Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μοιράζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μοιράζω, ρ. [<μσν. μοιράζω <αρχ. μοιρῶ], μοιράζω· (για χαρτοπαίγνιο) δίνω στον καθένα από τους παίχτες τα χαρτιά που του αναλογούν σύμφωνα με το παιχνίδι που παίζουμε: «άντε, ρε παιδιά, ποιος μοιράζει;». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- γάλα θα μοιράσουμε! βλ. λ. γάλα·
- δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε ή δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα, δεν υπάρχει κάτι που να δικαιολογεί κάποια διένεξη μεταξύ μας: «αφού δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε, ας δώσουμε τα χέρια». Συνών. δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε ή δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα·
- δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο, βλ. λ. γαϊδούρι·
- μοιράζει τα φιλιά της, βλ. λ. φιλί·
- μοιράζει χαρτιά, βλ. λ. χαρτί· 
- μοιράζουμε τη διαφορά, βλ. λ. διαφορά·
- μοιράζω ακάλυπτες επιταγές, βλ. λ.επιταγή·
- μοιράζω φιλιά, βλ. λ. φιλί·
- μοιράζω φύλλα, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. λ. φύλλο·
- μοιράζω χαμόγελα, βλ. λ. χαμόγελο·
- μοίρασε σακούλες για εμετό, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. εμετός·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμότανε ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ, βλ. λ. Θεός·
- ποιος μοιράζει χαρτιά; βλ. λ. χαρτί·
- τι έχουμε να μοιράσουμε; βλ. φρ. δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε.

γαϊδούρι

γαϊδούρι, το, ουσ. [<μσν. γαϊδούριν <μτγν. γαϊδάριον], ο γάιδαρος (βλ. λ.). Υποκορ. γαϊδουράκι, το (βλ. λ.)· βλ. και φρ. γάιδαρος. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που ξέπεσε οικονομικά ή κοινωνικά: «κάποτε ήταν όλο μεγαλεία, αλλά τα ’φερε έτσι η ζωή και κάποια στιγμή από καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι». Συνών. από δήμαρχος κλητήρας·
- γαϊδούρι ακαπίστρωτο (ξεκαπίστρωτο), άνθρωπος ασύδοτος, αναιδής, θρασύς: «δεν μπορεί κανένας να τον περιορίσει, γιατί είναι γαϊδούρι ξεκαπίστρωτο». Από την εικόνα του γαϊδουριού που, όταν δεν του έχουμε φορέσει καπίστρι, κινείται ασύδοτα·
- γαϊδούρι ασαμάρωτο (ξεσαμάρωτο), άνθρωπος χωρίς την παραμικρή ευγένεια, ο αγροίκος, ο άξεστος: «όχι μόνο δεν έχει ευγένεια αλλά είναι και γαϊδούρι ασαμάρωτο»·
- δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν μπορεί να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο, είναι εντελώς ανόητος ή είναι εντελώς ανίκανος να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή υπόθεση: «δεν του εμπιστευόμαστε καμιά δουλειά, γιατί δεν μπορεί ο φουκαράς να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο»·
- δουλεύει σαν γαϊδούρι ή δουλεύει σαν το γαϊδούρι, δουλεύει πολύ σκληρά, εντατικά και εξαντλητικά: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ δουλεύει σαν γαϊδούρι για να τα βγάλει πέρα». Για συνών. βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια, δηλώνει πως σε μια κοινή προσπάθεια, ενώ δουλεύουν οι άξιοι, απολαμβάνουν και οι ανάξιοι: «ο βουλευτής του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Γεωργακόπουλος δήλωσε πως με το νέο εκλογικό νόμο που θέλει να περάσει η κυβέρνηση, θα δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια»·
- εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει; έκφραση απηυδισμένου ατόμου που αντιλαμβάνεται πως κανείς δεν ακούει, κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά αυτά που λέει: «αμάν, ρε παιδιά, δώστε λίγη προσοχή σ’ αυτά που λέω, εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει; || εγώ μιλάω ή γαϊδούρι κλάνει και δεν κάνει κανείς αυτά που λέω;»·
- έκανε καβάλα σε στραβό γαϊδούρι, απέτυχε οικτρά σε κάποια προσπάθειά του: «θέλησε να στήσει μια δουλειά, αλλά έκανε καβάλα σε στραβό γαϊδούρι και τώρα έχει προβλήματα»·
- καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει, είναι προτιμότερος αυτός που δεν έχει εμφάνιση, αλλά είναι ήρεμος και εργατικός, παρά αυτός που είναι όμορφος, αλλά είναι ατίθασος και προβληματικός: «ο μικρός του ο γιος είναι κάπως κακομούτσουνος, αλλά σκοτώνεται στη δουλειά, ενώ ο μεγάλος, που είναι τ’ ομορφόπαιδο της οικογένειας, τους δημιουργεί συνεχώς προβλήματα. -Α, να σου πω, φίλε μου. Καλύτερα γαϊδούρι που κουβαλάει παρά άλογο που κλάνει»· 
- κυπραίικο γαϊδούρι, α. άνθρωπος πολύ αγενής, ανάγωγος, αδιάντροπος, άξεστος, αναίσθητος, αφιλότιμος, αχάριστος: «όπου και να πάει φέρεται σαν κυπραίικο γαϊδούρι». β. άνθρωπος ισχυρογνώμονας, πεισματάρης: «είναι τέτοιο κυπραίικο γαϊδούρι, που δεν του αλλάζεις εύκολα γνώμη». Από το ότι τα γαϊδούρια αυτής της ράτσας είναι πολύ δύστροπα και πεισματάρικα. Πρόσφατη δήλωση του Ντεκτάς (23/9/2003) αναφέρει πως οι μόνοι γνήσιοι κάτοικοι της Κύπρου είναι τα γαϊδούρια(!!!)·
- όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια; λέγεται στην περίπτωση που σε μια επιχείρηση, σε ένα οργανωμένο σύνολο, όταν όλοι ενδιαφέρονται να κάνουν το αφεντικό, να καλοπερνούν, τότε η δουλειά ή οι υποθέσεις δε θα προωθούνται, αφού κανένας δε θα δουλεύει: «αν θέλουμε όλοι μας να το παίξουμε αφεντικά για να καλοπερνάμε, τότε το εργοστάσιό μας θα πάει φούντο, γιατί όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια;»·    
- παλιό γαϊδούρι καινούρια περπατησιά, γίνεται; ο κακός ή ο απατεώνας, δεν μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα ή τις συνήθειές του. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι από τον ομιλητή με το δε γίνεται·
- στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις, όλες τις θέσεις πρέπει να τις καταλαμβάνουν άνθρωποι με αξιοσύνη, με αυξημένες ικανότητες: «τώρα που ανάλαβες υπουργός να ξεχάσεις τα ρουσφέτια και στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις»·
- τα στραβά γαϊδούρια τη νύχτα πάν’ και βόσκουν, παράλληλες είναι και οι πράξεις των ιδιότροπων ανθρώπων: «καλημέρα του λες και βρίσκεις τον μπελά σου, αλλά τα στραβά γαϊδούρια τη νύχτα πάν’ και βόσκουν»·
- τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που κάποιος απατεώνας ή παράνομος συνταίριαξε με κάποιον όμοιό του ή στην περίπτωση που κάνουν παρέα δυο άτομα του ιδίου χαμηλού πνευματικού επιπέδου: «χαρτοπαίχτης ο ένας, νταβατζής ο άλλος τακίμιασαν μια χαρά, γιατί τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται || βλάκας αυτός, βρήκε και μια που είναι ντιπ χαϊβάνι και σκέφτεται να τη  παντρευτεί, γιατί βλέπεις τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται». Συνών. βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ (β) / είναι ραμμένοι φόδρα με φόδρα (β) / κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι (β) / ο βρομιάρης τον βρομιάρη αγαπά / όμοιος τον όμοιο (β) / όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα·
- το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος, βλ. λ. μισιακός.

