Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μαγεία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μαγεία, η, ουσ. [<αρχ. μαγεία <μαγεύω], η μαγεία. 1. η σαγηνευτική επίδραση που ασκεί κάποιος ή κάτι σε κάποιον προκαλώντας του αισθητική απόλαυση, η γοητεία: «αυτός ο άνθρωπος έχει μια μυστηριακή μαγεία, γι’ αυτό τρέχουν όλες οι γυναίκες πίσω του || βλέποντας τη θέα από την κορυφή του βουνού ένιωθες μια μαγεία να σε συνεπαίρνει». 2. τα μάγια (βλ. λ.). 3. σε θέση επιρρ. ή επιθ., πάρα πολύ όμορφα, πάρα πολύ ωραία: «περάσαμε μαγεία || η βραδιά ήταν μαγεία». (Τραγούδι: η δουλειά είναι δουλειά και η τεμπελιά μαγεία, είναι ο λόγος που ο κόσμος τη μισεί την εργασία
- άσπρη μαγεία, βλ. συνηθέστ. λευκή μαγεία·
- λευκή μαγεία, εκείνη με την οποία χρησιμοποιώντας κανείς τις διάφορες φυσικές ή υλικές δυνάμεις, επιδιώκει ευνοϊκά αποτελέσματα υπέρ κάποιου: «είναι γνώστης της λευκής μαγείας και βοηθάει όποιον έχει ανάγκη»·
- μαύρη μαγεία, εκείνη με την οποία χρησιμοποιώντας κανείς τα κακοποιά πνεύματα, επιδιώκει αρνητικά ή και θανατηφόρα αποτελέσματα σε βάρος κάποιου: «με τη μαύρη μαγεία έχει καταστραφεί πολύς κόσμος || κάποιος του ’κανε μαύρη μαγεία και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα πέθανε»·
- ως δια μαγείας, σαν από δύναμη υπερφυσική: «εξαφανίστηκε ως δια μαγείας». (Τραγούδι: και ως δια μαγείας θα εξαφανιστούν. Κάτι κρετίνοι κάτι απαίσιοι, που μας ταλαιπωρούν).