Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μετρητά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μετρητά, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του αρχ. επιθ. μετρητός]. 1. το ρευστό χρήμα που δίνεται τη στιγμή κάποιας αγοράς ή κάποιας εμπορική πράξης: «μόνο αν έχεις μετρητά, θα μπορέσω να σου πουλήσω το οικόπεδο». 2. η περιουσία που διαθέτει κάποιος σε χρήματα, σε αντιδιαστολή προς τα τιμαλφή, τα έργα τέχνης, τα ακίνητα ή τους τίτλους: «δε διαθέτει μόνο ατράνταχτη περιουσία, αλλά έχει κι ένα σωρό μετρητά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν δε μου δώσει η μάνα σου σαράντα ομολογίες και άλλες τόσες μετρητά, θα ’χουμε φασαρίες).