Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μερτικό

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μερτικό κ. μερδικό, το, ουσ. [<μσν. μερτικόν <μεριτικόν <μερίτης· κατ’ άλλους σερβ. mertik <ουγγρ. mertek], το μεράδι, το μοιράδι, το μερίδιο, ο κλήρος: «ο πατέρας τους χώρισε την περιουσία του στη μέση και τους έδωσε από ένα μερτικό». (Λαϊκό τραγούδι: το μερτικό απ’ τη χαρά μου το ’χουν πάρει άλλοι, γιατ’ είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη).