Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μερίδα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μερίδα, η, ουσ. [<αρχ. μερίς <μέρος]. 1. μερίδιο, μεράδι, μοιράδι, μερτικό: «πόσα λεφτά πέφτουν στη μερίδα μου;». 2. συγκεκριμένη ποσότητα φαγητού: «βάλε μου μια μερίδα κεφτέδες». 3. τμήμα ενός συνόλου: «μια μεγάλη μερίδα του λαού ψήφισε το τάδε κόμμα». 4. ειδικός λογαριασμός: «στείλε μου το εμπόρευμα και χρέωσέ το στη μερίδα μου»·
- η μερίδα του λέοντος, μερίδιο πολύ μεγαλύτερο από όλα τα άλλα: «όλοι δουλεύουμε ίδιο σκληρά, αλλά αυτός παίρνει πάντα τη μερίδα του λέοντος». Αναφορά στον Αισώπειο μύθο: Λέων, όνος και αλώπηξ·
- μισή μερίδα, α. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) άνθρωπος πολύ κοντός και αδύνατος, άνθρωπος μικροκαμωμένος και για το λόγο αυτό καθόλου υπολογίσιμος ως αντίπαλος σε μια δυναμική αναμέτρηση: «είναι ντροπή να τα βάλω μ’ αυτό το ανθρωπάκι, γιατί είναι μισή μερίδα». β. άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «είναι ποτέ δυνατόν να κάνω παρέα με μισή μερίδα άνθρωπο!». γ. λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά και για μικρό παιδί, που απαξιούμε να το πάρουμε στα σοβαρά: «επειδή είσαι ακόμα μισή μερίδα, δε θα λες τη γνώμη σου, όταν μιλούν οι μεγάλοι». Συνών. μισή μπουκιά (β) / μισοριξιά / μισή πιθαμή (β) / μισοπιθαμή κ. μισοπιθαμής. δ. ελάχιστη μηδαμινή ποσότητα: «περιμένεις να χορτάσω μ’ αυτή τη μισή μερίδα που μου ’βαλες;». Συνών. μισή μπουκιά (α)·
- μισή μερίδα άνθρωπος ή μισής μερίδας άνθρωπος, βλ. φρ. μισή μερίδα. Συνών. μισή μπουκιά άνθρωπος ή μισής μπουκιάς άνθρωπος / μισή πιθαμή άνθρωπος ή μισής πιθαμής άνθρωπος·
- περνώ στη μερίδα του, α. χρεώνω στον ειδικό λογαριασμό του: «πάρε ό,τι θέλεις και θα το περάσω στη μερίδα σου». β. προσχωρώ στην πολιτική του παράταξη: «κι εσύ πέρασες στη μερίδα του τάδε;».