Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μαζώνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μαζώνω κ. μαζώχνω, ρ., βλ. λ. μαζεύω.

μαζεύω

μαζεύω κ. μαζώνω κ. μαζώχνω, ρ. [<μσν. μαζεύω <μτγν. ὁμαδεύω = συγκεντρώνω), με παρετυμολογία προς το μάζα - μαζώνω], μαζεύω. (Δημοτικό τραγούδι: απάνω ’ς αψηλό βουνό μάνα και θυγατέρες δυο, μαζώνουν τον αμάραντο με το μυρμηγκοβότανο). 1. συγκεντρώνω, συλλέγω: «μάζεψε όλες τις πληροφορίες που του χρειαζόταν και τώρα άρχισε να γράφει βιβλίο». 2. χαλιναγωγώ: «είναι τόσο αγρίμι αυτό το παιδί, που κανένας δεν μπορεί να το μαζέψει». 3. δέχομαι κάτι σε μεγάλο βαθμό: «όταν είχα ανάγκη, μάζευα υποσχέσεις για βοήθεια, αλλά τελικά κανείς δε με βοήθησε». 4. αποταμιεύω: «μάζεψε κάτι λεφτουδάκια και λέει να αγοράσει ένα αυτοκίνητο». 5. παρέχω σε κάποιον αναξιοπαθούντα προστασία, στέγη και τα μέσα της διαβίωσής του: «αν δεν τον μάζευε ο φίλος του, όταν χρεοκόπησε, θα είχε πεθάνει στην ψάθα». (Λαϊκό τραγούδι: σε μάζεψα, σε σύμμασα απ’ τα σοκάκια μέσα κι είπα να κάνουμε χωριό ν’ ανοίξουμε νοικοκυριό, μα συ δεν έχεις μπέσα).6. (ιδίως για γεωργικά προϊόντα) συλλέγω: «δεν έχετε μαζέψει ακόμα τα σταφύλια από τις κληματαριές; ||  είναι καιρός να μαζέψουμε τις ελιές || μαζεύουν το μπαμπάκι απ’ τα χωράφια». 7. περιορίζω: «μάζεψε το σκυλί σου». 8. (για ρούχα, υφάσματα) κονταίνω ή στενεύω: «με το πρώτο πλύσιμο, μάζεψε το πουκάμισο || θέλω να μαζέψω τη φούστα μου, γιατί είναι πολύ μακριά || πρέπει να μαζέψω λίγο το σακάκι, γιατί μου είναι πολύ φαρδύ». 9. (για πληγές) σχηματίζω πύον: «σίγουρα θα μαζεύει η πληγή μου, γιατί νιώθω μια φλόγωση». 10. (για τάβλι) παίρνω τα πούλια από κάτω και αν προλάβω να τα πάρω πρώτος είμαι και ο νικητής του παιχνιδιού: «εγώ άρχισα να μαζεύω κι αυτός προσπαθεί ακόμα να μπει μέσα». 11α. στον αόρ. έμασα, μάζεψα: «έμασε όλα τα πράγματά του κι ήταν έτοιμος να φύγει». (Λαϊκό τραγούδι: άλα κι αράξαμε, άγκυρα ρίχτε, κι όλοι τα χέρια σας ν’ αγαπηστείτε. Να μάσουμε τα κάτασπρα πανιά, να βγάλουμε τα ψάρια στη στεριά). β. στην προστακτ. μάσε κ. μάστα, μάζεψε, μάζεψέ τα : «μάσε τα πράγματά σου να φύγουμε». (Λαϊκό τραγούδι: αφού δεν τα κατάφερες να πας με τα νερά μου, μάσε τα τσαμασίρια σου και στο καλό, κυρά μου // τα λερωμένα τ’ άπλυτα, τα παραπεταμένα, μάστα και φύγε, φίλε μου, δεν κάνεις πια για μένα). (Ακολουθούν 48 φρ.)·
- άμα χυθεί το γάλα, με μπάμπαλα θα το μαζέψεις, βλ. λ. γάλα·
- (για) μάζεψε τα λόγια σου! βλ. λ. λόγος·
- (για) μάζεψε τη γλώσσα σου! βλ. λ. γλώσσα· 
- ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’, βλ. λ. δαδί·
- θα σε μαζέψει ο μπόγιας, βλ. λ. μπόγιας·
- θα τον (τη) μαζέψει ο μπόγιας, βλ. λ. μπόγιας·
- μάζευε κι ας είν’ και ρώγες, βλ. λ. ρώγα·
- μαζεύει γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- μαζεύει ήλιο για το χειμώνα, βλ. λ. ήλιος·
- μαζεύει σαν μυρμήγκι ή μαζεύει σαν το μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- μαζεύει τα κομμάτια του, βλ. λ. κομμάτι·
- μαζεύει υπογραφές, βλ. λ. υπογραφή·
- μαζεύω απ’ το δρόμο (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. δρόμος·
- μαζεύω δύναμη ή μαζεύω δυνάμεις, βλ. λ. δύναμη·
- μαζεύω ιδέες, βλ. λ. ιδέα·
- μαζεύω κολοκυθοκορφάδες, βλ. λ. κολοκυθοκορφάδες·
- μαζεύω πέταλα, βλ. λ. πέταλο·
- μαζεύω σπίτι μου ή μαζεύω στο σπίτι μου, βλ. λ. σπίτι·
- μαζεύω τα λουριά ή μαζεύω το λουρί, βλ. λ. λουρί·
