Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μέλισσα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μέλισσα, η, ουσ. [<αρχ. μέλισσα], η μέλισσα·
- είναι χαρούμενη μέλισσα, (ειρωνικά) είναι άνθρωπος που κινείται ανάλογα με το συμφέρον του: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι χαρούμενη μέλισσα και θα σε κρεμάσει χωρίς να το καταλάβεις». Από την εικόνα της μέλισσας που πετά από λουλούδι σε λουλούδι· 
- όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι, όλοι οι καλοί άνθρωποι δεν κάνουν πάντα αγαθοεργίες, ευεργεσίες: «μπορεί να ’ναι καλός άνθρωπος αλλά, δεν έχει μάθει να βοηθάει τον κόσμο κι εξάλλου, όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι»·
- περνά περνά η μέλισσα, ομαδικό παιχνίδι, ιδίως κοριτσίστικο, που παίζεται στο ύπαιθρο και που συνοδεύεται από το εξής τραγούδι: περνά περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα και με τα παιδόπουλα: «τα κορίτσια της γειτονιάς ήταν μαζεμένα στην πλατεία κι έπαιζαν το περνά περνά η μέλισσα».