψυχρότητας που χώριζε δυο άτομα·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. λ. ψάρι·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- ο μύλος χωρίς νερό δεν αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, μόνο από τους πλούσιους μπορεί να περιμένει κανείς οφέλη: «ψάχνεις λεφτά για την εγχείρηση της γυναίκας σου, αλλά μην τα ζητάς από μας τα φτωχαδάκια και πάνε σε κάναν πλούσιο, γιατί όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, βλ. λ. σπίτι·
- πάω με τα νερά του ή πηγαίνω με τα νερά του, δεν τον εναντιώνομαι, προσποιούμαι πως συμφωνώ μαζί του, συμφωνώ μαζί του ιδίως για να πετύχω κάποιο σκοπό μου: «κάθε φορά που θέλει να πάρει δανεικά από κάποιον, πάει με τα νερά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά // άφησε τα κορδελάκια, όμορφα να την περνάς· πήγαινε με τα νερά μου, βρε, και φιγούρες μη ζητάς
- πάω προς νερού μου, πηγαίνω για κατούρημα ή να αφοδεύσω: «λείπει ο τάδε, γιατί πήγε προς νερού του»·
- πέφτω στο νερό, κολυμπώ: «επειδή το πρωί έβγαλε αέρα, δεν έπεσα στο νερό»·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, α. τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι απεριόριστα, γιατί έχω δεχτεί από αυτόν σπουδαία βοήθεια: «πίνω νερό στ’ όνομα του τάδε, γιατί, αν δε με βοηθούσε, θα ’μουν σήμερα φυλακή». β. τον αγαπώ υπερβολικά: «πίνει νερό στ’ όνομα της γυναίκας του»·
- πληρώνω το νερό, πληρώνω στην αρμόδια επιχείρηση το λογαριασμό για την κατανάλωση νερού που έχω κάνει: «ξέχασα να πληρώσω το νερό και φοβάμαι μήπως μου το κόψουν»·
- πνίγεται σ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- πνίγεται σε μια γουλιά νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- πνίγεται σε μια κουταλιά νερό, πελαγώνει, τα χάνει με το παραμικρό πρόβλημα ή με την παραμικρή δυσκολία και δεν ξέρει πώς να ενεργήσει: «πρέπει να ’σαι συνέχεια δίπλα να τον συμβουλεύεις, γιατί πνίγεται σε μια κουταλιά νερό». Συνών. πνίγεται στα ρηχά·
- ρίχνω νερό στο μύλο του, δίνω σε κάποιον επιχειρήματα να αντεπεξέλθει σε μια αντιπαράθεσή του με κάποιον: «αν δεν έριχνες εσύ νερό στο μύλο του, δε θα μπορούσε ν’ αντικρούσει αυτά που υποστήριζα»·
- σαν νερό, λέγεται για οτιδήποτε εξαντλείται πολύ γρήγορα, ιδίως χωρίς να το αντιληφθούμε: «τον άφησε ο πατέρας του μια ατράνταχτη περιουσία κι αυτός την ξόδεψε σαν νερό κάνοντας τη μεγάλη ζωή || πέρασε η ζωή μου σαν νερό». (Λαϊκό τραγούδι: φεύγουν κι έρχονται τα χρόνια σαν νερό,μα δεν είδαν μια χαρά τα δυο μου μάτια, και κρατώ του μαρτυρίου το σταυρό στης ζωής τα πονεμένα μονοπάτια
- σαν τα κρύα νερά ή σαν τα κρύα τα νερά ή σαν το κρύο νερό ή σαν το κρύο το νερό, (ιδίως για γυναίκα) που είναι πολύ γοητευτική, πολύ όμορφη, πολύ ωραία: «γνώρισα μια κοπέλα σαν τα κρύα νερά || είναι όμορφη η γκόμενα του τάδε; -Σαν τα κρύα τα νερά»·
- σηκώνει νερό, α. λέγεται για λόγο ή πράξη που προκαλεί αρνητική εντύπωση και επισύρει σοβαρές συνέπειες: «αυτό που είπες σηκώνει νερό και δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα μαζί μου». β. λέγεται για λόγο ή πράξη που αμφισβητείται και πρέπει να δοθούν διευκρινίσεις: «αυτό που είπες, σηκώνει νερό και πρέπει εδώ και τώρα να μου δώσεις εξηγήσεις». Από την εικόνα πολλών φαγητών που, όταν χυλώσουν, μπορεί κανείς να τα αραιώσει με νερό·
- σηκώνει νερό η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει νερό, χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση, για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η υπόθεση»·
- σηκώνει νερό το θέμα ή το θέμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό η υπόθεση·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, όποιος είναι ολιγαρκής στο φαγητό του έχει πολύ καλή υγεία: «ποτέ δε φουσκώνει την κοιλιά του όταν τρώει, γιατί όπως του έλεγε και ο παππούς του, σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό»·
- στάζει νερό από πάνω μου, τρέχει πολύς ιδρώτας από το κορμί μου: «κάθε φορά που κουράζομαι πολύ, στάζει νερό από πάνω μου»·
- στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι, βλ. λ. στάλα·
- στεκάμενα νερά ή στεκούμενα νερά, τα λιμνάζοντα: «η τάδε περιοχή είναι προβληματική, γιατί υπάρχουν πολλά στεκούμενα νερά || τα στεκάμενα νερά είναι πηγή ασθενειών»·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, βλ. λ. θάλασσα·
- στο κρύο το νερό, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού οφείλεται ώστε στον τόπο, στην περιοχή που βρισκόμαστε, να συμβαίνουν συχνά διάφορες καταστάσεις, καλές ή κακές, που δε συμβαίνουν ή που συμβαίνουν σπάνια σε άλλους τόπους, σε άλλες περιοχές: «πού οφείλεται και δε μαλώνετε μεταξύ σας σ’ αυτό το χωριό; -Στο κρύο το νερό || που οφείλεται και στο χωριό σας η κάθε οικογένεια έχει πάνω από τέσσερα παιδιά; -Στο κρύο το νερό || πού οφείλεται και με το παραμικρό μαλώνετε στο χωριό σας; -Στο κρύο το νερό». Συνών. μήπως έχει κάτι το νερό(;)·  
- τα θολά νερά, κατάσταση όπου επικρατεί αβεβαιότητα, σύγχυση: «ποτέ μου δεν ενεργώ στα θολά νερά». (Λαϊκό τραγούδι: τη μελάνη σου αμολούσες πάντα πονηρά, σαν τυφλό με περπατούσες στα θολά νερά
- τα νερά του πλοίου, η γραμμή η οποία  χαράζεται στις πλευρές ενός πλοίου, στο ύψος όπου εφάπτονται με την επιφάνεια της θάλασσας, η ίσαλος γραμμή, τα ίσαλα του πλοίου·
- τα νερά του χαρτιού, εσωτερικές ραβδώσεις, που δύσκολα μπορεί κανείς να τις δει, να τις ξεχωρίσει: «τα νερά του χαρτιού μπορούν να τα ξεχωρίσουν μόνο πεπειραμένοι χαρτέμποροι και τυπογράφοι». Όταν σκίζεις με τα χέρια σου ένα χαρτί προς τη φορά που είναι τα νερά του, τότε σχίζεται πολύ εύκολα και ίσια, όταν όμως επιχειρήσεις να το σκίσεις με φορά κόντρα προς τα νερά του, τότε σκίζεται κάπως πιο δύσκολα και ποτέ ίσια·
- τα φέρνω ίσα βάρκα, ίσα νερά, βλ. λ. βάρκα·
- ταράζω τα νερά, α. κάνω αίσθηση, προκαλώ, προτείνω κάτι καινούργιο που ανατρέπει τη δεδομένη κατάσταση: «μόλις έριξε το τάδε προϊόν στην αγορά, τάραξε τα νερά και τώρα όλοι προσπαθούν να τον μιμηθούν || το καλό που σου θέλω μην ταράζεις τα νερά, είναι ηλικιωμένοι άνθρωποι και δεν θ’ αλλάξουν τώρα συμπεριφορά». β. ανακινώ ζήτημα, επαναφέρω στην επικαιρότητα παλιά υπόθεση: «με την πρότασή του, τάραξε τα νερά γύρω απ’ το θέμα των ναρκωτικών». Από την εικόνα της ταραγμένης θάλασσας, της φουρτούνας που φέρνει στην επιφάνεια πράγματα που ήταν στο βυθό·
- ταράζω τα νερά (κάποιου), εμβάλλω ανησυχίες, υπόνοιες σε κάποιον, ιδίως ως προς την ειλικρίνεια των αισθημάτων του ατόμου που τον ενδιαφέρει ερωτικά: «κάπου κάπου ταράζω τα νερά για να με προσέχει περισσότερο, κι αυτό είναι παλιό γυναικείο κόλπο»·
- το αίμα νερό δε γίνεται, βλ. λ. αίμα·
- το ήσυχο το νερό τρυπάει το βουνό, με την επιμονή και την υπομονή, με τη συνεχή προσπάθεια, φτάνουμε στο ποθητό αποτέλεσμα, στην επιτυχία: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ να φτάσεις στην επιτυχία, γιατί το ήσυχο νερό τρυπάει το βουνό». Συνών. κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη / στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι· 
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το κρασί σηκώνει νερό, βλ. λ. κρασί·
- το νερό που καίει, κάθε οινοπνευματώδες ποτό και ιδίως το ουίσκι ή τα διαφανή ποτά (βότκα, τζιν, τεκίλα), επειδή μοιάζουν με το νερό: «βάλε μου ένα από κείνο το νερό που καίει»·
- το νερό της λησμονιάς, βλ. λ. λησμονιά·
- το ξέρω νερό, βλ. φρ. το ξέρω νεράκι, λ. νεράκι·
- το παλιό καράβι κάνει νερά, βλ. λ. καράβι·
- του γλυκού νερού, άπειρος, αδέξιος, ακατάρτιστος και, κατ’ επέκταση, επαγγελματίας χωρίς την πείρα του επαγγέλματος που ασκεί, ή άτομο που δεν έχει πείρα στη ζωή του, που δεν ταλαιπωρήθηκε στη ζωή του, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό που απόκτησε πείρα ένεκα των πολλών δυσκολιών και ταλαιπωριών που παρουσιάζει το ναυτικό επάγγελμα·
- τραβώ νερό, αντλώ: «για να ποτίζω τα λουλούδια του κήπου μου, τραβώ νερό από ένα γειτονικό πηγάδι»·
- τρέχει η μύτη μου νερό, βλ. λ. μύτη·
- τρέχει νερό στις φλέβες του, α. δε θυμώνει εύκολα, δεν είναι οξύθυμος, είναι πολύ μαλακός, πολύ πράος: «ό,τι και να τον κάνεις, δε θυμώνει, γιατί τρέχει νερό στις φλέβες του». β. κατ’ επέκταση, είναι δειλός, φοβητσιάρης: «δε μαλώνει με κανέναν, γιατί τρέχει νερό στις φλέβες του»·
- τρέχει ο ιδρώτας (μου) νερό, βλ. λ. ιδρώτας·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φέρνει από χίλιες βρύσες νερό, βλ. λ. βρύση·
- φέρνω με τα νερά μου (κάποιον), βλ. φρ. φέρνω στα νερά μου (κάποιον)·
- φέρνω στα νερά μου (κάποιον), κάνω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου, προσεταιρίζομαι κάποιον: «ήταν τόσο ανένδοτος, που είδα κι έπαθα να τον φέρω στα νερά μου». (Λαϊκό τραγούδι: είδα κι έπαθα κυρά μου να σε φέρω στα νερά μου)·
- φέρνω νερό στο μύλο του, βλ. φρ. ρίχνω νερό στο μύλο του·
- χάνεται σε μια κουταλιά νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- χάνεται σε μια χούφτα νερό, βλ. συνηθέστ. πνίγεται σε μια κουταλιά νερό·
- χάνω τα νερά μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τα νερά μου. (Λαϊκό τραγούδι: πώς μ’ έμπλεξες, κυρά μου, πώς μ’ έμπλεξες, κυρά, να χάσω τα νερά μου και ν’ αράξω στη στεριά)·
- χάρη στο βασιλικό πίνει η γλάστρα το νερό, βλ. λ. χάρη·
- ψαρεύει σε θολά νερά ή ψαρεύει στα θολά νερά, α. προσπαθεί να αποκομίσει διάφορα προσωπικά οφέλη από μια κατάσταση στην οποία επικρατεί αβεβαιότητα, σύγχυση: «είναι στο στοιχείο του όταν ψαρεύει σε θολά νερά, γιατί πάντα βγαίνει κερδισμένος». β. ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα, επικίνδυνα με επιδιωκόμενο σκοπό το προσωπικό κέρδος: «πότε έχει και πότε δεν έχει αυτός ο άνθρωπος, γιατί κάθε τόσο ψαρεύει σε θολά νερά»·    
- ωσότου το νερό φτάσει στη δεξαμενή, ο βάτραχος ψοφάει, βλ. λ. βάτραχος.

νους

νους, ο, ουσ. [<αρχ. νοῦς], ο νους, το μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: βασίλισσα της Βενετιάς κι αν ήσουνα, πουλί μου, το νου μου δεν τον έπαιρνες από την κεφαλή μου). (Ακολουθούν 114 φρ.)·
- άβουλος ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. φρ. άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος·
- αλλάζω νου, βλ. συνηθέστ. αλλάζω μυαλό, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου καιρός ν’ αλλάξει νου,γιατί, και να το θέλει, δε γίνεσαι αλλουνού
- άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος, όποιος ενεργεί απερίσκεπτα, κοπιάζει διπλά: «αφού δεν υπολόγισες καλά τις δουλειές σου, τρέχα τώρα να προλάβεις, γιατί άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος». Συνών. όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια·
- αυτό βγάλ’ το απ’ το νου σου, βλ. φρ. αυτό βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, λ. μυαλό·
- βάζω κάτι στο νου μου ή βάζω στο νου μου κάτι, βλ. φρ. βάζω κάτι στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου ό,τι λάχει, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου ό,τι να ’ναι, βλ. φρ. βάζω με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι, λ. μυαλό·
- βάζω νου, βλ. φρ. βάζω μυαλό, λ. μυαλό·
- βάζω πολλά με το νου μου, βλ. φρ. βάζω πολλά με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- βάζω στο νου μου (κάτι), σκοπεύω να κάνω κάτι ή υποθέτω κάτι: «έβαλα στο νου μου ν’ αγοράσω ένα αυτοκίνητο || κάποια στιγμή έβαλα στο νου μου πως ήσουν εσύ αυτός που με κατηγόρησε»·
- βάζω το κακό με το νου μου ή βάζω το κακό στο νου μου, υποψιάζομαι πως θα συμβεί κάτι κακό, κακομελετώ: «κάθε φορά που αργούν να επιστρέψουν τα παιδιά του στο σπίτι, αμέσως βάζει το κακό με το νου του». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου τι μου μαγειρεύει, τέτοια ώρα τι γυρεύει; Άντρα μου, μη μου γκρινιάζεις και κακό στο νου μη βάζεις
- βάζω το νου μου να δουλέψει, βλ. συνηθέστ. βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, λ. μυαλό·
- βάλ’ το (καλά) στο νου σου! βλ. φρ. βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! λ. μυαλό·
- βγάζω απ’ το νου μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το νου του πως τον κλέβω». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το νου του χίλιες δυο δικαιολογίες για να μην έρθει στη δουλειά». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «αφού δεν έχω λεφτά, έβγαλα απ’ το νου μου τις φετινές διακοπές». Συνών. βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι) /  βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το νου σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «βγάλ’ το απ’ το νου σου πως θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το νου σου πως σε κάρφωσε ο φίλος σου». Συνών. βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου / βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου·
- δε βγαίνει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δε σκοτίζει το νου του, δεν ενδιαφέρεται, δε στενοχωριέται, αδιαφορεί για κάτι: «απ’ ό,τι ξέρω, δε σκοτίζει το νου του για τα πολιτικά». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ ευτυχής ο άνθρωπος π’ αγάπη δε γνωρίζει και για γυναίκες όμορφες το νου του δε σκοτίζει
- δε φεύγει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δε φεύγει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δεν κατεβάζει ο νους του, βλ. συνηθέστ. δεν κατεβάζει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν ξέρω τι έχει στο νου του, βλ. φρ. δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν ξεκολλάει απ’ το νου μου, βλ. φρ. δεν ξεκολλάει απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- δεν ορίζω το νου μου, δεν μπορώ να σκεφτώ σωστά, δεν μπορώ να σκεφτώ: «μόλις πιω τέσσερα πέντε ποτήρια, δεν ορίζω το νου μου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι αλανιάρης στους δρόμους και γυρίζω κι απ’ την πολλή μαστούρα μου κανέναν δε γνωρίζω κι απ’ την πολλή τη σούρα μου το νου μου δεν ορίζω
- δεν το βάζει ο νους μου! βλ. συνηθέστ. δεν το χωράει ο νους μου(!)·
- δεν το φτάνει ανθρώπου νους, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν το χωράει ο νους μου! δεν μπορώ να το φανταστώ, δεν μπορώ να το πιστέψω, μου είναι απίστευτο, αδιανόητο: «δεν το χωράει ο νους μου μετά από τέτοια αγάπη που είχαν να φτάσουν στο χωρισμό!»·
- εδώ σταματάει ο νους του ανθρώπου, βλ. φρ. εδώ σταματάει το μυαλό του ανθρώπου, λ. μυαλό·
- εδώ χρειάζεται νου κι όχι ανασινί ναμού, η δουλειά ή η υπόθεση χρειάζεται πολλή σκέψη, πολλή εξέταση, δεν πρέπει να την αντιμετωπίσουμε επιπόλαια: «δεν μπορώ να κάνω βιαστικές δουλειές, γιατί εδώ χρειάζεται νου κι όχι ανασινί ναμού»·
- έρχεται στο νου μου (κάτι), βλ. φρ. έρχεται στο μυαλό μου (κάτι), λ. μυαλό·
- εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, α. εισαγωγική πρόταση σε κάποιον που θέλουμε να ζητήσουμε τη γνώμη του για κάτι: «εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, τι πρέπει να κάνω τώρα για να βγω απ’ αυτή τη δυσκολία;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για πες μας ή το για πες μου. Κατάλοιπο του αινίγματος εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, ένα καράβι σίδερο πόσες βελόνες βγάζει(;). β. λέγεται και ειρωνικά σε άτομο που κάνει διαρκώς τον έξυπνο, που νομίζει ότι τα ξέρει όλα· βλ. και λ. κατεβάζω·
- έχασε το νου του, βλ. φρ. έχασε τα μυαλά του, λ. μυαλό·
- έχε το νου σου! πρόσεχε, φυλάξου(!): «έχε το νου σου στ’ αυτοκίνητο που έρχεται!». (Λαϊκό τραγούδι: κάποτε θα ’ρθουν γνωστικοί, λογάδες και γραμματικοί για να σε πείσουν. Έχε το νου σου στο παιδί, κλείσε την πόρτα με κλειδί, θα σε πουλήσουν
- έχε το νου σου, πρόσεχε, ανάλαβε την ευθύνη: «έχε το νου σου στο παιδί όσο θα λείπω»·
- έχε το στο νου σου, μην το αμελήσεις, μην το ξεχάσεις: «έχε το στο νου σου να τακτοποιήσεις κι εκείνη την υπόθεση». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ε ή με το έτσι·
- έχει αλλού το νου του, βλ. φρ. έχει αλλού το μυαλό του, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο κεχρί ή έχει το νου του συνέχεια στο κεχρί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο κεχρί, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο τσιτσί ή έχει το νου του συνέχεια στο τσιτσί, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο τσιτσί, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο ψαχνό ή έχει το νου του συνέχεια στο ψαχνό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψαχνό, λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο στο ψητό ή έχει το νου του συνέχεια στο ψητό, βλ. φρ. έχει το μυαλό του όλο στο ψητό, λ. μυαλό.
- έχω κατά νου να…, βλ. φρ. έχω στο νου μου να(…)·
- έχω στο νου μου, βλ. φρ. έχω στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- έχω στο νου μου να…, προτίθεμαι, σκοπεύω, λογαριάζω να…: «φέτος το καλοκαίρι έχω στο νου μου να πάω διακοπές στα νησιά»·
- έχω το νου μου, προσέχω: «κάθε φορά που παίζω χαρτιά μαζί του, έχω το νου μου να μη με κλέβει»·
- έχω το νου μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. προσέχω, παρακολουθώ κάποιον ή κάτι: «θα καθίσω κοντά στο παράθυρο και θα ’χω το νου μου μήπως περάσει ο τάδε || έχω το νου μου να σου δείξω, αν περάσει, ποιο αυτοκίνητο μου αρέσει». β. προσέχω, ενδιαφέρομαι να μη συμβεί κάτι κακό σε κάποιον ή σε κάτι: «πήγαινε εσύ στη δουλειά σου κι εγώ θα ’χω το νου μου στο παιδί || άσε σ’ αυτό το μέρος τ’ αυτοκίνητό σου και θα ’χω το νου μου μήπως περάσει κανένας τροχονόμος»·
- η αλεπού με το νου της κοκόρια ονειρεύεται, βλ. λ. αλεπού·
- θα μου φύγει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα μου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα μου στρίψει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα μου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα σου στρίψει ο νους, βλ. συνηθέστ. θα σου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα σου φύγει ο νους, βλ. φρ. συνηθέστ. θα σου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα χάσεις το νου σου, βλ. συνηθέστ. θα χάσεις το μυαλό σου, λ. μυαλό·
- θα χάσω το νου μου, βλ. συνηθέστ. θα χάσω το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- κάνει με το νου του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κατά το νου και γνώση ή κατά το νου κι η γνώση, βλ. συνηθέστ. κοντά στο νου και γνώση·
- κατεβάζει ο νους του, είναι εύστροφος, επινοητικός, κατεβάζει ιδέες: «κάθε τόσο στήνει και μια καινούρια δουλειά, γιατί κατεβάζει ο νους του». (Λαϊκό τραγούδι: άσε το πείσμα κατά μέρος και το νάζι και τα κολπάκια που μου κάνεις τα πολλά, μ’ αυτές τις πονηριές που ο νους σου κατεβάζει,κατεργάρα, στο ’πα θα με βάλεις σε μπελά). Οι πιο παλιοί θα θυμούνται το: εσύ που ξέρεις τα πολλά, κι ο νους κατεβάζει, ένα καράβι σίδερο πόσες βελόνες βγάζει; που λεγόταν με ειρωνική διάθεση υπό τύπου αινίγματος σε άτομο που έκανε τον πολύ έξυπνο. Συνών. κατεβάζει η γκλάβα του / κατεβάζει η κεφάλα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το μυαλό του / κατεβάζει το νιονιό του / κατεβάζει το ξερό του·
- κλωθογυρίζει στο νου μου (κάποιος ή κάτι), βλ. φρ. κλωθογυρίζει στο μυαλό μου (κάποιος ή κάτι), λ. μυαλό·
- κόβει ο νους του, βλ. συνηθέστ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κοντά στο νου και γνώση ή κοντά στο νου κι η γνώση, α. όταν κανείς χρησιμοποιεί το μυαλό του, τότε γίνεται φρόνιμος και προνοητικός, η εμπειρία αποκτιέται μόνο όταν υπάρχει γνώσηή συναίσθηση των πράξεων μας: «εγώ δεν τρέχω σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό μου, γιατί κοντά στο νου κι η γνώση πως με το παραμικρό μπορεί να σκοτωθώ». β. το πράγμα είναι τόσο αυτονόητο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται άλλη κουβέντα ή ιδιαίτερη επεξήγηση: «κοντά στο νου και γνώση πως, αν πέσει κανείς απ’ το πέμπτο πάτωμα, θα σκοτωθεί»·
- κρατώ στο νου μου, θυμάμαι: «κρατώ στο νου μου τις καλές στιγμές που πέρασα μαζί σου»·
- λέω με το νου μου, βλ. φρ. λέω με το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- με το νου του, με τη φαντασία του, υποθετικά: «με το νου του νομίζει πως είναι μεγάλος και τρανός»·
- μου μπαίνει στο νου, κάνω τη σκέψη, σκέφτομαι επίμονα κάτι: «όταν μου μπει στο νου κάτι πρέπει να το πραγματοποιήσω, γιατί αλλιώς θα σκάσω»·
- μου ξεσήκωσε το νου, βλ. φρ. μου ξεσήκωσε τα μυαλά, λ. μυαλό·
- μου πέρασε απ’ το νου, σκέφτηκα, συνήθως στιγμιαία: «κάποια στιγμή μου πέρασε απ’ το νου να σου τηλεφωνήσω, αλλά ήρθε ο τάδε και ξεχάστηκα». (Λαϊκό τραγούδι: μη σου περάσει απ’ το νου πως σε ζηλεύω και πως μπορείς εσύ να μ’ έχεις για ρεζέρβα, απλώς σου κάνω θεωρία μη τυχόν παρεκτραπείς, γιατί να ξέρεις πως θα παρεξηγηθείς
- μου πήρε το νου ή μου ’χει πάρει το νου, βλ. φρ. μου πήρε το μυαλό, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: νου και λογισμό μου παίρνεις βρε, τα ματόκλαδά σου γέρνεις // λούνα λουνέρο πλάνο φεγγάρι ένα όμορφο κορίτσι το νου μου ’χει πάρει (Τραγούδι)·
- μου ’ρχεται στο νου (κάτι), βλ. φρ. μου ’ρχεται στο μυαλό (κάτι), λ. μυαλό·
- μου σήκωσε το νου, βλ. συνηθέστ. μου ξεσήκωσε το νου. (Λαϊκό τραγούδι: μωρή Ντουντού, μωρή Ντουντού, εσύ μου σήκωσες το νου
- μου ’φυγε ο νους, βλ. συνηθέστ. μου ’φυγε το μυαλό, λ. μυαλό·
- να το βάλεις στο νου σου, να το εντυπώσεις: «να το βάλεις στο νου πως άλλη φορά δε θα σε βοηθήσω». (Λαϊκό τραγούδι: γυναίκες, φίλους και λεφτά, όσα κι αν θέλεις κάνεις, μανούλα δεν θα ξαναβρείς, στο νου σου να το βάλεις). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- να το ’χεις στο νου σου, βλ. φρ. έχε το στο νου σου·
- να ’χουμε και το νου μας ή να ’χουμε το νου μας, ας είμαστε επιφυλακτικοί, προσεκτικοί, ας προσέχουμε: «όταν γνωρίζουμε κάποιον καινούριο άνθρωπο, να ’χουμε το νου μας»·
- νου μου! το ξέρω, το θυμάμαι, το ’χω υπόψη μου. Έκφραση που λέγεται στο παιδικό παιχνίδι γιάντες (βλ. λ.)·
- ξεδίνει ο νους μου, βλ. φρ. ξεδίνει το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- ο κοινός νους, η δυνατότητα του μέσου ανθρώπου να σκέφτεται ορθά, η κοινή λογική: «ο κοινός νους λέει πως, όταν υπάρχει οικονομική κρίση, πρέπει να γίνονται περικοπές στα έξοδα»·
- ο νους του πάει αλλού ή πάει αλλού ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πάει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του πάει στο κακό ή πάει στο κακό ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πάει στο κακό, λ. μυαλό·
- ο νους του πετάει αλλού ή πετάει αλλού ο νους του, βλ. φρ. το μυαλό του πετάει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του πετάει στο κακό ή πετάει στο κακό ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του πετάει στο κακό, λ. μυαλό·
- ο νους του ταξιδεύει,
- ο νους του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του τρέχει αλλού, λ. μυαλό·
- ο νους του τρέχει στο κακό ή τρέχει στο κακό ο νους του, βλ. συνηθέστ. το μυαλό του τρέχει στο κακό, λ. μυαλό·
- όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, βλ. λ. βασιλιάς·
- όταν δεις λύκου αχνάρια, έχε το νου σου στα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- ό,τι βάλει ο νους σου! τα πάντα: «αυτό το σούπερ μάρκετ, έχει ό,τι βάλει ο νους σου! || εκεί που θα πάμε, μπορείς να κάνεις ό,τι βάλει ο νους σου!»·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. φρ. ό,τι βάλει ο νους σου(!)·
- πάει να μου φύγει ο νους, βλ. συνηθέστ. πάει να μου φύγει το μυαλό, λ. μυαλό·
- πέρασε απ’ το νου μου, α. σκέφτηκα: «κάποια στιγμή πέρασε απ’ το νου μου να πάω να τον βρω στο γραφείο του, αλλά το μετάνιωσα». β. φαντάστηκα, υποπτεύθηκα: «κάποια στιγμή πέρασε απ’ το νου μου πως εσύ ήσουν αυτός που με κάρφωσε»·
- πετώ με το νου μου, ονειροπολώ, δεν προσέχω σε αυτό που γίνεται ή λέγεται μπροστά μου: «άλλη φορά να μην πετάς με το νου σου και να προσέχεις αυτά που σου λέω»·
- πού αρμενίζει ο νους σου; βλ. φρ. πού αρμενίζει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού βόσκει ο νους σου; βλ. φρ. πού βόσκει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού έχεις το νου σου; ή πού τον έχεις το νου σου; βλ. φρ. πού έχεις το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού να βάλει ο νους μου! πώς να το σκεφτώ, πώς να το υπολογίσω: «μου είχε ορκιστεί πως δε θα ξανάπαιζε χαρτιά. Πού να βάλει ο νους μου πως τα βράδια που χωρίζαμε για τα σπίτια μας αυτός πήγαινε στη λέσχη!». (Λαϊκό τραγούδι: νόμιζα, σαν ήρθες, πως τη ζυγαριά από λίγες πίκρες θα την ξαλαφρώσεις, πού να βάλει ο νους μου ότι μια βραδιά και με προδοσία θα μου τη φορτώσεις)· 
- πού ταξιδεύει ο νους σου; βλ. φρ. πού ταξιδεύει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού τον είχες το νου σου; βλ. φρ. πού το ’χες το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- πού τρέχει ο νους σου; βλ. φρ. πού τρέχει το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- σάλεψε ο νους του, βλ. φρ. σάλεψε το μυαλό του, λ. μυαλό·
- σβήνω απ’ το νου μου, διαγράφω από τη σκέψη μου: «ήταν τόσο κακιά γυναίκα που την έσβησα απ’ το νου μου». (Λαϊκό τραγούδι: ποιο ποτάμι και ποια θάλασσα μεγάλη θα βρεθεί, να σε ξεπλύνει απ’ τη ντροπή; Να πνιγείς σε μια καινούρια παραζάλη και να σβήσεις απ’ το νου μου ένα πρωί!
- σκοτείνιασε ο νους του, βλ. συνηθέστ. σκοτείνιασε το μυαλό του, λ. μυαλό·
- σκοτίζω το νου μου, βλ. φρ. σκοτίζω το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- στάθηκε ο νους μου, βλ. συνηθέστ. στάθηκε το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- σταμάτησε ο νους μου, βλ. συνηθέστ. σταμάτησε το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- τα βγάζει απ’ το νου του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις που σου λέει πως όλοι  τον εχθρεύονται, γιατί τα βγάζει απ’ το νου του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του / τα βγάζει απ’ το κεφάλι του / τα βγάζει απ’ το μυαλό του·
- ταξιδεύει ο νους του, βλ. φρ. ταξιδεύει το μυαλό του. (Λαϊκό τραγούδι: κανείς εδώ δεν τραγουδά, κανένας δε χορεύει, ακούει μόνο την πενιά κι ο νους του ταξιδεύει
- τι βάζεις με το νου σου; βλ. φρ. τι βάζεις με το μυαλό σου; λ. μυαλό·
- τι έχεις στο νου σου; βλ. φρ. τι έχεις στο μυαλό σου; λ. μυαλό·
- το βάζει ο νους σου; μπορείς να το διανοηθείς; να το φανταστείς(;): «το βάζει ο νους σου πως τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παλιογυναίκα;»·
- το νου σου! συγκοπή της φρ. έχε το νου σου(!)·
- το ’χω στο νου μου, δεν το ξέχασα, εξακολουθεί να απασχολεί τη σκέψη μου: «θα μου στείλεις τα λεφτά που σου ζήτησα; -Το ’χω στο νου μου»·
- το χωράει ο νους σου; μπορείς να το φανταστείς; μπορείς να το πιστέψεις(;): «το χωράει ο νους σου, μετά από τέτοια αγάπη που είχαν, ότι θα μπορούσαν να φτάσουν στο χωρισμό;»·
- τον βγάζω απ’ το νου μου, βλ. συνηθέστ. τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, λ. μυαλό·
- τον έχω στο νου μου, τον σκέφτομαι: «απ’ τη μέρα που έφυγε, τον έχω συνέχεια στο νου μου»·     
- του γυρίζω το νου, τον κάνω να αλλάξει γνώμη, τακτική, ιδίως ύστερα από επίμονη κουβέντα ή επίμονες συμβουλές: «με το πες πες του γύρισα το νου και ξέκοψε απ’ την αλητεία». (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα να σ’ αντάμωνα να σου ’λεγα καμπόσα, κι αν δε σου γύριζα το νου, αχ ψεύτη ντουνιά, να μου ’κοβαν τη γλώσσα)· βλ. και φρ. του γυρίζω τα μυαλά, λ. μυαλό·
- του λείπει ο νους, βλ. φρ. του λείπει το μυαλό, λ. μυαλό·
- του παίρνω το νου, βλ. φρ. του παίρνω τα μυαλά, λ. μυαλό·
- τρέχει ο νους του, βλ. φρ. τρέχει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- φέρνω στο νου μου, βλ. φρ. φέρνω στο μυαλό μου, λ. μυαλό·
- χάνω το νου μου, βλ. φρ. χάνω το μυαλό μου, λ. μυαλό. (Λαϊκό τραγούδι: ν’ αναστενάξω ήθελα, φοβούμαι μην ποθάνω, γιατί άλλη μια αναστέναξα κι είπα το νου μου χάνω).

νταβάς1

νταβάς1, κ. ταβάς, ο, ουσ. [<τουρκ. tava (= τηγάνι)], βαθύ στρογγυλό ταψί: «όπως έφερνε τον νταβά απ’ το φούρνο, σκόνταψε και του χύθηκε όλο το φαγητό». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’ρχεται να κάνω γιούρια, στο νταβά με τα κουλούρια
- της θάλασσας τα ψάρια δεν μπαίνουν μόνα τους στον νταβά, πρέπει να κοπιάσεις, αν θέλεις να κερδίσεις, να απολαύσεις κάτι: «πρέπει να κοπιάσεις για να κερδίσεις τη ζωή σου, γιατί της θάλασσας τα ψάρια δεν μπαίνουν μόνα τους στον νταβά». Αναφορά στον πλανόδιο ψαρά ο οποίος περιφερόταν τις γειτονιές έχοντας τα ψάρια μέσα σ’ έναν νταβά τον οποίο μετέφερε πάνω στο κεφάλι του. 

ντορός

ντορός, ο, ουσ. [άγνωστης ετυμολ.]. 1. ίχνος πατήματος, ιδίως θηράματος: «το σκυλί βρήκε τον ντορό του λαγού». 2. τρόπος ζωής, συμπεριφοράς, κοινωνικής προσαρμογής ή πορείας: «δείχνει καλός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω ποιος είναι ο ντορός του || δεν έχω απαίτηση ν’ ακολουθήσεις τον ντορό μου».
- μπαίνω στον ντορό, αρχίζω να ζω συντηρητικά, κάνω τακτική ζωή: «κάποτε ήταν μεγάλος γλεντζές, αλλά απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, μπήκε κι αυτός στον ντορό»·
- πάω με τον ντορό, ακολουθώ τις κρατούσες συνήθειες, τις κρατούσες συνθήκες, βαδίζω στη ζωή μου συντηρητικά: «εγώ θα πάω με τον ντορό κι ας κάνουν οι άλλοι ό,τι θέλουν». Από την εικόνα του κυνηγού που ακολουθεί προσεκτικά τα ίχνη του θηράματος·
- τραβάμε τον ίδιο ντορό, ακολουθούμε, συνήθως συντροφικά, τον ίδιο τρόπο ζωής: «απ’ τη μέρα που γνωριστήκαμε τραβάμε τον ίδιο ντορό». (Λαϊκό τραγούδι: κι εγώ του κόσμου κατακάθι με φανταράκια για πελάτες μου σωρό, σου ’πα να σβήσουμε τα λάθη και να τραβήξουμε τον ίδιο το ντορό
- χάνω τον ντορό μου, βρίσκομαι έξω από τα οικεία και συνηθισμένα μου και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω: «ήμουν άγνωστος μεταξύ αγνώστων και στεκόμουν σαν κούτσουρο, γιατί είχα χάσει τον ντορό μου». Από την εικόνα του κυνηγού που χάνει τα ίχνη του θηράματός του και δεν ξέρει προς τα πού να πάει.

οικόπεδο

οικόπεδο, το, ουσ. [<αρχ. οἰκόπεδον], το οικόπεδο· στον πλ. τα οικόπεδα, ο τομέας δικαιοδοσίας, αρμοδιότητας ή επιρροής κάποιου: «δεν μπερδεύομαι με δουλειές που δεν είναι στα οικόπεδά μου»· βλ. και λ. χωράφι. Συνών. χωράφια·
- αγοράζω οικόπεδο, (στη γλώσσα των μηχανόβιων) πέφτω με τη μοτοσικλέτα μου ενώ βρίσκομαι σε κίνηση: «προχτές σ’ αυτή εδώ τη στροφή αγόρασα οικόπεδο». Από το ότι, όταν πέφτει κανείς καθώς τρέχει με τη μοτοσικλέτα του, σέρνεται για ένα μεγάλο διάστημα πάνω στο δρόμο, πράγμα που εκλαμβάνεται ως έκταση οικοπέδου·
- απ’ την εποχή που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. λ. εποχή·
- απ’ τον καιρό που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. λ. καιρός·
- δεν μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, δεν αναμειγνύεται ο ένας με τις υποθέσεις ή τις δραστηριότητες του άλλου, ο καθένας ασχολείται με τη δουλειά του στον τομέα της δικαιοδοσίας του: «αφού πρώτα συμφώνησαν πως δε θα μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, προχώρησαν στο συνεταιρισμό τους». Συνών. δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου·
- μπαίνει σε ξένα οικόπεδα, ασχολείται με πράγματα που είναι στη δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητα άλλου: «δεν είναι υπεύθυνος γι’ αυτή τη δουλειά και δεν μπορεί να σ’ εξυπηρετήσει, γιατί έχει μάθει να μην μπαίνει σε ξένα οικόπεδα». Συνών. μπαίνει σε ξένα αμπέλια / μπαίνει σε ξένα χωράφια·
- μπαίνει στα οικόπεδά μου, δραστηριοποιείται σε χώρο που ανήκει στη δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητά μου: «είμαι τόσο άξιος στη δουλειά μου, που δεν επιτρέπω σε κανέναν να μπαίνει στα οικόπεδά μου». Συνών. μπαίνει στ’ αμπέλια μου / μπαίνει στα χωράφια μου.  

