Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μισώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μισώ, ρ. [<αρχ. μισῶ], μισώ. Όταν κάποιος μας απευθύνει τη φρ. σε μισώ, για να διακωμωδήσουμε, να εκτονώσουμε την κατάσταση ή για να του δώσουμε να καταλάβει πως μας αφήνουν αδιάφορους τα εχθρικά του αισθήματα, του απαντάμε κι εγώ σε ολόκληρο, εκμεταλλευόμενοι τα ομόηχα μισώ και μισό ·
- ας μ’ αγαπάει ο επίσκοπος κι ας με μισούν οι διάκοι, βλ. λ. επίσκοπος·
- τον πλούτο πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς, βλ. λ. πλούτος.

επίσκοπος

επίσκοπος, ο, ουσ. [<αρχ. ἐπίσκοπος <ἐπισκοπῶ], ο επίσκοπος·
- ας μ’ αγαπάει ο επίσκοπος κι ας με μισούν οι διάκοι, όταν έχω την εύνοια, την προστασία του προϊσταμένου μου, του διευθυντή μου, δε με νοιάζει τι νιώθουν για μένα οι κατώτεροι στην ιεραρχία: «απ’ τη στιγμή που έχω τη συμπάθεια του διευθυντή μου, δε με νοιάζει τι λένε για μένα οι υπάλληλοι, γιατί ας μ’ αγαπάει ο επίσκοπος κι ας με μισούν οι διάκοι»·
- η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη, βλ. λ. νύχτα·
- θεωρία επισκόπου και καρδία (καρδιά) μυλωνά, βλ. λ. θεωρία.

πλούτος

πλούτος, ο, πλ. πλούτη κ. πλούτια, τα, ουσ. [<αρχ. πλοῦτος], ο πλούτος. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν το μπορέσω και γυρίσω με χίλια πλούτια στο σκαρί. Θε να σε κλέψω μ’ ένα άσπρο φαρί κι η μάνα σου ας τρέχει να σε βρει).1. η πολυτέλεια, η ευμάρεια: «ζει μέσα στον πλούτο || όλες οι ανεπτυγμένες χώρες στηρίζονται στον κοινωνικό πλούτο και στις παραγωγικές δυνάμεις». (Τραγούδι: τα πλούτη τα περιφρονώ και κάθε μεγαλείο κι αν τύχει κάπου και πονώ το ρίχνω στο αστείο).2. λέγεται συνθηματικά από τα κοράκια (βλ. λ.) η κηδεία, ιδίως αυτή που αναλαμβάνεται από κάποιο γραφείο τελετών κατευθείαν από το νοσοκομείο στο οποίο πέθανε κάποιος: «είναι μέσα στη χαρά του, γιατί του έτυχε ένας πλούτος»·  
- έχει πλούτο αισθημάτων, έχει πολλά ψυχικά χαρίσματα, έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο: «ο ένας του ο γιος είναι πολύ μονόχνοτος άνθρωπος, αλλά ο άλλος έχει πλούτο αισθημάτων»·
- έχει πλούτο γνώσεων, είναι πολύ καλλιεργημένος, πολύ μορφωμένος: «από μικρός είχε μανία με το διάβασμα, γι’ αυτό έχει πλούτο γνώσεων»·
- κολυμπάει στα πλούτη, είναι πάμπλουτος: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκε κολυμπάει στα πλούτη». (Λαϊκό τραγούδι: μου είπανε πως ζεις ευτυχισμένη, θεότρελη, στα πλούτη κολυμπάς.Μα μια κατάρα πάντα θα σε δέρνει, του προδομένου ο πόνος της καρδιάς
- πλέει στα πλούτη, βλ. συνηθέστ. κολυμπάει στα πλούτη·
- τον πλούτο πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς, ο άνθρωπος πολύ περισσότερο από τον πλούτο επιδιώκει τη δόξα: «γιατί νομίζεις πως αγωνίζονται αυτοί να γίνουν υπουργοί ακόμη και πρωθυπουργοί, μήπως για τα λεφτά; Όχι, φίλε μου, για τη δόξα γιατί, τον πλούτο πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς».