Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
λύπη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

λύπη, η, ουσ. [< αρχ. λύπη], η λύπη·
- με λύπη μου, λέγεται στην περίπτωση που πρόκειται να αναγγείλουμε σε κάποιον κάτι δυσάρεστο ή να εκφράσουμε το αρνητικό μας συναίσθημα που νιώθουμε για κάποιον ή για κάτι: «με λύπη μου θέλω να σας πληροφορήσω πως ο γιος σας έχει μπλέξει με τα ναρκωτικά || με λύπη μου σου ανακοινώνω πως πήρες μετάθεση για την επαρχία || με λύπη μου σου ανακοινώνω πως πάνω στο σταθμευμένο αυτοκίνητό σου έπεσε ένα φορτηγό»·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, βλ. λ. χαρά·
- μετά λύπης μου, βλ. φρ. με λύπη μου·
- μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη, όταν εκμυστηρευτεί κανείς τη λύπη του σε κάποιον, νιώθει να μετριάζεται: «πες μου τη στενοχώρια σου να ξελαφρώσεις, γιατί μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη»·
- πνίγω τη λύπη (μου), πιέζω τον εαυτό μου να μη γίνει φανερή η λύπη που νιώθω: «έπνιξε τη λύπη του και χαμογέλασε, σαν να μη συνέβαινε τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: πνίξε τη λύπη παλικάρι, πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι
- προς μεγάλη μου λύπη, βλ. φρ. με λύπη μου·
- της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, βλ. λ. Κυριακή.

Κυριακή

Κυριακή, η, πλ. Κυριακές κ. Κυριακάδες, οι, ουσ. [<μτγν. Κυριακή (ενν. ημέρα), θηλ. του επιθ. κυριακός <Κύριος (= ο Θεός)], η Κυριακή. (Λαϊκό τραγούδι: στους απάνω μαχαλάδες πάνε πέντε Κυριακάδες που δε βγαίνεις να σε δούνε τα παιδιά
- Κυριακή κοντή γιορτή, λέγεται σε περίπτωση που εκ των πραγμάτων δε θα αργήσει να αποκαλυφθεί κάτι, να διευθετηθεί μια εκκρεμότητα ή να γίνει κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «μη βιάζεστε, ρε παιδιά, γιατί αύριο που θα ’ρθει ο τάδε, θα μας πει πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, κι έτσι, Κυριακή κοντή γιορτή». Συνών. κοντός ψαλμός αλληλούια·
- όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, βλ. λ. νύφη·
- της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, λέγεται συνήθως για ευτελές αντικείμενο, που έχει μικρή διάρκεια, που έχει μικρή αντοχή και γενικά για εφήμερα πράγματα: «από καθαρή τσιγκουνιά αγόρασε ένα παλιοαυτοκίνητο, αλλά της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, γιατί μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα διαλύθηκε»·
- τις Κυριακές, κάθε Κυριακή, όλες τις Κυριακές: «τις Κυριακές κάθομαι στο σπίτι και χαίρομαι την οικογένειά μου».