παιχνίδι

παιχνίδι κ. παιγνίδι, το, ουσ. [<παιγνίδι με επίδραση του παίχτης], το παιχνίδι. 1. οποιαδήποτε απασχόληση του παιδιού, που γίνεται για τη διασκέδασή του ή την ψυχαγωγία του: «το μυαλό του είναι όλο στα παιχνίδια». 2. το ίδιο το αντικείμενο ή το μέσο διασκέδαση; ή ψυχαγωγίας, ιδίως των μικρών παιδιών, αλλά και των μεγάλων: «βρήκε ένα παιχνίδι κι ασχολείται μ’ αυτό όλη τη μέρα». 3. η αθλοπαιδιά, η αθλητική αναμέτρηση δυο παιχτών ή ομάδων, ο αγώνας: «το παιχνίδι τέλειωσε χωρίς σκορ || το αυριανό παιχνίδι είναι πολύ δύσκολο για την ομάδα μας». 4. η χαρτοπαιξία: «αν δεν κόψεις το παιχνίδι, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ άλλες γυναίκες τα λεφτά σου σπαταλάς, σ’ έχουνε φάει το πιοτό και το παιχνίδι, εμένα πάντοτε σαν σκλάβα μου μιλάς κι όλο μου φέρνεσαι σαν να ’μουνα σκουπίδι). 5. η ερωτοτροπία από κάποια απόσταση, το φλερτ. (Λαϊκό τραγούδι: παιχνίδι με τα μάτια μόνο, μαζί σου θέλω και τελειώνω). 6. το αστείο, ο αστεϊσμός: «άσε τα παιχνίδια και συγκεντρώσου στη δουλειά». 7. κόλπο, τέχνασμα για την εξαπάτηση κάποιου: «στη δουλειά θέλω ειλικρίνεια και τιμιότητα κι όχι διάφορα παιχνίδια». (Λαϊκό τραγούδι: το δικός σου το παιχνίδι το ’χω καταλάβει ήδη). (Ακολουθούν 90 φρ.)·
- αγρίεψε το παιχνίδι, α. (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) έγινε σκληρό, αντιαθλητικό: «μόλις αγρίεψε το παιχνίδι, ο διαιτητής άρχισε να βγάζει συνέχεια κίτρινες και κόκκινες κάρτες || επειδή αγρίεψε το παιχνίδι, ο διαιτητής απείλησε πως θα διακόψει τον αγώνα». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) άρχισαν να ποντάρονται μεγάλα ποσά: «μόλις αγρίεψε το παιχνίδι βγήκα απ’ το καρέ, γιατί δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τους άλλους παίχτες»·
- ανοιχτό παιχνίδι, α. (στη γλώσσα ιδίως του ποδοσφαίρου), στο οποίο μπορούν να προκύψουν όλα τα αποτελέσματα: «το ’παιξα ένα δύο χι στο προπό, γιατί είναι ανοιχτό παιχνίδι». β. στο οποίο οι παίχτες και των δυο ομάδων παίζουν επιθετικά και όχι αμυντικά: «στα τελευταία παιχνίδια, οι παίχτες της ομάδας μας παίζουν ανοιχτό παιχνίδι»·
- βάζω πάλι την ομάδα στο παιχνίδι, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) βλ. λ. ομάδα·
- βάζω στο παιχνίδι (κάποιον), δίνω την ευκαιρία σε κάποιον να συμμετάσχει σε κάποια συγκεκριμένη διαδικασία με τη δυνατότητα να διαμορφώνει την εξέλιξή της: «επειδή ξέμεινα από μετρητά, έβαλα στο παιχνίδι του πλειστηριασμού κι έναν φίλο μου που είχε άνεση ρευστού»·
- βγαίνω απ’ το παιχνίδι, αποχωρώ από κάποια διαδικασία, είτε γιατί δεν έχω τη δυνατότητα να συνεχίσω είτε γιατί υποπτεύομαι πως η περαιτέρω παραμονή μου σε αυτή θα αποβεί σε βάρος μου: «επειδή δεν μπορώ να τα βάλω με τους μεγαλοκαρχαρίες σ’ αυτό το διαγωνισμό, βγαίνω απ’ το παιχνίδι || επειδή υποπτευόμουν πως κάποιο λάκκο είχε η φάβα, βγήκα απ’ το παιχνίδι κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- βρίσκομαι έξω απ’ το παιχνίδι, βλ. φρ. είμαι έξω απ’ το παιχνίδι·
- βρίσκομαι μέσα στο παιχνίδι, βλ. φρ. είμαι μέσα στο παιχνίδι·
- γίνεται παιχνίδι, α. στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος συχνάζουν γυναίκες που ανταποκρίνονται στα ερωτικά νοήματα των αντρών και ως εκ τούτου υπάρχει περίπτωση να βρει κάποιος το ερωτικό του ταίρι: «κάθε απόγευμα τη στήνει στα μπαράκια της παραλίας, όπου συχνάζουν πολλές γυναίκες μόνες τους και γίνεται παιχνίδι». β. (για χαρτοπαίγνιο) στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος παίζουν χαρτιά: «έμαθα πως στο καφενείο γίνεται παιχνίδι». γ. υπάρχει οικονομικό ενδιαφέρον, αγοραστική κίνηση, γίνεται νταραβέρι, αλισβερίσι: «μόλις έμαθε ότι γίνεται παιχνίδι στο χρηματιστήριο, έτρεξε να αγοράσει μετοχές»·
- γίνεται παιχνίδι κέντρου, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. φρ. παίζεται παιχνίδι κέντρου·
- γίνεται χοντρό παιχνίδι, α. στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος συχνάζουν γυναίκες που ανταποκρίνονται απροκάλυπτα στα ερωτικά νοήματα των αντρών και ως εκ τούτου είναι σχεδόν σίγουρο πως θα βρει κάποιος άντρας το ερωτικό του ταίρι: «μόνο σ’ ένα μπαράκι της παραλίας γίνεται χοντρό παιχνίδι κι όλοι μαζευόμαστε σ’ αυτό, όταν είμαστε μόνοι». β. (για χαρτοπαίγνιο) στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος παίζουν χαρτιά με πολλά λεφτά: «δεν κάθομαι στο καρέ τους, γιατί γίνεται χοντρό παιχνίδι». γ. υπάρχει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, υπάρχει μεγάλη αγοραστική κίνηση: «τους τελευταίους μήνες στο χρηματιστήριο γίνεται χοντρό παιχνίδι»·
- γίνεται ψηλό παιχνίδι, βλ. φρ. παίζεται ψηλό παιχνίδι·
- γίνεται ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος παίζουν χαρτιά με λίγα χρήματα: «πήγε να παίξει χαρτιά στο καφενείο, γιατί έμαθε πως γίνεται ψιλό παιχνίδι»·
- γίνομαι κύριος του παιχνιδιού, ελέγχω απόλυτα μια κατάσταση ή διαδικασία: «αγόρασε τις περισσότερες μετοχές της επιχείρησης κι έτσι έγινε κύριος του παιχνιδιού»·
- γυρίζω το παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) αν και χάνω, καταφέρνω να ισοφαρίσω ή και να κερδίσω το παιχνίδι: «μέχρι το ογδόντα χάναμε 2-0, αλλά στα τελευταία λεπτά η ομάδα μας γύρισε το παιχνίδι και κερδίσαμε 3-2 || μ’ ένα εκπληκτικό σερί δέκα πόντων η ομάδα μας γύρισε το παιχνίδι και μέχρι το τέλος διεκδικούσε τη νίκη»·
- δεν είναι καιρός για παιχνίδια, βλ. λ. καιρός·
- δεν είναι παιχνίδι, πρόκειται για πολύ σοβαρή υπόθεση ή κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπιστεί με μεγάλη περίσκεψη: «οι νέοι πρέπει να παίρνουν όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις, όταν κάνουν έρωτα, γιατί το έιτζ δεν είναι παιχνίδι»·
- δεν είναι ώρα για παιχνίδια, βλ. λ. ώρα·
- δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, (για ποδοσφαιριστές) δεν έλαβε μέρος σε αρκετούς αγώνες, ώστε να είναι ή να επανακτήσει την καλή αγωνιστική του κατάσταση, τη φόρμα του: «ο τάδε παίχτης μας δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, γι’ αυτό και ο προπονητής δεν τον αφήνει να παίξει σε όλη τη διάρκεια του αγώνα»·
- δεν έχω καιρό για παιχνίδια, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για παιχνίδια, βλ. λ. χρόνος·
- δεν έχω ώρα για παιχνίδια, βλ. λ. ώρα·
- δεν κάνω παιχνίδια, ενεργώ πολύ σοβαρά, δεν αστειεύομαι: «όταν πρόκειται για τη δουλειά μου, δεν κάνω παιχνίδια»·
- διαβάζουν το παιχνίδι, (ιδίως στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι αντίπαλοι παίχτες, επειδή βρίσκονται στα πρώτα λεπτά της συνάντησης, παίζουν συγκρατημένα και αναγνωριστικά: «συνήθως οι παίχτες στα πρώτα λεπτά του αγώνα διαβάζουν το παιχνίδι»·
- έγινε παιχνίδι στα χέρια του (της), βλ. φρ. έγινε παιχνιδάκι στα χέρια του (της), λ. παιχνιδάκι·
- είμαι έξω απ’ το παιχνίδι, δε συμμετέχω σε κάποια διαδικασία, είτε γιατί δεν έχω τη δυνατότητα είτε γιατί υποπτεύομαι πως η συμμετοχή μου σε αυτή θα αποβεί σε βάρος μου: «είμαι έξω απ’ το παιχνίδι της δημοπρασίας, γιατί δεν μπορώ να παρακολουθήσω δυο βιομηχάνους που παίρνουν μέρος»·
- είμαι κύριος του παιχνιδιού, βλ. φρ. γίνομαι κύριος του παιχνιδιού·
- είμαι μέσα στο παιχνίδι, συμμετέχω σε κάποια διαδικασία: «αν πάρει ο τάδε μέρος στη δουλειά, τότε κι εγώ είμαι μέσα στο παιχνίδι»·
- είμαι παιχνίδι (κάποιου), με κάνει ό,τι θέλει, είμαι υποχείριό του: «επειδή την αγαπούσα, νόμισε πως θα είμαι και παιχνίδι της, γι’ αυτό την έστειλα στη μάνα της». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου φύγω με καιρό και δικό σου δε θα είμαι παιχνίδι, στο ’χω πει από καιρό, να σ’ αντέξω δεν μπορώ και στα χέρια σου να γίνουμε σκουπίδι)·  
- είναι παιχνίδι για μένα, βλ. συνηθέστ. είναι παιχνιδάκι για μένα, λ. παιχνιδάκι·
- είναι παιχνίδι η δουλειά ή η δουλειά είναι παιχνίδι, βλ. φρ. είναι παιχνιδάκι η δουλειά, λ. παιχνιδάκι·
- είναι παιχνίδι στα χέρια του (της), βλ. φρ. είναι παιχνιδάκι στα χέρια του (της), λ. παιχνιδάκι·
- είναι χαμένο παιχνίδι ή είναι χαμένο το παιχνίδι, λέγεται για υπόθεση, όταν προδικάζουμε την αποτυχία της: «εκεί που έφτασαν τα πράγματα, δε γίνεται τίποτα, γιατί είναι χαμένο το παιχνίδι»·
- ερωτικά παιχνίδια, καθετί που γίνεται μεταξύ του ζευγαριού κατά τη σεξουαλική πράξη με σκοπό τη διέγερση του ερωτικού πόθου: «με τρελαίνει αυτή η γυναίκα, γιατί ξέρει πολλά ερωτικά παιχνίδια»·
- έχει παιχνίδι, βλ. φρ. γίνεται παιχνίδι·
- έχω παιχνίδι, (για αθλητές), συμμετέχω σε κάποια αθλητική αναμέτρηση, παίζω: «το βράδυ πρέπει να κοιμηθώ νωρίς, γιατί αύριο έχω παιχνίδι»·
- κάν’ τε παιχνίδι, προτροπή κρουπιέρη στους παίχτες να ποντάρουν· βλ. και φρ. κάνε παιχνίδι·
- κάν’ τε παιχνίδι ρεεε! αγανακτισμένη προτροπή των οπαδών μια ομάδας, ιδίως ποδοσφαιρικής, στους παίχτες της, που δεν αποδίδουν αγωνιστικά, να παίξουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Συνών. παίξτε μπάλα ρεεε(!)·
- κάνε παιχνίδι, α. φιλική προτροπή σε άτομο που του παραθέτουμε γεύμα να αρχίσει να τρώει: «μόλις δεις όλα τα φαγητά στο τραπέζι, κάνε παιχνίδι». β. φιλική προτροπή σε κάποιον να οργανώσει και εκ μέρους της παρέας μας, τη νυχτερινή μας έξοδο, τη νυχτερινή μας διασκέδαση: «αφού ξέρεις εσύ τον ταβερνιάρη, μπες και κάνε παιχνίδι || αφού είσαι ο μόνος που ξέρεις όλα τα κατατόπια της πόλης, κάνε παιχνίδι». γ. (στον ερωτικό ή επαγγελματικό τομέα) φιλική προτροπή σε κάποιον να ενεργήσει δυναμικά, να πάρει την κατάσταση στα χέρια του: «εγώ σου ’φερα την γκόμενα στο πιάτο, τώρα εσύ κάνε παιχνίδι || κάνε παιχνίδι, βρε ανόητε, τώρα που έχει κίνηση στην αγορά». Συνών. κάνε μπεγλέρι / παίξε μπάλα· βλ. και φρ. κάνω παιχνίδι·
- κάνουμε ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. παίζουμε ψιλό παιχνίδι·
- κάνω όλο το παιχνίδι, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) είμαι ο κύριος συντονιστής των ενεργειών των συμπαιχτών μου: «όταν βρίσκομαι σε καλή φόρμα, κάνω όλο το παιχνίδι»·
- κάνω παιχνίδι, α. ερωτοτροπώ από μικρή απόσταση με άτομο του άλλου φύλου, φλερτάρω: «κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι κι άρχισε να κάνει παιχνίδι με την κοπέλα που καθόταν μόνη της». Συνών. κάνω μπεγλέρι. β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) διευθύνω το χαρτοπαίγνιο: «ποιος κάνει παιχνίδι μετά από μένα;». γ. έχω την ευθύνη, έχω πάρει την κατάσταση στα χέρια μου, έχω το πάνω χέρι: «ποιος κάνει επιτέλους παιχνίδι σ’ αυτό το σπίτι, να ξέρω για να φερθώ κι εγώ αναλόγως»· βλ. και φρ. κάνε παιχνίδι·
- καταστροφικό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) λέγεται στην περίπτωση που οι παίχτες της μιας ομάδας για κάποιο λόγο που τους συμφέρει, αντί να προσπαθούν να αναπτύξουν το παιχνίδι τους, εμποδίζουν με συντονισμένες προσπάθειες τους παίχτες της άλλη ομάδας, ώστε να μην μπορούν να αναπτύξουν το παιχνίδι τους: «μετά την επίτευξη του νικητήριου γκολ, η ομάδα μας επιδόθηκε σ’ ένα καθαρά καταστροφικό παιχνίδι»·
- κλειδώνω το παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) σιγουρεύω τη νίκη: «με το γκολ που πέτυχε ο παίχτης μας αύξησε τη διαφορά κι έτσι κλείδωσε το παιχνίδι». Συνών. κλειδώνω τη νίκη / κλειδώνω το ματς·
- μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι, με ξεγέλασε, με εξαπάτησε απροκάλυπτα, που έκανε μεγάλη ζημιά: «μου ’παιξε τόσο άσχημο παιχνίδι, που δε θα τον ξαναμιλήσω σ’ όλη μου τη ζωή || η ζωή μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι»·
- μου ’παιξε κακό παιχνίδι, βλ. φρ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μου ’παιξε παιχνίδι, με ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «ενώ έλεγε πως θα με βοηθήσει, στο τέλος μου ’παιξε παιχνίδι και μ’ άφησε αβοήθητο»·
- μου ’παιξε σκληρό παιχνίδι, βλ. φρ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι. (Τραγούδι: μια νύχτα σ’ έδιωξα από δω, παιχνίδι σου ’παιξα σκληρό, μα το μπλουζάκι σου φοράω και σ’ ανασαίνω για να ζω)·
- μου ’παιξε χοντρό παιχνίδι, βλ. συνηθέστ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μου σκάρωσε άσχημο παιχνίδι, βλ. συνηθέστ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μου σκάρωσε χοντρό παιχνίδι, βλ. συνηθέστ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μπαίνω στο παιχνίδι, α. παίρνω μέρος σε κάποια διαδικασία, συμμετέχω: «αν δεν είμαι σίγουρος πως θα έχω κάποια ωφέλεια, δεν μπαίνω σε κανένα παιχνίδι». β. (για χαρτοπαίγνιο) παίρνω μέρος, συμμετέχω: «είχα λεύτερο χρόνο και μπήκα στο παιχνίδι για να περάσω κι εγώ την ώρα μου»·
- παγώνω το παιχνίδι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ), επιβραδύνω το ρυθμό του για λόγους τακτικής, ιδίως επειδή ευνοούμαι από το σκορ: «απ’ τη στιγμή που η ομάδα προηγούνταν στο σκορ, ο προπονητής έδωσε εντολή στους παίκτες του να παγώσουν το παιχνίδι»·
- παίζει βρόμικο παιχνίδι, α. κινείται, ενεργεί, συμπεριφέρεται σε βάρος μας ανέντιμα, τις πιο πολλές φορές χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε: «πρόσεχε τον τάδε, γιατί παίζει βρόμικο παιχνίδι και θα ’χεις τραβήγματα». β. (για ποδοσφαιριστές) αντιμετωπίζει τον αντίπαλό του σκληρά, αντιαθλητικά: «φοβούνται να τον μαρκάρουν, γιατί παίζει βρόμικο παιχνίδι»·
- παίζει διπλό παιχνίδι, δουλεύει ταυτόχρονα για δυο αφεντικά μεταφέροντας παράλληλα πληροφορίες από το ένα στο άλλο ή έχει δυο ερωτικούς συντρόφους ταυτόχρονα και πηγαίνει πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον: «πρόσεχε τον τάδε που έχεις στο γραφείο σου, γιατί τον είδα να κουβεντιάζει με τον ανταγωνιστή σου κι έχω την εντύπωση πως παίζει διπλό παιχνίδι || έχει δυο πιτσιρίκες που είναι τρελά ερωτευμένες μαζί του και παίζει διπλό παιχνίδι». (Λαϊκό τραγούδι: διπλό παιχνίδι έπαιξες,δεν έπιασε και η καρδιά σου την καρδιά μου έχασε
- παίζει παιχνίδι στην πλάτη μου, επιδιώκει ύπουλα να αποκομίσει διάφορα οφέλη σε βάρος μου, επιδιώκει να με βλάψει, να με κοροϊδέψει ή να με γελοιοποιήσει: «κατάλαβα ότι παίζει παιχνίδι στην πλάτη μου, αλλά κάνω πως δεν καταλαβαίνω για να δω μέχρι πού θα το πάει». (Λαϊκό τραγούδι: διπλό παιχνίδι έπαιξες στην πλάτη μου,δεν το ’ξερα και σ’ έλεγα αγάπη μου
- παίζεται παιχνίδι κέντρου, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι παίχτες και των δυο ομάδων εξαντλούν όλες τους τις προσπάθειες στο χώρο του κέντρου του γηπέδου: «απ’ την έναρξη του αγώνα παίζεται παιχνίδι κέντρου και μέχρι το εβδομήντα το αποτέλεσμα εξακολουθεί να είναι μηδέν μηδέν»·
- παίζεται συρτό παιχνίδι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι παίχτες ανταλλάσσουν συστηματικά την μπάλα μεταξύ τους με μπαλιές που δίνονται με το πόδι και που δεν έχουν ύψος: «όταν οι αντίπαλοι παίχτες είναι ψηλοί, τότε παίζεται συρτό παιχνίδι απ’ την ομάδα μας»·
- παίζεται ύποπτο παιχνίδι, λέγεται για κάθε ανέντιμη ενέργεια ή χειρισμό σε βάρος κάποιου ή σε βάρος ενός συνόλου: «έχε το νου σου τώρα με τις προαγωγές, γιατί, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, παίζεται ύποπτο παιχνίδι σε βάρος σου || με τις διαπραγματεύσεις για τ’ όνομα της Μακεδονίας παίζεται ύποπτο παιχνίδι σε βάρος του ελληνικού λαού»·
- παίζεται χοντρό παιχνίδι, α. υπάρχει πολύ μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον, οι διαπραγματεύσεις είναι σκληρές και αφορούν μεγάλα χρηματικά ποσά ή πολύ σπουδαία ζητήματα: «στο τραπεζικό κύκλωμα παίζεται χοντρό παιχνίδι || με το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων παίζεται χοντρό παιχνίδι». β. οι διαπραγματεύσεις είναι αδιαφανείς και αφορούν μεγάλα χρηματικά ποσά ή συμφέροντα, γίνεται μεγάλη απάτη: «στο ζήτημα των προμηθειών πρέπει να παίζεται χοντρό παιχνίδι». γ. (για χαρτοπαίγνιο) βλ. φρ. γίνεται χοντρό παιχνίδι·
- παίζεται ψηλό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο) οι παίχτες ανταλλάσσουν συστηματικά την μπάλα μεταξύ τους με ψηλοκρεμαστές μπαλιές ή με το κεφάλι: «όταν οι παίχτες της αντίπαλης ομάδας είναι κοντοί, τότε παίζεται ψηλό παιχνίδι απ’ την ομάδα μας»·
- παίζεται ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. συνηθέστ. γίνεται ψιλό παιχνίδι·
- παίζουμε ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), παίζουμε με λίγα χρήματα: «κάθε Κυριακή μαζευόμαστε όλη η παρέα στο καφενείο και παίζουμε κανένα ψιλό παιχνίδι»·
- παίζω παιχνίδι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι για να αποκομίσω προσωπικά οφέλη, κρύβω το αληθινό μου πρόσωπο: «ο τάδε σου παίζει παιχνίδι, γιατί μπροστά σου κάνει το φίλο και πίσω σου σε κατηγορεί»·
- παίζω το παιχνίδι μου, κάνω αυτό που πρέπει σχετικά με μένα, ενεργώ συστηματικά σύμφωνα με το συμφέρον μου: «ό,τι και να γίνεται στον περίγυρό του, αυτός σταθερά παίζει το παιχνίδι του»·
- παίζω το παιχνίδι του, συνειδητά ή ασυνείδητα υποστηρίζω τις επιδιώξεις κάποιου, ενεργώ για το συμφέρον κάποιου: «είναι πολύ φίλος του και απ’ τις θέσεις που παίρνει κάθε τόσο, φαίνεται πως παίζει το παιχνίδι του || πάνω στα νεύρα του δήλωσε παραίτηση και χωρίς να το θέλει έπαιξε το παιχνίδι του τάδε»·
- παίρνω απάνω μου το παιχνίδι ή παίρνω το παιχνίδι απάνω μου, (για παίχτες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) βλ. φρ. παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου·
- παίρνω το παιχνίδι, το κερδίζω, αναδεικνύομαι νικητής: «ποιος πήρε το παιχνίδι στο τάβλι που έπαιζες με το τάδε || ποια ομάδα πήρε το παιχνίδι στον αγώνα της Κυριακής;»·
- παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου ή παίρνω το παιχνίδι στις πλάτες μου, (για παίχτες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ), αναλαμβάνω πρωτοβουλία και επωμίζομαι την ανταγωνιστική διεξαγωγή του από τη στιγμή που οι συμπαίχτες μου, για κάποιο λόγο, δεν αποδίδουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους: «αν δεν έπαιρνε το παιχνίδι στις πλάτες του ο τάδε παίχτης, οι αντίπαλοι θα διέσυραν την ομάδα μας»·
- παίρνω το παιχνίδι στους ώμους μου, (για παίχτες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ), βλ. συνηθέστ. παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου·
- παιχνίδι κέντρου, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) παιχνίδι που παίζεται περισσότερο στο κέντρο του γηπέδου: «τα περισσότερα παιχνίδια κέντρου λήγουν με λευκή ισοπαλία»·
- παιχνίδι φωτιά, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) πολύ σπουδαία, πολύ κρίσιμη αναμέτρηση: «το παιχνίδι της Κυριακής είναι παιχνίδι φωτιά, γιατί απ’ αυτό θα κριθεί ως ένα σημείο ο πρωταθλητής»·
- παραχόντρυνε το παιχνίδι, α. (για χαρτοπαίγνιο), παίζονται όλο και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά: «μόλις παραχόντρυνε το παιχνίδι, αποχώρησα, γιατί δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τους άλλους». β. (για υποθέσεις) αντιμετωπίζεται χωρίς συναίσθημα, με ψυχρότητα και με στόχο το μεγαλύτερο κέρδος: «απ’ τη στιγμή που έμαθαν οι κληρονόμοι το μέγεθος της περιουσίας που άφηνε στη διαθήκη του ο μακαρίτης, παραχόντρυνε το παιχνίδι κι όλοι κοίταζαν πώς θα πάρουν τα περισσότερα». γ. (για διενέξεις) έφτασε σε επικίνδυνο σημείο, έφτασε στα άκρα: «πες ο ένας πες ο άλλος, στο τέλος παραχόντρυνε το παιχνίδι κι αρπάχτηκαν στα χέρια»·
- πιάνω παιχνίδι, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) αποδίδω πάρα πολύ καλά: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που οι αντίπαλοί μας έχασαν την μπάλα || όταν πιάνει παιχνίδι η ομάδα μου, δεν μπορεί καμιά ομάδα να τη νικήσει»·
- πνευματικά παιχνίδια, αυτά τα παιχνίδια που η έκβασή τους δεν επηρεάζεται από την τύχη, αλλά από τις πνευματικές ικανότητες των παιχτών: «το σταυρόλεξο και το σκάκι ανήκουν στα πνευματικά παιχνίδια, ενώ τα χαρτιά και η ρουλέτα ανήκουν στα τυχερά παιχνίδια»·
- σικέ παιχνίδι, βλ. λ. στημένο παιχνίδι·
- στημένο παιχνίδι, (ιδίως γιαποδόσφαιρο ή μπάσκετ) που έχει από πριν συμφωνηθεί το αποτέλεσμά του, το σικέ παιχνίδι: «στο προηγούμενο πρωτάθλημα υπήρξαν πολλά στημένα παιχνίδια». Πρβλ.: σικέ το ματς, είναι στημένο, στον πάγκο ακόμα περιμένω. (Τραγούδι)·
- στήνω παιχνίδι, α. οργανώνω χαρτοπαίγνιο, οργανώνω καρέ για χαρτοπαίγνιο: «μόλις μαζεύεται η παρέα του, στήνει αμέσως παιχνίδι για πρέφα». β. (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ), συμφωνώ από τα πριν το αποτέλεσμα του παιχνιδιού: «τον πήραν μυρουδιά πως στήνει παιχνίδια και τον πέταξαν απ’ την αθλητική οικογένεια»·
- στρώνομαι στο παιχνίδι, α. (για χαρτοπαίγνιο) παίζω απερίσπαστος: «όταν στρώνονται στο παιχνίδι, δεν ακούς μιλιά». β. (γενικά) παίζω με κέφι, με όρεξη: «έξω στην αυλή τα παιδιά στρώθηκαν στο παιχνίδι»·
- συρτό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο), κατά τη διάρκεια του οποίου οι παίχτες ανταλλάσσουν την μπάλα μεταξύ τους με μπαλιές που δίνονται με το πόδι και δεν έχουν ύψος: «επειδή οι παίχτες της αντίπαλης ομάδας ήταν ψηλοί, ο προπονητής μας συμβούλεψε να παίζουμε συρτό παιχνίδι»·
- τι παιχνίδι παίζει; έκφραση απορίας για κάποιον που δε γνωρίζουμε καλά, που αμφιβάλλουμε για την ειλικρίνεια των προθέσεών του και για τη στάση του γενικότερα σε κρίσιμα προβλήματα: «δεν μπορώ να καταλάβω τι παιχνίδι παίζει, επιτέλους, αυτός ο άνθρωπος; Τη μια φορά κάνει τον καλό σε μένα και την άλλη στον ανταγωνιστή μου»·
- το παιχνίδι είναι χαμένο απ’ τ’ αποδυτήρια, απαισιόδοξη διαπίστωση ατόμου που πιστεύει πως, οι εξελίξεις που αφορούν τη ζωή του, είναι αρνητικά προδιαγεγραμμένες από ισχυρούς, αλλά και ανέντιμους ανθρώπους, που κινούνται στο παρασκήνιο και που υπολογίζουν μόνο για την προσωπική τους επιτυχία ή προκοπή. Αναφορά στα στημένα παιχνίδια του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ·
- το παιχνίδι ήταν μοιρασμένο, (ιδίως για ποδόσφαιρο) πότε επικρατούσε η μια ομάδα και πότε η άλλη με συνηθισμένο αποτέλεσμα την ισοπαλία: «απ’ τη στιγμή που το παιχνίδι ήταν μοιρασμένο, οι φίλαθλοι των δυο ομάδων δέχτηκαν την ισοπαλία ως φυσιολογικό αποτέλεσμα»·  
- το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, α. η απροκάλυπτη κοροϊδία ή βασανισμός κάποιου από κάποιον: «όσο φίλος μου και να ’ναι, δε θ’ ανεχτώ άλλο αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι». β. συνεχόμενα μικρά πλήγματα πριν από το τελειωτικό, που δίνονται από κάποιον στον αντίπαλό του, μόνο και μόνο για να παρατείνει την αγωνία του: «άσε, μωρέ παιδάκι μου, αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι και δώσ’ του μια κατακέφαλα να τον ξαπλώσεις κάτω, δεν τον λυπάσαι!»·
- το παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων, ερευνητικές ερωτήσεις που γίνονται σε κάποιον για να ανακαλύψουμε το πρόσωπο ή το πράγμα που μας κρατάει κρυφό, μόνο και μόνο για να μας έχει σε αγωνία. Στην περίπτωση του προσώπου, αρχίζουμε να ρωτάμε, αν είναι άντρας ή γυναίκα, πλούσιος ή φτωχός, ψηλός ή κοντός, ξανθός ή μελαχρινός κ.λπ. και, αποδεχόμενος κάθε φορά ως σωστή ή απορρίπτοντας ο συνομιλητής μας την ερώτησή μας πλησιάζουμε στο να ανακαλύψουμε το εν λόγω πρόσωπο. Σχετικές είναι και οι ερωτήσεις για το πράγμα, Σχεδόν πάντα σε συνδυασμό με το ρ. παίζω και σε ερωτηματικό τύπο: «γιατί δε μου λες ποιος ήταν αυτός που σε βοήθησε; Το παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων θα παίξουμε;»·
- τον (την) έκανε παιχνίδι στα χέρια της (του), βλ. συνηθέστ. τον (την) έκανε παιχνιδάκι στα χέρια της (του), λ. παιχνιδάκι·  
- τον βγάζω (έξω) απ’ το παιχνίδι, τον υποχρεώνω να αποχωρήσει από κάποια διαδικασία: «πρόσφερα δυο φορές απάνω απ’ ό,τι αυτός κι έτσι τον έβγαλα απ’ το παιχνίδι»·
- τυχερά παιχνίδια, εκείνα που, κατά ένα μεγάλο μέρος, εξαρτιόνται από την τύχη (χαρτιά, ζάρια, ρουλέτα κ. ά.) και όχι από κάποια πνευματική ή άλλη ικανότητα του παίχτη: «όλα του τα λεφτά τα παίζει στα τυχερά παιχνίδια || δεν παίζει τυχερά παιχνίδια, γιατί πιστεύει πως είναι άτυχος»·
- φτιαχτό παιχνίδι, βλ. φρ. στημένο παιχνίδι·
- χάνω το παιχνίδι, α. αποτυχαίνω να πραγματοποιήσω κάποια επιδίωξή μου: «όλο το καλοκαίρι δεν άνοιξα βιβλίο, γι’ αυτό έχασα το παιχνίδι των διαγωνισμών». β. νικιέμαι: «έπαιξα τάβλι με τον τάδε κι έχασα το παιχνίδι || η ομάδα μας έχασε το παιχνίδι, γιατί η αντίπαλη ομάδα ήταν πολύ ισχυρή»·
- χοντρό παιχνίδι, α. υπόθεση ή διαπραγμάτευση που αφορά μεγάλα χρηματικά ποσά ή σοβαρά ζητήματα: «δεν υπάρχει χοντρό παιχνίδι που να μην είναι μέσα αυτός ο μεγαλοκαρχαρίας!». β. (για χαρτοπαίγνιο) όπου ποντάρονται, όπου παίζονται μεγάλα χρηματικά ποσά: «δεν μπορώ να μπω σε τόσο χοντρό παιχνίδι, γιατί όλοι οι παίχτες είναι από βιομήχανος και πάνω»·
- χόντρυνε το παιχνίδι, ηπιότερη έκφραση του παραχόντρυνε το παιχνίδι·
- χτυπώ το παιχνίδι στα ίσα, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) αν και είμαι ομάδα κατώτερης δυναμικότητας, εντούτοις παίζω με την αντίπαλη ομάδα ως ίσος προς ίσο με σκοπό τη νίκη: «αν και παίζουν με την πρωτοπόρο του πρωταθλήματος, οι παίχτες είναι αποφασισμένοι να χτυπήσουν το παιχνίδι στα ίσα»·
- ψηλό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο) κατά τη διάρκεια του οποίου οι παίχτες ανταλλάσσουν την μπάλα μεταξύ τους με το κεφάλι ή με ψηλοκρεμαστές μπαλιές: «ο προπονητής συμβούλεψε τους παίχτες του ν’ αφήσουν το ψηλό παιχνίδι και να παίζουν με συρτές μπαλιές»·
- ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο) όπου δεν ποντάρονται, δεν παίζονται μεγάλα χρηματικά ποσά: «κάθε Κυριακή πρωί μαζευόμαστε στο καφενείο για καμιά πόκα, αλλά μόνο για ψιλό παιχνίδι».

παλούκι

παλούκι, το, ουσ. [<μσν. παλούκιον, υποκορ. του λατιν. paluceus], το παλούκι. 1. όργανο με το οποίο γινόταν παλιότερα ο ανασκολοπισμός. Περνούσαν το παλούκι από τον πρωκτό του θύματος και με συνεχή χτυπήματα το έβγαζαν από την πλάτη ή τον ώμο του θύματος το οποίο άλλοτε πέθαινε ακαριαία και άλλοτε έπειτα από μερικές ώρες ή μέρες: «όλοι οι αιχμάλωτοι αυτό που φοβόντουσαν περισσότερο ήταν το παλούκι». Συνών. καζίκι (1). 2. μεγάλη δυσκολία, αντιξοότητα, ιδίως σε κάποια δουλειά, σε κάποια εργασία, σε κάποια κατάσταση: «είναι μέσ’ στα νεύρα του, γιατί του ’τυχε ένα παλούκι στη δουλειά του και δεν ξέρει τι να κάνει». (Λαϊκό τραγούδι: στις εξάρσεις μου απάνω πριν προλάβω ν’ ανασάνω, ο λοχίας κάνει μπούκα, ωχ αμάν κάτι παλούκια).3. οτιδήποτε θεωρούμε πως είναι πολύ δύσκολο ή κρίσιμο σε κάποια πορεία μας: «όλα τα θέματα στις εξετάσεις ήταν παλούκια». Από το ότι παλιότερα χρησιμοποιούσαν τα παλούκια ως μέσο βασανιστηρίου ή και θανάτωσης (παλούκωμα). Συνών. αγγούρι (1, 2) / καζίκι (2, 3)·
- άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- η δουλειά είναι παλούκι, βλ. λ. δουλειά·
- κάθεται σαν παλούκι, βλ. φρ. στέκεται σαν παλούκι·
- κάθομαι στο παλούκι ή κάθομαι στα παλούκια, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη κατάσταση, περνώ οικονομικές δυσκολίες: «όλοι τη βόλεψαν μια χαρά και μόνο εγώ κάθομαι ακόμα στο παλούκι»·
- καλάμια και παλούκια! βλ. λ. καλάμι·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, όποιος αποτολμά επικίνδυνα εγχειρήματα ή όποιος μπερδεύεται σε ύποπτες υποθέσεις, κάποτε θα έρθει η στιγμή που θα πάθει μεγάλη ζημιά: «άσε τα επικίνδυνα ανοίγματα, γιατί, όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του»·
- πέφτω σε παλούκι ή πέφτω σ’ ένα παλούκι, αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία, ιδίως σε κάποια δουλειά, σε κάποια εργασία: «έπεσα σ’ ένα παλούκι, που μ’ έριξε ένα μήνα πίσω στη δουλειά»·
- στέκεται σαν παλούκι, στέκεται συνεσταλμένος και άφωνος σε μια θέση, είτε γιατί δεν έχει ή δεν ξέρει κάτι να πει είτε γιατί βρίσκεται σε άγνωστο περιβάλλον και δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί: «ποιος είναι εκείνος ο νεαρός που στέκεται σαν παλούκι κοντά στην πόρτα; || επειδή βρισκόταν σε ξένο περιβάλλον, έπιασε μια γωνιά και στεκόταν σαν παλούκι || έλα κοντά μας, ρε φίλε, μη στέκεσαι σαν παλούκι». Συνών. στέκεται σαν αγγούρι.

πανεπιστήμιο

πανεπιστήμιο, το, ουσ. [<πᾶν + επιστήμη + κατάλ. -ιον], το πανεπιστήμιο· περιβάλλον όπου το άτομο αντιμετωπίζει διάφορες δύσκολες καταστάσεις, που αποτελούν πολύτιμες εμπειρίες για τη ζωή του: «το πεζοδρόμιο είναι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο»·
- βγάζω το πανεπιστήμιο, αποφοιτώ από κάποια πανεπιστημιακή σχολή: «βγήκα απ’ το πανεπιστήμιο την τάδε χρονιά, ύστερα από εξαετή φοίτηση στην ιατρική σχολή»·
- βγαίνω απ’ το πανεπιστήμιο, βλ. φρ. βγάζω το πανεπιστήμιο·
- μπαίνω στο πανεπιστήμιο, βλ. φρ. περνώ στο πανεπιστήμιο·
- περνώ στο πανεπιστήμιο, εισάγομαι ύστερα από εξετάσεις σε μια από τις πανεπιστημιακές σχολές: «μετά από σκληρό διάβασμα πέρασε στο πανεπιστήμιο απ’ τους πρώτους».

