Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μάζα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μάζα, η, ουσ. [<αρχ. μᾶζα <μάσσω], η μάζα· συνήθως στον πλ. οι μάζες, ο πολύς λαός, ο απλός λαουτζίκος σε αντιδιαστολή με τους μορφωμένους ή πλούσιους πολίτες: «απ’ τη μέρα που τα κονόμησε, δεν καταδέχεται να κάνει παρέα με τις μάζες».