- μαζεύω τα μπαούλα μου, βλ. λ. μπαούλο·
- μαζεύω τα μπογαλάκια μου και φεύγω, βλ. λ. μπογαλάκι·
- μαζεύω τα μπόσικα, βλ. λ. μπόσικος·
- μαζεύω τα μυαλά μου ή μαζεύω το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- μαζεύω την ουρά στα σκέλια ή μαζεύω την ουρά στα σκέλια μου, βλ. λ. ουρά·
- μαζεύω το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- μάζεψα τα φτερά μου, βλ. λ. φτερό·
- μάζεψε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- μάζεψε τ’ άπλυτά του κι έφυγε, βλ. λ. άπλυτα·
- μάζεψέ τα, επιθετική έκφραση σε κάποιον με την έννοια να μαζέψει τα προσωπικά του είδη και να φύγει από το χώρο μας: «βαρέθηκα την γκρίνια σου, γι’ αυτό μάζεψέ τα». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως έχεις φίλο, πονηρή σουπιά, πριν να παίξουμε και ξύλο, μάζεψέ τα πια
- μάζεψε τα βρεγμένα του κι έφυγε, βλ. λ. βρεγμένος·
- μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε, κατουρημένος·
- μάζεψε τα μπαούλα σου, βλ. λ. μπαούλο·
- μάζεψε τα μπογαλάκια σου, βλ. λ. μπογαλάκι·
- μάζεψε τα χεσμένα του κι έφυγε, βλ. λ. χεσμένος·
- μάζεψε τη γλώσσα σου, βλ. λ. γλώσσα·
- μάζεψε τα χέρια σου ή μάζεψε το χέρι σου, βλ. λ. χέρι·
- μάζεψε το στόμα σου, βλ. λ. στόμα·
- μαζέψτε τον! παρακλητική ή προτρεπτική έκφραση να πάρουν κάποιον από κοντά μας ή να τον συλλάβουν, γιατί έγινε ενοχλητικός ή επικίνδυνος: «αμάν, ρε παιδιά, μαζέψτε τον αυτόν το φίλο σας, γιατί ενοχλεί τα παιδιά μας! || μαζέψτε τον, κυρ αστυνόμε μου, γιατί είναι μεθυσμένος και πετάει πέτρες προς όλες τις μεριές!»·
- μάσ’ τα, μάζεψέ τα: «μάσ’ τα και φύγε, γιατί με νευρίασες». (Λαϊκό τραγούδι: τα λερωμένα τ’ άπλυτα, τα παραπεταμένα, μάσ’ τα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πια για μένα)·   
- στα μαζεύω, σημειώνω τις περιπτώσεις εκείνες, που με έχουν δυσαρεστήσει ή τις ενέργειες εκείνες που κατά κάποιο τρόπο στρέφονταν εναντίον μου, για να σου φερθώ ανάλογα ή για να σε τιμωρήσω: «κάτσε φρόνιμα, γιατί από καιρό στα μαζεύω και δεν μπορώ να κάνω άλλο υπομονή»·
- τα μαζεύω, α. συγκεντρώνω τα προσωπικά μου είδη, γιατί είμαι υποχρεωμένος ή γιατί με υποχρεώνουν να φύγω από κάπου, και γενικά φεύγω: «ήρθα να σε δω για λίγο κι εγώ αρμένισα, γι’ αυτό πρέπει να τα μαζεύω || ένιωθα πως ήμουν ανεπιθύμητος στην παρέα τους, γι’ αυτό κι εγώ τα μάζεψα». (Λαϊκό τραγούδι: τα μάζεψα τα πράγματα κι έφυγα από το σπίτι). β. (για χρήματα) τα αποταμιεύω: «δεν κάνει έξοδα, γιατί τα μαζεύει για τα γεροντάματά του». (Λαϊκό τραγούδι: όσοι τα ’χουν και τα μαζεύουν τη ζωή τους λιγοστεύουν)· βλ. και φρ. τους τα μάζεψα·
- τις μαζεύω (ενν. τις καρπαζιές, τις μπάτσες, τις μπουνιές, τις ξυλιές, τις σφαλιάρες), τρώω ξύλο: «του την έβγαινε συνεχώς, μέχρι που τις μάζεψε και ησύχασε». (Λαϊκό τραγούδι: ο μάγκας κάνει τον νταή μα τις μαζεύει πάντα κι όλο του μένει η καρπαζιά να βάλει και στην μπάντα
- τον μάζευαν με το κουταλάκι ή τον μάζεψαν με το κουταλάκι, βλ. λ. κουταλάκι·
- τον μάζευαν με το στυπόχαρτο ή τον μάζεψαν με το στυπόχαρτο, βλ. λ. στυπόχαρτο·
- του μαζεύω τα λουριά ή του μαζεύω το λουρί, βλ. λ. λουρί·
- του μάζεψα τα σκοινιά, βλ. λ. σκοινί·
- τους μάζεψε η κλούβα, βλ. λ. κλούβα·
- τους τα μάζεψα, τους πήρα όλα τα χρήματα, τους τα κέρδισα σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «παίξαμε χαρτιά στο σπίτι του τάδε και τους τα μάζεψα».