παπούτσι

παπούτσι, το, πλ. παπούτσια κ. παπούτσα, τα, ουσ. [<μσν. παπούτσιν <τουρκ. papuç, αραβ. αρχής], το παπούτσι. Πολλές φορές, ο εν. με την έννοια του πλ. δηλώνει το ζευγάρι: «πήρα ένα παπούτσι που σκίζει». (Λαϊκό τραγούδι: σφίξε με και κούτσα κούτσα το πολύ πολύ να φάμε τα παλιά μας τα παπούτσα). Υποκορ. παπουτσάκι, το. (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- από γλώσσα, παπούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- γελάνε τα παπούτσια μου, (ειρωνικά) έχουν ανοίξει μπροστά και γύρω γύρω, έχουν ξεχαρβαλωθεί και, κατ’ επέκταση, είμαι πολύ φτωχός: «έφτασα στο σημείο να γελάνε τα παπούτσια μου και να μην μπορώ ν’ αγοράσω άλλα». (Λαϊκό τραγούδι: γελάνε τα παπούτσια μου,πάει το παντελόνι, σε τούτο το ρεστάρισμα καμιά δε με ζυγώνει). Από την εικόνα του παπουτσιού που η σόλα του είναι ξεκολλημένη και μαζί με τα καρφιά (παλιότερα), που προεξέχουν, παρομοιάζεται με στόμα που χαμογελάει και φαίνονται τα δόντια του·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- γυαλίζει τα παπούτσια (κάποιου), συμπεριφέρεται δουλικά σε κάποιον: «είναι πολύ περήφανος άνθρωπος και δε γυαλίζει τα παπούτσια κανενός»·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! βλ. λ. καπέλο·
- δεν ξέρει να δέσει τα παπούτσια του, βλ. συνηθέστ. δεν ξέρει να δέσει τα κορδόνια του, λ. κορδόνι·
- έβγαλε μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. λ. γλώσσα·
- έβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε, αγόρασε σπίτι πλήρες επιπλωμένο: «βέβαια, έδωσε κάτι παραπάνω γι’ αυτό το σπίτι, αλλά έβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε». Από τη συνήθεια που έχουν πολύ να βγάζουν τα παπούτσια τους στην εξώπορτα και να μπαίνουν μέσα ή αμέσως μόλις μπουν στο σπίτι·
- έλιωσα τα παπούτσια μου, περπάτησα πάρα πολύ, ιδίως ψάχνοντας κάποιον ή αναζητώντας εργασία ή χρήματα, ή τα έφθειρα, τα πάλιωσα από την πολλή χρήση: «αμάν ρε παιδάκι μου, έλιωσα τα παπούτσια μου, μέχρι να σε βρω! || για να βρω αυτή τη δουλίτσα, έλιωσα τα παπούτσια μου || έλιωσα τα παπούτσια μου, γιατί δεν είχα δεύτερο ζευγάρι να φορέσω». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία το χέρι, δείχνει μπροστά και κάτω στα πόδια, όπου υπάρχουν τα παπούτσια και, πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, η φρ. στον τύπο έλιωσα πολλά ζευγάρια παπούτσια·
- έφαγα τα παπούτσια μου, περπάτησα πάρα πολύ, έλιωσα τα παπούτσια μου: «πήρα τα μπαράκια με τη σειρά κι έφαγα τα παπούτσια μου, μέχρι να σε βρω». (Λαϊκό τραγούδι: σφίξε με και κούτσα κούτσα, το πολύ πολύ να φάμε τα παλιά μας τα παπούτσα
- έχει μια γλώσσα σαν παπούτσι! βλ. λ. γλώσσα· 
- η γλώσσα μου έγινε παπούτσι ή η γλώσσα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- θέλει γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι και κατήφορο, βλ. λ. γαμήσι·
- κρεμώ τα παπούτσια ή κρεμώ τα παπούτσια μου, (για ποδοσφαιριστές) σταματώ να παίζω ποδόσφαιρο, ιδίως λόγω προχωρημένης ηλικίας: «με το τέλος του πρωταθλήματος, λέω να κρεμάσω τα παπούτσια μου, γιατί παραμεγάλωσα»·
- με κόβουν τα παπούτσια, είναι στενά, με στενεύουν: «προχωρήστε εσείς κι εγώ θα ’ρθω πιο αργά, γιατί με κόβουν τα παπούτσια»·
- με χτυπάει το παπούτσι ή με χτυπάνε τα παπούτσια, είναι στενό, στενά και πληγώνεται το πόδι μου, τα πόδια μου: «με χτυπάνε τα παπούτσια, γι’ αυτό δεν μπορώ να περπατήσω γρήγορα»·
- μένω με μισό παπούτσι, περιέρχομαι σε μεγάλη φτώχεια: «απ’ τη μέρα που έπεσε έξω η επιχείρησή του, έμεινε με μισό παπούτσι»·
- παίρνω παπούτσι, α. απολύομαι από την εργασία μου, από τη δουλειά μου: «ήθελαν να κάνουν περικοπές και πήρα παπούτσι μαζί με καμιά δεκαριά άλλους». β. με διώχνει ο ερωτικός μου σύντροφος: «την έπιασα να φιλιέται μ’ έναν άλλον και πήρε παπούτσι». Συνών. παίρνω πόδι·
- παπούτσι από τον τόπο σου (κι ας είν’ και μπαλωμένο), είναι προτιμότερος ο γάμος μεταξύ συμπατριωτών: «πρόσεξε εκεί που θα πας μην μπλέξεις με καμιά ξένη που έχει τα μυαλά της πάνω απ’ το κεφάλι, γιατί θέλω να ’χεις καλά μέσ’ στο μυαλό σου πως παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο». (Λαϊκό τραγούδι: με σπαραγμό, παιδάκι μου, τη γνώμη μου σου στέλνω, παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο
- πατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. συνηθέστ. πατώ στις μύτες των ποδιών μου, λ. μύτη·
- περπατάει με τρύπια παπούτσια, είναι πολύ φτωχός (τόσο, που δεν έχει χρήματα να αγοράσει καινούρια παπούτσια): «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, περπατάει με τρύπια παπούτσια»·
- περπατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. λ. συνηθέστ. περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, λ. μύτη·
- πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρε τα παπούτσια του ή πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρ’ του τα παπούτσια, λέγεται ειρωνικά στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει δυνατότητα να πάρει κανείς από κάποιον κάτι, ιδίως χρήματα, όταν αυτός δεν έχει: «του ’δωσα κάποτε κάτι δανεικά και δεν μπορώ να του τα πάρω. -Τι να πάρεις από ένα χρεοκοπημένο, πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρ’ του τα παπούτσια». Συνών. πάρ’ τ’ αβγό και κούρεψ’ το· βλ. και φρ. πιάσε τον αστακό και κόψε το μαλλί του, λ. αστακός·
- τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα: «όπως έγιναν τα πράγματα στη ζωή, τα έχω όλα γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια». Συνών. τα γράφω όλα στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα όλα στ’ αρχίδια μου / τα γράφω όλα στον πούτσο μου ή τα έχω γραμμένα όλα στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) / τα γράφω όλα στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου υποδήματα / τα γράφω όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά των υποδημάτων μου / τα γράφω όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου / τα γράφω όλα στο μουνί μου ή τα έχω γραμμένα όλα στο μουνί μου / τα γράφω όλα στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω γραμμένα όλα στο παλιό μου το τεφτέρι / τα γράφω όλα στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα όλα στου διαβόλου το κατάστιχο / τα γράφω  όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι·
- τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «ό,τι να μου πεις τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια». Συνών. τα γράφω στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα στ’ αρχίδια μου / τα γράφω στον πούτσο μου ή τα έχω γραμμένα στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) / τα γράφω στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου υποδήματα / τα γράφω στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα στα παλιά των υποδημάτων μου / τα γράφω στα τελευταία των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα στα τελευταία των υποδημάτων μου / τα γράφω στο μουνί μου ή τα έχω γραμμένα στο μουνί μου / τα γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω γραμμένα στο παλιό μου το τεφτέρι / τα γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα στου διαβόλου το κατάστιχο / τα γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα εκεί που δεν πιάνει μελάνι·   
- της δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή της δίνω τα παπούτσια της στο χέρι, διακόπτω τον ερωτικό δεσμό που έχω μαζί της, τη διώχνω: «τον τελευταίο καιρό ήταν όλο γκρίνια, γι’ αυτό της έδωσα τα παπούτσια στο χέρι κι ησύχασα»·
- της (του) πέταξε τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα, έδιωξε το ερωτικό του (της) ταίρι με βίαιο, με σκαιό τρόπο: «μόλις άρχισε να του αντιμιλάει η λεγάμενη, της πέταξε τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα || μόλις τον είδε να ’ρχεται πάλι μεθυσμένος στο σπίτι, του πέταξε τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα». Από την εικόνα του εκνευρισμένου ατόμου που, όταν μαλώνει και διώχνει το ερωτικό του ταίρι από το δωμάτιο, πετάει και διάφορα προσωπικά του αντικείμενα καθώς και τα παπούτσια·
- το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι, λέγεται για τα άτομα που δεν ξέρουν να συνδυάζουν τα ρούχα τους και για το λόγο αυτό γίνονται γελοία: «έχει τόσα λεφτά και δεν ξέρει να ντυθεί, γιατί, όπως κυκλοφορεί, είναι το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι»·
- το στόμα μου έγινε παπούτσι ή το στόμα μου έγινε σαν παπούτσι, βλ. λ. στόμα·
- τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «εσένα να σε βοηθήσω, αλλά το φίλο σου τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι καθόλου: «αν σου ξαναπεί πως θα με δείρει, να του πεις πως τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια». (Λαϊκό τραγούδι: ας πάει και το παλιάμπελο, δε νοιάζομαι σταλιά, τον κόσμο στα παπούτσια μου τον γράφω τα παλιά).Συνών. τον γράφω στ’ αρχίδια μου ή τον έχω γραμμένο στ’ αρχίδια μου / τον γράφω στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) ή τον έχω γραμμένο στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) ή τον γράφω στα παλιά μου υποδήματα ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου υποδήματα / τον γράφω στα τελευταία των υποδημάτων μου ή τον έχω γραμμένο στα τελευταία των υποδημάτων μου / τον γράφω στο μουνί μου ή τον έχω γραμμένο στο μουνί μου / τον γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι ή τον έχω γραμμένο στο παλιό μου το τεφτέρι / τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο / τον γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τον έχω γραμμένο εκεί που δεν πιάνει μελάνι·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, βλ. λ. πόδι·
- του δίνω τα παπούτσια στο χέρι ή του δίνω τα παπούτσια του στο χέρι, τον διώχνω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου ή διακόπτω τον ερωτικό δεσμό που έχω μαζί του: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνα, του ’δωσα τα παπούτσια του στο χέρι». (Λαϊκό τραγούδι: βρε κουτσαβάκι, μη μου κάνεις τον καμπόσο, τα παπούτσια στο χεράκι θα σου δώσω)· βλ. και φρ. της δίνω τα παπούτσια στο χέρι·
- τρώω παπούτσι, βλ. φρ. παίρνω παπούτσι.

πειρασμός

πειρασμός, ο, ουσ. [<μτγν. πειρασμός], ο πειρασμός. 1. επιθυμία, λαχτάρα, ιδίως για κάτι κακό ή οτιδήποτε απαγορευμένο, που προκαλεί επιθυμία ή λαχτάρα: «είναι λίγος καιρός που έκοψε το τσιγάρο, αλλά έχει ακόμα τον πειρασμό || τα ναρκωτικά είναι ένας ηλίθιος πειρασμός για πολλούς νέους». 2. οτιδήποτε διεγείρει έντονη επιθυμία για απόλαυση: «αυτό το κοκορέτσι είναι πειρασμός || ένα καλό κρασί είναι πάντα πειρασμός». 3. γυναίκα πολύ όμορφη, πολύ προκλητική, που διεγείρει τον ερωτικό πόθο, τα σεξουαλικά ένστικτα: «δεν μπορεί κανένας άντρας ν’ αντισταθεί σ’ αυτόν τον πειρασμό». (Τραγούδι: είσαι παιδί μου πειρασμός, σεισμός, α για για για, στόμα, χαμόγελο, κορμί, γραμμή, α για για για). 4. ο διάβολος, ο σατανάς: «μην αφήνεις να σε κυριέψει ο πειρασμός»·
- βάζω σε πειρασμό (κάποιον), κολάζω, σκανδαλίζω κάποιον, τον παρασύρω σε αμάρτημα ή σε απρεπή πράξη: «αυτή η γυναικάρα βάζει σε πειρασμό όλους τους άντρες || έτσι όπως αφήνει το ταμείο του ανοιχτό, βάζει σε πειρασμό τον οποιοδήποτε για να τον κλέψει». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αυτό το κίτρινο πλεχτό σαν καναρίνι μοιάζεις κι όλους τους άντρες, βρε κουκλί, σε πειρασμό τους βάζεις)· βλ. και φρ. βάζω (κάποιον) στον πειρασμό να(…)·
- βάζω (κάποιον) στον πειρασμό να…, κάνω κάποιον να αισθάνεται την επιθυμία να…, παρακινώ κάποιον να κάνει κάποιο αμάρτημα ή κάποια απρεπή πράξη…: «με το πες πες, μ’ έβαλε στον πειρασμό ν’ αγοράσω ίδιο αυτοκίνητο με το δικό του || κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναικάρα να περνάει από μπροστά μου με βάζει στον πειρασμό να της χιμήξω»· βλ. και φρ. βάζω σε πειρασμό (κάποιον)·
- δεν αντέχω στον πειρασμό, δεν μπορώ να αντισταθώ στην επιθυμία που νιώθω να κάνω κάτι απαγορευμένο: «έχω ανεβασμένη τη χοληστερόλη μου, όμως ήταν τόσο νόστιμο το αρνάκι που δεν άντεξα στον πειρασμό και ζήτησα και δεύτερη μερίδα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το άλλο·
- μου μπήκε ο πειρασμός, βλ. φρ. μπαίνω σε πειρασμό·
- μπήκε ο πειρασμός μέσα μου, έχω καταληφθεί από το διάβολο ή από δαίμονες και ενεργώ παράλογα ή αντίθετα προς την ηθική μου: «ξαφνικά μπήκε ο πειρασμός μέσα μου και χωρίς να το καταλάβω, έβαλα χέρι στο ταμείο του φίλου μου»·  
- μπαίνω σε πειρασμό, κολάζομαι, σκανδαλίζομαι από γυναίκα: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα να περνάει από μπροστά μου, μπαίνω σε πειρασμό και μου ’ρχεται να την αγκαλιάσω και να την πνίξω στα φιλιά»· βλ. φρ. μπαίνω στον πειρασμό να(…)·
- μπαίνω στον πειρασμό να…, αισθάνομαι την επιθυμία να…, παρακινούμαι να κάνω κάποιο αμάρτημα ή κάποια απρεπή πράξη…: «μετά από τόσα καλά που άκουσα, μπήκα στον πειρασμό ν’ αγοράσω κι εγώ το ίδιο αυτοκίνητο με τον τάδε || κάθε φορά που τον ακούω να μιλάει με τόσο πάθος για τα ταξίδια, μπαίνω στον πειρασμό ν’ αρχίσω κι εγώ τα ταξίδια || μην αφήνεις το ταμείο σου ανοιχτό, γιατί μπαίνω στον πειρασμό να βάλω χέρι στα λεφτά σου»· βλ. και φρ. μπαίνω σε πειρασμό·

πετσί

πετσί, το, ουσ. [<μσν. πετσίν, υποκορ. του ιταλ. pezzo <pezza]. 1. το δέρμα, η επιδερμίδα: «το πετσί μου γέμισε γρατσουνιές απ’ τ’ αγκάθια». 2. δέρμα ζώου, συνήθως κατεργασμένο: «αγόρασε μια τσάντα από πετσί». 3. πολύ σκληρό κρέας, που δεν έβρασε ή που δεν ψήθηκε καλά: «μου ’φερε μια μπριτζόλα σκέτο πετσί». 4. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) φανατικός οπαδός ποδοσφαιρικής ιδίως ομάδας: «είναι πετσί Παοκτσής». 5. (στη γλώσσα της αργκό) το πορτοφόλι: «έχει πάντα γεμάτο το πετσί του». 6. στον πλ. τα πετσιά, λεπτά βραχιόλια που κατασκευάζονται από πετσί: «τον θυμόμουν ακόμη να φοράει τα πετσιά και να το παίζει φρικιό και, μόλις τον είδα γιάπη, έπαθα». Υποκορ. πετσάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι απ’ το κουνούπι ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δε χωράει στο πετσί του, είναι πολύ ανήσυχος, είναι ανάστατος, δεν μπορεί να μείνει για πολύ σε μια θέση: «απ’ την ώρα που ήρθε, δε χωράει στο πετσί του, γιατί έμαθε πως τουμπάρισε ένα πούλμαν με φιλάθλους και δε γνωρίζει αν ήταν μέσα σ’ αυτό κι ο γιος του»·
- έγινε πετσί και κόκαλο, αδυνάτισε πάρα πολύ από αρρώστια, δίαιτα ή νηστεία: «είπαμε, ρε παιδάκι μου, να κάνεις λίγη δίαιτα, αλλά εσύ έγινες πετσί και κόκαλο»·
- είναι γερό πετσί, είναι μαθημένος στις κακουχίες, είναι σκληραγωγημένος, αντέχει στις δύσκολες συνθήκες: «φόρτωσέ τον όσο θέλεις, γιατί είναι γερό πετσί || όποια δυσκολία και να του τύχει, την ξεπερνάει, γιατί είναι γερό πετσί»·
- είναι πετσί και κόκαλο, είναι πάρα πολύ αδύνατος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι πετσί και κόκαλο»·
- είναι σκληρό πετσί, είναι πολύ αυστηρός, είναι άτεγκτος, δε δέχεται ατασθαλίες ιδίως στη δουλειά του, στην υπηρεσία του: «όλοι μας είμαστε πολύ τυπικοί στη δουλειά μας, γιατί ο νέος διευθυντής είναι σκληρό πετσί»·
- έμεινε πετσί και κόκαλο, αδυνάτισε πάρα πολύ ύστερα από αρρώστια, δίαιτα ή νηστεία: «τον είχαν δυο μήνες στο νοσοκομείο κι έμεινε πετσί και κόκαλο || το ’χε βάλει πείσμα ν’ αδυνατίσει, όμως αυτός, ρε παιδάκι μου, έμεινε πετσί και κόκαλο»·
- θα πουλήσω ακριβά το πετσί μου, βλ. συνηθέστ. θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου, λ. τομάρι·
- μου σηκώθηκε το πετσί ή σηκώθηκε το πετσί μου, βλ. συνηθέστ. μου σηκώθηκε η τρίχα, λ. τρίχα·
- μπήκα στο πετσί του, κατάλαβα απόλυτα το χαρακτήρα του: «αν του πεις αυτό το πράγμα, θ’ αντιδράσει απότομα, ξέρω τι λέω γω, γιατί μπήκα στο πετσί του». (Τραγούδι: κι εγώ τη βρήκα πολύ μαζί του, μπορώ να πω πως μπήκα στο πετσί του
- μπήκε στο πετσί του (κάτι), του έγινε τόσο έντονη συνήθεια κάτι, που δεν μπορεί να το απαρνηθεί, να το ξεπεράσει: «δεν έχει γιατρειά ο άνθρωπος, γιατί η χαρτοπαιξία μπήκε στο πετσί του»·
- μπήκε στο πετσί του ρόλου του, (για ηθοποιούς) απέδωσε με μεγάλη επιτυχία το ρόλο που υποδυόταν: «λες και ζούσε την κάθε στιγμή του ήρωα στο έργο που έπαιζε, γιατί μπήκε στο πετσί του ρόλου του»·
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το πετσί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του, βλ. λ. λύκος·
- πετσί παρά κόκαλο! ειρωνική απάντηση σε άτομο που μας ρωτά τι ώρα είναι, ενώ εμείς δεν έχουμε ρολόι. Συνήθως προηγείται χειρονομία με την η παλάμη του ενός χεριού, αρχίζοντας από τον καρπό, να σέρνεται για λίγο πάνω στο άλλο χέρι και ανασηκώνοντας ελαφρά το μανίκι, να προσποιούμαστε πως βλέπουμε το ρολόι που έχουμε δήθεν περασμένο στον καρπό·
- πούλησε ακριβά το πετσί του, βλ. συνηθέστ. πούλησε ακριβά το τομάρι του, λ. τομάρι· 
- το ’νιωσα στο πετσί μου, έχω προσωπική πείρα για την κακή ή οδυνηρή κατάσταση που λέει πως πέρασε κάποιος, και είμαι σε θέση να γνωρίζω πόσο άσχημα αισθάνεται: «καταλαβαίνω απόλυτα, φίλε μου, τον πόνο σου, γιατί αυτό που μου λες το ’νιωσα στο πετσί μου»·
- το ’χει στο πετσί του, βλ. συνηθέστ. το ’χει στο αίμα του, λ. αίμα·
- του άργασα το πετσί, βλ. φρ. του άργασα το τομάρι, λ. τομάρι·
- του ’φαγαν το πετσί, (στη γλώσσα της αργκό) του έκλεψαν το πορτοφόλι: «μέσα στο συνωστισμό του ’φαγαν το πετσί χωρίς να το πάρει μυρουδιά»·
- χοντρό πετσί, βλ. λ. χοντρόπετσος.

πίσω

πίσω, το, άκλ. ουσ. [<επίρρ. πίσω]. 1. το πίσω μέρος ενός πράγματος: «μπροστά είναι όλα εντάξει, όμως το πίσω έχει ένα μικρό χτύπημα». 2. στον πλ. ως άκλ. αρσ. ουσ. οι πίσω, αυτοί που βρίσκονται προς το τέλος μιας σειράς, που έπονται: «οι πίσω έσπρωχναν τους μπροστά για να προλάβουν να μπουν κι αυτοί στο γήπεδο». Αντίθ. οι μπροστά. 3. στον πλ. ως άκλ. ουδ. ουσ. τα πίσω, τα νώτα: «αν θέλεις να προχωρήσεις μπροστά, θα πρέπει πρώτα να εξασφαλίσεις τα πίσω σου». 2. όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν, τα περασμένα: «αποφασίσαμε να ξεχάσουμε τα πίσω και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να σώσουμε το γάμο μας». 3. οι κρυφές πτυχές μιας ιστορίας, οι άγνωστες πλευρές ενός γεγονότος ή τα κρυφά νήματα που κινούν μια πράξη: «αφού δεν ξέρεις τα πίσω, καλύτερα μη μιλάς || ενώ όλοι ξέρουμε τα πίσω, που τον έκαναν μεγάλο και τρανό, αυτός το παίζει πως ανέβηκε με την αξία του!».

πνεύμα

πνεύμα, το, ουσ. [<αρχ. πνεύμα <πνέω], το πνεύμα. 1. το χιούμορ, η οξύνοια με εύθυμες προεκτάσεις, η ανάλαφρη καυστική διάθεση: «ό,τι και να του συμβεί, δε χάνει ποτέ το πνεύμα του». 2. οι ψυχές των νεκρών, οι αόρατες δυνάμεις: «κάλεσαν τα πνεύματα να τους προβλέψουν το μέλλον». (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- άναψαν τα πνεύματα, βλ. συνηθέστ. άναψαν τα αίματα, λ. αίμα·
- ανήσυχο πνεύμα, λέγεται για άτομο που δεν μπορεί στιγμή να μείνει άπραγο, που προβληματίζεται, που ερευνά συνεχώς: «από μικρός ήταν πολύ ανήσυχο πνεύμα και δεν μπορούσε να ζήσει μέσα στα στενά όρια του χωριού του»· 
- είναι πνεύμα αντιλογίας, βλ. λ. αντιλογία·
- είναι πτωχός τω πνεύματι, βλ. λ. πτωχός·
- ευρύτητα πνεύματος, βλ. λ. ευρύτητα·
- η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, βλ. λ. επιφοίτηση·
- ηρέμησαν τα πνεύματα, εκτονώθηκε κάποια έκρυθμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «οι δυο παρέες ήταν έτοιμες να ’ρθουν στα χέρια, αλλά με την επέμβαση των ψυχραιμότερων ηρέμησαν τα πνεύματα»·
- ηρεμώ τα πνεύματα, επεμβαίνω και εκτονώνω έκρυθμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «ήταν έτοιμοι ν’ αρπαχτούν και κατέβαλα χίλιες δυο προσπάθειες, μέχρι να ηρεμήσω τα πνεύματα»·  
- κάνω πνεύμα, βλ. φρ. πουλώ πνεύμα·
- μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, βλ. λ. πτωχός·
- μπαίνω στο πνεύμα της εποχής, συμπεριφέρομαι ανάλογα με την κρατούσα κοινωνική ή πολιτική κατάσταση: «για να περνάς καλά στη ζωή σου, θα πρέπει να μπαίνεις πάντα στο πνεύμα της εποχής»·
- μπαίνω στο πνεύμα του, καταλαβαίνω τον τρόπο σκέψης του, συμπεριφοράς του και ενεργώ ανάλογα: «απ’ τη στιγμή που μπήκα στο πνεύμα του, δε μαλώσαμε ούτε μια φορά»·
- παρέδωσε το πνεύμα του, α. πέθανε, εξέπνευσε: «μόλις μαζεύτηκαν γύρω του όλα τα παιδιά του, παρέδωσε το πνεύμα του». Από αφορμή των τελευταίων λόγων του Χριστού πάνω στο Σταυρό. β. έφτασε στο σημείο να μην αντιλαμβάνεται τίποτα από όσα συμβαίνουν γύρω του, γιατί έχει κυριευτεί από μεγάλη νύστα: «κάποια στιγμή ήρθε και παρέδωσε το πνεύμα του και δεν καταλάβαινε το παραμικρό από όσα λέγονταν μέσα στην αίθουσα»·
- πουλώ πνεύμα, κάνω επίδειξη της εξυπνάδας μου, λέω εξυπνάδες με σκοπό να εντυπωσιάσω κάποιον ή κάποιους: «μόλις έρθει καμιά καινούρια γυναίκα στην παρέα μας, πουλάει πνεύμα νομίζοντας πως θα τη ρίξει»·
- στενότητα πνεύματος, βλ. λ. στενότητα·
- τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, λέγεται στην περίπτωση που οι θέσεις ή οι απόψεις δυο ευφυών ατόμων ταυτίζονται, χωρίς προηγουμένως να γνωρίζει ο ένας τις θέσεις ή τις απόψεις του άλλου·
- το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σάρξ ασθενής, α. λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που κάποιο άτομο, ενώ θέλει να κάνει έρωτα, εν τούτοις λόγω της προχωρημένης ηλικίας του είναι αδύνατο. β. λέγεται γενικά σε περίπτωση που κάποιος έχει την τάση ή τη διάθεση να συμμετέχει κάπου ή που έχει τη θέληση να αναλάβει μια δουλειά ή μια ευθύνη, αλλά τον προδίδουν οι σωματικές του δυνάμεις, η σωματική του αντοχή: «θα ήθελα πολύ να σε βοηθήσω στη μετακόμιση, αλλά λόγω ηλικίας το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σάρξ ασθενής». Πρβλ.: γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε, ἵνα μή εἰσέλεθητε εἰς πειρασμόν. τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής. (Ματθ. κς΄ 41)·
- το πνεύμα του κακού, ο διάβολος, ο σατανάς: «συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, λες και τον έχει κυριεύσει το πνεύμα του κακού»·
- το πονηρό πνεύμα, το δαιμόνιο: «ο Χριστός θεράπευσε τον άνθρωπο, που τον κατείχε το πονηρό πνεύμα»· βλ. και φρ. το πνεύμα του κακού.  

πόρτα

πόρτα, η, ουσ. [<μσν. πόρτα <λατιν. porta], η πόρτα, η θύρα. 1α. (για τάβλι) το καθένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα στο εσωτερικό του ταβλιού πάνω στα οποία κινούνται τα πούλια: «κάθε τάβλι έχει είκοσι τέσσερις πόρτες». β. δυο,  τουλάχιστον, πούλια του ίδιου παίχτη, που τοποθετούνται σε ένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα στο εσωτερικό του ταβλιού: «οι γωνιακές είναι οι πιο καίριες πόρτες». 2. (στη νεοαργκό) το άτομο ή τα άτομα που ελέγχουν φυσιογνωμικά στην είσοδο κέντρου διασκεδάσεως αυτούς που μπαίνουν να διασκεδάσουν και έχουν το δικαίωμα να τους απαγορεύσουν την είσοδο, αν έχουν την ένδειξη ή την υποψία πως υπάρχει περίπτωση να δημιουργήσουν φασαρία ή άλλα προβλήματα: «πήγαμε στο τάδε κέντρο να διασκεδάσουμε και δε μας άφησε η πόρτα να μπούμε μέσα, γιατί ήμασταν με τα ρούχα της δουλειάς και μας πέρασαν για αληταρία». 3. ως επιφών. πόρτααα!δηλώνει ειρωνεία ή εκνευρισμό από την ενέργεια κάποιου, που, μπαίνοντας ή βγαίνοντας από ένα χώρο, άφησε ανοιχτή την πόρτα και που, όταν είναι χειμώνας, σημαίνει κλείσε την πόρτα, ενώ, όταν είναι καλοκαίρι και την έκλεισε, σημαίνει άνοιξε την πόρτα. 4.στον πλ. οι πόρτες (βλ. λ.). Υποκορ. πορτίτσα και πορτούλα, η και πορτάκι (βλ. λ.).Μεγεθ. πορτάρα, η. (Ακολουθούν 88 φρ.)·
- αβράκωτος έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, βλ. λ. αβράκωτος·
- αν δε χτυπήσεις την πόρτα δεν ανοίγει, αν δε ζητήσεις βοήθεια από κάποιον πώς θα σου τη δώσει(;): «πώς να σε βοηθήσει, βρε άνθρωπέ μου, αφού δεν ξέρει το πρόβλημά σου κι ύστερα, αν δε χτυπήσεις την πόρτα δεν ανοίγει»·
- ανοίγω πόρτα, α. δημιουργώ κοινωνικές σχέσεις με άτομο που μου είναι χρήσιμο στις κοινωνικές ή στις επαγγελματικές μου επιδιώξεις: «άνοιξε πόρτα μ’ έναν βουλευτή κι από τότε έχει πάρει ένα σωρό κρατικές δουλειές». β. βρίσκω καλή δουλειά, βρίσκω καλή θέση εργασίας: «ήταν τρεις μήνες χωρίς δουλειά, αλλά στο τέλος άνοιξε πόρτα σ’ ένα εργοστάσιο και τη βόλεψε». γ. (για τάβλι) αφήνω ελεύθερη κάποια πόρτα, που την είχα πιασμένη: «με τις εξάρες που έφερα, αναγκάστηκα ν’ ανοίξω δυο πόρτες»·
- άνοιξαν όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες άνοιξαν ή όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές, α. λέγεται στην περίπτωση που η επαγγελματική επιτυχία, η κοινωνική καταξίωση ή αποδοχή κάποιου, είναι βέβαιη, σίγουρη: «τώρα που πήρε το δίπλωμα του γιατρού, όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές γι’ αυτόν». β. λέγεται στην περίπτωση που μπορεί κανείς από παντού να βρει βοήθεια, από παντού να βοηθηθεί: «είναι τόσο καλό παιδί, που μόλις χρειάστηκε βοήθεια, όλες οι πόρτες ανοίξανε γι’ αυτόν». (Τραγούδι: και που ’χει μαύρη πέτσα θυμήθηκαν ξανά, το νέγρο Τζο τον ήρωα, τον λεν αληταρά, τις πόρτες δεν ανοίγουν στο Τζο το φουκαρά
- άνοιξες πόρτα! βλ. φρ. άνοιξες πόρτα για το χειμώνα(!)·
- άνοιξες πόρτα για το χειμώνα! (ειρωνικά) η γυναίκα με την οποία έχεις κάνει δεσμό είναι αμφίβολης ηθικής και, όταν εσύ θα φεύγεις από το σπίτι της, αυτή θα ανοίγει την πόρτα για να μπει κάποιος άλλος και, κατ’ επέκταση, απέτυχες στο δεσμό σου και γενικά στην εκλογή που έχεις κάνει για κάτι, ή το άτομο το οποίο γνώρισες, είναι εντελώς αναξιόπιστο ή και επικίνδυνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μμμ, τι να σου πω: «την κυνηγούσα πολύ καιρό, αλλά στο τέλος τα ’φτιαξα μαζί της. -Μμμ, τι να σου πω, άνοιξες πόρτα για το χειμώνα, γιατί σ’ όλους μας είναι γνωστό πως αυτή γη γυναίκα είναι μητρομανής! || αγόρασα το τάδε αυτοκίνητο. -Μμμ, τι να σου πω, άνοιξες πόρτα για το χειμώνα, γιατί κι εγώ που το είχα έτρεχα συνέχεια στο συνεργείο! || χτες βράδυ γνώρισα τον τάδε. -Μμμ, τι να σου πω, άνοιξες πόρτα για το χειμώνα, γιατί ο τύπος είναι λουλούδι!»·
- ανοιχτή πόρτα, (για τάβλι) που δεν είναι πιασμένη με πούλια των δυο παιχτών: «αν πιάσω αυτή την ανοιχτή πόρτα, έχω πολλές πιθανότητες να χτυπήσω τη μάνα του»·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα, έκφραση με φιλοσοφική διάθεση, ιδίως από ηλικιωμένο άτομο που δηλώνει πως δεν κατάλαβε πόσο γρήγορα πέρασε η ζωή του: «τι κατάλαβες τόσα χρόνια στη ζωή σου γέροντα; -Απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα». Πρβλ.: δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό, από την άλλη βγήκα (Λαϊκό τραγούδι)·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκε κι απ’ την άλλη βγήκε, πέρασε αστραπιαία από κάποιο χώρο: «δεν πρόλαβα να του πω τίποτα, γιατί απ’ τη μια πόρτα μπήκε, πήρε το χαρτοφύλακά του κι απ’ την άλλη βγήκε»·
- απ’ την πίσω πόρτα, α. με έμμεσο, με πλάγιο τρόπο: «έχει διάφορες γνωριμίες κι όσες δουλειές έχει πάρει, τις πήρε απ’ την πίσω πόρτα || όλοι οι βουλευτές, πλην του κομμουνιστικού κόμματος, ψήφισαν για την καταβολή αποζημιώσεως σε όσους δεν εκλέχτηκαν βουλευτές και τώρα έρχονται απ’ την πίσω πόρτα και κατηγορούν την ίδια τους την απόφαση». Από το ότι παλιότερα τα πιο πολλά σπίτια, ιδίως τα πλουσιόσπιτα, εκτός από την κυρία είσοδο, είχαν και στο πίσω μέρος του σπιτιού ένα πορτάκι για να μπαινοβγαίνουν χωρίς να γίνονται αντιληπτοί αυτοί που το κατοικούσαν. (Λαϊκό τραγούδι: κάτω απ’ το παράθυρό της στέκετ’ ένας στρατιώτης κι απ’ την πίσω πόρτα βγαίνει ναύτης που ’χε αφήσει γένι). β. δηλώνει και ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε πέρασε στο πανεπιστήμιο. -Απ’ την πίσω πόρτα»· βλ. και φρ. η πίσω πόρτα·
- απ’ την πόρτα με πήρες, επενέβης, συνήθως τηλεφωνικά, την ώρα που έβγαινα από το σπίτι, από το γραφείο μου: «τι γίνεται θα ’ρθεις; -Απ’ την πόρτα με πήρες»·     
- από πόρτα σε πόρτα, από το ένα σπίτι στο άλλο: «ζητιανεύει από πόρτα σε πόρτα || διαφήμιζε το προϊόν του από πόρτα σε πόρτα»· βλ. και φρ. πόρτα πόρτα·
- βλέπει φαντάσματα πίσω απ’ τις πόρτες, υποπτεύεται πως θα του συμβούν πολλά κακά πράγματα: «με την παραμικρή ατυχία που του συμβαίνει, βλέπει φαντάσματα πίσω απ’ τις πόρτες»·
- βρίσκεται έξω απ’ την πόρτα μου (σου, του κ.λπ) (κάτι), (για καλό ή για κακό) βλ. φρ. είναι έξω απ’ την πόρτα μου·
- βρίσκω ανοιχτές πόρτες ή βρίσκω πόρτες ανοιχτές, (γενικά) ανταποκρίνονται στη βοήθεια που ζητώ: «το ’χω καμάρι, γιατί, απ’ όπου και να ζητήσω βοήθεια, βρίσκω πόρτες ανοιχτές»· βλ. και φρ. όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές·
- βρίσκω κλειστές πόρτες ή βρίσκω πόρτες κλειστές, (γενικά) δεν ανταποκρίνονται στη βοήθεια που ζητώ: «μετά την κατάχρηση που έκανα, απ’ όπου και να ζητήσω βοήθεια, βρίσκω πόρτες κλειστές»· βλ. και φρ. όλες οι πόρτες είναι κλειστές·
- βρίσκω την πόρτα του ανοιχτή ή βρίσκω τις πόρτες του ανοιχτές, μου προσφέρει τη βοήθειά του και γενικά με υποδέχεται με ευνοϊκή διάθεση: «κάθε φορά που ζήτησα βοήθεια απ’ το φίλο μου, βρήκα την πόρτα του ανοιχτή»·
- βρίσκω την πόρτα του κλειστή ή βρίσκω τις πόρτες του κλειστές, δε μου προσφέρει τη βοήθειά του: «όσες φορές είχε την ανάγκη μου τον βοήθησα, αλλά τώρα που έχω την ανάγκη του, βρίσκω τις πόρτες του κλειστές». (Λαϊκό τραγούδι: τι θέλεις στο κορίτσι μου κι όλο το φέρνεις βόλτα; κι αν ξαναρθείς στο σπίτι μου θα βρεις κλειστή την πόρτα
- γιατί, θα σε πιάσω πόρτα για το χειμώνα; ειρωνική άρνηση σε κάποιον του οποίου, η πρόταση, όχι μόνο δεν είναι ικανοποιητική, αλλά επιπλέον είναι και επιζήμια: «δώσε μου εσύ τώρα τα λεφτά κι εγώ θα προσπαθήσω να σε βάλω συνέταιρο στην επιχείρηση που σ’ ενδιαφέρει. -Γιατί, θα σε πιάσω πόρτα για το χειμώνα;»·
- δε βγαίνει απ’ την πόρτα του (της), του αρέσει ή συνηθίζει να μένει στο σπίτι του: «μόλις σχολάσει απ’ τη δουλειά του, πηγαίνει κατευθείαν στο σπίτι του και δε βγαίνει απ’ την πόρτα του». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι το δικό μου είν’ κορίτσι σπιτικό, απ’ την πόρτα του δε βγαίνει,αν δεν πάω να το δω
- δε χωράει απ’ την πόρτα, βλ. φρ. δεν περνάει απ’ την πόρτα·
- δεν άφησε πόρτα αχτύπητη, είχε τόσο μεγάλη ανάγκη, που δεν άφησε κανέναν που να μη ζητήσει τη βοήθειά του: «η εγχείρηση που έπρεπε να κάνει η γυναίκα του ήταν πανάκριβη, γι’ αυτό δεν άφησε πόρτα αχτύπητη, μέχρι να συγκεντρώσει το ποσό που του χρειαζόταν»·
- δεν έχω πόρτα να χτυπήσω, δεν έχω κανέναν να του πω το πρόβλημά μου, να του ζητήσω βοήθεια: «έχω τόσα προβλήματα τον τελευταίο καιρό και δεν έχω πόρτα να χτυπήσω»·
- δεν μπορεί να περάσει κάτω από πόρτα, είναι μεγάλος κερατάς (και ενν. δεν μπορεί να περάσει κάτω από πόρτα, γιατί τον εμποδίζουν τα κέρατα που έχουν φυτρώσει στο μέτωπό του, έμβλημα των απατημένων)· βλ. και φρ. δεν περνάει ούτε (κάτω) από καμάρα, λ. καμάρα·
- δεν περνάει απ’ την πόρτα, είναι πάρα πολύ χοντρός: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί δεν περνάει απ’ την πόρτα»·
- δεν περνάει απ’ την πόρτα μου, δε θέλει ή δε συνηθίζει να με επισκέπτεται: «απ’ τη μέρα που ψυχραθήκαμε, δεν περνάει απ’ την πόρτα μου»·
- δουλεύει την πίσω πόρτα, (στη γλώσσα της αργκό και για τα δυο φύλα)  δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «είναι κρίμα, δυο μέτρα παλικάρι, να δουλεύει την πίσω πόρτα || είναι πολύ θερμή γυναίκα, αλλά το κυριότερο είναι πως δουλεύει την πίσω πόρτα». Συνών. δουλεύει αμορτισέρ / δουλεύει αναρτήσεις / δουλεύει εξάτμιση (α)·
- δυο πόρτες έχει η ζωή, έκφραση που δηλώνει τη γέννηση και το θάνατο του ανθρώπου. (Λαϊκό τραγούδι: δυο πόρτες έχει η ζωή,άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό, από την άλλη βγήκα
- είναι έξω απ’ την πόρτα μου (σου, του κ.λπ.) (κάτι), (για καλό ή για κακό) είναι πάρα πολύ κοντά μου (σου, του κ.λπ.): «ο άνθρωπος που μπορούσε να με βοηθήσει, ήταν έξω απ’ την πόρτα μου κι εγώ καθόμουν με τα χέρια σταυρωμένα || ο κίνδυνος ήταν έξω απ’ την πόρτα του κι αυτός δεν πήρε μυρουδιά»·
- έκλεισα την πόρτα στα παλιά, έπαψα να ενδιαφέρομαι, να με απασχολεί η  προηγούμενη ζωή μου, το παρελθόν μου: «αποφάσισα να νοικοκυρευτώ, γι’ αυτό έκλεισα την πόρτα στα παλιά». (Λαϊκό τραγούδι: γύρισα σελίδα στην καρδιά, έκλεισα την πόρτα στα παλιά,άλλαξα συνήθεια και ζωή, ήμουν αϊτός μέσ’ στο κλουβί
- έφαγα πόρτα, α. (στη νεοαργκό) δε μου επιτράπηκε η είσοδος σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης: «πήγα ν’ ακούσω το νέο τραγουδιστή και να πιω και κανένα ποτηράκι στο τάδε μαγαζί, αλλά, επειδή δεν ήμουν καλά ντυμένος, έφαγα πόρτα». Η δικαιοδοσία αυτή ανήκει στους μπράβους, στους φουσκωτούς, που ελέγχουν την είσοδο νυχτερινού κέντρου διασκεδάσεως. β. απέτυχα, απορρίφθηκα, ιδίως από κάποια γυναίκα: «ζήτησα απ’ την τάδε να τα φτιάξουμε κι έφαγα πόρτα». (Τραγούδι: έφαγα πόρτα, μείναν τα χνώτα στο τζάμι. Τα γεγονότα ήρθαν τα πρώτα ποτάμι
- έχασε την πόρτα, αποπροσανατολίστηκε λόγω έντονης ψυχικής ταραχής και δεν ήξερε πώς να κινηθεί, πώς να ενεργήσει: «όταν του ’βαλε τ’ αφεντικό του τις φωνές, έχασε την πόρτα ο δικός σου και φαινόταν σαν χαμένος». Συνών. δεν ήξερε από πού να φύγει·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, βλ. λ. μάτι·
- η πίσω πόρτα, η κωλοτρυπίδα, ο πρωκτός: «ο έρωτας από την πίσω πόρτα είναι κάτι που ενοχλεί πολλές γυναίκες»· βλ. και φρ. απ’ την πίσω πόρτα και λ. παραπόρτι·
- η τύχη του χτύπησε την πόρτα, βλ. λ. τύχη·
- και βγαίνοντας κλείσε και την πόρτα ή και βγαίνοντας κλείσε την πόρτα, ειρωνική προτροπή σε κάποιον που μας απειλεί πως θα φύγει από το χώρο που βρισκόμαστε, πράγμα βέβαια που μας αφήνει αδιάφορους, ή σε κάποιον που τον διώχνουμε με υποτιμητική διάθεση από το χώρο που βρισκόμαστε·
- κάνω πόρτα, (στο τάβλι) πιάνω αντίπαλο πούλι ή τοποθετώ δυο τουλάχιστον δικά μου πούλια σε ένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα του ταβλιού: «εδώ που σ’ έπιασα έκανα την καλύτερη πόρτα»·
- κλείνω πόρτες, είμαι κλεισοπόρτης (βλ. λ.). (Λαϊκό τραγούδι: είσαι μάρκα άλφα πρώτης και σπουδαίος κλεισοπόρτης και γυρίζεις μ’ άλλους μόρτες, κάθε μέρα κλείνεις πόρτες
- κλείνω την πόρτα (σε κάποιον), α. μαλώνω με άτομο που ήταν πολύ χρήσιμο ή εξυπηρετικό στις κοινωνικές ή επαγγελματικές μου επιδιώξεις ή γενικά απαξιώνω κάποιον: «έκανες μεγάλο σφάλμα, που έκλεισες την πόρτα που είχες με τον τάδε, γιατί αυτός είναι στα μέσα και στα έξω του υπουργείου». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που όλα τα ’χασα τους φίλους μου κιαλάρω. Ποιος μου ’κλεισε την πόρτα του, ποιος μου ’δωσε τσιγάρο!).β. (και για τα δυο φύλα) διακόπτω τις ερωτικές μου σχέσεις με το ταίρι μου: «δεν μπορεί σαν κλείνεις την πόρτα σ’ έναν άνθρωπο που σ’ αγαπάει». (Λαϊκό τραγούδι: την πόρτα μη μου κλείνεις,το σφάλμα μου συγχώρησε και μη με κατακρίνεις).γ. (για τάβλι) τοποθετώ τουλάχιστον δυο δικά μου πούλια σε ένα από τα σχεδιασμένα τρίγωνα του ταβλιού: «θέλω να κλείσω αυτή την πόρτα, για να μην μπορεί να μου χτυπήσει τη μάνα»·
- κλείσανε όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες κλείσανε ή όλες οι πόρτες είναι κλειστές, λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορεί κανείς από πουθενά να βρει βοήθεια, από πουθενά να βοηθηθεί: «είναι τόσο ανάποδος άνθρωπος, που γι’ αυτόν όλες οι πόρτες είναι κλειστές». (Λαϊκό τραγούδι: για κάποιο παραστράτημα για μια συκοφαντία, οι φίλοι τον μισήσανε, οι πόρτες όλες κλείσανε, άραγε ποιος να ’ν’ αιτία, αχ, γιατί τόση κακία
- κλειστή πόρτα, (για τάβλι) βλ. λ. πιασμένη πόρτα·
- κουρελού έχετε στην πόρτα σας; βλ. λ. κουρελού·
- μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα, λέγεται για αχάριστους ανθρώπους: «δε θα βοηθήσω ξανά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί και στο παρελθόν, που τον βοήθησα, μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα»·
- μεγάλη πόρτα θα περάσεις ή μεγάλη πόρτα θα διαβείς, έκφραση που σύμφωνα με τη χειρομαντεία και τη μαντική του καφέ, σημαίνει πως το άτομο στο οποίο απευθύνεται, θα περάσει μεγάλη δυσκολία (δικαστήριο, φυλακή, χρεοκοπία) ή μεγάλη επιτυχία (προαγωγή, γνωριμία με σημαίνον πρόσωπο): «πρόσεχε τις δουλειές που κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί απ’ ό,τι βλέπω, μεγάλη πόρτα θα περάσεις || για δες χαρές και πανηγύρια, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω εδώ μέσα (δηλ. στο φλιτζάνι του καφέ), μεγάλη πόρτα θα περάσεις»· 
- μια πόρτα μας χωρίζει ή μας χωρίζει μια πόρτα, είμαστε γείτονες και κατοικούμε στον ίδιο όροφο κάποιας πολυκατοικίας όπου οι πόρτες των διαμερισμάτων μας είναι αντικριστές: «μα και βέβαια τον ξέρω τον άνθρωπο, αφού μια πόρτα μας χωρίζει»·
- μου χτυπάει την πόρτα (κάποιος), έρχεται στο σπίτι μου, εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου, ζητάει τη βοήθειά μου: «μόνο όταν έχει ανάγκη έρχεται και μου χτυπάει την πόρτα»·
- μου χτυπάει την πόρτα (κάτι), λέγεται για κάτι, ιδίως κακό, που είναι πολύ κοντά μου: «μετά τη χρεοκοπία μου, η φτώχεια μου χτυπάει την πόρτα». (Λαϊκό τραγούδι: γλυκοβραδιάζει κι ο ντουνιάς αμέριμνος γλεντάει την ώρα που ο χάροντας την πόρτα μου χτυπάει
- μπερντέ έχετε στην πόρτα σας; βλ. λ. μπερντές·
- μπήκε απ’ την πίσω πόρτα, κατέλαβε μια θέση εργασίας, ιδίως στο δημόσιο, με αντικανονικές διαδικασίες, με πλάγια μέσα: «είχε έναν θείο βουλευτή και μπήκε απ’ την πίσω πόρτα στη Δ.Ε.Η.»·
- ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, βλ. λ. άνθρωπος·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια, βλ. λ. ευγένεια·
- όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές, βλ. φρ. άνοιξαν όλες οι πόρτες·
- όλες οι πόρτες είναι κλειστές, βλ. φρ. κλείσανε όλες οι πόρτες·
- όποια πόρτα κι αν χτυπήσει, όπου και αν απευθυνθεί, από όπου και αν ζητήσει βοήθεια: «είναι τόσο ρεμάλι, που όποια πόρτα κι αν χτυπήσει του την κλείνουν κατάμουτρα». (Λαϊκό τραγούδι: ξένος όπου κι αν γυρίσει όποια πόρτα κι αν χτυπήσει, δεν έχει μάνα να πηγαίνει τα ρούχα του να πλένει
- όταν η φτώχεια μπει απ’ την πόρτα, βγαίνει ο έρωτας απ’ το παράθυρο, βλ. λ. φτώχεια·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, βλ. λ. σπίτι·
- παραβιάζει ανοιχτές πόρτες, αναφέρεται σε κάτι θεωρώντας το σπουδαίο, ενώ είναι ήδη από καιρό σε όλους γνωστό: «όποιος ισχυρίζεται πως τα ναρκωτικά οδηγούν τη νεολαία μας στο θάνατο, παραβιάζει ανοιχτές πόρτες»·
- πιασμένη πόρτα, (για τάβλι) το τρίγωνο του ταβλιού που έχει δυο, τουλάχιστον, πούλια: «αν δεν είχε πιασμένη αυτή την πόρτα, με τις εξάρες που έφερα, θα μπορούσα να του πιάσω τη μάνα»·
- πίσω από κλειστές πόρτες, λέγεται για οτιδήποτε γίνεται κρυφά, μυστικά, χωρίς να παίρνει δημοσιότητα και που, για το λόγο αυτό, είναι αμφίβολης νομιμότητας: «η κυβέρνηση μαγειρεύει πίσω από κλειστές πόρτες το νέο εκλογικό νόμο»· βλ. και φρ. πίσω απ’ τις κάμερες, λ. κάμερα·  
- πόρτα πόρτα, σύστημα πωλήσεων από σπίτι σε σπίτι: «εισάγει διάφορες μικροσυσκευές και τις πουλάει πόρτα πόρτα»·
- στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, είναι μάταιο να επιδιώκεις να συνετίσεις κάποιον πεισματάρη ή κάποιον που δεν επιδέχεται συνετισμό: «έπεσαν όλοι οι φίλοι απάνω του να τον πείσουν να διώξει την γκόμενα που είχε και να ξαναγυρίσει στην οικογένειά του, αλλά στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα»·
- τη βρήκες την πόρτα; ειρωνική παρατήρηση σε μέλος της οικογένειας που για κάποιο λόγο επιστρέφει πολύ αργοπορημένο στο σπίτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα και μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το επιτέλους·
- της (του) πέταξε τα παπούτσια έξω απ’ την πόρτα, βλ. λ. παπούτσι·
- τιμή πόρτας, βλ. λ. τιμή·
- το κάνει απ’ την πίσω πόρτα, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «δεν το περίμενα τέτοιος παίδαρος να το κάνει απ’ την πίσω πόρτα || δεν πηγαίνει ποτέ με γυναίκα, αν δεν το κάνει κι απ’ την πίσω πόρτα». β. (ιδίως για άντρες) ενεργεί σεξουαλικά ως σοδομιστής: «μόλις τον βλέπουν οι μανάδες, μαζεύουν στο σπίτι τα παιδιά τους, γιατί ο τύπος το κάνει απ’ την πίσω πόρτα». γ. (για άντρες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «τα ’μαθες; Ο τάδε το κάνει απ’ την πίσω πόρτα»·
- το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες, βλ. λ. χρήμα·
- τον διώχνεις απ’ τη μια πόρτα κι έρχεται απ’ την άλλη, βλ. φρ. τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο·
- τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο, λέγεται για ενοχλητικό άτομο από την παρουσία του οποίου είναι αδύνατο να απαλλαγούμε: «έχω απηυδήσει μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον διώχνεις απ’ την πόρτα και μπαίνει απ’ το παράθυρο»·
- τον έπιασες πόρτα! βλ. φρ. τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα(!)·
- τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα! (ειρωνικά) ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρεσαι όχι μόνο δε θα σε βοηθήσει, αλλά υπάρχει και περίπτωση να σε βλάψει και, κατ’ επέκταση, απότυχες στη γνωριμία σου. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ, τι να σου πω: «προχτές γνώρισα τον τάδε και μου υποσχέθηκε πως θα με βοηθήσει. -Μμμ, τι να σου πω, τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα! Δεν ξέρεις πως αυτός είναι απατεώνας;»·
- του βρόντηξα την πόρτα κατάμουτρα, του αρνήθηκα κάτι ή τον έδιωξα με περιφρονητικό τρόπο: «ενώ με κατηγορεί σ’ όλο τον κόσμο, ήρθε να του δώσω δανεικά κι εγώ του βρόντηξα την πόρτα κατάμουτρα!». Από την εικόνα του ατόμου που κλείνει με δύναμη την πόρτα  μπροστά στον επισκέπτη του·
- του βρόντηξα την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του βρόντηξα την πόρτα κατάμουτρα· 
- του βρόντηξε την πόρτα κατάμουτρα, βλ. φρ. του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα·
- του βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα·
- του δείχνω την πόρτα, τον διώχνω με σκαιό τρόπο: «πήγε στο γραφείο του διευθυντή του να ζητήσει μερικές μέρες άδεια, αλλά αυτός του ’δειξε την πόρτα». Μερικές φορές, η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να δείχνει την υποτιθέμενη πόρτα με το δείκτη τεντωμένο·  
- του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα, του αρνήθηκα προσβλητικά κάτι, διέκοψα κάθε επαφή μαζί του: «ήρθε να μου ζητήσει δανεικά, αλλά του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα || μόλις έμαθα το ποιόν του, του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα». Από την εικόνα του ατόμου που δεν επιτρέπει σε κάποιον να μπει στο σπίτι του·
- του ’κλεισα την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα·
- του ’κλεισε την πόρτα, δεν ανταποκρίθηκε στην ανάγκη του: «πήγε στον τάδε να τον βοηθήσει, αλλά αυτός του ’κλεισε την πόρτα»·
- του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα, αδιαφόρησε με προσβλητικό τρόπο στην παράκλησή του για βοήθεια: «όχι μόνο δεν τον βοήθησε, αλλά του ’κλεισε και την πόρτα κατάμουτρα»·
- του ’κλεισε την πόρτα στα μούτρα, βλ. φρ. του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα·
- χτυπά η πόρτα, κάποιος χτυπάει την πόρτα: «πήγαινε ν’ ανοίξεις, γιατί χτυπά η πόρτα»·
- χτυπάει την πόρτα μου (σου, του κ.λπ) (κάτι) ή μου (σου, του κ.λπ.) χτυπάει την πόρτα (κάτι), (ιδίως για κακό) βρίσκεται πάρα πολύ κοντά μου, είναι έτοιμο να συμβεί: «με τη σπάταλη ζωή που κάνεις, χτυπάει την πόρτα σου η χρεοκοπία || από καιρό του χτυπά την πόρτα η χρεοκοπία με τη ζωή που κάνει, αλλά ούτε που νοιάζεται»·
- χτύπα μου την πόρτα ή χτύπησέ μου την πόρτα, ανάφερέ μου το πρόβλημά σου, ζήτησέ μου βοήθεια: «άλλη φορά, αν έχεις κάποιο πρόβλημα, χτύπησέ μου την πόρτα»·
- χτυπώ λάθος πόρτα, βλ. λ. λάθος·
- χτυπώ ξένες πόρτες ή χτυπώ ξένη πόρτα, ζητώ απεγνωσμένα βοήθεια από άγνωστο άνθρωπο, από άγνωστους ανθρώπους: «έχει τόση μεγάλη ανάγκη, που κατάντησε να χτυπά ξένες πόρτες». (Λαϊκό τραγούδι: αλί σ’ αυτόν που τα ’χασε τα πλούτη που ’χε πρώτα, και καταντήσει να χτυπά φτωχός σε ξένη πόρτα
- χτυπώ όλες τις πόρτες, ζητώ απεγνωσμένα από όλους βοήθεια: «χτύπησε όλες τις πόρτες, μήπως και τον βοηθήσει κανένας, αλλά δε βρήκε ανταπόκριση από πουθενά»·
- χτυπώ την πόρτα (κάποιου), ζητώ βοήθεια από κάποιον: «τώρα που του ’πεσε το λαχείο, κάνει πως δε με γνωρίζει, αλλά θα ’ρθει πάλι καιρός που θα μου χτυπήσει την πόρτα». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα, μη μου ζητάς να σ’ ανοίξω, δεν μπορώ).

