Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μούσκεμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μούσκεμα, το, ουσ. [<μουσκεύω], το κατάβρεγμα, η ύγρανση μιας επιφάνειας: «μετά τη βροχή όλοι οι δρόμοι ήταν μούσκεμα»·
- γίνομαι μούσκεμα, καταβρέχομαι: «όπως πότιζα στον κήπο, μου ’φυγε το λάστιχο απ’ τα χέρια κι έγινα μούσκεμα». Συνών. γίνομαι κατσί / γίνομαι λούτσα / γίνομαι μουσκίδι / γίνομαι παπί·
- γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα, βλ. λ. ιδρώτας·
- είμαι μούσκεμα, είμαι πολύ βρεγμένος: «είμαι μούσκεμα, γιατί μ’ έπιασε η βροχή στο δρόμο»·
- είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα, βλ. λ. ιδρώτας·
- κάνω μούσκεμα (κάποιον ή κάτι), καταβρέχω κάποιον ή κάτι: «ποιος έκανε μούσκεμα το παιδί;»· 
- τα κάνω μούσκεμα, χαλώ μια δουλειά, υπόθεση, κατάσταση ή σχέση, αποτυχαίνω εντελώς σε κάτι: «μια φορά του ανέθεσα κι εγώ να μου τελειώσει μια δουλειά και τα ’κανε μούσκεμα»·
- τον κάνω μούσκεμα, τον καταβρέχω: «του ’ριξα για πλάκα έναν κουβά με νερό και τον έκανα μούσκεμα». Συνών. τον κάνω κατσί / τον κάνω λούτσα / τον κάνω μουσκίδι / τον κάνω παπί.

ιδρώτας

ιδρώτας κ. ίδρωτας, ο ουσ. [<αρχ. ἱδρώς], ο ιδρώτας· η καταβολή μεγάλης προσπάθειας, μεγάλου μόχθου: «η ζωή κερδίζεται με κόπο και ιδρώτα». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- βγάζω το ψωμί (μου) με αίμα και ιδρώτα ή βγάζω το ψωμί μου με ιδρώτα και αίμα, βλ. λ. ψωμί·
- είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα, είμαι πολύ ιδρωμένος από ζέστη ή από κούραση: «καθόμουν με τις ώρες στην παραλία και τώρα είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα || με βρήκε την ώρα που έκανα μετακόμιση και ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα»·
- γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα, ιδρώνω πολύ από ζέστη ή από κούραση: «κάθε φορά που κάθομαι στον ήλιο, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα || όταν τρέχω πολύ, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα»·
- κολυμπώ στον ιδρώτα, είμαι υπερβολικά ιδρωμένος από ζέστη ή από κούραση: «έκανα με τις ώρες ηλιοθεραπεία και τώρα κολυμπώ στον ιδρώτα || δούλευα όλο το μεσημέρι κάτω απ’ τον ήλιο και τώρα κολυμπώ στον ιδρώτα»·
- λούστηκα στον ιδρώτα, ίδρωσα πάρα πολύ από ζέστη ή από κούραση: «είχα κλειστά πόρτες και παράθυρα καλοκαιριάτικα και λούστηκα στον ιδρώτα || έσκαβα κάτω απ’ τον ήλιο όλο το μεσημέρι και λούστηκα στον ιδρώτα»·
- μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας, βλ. φρ. με περιέλουσε κρύος ιδρώτας·
- μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας, βλ. φρ. με περιέλουσε κρύος ιδρώτας·
- με αίμα και ιδρώτα ή με ιδρώτα και αίμα, βλ. λ. αίμα·
- με περιέλουσε κρύος ιδρώτας, ταράχτηκα, τρόμαξα, φοβήθηκα πάρα πολύ, καταλήφθηκα από έντονη αγωνία: «μόλις τον είδα να τραβά το μαχαίρι του, με περιέλουσε κρύος ιδρώτας». (Λαϊκό τραγούδι: το μάτι ψάχνει να ’βρει τον προμηθευτή στην τσέπη, σύριγγα, κερί, κι ένα κουτάλι, σπασμοί και κράμπες λιώνουν το κορμί και κρύος ιδρώτας σε περιλούζει πάλι
- με τον ιδρώτα μου, με τίμια προσωπική εργασία: «αυτό το σπίτι το ’χτισα με τον ιδρώτα μου». (Λαϊκό τραγούδι: η φτώχεια βγάζει πάντοτε ανθρώπους με αξία, που ζουν με τον ιδρώτα τους μέσα στην κοινωνία
- με τον ιδρώτα του προσώπου μου, με τίμια προσωπική εργασία: «ό,τι κι αν πέτυχα στη ζωή μου, το πέτυχα με τον ιδρώτα του προσώπου μου». Αναφορά στα λόγια του Θεού προς τον Αδάμ κατά την έξωση του απ’ τον Παράδεισο: ἐν ἰδρώτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου·
- πλέω στον ιδρώτα, βλ. φρ. κολυμπώ στον ιδρώτα·
- στάζει ο ιδρώτας μου, είμαι πολύ ιδρωμένος από ζέστη ή από κούραση: «κάνει τόσο πολύ ζέστη, που στάζει ο ιδρώτας μου || κουβάλησα μονάχος μου όλο το εμπόρευμα στην αποθήκη και στάζει ο ιδρώτας μου». (Λαϊκό τραγούδι: φράγκο δε δίνουνε για μεγαλεία, έχουνε μάθει να ζούνε απλά, στάζ’ ο ιδρώτας τους χρυσές σταγόνες. Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!
- τρέχει ο ιδρώτας (μου) νερό, βλ. συνηθέστ. τρέχει ο ιδρώτας (μου) ποτάμι·
- τρέχει ο ιδρώτας (μου) ποτάμι, είμαι πάρα πολύ ιδρωμένος από υπερβολική ζέστη, καταβάλλω υπέρμετρη προσπάθεια, μοχθώ υπερβολικά, και για το λόγο αυτό ιδρώνω πάρα πολύ: «κάθε Ιούλιο με τον καύσωνα τρέχει ο ιδρώτας μου ποτάμι || βέβαια, την τέλειωσα τη δουλειά, αλλά έτρεξε ο ιδρώτας μου ποτάμι»·
- χύνω ιδρώτα ή χύνω τον ιδρώτα μου, κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι πολύ για να πετύχω κάτι: «για να προκόψει κανείς στη ζωή του, πρέπει να χύσει ιδρώτα»·
- χύνω ιδρώτα με το τσουβάλι, κουράζομαι υπερβολικά, ταλαιπωρούμαι υπερβολικά: «έχυσα ιδρώτα με το τσουβάλι για να μπορέσω να σπουδάσω τα παιδιά μου».