Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μελάς

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μελάς, ο, ουσ. [<μέλι + κατάλ. -άς], ο παραγωγός ή ο έμπορος μελιού: «ο τάδε μελάς παράγει το καλύτερο μέλι της περιοχής».