πρά(γ)μα

πρά(γ)μα, το, ουσ. [<αρχ. πρᾶγμα <πράσσω], το πράγμα. 1. οτιδήποτε κατέχει κανείς, ιδίως αντικείμενο, σκεύος, έπιπλο: «αύριο κάνω μετακόμιση κι έχω να μεταφέρω πολλά πράγματα». 2. οτιδήποτε παράγει κανείς, το προϊόν, ιδίως το βιομηχανικό: «τι πράγματα βγάζετε στο εργοστάσιο που δουλεύεις;». 3. (στη γλώσσα της αργκό) εμπόρευμα λαθραίο, παράνομο: «τον έπιασαν μ’ όλο το πράμα στο τελωνείο || βρήκαν όλο το πράμα, που είχε κλέψει, καταχωνιασμένο στο υπόγειο του σπιτιού του». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το ναρκωτικό: «με το κυνήγι που κάνει η αστυνομία, δεν μπορείς να βρεις σήμερα εύκολα πράμα στην πιάτσα». 5. (στη γλώσσα της αργκό) το αιδοίο, το μουνί: «μόλις έσβησαν τα φώτα, έβαλε το χέρι του κάτω απ’ το φουστάνι της κι άρχισε να χαϊδεύει το πράμα της». 6. άνθρωπος εντελώς άβουλος, ανάξιος λόγου: «εγώ δε θέλω να ’χω ένα πράμα σαν και σένα δίπλα μου, αλλά άνθρωπο έξυπνο, που, να μπορεί να με βοηθήσει και να με συμβουλέψει || κουβαλάει ένα πράμα μαζί της, που κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, αμολάει κοτσάνες». 7. η συμπεριφορά, η διαγωγή και, κατ’ επέκταση, ο ίδιος ο άνθρωπος σε σχέση με τη συμπεριφορά του: «τον ξέρω τρία χρόνια, αλλά δεν έχω καταλάβει ακόμη τι πράγμα είναι || μα είναι πράγμα να θέλεις να παρατήσεις τις σπουδές σου;». 8. η υπόθεση, η κατάσταση, το γεγονός, ό,τι συμβαίνει σε κάποιον: «έμπλεξα μ’ ένα πράγμα, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που το ανέλαβα || πώς πάει το πράμα που είχες ξεκινήσει; || μ’ έπιασε ένα πράμα στο λεωφορείο και δεν μπορούσα να αναπνεύσω!». 9α. στον πλ. τα πρά(γ)ματα, οι διάφορες εργασίες, οι διάφορες ασχολίες του ανθρώπου: «σήμερα έχω να κάνω πολλά πράγματα, γιατί έχω να πάω στην τράπεζα, στη Δ.Ε.Η., στον Ο.Τ.Ε. κι ύστερα να πάω να δω ένα φίλο μου, που είναι στο νοσοκομείο». β. τα προσωπικά είδη, αντικείμενα, τα ρούχα, οι αποσκευές: «έβαλε τα πράγματά του στη βαλίτσα του κι έφυγε απ’ το σπίτι || όταν έρθει το ταξί, θα πρέπει να ’στε όλοι έτοιμοι με τα πράγματά σας στο πεζοδρόμιο». γ. τα εμπορεύματα, τα καταναλωτικά προϊόντα: «αυτό το μαγαζί έχει καλά πράγματα || βγήκα με πεντακόσια ευρώ στην αγορά και στο τέλος δε μου ’μεινε ευρώ, γιατί αγόρασα πολλά πράγματα». 10. οι γνώσεις, η εμπειρία της ζωής: «αυτός γύρισε όλον τον κόσμο και ξέρει πολλά πράγματα στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: ένας Αρμένης φιλαράκος που ’ξερε πράματα πολλά, μου ’πε πως η ευτυχία μοιάζει με γράμματα ψιλά). 11. τα βοσκήματα (γίδια, πρόβατα κ.λπ.): «βγήκε από νωρίς να ποτίσει τα πράματα στη στέρνα». Υποκορ. πρα(γ)ματάκι κ. πρα(γ)ματούλι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 265 φρ.)·
- αγρίεψαν τα πράγματα, επιδεινώθηκε η κατάσταση, ξέφυγε από τον έλεγχο: «μόλις φάνηκαν τα Μ.Α.Τ. και κατάλαβα πως αγρίεψαν τα πράγματα, βρήκα μια καλή κρυψώνα και περίμενα να δω τι θα επακολουθήσει»·
- άκου πράματα! ή άκουσε πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- άκου πώς έχει το πράγμα ή άκου πώς έχουν τα πράγματα, έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε το συνομιλητή μας, όταν θέλουμε να του εξιστορήσουμε ένα συμβάν ή μια υπόθεση·
- ακούστηκαν απίστευτα πράγματα, βλ. φρ. ακούστηκαν φοβερά πράγματα· 
- ακούστηκαν τρομερά πράγματα, βλ. φρ. ακούστηκαν φοβερά πράγματα·
- ακούστηκαν φοβερά πράγματα, α. αποκαλύφθηκαν δημόσια από κάποιον συγκλονιστικά μυστικά σε βάρος κάποιου: «κατά τη συνέντευξη του αποχωρήσαντος βουλευτή, ακούστηκαν φοβερά πράγματα για τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο αρχηγός του κόμματος στους συνεργάτες του». β. εκτοξεύτηκαν ακατονόμαστες ύβρεις από τα άτομα που ήρθαν σε αντίθεση ή από τα άτομα που μάλωσαν: «κάποια στιγμή ήταν κι οι δυο τους εκτός εαυτού κι ακούστηκαν φοβερά πράγματα»·  
- αλαλούμ πράγματα, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικα πράγματα·
- αλαμπουρνέζικα πράγματα, α. καταστάσεις, υποθέσεις μπερδεμένες: «ό,τι είναι να κάνουμε, θα το γράψουμε στο χαρτί και θα το υπογράψουμε, γιατί εμένα δε μ’ αρέσουν αλαμπουρνέζικα πράγματα». β. λόγια διφορούμενα, ασαφή, μπερδεμένα: «τι αλαμπουρνέζικα πράγματα είναι αυτά που μου λες!»·
- αλλάζει το πράγμα ή αλλάζουν τα πράγματα, υπάρχει διαφορά, διαφέρει, μεταβάλλεται η γνώμη που είχα σχηματίσει ή η στάση που είχα κρατήσει, γιατί υπάρχουν νέα δεδομένα: «ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί σου, αλλά τώρα, που μου εξήγησες γιατί ενήργησες μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλάζει το πράγμα». Συνών. αλλάζει η υπόθεση / αλλάζει το ζήτημα / αλλάζει το θέμα·
- άλλαξαν τα πράγματα ή τα πράγματα άλλαξαν, μεταβλήθηκε η κοινωνική πολιτική ή οικονομική κατάσταση προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «τώρα που άλλαξαν τα πράγματα, θα δούμε κι εμείς μια άσπρη μέρα || τώρα που άλλαξαν τα πράγματα, πρέπει να κάνουμε οικονομία»·
- άλλο πράγμα, διαφορετικό: «δε σου είπα αυτό, σου είπα άλλο πράγμα»·
- άλλο πράμα! α. (για πρόσωπα, ιδίως για γυναίκες αλλά και για πράγματα) που είναι πολύ καλός, πολύ εντυπωσιακός, εξαιρετικός, εξαίσιος, ιδιαίτερα ξεχωριστός: «γνώρισα χτες βράδυ μια γυναικάρα, άλλο πράμα! || αγόρασε μια αυτοκινητάρα, άλλο πράγμα!». β. εκφράζει και εντελώς αντίθετη έννοια, επιτείνοντας κάποια κακή ιδιότητα, συμπεριφορά ή χαρακτηρισμό: «είναι γκρινιάρης, χαρτοπαίχτης, μεθύστακας, άλλο πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- άλφα πράμα, α. (για πρόσωπα) πολύ καλός, εξαιρετικός, εξαίσιος: «ο φίλος σου είναι άλφα πράμα». β. (ιδίως για γυναίκα) πολύ όμορφη, εξαιρετική, εξαίσια: «είδα το φίλο σου να κυκλοφορεί με μια γυναίκα άλφα πράμα!». Από το ότι το πράμα σημαίνει και μουνί. γ. (για εμπορεύματα ή ναρκωτικά) πρώτης ποιότητας: «το μαγαζί αυτό διαθέτει πάντα άλφα πράμα || στην πιάτσα κυκλοφορεί άλφα πράμα»·
- ανεβασμένα πράγματα! καταστάσεις πολύ ευχάριστες, πολύ εντυπωσιακές, πολύ εύθυμες,  πολύ καθώς πρέπει: «έγινε ένα γλέντι που δεν ξανάγινε. Ανεβασμένα πράγματα! || στη δεξίωση ήταν όλη η αφρόκρεμα της πόλης μας. Ανεβασμένα πράγματα!». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω τρέλα, θέλω πράγματα ανεβασμένα, μα όλα αυτά χωρίς εσένα δε θα έχουνε σκοπό). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- απ’ τα πράγματα, (για καταστάσεις) από τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται: «απ’ τα πράγματα φαίνεται πως το χρηματιστήριο δεν πάει καθόλου καλά»· βλ. και φρ. από τα πράγματα·
- απλά πράγματα, λέγεται για κάτι που δεν είναι τόσο δύσκολο ή επικίνδυνο όσο φαίνεται ή όσο παρουσιάζεται: «θα διατάξουν μια ένορκη διοικητική εξέταση και με τον καιρό θα κουκουλώσουν το σκάνδαλο, απλά πράγματα»·
- από τα πράγματα, βλ. φρ. εκ των πραγμάτων·
- αστεία πράγματα! ή αστείο πράγμα! α. έκφραση πλήρους συναίνεσης στην πρόταση κάποιου: «σε παρακαλώ, θα μπορέσεις να με βοηθήσεις στη μετακόμιση που θα κάνω αύριο; -Αστείο πράγμα!», δηλ. και βέβαια θα σε βοηθήσω. β. χαρακτηρισμός υπόθεσης ή εργασίας που αναλαμβάνουμε ως πολύ εύκολης, πολύ απλής για τις δυνατότητές μας: «θα μπορέσεις να κουβαλήσεις αυτό το κιβώτιο μόνος σου; -Αστείο πράγμα!», δηλ. και βέβαια μπορώ να το κουβαλήσω· βλ. και φρ. γελοία πράγματα! ή γελοίο πράγμα(!)·
- άτιμο πράγμα ή άτιμα πράγματα, α. ενέργεια ανέντιμη, δόλια: «αυτό που έκανες στον άνθρωπο ήταν πολύ άτιμο πράγμα || εγώ δε σ’ είχα μαθημένο γι’ άτιμα πράγματα». β. λέγεται για κάτι συνήθως μικροαντικείμενα ή μικροσυσκευές, που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν ή τη χρησιμότητά τους: «τι άτιμο πράγμα είναι αυτό και για ποιο λόγο τ’ αγόρασες, δεν μπορώ να καταλάβω»·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, αποτελεί άλλη, ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «δεν έχει καμιά σχέση αυτό που μου λες με την υπόθεση που κουβεντιάζουμε, γιατί αυτό είν’ άλλο πράγμα». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο·
- αυτό το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, βλ. λ. ποδήλατο·
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους ή αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, αφήνω τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους, χωρίς να επεμβαίνω ή να εκβιάζω την έκβασή τους: «έχει προβλήματα με τη γυναίκα του και τον συμβούλεψα ν’ αφήσει τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους και ο καιρός θα δείξει τι πρέπει να κάνει»·
- βάζω τα πράγματα στη θέση τους, α. διευθετώ μια διαφορά ή μια παρεξήγηση που υπάρχει: «τώρα που βάλαμε τα πράγματα στη θέση τους μπορούμε να δώσουμε τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πάψεις πια τις τρέλες σου τις τόσες, θα σ’ αφήσω, σου το λέω, να το ξέρεις κι αν δε βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους,συ θα κλαις, θα ξενυχτάς, θα υποφέρεις). β. αποκαθιστώ την αλήθεια, λέω τα πράγματα όπως ακριβώς είναι: «μόλις ήρθε ο τάδε κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, τότε μόνο μπορέσαμε κι εμείς να μάθουμε την πραγματική αλήθεια»·
- βερέμικο πράμα, βλ. λ. βερέμικος·
- βήτα πράμα, βλ. συνηθέστ. δεύτερο πράμα·
- βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα ή βλέπω της μάνας μου το πράμα, βασανίζομαι, τυραννιέμαι, υποφέρω πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα για να θρέψω την οικογένειά μου». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό σε κάποιον να βλέπει της γιαγιάς του ή της μάνας του το αιδοίο και από αισθητική, αλλά περισσότερο από ηθική άποψη· βλ. και φρ. είδα της γιαγιάς μου το πράμα·
- βρήκε στρωμένα τα πράγματα ή βρήκε τα πράγματα στρωμένα, α. δε βρήκε καμιά δυσκολία, κανένα εμπόδιο σε κάποια δουλειά ή σε κάποια υπόθεση: «μόλις ανέλαβε τη δουλειά, άρχισε αμέσως την παραγωγή, γιατί βρήκε τα πράγματα στρωμένα». β. βρήκε την πολιτική κατάσταση στη χώρα για την οποία γίνεται λόγος, ήρεμη, ομαλή: «γύρισε μετά την πτώση της χούντας και βρήκε στρωμένα τα πράγματα, για να μας παρουσιάζεται μετά και αντιστασιακός!»·   
- γελοία πράγματα! ή γελοίο πράγμα! καταστάσεις ασήμαντες, φαιδρές, ανάξιες λόγου: «δε θέλω να ’ρχεσαι κάθε τόσο και να μ’ ενοχλείς για γελοία πράγματα!»·
- για δε(ς) πράματα! βλ. φρ. για κοίτα πράματα(!)·
- για δε(ς) κάτι πράματα! έκφραση δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για κάτι που μας δημιουργεί κακή εντύπωση. (Τραγούδι: για δες κάτι πράματα, να γυρίζεις μες τ’ άγρια χαράματα)· βλ. και φρ. κοίτα πράματα(!)·
- για κοίτα πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- γίνονται πράματα και θάματα, α. συμβαίνουν πολλά ευχάριστα και αξιοθαύμαστα: «κάθε χρόνο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης γίνονται πράματα και θάματα». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση για καταστάσεις που έχουν αρνητικό αντίκτυπο: «όταν γυρίζει το βράδυ μεθυσμένος, γίνονται στο σπίτι του πράματα και θάματα»·
- γυναικουλίστικα πράγματα, βλ. λ. γυναικουλίστικος·
- δε θέλει ρώτημα το πράγμα ή δε χρειάζεται ρώτημα το πράγμα, βλ. λ. ρώτημα·
- δε θέλει φιλοσοφία το πράγμα ή δε χρειάζεται φιλοσοφία το πράγμα, βλ. λ. φιλοσοφία·
- δε λέει (και) πολλά πράγματα, βλ. φρ. δε λέει (και) πολλά, λ. πολύς·
- δεν είναι αστείο πράγμα να…, το ζήτημα είναι σοβαρό, πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα: «σήμερα δεν είναι αστείο πράγμα να κάνει κανείς έρωτα δίχως προφυλακτικό»·
- δεν είναι για μεγάλα πράγματα, δεν έχει την ικανότητα, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη ότι μπορεί να κατορθώσει κάτι σπουδαίο: «έχω την εντύπωση πως ο τύπος είναι μόνο λόγια και πως δεν είναι για μεγάλα πράγματα»·
- δεν είναι έτσι τα πράγματα, έκφραση αμφισβήτησης για τον τρόπο με τον οποίο αναφέρει κάποιος ένα γεγονός: «ακούω με προσοχή αυτά που λες, αλλά με συγχωρείς που θα σε διακόψω, γιατί δεν είναι έτσι τα πράγματα». Συνών. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι καλά τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, διέρχεται κρίση, εγκυμονεί κινδύνους: «τον τελευταίο καιρό δεν είναι καλά τα πράγματα στον τόπο μας, γι’ αυτό πολλοί φεύγουν στο εξωτερικό»· βλ. και φρ. δεν πάνε καλά τα πράγματα·
- δεν είναι λίγο πράγμα να…, βλ. φρ. δεν είναι μικρό πράγμα να(…)·
- δεν είναι μικρό πράγμα να…, δεν είναι καθόλου ασήμαντο, απεναντίας είναι πολύ σοβαρό, πολύ σπουδαίο: «δεν είναι μικρό πράγμα να χρωστάς ένα σωρό λεφτά και να κινδυνεύεις να πας φυλακή, επειδή δεν έχεις να τα πληρώσεις || δεν είναι μικρό πράγμα να περάσεις κολυμπώντας τα στενά της Μάγχης»·
- δεν είναι πράγμα αυτό! ή δεν είναι πράγματα αυτά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή! λ. δουλειά·
- δεν είναι σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν είναι σόι πράματα αυτά, βλ. λ. σόι·
- δεν έρχονται καλά τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους δεν προβλέπεται ευοίωνη: «ο κόσμος όλος ανησυχεί, γιατί αντιλαμβάνεται πως δεν έρχονται καλά τα πράγματα»·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, βλ. φρ. δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι, λέγεται σε περιπτώσεις που επιχειρούμε να εξομοιώσουμε ασυμβίβαστα μεταξύ τους πράγματα είτε υποτιμώντας είτε υπερτιμώντας τα: «θα πρέπει να μάθεις να ξεχωρίζεις τους επιστήμονες απ’ τους απλούς ανθρώπους, γιατί δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι»·
- δεν πάνε καλά τα πράγματα, α. η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού ή κράτους δεν έχει ευοίωνη προοπτική: «όταν βλέπεις να πέφτουν οι τιμές στο χρηματιστήριο, να ’σαι σίγουρος πως δεν πάνε καλά τα πράγματα στον τόπο μας || όταν βλέπεις τις οικογένειες να διαλύονται η μια πίσω απ’ την άλλη, τότε να ξέρεις πως γενικά δεν πάνε καλά τα πράγματα». β. η οικονομική κατάσταση ή η υγεία ενός ατόμου δεν έχει ευοίωνη προοπτική και γενικά η εξέλιξη κάποιας δουλειάς ή υπόθεσης δεν έχει το ποθητό αποτέλεσμα, γιατί παρουσιάζει πολλές δυσκολίες: «το ’χει καταλάβει πως δεν πάνε καλά τα πράγματα με την υγεία του και προσπαθεί να μη χάσει την ψυχραιμία του || δεν πάνε καλά τα πράγματα στη δουλειά του και ζήτησε τη βοήθεια του φίλου του»· βλ. και φρ. δεν είναι καλά τα πράγματα·
- δεν προχωράει το πράγμα, η δουλειά ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα, δεν εξελίσσεται: «πώς τα πας με τη δουλειά σου; -Έχω πέσει σε κάτι απρόβλεπτες δυσκολίες και δεν προχωράει το πράγμα»·
- δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους εγκυμονεί δυσάρεστες καταστάσεις: «τον τελευταίο καιρό, μ’ όλη αυτή την αναταραχή που υπάρχει, δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα»·
- δεν το βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν το βλέπω σόι το πράμα, βλ. λ. σόι·
- δεν το καλοβλέπω το πράγμα, θεωρώ πως κάπου κάτι είναι ύποπτο: «για να κάθεται αυτός ο τύπος με τις ώρες στη γωνία και να μας παρακολουθεί, δεν το καλοβλέπω το πράγμα»·
- δεν τον βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- δες πράματα! βλ. φρ. κοίτα πράματα(!)·
- δέστε πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας βαδίζοντας λικνιστικά. Από το ότι πολλοί πωλητές, ιδίως οι πωλητές ψαριών, διαφημίζουν με αυτή τη φράση το εμπόρευμά τους στο δρόμο ή στην ψαραγορά, αλλά και από το ότι πράμα σημαίνει μουνί·
- δεύτερο πράμα, εμπόρευμα κατώτερης ποιότητας, δεύτερης διαλογής: «δεν έπρεπε να δώσεις τόσα λεφτά γι’ αυτό το ρολόι, γιατί είναι δεύτερο πράμα»·
- διαφέρει το πράγμα, βλ. φρ. αλλάζει το πράγμα·
- δυσκολεύουν τα πράγματα, βλ. φρ. σκουραίνουν τα πράγματα·
- δύσκολο πράγμα είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολο πράγμα είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, άλλοτε πάλι προτάσσεται ή ακολουθεί της φρ. το νομίζεις, ενώ είναι φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και ταυτόχρονα κλείνει με το νομίζεις·
- έγιναν απίστευτα πράγματα, βλ. φρ. έγιναν φοβερά πράγματα·
- έγιναν τρομερά πράγματα, βλ. φρ. έγιναν φοβερά πράγματα·
- έγιναν φοβερά πράγματα, δημιουργήθηκαν συγκλονιστικά επεισόδια, έγιναν πολύ μεγάλες παρατυπίες ή παρανομίες: «όταν τα Μ.Α.Τ. επιτέθηκαν στους διαδηλωτές, έγιναν φοβερά πράγματα, γιατί χτυπούσαν στα τυφλά || η αντιπολίτευση κατήγγειλε φοβερά πράγματα για τις απευθείας αναθέσεις διαφόρων δημοσίων έργων»·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. φρ. έγινε σκατά το πράμα·
- έγινε σκατά το πράμα ή το πράμα έγινε σκατά, λέγεται σε περίπτωση που κάποιο αντικείμενο καταστράφηκε, που κάποια υπόθεση στράβωσε και δεν είχε αίσιο τέλος ή που δεν μας ικανοποιεί πια: «έτσι όπως έγινε σκατά το πράμα, καλύτερα πέτα το κι αγόρασε ένα κασετόφωνο της προκοπής || έτσι όπως έγινε σκατά το πράμα, δεν ξαναπατάω στο μαγαζί του να βλέπω όλα τα τσογλάνια να πουλάνε μούρη»·
- εδώ το καλό το πράμα! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Από το ότι πολλοί πωλητές, ιδίως φρούτων και λαχανικών, διαφημίζουν με αυτή τη φράση τα εμπορεύματά τους στο δρόμο ή στην αγορά, αλλά και από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- είδα της γιαγιάς μου το πράμα ή είδα της μάνας μου το πράμα, ένιωσα οδυνηρή έκπληξη: «μόλις αντιλήφθηκα τον τάδε να βάζει χέρι στο ταμείο του φίλου του, είδα της γιαγιάς μου το πράμα»· βλ. και φρ. βλέπω της γιαγιάς μου το πράμα·
- είμαι μέσα στα πράγματα, α. συμμετέχω στη διαμόρφωση των εξελίξεων, είμαι στα κέντρα αποφάσεων: «έλα να σε βολέψω τώρα που είμαι μέσα στα πράγματα, γιατί δεν ξέρουμε τι γίνεται αργότερα!». β. είμαι γνώστης των όσων συμβαίνουν σε ένα χώρο ή σε ένα τόπο: «διαβάζω όλες τις εφημερίδες που κυκλοφορούν, γιατί θέλω να είμαι μέσα στα πράγματα»·
- είμαι στα πράγματα, έχω την πολιτική εξουσία, κυβερνώ ή ανήκω στην κυβερνητική παράταξη: «τώρα που είμαι στα πράγματα, θα βοηθήσω αυτούς που έχουν πραγματικά ανάγκη»·
- είναι εντάξει τα πράγματα ή τα πράγματα είναι εντάξει (γενικά) οι διαφορές διευθετήθηκαν, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική ζωή ενός τόπου εξελίσσεται ομαλά: «κάνουν πάλι παρέα, γιατί τώρα είναι εντάξει τα πράγματα, μια και ξέχασαν τις παλιές τους έχθρες || τον τελευταίο καιρό είναι εντάξει τα πράγματα στην αγορά || τα πράγματα είναι εντάξει με τη γειτονική μας χώρα»·
- είναι ζόρικα τα πράγματα, βλ. φρ. είναι στριμόκωλα τα πράγματα·
- είναι μεγάλο πράγμα, έχει μεγάλη σημασία, μεγάλη σπουδαιότητα: «είναι μεγάλο πράγμα να υπάρχει αλληλοκατανόηση σ’ ένα ζευγάρι || είναι μεγάλο πράγμα η υγεία στον άνθρωπο». (Τραγούδι: η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα,σαν ταξιδάκι αναψυχής μ’ ένα κρυμμένο τραύμα
- είναι πολύ πράμα! βλ. φρ. πολύ πράμα(!)·
- είναι πράγματα αυτά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «είναι πράγματα αυτά να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || είναι πράγματα  αυτά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || είναι πράγματα αυτά να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ με το θόρυβο που κάνεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα και κλείνει με το όχι πες μου σε παρακαλώ·  
- είναι πράμα απ’ τη Δράμα! α. το εμπόρευμα είναι πάρα πολύ καλό, είναι γνήσιο: «αγόρασα ένα ρολόι, φίλε μου, που είναι πράμα απ’ τη Δράμα!». Η αναφορά στη Δράμα, ίσως από το ότι εκεί καλλιεργούσαν χασίσι πρώτης ποιότητας. β. (για γυναίκες) είναι πάρα πολύ όμορφη: «τα ’φτιαξε με μια γκόμενα, που είναι πράμα απ’ τη Δράμα!». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- είναι προχωρημένα τα πράγματα, α. η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος έχει ήδη εξελιχθεί: «τώρα δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη δουλειά, γιατί είναι προχωρημένα τα πράγματα || δεν υπάρχει περίπτωση να συμφιλιωθούν, γιατί είναι προχωρημένα τα πράγματα μεταξύ τους». β. (ειδικά) το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ήδη προχωρήσει στην ερωτική πράξη, οπότε η γυναίκα δεν είναι πια παρθένα: «απ’ τη στιγμή που είναι προχωρημένα τα πράγματα μαζί της, θα πρέπει να πας να τη ζητήσεις απ’ τους γονείς της»·
- είναι σκούρα τα πράγματα, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού ή κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής γενικά έχει επιδεινωθεί πάρα πολύ: «όσο υπάρχει ακυβερνησία, είναι σκούρα τα πράγματα για τον τόπο μας || μετά την πτώση των αξιών στο χρηματιστήριο, είναι σκούρα τα πράγματα για την οικονομία μας || μετά την εξέταση που μ’ έκανε ο γιατρός, με προειδοποίησε πως είναι σκούρα τα πράγματα για την υγεία μου»·
- είναι σόι πράματα αυτά! βλ. λ. σόι·
- είναι στα πράγματα, α. (για παρατάξεις ή για πολιτικά) είναι στην εξουσία, κυβερνά, κατέχει κάποιο πόστο: «ποια παράταξη είναι τώρα στα πράγματα στη χώρα σας; || όταν ήταν ο τάδε υπουργός στα πράγματα, όλα δούλευαν ρολόι». β. (για πρόσωπα) που ανήκει στην κυβερνητική παράταξη, που έχει κάποια εξουσία ή που διαθέτει κάποιο πολιτικό μέσο: «μόνο ο τάδε μπορεί να σε βοηθήσει, γιατί τώρα αυτός είναι στα πράγματα || όταν ήταν στα πράγματα, έκανε πως δε μας ήξερε!». γ. λέγεται και για άνθρωπο που βρίσκεται στο κέντρο των γεγονότων, που είναι δραστήριος, που έχει μεγάλη εμπειρία, μεγάλη γνώση σε κάποιο χώρο, ιδίως σε θέματα καθημερινής ζωής: «για πες μου εσύ, που είσαι στα πράγματα, πού θα βρω έναν εργάτη για κάτι μερεμέτια;»·
- είναι στριμόκωλα τα πράγματα ή τα πράγματα είναι στριμόκωλα, α. βρισκόμαστε σε περίοδο έντονης οικονομικής ανέχειας ή σε περίοδο σκλήρυνσης της κυβερνητικής πολιτικής και των εκτελεστικών της οργάνων, ή, γενικά, η παγκόσμια κατάσταση εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους: «απ’ τη στιγμή που η κυβέρνηση επανέφερε την προσωποκράτηση για χρέη προς το δημόσιο, είναι στριμόκωλα τα πράγματα || με όλη αυτή τη ρευστότητα που υπάρχει στην πρώην Γιουγκοσλαβία, είναι στριμόκωλα τα πράγματα». β. (γενικά) η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζονται μεγάλες αντιξοότητες, χρειάζεται μεγάλη προσοχή: «έχω σκοπό να μην ξεκινήσω καμιά καινούρια δουλειά, γιατί είναι στριμόκωλα τα πράγματα»·
- είναι στρωμένα τα πράγματα ή τα πράγματα είναι στρωμένα, α. δεν υπάρχει καμιά πολιτική, κοινωνική ή οικονομική δυσκολία, ή, αν υπήρχε, έχει ξεπεραστεί: «τον τελευταίο καιρό επικρατεί ηρεμία στον τόπο μας και γενικά είναι στρωμένα τα πράγματα». β. δεν υπάρχουν διαφορές ή εκκρεμότητες ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες, ή, αν υπήρχαν, έχουν διευθετηθεί: «κάποτε ήταν μαλωμένοι, αλλά τώρα είναι στρωμένα τα πράγματα και κάνουν πάλι παρέα»·
- είναι το ίδιο πράγμα, δεν υπάρχει καμιά διαφορά: «αυτό που μου λες, είναι το ίδιο πράγμα μ’ αυτό που σου λέω κι εγώ»·
- εκ των πραγμάτων, όπως προκύπτει από τα πράγματα, από την κρατούσα κατάσταση: «είμαι υποχρεωμένος εκ των πραγμάτων να μειώσω το προσωπικό μου, γιατί η δουλειά έχει πέσει κατακόρυφα»·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα, στην πιο καίρια στιγμή που θα πετύχαινε κανείς κάτι έπειτα από πολλές προσπάθειες: «εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα και να πέσουν οι υπογραφές, ζήτησε μια προθεσμία για να ξαναμελετήσει το συμβόλαιο»· βλ. και φρ. εκεί που πήγαινε να δέσει το γλυκό, λ. γλυκός·  
- έρχομαι στα πράγματα, α. αναλαμβάνω την πολιτική εξουσία, κυβερνώ: «όσοι έρχονται στα πράγματα, το πρώτο που κάνουν είναι να βολέψουν όλους τους δικούς τους στο δημόσιο». β. ανήκω στο κόμμα εκείνο που ανέλαβε την εξουσία: «τώρα που ήρθαμε στα πράγματα, θα τρελαθούμε στη μάσα»·
- έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα, καταληκτική φρ. με την οποία κλείνει κάποιος την παρουσίαση μιας κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε: «να ξεχάσετε όλα όσα ακούσατε, γιατί έτσι έχουν τα πράγματα». Συνών. έτσι έχει η υπόθεση / έτσι έχει το ζήτημα / έτσι έχει το θέμα·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, έχει υπερβολικά μεγάλο πέος: «μια φορά πήγε η τάδε μαζί του και δεν έχει σκοπό να ξαναπάει, γιατί ο τύπος έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι». Η αναφορά στο βγαλμένο χέρι, γιατί ο παθών το αφήνει να κρέμεται, μέχρι να δεχτεί τις πρώτες βοήθειες, κι έτσι, γίνεται αντιληπτό όλο το μήκος του, κάτι που παρομοιάζεται με το πέος που κρέμεται μπροστά·
- έχει πολύ πράμα! έκφραση θαυμασμού για όμορφη γυναίκα που έχει καλοσχηματισμένα και ωραία πιασίματα: «είναι μια γκομενάρα, που έχει πολύ πράμα!»·
- έχει πολύ πράμα, υπάρχει υπεραφθονία αγαθών: «το πρωί έκανα μια βόλτα στην αγορά κι είδα πως έχει πολύ πράμα»·
- έχω πείρα του πράγματος, βλ. λ. πείρα·
- ζορίζουν τα πράγματα, α. η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, επιβάλλει τη λήψη σκληρών μέτρων: «τα δυο τελευταία χρόνια άρχισαν να ζορίζουν τα πράγματα, γι’ αυτό απαιτείται σκληρή λιτότητα». β. (γενικά) παρουσιάζονται δυσκολίες, αντιξοότητες, χρειάζεται στο εξής μεγαλύτερη προσοχή: «μην ξανοίγεσαι στη δουλειά σου, γιατί ζορίζουν τα πράγματα || έχω περικόψει όλα τα περιττά έξοδα, γιατί ζορίζουν τα πράγματα»·
- ζορίζω τα πράγματα, α. εκβιάζω μια κατάσταση ή μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «απ’ τη στιγμή που σου υποσχέθηκε πως μέσα στο μήνα θα σου επιστρέψει τα λεφτά που του δάνεισες, μη ζορίζεις άλλο τα πράγματα». β. ασκώ πίεση για να εξελιχθεί μια δουλειά ή μια υπόθεσή μου γρηγορότερα: «αν δε ζόριζα τα πράγματα, δε θα ’χα πάρει ακόμα το δάνειο»· 
- ζόρικο πράμα, α. (για γυναίκες) πάρα πολύ όμορφη: «τα ’φτιαξε με μια γυναίκα, πολύ ζόρικο πράμα». β. (για πράγματα) που είναι εντυπωσιακό, που είναι αξίας: «αγόρασε ένα ρολόι, ζόρικο πράμα || αγόρασε μια αυτοκινητάρα, πολύ ζόρικο πράμα». γ. (για καταστάσεις) που προκαλεί ψυχική καταπίεση, ψυχική δυσφορία: «δεν υπάρχει πιο ζόρικο πράγμα να χάνεις τη γυναίκα που αγαπάς || ζόρικο πράγμα για έναν πατέρα να βλέπει την κατάντια του γιου του»·
- ζυγιάζω τα πράγματα, υπολογίζω σοβαρά, προσεκτικά μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, πριν αποφασίσω να ενεργήσω: «δεν κάνει τίποτα, αν δεν ζυγιάσει πρώτα καλά τα πράγματα»·
- η πορεία των πραγμάτων, βλ. λ. πορεία·
- η φορά των πραγμάτων, βλ. λ. φορά·
- ηρεμώ τα πράγματα, τακτοποιώ, διευθετώ μια έκρυθμη κατάσταση: «με την απειλή πως θα καλέσω την αστυνομία, ηρέμησα τα πράγματα και οι δυο παρέες κάθισαν φρόνιμα στα τραπεζάκια τους»·
- θα δείξει το πράγμα, βλ. φρ. θα φανεί το πράγμα·
- θα το κανονίσουμε το πράγμα, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε: «αποφάσισε πρώτα εσύ να πάρεις μέρος στη δουλειά και θα το κανονίσουμε το πράγμα»·
- θα φανεί το πράγμα, κατά τη διάρκεια της συναναστροφής ή της εξέλιξής του, θα αποδειχθεί, θα αποκαλυφθεί αν κάποιος ή κάτι έχει θετικά ή αρνητικά στοιχεία: «δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει, αλλά ας τον βάλουμε στην παρέα μας και θα φανεί το πράγμα || ας ξεκινήσουμε τώρα τη δουλειά και στην πορεία θα φανεί το πράγμα»· 
- θέλει (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. λ. ρώτημα·
- θέλει (και) φιλοσοφία το πράγμα! βλ. λ. φιλοσοφία·
- θέλει κουβέντα το πράγμα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει σκέψη το πράγμα, βλ. λ. σκέψη·
- θέλει συζήτηση το πράγμα, βλ. λ. συζήτηση·
- καθαρά πράγματα, βλ. φρ. καθαρισμένα πράγματα·
- καθαρισμένα πράγματα, βλ. συνηθέστ. ξεκαθαρισμένα πράγματα·
- κάθε πράγμα στη σειρά του, βλ. φρ. σειρά·
- κάθε πράγμα στην ώρα του, βλ. φρ. ώρα·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγό κόκκινο το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. κολιός·
- καλώς εχόντων των πραγμάτων, αν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, αν όλα εξελίσσονται ομαλά: «βέβαια, καλώς εχόντων των πραγμάτων, η δουλειά θα πρέπει να τελειώσει τέλος του μηνός»·
- κάνει πράματα και θάματα, είναι σπάνιος τεχνίτης ή είναι άφταστος στο επάγγελμα που κάνει και γενικά, με οτιδήποτε καταπιάνεται, έχει άριστα αποτελέσματα: «αυτός ο μηχανικός κάνει πράματα και θάματα || αυτός ο χειρούργος κάνει πράματα και θάματα»·
- κάνει τρελά πράγματα, α. συμπεριφέρεται παράλογα: «κάθε φορά που τον παίρνουμε μαζί μας, γινόμαστε ρεζίλι, γιατί κάνει συνέχεια τρελά πράγματα». β. (για τεχνίτες, μηχανικούς) είναι ικανότατος: «κάθε φορά που παθαίνει βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, που κάνει τρελά πράγματα»·
- κανονίζω τα πράγματα, α. τακτοποιώ, διευθετώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω: «αν δεν κανονίσω πρώτα τα πράγματα που με απασχολούν, δε βλέπω φέτος να κάνω διακοπές». β. βρίσκω λύση σε κάποιο πρόβλημα, συμβιβάζω διαφορές: «επειδή δεν μπορούσαν να τα βρουν μόνοι τους στη μοιρασιά, φώναξαν ένα τρίτο να κανονίσει τα πράγματα»·
- κανονίστηκε το πράγμα ή το πράγμα κανονίστηκε, η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος συμφωνήθηκε, διευθετήθηκε: «τι γίνεται με κείνη τη δουλειά που ήταν ν’ αναλάβεις; -Κανονίστηκε το πράγμα || είσαι ακόμα στα μαχαίρια με τον τάδε; -Το πράγμα κανονίστηκε, γιατί δόθηκαν αμοιβαίες εξηγήσεις»·   
- κατά πώς βλέπω τα πράγματα, βλ. φρ. κατά πώς δείχνουν τα πράγματα·
- κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, σύμφωνα με την πορεία, με την εξέλιξη των πραγμάτων, σύμφωνα με τους οιωνούς: «κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, θα ’χουμε γρήγορα εκλογές»·
- κατά πώς έρχονται τα πράγματα, αναλόγως με τις συνθήκες που επικρατούν, αναλόγως των περιστάσεων: «έχω μάθει να μη βιάζομαι και πάντα ενεργώ κατά πώς έρχονται τα πράγματα»·
- κοίτα πράματα! έκφραση απορίας, θαυμασμού ή έκπληξης για κάτι που ακούμε, βλέπουμε ή πληροφορούμαστε: «κοίτα πράγματα, κοτζάμ άντρας, να συνερίζεται αυτό το μικρό παιδί! || κοίτα πράγματα που γίνονται στην ιατρική επιστήμη!». (Τραγούδι: σαν κλεμμένο ξωκλήσι, έτσι μ’ έχεις αφήσει και μου πήρες σταυρούς και μαλάματα, κοίτα πράματα!). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για και μετά το ρ. ακολουθεί το κάτι· βλ. και φρ. για δε(ς) κάτι πράματα(!)·
- κορίτσι πράμα! βλ. λ. κορίτσι·
- κρίθηκε το πράγμα, αποφασίστηκε οριστικά, τελεσίδικα κάτι: «τη δουλειά θα την αναλάβει ο τάδε, γιατί έχει πολύ πιο πολλά προσόντα από σένα, κρίθηκε το πράγμα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πάει·
- κρύωσε το πράγμα, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να έχει ενδιαφέρον: «μετά από τόσες υπαναχωρήσεις, κρύωσε το πράγμα»·
- λάσπωσαν τα πράγματα ή λάσπωσε το πράγμα, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά, λ. δουλειά·
- λέει πράματα και θάματα! το άτομο ή το ανάγνωσμα για το οποίο γίνεται λόγος, μιλάει για πάρα πολύ ενδιαφέροντα και θαυμαστά πράγματα: «κάθε φορά που γυρίζει ο θείος μου από ταξίδι, μας λέει πράματα και θάματα || αυτό το βιβλίο λέει πράματα και θάματα για την Αφρική!»·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, μιλώ χωρίς υπεκφυγές, ό,τι λέω, το λέω ντόμπρα και σταράτα: «δε δίνω σε κανέναν το δικαίωμα να παρεξηγήσει τα λόγια μου, γιατί λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους»·
- λέω τα πράγματα όπως είναι, βλ. συνηθέστ. λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους·
- λέω τα πράγματα όπως έχουν, βλ. συνηθέστ. λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους·
- λίγα πράγματα! βλ. φρ. μικρά πράγματα(!)·  
- λίγο πράγμα είναι να… ή λίγο πράγμα το ’χεις να…, βλ. φρ. μικρό πράγμα είναι να(…)·
- μαλακίστηκε το πράγμα, η δουλειά, η υπόθεση ή η συζήτηση έφτασε σε σημείο να χάσει τη σοβαρότητα που είχε, και στο εξής δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον: «από ένα σημείο και πέρα μαλακίστηκε το πράγμα κι όλοι άρχισαν σιγά σιγά ν’ αποχωρούν || ο ένας το μακρύ του, ο άλλος το κοντό του, ήρθε και μαλακίστηκε το πράγμα κι όλοι κοιτάζαμε πότε να περάσει η ώρα να φύγουμε»· 
- μην το φιλοσοφείς το πράγμα, βλ. συνηθέστ. μην το ψάχνεις το πράγμα·
- μην το ψάχνεις το πράγμα, α. μην το σκέφτεσαι, μην το εξετάζεις, γιατί η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος δε χρειάζεται πολύ σκέψη, είναι αυτονόητη, είναι ευνόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διευκολύνσεις, θα τελειώσουμε στο άψε σβήσε τη δουλειά, γι’ αυτό μην το ψάχνεις το πράγμα κι έλα να υπογράψουμε τα συμβόλαια», δηλ. υπάρχει σίγουρη επιτυχία. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι, γιατί δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν εκλεγούν, κάνουν εντελώς άλλα, γι’ αυτό σου λέω μην το ψάχνεις το πράγμα»·
- μικρά πράγματα! α. λέγεται για προσπάθεια, που αποφέρει ασήμαντα αποτελέσματα, ασήμαντα κέρδη: «θέλησα να φορτσάρω για να προχωρήσω τη δουλειά, αλλά μικρά πράγματα, γιατί έπεσα πάνω σε γιορτές και σε αργίες! || κάποια στιγμή μου φάνηκε πως είχα αρκετή δουλειά, αλλά όταν έκλεισα ταμείο, διαπίστωσα μικρά πράγματα!». β. λέγεται για να απαλύνει τη στενοχώρια κάποιου που μας προκάλεσε κάποια ζημιά: «έλα, μη στενοχωριέσαι για το βάζο που έσπασες. Μικρά πράγματα, σου λέω, γιατί ήταν και ραγισμένο!»· 
- μικρό πράγμα είναι να… ή μικρό πράγμα το ’χεις να…, βλ. φρ. δεν είναι μικρό πράγμα να(…)·
- μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα, γενικά στη ζωή μου, στις δουλειές μου, αντιμετωπίζω προβλήματα: «πρέπει να κάνω κανένα ευχέλαιο, γιατί τον τελευταίο καιρό μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα»·
- μου ’ρχονται δεξιά τα πράγματα, γενικά όλα στη ζωή μου, στις δουλειές μου, μου έρχονται ευνοϊκά, εξελίσσονται ευνοϊκά: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, Θεούλη μου, γιατί εδώ και καιρό μου ’ρχονται δεξιά τα πράγματα»·
- μου ’ρχονται στραβά τα πράγματα, βλ. φρ. μου ’ρχονται ανάποδα τα πράγματα·
- μπαλώνω τα πράγματα, βλ. φρ. τα μπαλώνω, λ. μπαλώνω·
- μπατάλικο πράμα, αντικείμενο χοντροκομμένο, κακοδουλεμένο και χωρίς τις σωστές του αναλογίες: «πήγες κι έδωσες ένα κάρο λεφτά γι’ αυτό το μπατάλικο πράμα!»·
- μπερδεμένα πράγματα, α. καταστάσεις ή υποθέσεις χωρίς διαφάνεια, ύποπτες: «όλα θα τα βάλουμε επί τάπητος και θα τα συζητήσουμε απ’ την αρχή, γιατί δε μ’ αρέσουν μπερδεμένα πράγματα». β. λόγια ασαφή, από τα οποία δεν μπορεί κανείς να βγάλει νόημα: «τι μπερδεμένα πράγματα είναι αυτά που μου λες!»·
- μπερδεύεται με πολλά πράγματα ή μπερδεύεται σε πολλά πράγματα, δεν έχει μια μόνιμη δουλειά, αλλά ασχολείται με διάφορες δουλειές, με διάφορες υποθέσεις: «δεν ήταν από κείνους που θα μπορούσαν να στεριώσουν κάπου μόνιμα, γιατί έμαθε να μπερδεύεται με πολλά πράγματα»·
- μπερδεύω τα πράγματα, α. δημιουργώ συνειδητά αναστάτωση σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση, ιδίως για προσωπικό μου όφελος: «έτσι όπως μπέρδεψε τα πράγματα, χάλασε η δουλειά και την πήρε ένας δικός του || όπως μπέρδεψε τα πράγματα, δεν μπορεί να βγάλει κανείς άκρη κι έτσι δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε για τίποτα». β. δημιουργώ άθελα ή από άγνοια αναστάτωση σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «τον άφησα για λίγο στο πόδι μου, αλλά, επειδή δεν ήξερε τη δουλειά, μπέρδεψε τα πράγματα και τώρα προσπαθώ να τα ξεμπερδέψω». γ. παρανοώ κάτι: «ραντεβού είχαμε στις δέκα κι όχι στις δώδεκα κι απορώ πώς μπέρδεψες τα πράγματα!»·
- μπλέκω τα πράγματα, φέρνω μια δουλειά, μια υπόθεση ή μια κατάσταση στο απροχώρητο λόγω κακών ιδίως χειρισμών: «όπως έμπλεξες τα πράγματα, δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο τρόπο θα συνεχίσεις τη δουλειά»·
- μπουρδουκλώνω τα πράγματα, α. μπερδεύω, ανακατώνω μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση: «έτσι όπως τα μπουρδούκλωσες τα πράγματα, να δούμε ποιος θα μπορέσει να βγάλει άκρη!». β. ενεργώ κατάλληλα, ώστε να καλύψω μια υπόθεση, ιδίως παράνομη: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τα πράγματα και να κάνουν έλεγχο στο ταμείο σε μερικές μέρες, μόλις βάλω πίσω τα λεφτά που πήρα»·
- μυστήριο πράμα! έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, που μας φαίνεται περίεργο, παράξενο, ανεξήγητο και που μας βάζει σε υποψίες, όσον αφορά τη νομιμότητά του, την προέλευσή του ή τις προθέσεις του: «ο τάδε αγόρασε μια βίλα στη Χαλκιδική. -Μυστήριο πράμα, αυτός μέχρι τα χτες ήταν να πάει φυλακή από χρέη! || ο τάδε με προσκάλεσε να μου κάνει το τραπέζι. -Μυστήριο πράμα, αυτός δεν δίνει τ’ αγγέλου του νερό, γι’ αυτό πρόσεχέ τον, μη θέλει κάτι από σένα! || τι μυστήριο πράμα που είναι η δημιουργία της ζωής!». Συνήθως συνοδεύεται με την ανάλογη έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού έντονα αποτυπωμένη στο πρόσωπο·
- να το δω το πράγμα, να σκεφτώ, να μελετήσω, να υπολογίσω την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «έτσι όπως μας τα λες, όλα είναι εύκολα, αλλά να το δω το πράγμα και θα σ’ απαντήσω»·
- νέα τάξη πραγμάτων, βλ. λ. τάξη·
- νοικοκυρεμένα πράγματα, δουλειά ή ενέργεια που γίνεται με επιμέλεια και τάξη, που χαρακτηρίζεται από σύνεση: «μ’ όποιον κι αν κάνει δουλειά, θέλει νοικοκυρεμένα πράγματα»·
- νοικοκυρίστικα πράγματα, βλ. φρ. νοικοκυρεμένα πράγματα·
- ντροπής πράγμα! ή ντροπής πράγματα! βλ. λ. ντροπή·
- ξεγυρισμένα πράγματα, δουλειές, υποθέσεις ή καταστάσεις που δεν αφήνουν περιθώρια για αμφισβητήσεις, παρεξηγήσεις ή σχόλια: «ό,τι συμφωνήσουμε θα το τηρήσουμε κατά γράμμα, ξεγυρισμένα πράγματα»· βλ. και φρ. ξεγυρισμένο πράμα·
- ξεγυρισμένο πράμα, α. γυναίκα πολύ όμορφη: «παλιά είχε μια γκόμενα που δε βλεπότανε, αλλά η καινούρια του είναι πολύ ξεγυρισμένο πράμα». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. β. οτιδήποτεθεωρείται πολύ ωραίο, πολύ ικανοποιητικό για τις ανάγκες ή τα γούστα μας: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο πολύ ξεγυρισμένο πράμα»· βλ. και φρ. ξεγυρισμένα πράγματα·
- ξεκαθαρίζω τα πράγματα, α. εκκαθαρίζω οικονομικές ή προσωπικές διαφορές που έχω με κάποιον ή με κάποιους: «αν δεν ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, δεν κάνω άλλη δουλειά μαζί σου || και οι δυο έχουμε την εντύπωση πως φταίχτης είναι ο άλλος, γι’ αυτό νομίζω πως ήρθε ο καιρός να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα». β. αποσαφηνίζω κάτι, κατασταλάζω σε κάτι: «ξεκαθάρισε, επιτέλους, τα πράγματα και μη μας τα λες μια έτσι και μια αλλιώς || πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα μέσα στο μυαλό σου κι ύστερα ν’ αποφασίσεις με τι θέλεις ν’ ασχοληθείς στη ζωή σου». γ. επιλέγω, διαλέγω από ένα πλήθος τα ουσιαστικά, τα απαραίτητα στοιχεία, τακτοποιώ: «είναι απ’ το πρωί στο υπόγειο και ξεκαθαρίζει τα πράγματα, γιατί με τα χρόνια μαζεύτηκε πολύ σαβούρα»·    
- ξεκαθαρισμένα πράγματα, α. δουλειές, υποθέσεις ή καταστάσεις που είναι αποσαφηνισμένες στην εντέλεια: «θέλω να μου παρουσιάσεις ξεκαθαρισμένα πράγματα, για να συνεταιριστώ μαζί σου». β. κατηγορηματική δήλωση πως θα πραγματοποιήσουμε την απειλή μας: «αν αντιληφθώ πως πας να κάνεις την παραμικρή απατεωνιά, θα σε κλείσω φυλακή, ξεκαθαρισμένα πράγματα»· βλ. και φρ. ξεκομμένα πράγματα·
- ξεκομμένα πράγματα, έκφραση που δηλώνει πως δεν επιδεχόμαστε αντίρρηση, αντίλογο σε αυτό που είπαμε: «θα κάνετε αυτό που σας λέω, ξεκομμένα πράγματα, κι όποιον δεν του αρέσει, να πάει σπίτι του»· βλ. και φρ. ξεκαθαρισμένα πράγματα (β)· 
- ξηγημένα πράγματα, έκφραση με την οποία προειδοποιούμε το συνομιλητή μας πως δε θα ανεχτούμε καμιά παρέκκλιση από όσα συμφωνήσουμε: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, ξηγημένα πράγματα, γιατί οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους»· βλ. και φρ. ξεκαθαρισμένα πράγματα (β)·
- όνομα και πράμα, βλ. λ. όνομα·
- όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση, οπωσδήποτε: «όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, εγώ θα την παντρευτώ || ξεκίνα εσύ τη δουλειά κι όπως και να ’ρθουν τα πράγματα, θα σε βοηθήσω»·
- όπως και να ’χει το πράγμα ή όπως και να ’χουν τα πράγματα, όπως και αν διαμορφώθηκε η κατάσταση ή όπως και αν διαμορφωθεί η κατάσταση, σε κάθε περίπτωση, ούτως ή άλλως, οπωσδήποτε: «όπως και να ’χει το πράγμα, η ουσία είναι πως θα ξεπεράσουμε τη δύσκολη στιγμή στην οποία βρισκόμαστε || όπως και να ’χει το πράγμα, αυτό που σου ’ταξα θα στο δώσω»·
- ούτως εχόντων των πραγμάτων, επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, επειδή έτσι διαμορφώθηκε η κατάσταση: «ούτως εχόντων των πραγμάτων, μην αμφιβάλλεις ότι θα πετύχει η δουλειά»·
- πάει αλυσίδα το πράμα, βλ. λ. αλυσίδα·
- πάει σερί το πράμα, βλ. λ. σερί·
- παιδί πράμα! βλ. λ. παιδί·
- παίρνω τα πράγματα (έτσι) όπως (μου) έρχονται, αντιμετωπίζω τις καταστάσεις που μου προκύπτουν με στωικότητα: «δε χάνω την ψυχραιμία μου και πάντα παίρνω τα πράγματα έτσι όπως μου έρχονται»·
- παίρνω τα πράγματα τοις μετρητοίς, βλ. φρ. το παίρνω τοις μετρητοίς, λ. μετρητά·
- παράγινε το πράγμα! η υπόθεση ξέφυγε από τα όρια του ανεκτού ή του επιτρεπτού: «παράγινε το πράγμα με τις ανοησίες σου! || παράγινε το πράγμα με την γκρίνια σου! || παράγινε το πράγμα, κάθε φορά που σου χρειάζονται λεφτά, να ’ρχεσαι σε μένα!»·
- παραπήγε το πράγμα! βλ. φρ. παράγινε το πράγμα(!)
- παρατράβηξε το πράγμα! βλ. Φρ. παράγινε το πράγμα(!)·   
- παραφουσκώνω τα πράγματα, υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, παρουσιάζω με υπερβολικό τρόπο κάποιο γεγονός, με σκοπό να εντυπωσιάσω ή να ξεγελάσω κάποιον ή κάποιους: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί παραφουσκώνεις τα πράγματα, αφού δεν έγιναν μ’ αυτόν τον τρόπο! || μας διηγιόταν πώς είχε μπλέξει σ’ έναν καβγά και, μόλις ήρθε στην παρέα μας και η τάδε, άρχισε να παραφουσκώνει τα πράγματα για να κάνει το κομμάτι του»·     
- παραχόντρυνε το πράγμα! βλ. λ. παράγινε το πράγμα(!)·
- πεθαμένα πράγματα, δουλειά, κατάσταση ή υπόθεση που δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη και, κατ’ επέκταση, που στερείται ενδιαφέροντος, ιδίως οικονομικού: «πώς πήγε σήμερα η δουλειά; -Πεθαμένα πράγματα»· βλ. και φρ. σκοτωμένα πράγματα·
- περπατάει το πράγμα, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «δεν μπορώ να πω πως έχω τρελή δουλειά, αλλά περπατάει το πράγμα || απ’ τη μέρα που ανέλαβε την υπόθεση ο τάδε δικηγόρος, περπατάει το πράγμα». β. (για προϊόντα) κυκλοφορεί με ευχέρεια στην αγορά, έχει ζήτηση: «έριξα ένα νέο είδος στην αγορά κι απ’ ό,τι βλέπω περπατάει το πράγμα»·
- ποιος σου ’πε τέτοιο πράγμα ή ποιος σου ’πε τέτοια πράγματα, έκφραση αμφισβήτησης για τα άσχημα λόγια που ειπώθηκαν για κάποιον και που αποδίδονται σε εμάς. (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου, ποιος σου ’πε τέτοια πράγματα και είσαι όλο παράπονα και κλάματα, ποιος σου ’πε πως εγώ μια άλλη αγαπώ, αφού καλά το ξέρεις μακριά σου πως δε ζω
- πολύ πράμα! α. θαυμαστικό επιφώνημα που αναφέρεται σε ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα, πλήθος ή διάρκεια ενός γεγονότος ή ενός πράγματος: «είχε κόσμο στη συγκέντρωση του κόμματος; -Πολύ πράμα! || η τελευταία ταινία του έχει διάρκεια τέσσερις ώρες -Πολύ πράμα!». β. θαυμαστικό επιφώνημα για πανέμορφη γυναίκα: «για δες αυτή τη γυναίκα, σ’ αρέσει; -Πολύ πράμα!». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. γ. θαυμαστικό επιφώνημα για καθετί που μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση: «αγόρασε στη γυναίκα του ένα δαχτυλίδι για τα γενέθλιά της πολύ πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης ή οργής για κάτι παράλογο που μας ζητάει κάποιος: «δε θα ’σαι σίγουρα με τα καλά σου, γιατί, πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα, να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις!»·
- πού τέτοιο πράγμα! ή πού τέτοια πράγματα! έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο πως, παρόλο που θέλουμε να μας συμβεί αυτό που μας λέει ο συνομιλητής μας, αυτό που επιθυμούμε, εντούτοις έχουμε την εντύπωση πως δε θα μας συμβεί: «θα πας φέτος διακοπές; -Πού τέτοιο πράγμα!», δηλ. αν και θέλω δε θα πάω. (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω θαύματα, πού τέτοια πράγματα, αγάπη θέλω μόνο, να με κοιτάς να λιώνω). Συνών. πού τέτοια τύχη(!)·
- πράγμα αβέβαιο, που δεν είναι σίγουρο αν πραγματοποιηθεί ή όχι, που είναι διφορούμενο: «περιμένω από μέρα σε μέρα την έγκριση του δανείου μου απ’ την τράπεζα αλλά προς το παρόν είναι πράγμα αβέβαιο»·
- πράγμα βέβαιο, που είναι σίγουρο, που θεωρείται ήδη τετελεσμένο: «μόλις πάρεις το δάνειο, πράγμα βέβαιο απ’ ότι έχω μάθει, θέλω να με διευκολύνεις μ’ ένα μικρό ποσό»·
- πράγμα που…, γεγονός, στοιχείο, απόδειξη που…: «θέλει να ’ρθει να σου μιλήσει, πράγμα που σημαίνει πως θέλει να μονοιάσετε || θέλει να ’ρθει επίσημα στο σπίτι σου, πράγμα που δείχνει πως ενδιαφέρεται σοβαρά για την κόρη σου»·
- πράγμα της δεκάρας, που δεν έχει καμιά αξία: «έχει μανία ν’ αγοράζει πράγματα της δεκάρας και να στολίζει το δωμάτιο του»·
- πράγματα που καίνε, υποθέσεις ή καταστάσεις που εντυπωσιάζουν αρνητικά, που ενοχοποιούν κάποιον ή επισύρουν εισαγγελική παρέμβαση: «αν ανοίξω το στόμα μου, θα πω για τον τάδε πράγματα που καίνε και δε θέλω να ’μαι εγώ αυτός που θα τον καταστρέψει»·
- πράμα για πέταμα, α. αντικείμενο όχι απαραίτητο: «απ’ τη στιγμή που τ’ αγόρασες και δεν ξέρεις πού να το βάλεις ή πώς να το χρησιμοποιήσεις, είναι πράμα για πέταμα». β. αντικείμενο άχρηστο από την πολυκαιρία ή μηχάνημα άχρηστο από βλάβη: «έχω πολλά πράματα για πέταμα κάτω στο υπόγειο || αυτό τ’ αυτοκίνητο το ’χω απ’ τις αρχές του 1970, πώς να μην είναι πράμα για πέταμα»·
- πράμα που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, βλ. συνηθέστ. χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, λ. χωριό·
- πράμα του πελάγου ή πράμα του πελάου, (στη γλώσσα της αργκό) εμπόρευμα, ιδίως ύφασμα κατώτερης ποιότητας, που υποτίθεται ότι το έφερε λαθραία ναυτικός και πωλείται σε λαϊκές γειτονιές ή σε λαϊκές αγορές από δήθεν ναυτικό ως εξαιρετικής ποιότητας και σε πολύ καλή τιμή: «έραψε ένα παντελόνι μ’ ένα ύφασμα, που αγόρασε από ’ναν ναυτικό, αλλά του πάσαρε πράμα του πελάγου, γιατί μέσα σε λίγο καιρό ξέφτισε»·
- πράματα και θάματα! α. μεγάλη ποικιλία αγαθών: «στην αγορά σήμερα υπήρχαν πράματα και θάματα!». β. αφάνταστα, απίστευτα γεγονότα ή απίθανα νέα: «στη ζωή του είδε πράματα και θάματα || ελάτε να σας πω πράματα και θάματα!»· βλ. και φρ. γίνονται πράματα και θάματα και κάνει πράματα και θάματα·
- πρόσωπα και πράγματα, βλ. λ. πρόσωπο·
- πρόχειρα πράγματα, δουλειά ή υπόθεση που αντιμετωπίστηκε με βιασύνη και προχειρότητα: «αν δω πρόχειρα πράγματα, θα ξανακάνετε τη δουλειά απ’ τη αρχή || τι πρόχειρα πράγματα είναι αυτά που μου παρουσιάζετε;»·
- προχωρημένα πράγματα! βλ. φρ. ανεβασμένα πράγματα(!)·
- πρώτο πράμα, α. (ιδίως για γυναίκες, αλλά για άντρες) που είναι όμορφη, ωραία, που έχει ιδιαίτερα  ανεπτυγμένες τις ιδιότητες του φύλου της: «γνώρισα μια γυναίκα πρώτο πράμα || ο φίλος σου είναι πρώτο πράμα». (Λαϊκό τραγούδι: γίνομ’ άντρας πρώτο πράμα με πιστόλι και με κάμα). Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί. β. (για προϊόντα) που είναι πρώτης ποιότητας: «αγοράζω πάντα απ’ το τάδε μαγαζί, γιατί πουλάει πρώτο πράμα»·
- πώς είναι τα πράγματα; τι κατάσταση επικρατεί(;): «πώς είναι τα πράγματα στη νέα σου δουλειά; || πώς είναι τα πράγματα στο σπίτι;»·
- πώς έχουν τα πράγματα; πώς έγινε, πώς διαδραματίστηκε κάτι(;): «για πες μου, πώς έχουν τα πράγματα κι έφτασαν στο σημείο να μαλώσουν;»· βλ. και φρ. πώς είναι τα πράγματα(;)·  
- πώς πάν’ τα πράγματα; α. έκφραση ενδιαφέροντος κάποιου για τη δουλειά και γενικά για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή ενός ανθρώπου: «ω, καιρό έχω να σε δω, πώς πάν’ τα πράγματα;». β. η έκφραση δείχνει και πολιτικό ενδιαφέρον·
- πώς (τα) βλέπεις τα πράγματα; ποια είναι η γνώμη σου, πώς κρίνεις, πώς εκτιμάς κάποια κατάσταση γενική, κοινωνική ή πολιτική(;): «πώς βλέπεις τα πράγματα με την επέκταση που έκανε ο τάδε στη δουλειά του; || πώς τα βλέπεις τα πράγματα με την παραίτηση του τάδε υπουργού;»·
- ρίχνει πράμα! α. (για πρόσωπα) τρώει πάρα πολύ: «ρίχνει πράμα, σου λέω, που μπορεί να φάει κι ένα βόδι στην καθισιά!». β. (για βροχή, χιόνι, όχι για χαλάζι, γιατί αυτό πέφτει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα) πέφτει πάρα πολύ δυνατά, πάρα πολύ πυκνά και σε διάρκεια: «δεν μπορείς να φύγεις τώρα, γιατί έξω ρίχνει πράμα!»·
- σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο, σε όλες τις εκδηλώσεις, σε όλες τις ενέργειες υπάρχει ένα επιτρεπτό, ένα ανεκτό σημείο, πέραν του οποίου γίνεται κατάχρηση δικαιώματος ή παρατηρείται παρεκτροπή: «σ’ είπαν να φας κι εσύ ξεκοιλιάστηκες, ρε παιδάκι μου. Σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο! || είπαμε να ’σαι αυστηρός, αλλά εσύ το παράκανες, γιατί πρέπει να ξέρεις πως σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο»·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- σιάξανε τα πράγματα, ξεπεράστηκαν οι δυσκολίες, τα προβλήματα, εξομαλύνθηκε η κατάσταση, ιδίως η οικονομική ή η πολιτική: «τώρα που σιάξανε τα πράγματα, θα πάρω κι εγώ την οικογένειά μου και θα πάω διακοπές || μόλις σιάξανε τα πράγματα στον τόπο μας, ήρθαν ένα σωρό τύποι απ’ το εξωτερικό κι άρχισαν να μας μοστράρουν για αντιστασιακοί»·
- σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! βλ. φρ. σπουδαίο πράγμα! (Τραγούδι: το καινούριο πράγμα είν’ άλλο πράγμα να σ’ αγκαλιάσει, να σ’ ανεβάσει μπορεί ρίχνουμε ένα κλάμα, σιγά το πράγμα παλιορεκλάμα ζωή)·
- σιχαμερά πράγματα, πράξεις ή λόγια που προκαλούν αηδία, απέχθεια, αποστροφή: «τι σιχαμερά πράγματα είναι αυτά που κάνεις! – τι σιχαμερά πράγματα είναι αυτά που λες!»·
- σκάρτο πράγμα, εμπόρευμα άχρηστο, χωρίς καμιά αξία: «δε δίνω ούτε δραχμή, γιατί είναι σκάρτο πράγμα αυτό που θέλεις να μου πουλήσεις»·
- σκοτωμένα πράγματα, δηλώνει απραξία εμπορικών συναλλαγών και γενικά την αναδουλειά: «πως πας από δουλειά; -Σκοτωμένα πράγματα || είχατε χτες βράδυ δουλειά στο κλαμπ; -Σκοτωμένα πράγματα»· βλ. και φρ. πεθαμένα πράγματα·
- σκουραίνουν τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους, προβλέπεται δύσκολη, παρουσιάζονται εμπόδια που δυσχεραίνουν ή και αποκλείουν την ομαλή εξέλιξη: «μετά την ανοιχτή σύγκρουση της κυβέρνησης με τα εργατικά συνδικάτα, σκουραίνουν τα πράγματα || μετά το κλείσιμο των συνόρων με το γειτονικό κράτος, σκουραίνουν τα πράγματα»·
- σου είναι ένα πράμα! το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι υπερβολικά επιτήδειο, παμπόνηρο ή φαύλο και δεν μπορεί κανένας να του έχει εμπιστοσύνη: «πρόσεχε μην μπλέξεις μαζί του, γιατί σου είναι ένα πράμα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι πράμα! ή με το Θεός να σε φυλάει·
- σπέσιαλ πράμα, α. εμπόρευμα ή αντικείμενο εξαιρετικό, ιδιαίτερα ξεχωριστό: «έφερα απ’ το εξωτερικό σπέσιαλ πράμα για τις γιορτές || αγόρασα ένα αυτοκίνητο σπέσιαλ πράμα». β. λέγεται και για όμορφη γυναίκα:  «γνώρισα μια γυναίκα σπέσιαλ πράμα». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί·
- σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα, λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και, σπουδαίο το πράγμα! || ξέρεις τι σπουδαίο πράγμα που είναι να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο! -Σπουδαίο το πράγμα! || ξέρεις τι δύσκολο πράγμα που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαίο το πράγμα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία δουλειά! / σπουδαία τα λάχανα(!)·  
- σπουδαίο πράγμα να…, είναι σημαντικό γεγονός να…: «σπουδαίο πράγμα να ’χει κανείς έναν πιστό φίλο στη ζωή του»·
- σπρώχνω τα πράγματα, πιέζω, προωθώ μια υπόθεση ή κατάσταση: «σπρώξε κι εσύ τα πράγματα να πάρω εκείνο το δάνειο απ’ την τράπεζα  όπου εργάζεσαι!»·
- στα πράματα! επιφώνημα που δηλώνει συναγερμό. Ίσως από την έκφραση των τσομπάνων που, όταν αντιλαμβάνονταν λύκους ή ζωοκλέφτες γύρω από το μαντρί, προέτρεπαν τους δικούς τους να πάνε κοντά στα πράματα (= πρόβατα, γίδια κ.λπ.) για να τα προφυλάξουν·
- στα πράματα, προτροπή για έναρξη εργασίας ή κάποιας ενέργειας: «άιντε παιδιά, αρκετά ξεκουραστήκαμε, μπρος στα πράματα». Συνών. στα όπλα·
- στενεύουν τα πράγματα, οι περιστάσεις, οι πολιτικές, κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες γίνονται όλο και περισσότερο δυσχερείς, πλησιάζουν σε επικίνδυνο σημείο ή περιορίζουν την ελευθερία των κινήσεων: «απ’ τη μέρα που άρχισε ο εμφύλιος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στενεύουν συνεχώς τα πράγματα για την πατρίδα μας || από τότε που έκανε και το τέταρτο παιδί, στένεψαν γι’ αυτόν τα πράγματα κι έχει χαθεί απ’ τα γλέντια μας»·
- στο πράμα μου! α. (για γυναίκες) δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «στο πράμα μου αν θα ’ρθει ή αν δε θα ’ρθει!». Πολύ συχνά παρατηρείται η ίδια χειρονομία με του άντρα, όταν λέει στ’ αρχίδια μου! ή στον πούτσο μου(!). β. ακούγεται και από άντρες·
- στρώνουν τα πράγματα, η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική δυσκολία που είχε παρατηρηθεί πριν από καιρό, αρχίζει σταδιακά να εξομαλύνεται, να ξεπερνιέται, αρχίζουν να διαφαίνονται σημάδια καλυτέρευσης ή και επιτυχίας: «ευτυχώς, γιατί με το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης άρχισαν να στρώνουν τα πράγματα || τώρα που στρώνουν τα πράγματα, μπορούμε να κάνουμε εκείνη τη δουλειά που μου ’λεγες»·
- στρώνω τα πράγματα, διευθετώ διάφορες εκκρεμότητες που έχω: «αν δε στρώσω πρώτα τα πράγματα, δεν μπορώ να φύγω για διακοπές»·
- συμβιβάζω τα πράγματα, συνδυάζω, συνταιριάζω δυο αντίθετες ιδιότητες που έχω: «πώς συμβιβάζεις τα πράγματα, απ’ τη μια να μας κάνεις τον κομμουνιστή κι απ’ την άλλη να ’σαι τοκογλύφος;»·
- συνηθισμένα πράγματα, λόγος ή υπόθεση χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «είπατε κάτι ενδιαφέρον όσο έλειπα; -Μπα, τα ίδια και τα ίδια, συνηθισμένα πράγματα || έγινε κάτι σπουδαίο εκεί και μαζεύτηκε τόσος κόσμος; -Συνηθισμένα πράγματα, τράκαραν δυο αυτοκίνητα»·
- σφίγγουν τα πράγματα, βλ. φρ. στενεύουν τα πράγματα·
- τα βλέπω σκούρα τα πράγματα, α. προαισθάνομαι, προβλέπω πως θα υπάρξουν δυσκολίες ή αντίξοες κοινωνικές, πολιτικές ή οικονομικές καταστάσεις: «με την αστάθεια που υπάρχει τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας, τα βλέπω σκούρα τα πράγματα». β. προαισθάνομαι, προβλέπω πως θα περάσω δύσκολη οικονομική κατάσταση ή πως θα έχω σοβαρό πρόβλημα με την υγεία μου, γενικά πως θα αντιμετωπίσω δυσκολία ή αποτυχία σε μια επιδίωξή μου: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά, τα βλέπω σκούρα τα πράγματα || μετά την εξέταση που μου ’κανε ο γιατρός, τα βλέπει σκούρα τα πράγματα με τα πνευμόνια μου»·
- τα βρήκα ζόρικα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα ζόρικα, λ. ζόρικος·
- τα βρήκα σκούρα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα σκούρα, λ. σκούρος·
- τα βρήκα στενά τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκα στενά, λ. στενός·
- τα βρήκε έτοιμα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκε όλα έτοιμα, λ. έτοιμος·
- τα βρήκε στρωμένα τα πράγματα, βλ. φρ. τα βρήκε όλα στρωμένα, λ. στρωμένος·
- τα δημόσια πράγματα, η δημόσια ζωή και γενικά η πολιτική, οι υποθέσεις του κράτους: «από μικρός έδειχνε ενδιαφέρον για τα δημόσια πράγματα, γι’ αυτό δεν εκπλήσσομαι που εκλέχτηκε βουλευτής στο νομό του || τα δημόσια πράγματα πάνε κατά διαβόλου»·
- τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα, επικρατεί ενδιάμεση κατάσταση, είναι και φορές που δεν μπορεί κανείς να εκφέρει με σιγουριά μια γνώμη: «στην πολιτική τα πράγματα δεν είναι ούτε μαύρα ούτε άσπρα»·
- τα πράγματα δεν πάνε καλά, βλ. φρ. δεν πάνε καλά τα πράγματα·
- τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής εξελίσσεται πολύ άσχημα: «μετά την τελευταία υποτίμηση της δραχμής, τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου»·
- τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο, η κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση ενός λαού, ενός κράτους ή και της ίδιας μας της ζωής επιδεινώνεται συνεχώς: «με τέτοιους πολιτικούς που έχουμε, τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο στον τόπο μας || οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους, γιατί τα πράγματα για τον ασθενή πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο»·
- τα πράγματα φωνάζουν από μόνα τους, λέγεται για κάτι για το οποίο δε χρειάζεται κανείς να προσπαθήσει να αποδείξει, που είναι ολοφάνερο, αυταπόδεικτο. Συνών. φωνάζει από μόνο του·
- τελειωμένα πράγματα, α. έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε σε κάποιον πως η υπόθεσή του περατώθηκε με επιτυχία ή θα περατωθεί σίγουρα με επιτυχία και για το λόγο αυτό, δεν πρέπει να τον απασχολεί ή να τον στεναχωρεί άλλο: «μόλις θα ’ρθει ο διευθυντής, θα τον βάλω να υπογράψει το συμβόλαιο, τελειωμένα πράγματα». β. έκφραση με την οποία δεν επιδεχόμαστε αμφισβήτηση ή άρνηση σε αυτό που λέμε ή προστάζουμε: «όταν σου λέω κάτι, θέλω να το πιστεύεις, τελειωμένα πράγματα || η δουλειά θα γίνει έτσι όπως σας λέω εγώ, τελειωμένα πράγματα». γ. έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε ρητά σε κάποιον ή κάποιους πως θα ενεργήσουμε με τον τρόπο που εμείς κρίνουμε σκόπιμο: «όποιος κάνει κοπάνα, θα παίρνει δρόμο απ’ τη δουλειά, τελειωμένα πράγματα»·
- τέλειωσε το πράγμα, βλ. φρ. κρίθηκε το πράγμα·
- τεφαρίκι πράμα, βλ. λ. τεφαρίκι·
- τζάμπα πράμα! έκφραση με την οποία κάποιος πλανόδιος μικρέμπορος ή κάποιος έμπορος λαϊκής αγοράς διαλαλεί την πραμάτεια του, και σημαίνει ότι πουλάει πάρα πολύ φτηνά: «πάρ’ τε κόσμε, τζάμπα πράμα!»·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου) το πράμα (ενν. γαμώ), απευθύνεται ως μεγάλη βρισιά·
- τι πράγμα! έκφραση έκπληξης για κάτι που μας λένε, ιδίως για κάτι που μας ζητάνε και που δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε, γιατί δεν το περιμέναμε: «μπορείς να μου δανείσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα; -Τι πράγμα!»·
- τι πράγμα θέλεις; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου εδώ; τι επιθυμείς(;): «τι πράγμα θέλεις και μου χτυπάς νυχτιάτικα την πόρτα;»·
- τι πράγμα μου λες τώρα; α. έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για κάτι δυσάρεστο που μας ανακοινώνει κάποιος ξαφνικά: «βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σου ανακοινώσω ότι πέθανε ο τάδε. -Τι πράγμα μου λες τώρα;». β. έκφραση έκπληξης, χαράς ή ενθουσιασμού για κάτι απίθανο που μας ανακοινώνει κάποιος αναπάντεχα: «αποφάσισα να σε πάρω μαζί μου στο ταξίδι που θα κάνω στο εξωτερικό κι όλα τα έξοδά σου θα ’ναι πληρωμένα. -Τι πράγμα μου λες τώρα;»·
- τι πράγματα είν’ αυτά; έκφραση αγανάκτησης, δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για τις άστοχες ενέργειες ή την κακή συμπεριφορά κάποιου: «σου είπα χίλιες φορές να καθίσεις φρόνιμα και να μην κάνεις θόρυβο, τι πράγματα είν’ αυτά! || τι πράγματα είν’ αυτά! Πώς αντιμιλάς μ’ αυτόν τον τρόπο σε γέρο άνθρωπο;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δεν ντρέπεσαι λιγάκι(;). Συνών. τι καμώματα είν’ αυτά(;)·
- τι πράμα είν’ αυτός! ή τι πράμα είν’ ετούτος! ή τι πράμα είναι τούτος! έκφραση απορίας ή αγανάκτησης για άτομο που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που επίμονα του λέμε ή του ζητάμε, που γενικά κρατάει περίεργη στάση: «στο ’πα χίλιες φορές πως δε θέλω αυτό, αλλά το άλλο. Τι πράμα είναι τούτος!». Πολλές φορές, αυτός που μιλάει, στρέφει το πρόσωπό του προς κάποιον φανταστικό ακροατή που υποτίθεται πως παρακολουθεί τη σκηνή, σαν να θέλει να του δώσει δίκιο·
- τι σόι πράγματα είν’ αυτά; βλ. φρ. τι πράγματα είν’ αυτά(;)·
- τι σόι πράμα είναι, βλ. λ. σόι·
- τίμια πράγματα! βλ. λ. τίμιος·
- το αστείο του πράγματος είναι ότι…, βλ. λ. αστείος·
- το γελοίο του πράγματος είναι ότι…, βλ. λ. γελοίος·
- το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί το καλό το πράγμα αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- το πράγμα έχει ως εξής, βλ. φρ. άκου πως έχει το πράγμα·
- το πράγμα θέλει κουβέντα, βλ. φρ. θέλει κουβέντα το πράγμα·
- το πράγμα θέλει σκέψη, βλ. φρ. θέλει σκέψη το πράγμα·
- το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. θέλει συζήτηση το πράγμα·
- το πράγμα μιλάει από μόνο του ή το πράγμα μιλάει μόνο του, είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο εξόφθαλμο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά εξήγηση: «δε χρειάζεται να σας πω περισσότερα, γιατί το πράγμα μιλάει μόνο του πώς ο τάδε έβαλε χέρι στο ταμείο»·
- το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. φρ. σηκώνει νερό το πράγμα·
- το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
- το πράμα είναι να..., η ουσία, το σημαντικό σημείο μιας υπόθεσης, το φλέγον ζήτημα είναι να…: «το πράμα είναι να καταφέρω τον τάδε να χρηματοδοτήσει τη δουλειά»·
- του ρίχνω πράμα, τον κατσαδιάζω έντονα, τον βρίζω, τον καθυβρίζω: «επειδή συνηθίζει ν’ αργεί το πρωί στη δουλειά, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’ριξε πράμα, που ακούστηκε σ’ όλο το εργοστάσιο»·
- τους στρώνω τα πράγματα, βλ. συνηθέστ. τους συμβιβάζω τα πράγματα·
- τους συμβιβάζω τα πράγματα, α. διευθετώ παλιά έχθρα τους, τους κάνω να μονιάσουν: «δεν μπορούσα να βλέπω άλλο δυο αδέρφια μαλωμένα για ηλίθιο λόγο, γι’ αυτό τους συμβίβασα τα πράγματα». β. (για ερωτικά ζευγάρια ή για παντρεμένους) διαμεσολαβώ και κατορθώνω να τους κάνω να μονοιάσουν: «ήταν άδικο να χωρίσουν για ένα πείσμα, γι’ αυτό επενέβην και τους συμβίβασα τα πράγματα»·
- τρελά πράγματα, απίθανες, περίεργες καταστάσεις: «τι τρελά πράγματα είναι αυτά που κάνεις; || έχω μάθει να μην υπόσχομαι τρελά πράγματα, αλλά μόνο ό,τι μπορώ να πραγματοποιήσω»·
- φουσκώνω τα πράγματα, βλ. φρ. παραφουσκώνω τα πράγματα·
- χαζά πράγματα! καθετί ανόητο, φαιδρό, ανάξιο λόγου για να απασχολήσει κάποιον: «δεν ασχολούμαι με χαζά πράγματα!»·
- χαρά στο πράγμα! ή χαρά το πράγμα! βλ. λ. χαρά·
- χρειάζεται (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. λ. ρώτημα·
- χρειάζεται (και) φιλοσοφία το πράγμα! βλ. λ. φιλοσοφία·
- ψόφια πράγματα, έκφραση που δηλώνει πως δε συμβαίνει ή δε συνέβη κάτι ενδιαφέρον, ευχάριστο ή σημαντικό: «τι γίνεται στο μπαράκι μας; -Ψόφια πράγματα || περάσατε καλά στην εκδρομή; -Ψόφια πράγματα»· βλ. και φρ. σκοτωμένα πράγματα·
- ωραίο πράμα! θαυμαστική έκφραση για όμορφη γυναίκα: «την ξέρεις την αδερφή του τάδε; -Ωραίο πράμα!»·
- ωρίμασε το πράγμα, α. η υπόθεση ή η κατάσταση έφτασε πια στο σημείο, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει κάποιος με ελπίδες επιτυχίας: «νομίζω πως μπορούμε να ξεκινήσουμε τώρα τη δουλειά, γιατί, απ’ τη στιγμή που μας υποστηρίζει και η τράπεζα, ωρίμασε το πράγμα». β. υπάρχει η εντύπωση πως έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες ή προϋποθέσεις για να τακτοποιηθεί, να διευθετηθεί μια υπόθεση ή μια κατάσταση που ήταν σε εκκρεμότητα: «με αφορμή το θάνατο του πατέρα τους νομίζω πως ωρίμασε το πράγμα να μονοιάσουν τα δυο αδέρφια».

