Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μήτρα
μήτρα,
η, ουσ. [<αρχ. μήτρα], η μήτρα·
-
θα σου πέσει η μήτρα; (και για τα δυο
φύλα) ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που δε δέχεται ή που θέλει βοήθεια για να
σηκώσει κάτι, που εμείς θεωρούμε πως δεν είναι πολύ βαρύ και έχει την έννοια θα
πάθεις κάτι κακό(;): «θα σου πέσει η μήτρα, αν σηκώσεις αυτό το δέμα μόνος σου;
|| γιατί δεν παίρνεις αυτό το δέμα να το πας στην αποθήκη, θα σου πέσει η
μήτρα;».