μάχη
μάχη,
η, ουσ. [<αρχ. μάχη], η μάχη·
μεγάλη και συστηματική προσπάθεια για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «η μάχη για
την εξυγίανση της οικονομίας θα συνεχιστεί». (Ακολουθούν 19 φρ.)·
-
βγάζω εκτός μάχης (κάποιον ή κάτι), νικώ, εξουδετερώνω κάποιον ή
αχρηστεύω κάτι: «του ’δωσα μια γροθιά στο πρόσωπο και τον έβγαλα εκτός μάχης ||
μου ’δωσε τ’ αυτοκίνητό του να κάνω μια βόλτα και το ’βγαλα εκτός μάχης, γιατί
το χτύπησα σ’ ένα κράσπεδο»·
-
βγαίνω εκτός μάχης, α. (για πρόσωπα) αδυνατώ να συνεχίσω μια
προσπάθεια και, κατ’ επέκταση, εγκαταλείπω, νικιέμαι: «πολλοί υποψήφιοι βγήκαν
εκτός μάχης με το μάθημα της έκθεσης και δε συνέχισαν το διαγωνισμό || έφαγε
μια γροθιά στο πρόσωπο και βγήκε εκτός μάχης». β. (για πράγματα ή
μηχανήματα) αχρηστεύομαι: «μετά το τρακάρισμα τ’ αυτοκίνητο βγήκε εκτός μάχης»·
-
δίνω μάχη ή δίνω τη μάχη (για κάτι), αγωνίζομαι, παλεύω, προσπαθώ
συστηματικά για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «πολλοί υποψήφιοι έδωσαν τη μάχη
για να μπουν στα πανεπιστήμια»·
-
δίνω μάχη για τη ζωή ή δίνω τη μάχη για τη ζωή, αγωνίζομαι,
προσπαθώ να κρατηθώ στη ζωή, παλεύω να μην πεθάνω: «ο ασθενής έδωσε μ’ επιτυχία
τη μάχη για τη ζωή»·
-
έγινε μάχη, καταβλήθηκε μεγάλη, συστηματική προσπάθεια για την επίτευξη
κάποιου σκοπού: «έγινε μάχη μπροστά στις θυρίδες του σταδίου για ν’ αποκτήσουν
οι φίλαθλοι το εισιτήριο του αγώνα»·
-
είμαι εκτός μάχης, βλ. φρ. βγαίνω εκτός μάχης·
-
η μάχη της μακαρονάδας, ο καθημερινός
αγώνας του ανθρώπου προκειμένου να εξοικονομήσει τα απαραίτητα για τη συντήρησή
του: «κάθε μέρα φεύγει νωρίς απ’ το σπίτι του και ρίχνεται στη μάχη της
μακαρονάδας»·
-
η μάχη του τελάρου, η προσπάθεια της
εκάστοτε κυβέρνησης να ελέγξει τις τιμές των οπωροκηπευτικών και να πατάξει την
αισχροκέρδεια: «παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της κυβέρνησης, τα πράγματα
δείχνουν πως χάνει τη μάχη του τελάρου»·
-
κερδίζω τη μάχη, α. νικώ σε κάποια στρατιωτική σύρραξη: «ο στρατός μας
κέρδισε τη μάχη του Λαχανά». (Τραγούδι: στρατιώτη, αν θες μάχη να
κερδίσεις, μια κοπελίτσα κοίτα ν’ αγαπήσεις. όποιος το γυρισμό
σκοπό δεν κάνει στρατιώτη μου, τον πόλεμο τον χάνει).β. μετά
από συστηματική προσπάθεια πετυχαίνω το σκοπό μου: «ο γιος του κέρδισε τη μάχη
για μια θέση στο πανεπιστήμιο»·
-
κερδίζω τη μάχη με το θάνατο, καταφέρνω να ζήσω, μετά από επικίνδυνη
περιπέτεια με την υγεία μου: «ο οργανισμός του αποδείχτηκε πολύ γερός, γιατί,
παρ’ όλη τη σοβαρότητα της κατάστασής του, στο τέλος κέρδισε τη μάχη με το
θάνατο»·
-
μάχη εντυπώσεων, βλ. λ. εντύπωση·
-
μητέρα όλων των μαχών, βλ. λ. μητέρα·
-
παίρνω τη μάχη, την κερδίζω, νικώ: «ο στρατός μας πήρε τη μάχη του
Σαρανταπόρου κι έτρεψε τον εχθρό σε φυγή». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί ήταν ο
Αχιλλεύς το πρώτο κουτσαβάκι, εκεί το μούτρο ο Οδυσσεύς που ’φτιαξε τ’ αλογάκι,
τσοντάρισε κι ο Δούρειος και πήραμε τη μάχη)·
-
πεδίο μάχης, βλ. λ. πεδίο·
-
τ’ άρματα μάχης, βλ. λ. άρμα·
-
φονική μάχη, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν πάρα πολλοί και από
τις δυο πλευρές: «η μάχη του Λαχανά υπήρξε μια φονική μάχη»·
-
χάνω τη μάχη, αδυνατώ να πετύχω το σκοπό μου, δεν καταφέρνω να νικήσω,
νικιέμαι: «το τάδε κόμμα έχασε τη μάχη των εκλογών || ο εχθρός έχασε τη μάχη»·
-
χάνω τη μάχη για τη ζωή, βλ. φρ. χάνω τη μάχη με το θάνατο·
-
χάνω τη μάχη με το θάνατο, πεθαίνω ύστερα από μεγάλη προσπάθεια να
κρατηθώ στη ζωή: «ο άρρωστος, μετά από μεγάλο αγώνα, έχασε τη μάχη με το
θάνατο».