προκείμενο

προκείμενο, το, ουσ. [<ουδ. του επιθ. προκείμενος], το θέμα, το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος: «μιλάμε τόση ώρα και επί του προκειμένου δεν έγινε καμιά κουβέντα»·
- έλα στο προκείμενο, προτροπή στον ομιλούντα να πάψει να μιλάει αόριστα και να μπει στο θέμα, στο ζήτημα για το οποίο ήρθε ή το οποίο μας ενδιαφέρει, μας απασχολεί: «απ’ ό,τι καταλαβαίνω, θέλεις να μου πεις κάτι σοβαρό, γι’ αυτό άσε τα πολλά λόγια κι έλα στο προκείμενο»·
- έρχομαι στο προκείμενο, μιλώ για το θέμα, το ζήτημα που ενδιαφέρει, που απασχολεί κάποιον ή κάποιους: «αφού για ένα διάστημα αναφέρθηκε στην προϊστορία της υπόθεσης, ήρθε στο προκείμενο»· 
- μπαίνε στο προκείμενο ή μπες στο προκείμενο, βλ. φρ. έλα στο προκείμενο·
- προκειμένου για…, όσον αφορά το ζήτημα για…: «προκειμένου για τα παιδιά των φαναριών, θα πρέπει να ληφθεί ειδική κρατική μέριμνα»·
- προκειμένου να…, αντί να: «προκειμένου να τρέχει στα δικαστήρια, προτίμησε να συμβιβαστεί».

ρουθούνι

ρουθούνι, το, ουσ. [<μσν. ρουθούνιν <σπάν. ρωθώνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ῥώθων], το ρουθούνι·
- δε μάτωσε ρουθούνι, βλ. φρ. δεν άνοιξε ρουθούνι·
- δεν άνοιξε ρουθούνι, η συμπλοκή ήταν αναίμακτη: «μόλις οι δυο παρέες άρχισαν να μαλώνουν, κάποιοι πιο ψύχραιμοι μπήκαν ανάμεσά τους και τους χώρισαν, κι έτσι δεν άνοιξε ρουθούνι»·
- δεν άφησε ρουθούνι, (για χρήματα ή περιουσίες) σπατάλησε ολοκληρωτικά: «βρήκε μεγάλη περιουσία απ’ τον πατέρα του, αλλά δεν άφησε ρουθούνι με τα γλέντια και τις διασκεδάσεις του». Συνών. δεν άφησε άντερο / δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο / δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε λέπι / δεν άφησε σάλιο / δεν άφησε σπυρί / δεν άφησε σταγόνα / δεν άφησε φλούδα·
- δεν έμεινε ρουθούνι, α. (για χρήματα ή περιουσίες) σπαταλήθηκε ολοκληρωτικά: «απ’ την ατράνταχτη περιουσία του πατέρα του δεν έμεινε ρουθούνι, γιατί αυτός νόμιζε πως δε θα τέλειωνε ποτέ». β. (για εμπορεύματα) εξαντλήθηκε, πουλήθηκε, καταναλώθηκε όλο: «δεν υπήρχε παρόμοιο είδος στην αγορά, γι’ αυτό, μόλις το δειγμάτισε, δεν έμεινε ρουθούνι». Συνών. δεν έμεινε άντερο / δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο / δεν έμεινε κουκούτσι / δεν έμεινε λέπι / δεν έμεινε σάλιο / δεν έμεινε σπυρί / δεν έμεινε σταγόνα / δεν έμεινε φλούδα. γ. (για πρόσωπα) σκοτώθηκαν, αφανίστηκαν όλοι: «με την ατομική βόμβα που έπεσε στη Χιροσίμα δεν έμεινε ρουθούνι»·
- έχει γερό ρουθούνι, βλ. συνηθέστ. έχει γερή μύτη, λ. μύτη·
- μου μπαίνει στο ρουθούνι, μου προξενεί ενόχληση, μου είναι ενοχλητικός: «τον τελευταίο καιρό μου μπαίνει ο τάδε στο ρουθούνι και δεν ξέρω πώς θα απαλλαγώ απ’ την παρουσία του»· βλ. και φρ. μου μπαίνει στη μύτη, λ. μύτη·
- μου παραμπαίνει στο ρουθούνι, μου προξενεί έντονη ενόχληση, μου είναι πολύ ενοχλητικός: «τον αποφεύγω, όπως ο διάβολος το λιβάνι, γιατί μου παραμπαίνει στο ρουθούνι»· βλ. και φρ. μου παραμπαίνει στη μύτη, λ. μύτη.

ρούχο

ρούχο, το, ουσ. [<μσν. ροῦχον <σλαβ. ruho], το ρούχο. 1. στον πλ. τα ρούχα, το σύνολο των ενδυμάτων που συνθέτουν και ολοκληρώνουν την εξωτερική μας εμφάνιση: «μόλις βγω απ’ το μπάνιο, θέλω να ’χεις έτοιμα τα ρούχα μου, γιατί βιάζομαι να φύγω». 2. τα κλινοσκεπάσματα, τα στρωσίδια: «τα ρούχα στο κρεβάτι ήταν άνω κάτω». Υποκορ. ρουχάκι, το κ. ρουχαλάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 44 φρ.)·
- αλλάζω ρούχα, βγάζω τα λερωμένα ή τα καθημερινά μου ρούχα και φορώ καθαρά ή επίσημα: «μόλις γύρισε απ’ τη δουλειά του, άλλαξε ρούχα και πήγε στο μπαράκι να βρει τους φίλους του || μόλις γύρισε απ’ το γραφείο του, άλλαξε ρούχα και πήγε στη δεξίωση»·
- άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα (του) αλλιώς, λέγεται ειρωνικά για την επιφανειακή μόνο αλλαγή των πραγμάτων: «τώρα που ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, να δεις που θα πάνε καλύτερα τα πράγματα. -Εμένα μου λες! Άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς»·
- άνετο ρούχο, που δεν είναι στενό, που είναι αεράτο, μπόλικο και οπωσδήποτε όχι επίσημο: «ρίξε πάνω σου ένα άνετο ρούχο κι έλα»·
- άνθρωπος του φύλα τα ρούχα σου, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω τα ρούχα μου, ντύνομαι: «περίμενε μια στιγμή να βάλω τα ρούχα μου κι έρχομαι»·
- βαριά ρούχα, αυτά που φοριούνται το χειμώνα, τα χειμωνιάτικα ρούχα: «κάθε χειμώνα φορώ βαριά ρούχα, γιατί στα μέρη μας κάνει πολύ κρύο»·
- βγάζω τα ρούχα μου, ξεντύνομαι: «μόλις επέστρεψε στο σπίτι, έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε στο μπάνιο»·
- βγαίνω απ’ τα ρούχα μου, νευριάζω πάρα πολύ και αντιδρώ έντονα: «όταν ακούω να λένε βλακείες, βγαίνω απ’ τα ρούχα μου και τους βάζω αμέσως στη θέση τους». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- δαγκάνω τα ρούχα μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα ρούχα μου·
- δεν έχει ρούχο να φορέσει, βλ. φρ. δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του·
- δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του, είναι πάμφτωχος: «εδώ δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του κι ονειρεύεται τη μεγάλη ζωή ο ερίφης!»·
- δεν μπαίνει στα ρούχα του, πάχυνε πάρα πολύ: «ξεσκίστηκε όλο το καλοκαίρι στο φαγητό και στον ύπνο και τώρα δεν μπαίνει στα ρούχα του»·
- είναι (για) να φυλάς τα ρούχα σου, είναι συστηματικός κλέφτης, είναι μεγάλος απατεώνας: «πρόσεξε μην μπλέξεις μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι για να φυλάς τα ρούχα σου»·
- είναι κάτω απ’ τα ρούχα, είναι άρρωστος, είναι κλινήρης: «κρυολόγησε στην εκδρομή που έκαναν το Σαββατοκύριακο, και τώρα είναι κάτω απ’ τα ρούχα». Συνών. έπεσε στα ρούχα·
- είναι στα ρούχα, βλ. φρ. είναι κάτω απ’ τα ρούχα·
- ελαφρά ρούχα, αυτά που φοριούνται το καλοκαίρι, τα καλοκαιρινά ρούχα: «πότε θα ’ρθει το καλοκαίρι να φορέσουμε ελαφρά ρούχα!»·  
- έλιωσα τα ρούχα μου, τα έφθειρα, τα πάλιωσα: «έλιωσα τα ρούχα μου απ’ το να φοράω πάντα τα ίδια»·
- έπεσε στα ρούχα, είναι άρρωστος και μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι του: «κρυολόγησε στην εκδρομή που πήγε με τους φίλους του και, μόλις επέστρεψε στο σπίτι, έπεσε στα ρούχα». Συνών. είναι κάτω απ’ τα ρούχα·
- έχει τα ρούχα της, (για γυναίκες) έχει περίοδο, έχει τα έμμηνά της: «η γυναίκα μου δε θα ’ρθει για μπάνιο στη θάλασσα, γιατί έχει τα ρούχα της»· βλ. και φρ. έχω τα ρούχα μου·
- έχω τα ρούχα μου, (για άντρες) δεν είμαι στις καλές μου, έχω τα νεύρα μου, δυστροπώ: «όταν έχω τα ρούχα μου, δε θέλω κουβέντα από κανέναν». Από την εικόνα της γυναίκας, που, όταν περνάει αυτόν το βιολογικό κύκλο, έχει μια έξαψη και μια υπερένταση·
- η γεια στα ρούχα δε χωρεί, βλ. λ. γεια·
- θα πουλήσω τα ρούχα μου (για κάποιον ή για κάτι), θα δώσω ό,τι έχω και δεν έχω να πετύχω ή να πραγματοποιήσω κάτι: «θα πουλήσω τα ρούχα μου, μέχρι να σπουδάσω αυτό το παιδί»·
- κοιμάται με τα ρούχα, κοιμάται πολύ ελαφρά και έτοιμος να αντιδράσει σε περίπτωση που εκδηλωθεί κάποιος κίνδυνος: «επειδή έχει τραβήγματα με τις αστυνομίες, κοιμάται με τα ρούχα». Από το ότι, ιδίως στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά και αργότερα, στην Κατοχή, στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο, οι άντρες που είχαν ενεργεί συμμετοχή κοιμούνταν με τα ρούχα, για να μπορέσουν να φύγουν γρήγορα σε περίπτωση κινδύνου·    
- κολυμπάει (μέσα) στα ρούχα του, βλ. φρ. πλέει (μέσα) στα ρούχα του·
- κρέμονται τα ρούχα απάνω του, βλ. συνηθέστ. πλέει (μέσα) στα ρούχα του·
- μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου, με νευρίασε πάρα πολύ και αντέδρασα έντονα: «μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου με τις βλακείες που έλεγε, και τον πλάκωσα στο ξύλο, γιατί δεν άντεξα άλλο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- μαλώνει με τα ρούχα του, βλ. συνηθέστ. τρώγεται με τα ρούχα του· 
- μου πήραν και τα ρούχα, έχασα όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «έπεσα σ’ ένα καρέ χαρτοκλεφτών και μου πήραν και τα ρούχα»·
- ξεσκίζω τα ρούχα μου, νιώθω έντονη αγανάκτηση, διαμαρτύρομαι έντονα: «μόλις τον πληροφόρησαν πως τον είχαν συμπεριλάβει στον κατάλογο των μεταθέσεων, άρχισε να ξεσκίζει τα ρούχα του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έπιασε το παράπονο, τα ρούχα μου ξεσκίζω, και το πρωί θα μ’ έβρουνε στους δρόμους να τρικλίζω). Από την εικόνα του αρχιερέα Άννα που ξέσκισε τα ρούχα του μπροστά στο Χριστό·
- όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά, όποιος είναι προσεκτικός, προνοητικός, έχει μικρές απώλειες: «πρόσεχε καλά αυτόν τον απατεώνα, γιατί, όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά»·
- πετώ τα ρούχα από πάνω μου, ξεντύνομαι, ιδίως με βιασύνη: «μόλις γύρισα στο σπίτι, πέταξα τα ρούχα από πάνω μου και μπήκα στο μπάνιο»·
- πλέει (μέσα) στα ρούχα του, α. είναι πολύ αδύνατος, ιδίως μετά από κάποια αρρώστια: «έμεινε δυο βδομάδες στο νοσοκομείο, κι αν τον δεις, πλέει μέσα στα ρούχα του». β. φοράει πολύ φαρδιά ρούχα: «όταν φοράει στενά ρούχα νιώθει δυσφορία, γι’ αυτό θέλει να πλέει μέσα στα ρούχα του»·
- πουλώ (και) τα ρούχα (για κάποιον ή για κάτι), κάνω το παν για να βοηθήσω κάποιον ή για να πετύχω κάτι: «είναι τόσο καλό παλικάρι, που, στην περίπτωση που έχει κάποια δυσκολία, πουλώ και τα ρούχα μου για να την ξεπεράσει || μ’ αρέσει τόσο πολύ αυτό τ’ αυτοκίνητο, που πουλώ και τα ρούχα μου για να τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα, βρε Μανόλη, τα ρούχα μου πουλώ, και φέρνω μπαγλαμάδες και παίζω και γλεντώ
- ρούχα αγγαρείας, βλ. λ. αγγαρεία·
- ρούχα εποχής, ενδυμασία κάποιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου: «τον ενδιαφέρουν τα ρούχα εποχής, γιατί ασχολείται με τη ραπτική»·
- σκίζω τα ρούχα μου, βλ. συνηθέστ. ξεσκίζω τα ρούχα μου·
- τα ρούχα της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- τον βγάζω απ’ τα ρούχα του, τον εκνευρίζω τόσο πολύ, ώστε τον αναγκάζω να αντιδράσει έντονα: «κάθε φορά που τον στήνω στο ραντεβού μας, τον βγάζω απ’ τα ρούχα του και κάνει μέρες να μου μιλήσει». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- του φταίνε και τα ρούχα του, βρίσκεται σε τέτοια δύσκολη ψυχολογική κατάσταση, που πειράζεται, ενοχλείται από όλα: «όταν δεν είναι στα καλά του, του φταίνε και τα ρούχα του». (Λαϊκό τραγούδι: δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια, ο φτωχός λόγω ανέχειας κρατάει τα ρούχα του μεγάλο χρονικό διάστημα και τα φοράει όλες τις εποχές: «ένα κουστούμι έχει χειμώνα καλοκαίρι, γι’ αυτό και του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια»·
- τρώγεται με τα ρούχα του, α. γκρινιάζει συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε στο γραφείο, τρώγεται με τα ρούχα του». β. είναι έτοιμος για καβγά: «μην του πας πολύ κόντρα σήμερα, γιατί τρώγεται με τα ρούχα του»·
- φύλαγε τα ρούχα σου (για) να ’χεις τα μισά, βλ. φρ. όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά·
- χαμένο ρούχο, α. άνθρωπος ανίκανος, άχρηστος, τιποτένιος: «μην αναθέσεις τη δουλειά σ’ αυτό το χαμένο ρούχο, γιατί θα την κάνει σαν τα μούτρα του». β. άνθρωπος με κακές συναναστροφές, με ανήθικη ζωή: «αν σε ξαναδώ να κάνεις παρέα μ’ αυτό το χαμένο ρούχο, θα το πω στον πατέρα σου». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά: «ουστ από δω ρε, χαμένο ρούχο». Συνών. χαμένο κορμί / χαμένο παρτάλι / χαμένο πατσί / χαμένο υποκείμενο.

σειρά

σειρά, η, ουσ. [<αρχ. σειρά], η σειρά. 1. κοινωνική ή οικονομική τάξη: «είναι από κατώτερη σειρά, γι’ αυτό δεν τον θέλουν στην παρέα τους». 2α. (στη γλώσσα του στρατού) το σύνολο των στρατιωτών που παρουσιάζονται κάθε δυο μήνες στα κέντρα εκπαιδεύσεως την ίδια ημερομηνία, η Ε.Σ.Σ.Ο. (= εκπαιδευτική σειρά στρατευσίμων οπλιτών): «η τελευταία σειρά είχε πολλούς Μακεδόνες». β. ο στρατιώτης που παρουσιάστηκε στο κέντρο εκπαιδεύσεως ταυτόχρονα με έναν άλλον: «ο τάδε είναι σειρά μου || τι γίνεται, ρε σειρά, θα πάρουμε καμιά άδεια;». (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- άνθρωπος της σειράς, βλ. λ. άνθρωπος·
- αφήνω τη σειρά, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη σειρά·
- αφήνω τη σειρά μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη σειρά μου·
- βάζω κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. φρ. βάζω μια σειρά·
- βάζω μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά και τάξη, α. νοικοκυρεύω, συγυρίζω, ιδίως έναν κλειστό χώρο: «είναι απ’ το πρωί στο υπόγειο και προσπαθεί να βάλει σε μια σειρά τα πράγματα». β. τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες που είχα, τις βάζω σε μια σειρά, σε μια τάξη: «νιώθω εντελώς ήρεμος, απ’ τη μέρα που έβαλα μια σειρά στις υποθέσεις μου». γ. τακτοποιώ τα κακώς κείμενα σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση και την επαναφέρω σε καλή λειτουργία: «ο καινούριος διευθυντής έβαλε σε μια σειρά το εργοστάσιο κι όλοι δουλεύουν ρολόι». Συνών. βάζω μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα / βάζω μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη·
- βάζω στη σειρά (κάποιους ή κάτι), βάζω, τοποθετώ κάποιους τον έναν πίσω από τον άλλον ή κάποια πράγματα το ένα πίσω από το άλλο: «ο αξιωματικός έβαλε στη σειρά τους νεοσύλλεκτους για να τους μετρήσει || έβαλε τα κιβώτια στη σειρά για να μπορέσει να τα ελέγξει ευκολότερα». Συνών. βάζω στην αράδα (κάποιους ή κάτι) / βάζω στη γραμμή (κάποιους ή κάτι)·
- βγαίνω απ’ τη σειρά, βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα: «βγήκα απ’ τη σειρά μου και πετάχτηκα μέχρι το περίπτερο ν’ αγοράσω τσιγάρα». Συνών. βγαίνω απ’ την αράδα / βγαίνω απ’ τη γραμμή·
- βγαίνω απ’ τη σειρά μου, βγαίνω από τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξα στα γλέντια και τα ξενύχτια και βγήκα απ’ τη σειρά μου». Συνών. βγαίνω απ’ την αράδα μου / βγαίνω απ’ τη γραμμή μου / βγαίνω απ’ την τάξη μου· βλ. και φρ. βγαίνω απ’ τη σειρά·
- δεν είναι της σειράς μου, δεν ανήκει στο ίδιο κοινωνικό ή οικονομικό, συνήθως ανώτερο, επίπεδο με το δικό μου: «δεν καταδέχομαι να τον κάνω παρέα, γιατί δεν είναι της σειράς μου». Συνών. δεν είναι αράδας μου / δεν είναι της τάξης μου·
- δεν έχει σειρά, α. δεν έχει οργάνωση, σύστημα, τάξη στη δουλειά του και γενικά στη ζωή του: «αντιμετωπίζει συνέχεια προβλήματα στη δουλειά του, γιατί δεν έχει σειρά». Συνών. δεν έχει αράδα / δεν έχει γραμμή / δεν έχει τάξη. β. (για το θάνατο) παίρνει ανθρώπους ανεξαρτήτου ηλικίας: «αυτή είναι ενενήντα χρονών και προχτές πέθανε ο εγγονός της, που ήταν μόλις είκοσι. -Δεν έχει σειρά, αγόρι μου, ο θάνατος». Συνών. δεν έχει αράδα·
- έχει τη σειρά της, (για γυναίκες) έχει στη σωστή ημερομηνία τα έμμηνά της, την περίοδό της: «απ’ τη μέρα που γνώρισα τη γυναίκα μου, έχει πάντα κανονικά τη σειρά της»·
- έχει τη σειρά του, α. είναι οικονομικά τακτοποιημένος, είναι νοικοκυρεμένος: «έχει το εργοστασιάκι του, την οικογένειά του και γενικά έχει τη σειρά του αυτός ο άνθρωπος || τα θέλει όλα στη θέση τους, γιατί είναι άνθρωπος που έχει τη σειρά του». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ο μάγκας τη σειρά μου ένα σπίτι, πέντε φίλους, τη δουλειά μου, κι έχω γίνει ένα κουρέλι που ο άνεμος το σέρνει όπου θέλει). Συνών. έχει την αράδα του / έχει τη γραμμή του·
- ήρθε η σειρά μου (σου, του, της κ.λπ.), έφτασε η στιγμή να ενεργήσω ή να υποστώ κάτι ύστερα από κάποιον άλλον: «αφού πήρες κι εσύ μέρος στην κατάληψη του εργοστασίου, ήρθε η σειρά σου ν’ απολυθείς». (Λαϊκό τραγούδι: βασανίσου, βασανίσου, όπως έστρωσες κοιμήσου, βασανίσου, βασανίσου, τώρα ήρθε και η σειρά η δική σου
- κάθε πράγμα στη σειρά του, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κατά σειρά, α. ο ένας μετά τον άλλον: «έρχονταν συνέχεια κατά σειρά και ζητούσαν εισιτήρια του αγώνα». β. σύμφωνα με το πρόγραμμα: «ήταν ο πέμπτος κατά σειρά αγώνας, που έδινε η ομάδα μας εκτός έδρας»·
- κατά σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τη σειρά προσέλευσης ή κατάταξης: «δεν υπάρχει λόγος να σπρώχνεστε, γιατί οι επιβάτες θα επιβιβαστούν κατά σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τον κατάλογο στον οποίο αναγράφονται τα ονόματά τους»·
- με τη σειρά, α. ο ένας πίσω από τον άλλον και με ηρεμία, με τάξη: «θέλω να  έρθετε με τη σειρά, αλλιώς δε θα πάρει κανένας σας εισιτήριο για τον αγώνα». (Λαϊκό τραγούδι: στη Μαγνησιά πού φτάσαμε οι μπέηδες προστάζουν, με τη σειρά πέρνανε και σαν αρνιά μας σφάζουν). Συνών. με την αράδα / με τάξη. β. την κατάλληλη στιγμή: «όλα όσα σας υποσχέθηκα θα γίνουν, αλλά με τη σειρά»·
- μπαίνω σε κάποια σειρά ή μπαίνω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. φρ. μπαίνω σε μια σειρά·
- μπαίνω σε μια σειρά ή μπαίνω σε μια σειρά και τάξη, α. τακτοποιώ, διευθετώ, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, τη δουλειά μου, την εργασία μου: «απ’ τη μέρα που μπήκε σε μια σειρά και τάξη, άρχισε να προκόβει το παιδί». β. αρχίζω να ζω ήρεμη ζωή: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, μπήκε σε μια σειρά και τάξη». Συνών. μπαίνω σε μια αράδα / μπαίνω σε μια γραμμή / μπαίνω σε μια τάξη·
- μπαίνω στη σειρά, α. μπαίνω πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και που περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «μπήκα στη σειρά κι εγώ και περίμενα να βγάλω εισιτήριο». Συνών. μπαίνω στην αράδα / μπαίνω στη γραμμή. β. βρίσκομαι σε αναμονή, ή σε διαδικασία ολοκλήρωσης: «μην ανησυχείς για την υπόθεσή σου, γιατί μπήκε στη σειρά και αργά ή γρήγορα θα τελειώσει»· βλ. και φρ. παίρνω σειρά·
- ξεφεύγω απ’ τη σειρά μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη σειρά μου·
- παίρνω σειρά, α. μπαίνω πίσω από αυτούς, που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «πήρα σειρά πίσω απ’ τους άλλους για να βγάλω κι εγώ εισιτήριο». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε σειρά,γιατί μπορεί, ίσως, να μην προκάνεις, μη μας συμβεί το σοβαρό και τη σειρά σου χάνεις). β. έρχεται η στιγμή να πάρω κάτι: «εγώ πότε παίρνω σειρά για το εισιτήριο;»·
- παίρνω στη σειρά, επισκέπτομαι διαδοχικά διάφορους ανθρώπους, διάφορους χώρους ή σημεία, διάφορα στέκια: «πήρα στη σειρά τους φίλους του και ζητούσε δανεικά || πήρα στη σειρά τα μπαράκια για να σε βρω». Συνών. παίρνω αράδα ή παίρνω στην αράδα / παίρνω γραμμή·
- σειρά σου και σειρά μου, ανταποδίδω με τη σειρά μου τα ίσα ή κάνω με τη σειρά μου τα ίδια: «αφού με ξεγέλασες, σε ξεγέλασα κι εγώ. Σειρά σου και σειρά μου || αφού έπαιξες, τώρα θα παίξω κι εγώ. Σειρά σου και σειρά μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α. Συνών. μία σου και μία μου ·
- στέκομαι στη σειρά, στέκομαι πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «στεκόμουν στη σειρά μισή ώρα, μέχρι να βγάλω εισιτήριο». Συνών. στέκομαι στην αράδα / στέκομαι στη γραμμή·
- στη σειρά, α. ο ένας πίσω από τον άλλον με ηρεμία και τάξη: «έτσι σας θέλω όλους στη σειρά και χωρίς ομιλίες». β. χωρίς διάκριση: «πάνω στα νεύρα του άρχισε να τους βρίζει όλους στη σειρά». γ. χωρίς διακοπή: «πέντε μήνες στη σειρά δε σήκωσε κεφάλι απ’ το διάβασμα και πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο». Συνών. στην αράδα·  
- της σειράς, α. (για πρόσωπα) που δεν είναι ιδιαίτερος, που είναι κοινός, κατώτερης κοινωνικής τάξης, που είναι ανάξιος λόγου: «έμπορος της σειράς || δικηγόρος της σειράς». β. (για πράγματα) που είναι χωρίς καμιά πρωτοτυπία ή αξία, που είναι κοινό, συνηθισμένο: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο της σειράς || αγόρασε μια τηλεόραση της σειράς». Συνών. της αράδας·
- της σειράς μου (σου, του κ.λ.π.), του ίδιου κοινωνικού ή οικονομικού, συνήθως ανωτέρου, επιπέδου με το δικό μου: «εγώ κάνω παρέα μόνο μ’ ανθρώπους της σειράς μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ ήθελες με μένα συ να μπλέξεις; δε βρήκες άλλον, στη σειρά σου, να διαλέξεις;). Συνών. της αράδας μου (σου, του κ.λπ.)· 
- τον βγάζω απ’ τη σειρά του, τον υποχρεώνω να ενεργεί διαφορετικά από ό,τι είχε προγραμματισμένο, τον αποδιοργανώνω: «ήταν νοικοκύρης κι είχε συνέχεια το μυαλό του στη δουλειά, μέχρι που γνώρισε αυτή την παρδαλή και τον έβγαλε απ’ τη σειρά του». Συνών. τον βγάζω απ’ την αράδα του / τον βγάζω απ’ τη γραμμή του·
- του πήρα τη σειρά, τον υποσκέλισα και στάθηκα μπροστά του: «κάποια στιγμή πετάχτηκε ν’ αγοράσει τσιγάρα και του πήρα τη σειρά». Συνών. του πήρα την αράδα·
- του ’φαγα τη σειρά, τον υποσκέλισα με πονηριά και στάθηκα μπροστά του: «έπιασε την κουβέντα μ’ έναν γνωστό του και του ’φαγα τη σειρά χωρίς να πάρει μυρουδιά»·
- τους βάζω σε κάποια σειρά ή τους βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. φρ. τους βάζω σε μια σειρά·
- τους βάζω σε μια σειρά ή τους βάζω σε μια σειρά και τάξη, οργανώνω μια ομάδα ανθρώπων έτσι ώστε να δουλέψουν πιο αποδοτικά, να αποδώσουν περισσότερο έργο: «ο καινούριος διευθυντής τους έβαλε σε μια σειρά και τάξη και η δουλειά πάει ρολόι». Συνών. τους βάζω σε μια αράδα / τους βάζω σε μια γραμμή / τους βάζω σε μια τάξη·
- φεύγω απ’ την αράδα, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα·
- φεύγω απ’ την αράδα μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα μου·
- χάνω τη σειρά μου, α. βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα και δεν μπορώ να επανακτήσω την ίδια θέση που είχα και προηγουμένως: «κάποια στιγμή πετάχτηκα μέχρι την τουαλέτα κι έχασα τη σειρά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε σειρά γιατί, μπορεί, ίσως να μην προκάνεις, μη μας συμβεί το σοβαρό και τη σειρά σου χάνεις). β. χάνω τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι. Συνών. χάνω την αράδα μου / χάνω τη σειρά μου.    

