Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μέτωπο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μέτωπο, το, ουσ. [<αρχ. μέτωπον], το μέτωπο. 1. η πρόσοψη οικοδομήματος ή οικοπέδου, η φάτσα: «οι εργάτες ανέλαβαν να βάψουν όλο το μέτωπο της οικοδομής». 2. οι θέσεις που κατέχει ένας στρατός απέναντι από τον εχθρό εν καιρώ πολέμου: «στη διάρκεια του πολέμου οι πιο πολλοί άντρες πολεμούσαν στο μέτωπο». (Λαϊκό τραγούδι: όλα τα Ελληνόπουλα με λεβεντιά και χάρη, τραβάνε για το μέτωπο με δόξα και καμάρι). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- ανοίγω μέτωπο (με κάποιον ή κάποιους), δημιουργώ πεδίο αντιπαλότητας και προστριβών με κάποιον ή κάποιους: «μην ανοίγεις μέτωπο μαζί μου, γιατί θα βγεις χαμένος || η κυβέρνηση άνοιξε μέτωπο με τους συνταξιούχους»·
- είναι γραμμένο στο μέτωπό μου! λέγεται για κάποια ιδιότητα ή μειονέκτημά μου, που είναι ολοφάνερο στους άλλους, και, έτσι, έχουν τη δυνατότητα να με εκμεταλλεύονται: «μα τι στο καλό, είναι γραμμένο στο μέτωπό μου πως δεν μπορώ να πω εύκολα όχι κι όλοι έρχονται σε μένα για βοήθεια! || φαίνεται πως είναι γραμμένο στο μέτωπό μου πως είμαι βλάκας, γι’ αυτό μ’ εκμεταλλεύονται όλοι!»·   
- έσπασε το μέτωπο, υποχώρησε σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο: «στην περιοχή των λιμνών έσπασε το μέτωπο και το στρατηγείο μετακίνησε προς το σημείο αυτό ένα τμήμα των εφεδρειών»·
- έχω ανοιχτό μέτωπο (με κάποιον ή κάποιους), συντηρώ αντιπαλότητα και προστριβές με κάποιον ή κάποιους: «η κυβέρνηση έχει ανοιχτό μέτωπο με τους εργαζόμενους»·
- έχω καθαρό μέτωπο ή έχω το μέτωπο καθαρό, είμαι τίμιος, αξιοπρεπής: «κάνω πάντα τίμιες δουλειές, γιατί θέλω να ’χω καθαρό μέτωπο»·
- έχω το μέτωπο ψηλά ή έχω ψηλά το μέτωπο, διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω ψηλά το μέτωπό μου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι φτωχός κι όταν σου λέω σ’ αγαπώ, εσύ γελάς και με κοιτάς με ειρωνεία, μα εγώ, καλή μου, σε φτωχόσπιτο κι αν ζω, έχω το μέτωπο ψηλά στην κοινωνία
- καθαρό μέτωπο, χαρακτηρίζει την τιμιότητα: «χωρίς καθαρό μέτωπο δεν μπορείς να στεριώσεις πουθενά»·
- κάνω μέτωπο (με κάποιον ή κάποιους), συμμαχώ: «τα μικρά κόμματα έκαναν μέτωπο με την αξιωματική αντιπολίτευση κατά της κυβέρνησης»·
- κατά μέτωπο, αντικριστά, μετωπικά: «επίθεση κατά μέτωπο»·
- κατέρρευσε το μέτωπο, έχασε τη συνεκτικότητά του, υποχώρησε, ο στρατός ηττήθηκε: «η επίθεση υπήρξε σφοδρότατη κι έπειτα από μάχες πολλών ημερών κατέρρευσε το μέτωπο»·
- κλείνω το μέτωπο (με κάποιον ή κάποιους), τερματίζω την αντιπαλότητα και τις προστριβές που είχα με κάποιον ή με κάποιους, έρχομαι σε συνεννόηση: «η κυβέρνηση σταδιακά κλείνει τα μέτωπα που είχε ανοιχτά με τις διάφορες επαγγελματικές τάξεις»·
- κρατώ το μέτωπο ψηλά ή κρατώ ψηλά το μέτωπο, βλ. φρ. περπατώ με το μέτωπο ψηλά. (Τραγούδι: ξέρω πάντα να κρατάω μέτωπο ψηλά, έμαθα να μη λυγάω, μα θα σπάσω πια
- με καθαρό μέτωπο ή με μέτωπο καθαρό ή με καθαρό το μέτωπο ή με το μέτωπο καθαρό, α. με τιμιότητα: «προσπάθησε να ζήσει στη ζωή του με καθαρό μέτωπο». β. χωρίς να κηλιδώσω την ηθική μου, την υπόληψή μου: «έφυγα απ’ την υπηρεσία μου με καθαρό το μέτωπο»·
- με μέτωπο, με προσανατολισμό: «έχω ένα σπίτι με μέτωπο προς το δάσος». Συνών. με θέα·
- περπατώ με το μέτωπο ψηλά, περπατώ περήφανος, γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να ντρέπομαι για κάτι: «δεν έκανα ποτέ κακό σε κανέναν, γι’ αυτό περπατώ με το μέτωπο ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: τα πολύχρωμά σου μάτια να τα έχεις χαμηλά, έτσι που να περπατάω με το μέτωπο ψηλά
- το μέτωπο της φωτιάς, το μήκος της φωτιάς που κατακαίει μια έκταση: «το μέτωπο της φωτιάς υπολογίζεται σ’ ένα χιλιόμετρο».