άρμα
άρμα,
το, ουσ.
[<μσν. ἄρμα <λατιν. arma (= όπλα)], συνήθως στον πλ. τα άρματα, τα όπλα: «τα παλικάρια πήραν τ’
άρματά τους και βγήκαν στο βουνό»·
-
εκεί που κρεμούσαμε τ’ άρματα κρεμάμε τις κολοκύθες, βλ. λ. κολοκύθα·
-
παίρνω τ’ άρματα, ξεσηκώνομαι,
επαναστατώ: «το 1821 οι Έλληνες πήραν τ’ άρματα εναντίον των Τούρκων»·
-
ρίχνω τ’ άρματα, εγκαταλείπω
τον ένοπλο αγώνα, παραδίνομαι: «ο εχθρός έριξε τ’ άρματα και παραδόθηκε στους
στρατιώτες μας»·
- στ’
άρματα! στα
όπλα(!): «μέσα στη ησυχία της νύχτας ακούστηκε η δυνατή φωνή του σκοπού: στ’
άρματα!». (Αντάρτικο τραγούδι: στ’
άρματα, στ’
άρματα εμπρός στον αγώνα για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά)·
- τ’
άρματα μάχης, το
προφυλακτικό, η καπότα: «τώρα με το έιτζ, κάθε φορά που βγαίνει ραντεβού με τη
γκόμενά του, έχει μαζί του και τ’ άρματα μάχης».
εντύπωση
εντύπωση, η, ουσ. [<μτγν. ἐντύπωσις], η εντύπωση·
- δίνω την εντύπωση πως... ή δίνω την εντύπωση
ότι..., φαίνομαι πως…, φαίνομαι ότι…: «έτσι όπως συμπεριφέρεσαι, δίνεις την
εντύπωση πως είσαι ύποπτος»·
- έχω την εντύπωση πως... ή έχω την εντύπωση
ότι..., νομίζω, μου φαίνεται, υποπτεύομαι: «έχω την εντύπωση πως κάποιος
μας παρακολουθεί»·
- κάνω εντύπωση, προκαλώ το ενδιαφέρον, την προσοχή,
προκαλώ ζωηρή αίσθηση, εντυπωσιάζω κάποιον ή την ομήγυρή μου: «έκανες πολλή
εντύπωση μ’ αυτά που τους είπες || έκανε μεγάλη εντύπωση με το καινούργιο του
αυτοκίνητο»·
- μάχη εντυπώσεων, βλ. φρ. πόλεμος εντυπώσεων·
- μου κάνει εντύπωση, μου κινεί το ενδιαφέρον, την
απορία, την προσοχή: «μου κάνει εντύπωση πώς μπορεί και ζει αυτός ο άνθρωπος με
τόση φτώχεια!»·
- πόλεμος εντυπώσεων, βλ. λ. πόλεμος.
μητέρα
μητέρα,
η, ουσ. [<μσν. μητέρα, από το αρχ.
μητέρα, αιτιατ. του ουσ. μήτηρ], η μητέρα. Υποκορ. μητερούλα κ. μητερίτσα,
η·
-
ανύπαντρες μητέρες, βλ. λ. ανύπαντρος·
-
από (τη) μητέρα, από τη μεριά της μητέρας, από το σόι της μητέρας:
«είναι θείος μου από μητέρα»·
-
αργία μήτηρ πάσης κακίας, βλ. λ. αργία·
-
γίνομαι μητέρα, γεννώ το παιδί μου: «μικροπαντρεύτηκε και μικρή μικρή
έγινε μητέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν μια μέρα θα γενείς μητέρα με
παιδάκι, τότε κι εσύ χωρίς να θες, θα μ’ αγαπάς λιγάκι)·
-
μητέρα όλων των μαχών, η πιο μεγάλη, η πιο καθοριστική, η πιο σπουδαία
μάχη, η έκβαση της οποίας καθορίζει απόλυτα το νικητή και την τύχη του
ηττημένου: «ο Χουσεΐν, λίγες μέρες πριν από την έναρξη των συγκρούσεων,
χαρακτήρισε τη μάχη του Κόλπου μητέρα όλων των μαχών»·
-
μητέρα πατρίδα, η χώρα όπου γεννήθηκε κάποιος και για το λόγο αυτό είναι
συναισθηματικά δεμένος μαζί της. Η χρήση της συνήθως από τους ξενιτεμένους: «τ’
όνειρό του είναι να γυρίσει γρήγορα στη μητέρα πατρίδα»·
-
την κάνω μητέρα, (για άντρες) γεννάει το παιδί μου: «ήθελε πολύ ένα
παιδί, γι’ αυτό χάρηκα που την έκανα μητέρα».