Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μαγεύω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μαγεύω, ρ. [<μαγεύω <μάγος]. 1. κάνω μάγια, δένω κάποιον με μάγια: «λες και το μάγεψαν αυτό το παιδί και πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο». (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω μάγια να σε μαγέψω, την καρδιά σου θέλω να κλέψω).2. ασκώ γοητεία, θέλγω: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που τον μάγεψε με την πρώτη ματιά που του ’ριξε || κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, μαγεύει τον κόσμο μ’ αυτά που λέει». (Λαϊκό τραγούδι: τα μάγουλά του κοκκινίζουν και με σφάζουν, η ομορφιά του μ’ έχει κάνει σαν τρελή, με γοητεύει, με μαγεύει, με παιδεύει, τον εσυμπάθησα, μανούλα μου, πολύ).