Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ματσούκα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ματσούκα, η, ουσ. [<ιταλ. και βενετ. mazzoca], μεγάλο ραβδί, το ματσούκι (βλ. λ.).