γάλα

γάλα, το, ουσ. [<γάλα], το γάλα. 1. χυμός φυτού με γαλακτώδες χρώμα: «το γάλα της συκιάς». 2. ως επιφών. γάλα! βλ. συνηθέστ. τη φρ. εδώ το καλό το γάλα! Υποκορ. γαλατάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 38 φρ.)·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, βλ. λ. στόμα·
- άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα, λέγεται ειρωνικά για πράγματα ανόμοια, που επιδέχονται  σύγκριση μεταξύ τους ή για τις ανοησίες, τις ασυναρτησίες, για τα λόγια κάποιου που δεν ευσταθούν: «μη δίνεις βάση στα λεγόμενα του τάδε, γιατί άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο  της Παρασκευής το γάλα ο κύριος». Από το ότι την Παρασκευή οι καλοί χριστιανοί νηστεύουν και, ως εκ τούτου, δεν πίνουν γάλα· (βλ. και Τάκης Νατσούλης, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- άμα χυθεί το γάλα, δε μαζεύεται, υπάρχουν ζημιές, σφάλματα που δεν επιδέχονται διόρθωση: «την είδα να φιλιέται με το φίλο μου γι’ αυτό θα τη χωρίσω, γιατί άμα χυθεί το γάλα, δε μαζεύεται»·
- άμα χυθεί το γάλα, με μπάμπαλα θα το μαζέψεις, όταν πάθει κανείς κάποια ζημιά, υφίσταται και τις συνέπειες: «πω πω, ρε γαμώτο, επένδυσα σε λάθος εταιρεία κι έχασα ένα σωρό λεφτά. -Άμα χυθεί το γάλα, με μπάμπαλα θα το μαζέψεις». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- αρνάκι του γάλακτος, βλ. λ. αρνάκι·
- άντε πιες το γάλα σου! βλ. φρ. άντε πιες το γαλατάκι σου! λ. γαλατάκι· 
- βαφτίζω το γάλα, (ειρωνικά) το νερώνω: «του ’κανε μήνυση η αστιατρική επιθεώρηση, γιατί τον έπιασε να βαφτίζει το γάλα». Από παρομοίωση του ατόμου που βάζει νερό μέσα στο γάλα με τον ιερέα που ρίχνει νερό πάνω στο κεφάλι του νηπίου κατά το μυστήριο της βάφτισης·
- βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- γάλα θα μοιράσουμε; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε κάποιον που μας κλείνει ραντεβού πολύ νωρίς το πρωί: «γιατί να συναντηθούμε τόσο πρωί, ρε παιδάκι μου, γάλα θα μοιράσουμε;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί. Αναφορά στους γαλατάδες που, παλιότερα, ξυπνούσαν από τα χαράματα και μοίραζαν το γάλα από πόρτα σε πόρτα, πριν ξυπνήσει ο κόσμος. Συνών. για κυνήγι θα πάμε; / για ψάρεμα θα πάμε(;)·
- δε χύθηκε το γάλα, δεν έγινε κάτι σοβαρό που να δικαιολογεί στενοχώρια, ανησυχία ή αναστάτωση: «μη στενοχωριέσαι που έσπασε το βάζο ο μικρός, δε χύθηκε το γάλα για να κάνεις έτσι!». Από το ότι, όταν παλιότερα στα φτωχικά σπίτια χυνόταν το γάλα, δημιουργούνταν μεγάλη στενοχώρια κι εκνευρισμός, γιατί δε θα έτρωγε η οικογένεια πρωινό·
- δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα, αντιπαρέρχομαι με ψυχραιμία κάποια ζημιά, κάποια καταστροφή: «ο σκοπός είναι να προσέχουμε και, όταν γίνει το κακό, δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα»·
- έγιναν όλα μέλι γάλα ή είναι όλα μέλι γάλα ή όλα πάνε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- εδώ το καλό το γάλα! λέγεται ειρωνικά ή θαυμαστικά, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα που έχει μεγάλο στήθος·
- είμαστε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- είναι άσπρος σαν το γάλα, έχει πολύ λευκή επιδερμίδα: «δεν έχει καθόλου καλή σχέση με τον ήλιο κι ακόμη και το καλοκαίρι είναι άσπρος σαν το γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: κάψανε κι ένα σχολείο που ’ταν παρθεναγωγείο, κάψανε και τη δασκάλα που ’ταν άσπρη σαν το γάλα
- έκοψε το γάλα, αλλοιώθηκε η σύνθεσή του, χάλασε: «πέρασε η ημερομηνία λήξης κι έκοψε το γάλα»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- έφτυσα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- έχει και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα ή θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα ή θα φτύσεις της μάνας σου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- κατεβάζω γάλα, (για γυναίκες ή θηλυκά θηλαστικά) αποκτώ την ικανότητα, μετά από εγκυμοσύνη να παράγω γάλα για να θηλάσω: «παλιότερα, όταν οι γυναίκες τύχαινε να μην μπορούν να κατεβάσουν γάλα, έδιναν τα νεογνά τους σε ειδικές βυζάχτρες». Πρβλ.: η καλή μας αγελάδα τρώει κάτω στη λιακάδα για να κατεβάσει γάλα, να το κάνουμε τυράκι, να το βάλουμε στο πιάτο, να σου πούμε ορίστε φάτο (Παιδικό ποίημα)·
- κι από στέρφα γίδα βγάζει γάλα, βλ. λ. γίδα·
- κουβαλάει και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- με το γάλα της μάνας μου, βλ. φρ. με το πρώτο μου το γάλα·
- με το πρώτο μου το γάλα, από τη γέννησή μου, από τα γεννοφάσκια μου: «με το πρώτο μου το γάλα έμαθα τι θα πει στη ζωή προδοσία κι αδικία». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μαρτύρησα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- μου κόπηκε το γάλα, (για γυναίκες ή θηλυκά θηλαστικά) έχασα την ικανότητα να παράγω γάλα για να θηλάσω: «από έναν ξαφνικό τρόμο που ένιωσα μου κόπηκε το γάλα»·
- ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- όποιος καίγεται στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι, λέγεται για κείνον που έπαθε κάποια μεγάλη ζημιά και στο εξής από φόβο ή προνοητικότητα αντιμετωπίζει με πολύ μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα ακόμη και τις πιο ακίνδυνες καταστάσεις ή υποθέσεις. Συνών. κάηκε η μπάμπω στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι / όποιος καίγεται στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι / όποιος καίγεται στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι·
- ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα, μεγάλος όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: στης μάνας μου το γάλα στ’ ορκίζομαι, φως μου, εσύ ’σαι ο άνθρωπός μου. Πονάω και μ’ αρέσει, γιατί σ’ αγαπάω κι αγάπη σου ζητάω
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- σαν τη γελάδα που κλοτσά την καρδάρα με το γάλα, βλ. λ. γελάδα·
- σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- στης μάνας μου το γάλα! βλ. φρ. ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα·
- τα πάμε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- το πρώτο γάλα, το γάλα του θηλασμού και, κατ’ επέκταση, η βρεφική ηλικία. (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα )·    
- τώρα έσφιξαν τα γάλατα, τώρα τελείωσα με αυτό που είχα καταπιαστεί και είμαι ελεύθερος, έχω λεύτερο χρόνο να κάνω κάτι: «άργησες, ρε παιδάκι μου! -Τώρα έσφιξαν τα γάλατα, τι να σου κάνω».

