Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μοιρολόι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μοιρολόι κ. μοιρολόγι, το, ουσ. [<μσν. μοιρολόγιον], το μοιρολόι· κλάμα έντονο και ιδίως μακρόσυρτο που εκφράζει λύπη, πόνο, παράπονο: «κάθε τόσο αρχίζει το μοιρολόι για την άδικη μοίρα του || τράκαρε τ’ αυτοκίνητό του κι άρχισε το μοιρολόι». (Λαϊκό τραγούδι: ξεκινάει τ’ αρχοντολόι στη λιακάδα γυρολόι κι οι λακέδες-σκυλολόι τεμενά και μοιρολόι).