Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μαθητής

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μαθητής, ο, θηλ. μαθήτρια, η, ουσ. [<αρχ. μαθητής], ο μαθητής. Υποκορ. μαθητάκος, ο και θηλ. μαθητριούλα, η·
- δώδεκα μαθητές ο καθένας με τον πόνο του, δηλώνει πως ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του, τις προσωπικές του στενοχώριες, τα προσωπικά του βάσανα, που τα σκέφτεται και τον απασχολούν: «κάποτε ήμασταν χαρούμενη παρέα, αλλά, απ’ τη μέρα που παντρευτήκαμε, δώδεκα μαθητές ο καθένας με τον πόνο του».