Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μνήμη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μνήμη, η, ουσ. [<αρχ. μνήμη], η μνήμη. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- αιωνία του η μνήμη, α. (ευχετικά για εκλιπόντα) να μη ξεχαστεί ποτέ, να είναι πάντα στη μνήμη μας. β. (ειρωνικά για πρόσωπα ή πράγματα) που δε ζει, που χάλασε, χάθηκε, καταστράφηκε, που δεν υπάρχει πια: «αυτός που ζητάς, αιωνία του η μνήμη ||  το πρώτο αυτοκίνητο που είχα, αιωνία του η μνήμη»·
- αν δε μ’ απατά η μνήμη μου, αν θυμάμαι καλά: «αν δε μ’ απατά η μνήμη μου, εσύ θα πρέπει να ’σαι ο γιος του τάδε»·
- από μνήμης, με βάση αυτά που θυμάται κανείς απ’ έξω, χωρίς τη βοήθεια σημειωμάτων: «τους είπε από μνήμης γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου»·
- δε με βοηθά η μνήμη μου, δεν μπορώ να θυμηθώ: «δε με βοηθά η μνήμη μου να σου πω πού ακριβώς τον γνώρισα»·
- δε με γελά η μνήμη μου, αν και πέρασε πολύς καιρός, εντούτοις θυμάμαι πολύ καλά κάποιον ή κάποιο γεγονός: «είμαι σίγουρος πως είναι ο ίδιος άνθρωπος, δε με γελά η μνήμη μου || οδηγούσε και τότε παρόμοιο αυτοκίνητο, δε με γελά η μνήμη μου»·
- εις μνήμην, οτιδήποτε γίνεται για να διατηρηθεί και να τιμηθεί το όνομα κάποιου που πέθανε: «έκαμε μια δωρεά στον Ερυθρό Σταυρό εις μνήμην του άντρα της»·
- έμεινε στη μνήμη μου ή μου ’μεινε στη μνήμη (κάτι), εξακολουθώ να θυμάμαι κάτι: «παρ’ όλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια, μου ’μεινε στη μνήμη το πόσο ευχάριστα περνούσα με την παλιοπαρέα μας»·
- έχει μνήμη ελέφαντα, έχει πολύ ισχυρή μνήμη: «όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα σ’ εκδικηθεί, γιατί έχει μνήμη ελέφαντα»· βλ. και λ. ελέφαντας·
- έχω στη μνήμη μου (κάτι), βλ. φρ. έμεινε στη μνήμη μου (κάτι)·
- λαός (χωρίς) με μνήμη, ο λαός εκείνος που (δεν) παραδειγματίζεται από την ιστορία του: «ο ελληνικός λαός είναι λαός με μνήμη;»·
- φέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι κάτι που έγινε στο παρελθόν: «κάθε τόσο φέρνω στη μνήμη μου τα καλοκαίρια που περνούσα μικρό παιδί στο χωριό»·    
- φρεσκάρω τη μνήμη μου, ανανεώνω τη μνήμη μου πάνω σε κάποιο θέμα: «επειδή τον άλλο μήνα θα ταξιδέψει στη Ρουμανία, φρεσκάρει τη μνήμη του στα ρουμανικά»·
- χαράζω στη μνήμη μου, εντυπώνω κάποιο γεγονός, μου μένει αξέχαστο: «χάραξα στη μνήμη μου πως ήσουν ο μόνος απ’ τους φίλους μου που με βοήθησε, όταν είχα ανάγκη». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το βαθιά.