Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μαρτυρία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μαρτυρία, η, ουσ. [<αρχ. μαρτυρία], η μαρτυρία·
- έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, έχει υπόληψη, έχει καλή φήμη, όλοι εκφράζονται γι’ αυτόν θετικά: «θα του εμπιστευτώ αυτή τη δουλειά, γιατί έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία».