Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μελαχρινός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μελαχρινός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. επίθ. μελάχρους + κατάλ. -ινός]. 1. που έχει κάπως σκούρα επιδερμίδα και μαύρα μαλλιά: «ξανθός αυτός, μελαχρινή αυτή, όπου κι αν πάνε, ξεχωρίζουν με το πρώτο». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αγάπησα γυναίκα, δε λαχτάρησα κορμί, όσο λαχταρώ εσένα, κούκλα μου μελαχρινή // μελαχρινό μου, μάτια μου, μελαχρινή μ’ ελπίδα, γιατί δεν ήρθες να με βρεις γλυκιά μου μαυροφρύδα). 2. το θηλ. ως ουσ. η μελαχρινή (βλ. λ.). Υποκορ. μελαχρινάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: βρε μελαχρινάκι,με πότισες φαρμάκι).