Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μέγαρο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μέγαρο, το, ουσ. [<αρχ. μέγαρον], το μέγαρο. 1. μεγαλόπρεπο, πλούσιο οικοδόμημα: «έχει ένα σπίτι σωστό μέγαρο». (Λαϊκό τραγούδι: αν μ’ αξιώσει ο Θεός λεπτά και αποχτήσω, θα χτίσω ένα μέγαρο τους πλούσιους να ελκύσω). 2. δηλώνει τον πλούτο σε αντιδιαστολή με τη φτώχεια: «εσείς απ’ τα μέγαρα, δεν μπορείτε να νιώσετε τον πόνο του φτωχού». (Λαϊκό τραγούδι: η γειτονιά μου δεν έχει άσφαλτο, δεν έχει μέγαρα, ούτε και τραίνα· η κάθε γειτονιά είν’ όλο χώματα και τα σπιτάκια της φτωχοχτισμένα). 3. (ειδικά) το μέγαρο μουσικής: «πήγα κι άκουσα στο Μέγαρο την Παθητική του Τσαϊκόφσκι». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο).