Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μαστάρι
μαστάρι, το, ουσ. [<μσν. μαστάριν <μτγν. μαστάριον, υποκορ. του αρχ. μαστός], το μαστάρι· στον πλ. τα μαστάρια, τα γυναικεία βυζιά, ιδίως τα πολύ μεγάλα και πλαδαρά, που μοιάζουν με εκείνα των ζώων, που παράγουν γάλα: «είχε κάτι μαστάρια σαν της γελάδας».