Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μακαριά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μακαριά, η, ουσ. [<αρχ. μακαρία], το ψωμί που μοιράζεται στο τέλος της κηδείας ή του μνημόσυνου μαζί με τα κόλλυβα ή το φαγητό που προσφέρεται στο σπίτι του νεκρού από τους συγγενείς του, ο νεκρόδειπνος: «μετά το νεκροταφείο πήγαμε στο σπίτι για τη μακαριά».