διαφορά

διαφορά, η, ουσ. [<αρχ. διαφορά <διαφέρω], η διαφορά. 1. η διαφωνία: «για πέστε μου, ποια είναι η διαφορά σας και δε συμφωνείτε;». 2. στον πλ. οι διαφορές, οι ατακτοποίητες οικονομικές ή κοινωνικές υποθέσεις, που δημιουργούν ψυχρότητα ανάμεσα σε δυο άτομα: «δε μιλιούνται, γιατί έχουν από χρόνια διαφορές». 3. η βελτίωση, η υπεροχή: «είχε καμιά διαφορά ο άρρωστος με τη νέα αγωγή που του έδωσε ο γιατρός του; || έχει μεγάλη διαφορά το αυτοκίνητό μου απ’ το δικό σου, γιατί το δικό μου είναι Μερσεντές και το δικό σου είναι ένα κατσαριδάκι». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- δικαίωμα στη διαφορά, το αίτημα διαφόρων φυλετικών ή κοινωνικών μειονοτήτων ή το αίτημα διαφόρων ατόμων, που πάσχουν από διάφορα κινητικά προβλήματα ή χρόνια προβλήματα υγείας, να γίνουν αποδεκτά από το κοινωνικό σύνολο και να έχουν την ίδια αντιμετώπιση·
- κάνει τη διαφορά (κάτι), κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό δίνει την υπεροχή, την ανωτερότητα σε κάτι συγκριτικά με κάτι άλλο: «και μόνο η μάρκα του αυτοκινήτου μου κάνει τη διαφορά απ’ το δικό σου αυτοκίνητο»·
- λύνω τις διαφορές μου, α. διακανονίζω τις οικονομικές ή κοινωνικές διαφωνίες που έχω με κάποιον: «είναι απ’ το πρωί κλεισμένοι στο γραφείο και λύνουν τις διαφορές τους». β. αντιμετωπίζω κάποιον δυναμικά, συμπλέκομαι μαζί του: «έδωσαν ραντεβού σ’ ένα απόμερο σημείο για να λύσουν τις διαφορές τους»·
- με διαφορά στήθους, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος ή κάτι προηγείται ή διαφοροποιείται στο ελάχιστο από κάποιον ή κάτι άλλο, ιδίως για ανταγωνισμό ή συναγωνισμό: «στη γενική κατάταξη τον πέρασε με διαφορά στήθους || έπειτα από τη γενική καταμέτρηση των ψήφων, ο τάδε βουλευτής εκλέχτηκε στο νομό μας, κερδίζοντας τον αντίπαλό του με διαφορά στήθους». Από την εικόνα των δρομέων που πάνω στο νήμα του τερματισμού προτείνουν με ένταση το στήθος τους για να κερδίσουν με έστω και ελάχιστη διαφορά τους αντιπάλους τους·
- μ’ έναν αέρα διαφορά, βλ. λ. αέρας·
- με τη διαφορά ή με τη μόνη διαφορά, υπό τον όρο ή με την προϋπόθεση, με την επιφύλαξη που αλλάζει τα δεδομένα: «όλα θα γίνουν όπως τα συμφωνήσαμε, με τη μόνη διαφορά όμως να πάρω δέκα τοις εκατό παραπάνω από σένα»·
- με τη διαφορά ότι…, βλ. φρ. με τη διαφορά·
- με την εξής διαφορά, βλ. φρ. με τη διαφορά·
- μοιράζουμε τη διαφορά, (ιδίως για χρηματική διαφωνία) συμβιβαζόμαστε βρίσκοντας τη μέση λύση: «έχασε αυτός πέντε, έχασα κι εγώ άλλα πέντε, μοιράσαμε έτσι τη διαφορά και συμφωνήσαμε να κάνουμε τη δουλειά»·
- ποια η διαφορά; δε διαφέρει, δε διαφέρουν, δεν υπάρχει διαφορά, υπάρχει ομοιότητα μεταξύ δυο πραγμάτων ή ταυτότητα απόψεων μεταξύ δυο ατόμων ή δυο ομάδων: «εσύ μου λες ότι πέντε και πέντε κάνουν δέκα κι εγώ σου λέω ότι εφτά και τρία κάνουν δέκα. Ποια η διαφορά; || ό,τι μου ζήτησες το αποδέχτηκα. Ποια η διαφορά λοιπόν να μην υπογράψουμε τα συμβόλαια; || και το ’να αυτοκίνητο πρώτης γραμμής και τ’ άλλο αυτοκίνητο πρώτης γραμμής. Ποια η διαφορά;»·
- τι διαφορά κάνει; βλ. συνηθέστ. ποια η διαφορά(;)·
- υπάρχει διαφορά, υπάρχει διάσταση απόψεων, υπάρχει διαφωνία: «δεν μπορούμε να υπογράψουμε το συμβόλαιο, γιατί υπάρχει διαφορά».

εμετός

εμετός κ. έμετος, ο, ουσ. [<αρχ. ἔμετος], ο εμετός·
- είναι (για) να κάνεις εμετό! ή είναι (για) να κάνει κανείς εμετό! το άτομο ή το φαγητό για το οποίο γίνεται λόγος, σου προκαλεί έντονη αποστροφή, μεγάλη αηδία: «είναι τόσο γλοιώδης τύπος, που είναι για να κάνει κανείς εμετό! || μην τρως απ’ αυτό το φαγητό, γιατί είναι για να κάνεις εμετό!»·
- μοίρασε σακούλες για εμετό, (για ποδόσφαιρο στη νεοαργκό), ο παίχτης για τον οποίο γίνεται λόγος, έκανε αλλεπάλληλες και περίτεχνες τρίπλες στους αντιπάλους του, που τους ζάλισε: «για δες τι παιχταρά που έχουμε! Μοίρασε πάλι σακούλες για εμετό». 

φιλί

φιλί, το, ουσ. [<αρχ. φιλεῖν, απαρέμφ. του ρ. φιλῶ], το φιλί. (Τραγούδι: αγκαλιές και φιλιά πάντα βράδυ και πρωί εγώ κι εσύ). 1. στον πλ. χωρίς άρθρο φιλιά! ή φιλάκια! έκφραση αποχαιρετισμού οικείου προσώπου με το οποίο κουβεντιάζαμε ή βρισκόμασταν σε τηλεφωνική συνομιλία ή και στο τέλος επιστολής, γράμματος προς οικείο πρόσωπο. 2. το φελί (βλ. λ.). Υποκορ. φιλάκι, το. (Τραγούδι: ένα φιλάκι είναι λίγο πολύ λίγο, δύο φιλάκια είναι λίγο τι να πω, τρία φιλάκια είναι λίγο πολύ λίγο, δώσε μου τέσσερα, αν θες να σ’ αγαπώ). (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- αγάλια αγάλια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα, βλ. συνηθέστ. ανάρια ανάρια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα·
- αλλάζω φιλιά, (και για τα δυο φύλα) ανταλλάσσω φιλιά, φιλιέμαι: «τους είδα στη γωνία που άλλαζαν φιλιά». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να φιληθούμε σαν τ’ άγρια πουλιά που σμίγουν στα κλαράκια, τζόγια μου, κι αλλάζουνε φιλιά
- αλάργα αλάργα το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα, βλ. συνηθέστ. ανάρια ανάρια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα·
- ανάρια ανάρια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα, αυτό που μας αρέσει, πρέπει να το κάνουμε σε αραιά διαστήματα, για να μην το βαρεθούμε και για να το ευχαριστιόμαστε περισσότερο: «δεν είναι ανάγκη να πηγαίνουμε κάθε βράδυ στα μπουζούκια και να ξενυχτάμε! Ανάρια ανάρια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα»·
- αυτά τα χείλη έχουμε, τέτοια φιλιά δίνουμε, βλ. λ. χείλι·
- δίνει τα φιλιά της, βλ. φρ. μοιράζει τα φιλιά της·
- δίνω το φιλί του Ιούδα, βλ. λ. Ιούδας·
- είναι για φιλιά, βλ. φρ. είναι για φίλημα, λ. φίλημα·
- καυτά φιλιά, φιλιά που δίνονται, που ανταλλάσσονται με ερωτικό πάθος: «μόλις συναντήθηκαν, άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν καυτά φιλιά»·
- κλεφτό φιλί, που δίνεται βιαστικά και χωρίς να το περιμένει αυτός που το δέχεται: «της έδωσε ένα κλεφτό φιλί || της πήρε ένα κλεφτό φιλί»·
- μοιράζει τα φιλιά της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος είναι πολύ εύκολη στον έρωτα: «δεν την ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος και μοιράζει τα φιλιά της σ’ όποιον κάνει κέφι || εσύ θα μπορούσες να παντρευτείς μια γυναίκα που μοιράζει τα φιλιά της; || τι με νοιάζει αν μοιράζει τα φιλιά της! Εγώ την αγαπώ»·
- μοιράζω φιλιά, φιλώ δεξιά αριστερά τους ανθρώπους που υπάρχουν γύρω μου ή στέλνω από μακριά φιλιά σε ανθρώπους που υπάρχουν σε μικρή απόσταση από μένα: «μόλις κατέβηκε απ’ το τρένο, έτρεξε κοντά τους κι άρχισε να μοιράζει φιλιά σ’ αυτούς που τον περίμεναν || καθώς άρχισε να κυλάει το τρένο στις ράγες του, βγήκε στο παράθυρο κι άρχισε να μοιράζει φιλιά σ’ αυτούς που τον ξεπροβοδούσαν». (Λαϊκό τραγούδι: μένω σε κάποια γειτονιά φτωχική γειτονιά που έχει σπίτια χαμηλά, όλοι οι άνθρωποι εκεί έχουν πάντα γιορτή και μοιράζουνε φιλιά)· βλ. και φρ. μοιράζει τα φιλιά της·   
- πέφτω σ’ άλλα φιλιά, διαλύω την ερωτική μου σχέση και δημιουργώ καινούρια: «δε στεριώνει με καμιά γυναίκα, γιατί κάθε φορά που του μιλάνε για γάμο, πέφτει σ’ άλλα φιλιά || δεν είναι σταθερός στη σχέση του και κάθε τόσο πέφτει σ’ άλλα φιλιά»·
- πνίγηκε στα φιλιά, δέχτηκε αλλεπάλληλα φιλιά από κάποιον, ιδίως από κάποιους που τον περίμεναν: «μόλις κατέβηκε απ’ τ’ αεροπλάνο, τον περίμενε η παρέα του στην αίθουσα υποδοχής και πνίγηκε στα φιλιά των φίλων του»·
- πνιχτό φιλί, που γίνεται με τρόπο, ώστε να μην ακουστεί: «μόλις έσβησαν τα φώτα του κινηματογράφου, της έδωσε ένα πνιχτό φιλί». (Λαϊκό τραγούδι: ύστερα με φεγγαράκι, με βαρκούλα στ’ ανοιχτά, αγαπούλα μου, θα παίρνω τα φιλιά σου τα πνιχτά
- πουλάει τα φιλιά της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος εκδίδεται επί χρήμασι, είναι βίζιτα, βιζιτού, πόρνη: «από μικρή πουλάει τα φιλιά της κι αντί να ’χει πέντε φράγκα στην άκρη για τα γηρατειά της, τα τρώει όλα στα λούσα»·
- ρουφηχτό φιλί, που γίνεται με ρούφηγμα και που θεωρείται πολύ παθιάρικο φιλί: «της έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί, που της ήρθε λιποθυμία»·
- στέλνω ένα φιλί ή στέλνω φιλιά, φέρνω κολλητά τα δάχτυλά μου στο στόμα μου, τα φιλάω κι έπειτα τινάζω την παλάμη μου ελαφρά προς το μέρος του ατόμου στο οποίο θέλω να απευθυνθώ. Πολλές φορές, μετά το φιλί που δίνουμε στα δάχτυλα, αντί να τινάξουμε ελαφρά την παλάμη μας προς το μέρος του ατόμου στο οποίο θέλουμε να απευθυνθούμε, την φέρνουμε πολύ κοντά κάτω από το στόμα μας και φυσάμε προς το συγκεκριμένο άτομο για να φτάσουν σε αυτό τα φιλιά. (Λαϊκό τραγούδι: στης Κοκκινιάς τη γειτονιά δυο κάτασπρα χεράκια, μωρό μου, λουλούδια δε μου πέταξαν, δε μου ’στειλαν φιλάκια      
- το φιλί της αγάπης, το φιλί που ανταλλάσσουν οι χριστιανοί μετά την Ανάσταση: «μόλις ο παπάς είπε το Χριστός Ανέστη, όσοι βρισκόμασταν εκεί γύρω ανταλλάξαμε το φιλί της αγάπης»·
- το φιλί της ζωής, α. μέθοδος τεχνητής αναπνοής κατά την οποία ανοίγουμε το στόμα του ατόμου που έχασε τις αισθήσεις του ή έμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα κάτω από την επιφάνεια του νερού, κι αφού πρώτα κολλήσουμε το στόμα μας στο δικό του, φυσάμε δυνατά διοχετεύοντας αέρα στα πνευμόνια του: «με το φιλί της ζωής σώθηκαν αρκετοί άνθρωποι». β. κατάλληλα μέτρα ή ενέργειες για να ενισχύσουμε, να τονώσουμε κάποιον ή κάτι: «τα χρήματα που του ’δωσε ο φίλος του ήταν το φιλί της ζωής, για να ορθοποδήσει στη δουλειά του || τα διορθωτικά οικονομικά μέτρα που πήρε η κυβέρνηση ήταν το φιλί της ζωής για την οικονομία»·
- το φιλί της προδοσίας, βλ. φρ. το φιλί του Ιούδα. (Λαϊκό τραγούδι: κάπνισα πολύ, κι εσύ στον κόσμου σου τρελή, αλλού γυρνάς, κάπνισα πολύ, της προδοσίας το φιλί μη με κερνάς)·
- το φιλί του Ιούδα, α. το ψεύτικο φιλί, το τίμημα της προδοσίας, η προδοσία: «είμαστε τόσα χρόνια φίλοι, γι’ αυτό και δεν περίμενα από σένα το φιλί του Ιούδα». β. το ψεύτικο φιλί: «εμένα δε με καλοπιάνεις με τα φιλιά του Ιούδα»· βλ. και λ. Ιούδας·
- τον (την) έπνιξε στα φιλιά, τον (την) φίλησε αλλεπάλληλες φορές: «μόλις την πλησίασε, την πήρε στην αγκαλιά του και την  έπνιξε στα φιλιά || μόλις τον είδαν οι φίλοι του, έτρεξαν κοντά του και τον έπνιξαν στα φιλιά». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος ξέρει πότε τώρα πια, αν ξαναϊδωθούμε; Σφίξε με, φως μου, σφίξε με και στα φιλιά σου πνίξε με
- του (της) σκάω ένα φιλί, του (της) δίνω βιαστικά ένα ηχηρό φιλί: «καθώς χωρίζανε, της έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο». (Λαϊκό τραγούδι: σπλάχνο, να σου σκάσω το φιλί του μερακλή
- χαρίζω τα φιλιά μου, βλ. φρ. μοιράζω φιλιά·
- χαρίζω φιλιά, φιλώ ευχάριστα κάποιον: «μόλις μπήκαν στο δωμάτιο άρχισε να της χαρίζει φιλιά». (Λαϊκό τραγούδι: στα Τρίκαλα στο Κάστρο στα πεύκα τ’ Άη Λια, τρικαλινό μου άστρο, σου χάριζα φιλιά 
- χάρισέ μου ένα φιλί (φιλάκι), δώσε μου ένα φιλί, φίλησέ με: «χάρισέ μου ένα φιλί να σε θυμάμαι μια ζωή || κοριτσάκι, χάρισέ μου ένα φιλάκι». Πολλές φορές, απευθύνεται ως πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. (Λαϊκό τραγούδι: χάρισέ μου ένα φιλί να σε θυμάμαι μια ζωή, χάρισέ μου ένα φιλάκι, κοριτσάκι).

χαμόγελο

χαμόγελο κ. χαμογέλιο, το, ουσ. [<χαμογελώ], το χαμόγελο·
- είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, είναι πάντοτε αισιόδοξος, ευδιάθετος, χαρούμενος: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη»·
- θα σου κόψω το χαμόγελο, θα σε κάνω να χάσεις την καλή σου διάθεση, θα σε τιμωρήσω: «μην κοκορεύεσαι που μ’ έβαλες στο χέρι, γιατί θα ’ρθει η στιγμή που θα σου κόψω το χαμόγελο»·
- κόπηκε το χαμόγελό μου ή μου κόπηκε το χαμόγελο, έχασα απότομα την καλή μου διάθεση, γιατί μου ανήγγειλαν ή είδα κάτι που δε μου ήταν ευχάριστο ή επιθυμητό: «μόλις με πληροφόρησαν πως θα ’παιρνα μετάθεση στην επαρχία, μου κόπηκε το χαμόγελο || μόλις είδα τον εφοριακό να ’ρχεται, κόπηκε το χαμόγελό μου»·
- με (το) χαμόγελο, με όρεξη, με ευδιαθεσία, με αισιοδοξία: «αυτός ο άνθρωπος δουλεύει πάντα με το χαμόγελο || ό,τι και να του τύχει, το αντιμετωπίζει με χαμόγελο». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνούμε και ξεκινούμε για τη δουλειά
- με το χαμόγελο στα χείλη, αισιόδοξα, ευδιάθετα, χαρούμενα: «πρωί πρωί ξεκίνησε για τη δουλειά του με το χαμόγελο στα χείλη». (Τραγούδι: με το χαμόγελο στα χείλη πάει ο φαντάρος μας μπροστά
- μοιράζω χαμόγελα, χαμογελώ δεξιά και αριστερά στους ανθρώπους που υπάρχουν τριγύρω μου: «μόλις κατέβηκε απ’ το αεροπλάνο άρχισε να μοιράζει χαμόγελα σ’ αυτούς που τον περίμεναν»·  
- πικρό χαμόγελο, το χαμόγελο που φανερώνει μελαγχολία, θλίψη, πίκρα ή μεγάλη στενοχώρια: «στα χείλη του ζωγραφίστηκε ένα πικρό χαμόγελο για τις ψευτιές που άκουγε»·
- σκάω (ένα) χαμόγελο, χαμογελώ, ενώ προηγουμένως ήμουν σοβαρός: «μόλις του ανήγγειλαν τα ευχάριστα νέα άφησε τη σοβαρή στάση που κρατούσε κι έσκασε ένα χαμόγελο»·
- χάρισέ μου ένα χαμόγελο, χαμογέλασέ μου: «έλα, μη μου κρατάς μούτρα, χάρισέ μου ένα χαμόγελο». Λέγεται και ως πείραγμα σε γυναίκα που μας ενδιαφέρει ερωτικά.

χαρτί

χαρτί, το, ουσ. [<μσν. χάρτιν <μτγν. χαρτίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χάρτης], το χαρτί. 1. κάθε επίσημο δημόσιο έγγραφο: «μου ’ρθε το χαρτί της εφορίας». 2. το δίπλωμα, το πτυχίο: «πότε παίρνει ο γιος σου το χαρτί του δικηγόρου;». 3. το τραπουλόχαρτο και, κατ’ επέκταση, η χαρτοπαιξία: «τι χαρτί ήταν αυτό που πέταξες; || τον κατάστρεψε το χαρτί». (Λαϊκό τραγούδι: κρασί, γυναίκα και χαρτί τρία κακά μεγάλα, με φέραν στ’ αδιέξοδο, με φέραν στην κρεμάλα // με τη ντάμα με το ρήγα κι όλα τ’ άλλα τα χαρτιά,σου ’χα φτιάξει ένα σπιτάκι αλλά του ’βαλες φωτιά).4. το χρήμα, τα χρήματα: «όποιος έχει το χαρτί, κάνει ό,τι θέλει στη ζωή του». 5α. στον πλ. τα χαρτιά, α. οι τίτλοι των μετοχών που βρίσκονται στην κατοχή κάποιου, οι μετοχές: «απ’ την τάδε επιχείρηση κινήθηκαν σήμερα στο χρηματιστήριο τόσες χιλιάδες χαρτιά || με την πτώση του χρηματιστηρίου πολύς κόσμος έχασα τα λεφτά του κι έμεινε με τα χαρτιά στο χέρι». Συνών. κομμάτια. β. διάφορα χαρτιά που είναι χειρόγραφα ή τυπωμένα: «ψάχνει στα χαρτιά του για να βρει έναν παλιό λογαριασμό || κάπου μέσα στα χαρτιά μου έχω το γράμμα που μ’ έστειλε ο τάδε». γ. τα επίσημα έγγραφα που πιστοποιούν το πρόσωπο κάποιου: «έχασα την τσάντα μου, όπου είχα μέσα όλα τα χαρτιά μου (π. χ. ταυτότητα, διαβατήριο, άδεια οδήγησης κ. ά). δ. η χαρτοπαιξία: «όλα του τα λεφτά τα ’χασε στα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: στα χαρτιά τα κονομούσα και σε σένα τ’ ακουμπούσα). Υποκορ. χαρτάκι, το (βλ. λ.).(Ακολουθούν 77 φρ.)· 
- άγραφο χαρτί, πρόκειται για πολύ αγνό, πολύ απονήρευτο άτομο: «την πήρε άγραφο χαρτί ο παλιοαλήτης και την έκανε τη μεγαλύτερη πουτάνα»·
- αμόντε τα χαρτιά, βλ. λ. αμόντε·
- ανοίγω τα χαρτιά μου, α. αποκαλύπτω σε κάποιον τις διαθέσεις μου, τις προθέσεις μου: «αν δε σιγουρευτώ πρώτα πώς θα ενεργήσει ο άλλος, δεν ανοίγω τα χαρτιά μου». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) φανερώνω στους συμπαίχτες μου τα φύλλα που έχω: «όταν άνοιξα τα χαρτιά μου και είδαν τι είχα, έτριβαν τα μάτια τους!»·
- βγάζω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. κάνω τα χαρτιά μου·
- βγήκαν τα χαρτιά, επαληθεύτηκαν αυτά που μου είπε κάποιος με τη χαρτομαντεία: «μου ’χε πει πως θα ’χανα αρκετά  λεφτά και να που βγήκαν τα χαρτιά, γιατί έχασα μια σπουδαία δουλειά»·
- βλέπει τα χαρτιά, βλ. συνηθέστ. λέει τα χαρτιά·
- γίνεται χοντρό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. γίνεται χοντρό παιχνίδι, λ. παιχνίδι·
- γίνεται ψιλό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. γίνεται ψιλό παιχνίδι, λ. παιχνίδι·
- δε δείχνει τα χαρτιά του, βλ. φρ. δεν ανοίγει τα χαρτιά του·
- δε φανερώνει τα χαρτιά του, βλ. φρ. δεν ανοίγει τα χαρτιά του·
- δείχνω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. ανοίγω τα χαρτιά μου·
- δεν ανοίγει τα χαρτιά του, δεν αποκαλύπτει σε κάποιον τις διαθέσεις του, τις προθέσεις του: «ποτέ δεν ανοίγει τα χαρτιά του, αν δεν είναι προηγουμένως σίγουρος για την κίνηση του άλλου»·
- δεν το γράφουν τα χαρτιά, λέγεται για κάτι που είναι εντελώς πρωτάκουστο, πρωτοφανέρωτο: «έχω τέτοια στενοχώρια που δεν το γράφουν τα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε γιατρέ τα γιατρικά και άμε στη δουλειά σου τον πόνο που ’χω στην καρδιά δε γράφουν τα χαρτιά σου)· 
- δεν τον θέλει το χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) δεν τον ευνοεί η τύχη άσχετα από το αν είναι καλός ή κακός χαρτοπαίχτης: «μόλις κατάλαβε πως δεν τον θέλει το χαρτί, βγήκε απ’ το καρέ»·
- διαβάζει τα χαρτιά, βλ. συνηθέστ. λέει τα χαρτιά·
- είμαστε ακόμη στα χαρτιά, βρισκόμαστε ακόμη στα προσχέδια, στις διαπραγματεύσεις, στην επεξεργασία των συμβολαίων, προκειμένου να κάνουμε μια δουλειά: «θέλουμε να στήσουμε μια επιχείρηση, αλλά είμαστε ακόμη στα χαρτιά»·
- είναι γερό χαρτί, α. κατέχει ισχυρή πολιτική, κοινωνική, στρατιωτική, πνευματική ή οικονομική θέση οπότε μπορεί να φέρει σε αίσιο τέλος κάποια υπόθεσή μας: «αν θέλεις να τελειώσει η δουλειά σου, ν’ αποταθείς στον τάδε που είναι γερό χαρτί». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) λέγεται για το χαρτί εκείνο το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί, να χρησιμοποιηθεί με προοπτική από τον παίχτη: «αυτό που τράβηξα είναι γερό χαρτί κι ίσως πάρω το κόλπο»·
- είναι και να σε θέλει το χαρτί, δεν εξαρτάται μόνο από την ικανότητα του χαρτοπαίχτη να παίζει καλά χαρτιά, αλλά και από την εύνοια της τύχης: «παίζει πολύ έξυπνα, δε λέω, αλλά είναι και να σε θέλει το χαρτί»·  
- είναι καμένο χαρτί, α. δεν έχει την απαραίτητη ισχύ, ώστε να μπορέσει κάποιος να τον χρησιμοποιήσει για να φέρει σε αίσιο τέλος κάποια υπόθεσή του: «μην αποταθείς στον τάδε, για να τελειώσεις τη δουλειά σου, γιατί, απ’ τη μέρα που τον απομάκρυναν απ’ το υπουργείο, είναι καμένο χαρτί». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) λέγεται για το χαρτί εκείνο που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί από τον παίχτη: «αφού ήταν καμένο χαρτί, το πέταξα»· βλ. και φρ. καίω το χαρτί μου·
- ετοιμάζω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. κάνω τα χαρτιά μου. (Λαϊκό τραγούδι: σφίξε μάνα την καρδιά σου κι άκουσε τι θα σου πω, ετοιμάζω τα χαρτιά μου μετανάστης να γενώ