σπίτι

σπίτι, το, ουσ. [<μσν. σπίτιν <ὁσπίτιον <λατιν. hospitium], το σπίτι. 1. η οικογένεια: «αυτή τον αγαπάει πολύ, αλλά δεν τον θέλουν απ’ το σπίτι της || δεν καταλαβαίνεις πως μ’ αυτές τις βλακείες που κάνεις στενοχωρείς το σπίτι σου; || χαιρετισμούς στο σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). 2. (γενικά) ο οικιακός εξοπλισμός, καθώς και η επίπλωση: «έχει κάνει ένα σωρό έξοδα, γιατί παντρεύει την κόρη του και στήνει το σπίτι της». 3. ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα σπίτια είναι μαζεμένα γύρω απ’ το λιμάνι». 4. κατάλληλα διαμορφωμένα κλειστός χώρος, όπου διαδραματίζονται οι περιπέτειες των παιχτών του big brother: «από την κόντρα των τάδε, επικρατούσε για τρίτη μέρα μεγάλη ένταση στο σπίτι».  5. ως επίρρ., σπίτι, στο σπίτι: «όταν κάνει κρύο, μένω σπίτι». Υποκορ. σπιτάκι, το, (βλ. λ.). (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αδειάζω το σπίτι, α. το απογυμνώνω από τα πράγματα αξίας που έχει, το κατακλέβω: «χτες βράδυ τα κλεφτρόνια άδειασαν τα πιο πολλά σπίτια της γειτονιάς». β. το ξενοικιάζω είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ένοικος: «την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι και μπορώ να στο νοικιάσω || την άλλη βδομάδα αδειάζω το σπίτι, γιατί βρήκα άλλο με φθηνότερο νοίκι»·
- άδειο σπίτι, α. το ξενοίκιαστο: «ξέρεις πουθενά κανένα άδειο σπίτι, για να το νοικιάσω;». β. που δεν έχει ενοίκους, που δε ζει κανένας ή που δε ζουν όσοι ζούσαν, όσοι θα έπρεπε να ζουν: «εδώ κάποτε ζούσε ολόκληρη οικογένεια, αλλά ξεκληρίστηκε σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα κι απόμεινε άδειο σπίτι || κάποτε μέσα στο σπίτι αντιλαλούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, όμως τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν δικές τους οικογένειες κι απόμειναν μόνοι, δυο γέροι, μέσα στ’ άδειο σπίτι»·
- αλλάζω σπίτι, μετακομίζω από αυτό στο οποίο διαμένω σε ένα άλλο: «την άλλη βδομάδα αλλάζω σπίτι, γιατί σ’ αυτό που μένω θα εγκατασταθεί η κόρη του ιδιοκτήτη που παντρεύτηκε»·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, όποιος δεν παινεύει κάποιον της οικογενείας του ή κάτι που είναι δικό του τότε βλάπτει αρχικά τον ίδιο του τον εαυτό. Συνήθως λέγεται ειρωνικά και σε κάποιον, που εκθειάζει τις αρετές και τις ικανότητες συγγενικού του προσώπου·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- ανάποδο σπίτι, που δεν έχει καλή διαρρύθμιση, που δεν είναι βολικό: «μπορεί να είναι μεγάλο και καλοχτισμένο, αλλά με τους διαδρόμους και τα δωματιάκια του είναι τελικά ανάποδο σπίτι»·
- άνθρωπος του σπιτιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοίγω σπίτι, παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόλις βρω μια σταθερή δουλειά, θα βρω κι ένα καλό κορίτσι για ν’ ανοίξω σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το κρητικόπουλο από τον Ψηλορείτη αγάπησα μια κοπελιά, μ’ αυτή θ’ ανοίξω σπίτι). Συνών. ανοίγω νοικοκυριό·
- ανοίγω το σπίτι, κάνω διάρρηξη: «χτες βράδυ άνοιξαν το σπίτι του τάδε»·
- ανοίγω το σπίτι μου, δέχομαι κοινωνικές επισκέψεις, έχω κοινωνική, κοσμική  ζωή: «αν δεν περάσουν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε θ’ ανοίξω το σπίτι μου»·
- ανοιχτό σπίτι, το κοσμικό, το φιλόξενο: «έχουν ανοιχτό σπίτι και κάθε τόσο κάνουν διάφορα πάρτι || όποιος φίλος περνάει απ’ την πόλη μας, κοιμάται στον τάδε, γιατί έχει ανοιχτό σπίτι»·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- από σπίτι σε σπίτι, από το ένα σπίτι στο άλλο διαδοχικά: «κάθε μέρα γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και κάνει κουτσομπολιό || είναι τόσο φτωχός, που κάθε μέρα ζητιανεύει από σπίτι σε σπίτι»·
- βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, λέγεται γι’ αυτούς, που ενώ στις παρέες τους είναι ευγενικοί και πρόσχαροι στην οικογένειά τους φέρονται σκληρά, τυραννικά: «έτσι είναι τα πιο πολλά σημερινά παιδιά, βασιλικός στη γειτονιά κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι»·
- βαστώ το σπίτι, συντηρώ, φροντίζω την οικογένειά μου: «ένας Θεός ξέρει με τι κόπους και θυσίες βαστώ αυτό το σπίτι!»·
- γαμώ το σπίτι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σπίτι μου, πάλι λάθος έκανα!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σπίτι σου! ή σου γαμώ το σπίτι! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σπίτι σου, μου δημιουργείς συνέχεια προβλήματα! || σου γαμώ το σπίτι αν ξανακάνεις κοπάνα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δε με χωράει το σπίτι, νιώθω έντονη στενοχώρια, ανυπομονησία ή ανησυχία για κάτι ή νιώθω έντονη χαρά για κάτι, πράγμα που με κάνει να μην μπορώ να μείνω στο σπίτι: «όταν είμαι στενοχωρημένος, δε με χωράει το σπίτι, γιατί έχω την εντύπωση ότι πνίγομαι || κάθε βράδυ μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά μου, δε με χωράει το σπίτι || όταν μου τηλεφώνησαν πως κέρδισα το λαχείο, πετάχτηκα στους δρόμους, γιατί δε με χωρούσε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τους δρόμους πήρα μες στην παγωνιά κι ήρθα να πιω σε μια γωνιά. Δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- δεν είναι για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) λόγω χαρακτήρα ή επαγγέλματος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει οικογένεια: «όπως έχει μάθει αυτός με τις παλιοπαρέες και τα ξενύχτια, δεν είναι για σπίτι || όσο να πεις, ένας ναυτικός δεν είναι για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ, στου Αιγάλεω το Σίτυ “περιτράνως απεδείχθη” πως δεν είσαι συ για σπίτι
- δεν κάνει για σπίτι, (και για τα δυο φύλα) δεν είναι ικανός, κατάλληλος ή ώριμος για να κάνει οικογένεια: «είναι καλό παιδί, αλλά άμυαλο, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι || όταν δει κάποιον όμορφο παίζει το μάτι της, γι’ αυτό δεν κάνει για σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου στέρησες το σπλάχνο μου και ρήμαξε η ζωή μου, δεν έκανες για σπίτι εσύ ούτε για το παιδί μου
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, δεν πηγαίνει τακτικά στο σπίτι του, είτε γιατί δουλεύει πάρα πολύ είτε γιατί το ’χει ρίξει στις διασκεδάσεις: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, δεν ξέρει τι θα πει σπίτι, γιατί δουλεύει σαν σκυλί || όσο ήταν λεύτερος, δεν ήξερε τι πάει να πει σπίτι, γιατί είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις»·    
- δεν πάω σπίτι μου απόψε! έκφραση ενθουσιασμένου ανθρώπου, που βρίσκεται σε απόλυτη ψυχική ευφορία, ιδίως λόγω ποτού. (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω σπίτι μου απόψε,να χαρώ την όμορφη βραδιά, απόψε όλα θα τα σπάσω και το πρωί θα πάρω τα κλειδιά
- δεν το κάνω σπίτι, δε συνηθίζω να κάνω κάτι ή το κάνω πάρα πολύ αραιά: «κάπου κάπου πηγαίνω κι εγώ στα μπουζούκια, αλλά δεν το κάνω σπίτι». Από το ότι το σπίτι του καθενός είναι ο χώρος που συνήθως περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας ή είναι ο χώρος όπου επιστρέφει κάθε μέρα·
- διέλυσε το σπίτι του, διέλυσε την οικογένειά του, χώρισε με τη σύζυγό του: «για μια γυναίκα της νύχτας διέλυσε το σπίτι του»·
- δουλειές του σπιτιού, βλ. λ. δουλειά·
- είναι από καλό σπίτι, βλ. φρ. είναι από σπίτι·
- είναι από μεγάλο σπίτι, κατάγεται από πλούσια, από αριστοκρατική οικογένεια. (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμ’ εγώ παλιόπαιδο και μη με λες αλήτη, είμ’ από οικογένεια κι από μεγάλο σπίτι
- είναι από σπίτι, είναι από καλή οικογένεια, έχει καλή ανατροφή: «απ’ τη στάση και τους τρόπους του φαίνεται αμέσως πως το παιδί είναι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- είναι από σπίτι με αρχές, είναι από ηθική και τίμια οικογένεια: «είναι παιδί από σπίτι με αρχές και δεν κάνει παρέα με τους αλήτες της γειτονιάς»·
- είναι κορίτσι από σπίτι, βλ. λ. κορίτσι·
- είναι του σπιτιού, ανήκει στην ίδια την οικογένεια με κάποιους άλλους, είναι συγγενής της οικογένειας: «άφησέ τον να μπει μέσα, γιατί είναι του σπιτιού»·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- επιστρέφω στο σπίτι μου, (για ανώτερους δημόσιους λειτουργούς ή για πολιτικούς) τερματίζω τη σταδιοδρομία μου: «όλοι οι ηλικιωμένοι του κόμματος επέστρεψαν στο σπίτι τους, για ν’ αναλάβουν οι νεότεροι»·
- έφυγε απ’ το σπίτι, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι ή εγκατέλειψε τη σύζυγό του, την οικογένειά του: «μάλωσε άγρια με το γέρο του κι έφυγε απ’ το σπίτι || τα ’μπλεξε με μια παρδαλή κι έφυγε απ’ το σπίτι του»· βλ. και φρ. το ’σκασε απ’ το σπίτι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- ζει σε γυάλινο σπίτι, είναι απαλλαγμένος από κάθε είδους διαπλοκή ή από άλλες ύποπτες ή παράνομες ενέργειες: «ένας πολιτικός πρέπει να ζει σε γυάλινο σπίτι, για να δίνει με τη διαγωγή του το καλό παράδειγμα και στους πολίτες». Από το ότι, αυτός που ζει μέσα σε γυάλινο σπίτι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα κρυφό, γιατί όλες του οι ενέργειες βρίσκονται σε κοινή θέα·
- ζει το σπίτι του, συντηρεί το σπίτι του: «είναι πολύ άξιο παλικάρι, γιατί από μικρός ζει το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε χρόνια στη δουλειά σου ζούσες σπίτι, τα παιδιά σου, ήσουνα τεχνίτης πρώτης, ο Αντώνης ο Πειραιώτης
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια, ένας αποτυχημένος γάμος, έχει οπωσδήποτε συνέπεια και στις οικογένειες των δυο συζύγων: «δεν είναι μόνο που και οι δυο τους είναι στραβόξυλα, αλλά το κακό είναι πως ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει δυο σπίτια»·
- η βασίλισσα του σπιτιού, βλ. λ. βασιλιάς·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, με την οικονομία δημιουργεί κανείς πλούτο: «αυτός θα γίνει πλούσιος μια μέρα με την οικονομία που κάνει, γιατί η μικρή μαγειριά, κάνει τα μεγάλα σπίτια»·
- θα σε στείλω σπίτι ή θα σε στείλω σπίτι σου ή θα σε στείλω στο σπίτι σου, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε απολύσω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω στο σπίτι σου»·
- θρέφω το σπίτι μου, προσφέρω στην οικογένειά μου τα απαραίτητα για να ζήσει: «κάνω δυο δουλειές για να θρέψω το σπίτι μου»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, ο καθένας νιώθει πολύ άνετα και ευχάριστα στο σπίτι του: «όλη τη μέρα μπερδεύομαι μ’ ένα σωρό ανθρώπους και μόλις γυρίσω στο σπίτι νιώθω ευτυχισμένος, γιατί κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του»·
- και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! ευχετική έκφραση α. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα ξενιτεμένα άτομα, με το νέο χρόνο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, στην οικογένειά τους. β. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα άτομα που είναι ανύπαντρα, με το νέο χρόνο να παντρευτούν και να βρίσκονται στο δικό τους σπίτι, στη δική τους οικογένεια. γ. ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα στρατευμένα άτομα, με το νέο χρόνο να έχουν πάρει το απολυτήριό τους και να βρίσκονται στα σπίτια τους·
- καίει το σπίτι, επικρατεί στους χώρους του μεγάλη ζέστα: «άνοιξε κανένα παράθυρο να δροσιστούμε, γιατί καίει το σπίτι»·
- καιρός για σπίτι, βλ. λ. καιρός·
- κακόφημο σπίτι, ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο: «όλα τα κακόφημα σπίτια βρίσκονταν κάποτε στην περιοχή του λιμανιού»·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, καλύτερα φτωχός και να αφεντεύω το σπίτι μου, παρά να είμαι σε ένα πλουσιόσπιτο και να με αφεντεύουν άλλοι: «κάντε εσείς παρέα μ’ αυτό το πλουσιόπαιδο, γιατί εγώ, κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι»·  
- κάνω σπίτι, α. παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «μόνο αν βρω την κατάλληλη γυναίκα θα κάνω σπίτι». Συνών. κάνω νοικοκυριό. β. χτίζω σπίτι: «επειδή η κόρη μου έφτασε σε ηλικία γάμου, της κάνω ένα σπίτι για προίκα»·
- κάνω το σπίτι, καθαρίζω το εσωτερικό του, τους χώρους όπου ζω και κινούμαι: «επειδή αύριο έχω κάποιους φίλους καλεσμένους, δε θα ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί πρέπει με την κυρά μου να κάνω το σπίτι»·
- κλείνω το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου: «έμπλεξε με κάτι παρδαλές κι έκλεισε το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια
- κολόνα του σπιτιού, βλ. λ. κολόνα·
- κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- μ’ έφαγε το σπίτι, κουράστηκα πολύ για να το συμμαζέψω, να το συγυρίσω: «μόλις γυρίσαμε απ’ τις διακοπές, μ’ έφαγε το σπίτι, μέχρι να το βάλω σε μια τάξη»·
- μαζεύω σπίτι μου ή μαζεύω στο σπίτι μου (κάποιον), προσφέρω στέγη σε κάποιον: «επειδή για ένα διάστημα δεν είχε πού να μείνει, τον μάζεψα στο σπίτι μου»·
- μαζεύω το σπίτι, βλ. φρ. συμμαζεύω το σπίτι·
- μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου: «μου ’βαλε φωτιά στο σπίτι, ο άτιμος, γιατί παρέσυρε το γιο μου στα ναρκωτικά». (Λαϊκό τραγούδι: αισθήματα δεν είχες μέσα στην καρδιά σου και να με κάψει, ήθελες, το προμελέτημά σου. Μπαμπέσικη καρδιά, πώς μ’ έχεις βασανίσει, έβαλες στο σπίτι μου φωτιά
- μου διέλυσε το σπίτι, ήταν η αιτία που χώρισα με τη γυναίκα μου: «τον θεωρούσα φίλο κι αυτός ξεμυάλισε τη γυναίκα μου και μου διέλυσε το σπίτι»· βλ. και φρ. μου ’κλεισε το σπίτι·
- μου ’κλεισε το σπίτι, μου προξένησε μεγάλη ηθική ή οικονομική ζημιά ή προκάλεσε ανυπολόγιστο κακό στην οικογένειά μου ή σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου: «δε μου επέστρεψε τα λεφτά την ημερομηνία που μου είχε υποσχεθεί και μου ’κλεισε το σπίτι, γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να συνεχίσω τη δουλειά  μου || τα ’μπλεξε με τη γυναίκα μου και μου ’κλεισε το σπίτι το κάθαρμα || σκότωσε το γιο μου με τ’ αυτοκίνητό του και μου ’κλεισε το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: Δημήτρη μου, Δημήτρη μου, μου το ’κλεισες το σπίτι μου // πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
- μου τίναξε το σπίτι στον αέρα, βλ. φρ. μου διέλυσε το σπίτι·
- μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντές·
- να πάει σπίτι ή να πάει στο σπίτι ή να πάει στο σπίτι του, έκφραση που απευθύνεται σε όσους δε συμπεριφέρονται ή δεν εργάζονται σύμφωνα με τους όρους μιας ομάδας ή μιας επιχείρησης με την έννοια να αποχωρήσουν, να φύγουν, να παραιτηθούν: «οι όροι του καταστατικού της ομάδας είναι αυτοί και, όποιος δε συμφωνεί, να πάει σπίτι || η επιχείρηση δουλεύει με αυτό το σύστημα κι όποιου δεν του αρέσει, να πάει στο σπίτι || το ωράριο είναι εφτά πέντε κι όποιος δε συμφωνεί, να πάει στο σπίτι του»·
- ντύνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω τα χαλιά: «λέω όπου να ’ναι να ντύσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- ξεσηκώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) κάνω γενική καθαριότητα: «κάθε φορά που πλησιάζουν μεγάλες γιορτές, η μάνα μου ξεσηκώνει το σπίτι»·
- ξεστρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) βγάζω τα χαλιά: «κάθε φορά που πλησιάζει το καλοκαίρι, η μάνα μου ξεστρώνει το σπίτι»·
- ο άντρας του σπιτιού, βλ. λ. άντρας·
- όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, α. λέγεται για κείνους που αισθάνονται άνετα και οικεία σε οποιοδήποτε περιβάλλον: «αυτός ο άνθρωπος έχει τη φιλοσοφία όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου κι έτσι νιώθει παντού άνετα». β. αναφορά σε παλιότερες εποχές, όταν επικρατούσε ανθρωπιά και αλληλεγγύη μεταξύ των γειτόνων σε αντιδιαστολή με τη σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί η απανθρωπιά και ο ατομικισμός·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει, ως τιμωρία του τα χάνει και αυτά·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, αυτός που διαχειρίζεται καλά τα του οίκου του, διαχειρίζεται σωστά και λογικά και τη ζωή του: «πες μου τι κάνει στο σπίτι του και θα σου πω για τη ζωή του, γιατί όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του»·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, γίνεται ρεζίλι του κόσμου αυτός που πουλάει το σπίτι του και ύστερα δεν έχει πού να μείνει: «μα με τα σωστά σου, θα πουλήσεις το σπίτι σου και θα ξεσπιτωθείς για να κάνεις μια αμφίβολη δουλειά; Όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, χαϊβάνι, έ χαϊβάνι!»·
- όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, όταν γίνει το κακό, η ζημιά, τότε όλοι δήθεν προθυμοποιούνται να βοηθήσουν: «τώρα ξύπνησες να με βοηθήσεις που καταστράφηκα; Αλλά βέβαια, όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό»·
- όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα κάποιο κακό, γενικεύεται: «η κοινωνία πρέπει να απομονώνει και να λύνει έγκαιρα το πρόβλημα που προκύπτει, γιατί, όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού, η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου»·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, όλες οι οικογένειες λίγο πολύ έχουν τα ψεγάδια τους, τα ηθικά παραπτώματά τους: «εμένα μη μου λες πως είστε άγιοι στην οικογένειά σας, γιατί ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, λέγεται στην περίπτωση που ενώ συνήθως το κάθε σπίτι έχει τον προστάτη σύζυγο, πατέρα, αυτός επειδή εργάζεται εξαντλητικά είναι συνεχώς έξω από το σπίτι του: «απ’ το πρωί σκοτώνομαι με το νοικοκυριό και με την ανατροφή των παιδιών, γιατί ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι να βάλει κι αυτός κανένα χεράκι»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παλιό σπίτι, οικογένεια αριστοκρατική, αρχοντική: «είναι το πιο παλιό σπίτι της πόλης μας»·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, ένδειξη πως σίγουρα κάτι άσχημο, κάτι οδυνηρό θα συμβαίνει·
- πεινά το σπίτι του, βρίσκεται σε έσχατη στέρηση, σε έσχατη φτώχεια, είναι πολύ φτωχοί: «εδώ πεινά το σπίτι του κι αυτός ούτε που νοιάζεται». (Τραγούδι: δεν ντρέπεσαι Μηνά, το σπίτι σου πεινά κι εσύ στο καπηλειό πίνεις κρασί παλιό
- πεταμένο μου παιδί, νοικοκύρης του σπιτιού, βλ. λ. παιδί·
- πιάνω σπίτι, νοικιάζω: «έπιασα ένα σπίτι κοντά στην παραλία»·
- σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου, ο σεβασμός και η εκτίμηση που δείχνει στον άντρα το σπίτι του, η οικογένειά του, έχει αντίκτυπο και στον κόσμο που φέρεται ανάλογα: «μα και βέβαια σ’ εκτιμά και σε υπολήπτεται ο κόσμος, γιατί σαν σε τιμά το σπίτι σου, σε τιμά κι η γειτονιά σου»·
- σαν στο σπίτι σου! ή σαν το σπίτι σου! φιλοφρονητική έκφραση σε άτομο που μας επισκέπτεται στο σπίτι μας, να νιώσει και να κινηθεί με μεγάλη άνεση, όπως δηλ. και στο σπίτι του·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, το κατάκλεψαν, δεν άφησαν τίποτα μέσα: «το καλοκαίρι, που λείπαμε διακοπές, ήρθαν οι κλέφτες και σήκωσαν όλο το σπίτι»·
- σπίτι με τα όλα του, με όλες τις ανέσεις, με όλα τα κομφόρ: «είναι αρκετά πλούσιος κι έχει ένα σπίτι με τα όλα του»·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) πορδοκαλυβάκι μου, ό,τι και παρακάτω, με μια διάθεση περισσότερης οικειότητας ή χάριν αστεϊσμού·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, έκφραση αγάπης για το σπίτι μας. Λέγεται και με νοσταλγική διάθεση, όταν βρισκόμαστε μακριά του ή ως εκδήλωση λατρείας, όταν επιστρέφουμε σε αυτό μετά από πολύ καιρό απουσίας·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) φτωχοκαλυβάκι μου, ό,τι και το παραπάνω·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, να μάθεις να ξεχωρίζεις και να ενεργείς ανάλογα με αυτό που σε ωφελεί περισσότερο και σε βάθος χρόνου: «άσε τις πολυτέλειες και τις μεγαλομανίες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, αν θέλεις να προκόψεις»·
- σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, (γενικά) όταν κάποιος δεν προνοεί, τότε πέφτει σε δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις, ιδίως όταν πρόκειται για θέματα υγείας: «πρέπει να προσέχει καλά κανείς τον εαυτό του, γιατί σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός». Από την εικόνα της νοικοκυράς που ανοίγει τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι και να μπει ο ήλιος μέσα, κίνηση που εντάσσεται στους κανόνες υγιεινής ενός σπιτιού·
- σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- στην οικία του σπιτιού μας ή στην οικία του σπιτιού μου, απάντηση που δίνεται συνήθως χάριν αστεϊσμού σε άτομο που μας ρωτάει πού περάσαμε, ιδίως την περίοδο κάποιων θρησκευτικών ή εθνικών εορτών και έχει την έννοια πως τις περάσαμε στο σπίτι. Ο πλ. επειδή ίσως να υπάρχει και οικογένεια, αλλά και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.   
- στήνω σπίτι, βλ. συνηθέστ. στήνω σπιτικό, λ. σπιτικό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί ή στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί, α. δεν πρέπει να κατηγορεί κάποιος έναν άλλον για λάθη, παρατυπίες ή παρανομίες που προηγουμένως τις έχει κάνει και ο ίδιος. β. δεν πρέπει να μιλάμε παρουσία κάποιου για θέματα που προηγουμένως τον έχουν πληγώσει ή τον έχουν βασανίσει πολύ·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δεν πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- στρώνω το σπίτι, (για νοικοκυρές) στρώνω στο πάτωμα τα χαλιά, ιδίως στην αρχή της χειμερινής περιόδου: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω το σπίτι, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα». Είναι και φορές που ακούγεται μόνο το ρήμα: «αύριο έχω σκοπό να στρώσω, πριν πιάσουν τα πολλά κρύα»·
- συμμαζεύω το σπίτι, το τακτοποιώ, το νοικοκυρεύω: «απ’ το πρωί η μητέρα συμμαζεύει το σπίτι, γιατί το βράδυ θα έχουμε επισκέψεις»·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. φρ. θρέφω το σπίτι μου·
- τινάζω το σπίτι μου στον αέρα, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «τίναξε το σπίτι του στον αέρα για μια παρδαλή»·
- το ’σκασε απ’ το σπίτι, (ιδίως για νεαρά άτομα) εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι: «επειδή την καταπίεζε ο πατέρας της, το ’σκασε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: δε γουστάρω πια το τσίτι και τη φτωχογειτονιά, θα το σκάσω απ’ το σπίτι,να γλεντήσω τον ντουνιά
- το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, αν και είμαστε φτωχοί, προσφέρουμε πλούσια φιλοξενία: «όσους φιλοξενήσαμε έχουνε να το λένε, γιατί το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη»· 
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις, μη βοηθάς κάποιον χρηματικά, όταν η οικογένειά σου έχει ανάγκη από αυτά τα χρήματα: «σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάει η οικογένειά σου, σταμάτα να βοηθάς τον έναν και τον άλλον, γιατί το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνες μην κάνεις»·
- το σπίτι της αμαρτίας, σπίτι όπου παρατηρείται έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, όπου συμβαίνουν όργια: «απ’ τη μέρα που τον παράτησε η γυναίκα του, κατάντησε το σπίτι του σπίτι της αμαρτίας»·
- το σπίτι των ανέμων, κακοδιατηρημένο ή εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται σε κάποιο ύψωμα: «τα μικρά παιδιά ένιωθαν φόβο σαν αντίκριζαν το σπίτι των ανέμων»·
- τον έδιωξε απ’ το σπίτι, του στέρησε το δικαίωμα να μένει μαζί με την οικογένειά του, τον έδιωξε από την οικογένειά του: «επειδή ο γιος του μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τον έδιωξε απ’ το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στους παράνομους τους δρόμους μαύρη μ’ έριξε. Ως κι η μάνα μου ακόμα, που με τάιζε στο στόμα, απ’ το σπίτι μ’ έδιωξε
- τον έστειλα σπίτι ή τον έστειλα σπίτι του ή τον έστειλα στο σπίτι του, τον απέλυσα από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνες, τον έστειλα σπίτι του»·
- τον πλακώνει το σπίτι, του προκαλεί δυσθυμία, τον καταπιέζει ψυχικά: «βρήκε τη δικαιολογία πως τον πλακώνει το σπίτι, και κάθε βράδυ ξεπορτίζει»·
- τον χάνει το σπίτι του, βρίσκεται συχνά ή για αρκετό καιρό μακριά από την οικογένειά του: «τον τελευταίο καιρό έχει μπλέξει με κάτι παλιοπαρέες και κάθε τόσο τον χάνει το σπίτι του || δουλεύει πλασιέ σε μια εταιρεία και τον χάνει το σπίτι του, καθώς βγαίνει κάθε τόσο στην επαρχία για να δειγματίζει τα νέα προϊόντα»·
- του άδειασαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες και έκλεψαν όλα ή τα περισσότερα πράγματα: «χτες βράδυ, που έλειπε με τη γυναίκα του, του άδειασαν το σπίτι»·
- του άνοιξαν το σπίτι, μπήκαν μέσα διαρρήκτες: «χτες βράδυ του άνοιξαν το σπίτι και του πήραν τηλεόραση και βίντεο»·
- του γαμώ το σπίτι, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή μπεκροπίνει, τον έπιασε ο αδερφός του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το σπίτι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση τον κατανικώ: «επειδή έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά, ο διευθυντής του του γάμησε το σπίτι || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε το σπίτι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του σήκωσαν το σπίτι, βλ. φρ. του άδειασαν το σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σας! ευχή σε ζευγάρι να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- του χρόνου σπίτι σου! (και για τα δυο φύλα) ευχή να είναι παντρεμένο τον επόμενο χρόνο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση: «τους βγάζω απ’ το σπίτι, γιατί έχουν μαζέψει στο διαμέρισμα τέσσερα σκυλιά, που έχουν σηκώσει στο πόδι την πολυκατοικία με τα γαβγίσματά τους»·
- τους πετώ απ’ το σπίτι, (συνήθως για οικογένεια) τους κάνω έξωση βίαια ή με ένδικα μέσα: «επειδή δε με πλήρωσαν πέντε νοίκια, τους πέταξα απ’ το σπίτι»·
- φεύγω απ’ το σπίτι, α. εγκαταλείπω τη σύζυγό μου, την οικογένειά μου, διακόπτω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου: «τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι έφυγε απ’ το σπίτι || ο γιος του έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες κι έφυγε απ’ το σπίτι». β. ξενοικιάζω το σπίτι που μένω: «τον άλλο μήνα φεύγω απ’ το σπίτι που μένω, γιατί βρήκα άλλο καλύτερο»·
- φτιάχνω σπίτι, βλ. φρ. ανοίγω σπίτι και κάνω σπίτι·
- χαλώ το σπίτι μου, διαλύω την οικογένειά μου, χωρίζω με τη σύζυγό μου: «εγώ για καμιά γυναίκα δεν πρόκειται να χαλάσω το σπίτι μου»·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.

στρουγκού

στρουγκού, η, ουσ. [<στρούγκα + κατάλ. -ού], (στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «πολλές φορές μέσα στη στρουγκού μπορείς να βρεις τα πιο καλά παιδιά». Συνών. αλυσίδες (3) / κάγκελα (3) / μπουζού (3) / σίδερα (4) / στενή (2) / φρέσκο / χάψη / ψειρού·
- μπαίνω στη στρουγκού, μπαίνω φυλακή, φυλακίζομαι: «ήταν φυσικό να μπει στη στρουγκού, αφού έμπλεξε μ’ αυτές τις αλητείες!»·
- τον βάζω στη στρουγκού, βλ. συνηθέστ. τον ρίχνω στη στρουγκού·
- τον ρίχνω στη στρουγκού, τονφυλακίζω: «μόλις τον έπιασαν, τον έριξαν στη στρουγκού».

τσαρούχι

τσαρούχι, το, ουσ. [<μσν. τσαρούχιν <τουρκ. çarik]. 1. χαμηλό παπούτσι με φούντα: «το τσαρούχι του τσολιά έκανε θραύση στον πόλεμο του 1940». 2. σκληρό κομμάτι ψημένου κρέατος, σκληρή μπριζόλα που τρώγεται δύσκολα: «πώς να το φάω αυτό το τσαρούχι που μου σερβίρισες!». 3. χοντροκομμένο παπούτσι: «είναι δυνατόν, ένας μοντέρνος άνθρωπος, όπως είσαι εσύ, ν’ αγοράσεις αυτά τα τσαρούχια!». 4. ο τσαρουχάς (βλ. λ.)·
- απόμεινε με μισό τσαρούχι, είναι πάμφτωχος: «κάποτε είχε καλή περιουσία, αλλά έμπλεξε με τα χαρτιά και μέσα σε λίγο καιρό απόμεινε με μισό τσαρούχι»·
- βγήκε με τα τσαρούχια, (για υποψήφιους σε εκλογές) η εκλογή του ήταν πολύ άνετη, εκλέχτηκε πανηγυρικά: «ήταν πολύ αγαπητός στο νομό μας, γι’ αυτό και βγήκε με τα τσαρούχια»·
- η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι ή η γλώσσα μου έγινε σαν τσαρούχι, βλ. λ. γλώσσα·
- θέλοντας του βλάχου και μη θέλοντας του ζωγράφου, φόρεσες κι εσύ Χριστέ μου κόκκινα τσαρούχια, βλ. λ. βλάχος·
- με τα τσαρούχια! α. με άνεση, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία: «πέρασε ο γιος σου στο πανεπιστήμιο; -Με τα τσαρούχια». β.με μεγάλη θέληση, με πολύ όρεξη, χωρίς άλλη κουβέντα: «αν θέλω να ’ρθω στο χορό; Με τα τσαρούχια!»·
- μπήκε μέσα με τα τσαρούχια, απέτυχε εντελώς στη δουλειά του, έχασε πολλά χρήματα σε μια δουλειά που υπολόγιζε κερδοφόρα: «έριξε όλα του τα λεφτά σε μια δουλειά και μπήκε μέσα με τα τσαρούχια»·
- μπήκε με τα τσαρούχια, (για υποψήφιους σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές) η επιτυχία του ύστερα από τις εξετάσεις που έδωσε ήταν πολύ άνετη, εισήχθη πανηγυρικά: «όλο το καλοκαίρι δε σήκωσε κεφάλι απ’ το βιβλίο και στις εξετάσεις που έδωσε για το πανεπιστήμιο μπήκε με τα τσαρούχια»·
- το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·

υποχρέωση

υποχρέωση, η, ουσ. [<υποχρεω- (υποχρεώνω) + κατάλ. -ση], η υποχρέωση. 1. το ηθικό χρέος: «έχω υποχρέωση να βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κι αυτός πάντοτε με βοηθούσε στις δύσκολες στιγμές». 2. το χρηματικό, το οικονομικό χρέος: «έχω ακόμα μια υποχρέωση στο τέλος του μηνός κι ύστερα δε χρωστώ σε κανέναν». 3. στον πλ. οι υποχρεώσεις, το σύνολο των χρεών, ιδίως μιας επιχείρησης: «τον άλλο μήνα έχω πολλές υποχρεώσεις και δεν ξέρω, αν θα μπορέσω ν’ ανταποκριθώ». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- από υποχρέωση, λέγεται για κάτι που γίνεται χωρίς μεγάλη ευχαρίστηση: «δεν είχα και καμιά σπουδαία όρεξη, αλλά τον βοήθησα από υποχρέωση, γιατί είναι γνωστός του αδερφού μου»·
- βγάζω την υποχρέωση, ανταποδίδω σε κάποιον κάτι καλό, κάποια εξυπηρέτηση ή εκδούλευση που μου είχε κάνει στο παρελθόν: «πολύ χάρηκα που μπόρεσα να βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο και βγήκα απ’ την υποχρέωση που του είχα!»·
- βγαίνω απ’ την υποχρέωση, απαλλάσσομαι από το να κάνω κάτι: «πολλοί λόγω σπουδών βγαίνουν απ’ την υποχρέωση να παρουσιαστούν στην ώρα τους να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία»·  
- δεν έχει υποχρεώσεις, (ιδίως για άντρες) είναι ελεύθερος από οικογενειακά βάρη, δεν έχει δηλ. να θρέψει οικογένεια, να παντρέψει αδερφή, να σπουδάσει αδερφό, να φροντίσει άρρωστους γονείς ή να τους γηροκομήσει: «ό,τι βγάζει απ’ τη δουλειά του τα τρώει, γιατί δεν έχει υποχρεώσεις»·
- έχω (την) υποχρέωση, οφείλω να ανταποδώσω σε κάποιον κάτι καλό, κάποια εξυπηρέτηση ή την εκδούλευση που μου είχε κάνει στο παρελθόν: «έχω την υποχρέωση να βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, κάθε φορά που βρισκόμουν σε δύσκολη θέση, με βοηθούσε»·
- έχω υποχρεώσεις, έχω έξοδα, χρέη: «δεν μπορώ να σου δώσω το ποσό που μου ζητάς, γιατί έχω υποχρεώσεις που πρέπει να τακτοποιήσω»·
- μπαίνω σε υποχρέωση, βοηθούμαι ή εξυπηρετούμαι από κάποιον και νιώθω πως πρέπει να του ανταποδώσω, υποχρεώνομαι: «με βοήθησε τόσο πολύ αυτός ο άνθρωπος, όταν χρειάστηκε, που μπήκα σε υποχρέωση»·
- μπαίνω σε υποχρεώσεις, μπαίνω σε έξοδα, σε χρέη: «τον άλλο μήνα παντρεύω την κόρη μου κι είναι σίγουρο πως θα μπω σε πολλές υποχρεώσεις»·
- νιώθω (την) υποχρέωση, βλ. φρ. έχω (την) υποχρέωση·
- πληρώνω τις υποχρεώσεις μου, ανταποκρίνομαι στα έξοδα, στα χρέη μου: «μέχρι τώρα πληρώνω τις υποχρεώσεις μου, αλλά δεν ξέρω τι θα γίνει στο μέλλον»·
- υποχρέωσή μου! έκφραση ευγενείας με την οποία δείχνουμε τη μεγάλη μας διάθεση, προθυμία, να εξυπηρετήσουμε κάποιον σε κάτι που μας ζητάει και που είναι μέσα στα καθήκοντά μας: «θα μπορούσες να με βοηθήσεις ν’ ανεβάσω τις αποσκευές στο δωμάτιό μου; -Υποχρέωσή μου!».

φρένο

φρένο, το, ουσ. [<γαλλ. frein (= τροχοπέδη)], το φρένο·
- βάζω φρένο, επιβραδύνω, σταματώ την εξέλιξη μιας διαδικασίας ή τη διάδοση ενός φαινομένου: «η αδιαλλαξία της άλλης πλευράς έβαλε φρένο στις ειρηνευτικές συνομιλίες || η κυβέρνηση με τις απεργοσπαστικές της ενέργειες προσπαθεί να βάλει φρένο στις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων»· βλ. και φρ. πατώ φρένο·  
- μπαίνει φρένο, επιβραδύνεται, σταματάει η εξέλιξη μιας διαδικασίας ή η διάδοση ενός φαινομένου: «με την αδιάλλακτη στάση που κρατάει η άλλη πλευρά, μπαίνει ουσιαστικά φρένο στις ειρηνευτικές συνομιλίες || αν δεν μπει φρένο στις κρατικές σπατάλες, κινδυνεύει να καταρρεύσει η οικονομία μας»·
- πατώ το φρένο, φρενάρω: «έξω απ’ το σπίτι μου πάτησα το φρένο, για να κατεβεί η γυναίκα μου απ’ τ’ αυτοκίνητο || επειδή είχε πολλή κίνηση στο δρόμο, κάθε τόσο πατούσα το φρένο»· βλ. και φρ. πατώ φρένο·  
- πατώ φρένο, σταματώ κάποια ενέργεια ή κάποια συνήθεια: «παιδιά, εγώ πατώ φρένο στα ξενύχτια, γιατί με κούρασαν ψυχικά και σωματικά». (Λαϊκό τραγούδι: και πάτα φρένο,βάσανο, στις φόρες σου, γιατί στο λέω, λόγω τιμής, τρεις θα ’ ν’ οι ώρες σου)· βλ. και φρ. πατώ το φρένο·
- πέφτω πάνω στα φρένα, φρενάρω με όλη τη δύναμη των ποδιών μου: «μόλις πετάχτηκε το παιδάκι μέσα στο δρόμο, έπεσα πάνω στα φρένα και μόλις που πρόλαβα να το γλιτώσω»·
- του βάζω φρένο, τον υποχρεώνω βίαια να σταματήσει κάποια ενέργεια ή κάποια συνήθειά του: «αν δεν του ’βαζα φρένο, να μην πάρει μέρος σ’ εκείνη τη δουλειά, θα ’χε καταστραφεί τώρα ο άνθρωπος! || αν δεν του ’βαζε φρένο η γυναίκα να κόψει το πιοτό, σήμερα θα ’ταν ο τύπος στα θυμαράκια!».
- του πατώ φρένο, βλ. φρ. του βάζω φρένο.

φτώχεια

φτώχεια, η, ουσ. [<φτωχαίνω (υποχωρητ.)], η φτώχεια· η κατάσταση του φτωχού, η φτωχική ζωή, η ένδεια: «είναι πολύ δύσκολο πράγμα να ζει κανείς μέσ’ στη φτώχεια». (Τραγούδι: φτώχεια που τις καρδιές πληγώνεις, βγάζεις τα πιο καλά παιδιά). (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- δοκίμαζε τους φίλους σου, όταν σε βρίσκει η φτώχεια, βλ. λ. φίλος·
- έξω φτώχεια! ξόρκι της διασκέδασης των φτωχών που ακούγεται σε στιγμές κεφιού ή γλεντιού. (Λαϊκό τραγούδι: όταν ακούω μπαγλαμάδες, έξω φτώχεια και νταλκάδες // έξω φτώχεια,να γλεντήσουμε τον ψεύτικο ντουνιά, κουτσαβάκη θέλω μάγκα, έμορφο και μερακλή, να γλεντούμε πάντα οι δυο μαζί
- έξω φτώχεια και καημοί! έκφραση αισιοδοξίας, έξω φτώχεια! (Λαϊκό τραγούδι: έξω φτώχεια και καημοί,θέλω απόψε να γλεντήσω, τη φτωχή μου την καρδιά μέσα στο κρασί να πνίξω
- έξω φτώχεια και καλή καρδιά! έκφραση αισιοδοξίας με την έννοια πως ο φτωχός δεν πρέπει να απελπίζεται, δεν πρέπει να απογοητεύεται στη ζωή του και ακούγεται σε στιγμές κεφιού ή γλεντιού. (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή μου όλη άδειο πορτοφόλι, έρωτες ξενύχτια και φιλιά, η ζωή μου όλη άδειο πορτοφόλι, έξω φτώχεια και καλή καρδιά
- έχω φτώχειες, περνώ περίοδο στέρησης, φτώχειας: «κι εγώ έχω φτώχειες, αλλά δεν κλαίγομαι σαν και σένα». Στον τύπο έχω κάτι φτώχειες! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι φτώχειες(!)·
- η φτώχεια είναι κακός σύμβουλος, λέγεται με την έννοια ότι κάτω από την πίεση της φτώχειας, μπορεί να προβεί κανείς σε ακραίες ενέργειες: «έφτασε στο σημείο να επιχειρήσει να ληστέψει μια τράπεζα, γιατί η φτώχεια είναι κακός σύμβουλος || τον γλίτωσαν την τελευταία στιγμή, πριν πέσει απ’ το μπαλκόνι του, γιατί η φτώχεια είναι κακός σύμβουλος». Πολλές φορές, μετά το φτώχεια, ακολουθεί το βλέπεις· 
- η φτώχεια θέλει καλοπέραση, α. ο φτωχός δεν πρέπει να αφήνει τη φτώχεια να τον καταβάλλει ψυχικά, αλλά πρέπει να την αντιμετωπίζει με αισιοδοξία και διασκέδαση, για να γίνει πιο υποφερτή. Η έκφραση ακούγεται σε στιγμές γλεντιού ή σαν δικαιολογία από άτομο που γλεντάει, που διασκεδάζει, αν και δεν έχει άνεση χρημάτων. (Λαϊκό τραγούδι: η φτώχεια θέλει καλοπέραση, θέλει αγάπη και κρασί, η φτώχεια θέλει καλοπέραση, για να ’ναι η ζωή χρυσή). β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση από πλούσιο σε ώρα γλεντιού·
- η φτώχεια φέρνει γκρίνια, βλ. φρ. όπου φτώχεια και γκρίνια·
- καταραμένη φτώχεια ή φτώχεια καταραμένη ή κατηραμένη φτώχεια ή φτώχεια κατηραμένη, έκφραση απελπισίας φτωχού ανθρώπου που βασανίζεται από τη φτώχεια: «α ρε, καταραμένη φτώχεια, δε σ’ αντέχω άλλο!». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα φίλε, μη μου θυμίζεις την καταραμένη φτώχεια, φεύγει το καλοκαιράκι, μπαίνουνε τα πρωτοβρόχια // δε με φοβήσαν κύματα, χιόνια και ανεμοβρόχια όσο με φόβισες εσύ κατηραμένη φτώχεια // απ’ τα φτωχά μου τα όνειρα ένα σωστό δε βγαίνει, όλα τα σκόρπισες εσύ, φτώχεια κατηραμένη
- μαύρη φτώχεια, πολύ μεγάλη και βασανιστική φτώχεια: «απόμεινε μοναχός και πέθανε μέσ’ στη μαύρη φτώχεια». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω να πεθάνω, για να λυτρωθώ, μα η μαύρη φτώχεια μ’ έχει δικασμένο ούτε να πεθάνω ούτε και να ζω)· 
- με δέρνει η φτώχεια ή με δέρνουν οι φτώχειες, βασανίζομαι, υποφέρω από τη φτώχεια που περνώ: «τον τελευταίο καιρό με δέρνει η φτώχεια περισσότερο από κάθε άλλη φορά». Στον τύπο με δέρνει μια φτώχεια! ή με δέρνουν κάτι φτώχειες! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι φτώχεια! ή μα τι φτώχειες(!)·
- όπου φτώχεια και γκρίνια, η ανέχεια και οι δυσκολίες που προκαλούνται  από τη φτώχεια οδηγούν ένα ζευγάρι ή μια οικογένεια στις προστριβές, στην γκρίνια: «καλά λένε πως, όπου φτώχεια και γκρίνια, γιατί, απ’ τη μέρα που τον απέλυσαν απ’ τη δουλειά, κάθε μέρα καβγαδίζουν στο σπίτι τους»·
- όταν μπει η φτώχεια απ’ την πόρτα, βγαίνει  ο έρωτας απ’ το παράθυρο, βλ. φρ. όπου φτώχεια και γκρίνια·  
- περνώ φτώχειες, περνώ περίοδο στέρησης, φτώχειας: «κάνω αιματηρές οικονομίες να παντρέψω την κόρη μου, και περνώ φτώχειες». Στον τύπο περνώ κάτι φτώχειες! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι φτώχειες(!). (Λαϊκό τραγούδι: ο κυρ-Θάνος πέθανε παραπονεμένος χτες αργά στο καπηλειό του Χατζηθωμά, τελευταία πέρναγε φτώχειες ο καημένος κι είχε βάλει ενέχυρο και το μπαγλαμά
- στη φτώχεια, φτωχικά: «ζει στη φτώχεια»·
- τα πολλά (τα) λόγια είναι φτώχεια, βλ. λ. λόγος·
- τη βγάζω στη φτώχεια, περνώ, ζω φτωχικά: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές μου, τη βγάζω στη φτώχεια»·
- φτώχεια και των γονέων! πολύ μεγάλη φτώχεια: «πώς μπορούν και ζουν αυτοί οι άνθρωποι! Φτώχεια και των γονέων!».

