Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λύση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λύση, η, ουσ. [<αρχ. λύσις <λύω], η λύση· η διευθέτηση, η επίλυση κάποιας υπόθεσης είτε με αμοιβαία κατανόηση είτε δια της δικαστικής οδού: «συναντήθηκαν για να βρουν μια λύση στα προβλήματα που τους ταλαιπωρούσαν τόσον καιρό || αφού δεν μπορούν να συνεννοηθούν, ας βρουν μια λύση στα δικαστήρια»·
- βρίσκω λύση ή βρίσκω τη λύση, α. βρίσκω τον τρόπο να τερματίσω μια διένεξη ή μια αντιπαλότητα: «αν δε βρείτε λύση στο πρόβλημά σας, έτσι θα μαλώνετε μια ζωή». β. βρίσκω τον τρόπο να διευθετήσω, να επιλύσω κάτι που με απασχολεί ή που απασχολεί κάποιον: «ευτυχώς βρήκα τη λύση στο πρόβλημα που με απασχολούσε και γλίτωσα απ’ την ταλαιπωρία»·
- δίνω λύση ή δίνω τη λύση, βλ. φρ. βρίσκω λύση·
- λύση ανάγκης, αναγκαστικός τρόπος ενέργειας, όταν δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής: «το να δουλέψει μπάρμαν σ’ ένα μπαράκι, διπλωματούχος μηχανικός, ήταν λύση ανάγκης μια και δεν μπορούσε να βρει αλλού δουλειά»·
- μέση λύση, που δεν είναι ακραία, που εξυπηρετεί και τις δυο πλευρές, η τρίτη λύση: «πρέπει να βρεθεί μια μέση λύση, ώστε να μην πληγωθεί η περηφάνια κανενός»·
- μεσοβέζικη λύση, που δεν ξεκαθαρίζει, που δεν επιλύει οριστικά μια μπερδεμένη υπόθεση ή κατάσταση: «αν δώσουμε μια μεσοβέζικη λύση, απλώς θα διαιωνίσουμε την άσχημη κατάσταση που επικρατεί»·
- σολομώντεια λύση, η ευρηματική λύση που ικανοποιεί και τις δυο πλευρές, όταν δεν μπορεί να αποδειχτεί ποιος πραγματικά έχει δίκιο: «η σολομώντεια λύση που έδωσε ο δικαστής ικανοποίησε και τις δυο πλευρές». Αναφορά στον Εβραίο βασιλιά Σολομώντα·
- τρίτη λύση, που είναι ενδιάμεση, που ικανοποιεί και τις δυο πλευρές, η μέση λύση: «πρέπει να βρεθεί μια τρίτη λύση, ώστε να μη μείνει κανείς παραπονεμένος».