Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μαλάκυνση
μαλάκυνση,
η, ουσ. [<μτγν. μαλάκυνσις], η
μαλάκυνση·
-
παθαίνω μαλάκυνση, χάνω την πνευματική μου διαύγεια, χάνω τη διανοητική
μου ικανότητα: «καλά, ρε παιδάκι μου, μαλάκυνση έχεις πάθει και κάνεις τέτοιες
μαλακίες! || δεν είναι να του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί έπαθε μαλάκυνση».
Αναφορά στη μαλάκυνση εγκεφάλου, πάθηση χωρίς πιθανότητα ίασης, που οι
άνθρωποι της πιάτσας, παρετυμολογώντας την, την αποδίδουν στον αυνανισμό.