φως

φως, το, ουσ. [<αρχ. φῶς], το φως. 1. η όραση: «μόνο όποιος δεν έχει το φως του, μπορεί να νιώσει τη ζωή των τυφλών». 2. το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγει φωτισμό: «δεν έχουμε φως στο σπίτι, γιατί έχει κάποια βλάβη η Δ.Ε.Η.». 3. (στη γλώσσα της αργό) τα χρήματα: «μιλάει όλο για επιχειρήσεις, αλλά φως ακόμα δεν είδα». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ο πωλητής ναρκωτικών: «μόλις έρθει το φως, φώναξέ με». 5α. στον πλ. τα φώτα, οι γνώσεις που διαθέτει κάποιος, η σοφία: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα καταφεύγω στα φώτα του τάδε». β. οι φανοί των αυτοκινήτων: «έβαλε μπρος και ξεκίνησε με τα φώτα σβηστά». 6. τα Φώτα, η γιορτή των Θεοφανίων, τα Θεοφάνια: «τα Θεοφάνια τιμά η εκκλησία τη βάφτιση του Χριστού». (Κάλαντα: σήμερα τα Φώτα κι οι φωτισμοί και χαρές μεγάλες και αγιασμοί). Υποκορ. φωτάκι κ. φωσάκι, το. (Ακολουθούν 56 φρ.)·
- αδυνάτισε το φως μου, ελαττώθηκε η όρασή μου, ιδίως λόγω προχωρημένης ηλικίας: «τον τελευταίο καιρό έχω αντιληφθεί πως ελαττώθηκε το φως μου, γι’ αυτό πρέπει να πάω πάλι στον οφθαλμίατρό μου»·
- ανάβω (το) πράσινο φως, βλ. φρ. δίνω (το) πράσινο φως·
- ανάβω το φως, γυρίζω το διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος, για να παραχθεί φωτισμός: «μόλις μπήκε στο δωμάτιό του, άναψε το φως»·
- ανοίγω το φως, βλ. φρ. ανάβω το φως·
- βγάζω στο φως (κάτι), κάνω γνωστό, αποκαλύπτω, δημοσιοποιώ κάτι που είναι άγνωστο μέχρι τώρα στους πολλούς: «απειλεί να βγάλει στο φως όλες τις παρανομίες του διευθυντή του»· βλ. και φρ. φέρνω στο φως (κάτι)·
- βγήκε στο φως (κάτι), έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε, δημοσιοποιήθηκε από κάποιον κάτι που ήταν άγνωστο μέχρι τώρα στους πολλούς: «μετά τον τελευταίο έλεγχο στα οικονομικά της επιχείρησης, βγήκε στο φως η κατάχρηση του διευθυντή»· 
- βλέπω φως, ελπίζω, αισιοδοξώ πως στο εξής θα εξελιχθούν όλα ομαλά, ιδίως τα οικονομικά, προς το συμφέρον μου ή προς το γενικό συμφέρον: «τώρα που σταμάτησαν οι απεργίες και οι διάφορες καταλήψεις, αρχίζω να βλέπω φως για τη δουλειά μου || τώρα που έπεσε ο πληθωρισμός, ίσως δούμε φως κι εμείς οι φτωχοί»·
- βλέπω φως στην άκρη του τούνελ ή βλέπω φως στο βάθος του τούνελ, αισιοδοξώ πως μετά από περίοδο δυσκολιών, θα καλυτερέψουν τα οικονομικά μου: «τώρα που ηρέμησαν τα πράγματα και υπάρχει κοινωνική γαλήνη, βλέπω φως στο βάθος του τούνελ»·
- δε βλέπω φως, α. δεν υπάρχει ελπίδα πως θα καλυτερέψουν τα πράγματα, ιδίως τα οικονομικά, προς το συμφέρον μου ή προς το γενικό συμφέρον, δεν υπάρχει διέξοδο: «έχω ένα σωρό υποχρεώσεις στο τέλος του μηνός και δε βλέπω φως από πουθενά || μ’ αυτή την κυβέρνηση δε βλέπω φως για κάτι καλύτερο». β. δε βλέπω κάποια κίνηση, κάποια ενέργεια, κάποια απτή απόδειξη από κάποιον, που να εξυπηρετεί τις ανάγκες μου ή αυτό που με ενδιαφέρει: «λες πως θα με βοηθήσεις, αλλά μέχρι τώρα δε βλέπω φως»·
- δείχνω φως, (για χαρτοπαίγνιο) δείχνω τα λεφτά μου στο καρέ για να μπω στο παιχνίδι: «δεν μπαίνει κανείς στο παιχνίδι, αν πρώτα δε δείξει φως». Συνών. σκάω μύτη (β)·
- δίνω τα φώτα μου, προσφέρω σε κάποιον ή σε κάποιους τις γνώσεις μου, τη σοφία μου: «οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν τα φώτα τους σε όλη την ανθρωπότητα»·
- δίνω (το) πράσινο φως, επιτρέπω σε κάποιον να αρχίσει ελεύθερα μια ενέργεια ή μια διαδικασία: «ποιος σου ’δωσε το πράσινο φως να μεταφέρεις αυτά τα πράγματα απ’ το υπόγειο στο ισόγειο; || η Κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως στις εφορίες για την είσπραξη των φόρων». Συνών. δίνω το ελεύθερο να(…)·     
- είδα το φως, βλ. φρ. είδα το φως της ημέρας. (Εβραίικο τραγούδι: είμαι απ’ το Ρεζή Βαρδάρι, τον παλιό συνοικισμό. Εβραιόπουλα λεβέντες είδαμε εκεί το φως. Το φωνάζω το καυχιέμαι: “Είμαι Θεσσαλονικιός. Και θα είμαι ως το τέλος γνήσιος και πιστός Ρωμιός”)·
- είδα το φως της ζωής, βλ. φρ. είδα το φως της ημέρας. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ την ώρα που υπάρχω κι είδα της ζωής το φως,το σταυρό του μαρτυρίου κουβαλάω συνεχώς
- είδα το φως της ημέρας, γεννήθηκα: «είδα το φως της ημέρας στις 18 Αυγούστου του 1943»· βλ. και φρ. είδε το φως ή είδε το φως της ημέρας·
- είδα το φως μου, α. μου προέκυψε περίπτωση που αποδείχτηκε πολύ συμφέρουσα: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκα αυτή τη γυναίκα, είδα το φως μου, γιατί είναι πάρα πολύ καλός άνθρωπος». β. μου έτυχε κάτι που με απάλλαξε από τις δυσκολίες: «ευτυχώς που μ’ έπεσε το λαχείο κι είδα το φως μου»·
- είδα φως, απαλλάχτηκα από τις δυσκολίες μου: «ευτυχώς που με βοήθησε ο φίλος μου μ’ ένα σημαντικό ποσό κι είδα φως»·
- είδα φως και μέρα, βλ. συνηθέστ. είδα το φως μου·
- είδα φως και μπήκα, α. (στη νεοαργκό) έκφραση με την οποία δικαιολογείται κάποιος που μπαίνει απρόσκλητος σε ένα χώρο, όπου παρατηρείται κάποια ζωηρή κίνηση: «εσύ πώς από δω; -Είδα φως και μπήκα». β. έκφραση με την οποία δηλώνουμε άγνοια ή προσποιούμαστε άγνοια για κάτι: «ξέρεις εσύ τίποτα για την υπόθεση; -Όχι, ρε παιδιά, είδα φως και μπήκα». Από την εικόνα του ατόμου που από περιέργεια μπαίνει σε ένα φωτισμένο χώρο·
- είδα φως κι ανέβηκα, βλ. φρ. είδα φως και μπήκα·
- είδε το φως της δημοσιότητας, (για δημοσιεύματα ή άλλη είδη γραπτού λόγου) δημοσιεύτηκε, εκδόθηκε, κυκλοφόρησε: «έδωσα το κείμενό μου στην εφημερίδα και είδε το φως της δημοσιότητας μετά από δυο βδομάδες || μετά το θάνατο του συγγραφέα, είδαν το φως της δημοσιότητας δυο ακόμη έργα του»·   
- είδε το φως ή είδε το φως της ημέρας, α. ήρθε στην επιφάνεια, έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε: «μετά από καιρό ήρθε στο φως η λοβιτούρα που είχε κάνει με το διευθυντή του». β. (για δημοσιεύματα ή άλλα είδη γραπτού λόγου),  βλ. συνηθέστ. είδε το φως της δημοσιότητας·
- είναι έτη φωτός μπροστά, βλ. λ. έτος·
- είναι το φως μου, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω στη ζωή μου: «αυτή η γυναίκα είναι το φως μου». (Λαϊκό τραγούδι: μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατ’ είναι βλέπεις ο άνθρωπος μου
- είναι φως φανάρι, είναι ολοφάνερο, εντελώς ξεκάθαρο: «απ’ ό,τι μου λες, είναι φως φανάρι πως επιδιώκει να σε βάλει στο χέρι»·
- έχω τα φώτα, έχω τις απαιτούμενες γνώσεις σε κάτι: «για πες μου εσύ που είσαι γιατρός κι έχεις τα φώτα, υπάρχει ιατρικά τρόπος να κόψει κανείς το τσιγάρο;»·
- η πόλη του φωτός, βλ. λ. πόλη·
- ήρθε στο φως, έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε, φανερώθηκε: «κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ήρθαν στο φως ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του εγκλήματος»·
- ήχος και φως, βλ. λ. ήχος·
- θα σου αλλάξω τα φώτα, α. (απειλητικά) θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε καταβασανίσω: «απ’ ό,τι βλέπω, καλόμαθες στην τεμπελιά, αλλά, αν σε πάρω στη δουλειά μου, θα σου αλλάξω τα φώτα». β. θα σε δείρω άγρια και, κατ’ επέκταση, θα σε κατανικήσω: «αν τολμήσεις να παλέψεις μαζί μου, θα σου αλλάξω τα φώτα || αν αποφασίσεις να παίξεις τάβλι μαζί μου, θα σου αλλάξω τα φώτα»·
- ίδωμεν το φως το αληθινό(ν), έκφραση ικανοποίησης, όταν επιτέλους βλέπουμε ή μας συμβαίνει κάτι που επιθυμούσαμε πάρα πολύ. Από το εκκλησιαστικό: ἴδωμεν τό φῶς τό ἀληθινόν ἐλάβωμεν πνεῦμα ἐπουράνιον(…)·
- κλείνω το φως, βλ. φρ. σβήνω το φως·
- κόβω το φως, (ειδικά για τη Δ.Ε.Η.) διακόπτω την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος: «ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό κι η Δ.Ε.Η. έκοψε το φως στο σπίτι μου»·
- κόπηκε το φως, σταμάτησε η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος που παράγει φωτισμό: «κόπηκε το φως σ’ όλο το τετράγωνο, γιατί η Δ.Ε.Η. κάνει κάτι έργα»·
- λούζομαι στο φως, βρίσκομαι σε περιβάλλον, σε χώρο που υπάρχει άπλετος φωτισμός: «μόλις άναψαν οι πολυέλαιοι, η αίθουσα λούστηκε στο φως || μόλις άνοιξα τα παράθυρα, το δωμάτιό μου λούστηκε στο φως του ήλιου»·
- μ’ άναψε (το) πράσινο φως, μου επέτρεψε, μου έδωσε το ελεύθερο να ενεργήσω με το συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο ενεργώ: «μόλις μ’ άναψε το πράσινο φως ο διευθυντής μου, πραγματοποίησα τις προσλήψεις που είχαν εξαγγελθεί»·
- μου άλλαξε τα φώτα, α. με καταβασάνισε, με καταταλαιπώρησε, με έδειρε άγρια και, κατ’ επέκταση, με κατανίκησε: «δεν ξαναμαλώνω μαζί του, γιατί την προηγούμενη φορά, που μάλωσα, μου άλλαξε τα φώτα». β. (και για τα δυο φύλα) με εξουθένωσε κατά την ερωτική πράξη: «ήταν τόσο λυσσάρα αυτή η γυναίκα, που μου άλλαξε τα φώτα». Συνών. μου άλλαξε τα πετρέλαια· 
- μου ’δωσε (το) πράσινο φως, βλ. φρ. μ’ άναψε (το) πράσινο φως·
- μου ’κοψαν το φως, διέκοψαν την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στο σπίτι μου από τη Δ.Ε.Η., επειδή δεν πλήρωσα το λογαριασμό: «μου ’κοψαν το φως, επειδή ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό». (Τραγούδι: μας κόψαν απόψε το φως, τιβί δε θα δούμε ευτυχώς, τιβί δε θα δούμε ευτυχώς, γιατί μας κόψαν απόψε το φως
- παίρνω (το) πράσινο φως, παίρνω την άδεια ή την εντολή από κάποιον να ενεργήσω ελεύθερα ή όπως από τα πριν είχε συμφωνηθεί: «μόλις πήρα το πράσινο φως απ’ το διευθυντή μου, άρχισα τις προσλήψεις»·  
- πλημμυρίζω στο φως, βλ. φρ. λούζομαι στο φως·
- πληρώνω το φως, πληρώνω στη Δ.Ε.Η. το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος που έχω καταναλώσει: «πρέπει να περάσω κι απ’ τη Δ.Ε.Η. να πληρώσω το φως, για να μη μου το κόψουν»·
- ποιος στραβός δε θέλει το φως του! λέγεται στην περίπτωση που μας προτείνει κάποιος κάτι που το επιθυμούμε ή που μας είναι χρήσιμο ή ωφέλιμο και είναι αυτονόητο πως θα δεχτούμε αυτή την προσφορά: «θα ’θελες να σου δώσω ένα αυτοκίνητο; -Ποιος στραβός δε θέλει το φως του! || θα ’θελες να πας μ’ αυτή την ωραία γυναίκα; -Ποιος στραβός δε θέλει το φως του»·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του! βλ. φρ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ρίχνω (άπλετο) φως (ιδίως σε κάποια υπόθεση), παρέχω (σωρεία) στοιχείων και τη διαφωτίζω, τη διευκρινίζω (εντελώς): «η κατάθεση του μάρτυρα κατά την ακροαματική διαδικασία, έριξε άπλετο φως στην υπόθεση»·
- σβήνω το φως, γυρίζω το διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος, για να πάψει να φωτίζει η λάμπα: «καθώς έβγαινε απ’ το δωμάτιό του, έσβησε το φως»·
- στο φως μου! (ενν. ορκίζομαι) όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον με την έννοια να τυφλωθώ, αν λέω ψέματα: «στο φως μου, τα πράγματα έγιναν όπως ακριβώς στα λέω!»·
- της αλλάζω τα φώτα, την εξουθενώνω από τη συνεχή επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα και της άλλαξα τα φώτα». (Λαϊκό τραγούδι: κουκουρίκο κοκοκό, κοκοκό κάνει η κάτα, την τραβούσε με το ζόρι και της άλλαζε τα φώτα!). Συνών. της αλλάζω τα πετρέλαια·
- το άγιο φως, το φως που δίνει ο ιερέας στους πιστούς την Ανάσταση, το αναστάσιμο φως: «με το δεύτε λάβετε φως, οι πιστοί πήραν το άγιο φως απ’ το χέρι του παπά, που στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη»·
- του αλλάζω τα φώτα, α. τον καταταλαιπωρώ, τον καταβασανίζω, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον πήρα για βοήθεια στη μετακόμιση που έκανα, και του άλλαξα τα φώτα || τον έπιασε στα χέρια του κι όπως ήταν αγριεμένος, του άλλαξε τα φώτα || παίξαμε τάβλι και του άλλαξα τα φώτα». β. (για μηχανήματα ή πράγματα) το καταστρέφω εντελώς: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα, κι αυτός του άλλαξε τα φώτα || μαζεύτηκαν όλοι οι φίλοι του γιου μου στο σαλόνι και του άλλαξαν τα φώτα». Συνών. του αλλάζω τα πετρέλαια·
- του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του ’δωσα μια (ενν. γροθιά, καρπαζιά, κλοτσιά, μπάτσα, μπουνιά, σφαλιάρα) και του άλλαξα τα φώτα, τον χτύπησα πάρα πολύ δυνατά: «του ’δωσα μια μπουνιά και του άλλαξα τα φώτα»·
- φέρνω στο φως, βλ. συνηθέστ. φέρνω στη ζωή, λ. ζωή·
- φέρνω στο φως (κάτι), αποκαλύπτω, φανερώνω: «η σκαπάνη του Ανδρόνικου έφερε στο φως τον τάφο του Φιλίππου». Συνών. φέρνω στην επιφάνεια (κάτι)· βλ. και φρ. βγάζω στο φως (κάτι)·
- φως μου! προσφώνηση λατρείας σε αγαπημένο πρόσωπο: «τι θέλεις να σου φέρω, φως μου, απ’ την αγορά;». (Λαϊκό τραγούδι: γλύκα μου και φως μου, το φιλί δώσ’ μου, μη με τυραννάς, πες πως μ’ αγαπάς, αχ δε με πονάς
- χάνω το φως μου, α. τυφλώνομαι: «έχασε το φως του από μια σπάνια αρρώστια». β. παθαίνω σκοτοδίνη, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχομαι στο πρόσωπο ή στο κεφάλι: «έφαγα τέτοιο χαστούκι, που έχασα το φως μου || μου ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι και για ένα διάστημα είχα χάσει το φως μου». γ. χάνω κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο, είτε γιατί πέθανε είτε γιατί με εγκατέλειψε: «έχασα τη γυναίκα μου κι έχασα το φως μου»·
- χύνω (άπλετο) φως (ιδίως σε υπόθεση), βλ. φρ. ρίχνω (άπλετο) φως.

χορός

χορός, ο, ουσ. [<αρχ. χορός], ο χορός. 1. (με γενική ουσ.) δηλώνει κάτι που γίνεται σε μεγάλη έκταση: «στην αγορά αναμένεται χορός ανατιμήσεων || στη λοβιτούρα του υπουργού αναφέρεται από τον Τύπο χορός εκατομμυρίων || στο χορό των εξοπλισμών έχουν εμπλακεί πολλές χώρες». 2.  (στη γλώσσα της φυλακής) τα σωματικά μαρτύρια: «όποιος δεν κάθεται καλά στη φυλακή, δεν το γλιτώνει το χορό». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις, α. όταν εμπλακείς, θεληματικά ή όχι, σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, θα αναγκαστείς να συμμετάσχεις σε αυτή, μέχρι να τελειώσει: «τώρα που μπλέχτηκες σ’ αυτή την υπόθεση, δεν μπορείς να φύγεις, γιατί, άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις». β. έκφραση με την οποία δηλώνει κάποιος πως είναι γνώστης ή αποφασισμένος να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες κάποιου εγχειρήματός του: «το ξέρω πως είναι δύσκολη δουλειά αυτή που αναλαμβάνω, όμως, άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις»·
- άναψε ο χορός, πήρε μεγάλες διαστάσεις, συμμετείχαν όλοι οι παρευρισκόμενοι: «κοντά στα μεσάνυχτα άναψε ο χορός». (Τραγούδι: άναψ’ ο χορός, στην πόλη πυρκαγιά, πάνω στις ταράτσες, μέσα στα στενά, ξύπνησα με γέλια και ξεφωνητά, κι είχαν από πάνω πάρτι τα παιδιά
- ανοίγω το χορό, αρχίζω να χορεύω πρώτος: «τιμής ένεκεν άνοιξε το χορό ο παππούς με τη γιαγιά»·
- εν χορώ, όλοι μαζί, με μια φωνή, ομόφωνα: «στην πρόταση του προέδρου οι σύνεδροι συμφώνησαν εν χορώ»·
- έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, όποιος δε γνωρίζει τις πραγματικές δυσκολίες που έχει μια δουλειά ή μια υπόθεση, τότε του είναι εύκολο να κάνει διάφορες υποδείξεις ή να ασκεί κριτική: «τα νομίζεις όλα εύκολα, γιατί έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε»·
- κατά τον καιρό και το χορό, βλ. λ. καιρός·
- κι ο χορός καλά κρατεί, λέγεται στην περίπτωση που διαιωνίζεται μια αρνητική κατάσταση: «μετά την απεργία των εμποροϋπαλλήλων, απεργίες εξήγγειλαν οι καθηγητές, οι νοσοκομειακοί γιατροί, οι δικηγόροι κι ο χορός καλά κρατεί»·
- μ’ αφήνουν έξω απ’ το χορό, δε με συμπεριλαμβάνουν σε μια δουλειά, υπόθεση ή διαδικασία από την οποία μπορώ να ωφεληθώ: «όταν πρόκειται για καμιά καλή δουλειά, μ’ αφήνουν έξω απ’ το χορό»·
- μένω έξω απ’ το χορό, α. δε συμμετέχω σε κάποια δουλειά, υπόθεση ή διαδικασία: «μου πρότειναν να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά, επειδή μου φάνηκε ύποπτη, έμεινα έξω απ’ το χορό». β. μένω αμέτοχος σε κάποια ενέργεια ή πράξη, ιδίως κακή: «όλοι κάποια στιγμή αρπάχτηκαν στα χέρια και μόνο εγώ έμεινα έξω απ’ το χορό». γ. δε με συμπεριλαμβάνουν σε κάποια παροχή: «όλοι σας τσεπωθήκατε μια χαρά και μόνο εγώ έμεινα έξω απ’ το χορό»·
- μπαίνω στο χορό, α. αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους χορευτές: «πολύ μ’ αρέσουν οι δημοτικοί χοροί και, κάθε φορά που πηγαίνω στο πανηγύρι του χωριού μου, μπαίνω στο χορό». (Λαϊκό τραγούδι: μπάτε, κορίτσια, στο χορό κι αφήστε με μονάχη, λύγισα σαν το στάχυ ω ω ω, κι άλλο ν’ αντέξω δεν μπορώ). β. εμπλέκομαι σε μια διαδικασία με ή χωρίς τη θέλησή μου: «οι χώρες των Βαλκανίων μπήκαν στο χορό των εξοπλισμών». (Τραγούδι: πήγα λοιπόν ο αμφισβητίας, στα αφεντικά της παραλίας, και μπήκα έτσι στο χορό, στα μπουζουξήδικα κι εγώ
- ο χορός και το γαμήσι είν’ της γυναικός η φύση, βλ. λ. γαμήσι·
- ο χορός της κοιλιάς, ανατολίτικος χορός που χορεύεται ιδίως από γυναίκες και χαρακτηρίζεται από την έντονη αισθησιακή κίνηση της κοιλιάς και των γοφών: «ο χορός της κοιλιάς είναι ένας χαρακτηριστικός γυναικείος χορός της Ανατολής»·
- ο χορός του Ησαΐα, βλ. λ. Ησαΐας·
- πιάνω το χορό, αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους χορευτές: «μόλις ήρθαμε στο κέφι, πιάσαμε το χορό». (Τραγούδι: εν δυο τρία, πιάσε το χορό, δεκαπέντε χρόνια έχω να χαρώ
- ο χορός των χορών, το ζεϊμπέκικο: «θεωρεί πως το ζεϊμπέκικο είναι ο χορός των χορών». Η πατρότητα ανήκει στον Γιάννη Τσαρούχη·
- σέρνω το χορό, α. χορεύω πρώτος σε κυκλικό χορό και οδηγώ τους υπόλοιπους χορευτές: «ο παππούς καμάρωνε τον εγγονό του που έσερνε το χορό || νιώθω μια ιδιαίτερη ικανοποίηση, όταν σέρνω το χορό». β. είμαι υπεύθυνος σε μια ομάδα ατόμων, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «ποιος σέρνει το χορό σ’ αυτό το εργοτάξιο;». Από την εικόνα του ατόμου που χορεύει πρώτος σε ένα κυκλικό χορό και οδηγεί τους υπόλοιπους χορευτές·
- στήνω το χορό ή στήνω χορό, αρχίζω να χορεύω, χορεύω: «όπως ήταν μεθυσμένος, έστησε το χορό μέσ’ στη μέση του δρόμου || μόλις έρχεται στο κέφι, όπου και να βρεθεί στήνει αμέσως χορό». (Λαϊκό τραγούδι: σύρτε φέρτε τα μπουζούκια, φέρτε τα για να χαρώ, να μερακλωθεί ο χάρος και να στήσει το χορό
- το στρώνω στο χορό, αρχίζω να χορεύω, χορεύω: «όταν είναι στα κέφια του, το στρώνει στο χορό»·
- τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε, από τη στιγμή, που, καλώς ή κακώς, συμμετέχουμε σε μια διαδικασία, θα πρέπει να προσπαθήσουμε και εμείς μαζί με τους άλλους να τη φέρουμε σε πέρας: «δεν ήθελα να πάρω μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά, τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- χορεύω το χορό του Ζαλόγγου, ενεργώ απεγνωσμένα: «μ’ αυτή την κίνηση που κάνω, χορεύω το χορό του Ζαλόγγου, προκειμένου να σώσω την επιχείρησή μου». Αναφορά στο χορό των γυναικών του Σουλίου που έπεσαν το 1803 στον γκρεμό του Ζαλόγγου, προκειμένου να γλιτώσουν από τα χέρια των Τούρκων·
- χορεύω το χορό του Ησαΐα, βλ. λ. Ησαΐας.

χώμα

χώμα, το, ουσ. [<αρχ. χῶμα], το χώμα. 1. ο τάφος, ο θάνατος: «όλους μας περιμένει δυο μέτρα χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: σίγουρα θα πάμε, μια και φτάσαμ’ ως εκεί, εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή). 2. η γη, ο τόπος, η χώρα, η πατρίδα: «σκόνταψε κι έπεσε στο χώμα || θα υπερασπίσουμε με τη ζωή μας τ’ άγια χώματά μας». (Ακολουθούν 32 φρ.)·
- ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, βλ. λ. ελαφρός·
- γίνομαι ένα με το χώμα, βλ. φρ. γίνομαι χώμα·
- γίνομαι χώμα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που κάθομαι να πιω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γίνομαι χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτι να πιω να γίνω λιώμα, να γίνω χώμα και κάτι ακόμα). Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- είμαι ένα με το χώμα, βλ. φρ. είμαι χώμα·
- είμαι χώμα, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «θέλω να με πάει κάποιος στο σπίτι μου, γιατί είμαι χώμα». Για συνών. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- είναι ένα και χώμα, (ειρωνικά) λέγεται για άτομο που είναι πάρα πολύ κοντό: «μόλις τον δεις, θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι ένα και χώμα». Συνών. είναι ένα και γη / είναι ένα και τίποτα·
- είναι στο χώμα, πέθανε, σκοτώθηκε, δολοφονήθηκε: «το άτομο που ζητάς, έμενε κάποτε σ’ αυτό το σπίτι, αλλά τώρα είναι στο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: κι οι δυο λεβέντες για δυο κουβέντες είναι στο χώμα κι η μάνα η Τούρκα κι η μάνα η Γκρέκα τους κλαίνε ακόμα
- έφαγε η μούρη του χώμα, βλ. λ. μούρη·
- έφαγε η μύτη του χώμα, βλ. λ. μύτη·
- έφαγε η πλάτη του χώμα, βλ. λ. πλάτη·
- έφαγε η ράχη του χώμα, βλ. λ. ράχη·
- έφαγε χώμα, νικήθηκε, ηττήθηκε, ιδίως σε μια δυναμική αναμέτρηση με κάποιον: «πάλεψε με τον τάδε κι έφαγε χώμα»· βλ. φρ. είναι στο χώμα·
- θα σε κάνω ένα με το χώμα, θα σε ξυλοκοπήσω άγρια, θα σε λιώσω, θα σε ισοπεδώσω: «αν επιχειρήσεις ξανά να παρασύρεις το γιο μου στα ναρκωτικά, θα σε κάνω ένα με το χώμα»·
- θα σε βάλω να φας χώμα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε βάλω να φας χώμα»·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. συνηθέστ. θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. συνηθέστ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. συνηθέστ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, λ. χιόνι·
- μπήκε στο χώμα, βλ. φρ. είναι στο χώμα·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «πρόσεχε τι δουλειές κάνεις μ’ αυτά τα παλιόμουτρα, γιατί, όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του / όποιος κοιμάται με σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- ρίχνω τα μούτρα μου στο χώμα, βλ. λ. μούτρο·
- τα ξένα χώματα ή το ξένο χώμα, η ξενιτιά: «πέρασε όλη του τη ζωή στα ξένα χώματα κι επέστρεψε να πεθάνει στο χωριό του». (Λαϊκό τραγούδι: ξένος γυρίζω μέσα στους ξένους στην εξορία την πικρή, στο ξένο χώμα θα τελειώσει η ρημαγμένη μου ζωή
- το μαύρο (το) χώμα, ο τάφος, ο Άδης: «όλους μας περιμένει το μαύρο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: ξύπνα, καημένε Πίκινε, από το μαύρο χώμα κι έλα να δεις τους φίλους σου που σ’ αγαπάνε ακόμα). Συνών. η μαύρη γη / το μαύρο (το) σκοτάδι· 
- τον βίδωσα στο χώμα, α. τον ξυλοκόπησα άγρια, τον έλιωσα, τον ισοπέδωσα από το ξύλο που του έδωσα: «μόλις ο άλλος μου ’βρισε τη μάνα, τον άρπαξα στα χέρια μου και τον βίδωσα στο χώμα». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) εξουδετέρωσα τελείως τον αντίπαλό μου: «του ’κανα τέτοιο στενό μαρκάρισμα, που τον βίδωσα στο χώμα». Συνών. τον βίδωσα στη γη·
- τον έβαλαν στο χώμα, τον έθαψαν: «μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία τον έβαλαν στο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: μωρή κακούργα μάγισσα τι άλλο θες ακόμα; Τ’ αγόρι που μεγάλωσα κι ακόμα δεν καμάρωσα μου το ’βαλες στο χώμα
- τον έκανε ένα με το χώμα, τον ξυλοκόπησε άγρια, τον έλιωσε, τον ισοπέδωσε από το πολύ ξύλο που του έδωσε και, κατ’ επέκταση, τον κατανίκησε: «πήγε να του κάνει ο άλλος το μάγκα, αλλά σαν τον έπιασε ο δικός σου στα χέρια του, τον έκανε ένα με το χώμα». Συνών. τον έκανε ένα με τη γη· βλ. και φρ. τον κάνω ένα με το χώμα·
- τον έφαγε το μαύρο χώμα ή τον έφαγε το χώμα, πέθανε, σκοτώθηκε, δολοφονήθηκε: «είχε ένα γιο παλικάρι, αλλά τον έφαγε το μαύρο χώμα». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, πριν με φάει το μαύρο χώμα,λίγο τόπο κάνε μου στο στρώμα // βρε Κωστάκη, αγάντα ακόμα, γιατί θα σε φάει το χώμα και ας είσαι πονηρός
- τον κάνω ένα με το χώμα ή τον κάνω χώμα, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που καθόμαστε να πιούμε, τον κάνω ένα με το χώμα κι ύστερα τον κουβαλώ στο σπίτι του». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι· βλ. και φρ. τον έκανα ένα με το χώμα·
- του ’τριψα τη μούρη στο χώμα, τον τιμώρησα αυστηρά, ιδίως με ξυλοδαρμό και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησα σκληρά: «επειδή είχαμε από παλιά διαφορές, μόλις τον είδα τον έπιασα στα χέρια μου και του ’τριψα τη μούρη στο χώμα»·
- του ’τριψα τη μύτη στο χώμα, βλ. φρ. του ’τριψα τη μούρη στο χώμα·
- χρυσάφι να πιάνεις, χώμα να γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι πιάνει, χώμα γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χώμα να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. φρ. κάρβουνο να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, λ. κάρβουνο. (Λαϊκό τραγούδι: ώρα καλή, παιδάκι μου, και να ’χεις την ευχή μου, να ’σαι καλά και ευτυχής, σε όποιον τόπο φτάνεις, χρυσάφι να σου γίνεται το χώμα που θα πιάνεις
- χώμα πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. φρ. κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται, λ. κάρβουνο.

χωράφι

χωράφι, το, ουσ. [<μτγν. χωράφιον], το χωράφι. 1. το οικόπεδο: «έχω ένα χωράφι ακριβώς στην άκρη της πόλης και θα το δώσω αντιπαροχή σ’ έναν εργολάβο». 2. στον πλ. τα χωράφια, ο τομέας δικαιοδοσίας, αρμοδιότητας ή επιρροής κάποιου, τα οικόπεδα: «έχω μάθει να μην μπερδεύομαι με δουλειές που δεν είναι στα χωράφια μου». Συνών. οικόπεδα. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου το χωράφι, βλ. λ. μπαμπάς1·
- δεν είν’ εδώ του παππού σου το χωράφι, βλ. λ. παππούς·
- δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, δεν αναμειγνύεται ο ένας στις υποθέσεις ή τις δραστηριότητες του άλλου, ο καθένας βλέπει τη δουλειά του: «έχουν συνεταιρικά αυτή την επιχείρηση, αλλά ξεχώρισαν απ’ την αρχή τις αρμοδιότητές τους, κι έτσι, δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου». Συνών. δεν μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου·
- κάνω χωράφι, οργώνω: «αύριο πρέπει να σηκωθώ πρωί, γιατί έχω να κάνω χωράφι»·
- μπαίνει σε ξένα χωράφια, ασχολείται με πράγματα που είναι στη δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητα άλλου: «να του πεις να μην μπαίνει σε ξένα χωράφια, αν θέλει να ’χει το κεφάλι του ήσυχο || όποιος μπαίνει σε ξένα χωράφια, αργά ή γρήγορα το μετανιώνει». Συνών. μπαίνει σε ξένα αμπέλια / μπαίνει σε ξένα οικόπεδα·
- μπαίνει στα χωράφια μου, δραστηριοποιείται σε χώρο που ανήκει στη δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητά μου: «απ’ τη στιγμή που μπήκε στα χωράφια μου, θα τον αντιμετωπίσω με μεγάλη σκληρότητα». Συνών. μπαίνει στ’ αμπέλια μου / μπαίνει στα οικόπεδά μου·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, βλ. λ. σπίτι·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου το χωράφι; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου το χωράφι; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου το χωράφι; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου το χωράφι; βλ. λ. παππούς.

ψύλλος

ψύλλος, ο, ουσ. [<μτγν. ψύλλος <αρχ. ψύλλα ἡ], ο ψύλλος. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- αδειανός καλόγερος ψύλλους εμουνούχιζε, βλ. λ. καλόγερος·
- αρχίζουν να με τρών’ οι ψύλλοι, βλ. συνηθέστ. μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά·
- για τον ψύλλο καίει το πάπλωμα, βλ. λ. πάπλωμα·
- για ψύλλου πήδημα, για ασήμαντο λόγο, για ασήμαντη αφορμή ή αιτία, για το τίποτα: «είναι τόσο στραβόξυλο αυτός ο άνθρωπος, που για ψύλλου πήδημα μπορεί να δημιουργήσει ολόκληρη φασαρία». (Λαϊκό τραγούδι: τον άντρα κάνει τον σκληρό και τη δουλειά βαριέται και για του ψύλλου πήδημα ευθύς παραξηγιέται
- γυρεύω ψύλλο στ’ άχυρα ή γυρεύω ψύλλους στ’ άχυρα, βλ. φρ. ψάχνω ψύλλο στ’ άχυρα·
- δεν αφήνει ούτε ψύλλο ακαλίγωτο, βλ. φρ. καλιγώνει τον ψύλλο· 
- ζητώ ψύλλο στ’ άχυρα ή ζητώ ψύλλους στ’ άχυρα, βλ. συνηθέστ. ψάχνω ψύλλο στ’ άχυρα·
- καλιγώνει τον ψύλλο ή καλιγώνει ψύλλο, είναι πολύ ικανός, πολύ επιτήδειος, είναι παμπόνηρος, καπάτσος, τα καταφέρνει και στις πιο δύσκολες δουλειές, αντιμετωπίζει με επιτυχία και τις πιο δύσκολες καταστάσεις, πράγμα που πολλές φορές τον κάνει επικίνδυνο: «ό,τι και να του αναθέσεις τα καταφέρνει, γιατί αυτός καλιγώνει τον ψύλλο || να ’χεις το νου σου μ’ αυτόν που συναλλάσσεσαι, γιατί καλιγώνει ψύλλο κι έχει βάλει στο χέρι πολύ κόσμο». Συνών. βελονιάζει την τρίχα ή βελονιάζει τρίχα·
- κάνει τον ψύλλο καμήλα, βλ. λ. καμήλα·
- μου μπαίνουν ψύλλοι (ενν. στ’ αφτιά), βλ. φρ. μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά. (Λαϊκό τραγούδι: όταν το παίζεις ερωτύλος κι όλο στα μάτια με κοιτάς, τότε μου μπαίνουνε οι ψύλλοι πως ίσως να μου τα φοράς
- μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αφτιά, υποψιάζομαι, υποπτεύομαι κάτι κακό που με κάνει και ανησυχώ: «μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά πως με απατά η γυναίκα μου, και δεν ξέρω τι να κάνω». (Λαϊκό τραγούδι: ψύλλοι στ’ αφτιά μου μπήκανε, βρε πω πω, πως κάποιος άλλος ήτανε κι αν είναι αλήθεια, δυστυχώς, κυρά μου, στη μάνα σου ολοταχώς
- όποιος κοιμάται με σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους, βλ. λ. σκύλος·
- ούτε ψύλλος στον κόρφο του! βρίσκεται ή θα βρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση, στην οποία για κανέναν λόγο δε θα ήθελα να βρεθώ: «αν αντιληφθεί ο πατέρας του πως έβαλε χέρι στο ταμείο, ούτε ψύλλος στον κόρφο του!»·
- πεταλώνει τον ψύλλο ή πεταλώνει ψύλλο, βλ. φρ. καλιγώνει τον ψύλλο·
- του βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, τον κάνω να υποψιαστεί, να υποπτευθεί κάτι κακό: «αν δεν του ’βαζα ψύλλους στ’ αφτιά δε θα ’πιανε τη γυναίκα του παρέα με τον γκόμενό της»·
- ψάχνω ψύλλο στ’ άχυρα ή ψάχνω ψύλλους στ’ άχυρα, α. χάνω άδικα τον καιρό μου, ματαιοπονώ στην προσπάθειά μου να βρω κάτι που λόγω πληθώρας πραγμάτων ή στοιχείων είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί: «προσπαθεί να βρει μέσα στο χαρτομάνι του γραφείου του ένα χαρτάκι, όπου είχε σημειώσει τον αριθμό ενός τηλεφώνου, αλλά μου φαίνεται πως ψάχνει ψύλλους στ’ άχυρα». β. λεπτολογώ ασήμαντο γεγονός, ασήμαντο ζήτημα: «παιδιά είναι, είπαν κι ένα λόγο παραπάνω, μην κάθεσαι τώρα και ψάχνεις ψύλλους στ’ άχυρα για το ποιος φταίει ή όχι».