Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λύω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λύω, ρ., βλ. λ. λύνω.

λύνω

λύνω κ. λύω, ρ. [<αρχ. λύω], λύνω. 1. διευθετώ, επιλύω, τακτοποιώ: «πρέπει να λύσουμε τις διαφορές μας σαν πολιτισμένοι άνθρωποι». 2. (για μηχανήματα) αποσυνδέω, αποσυναρμολογώ τα μέρη από τα οποία αποτελείται: «έλυσε τη μηχανή της μοτοσικλέτας του κι ύστερα προσπαθούσε να τη δέσει». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αδειανός καλόγερος τ’ αρχίδια του έλυε κι έδενε, βλ. λ. καλόγερος·
- έλυσαν χειρόφρενο, (για επαγγελματίες οδηγούς) χειρόφρενο·
- η ανάγκη λύει νόμο, βλ. λ. ανάγκη·
- λύνει το ζωνάρι του για καβγά, βλ. λ. ζωνάρι·
- λύνουν το κυπριακό, βλ. λ. κυπριακός·
- λύνουν το μεσανατολικό, βλ. λ. μεσανατολικός·
- λύνω και δένω, έχω κυρίαρχο ρόλο σε μια δουλειά, κατάσταση ή υπόθεση, κάνω ό,τι εγώ θέλω: «αυτός που λύνει και δένει στο εργοστάσιο δεν είναι ο διευθυντής αλλά ο υποδιευθυντής». (Λαϊκό τραγούδι: όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν και μένα τα χεράκια της με λύνουν και με δένουν
- λύνω τα μάγια, βλ. λ. μάγια·
- λύνω τα χέρια (κάποιου), βλ. λ. χέρι·
- λύνω τη μηχανή (ιδ. αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας), βλ. λ. μηχανή·
- λύνω τη σιωπή μου, βλ. λ. σιωπή·
- λύνω τις διαφορές μου, βλ. λ. διαφορά·
- λύνω το γάμο μου, βλ. λ. γάμος·
- λύνω το πρόβλημα της ζωής μου, βλ. λ. πρόβλημα·
- μου λύνουν τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- του ’λυσε τον αφαλό απ’ το ξύλο, βλ. λ. αφαλός·
- τους ζυγούς λύσατε! βλ. λ. ζυγός.