μητέρα
μητέρα,
η, ουσ. [<μσν. μητέρα, από το αρχ.
μητέρα, αιτιατ. του ουσ. μήτηρ], η μητέρα. Υποκορ. μητερούλα κ. μητερίτσα,
η·
-
ανύπαντρες μητέρες, βλ. λ. ανύπαντρος·
-
από (τη) μητέρα, από τη μεριά της μητέρας, από το σόι της μητέρας:
«είναι θείος μου από μητέρα»·
-
αργία μήτηρ πάσης κακίας, βλ. λ. αργία·
-
γίνομαι μητέρα, γεννώ το παιδί μου: «μικροπαντρεύτηκε και μικρή μικρή
έγινε μητέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν μια μέρα θα γενείς μητέρα με
παιδάκι, τότε κι εσύ χωρίς να θες, θα μ’ αγαπάς λιγάκι)·
-
μητέρα όλων των μαχών, η πιο μεγάλη, η πιο καθοριστική, η πιο σπουδαία
μάχη, η έκβαση της οποίας καθορίζει απόλυτα το νικητή και την τύχη του
ηττημένου: «ο Χουσεΐν, λίγες μέρες πριν από την έναρξη των συγκρούσεων,
χαρακτήρισε τη μάχη του Κόλπου μητέρα όλων των μαχών»·
-
μητέρα πατρίδα, η χώρα όπου γεννήθηκε κάποιος και για το λόγο αυτό είναι
συναισθηματικά δεμένος μαζί της. Η χρήση της συνήθως από τους ξενιτεμένους: «τ’
όνειρό του είναι να γυρίσει γρήγορα στη μητέρα πατρίδα»·
-
την κάνω μητέρα, (για άντρες) γεννάει το παιδί μου: «ήθελε πολύ ένα
παιδί, γι’ αυτό χάρηκα που την έκανα μητέρα».
ανύπαντρος
ανύπαντρος,
-η, -ο, επίθ.
[<α- στερητ. + αρχ. ὕπανδρος], ανύπαντρος·
-
ανύπαντρες μητέρες, οι
γυναίκες εκείνες που είναι μητέρες χωρίς να είναι παντρεμένες: «παλιότερα, η
κοινωνία διαπόμπευε τις ανύπαντρες μητέρες»·
-
ανύπαντρος συμπέθερος για λόγου του γυρεύει, οι έξυπνοι άνθρωποι επιδιώκουν συνεχώς το προσωπικό
τους όφελος, το προσωπικό τους κέρδος: «να προσέχεις καλά όταν θα κάνεις
δουλειά μαζί του γιατί, ανύπαντρος συμπέθερος για λόγου του γυρεύει»·
- και
παντρεμένος μασκαράς κι ανύπαντρος ρεζίλι, βλ. λ. ρεζίλι·
αργία
αργία,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀργία <ἀεργία], η αργία. α. η αποχή από την εργασία λόγω Κυριακής,
θρησκευτικής ή εθνικής γιορτής: «τα Χριστούγεννα έχουμε αργία || την 25η
Μαρτίου έχουμε αργία». (Λαϊκό τραγούδι: Παρασκευή μ’ απάτησες, Σάββατο μ’
απαράτησες, και την Κυριακή αργία και σ’ άλλα με υγεία). β.
(για δημόσιους υπάλληλους, στρατιωτικούς ή ιερωμένους) αποχή από την εργασία ή
την ιερουργία, λόγω πειθαρχικής ποινής: «μ’ έχουν δώσει μια βδομάδα αργία για
το λάθος που έκανα στη μεταφορά των εμπορευμάτων || τον παπά της ενορίας μας
τον έχουν σε αργία, γιατί αντιμίλησε στο δεσπότη»·
- αργία
μήτηρ πάσης κακίας, η έλλειψη απασχόλησης, εργασίας ή η τεμπελιά, οδηγεί σε
κακές σκέψεις, ιδίως πράξεις: «η εγκληματικότητα είναι αυξημένη στους άεργους
ανθρώπους, γιατί, ως γνωστόν, αργία μήτηρ πάσης κακίας»·
- δεν
είναι αργία είναι απεργία, βλ. λ. απεργία.