- έχω γερό χαρτί ή έχω γερά χαρτιά, α. έχω ισχυρά μέσα για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «αν δε διαθέτει γερά χαρτιά, δεν ξεκινάει καμιά δουλειά». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) έχω χαρτιά που μπορώ να τα αξιοποιήσω ή να τα αξιοποιήσω με προοπτική: «αφού έχω γερά χαρτιά, μπορώ να ποντάρω ένα μεγάλο ποσό»·
- έχω κι άλλα χαρτιά, διαθέτω και άλλα πλεονεκτήματα, που δεν τα έχω ακόμη φανερώσει, διαθέτω και άλλες εναλλακτικές λύσεις: «αυτοί νομίζουν πως με στρίμωξαν, δεν ξέρουν όμως πως εγώ έχω κι άλλα χαρτιά»·
- καίω το χαρτί μου, χάνω, καταστρέφω κάποιο ισχυρό πλεονέκτημα που έχω: «προβάλλοντας παράλογες απαιτήσεις έκαψε το χαρτί του, κι έτσι παρά τις γνώσεις και τα πτυχία του, έχασε τη δουλειά»· βλ. και φρ. είναι καμένο χαρτί· 
- κάναμε το χαρτί ή κάναμε χαρτί, υπογράψαμε συμβόλαιο: «αγόρασα το διαμέρισμα που ήθελα, κάναμε το χαρτί για την αγορά κι έχω τώρα το κεφάλι μου ήσυχο || μην ξεχάσεις να κάνετε χαρτί, που θα λέει τους όρους με τους οποίους αναλαμβάνεις τη δουλειά»·
- κάνω τα χαρτιά μου, υποβάλλω αίτηση ή τα απαραίτητα δικαιολογητικά, κάνω όλες τις νόμιμες ενέργειες σε κάποια δημόσια υπηρεσία για κάποιον σκοπό: «κάνω τα χαρτιά μου, μήπως και διοριστώ στη Δ.Ε.Η. || κάνω τα χαρτιά μου, για να βγάλω διαβατήριο»·
- κάνω χαρτιά, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) διευθύνω το παιχνίδι: «ποιος κάνει χαρτιά μετά από μένα;»·
- κλείνω τα χαρτιά μου, κρατώ κρυφές τις προθέσεις μου, τις διαθέσεις μου: «σε κάθε διαπραγμάτευση που κάνω, κλείνω τα χαρτιά μου μέχρι να δω τι θα κάνει ο άλλος»·
- κόβω τα χαρτιά ή κόβω το χαρτί, α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) χωρίζω την τράπουλα στα δυο για να αρχίσει το μοίρασμα των φύλλων, ώστε να αρχίσει το παιχνίδι: «κόψε τα χαρτιά, να κάνω φύλλα». β. σταματώ τη χαρτοπαιξία: «κατάλαβε πως θα καταστρεφόταν, κι έκοψε τα χαρτιά»·
- κρατώ κλειστά τα χαρτιά μου ή κρατώ τα χαρτιά μου κλειστά, δεν αποκαλύπτω τις διαθέσεις μου, τις προθέσεις μου σε μια δουλειά ή διαδικασία, παίζω με κλειστά χαρτιά: «δεν μπορούν να καταλάβουν πώς θα ενεργήσω, γιατί κρατώ τα χαρτιά μου κλειστά»·
- κρύβω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. κλείνω τα χαρτιά μου·
- λέει τα χαρτιά, έχει την ικανότητα να διαβάζει τα μελλούμενα με τη χαρτομαντεία: «κάθε φορά που έχω αμφιβολίες στη δουλειά μου, πηγαίνω στην τάδε που λέει τα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’το παν στο φλιτζάνι, μου το ’παν στο φλιτζάνι καλέ, μου το ’παν στα χαρτιά πως η καρδιά σου κάνει στον έρωτα νερά
- μ’ ανοιχτά χαρτιά, με διαφάνεια, χωρίς υπεκφυγές, ξεκάθαρα: «διαπραγματευόμαστε μ’ ανοιχτά χαρτιά, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις»·
- μείναμε στα χαρτιά, δεν ευοδώθηκε η προσπάθειά μας να κάνουμε μαζί μια δουλειά, και μείναμε μόνο στα σχέδια, στα ανυπόγραφα συμβόλαια: «είχαμε σκοπό να στήσουμε μια επιχείρηση, αλλά μείναμε στα χαρτιά, γιατί προέκυψαν διάφορες δυσκολίες»·
- μιλάω μ’ ανοιχτά χαρτιά, μιλάω ξεκάθαρα, χωρίς υπεκφυγές: «όταν ζητούν τη γνώμη μου, μιλάω μ’ ανοιχτά χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκες σας το ’πα καθαρά, μιλάω μ’ ανοιχτά χαρτιά: γεροντόμαγκα με λένε, μα πολλά ντερβίσια κλαίνε!
- μοιράζει τα χαρτιά, έχει τον απόλυτο έλεγχο σε μια δουλειά ή διαδικασία: «αν θέλεις να γίνει γρήγορα η δουλειά σου, θα κοιτάξεις να πλευρίσεις τον τάδε που μοιράζει τα χαρτιά στην προκειμένη περίπτωση». Από την εικόνα του ατόμου που διευθύνει ένα χαρτοπαίγνιο·
- μουτζουρώνω το χαρτί, δεν έχω δουλειά, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «απ’ το πρωί που άνοιξα το μαγαζί, μουτζουρώνω το χαρτί». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δεν έχει δουλειά μουτζουρώνει κάποιο χαρτί με διάφορα αφηρημένα σχέδια, για να περάσει η ώρα του·
- ξέρει χαρτιά, βλ. φρ. λέει τα χαρτιά·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- όποιος κερδίζει στα χαρτιά, χάνει στην αγάπη, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, όποιος είναι τυχερός στο χαρτοπαίγνιο, δεν είναι τυχερός στα ερωτικά του και λέγεται χάριν αστεϊσμού, αλλά και με κάποια κακεντρέχεια σε τυχερό χαρτοπαίχτη·
- όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, όποιος είναι άτυχος στο χαρτοπαίγνιο, είναι τυχερός στα ερωτικά του και λέγεται παρηγορητικά σε χαρτοπαίχτη που έχασε·
- παίζεται χοντρό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. γίνεται χοντρό χαρτί·
- παίζεται ψιλό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. λ. γίνεται ψιλό χαρτί· 
- παίζω μ’ ανοιχτά χαρτιά, είμαι ειλικρινής σε μια διαδικασία: «πρέπει να του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί πάντα παίζει μ’ ανοιχτά χαρτιά»·
- παίζω με γερό χαρτί ή παίζω με γερά χαρτιά, α. ενεργώ διαθέτοντας ισχυρά μέσα, ισχυρά επιχειρήματα για την επίτευξη κάποιου σκοπού μου: «αν δε παίζω με γερά χαρτιά, δεν κάνω καμιά δουλειά». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. φρ. έχω γερό χαρτί·
- παίζω με κλειστά χαρτιά, δεν αποκαλύπτω τις προθέσεις μου, τις διαθέσεις μου σε μια δουλειά ή διαδικασία, κρατώ κλειστά τα χαρτιά μου: «δεν μπορείς να καταλάβεις πού το πάει, γιατί παίζει με κλειστά χαρτιά»·
- παίζω το τελευταίο μου χαρτί, ενεργώ με το τελευταίο μέσο που μου απέμεινε, για να πετύχω κάτι ή για να αποφύγω κάποια προδιαγραφόμενη καταστροφή: «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί, για να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυσή του || μ’ αυτά τα λεφτά που ρίχνω στη δουλειά, παίζω το τελευταίο μου χαρτί, για να ορθοποδήσω»·
- παίζω το χαρτί του, συνειδητά ή ασυνείδητα ενεργώ με τέτοιο τρόπο, που εξυπηρετώ τα συμφέροντα ή τις επιδιώξεις κάποιου: «πάνω στα νεύρα του υπέβαλε την παραίτησή του κι έτσι χωρίς να το θέλει, έπαιξε το χαρτί του τάδε, που εποφθαλμιούσε τη θέση του»·
- παίζω χαρτιά, χαρτοπαίζω, είμαι χαρτοπαίχτης: «απ’ τη μέρα που έμαθε να παίζει χαρτιά, κινδυνεύει να χάσει όλη του την περιουσία»·
- παίρνω χαρτί, βλ. φρ. τραβώ χαρτί·
- πήρε όλο το χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) κέρδισε όλα τα χρήματα που παίζονταν στο καρέ: «είχε τέτοια ρέντα σ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, που πήρε όλο το χαρτί»·
- πιάνω χαρτί και μολύβι, βλ. λ. μολύβι·
- πιστεύει στα χαρτιά, πιστεύει ό,τι προβλέπει γι’ αυτόν αυτός που του λέει τα χαρτιά, πιστεύει στη χαρτομαντεία: «εδώ μπήκαμε στον εικοστό πρώτο αιώνα κι αυτός πιστεύει ακόμη στα χαρτιά»·
- ποια χαρτιά το γράφουν; έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράδοξο που μας λέει ή για κάτι παράλογο  που μας ζητάει κάποιος: «ποια χαρτιά το γράφουν να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις;»· βλ. και φρ. πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά(;)·
- ποια χαρτιά το λένε; βλ. φρ. ποια χαρτιά το γράφουν(;)·
- ποιος μοιράζει χαρτιά; (στη γλώσσα της αργκό) ποιος είναι υπεύθυνος, ποιος διευθύνει τη δουλειά, την επιχείρηση ή την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος(;): «θέλω να μάθω ποιος μοιράζει χαρτιά σ’ αυτή την επιχείρηση, γιατί έχω να του κάνω μια σοβαρή πρόταση». Από τη χαρτοπαιχτική ορολογία·
- ποντάρω σε λάθος χαρτί, βασίζομαι, υπολογίζω σε άτομο που αποδεικνύεται ακατάλληλο για το λόγο που το επέλεξα: «θέλησα να βάλω το γιο μου στην τράπεζα, αλλά ποντάρισα σε λάθος χαρτί, γιατί το άτομο στο οποίο αποτάθηκα ήταν η τελευταία τρύπα του ζουρνά»·  
- πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά; έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράδοξο που μας λέει ή για κάτι παράλογο που μας ζητάει κάποιος: «πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά όποτε έχεις ανάγκη από αυτοκίνητο να σου δίνω το δικό μου;». Συνών. πού το βρήκες αυτό γραμμένο; / πού το ’δες αυτό γραμμένο(;)· βλ. και φρ. ποια χαρτιά το γράφουν(;)·
- ρίχνει τα χαρτιά, έχει την ικανότητα να μαντεύει το μέλλον κάποιου με τη χαρτομαντεία: «κάθε φορά που έχει πρόβλημα, συμβουλεύεται κάποια που ρίχνει τα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: τσιγγάνες, σεις που ξέρετε της τύχης τα γραμμένα, πιάστε και ρίχτε τα χαρτιά και πέστε μου και μένα
- ρίχνω τα χαρτιά, παίζω πασιέντζα: «όταν δεν έχω τι να κάνω, ρίχνω τα χαρτιά για να περνάει η ώρα μου». (Λαϊκό τραγούδι: ο δραγουμάνος του Βεζίρη πίνει μαστίχα, ρίχνει τα χαρτιά. Το ’να του μάτι στο Μισίρι τ’ άλλο του μάτι στην Αρβανιτιά
- σηκώνω χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. συνηθέστ. παίρνω χαρτί·
- σήκωσε όλο το χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. φρ. πήρε όλο το χαρτί·
- σημαδεμένα χαρτιά, βλ. φρ. σημαδεμένη τράπουλα, λ. τράπουλα·
- στα χαρτιά, θεωρητικά: «στα χαρτιά είναι όλα εύκολα»·
- στρώνομαι στα χαρτιά ή στρώνομαι στο χαρτί, παίζω χαρτιά απερίσπαστος: «όταν συναντιούνται στο καφενείο, στρώνονται με τις ώρες στα χαρτιά»·
- τα νερά του χαρτιού, βλ. λ. νερό·
- τα ’πε χαρτί και καλαμάρι, πρόδωσε, κατέδωσε κάποιον και τα εξέθεσε όλα αναλυτικά: «πήγε στην Ασφάλεια και τα ’πε χαρτί και καλαμάρι, ποιοι και πώς έκαναν τη ληστεία στην τράπεζα». Αναφορά στα κάλαντα: το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε· βλ. και φρ. του τα ’πε χαρτί και καλαμάρι·
- τα ’φαγε στα χαρτιά, έχασε την περιουσία του, τα λεφτά του στο χαρτοπαίγνιο: «ό,τι είχε και δεν είχε τα ’φαγε στα χαρτιά»·
- το είδα στα χαρτιά, βλ. συνηθέστ. το είδα στον καφέ, λ. καφές·
- το είδε στα χαρτιά, μπόρεσε με τη χαρτομαντεία να δει ή να μαντέψει κάτι καλό ή κακό που συνέβη ή που θα συμβεί σε κάποιον: «το είδε στα χαρτιά πως θα έπαιρνα αυτή τη δουλειά»·
- το ’ριξε στα χαρτιά ή το ’ριξε στο χαρτί, άρχισε να παίζει συστηματικά χαρτιά: «έμπλεξε με κάτι χαρτόμουτρα και σιγά σιγά το ’ριξε κι αυτός στα χαρτιά»·
- το ρίξιμο των χαρτιών, βλ. λ. ρίξιμο·
- το χαρτί και το μελάνι, τον καλό γαμπρό τον κάνει, βλ. λ. γαμπρός·
- τον θέλει το χαρτί ή τον θέλει και το χαρτί, τον ευνοεί: «τον τελευταίο καιρό μας μάζεψε όλα τα λεφτά, γιατί τον θέλει το χαρτί || δεν είναι μόνο ότι ξέρει να παίζει χαρτιά, αλλά τον θέλει και το χαρτί»·
- τον τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί, βλ. λ. κόλλα·
- τον τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί, βλ. λ. κόλλα·
- του τα ’πα χαρτί και καλαμάρι, του μετέφερα λεπτομερώς όλα όσα ειπώθηκαν από κάποιους γι’ αυτόν: «αυτοί τον κουτσομπόλευαν ασύστολα κι εγώ, επειδή είναι φίλος μου, πήγα και του τα ’πα χαρτί και καλαμάρι». Αναφορά στα κάλαντα: το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε· βλ. και φρ. τα ’πε χαρτί και καλαμάρι·
- τραβώ χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) συνεχίζω να παίζω ζητώντας και άλλο φύλλο από αυτόν που διευθύνει το παιχνίδι: «τράβηξα χαρτί και κάηκα»·
- φανερώνω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. ανοίγω τα χαρτιά μου.