Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μονή
μονή,
η, ουσ. [<αρχ. μονή <μένω], η
μονή·
-
οι αιώνιες μονές, η μετά θάνατον ζωή, ο άλλος κόσμος: «όλους μας
περιμένουν οι αιώνιες μονές»·
-
πήγε στις αιώνιες μονές, πέθανε: «πήγε στις αιώνιες μονές ο άνθρωπος κι
ησύχασε απ’ τα βάσανα της ζωής».