Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μαούνα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μαούνα, η, ουσ. [<όψιμο μσν. μαούνα <τουρκ. ma(v)una <ιταλ. maona]. 1. πλατύ αβαθές σκάφος, μεγάλη φορτηγίδα, που προορίζεται μόνο στις φορτοεκφορτώσεις  των πλοίων και στη μεταφορά εμπορευμάτων σε ήσυχα νερά και όχι επιβατών. (Λαϊκό τραγούδι: όταν νυχτώσει στις μαούνες την αράζω, κλείνω τα μάτια και κοιμάμαι σα νυστάζω). 2. (υποτιμητικά) γυναίκα χοντρόσωμη, δυσκίνητη και χωρίς διόλου χάρη: «με πάτησε κατά λάθος αυτή η μαούνα και με ξενύχιασε».